tag:blogger.com,1999:blog-851494801983855012024-02-08T06:13:07.226-08:00Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι Ολόκληρα βιβλία των Αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων μας σε απλό κείμενο (Επιμέλεια Παν. Βήχος)Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.comBlogger77125tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-70789856117184143542012-10-24T10:23:00.000-07:002012-10-24T10:23:08.991-07:00<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ: ΑΠΑΝΤΑ
(6<sup>ος</sup> Τόμος)</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-size: 16pt;">Εικόνες. — Υπέρ των εικόνων.
— Εταιρικοί διάλογοι. — Όνειρον ή Αλεκτρυών. — Συμπόσιον ή Λαπίθαι. — Ζευς
τραγωδός. — Συστημάτων Δημοπρασία. — Αλιεύς ή αναζήσαντες. — Ηρόδοτος ή Αετίων.
</span></b></span><a href="http://fih.gr/view.php?filename=29aaloykianos.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="384" src="http://fih.gr/images/29aaloykianos.jpg" width="269" /></a>
</dt>
<dt><span style="font-size: 14pt;">Ο Λουκιανός ήταν Σύρος στην καταγωγή.
Γεννήθηκε στα Σαμόσατα, πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον πάνω Ευφράτη της Συρίας,
γύρω στο 120 μ.Χ. Εκεί έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση και πέρασε τα παιδικά του
χρόνια. Επειδή είχε δείξει από μικρός κάποιο ταλέντο στην τέχνη, οι γονείς του
τον έστειλαν μαθητευόμενο σε κάποιο θείο του γλύπτη. Η μαθητεία του δεν κράτησε
πολύ· ο νεαρός Λουκιανός έσπασε από αδεξιότητα μια πλάκα και ο θείος του τον
επέπληξε αυστηρά. Έτσι, εγκατέλειψε το εργαστήρι του θείου του και επέστρεψε στο
σπίτι των γονιών του. Η έντονη φιλομάθειά του τον έκανε να στραφεί στα γράμματα
(στο έργο του Περὶ τοῦ ἐνυπνίου αφηγείται πώς ενισχύθηκε αυτή του η απόφαση μετά
από όνειρο που είδε τη νύχτα της επιστροφής του στο σπίτι). Αφού μελέτησε τα
ελληνικά, ξεκίνησε να μάθει τη ρητορική τέχνη στις ρητορικές σχολές της Ιωνίας.
Στην Αντιόχεια άσκησε τη δικανική ρητορεία, που θεωρούνταν το κατώτερο είδος
ρητορικής. Στη Σμύρνη σπούδασε τη σοφιστική (ή επιδεικτική) ρητορική, κυρίως ως
μέσον προσπορισμού χρημάτων. Κατόπιν άρχισε να ταξιδεύει, επιδεικνύοντας τις
ρητορικές του ικανότητες, σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας, της
Μακεδονίας, της Ιταλίας και της Γαλατίας. Ωστόσο, δεν έμενε ικανοποιημένος με τη
ρητορική, και τελικά απογοητεύτηκε, θεωρώντας την ρηχή. Σε ηλικία 40 ετών,
παράτησε την τέχνη του σοφιστή και στράφηκε στη φιλοσοφία. Σημαντική επίδραση
είχε πάνω του η διδασκαλία του Πλατωνικού φιλοσόφου Νιγρίνου, τον οποίον
εθαύμαζε. Πνεύμα κατεξοχήν ανήσυχο, εντρύφησε σχεδόν σε όλες τις φιλοσοφικές
σχολές, αλλά τα φιλοσοφικά ρεύματα των Επικούρειων και των Κυνικών ήταν που
προσέλκυσαν κυρίως τη συμπάθειά του. </span>
</dt>
<dt><b><span style="font-size: 14pt;">(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό
κείμενο).</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ</span></b><br /><br />
<dl><div align="center">
<center>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-family: Times New Roman; font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ</span>
</dt>
</center>
</div>
</dl>
</dt>
<div align="center">
<center>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΑΠΑΝΤΑ</span> </dt>
</center>
</div>
<div align="center">
<center>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ</span> </dt>
</center>
</div>
<div align="center">
<center>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΙΩ.
ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ</span> </dt>
</center>
</div>
<div align="center">
<center>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΤΟΜΟΣ ΕΚΤΟΣ</span>
</dt>
</center>
</div>
<dt><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: Εικόνες. — Υπέρ
των εικόνων. — Εταιρικοί διάλογοι. — Όνειρον ή Αλεκτρυών. — Συμπόσιον ή Λαπίθαι.
— Ζευς τραγωδός. — Συστημάτων Δημοπρασία. — Αλιεύς ή αναζήσαντες. —Ηρόδοτος ή
Αετίων.</span>
<div align="center">
<center>
</center>
</div>
</dt>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΕΝ
ΑΘΗΝΑΙΣ<br />ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ<br />1911</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΑΠΑΝΤΑ</span>
<div align="center">
<center>
</center>
</div>
</dt>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΕΙΚΟΝΕΣ(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn1#fn1" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">1</a></sup>)</span>
</dt>
<span style="font-size: 16pt;"><br />ΛΥΚΙΝΟΣ. Αναμφιβόλως εκείνο το οποίον έπαθα
προ ολίγου, όταν είδα μίαν ωραιοτάτην γυναίκα, είνε ό,τι επάθαιναν όσοι
αντίκρυζαν την Γοργόνα· διότι ακριβώς παρ' ολίγον να μεταβληθώ εξ ανθρώπου εις
πέτραν από την κατάπληξιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛΥΣΤΡΑΤΟΣ. Βέβαια θα ήτο εξαιρετικόν και λίαν
καταπληκτικόν το θέαμα, αφού και τον Λυκίνον ηδυνήθη να εκπλήξη, και μάλιστα
όταν το αντικείμενον ήτο γυναίκα. Αν ήτο κανείς έφηβος δεν θ' απορούσα, διότι
συχνότατα σου συμβαίνει να μένης εκστατικός ενώπιον των ωραίων νέων και είνε
ευκολώτερον να μετακινήση κανείς ολόκληρον το Σίπυλον(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn2#fn2" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">2</a></sup>)
παρά να σε αποσπάση από τους ωραίους, όταν στέκεσαι ενώπιόν των με το στόμα
ανοικτόν και τα μάτια βουρκωμένα πολλάκις, όπως η κόρη του Ταντάλου. Αλλά δεν
μου λες, ποία ήτο αυτή η απολιθώνουσα Μέδουσα και από πού ήτο διά να μάθω και
εγώ; διότι δεν πιστεύω να θέλης μόνον διά τον εαυτόν σου το θέαμα και να
ζηλοτυπήσης εάν και εγώ θελήσω να απολιθωθώ μαζή σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Πρέπει να ξέρης ότι και μακρόθεν αν την
ατενίσης, θα σε καταστήση πλέον ακίνητον και άλαλον από τα αγάλματα. Αλλ' ίσως
αυτό είνε το ολιγώτερον επικίνδυνον εάν όμως σε ατενίση και εκείνη, δεν θα
υπάρχη πλέον τρόπος να απομακρυνθής, αλλά θα σε σύρη ως δεσμευμένον όπου θέλει,
όπως η πέτρα του Ηρακλέους σύρει τον σίδηρον. ΠΟΛ.Παύσε, Λυκίνε, να μου εκφράζης
με υπερβολάς τον θαυμασμόν σου και λέγε μου ποία ήτο αυτή η γυναίκα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Ενώ συ νομίζεις ότι λέγω υπερβολάς, εγώ
φοβούμαι ότι αν την ίδης θα σου φανούν κατώτεροι αυτής οι έπαινοί μου· τόσον
ωραιοτέρα θα σου φανή. Αλλά ποία είνε δεν γνωρίζω· το μόνον το οποίον δύναμαι να
σου είπω είνε ότι είχε μεγάλην ακολουθίαν δούλων, ευνούχων και θεραπαινίδων και
εν γένει εφαίνετο ότι ανήκεν εις τάξιν ανωτέραν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Ουδέ τ' όνομά της γνωρίζεις; Δεν ηρώτησες
πώς ονομάζεται;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Όχι· το μόνον που γνωρίζω είνε ότι πατρίδα
έχει την Ιωνίαν·διότι είς εκ των θεατών, ο οποίος ευρέθη πλησίον μου, είπεν,
αφού εκείνη επέρασε· Τοιαύτα είνε τα Σμυρναϊκά κάλλη. Αλλά δεν είνε παράδοξον
ότι η ωραιοτέρα των Ιωνικών πόλεων παρήγαγε την ωραιοτέραν των γυναικών.
Εμάντευσα δε ότι και αυτός ο οποίος είπεν αυτά ήτο Σμυρναίος και υπερηφανεύετο
διά το κάλλος της γυναικός εκείνης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Αληθώς εφέρθης ως πέτρα, αφού ούτε την
παρηκολούθησες, ούτε τον Σμυρναίον εκείνον ηρώτησες ποία ήτο [;;;;] προσπάθησε
τουλάχιστον να μου την παραστήσης με λόγους ποία ήτο και ίσως θα την
αναγνωρίσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Η απαίτησίς σου είνε μεγάλη. Δεν αρκεί η
δύναμις των λόγων και μάλιστα η ιδική μου ευφράδεια να εξεικονίση κάλλος τόσον
θαυμάσιον, διά το οποίον μόλις θα ήσαν ικανοί ο Απελλής ή ο Ζεύξις ή ο
Παρράσιος, ο Φειδίας ή ο Αλκαμένης. Εγώ με την ασθενή μου τέχνην θα ζημιώσω το
πρωτότυπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Ειπέ μου τέλος πάντων πώς ήτο η μορφή της.
Δεν δύνασαι να κατηγορηθής ως παράτολμος, διότι θα επιχειρήσης να δώσης μίαν
ιδέαν εις φίλον σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Μου φαίνεται ότι ασφαλέστερα θα το
κατορθώσω αν καλέσω εις βοήθειάν μου μερικούς εκ των αρχαίων τεχνιτών, διά να
μου αναπαραστήσουν την γυναίκα εκείνην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Τι εννοείς; Πώς θα έλθουν εις βοήθειάν σου
άνθρωποι οι οποίοι προ τόσου καιρού έχουν αποθάνη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Ευκόλως· αρκεί να μου απαντήσης εις
μερικάς ερωτήσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Καλά, ερώτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Εταξείδευσές ποτε, Πολύστρατε, εις την
Κνίδον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Βέβαια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Επομένως θα είδες βέβαια και την εκεί
Αφροδίτην. ΠΟΛ.Μάλιστα· είνε το ωραιότερον δημιούργημα του
Πραξιτέλους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. θα ήκουσες και τον μύθον τον οποίον
διηγούνται οι εντόπιοι περί αυτής, ότι δηλαδή κάποιος ερωτεύθη το άγαλμα και
διαφυγών την προσοχήν έμεινε μίαν νύκτα εντός του ναού και ικανοποίησε το πάθος
του, όσον τούτο είνε δυνατόν με άγαλμα. Αλλά περί τούτου δεν πρόκειται τώρα.
Αφού δε, ως λέγεις, είδες το άγαλμα εκείνο, τώρα να μου απάντησης και εις μίαν
άλλην ερώτησιν, αν είδες και την Αφροδίτην, η οποία ευρίσκεται εις τας Αθήνας,
την εν κήποις Αφροδίτην του Αλκαμένους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. θα ήμουν ο οκνηρότερος των Αθηναίων,
Λυκίνε, εάν δεν είχα ιδή μέχρι τούδε το ωραιότερον από τα έργα του
Αλκαμένους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Θεωρώ περιττόν να σε ερωτήσω, Πολύστρατε,
εάν ανέβης πολλάκις εις την ακρόπολιν και παρετήρησες την Σωσάνδραν του
Καλάμιδος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Και αυτήν την είδα, πολλάκις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Καλά. Από δε τα έργα του Φειδίου ποίον σου
ήρεσε περισσότερον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Ποίον άλλο παρά η Λημνία(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn3#fn3" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">3</a></sup>)
την οποίαν τόσον εξετίμα ο Φειδίας, ώστε και εχάραξεν επί του αγάλματος το όνομά
του; Αλλά και η Αμαζών, η οποία στηρίζεται επί της λόγχης, δεν μου αρέσει
ολιγώτερον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Αυτά τωόντι είνε τα καλλίτερα και δεν
έχομεν ανάγκην άλλων τεχνιτών. Τώρα λοιπόν θα προσπαθήσω να πάρω εξ εκάστου των
αγαλμάτων τούτων ό,τι εξαίρετον έχει να το συναρμόσω εις μίαν εικόνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Και πώς θα το κατορθώσης αυτό;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Δεν είνε δύσκολον, Πολύστρατε, εάν
παραδόσωμεν τα αγάλματα εις τον λόγον και επιτρέψωμεν εις αυτόν να μεταφέρη και
συνθέση και συναρμόση όσον το δυνατόν ευρυθμότατα τας καλλονάς αυτών εις
μίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Καλά· ας τα παραλάβη λοιπόν και ας τα
συνθέση, διότι είμαι περίεργος να ίδω πώς θα τα μεταχειρισθή και πώς εκ τόσων
εικόνων θα συνθέση μίαν χωρίς δυσαρμονίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Λοιπόν τώρα θα ίδης πώς θα συναρμόση ο
λόγος το καλλιτέχνημά του. Από την Αφροδίτην της Κνίδου θα λάβη μόνον της
κεφαλήν· δεν θα χρειασθή τίποτε από το άλλο σώμα, το οποίον είνε γυμνόν. Την
κόμην,το μέτωπον και τας ωραίας γραμμάς των φρυδιών θ' αφήση όπως τα έκαμεν ο
Πραξιτέλης, θα διατηρήση επίσης την υγρότητα των οφθαλμών ομού με την φαιδρότητα
και την χάριν, όπως τα θέλει ο Πραξιτέλης. Τα δε μήλα και όλα τα άλλα εξέχοντα
μέρη του προσώπου θα λάβη από τον Αλκαμένην και την εν κήποις, προσέτι δε τα
άκρα των χειρών και των καρπών την ευρυθμίαν και τους στρογγυλούς δακτύλους τους
λεπτυνομένους κατά τα άκρα. Το όλον δε περίγραμμα του προσώπου, την αβρότητα των
παρειών και την σύμμετρον μύτην θα δώσουν η Λημνία και ο Φειδίας. Ο ίδιος θα μας
δώση και του στόματος την αρμονικήν σχισμήν και τον αυχένα της Αμαζόνος του· η
δε Σωσάνδρα και ο Κάλαμις θα την στολίσουν με την αιδημοσύνην και θα της δώσουν
το σεμνόν και μόλις φαινόμενον μειδίαμα εκείνης. Και το ευσταλές και την
σεμνότητα του ιματισμού παρά της Σωσάνδρας επίσης θα λάβη, με την διαφοράν μόνον
ότι η δική μας θα έχη την κεφαλήν άσκεπη. Ανάστημα θα έχη ίσον με την Κνιδίαν
Αφροδίτην και ο Πραξιτέλης θα μας δώση και τας αναλογίας ταύτας. Τώρα πώς σου
φαίνεται, Πολύστρατε; θα γίνη ωραίον το άγαλμά μας;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Βέβαια εάν εκτελεσθή, με τελείαν
ακρίβειαν· διότι ελησμόνησες κάτι τι, θαυμάσιε αγαλματοποιέ, πολύ σπουδαίον, ενώ
συνεσώρευες τόσα και τόσα εις το έργον σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Τι ελησμόνησα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Κάτι τι, φίλε μου, από τα σπουδαιότερα,
εκτός εάν νομίζης ότι ολίγον συντελεί προς το κάλλος το χρώμα και μάλιστα το
αρμόζον εις έκαστον μέρος του κάλλους, ούτως ώστε να είνε μαύρα εντελώς όσα
πρέπει να είνε μαύρα, λευκά όσα πρέπει να είνε λευκά και το ερύθημα να επανθή
και τα τοιαύτα. Άνευ αυτών το έργον μας κινδυνεύει να έχη την μεγαλειτέραν
έλλειψιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Πόθεν λοιπόν θα λάβωμεν και αυτά· ή πρέπει
να καλέσωμεν εις βοήθειαν ημών τους ζωγράφους και μάλιστα εκείνους οίτινες
ανεδείχθησαν άριστοι μεταξύ αυτών, διά ν' αναμίξουν τα χρώματα και χρωμαΤιςουν
την εικόνα καταλλήλως; Λοιπόν ας καλέσωμεν τον Πολύγνωτον και τον Ευφράνορα, τον
Απελλήν και τον Αετίωνα· ας διαιρέσουν δε ούτοι το έργον μεταξύ των και ο μεν
Ευφράνωρ ας χρωμαΤιςη την κόμην όπως εζωγράφισε την κόμην της Ήρας, ο δε
Πολύγνωτος την ωραίαν γραμμήν των φρυδιών και το ερύθημα των παρειών, όπως
εζωγράφισε την Κασάνδραν εις την λέσχην των Δελφών· ο ίδιος ας ζωγραφίση το
φόρεμα,λεπτότατα εξειργασμένον, ούτως ώστε μέρος μεν αυτού να είνε
συνεσφιγμένον, το δε άλλον να κυματίζη και να κολπούται υπό του άνεμου. Το άλλο
σώμα ας ζωγραφίση ο Απελλής, κυρίως κατά το υπόδειγμα της Πακάτης(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn4#fn4" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">4</a></sup>)
όχι καθ' υπερβολήν λευκόν, αλλ' απλώς ζωογονούμενον υπό του αίματος·τα δε χείλη
να γίνουν όπως ο Αετίων εζωγράφισε της Ροξάνης τα χείλη.Αλλά μάλλον τον άριστον
των ζωγράφων Όμηρον πρέπει να καλέσωμεν μετά του Απελλού και του Ευφράνορος. Το
όλον χρώμα του σώματος πρέπει να είνε όμοιον προς εκείνο το οποίον ο ποιητής της
Ιλιάδος απέδωκεν εις τον Μενέλαον, παρομοιάσας τους μηρούς αυτού με
ελεφαντοκόκαλον ελαφρώς πορφυρωμένον. Ο ίδιος ας ζωγραφίση και τους οφθαλμούς
και ας την κάμη βοώπιν. Θα τον βοηθήση δε εις το έργον και ο Θηβαίος ποιητής,
διά να την κάμη ιοβλέφαρον. Και φιλομειδή να την καταστήση ο Όμηρος και
λευκώλενον και ροδοδάκτυλον και εν γένει να την εξομοιώση προς την χρυσήν
Αφροδίτην πλέον ή την Βρυσηίδα. Αυτά θα κάμουν οι ζωγράφοι και οι γλύπται. Αλλ'
εκείνο το οποίον επανθεί εις όλα ταύτα,η χάρις ή μάλλον όλαι αι χάριτες ομού και
όλοι οι έρωτες, ποίος θα δυνηθή να το μιμηθή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Αυτή, Λυκίνε, θα είνε θαύμα ωραιότητος,
όπως την περιγράφεις,και κάτι τι θείον το οποίον έπεσεν εξ ουρανού. Τι δε
έκαμνεν όταν την είδες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Εκράτει βιβλίον κατά το ήμισυ τυλιγμένον
και εφαίνετο ότι μέρος αυτού είχεν αναγνώση και κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν του
επίλοιπου. Ενώ δε εβάδιζε, κάτι έλεγε και προς έν των προσώπων της ακολουθίας
της, αλλά δεν γνωρίζω τι έλεγε, διότι δεν ωμίλει μεγαλοφώνως. Όταν δε εμειδίασε,
Πολύστρατε, έδειξε κάτι δόντια, που δεν δύναμαι να σου παραστήσω την λευκότητα,
των, την συμμετρίαν και την συναρμογήν. Αν έτυχε να ίδης περιδέραιον από
λαμπροτάτους και ισομεγέθεις μαργαρίτας, θα δυνηθής να φαντασθής την λαμπρότητα
και την κανονικότητά των. Το ερύθημα των χειλέων ανεδείκνυεν έτι μάλλον την
λευκότητά των. Θα ηδύνατό τις να τους συγκρίνη προς το στιλβωμένον
ελεφαντοκόκαλον περί του οποίου ομιλεί ο Όμηρος, και δεν ήσαν οι μεν πλατύτεροι
των δε ή προέχοντες ή αραιοί, όπως συμβαίνει εις τας περισσοτέρας γυναίκας, αλλ'
η ισότης των ήτο τελεία και είχον το αυτό χρώμα και το αυτό μέγεθος και ομοίως
όλοι ήσαν συνηρμοσμένοι.Εν γένει το θέαμα ήτο θαυμάσιον και πάσαν ανθρωπίνην
καλλονήν υπερέβαινε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Στάσου. Μαντεύω τώρα πολύ καλά απ' αυτά
που λέγεις και την πατρίδα της, ποίαν γυναίκα εννοείς. Είπες ότι την ηκολούθουν
και ευνούχοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Μάλιστα και μερικοί στρατιώται
ακόμη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Είνε η περίφημος ερωμένη του
βασιλέως(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn5#fn5" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">5</a></sup>)
αυτή που ηυτύχησες να ίδης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Και πώς ονομάζεται;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Και το όνομά της είνε επίσης πολύ μουσικόν
και χαριτωμένον,Λυκίνε· είνε ομώνυμος με την αξιέραστον σύζυγον του
Αβραδάτα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn6#fn6" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">6</a></sup>)
, την οποίαν θα γνωρίζης βέβαια εκ του Ξενοφώντος, όστις την εγκωμιάζει διά την
σωφροσύνην και το κάλλος της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Βεβαίως και η ιστορία της μου κάνει τόσην
εντύπωσιν, ώστε οσάκις την αναγινώσκω, νομίζω ότι βλέπω την γυναίκα εκείνην και
την ακούω να λέγη όσα της αποδίδει ο Ξενοφών, όταν έδιδε τα όπλα εις τον άνδρα
της και τον προέπεμπεν αναχωρούντα εις τον πόλεμον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Αλλά συ, φίλε μου, την είδες μίαν φοράν ως
αστραπήν και ενεθουσιάσθης διά το κάλλος της μορφής και του σώματός της· δεν
γνωρίζεις δε της ψυχής της τα κάλλη τα οποία είνε πολύ μεγαλείτερα και θειότερα.
Εγώ όμως την γνωρίζω καθ' ολοκληρίαν διότι και σχετικός της είμαι και
συμπατριώτης. Ως δε γνωρίζεις, αποδίδω μεγαλειτέραν σημασίαν εις την γλυκύτητα
του χαρακτήρος, την φιλανθρωπίαν, την μεγαλοφροσύνην, την φρόνησιν, την μόρφωσιν
του πνεύματος παρά εις το κάλλος. Και αυτά τωόντι έχουν μεγαλειτέραν αξίαν από
τα σωματικά προτερήματα· διότι θα ήτο παράλογον και γελοίον εάν εξετίμα κανείς
περισσότερον το φόρεμα παρά το σώμα. Το τέλειον δε κάλλος κατά την γνώμην μου
είνε εκείνο εις το οποίον συντρέχει η αρετή της ψυχής και του σώματος η καλλονή,
θα ηδυνάμην να σου δείξω πολλάς γυναίκας αι οποίαι έχουν ωραίαν και ευχάριστον
την μορφήν, αλλά κατά τα αλλά καταισχύνουν το κάλλος, ούτως ώστε και μόνον αν
ανοίξουν το στόμα διά να ομιλήσουν το κάλλος των μαραίνεται και εξαφανίζεται,
διότι αποδεικνύεται ότι υπηρετεί ψυχήν δυσειδή και κακήν. Αι τοιαύται γυναίκες
μου φαίνονται όμοιαι προς τους Αιγυπτιακούς ναούς, οι οποίοι είνε ωραίοι και
μεγαλοπρεπείς, στολισμένοι με πολύτιμα μάρμαρα, με χρυσόν και ζωγραφιαίς· αλλ'
αν εισέλθης και αναζητήσης τον θεόν εις τον οποίον είνε αφιερωμένοι, θα
συναντήσης πίθηκον ή ίβιν ή τράγον ή γάτον. Τοιαύτας γυναίκας συναντά κανείς
πολλάς. Δεν αρκεί λοιπόν το κάλλος, εάν δεν έχη και τα πρέποντα κοσμήματα, εννοώ
δε όχι πολυτελή ενδύματα και αλλά εξωτερικά στολίσματα, αλλ' εκείνα τα οποία
ανέφερα,την αρετήν, την φρόνησιν, την γλυκύτητα του χαρακτήρος, την φιλανθρωπίαν
και όλα τα άλλα τα οποία αποτελούν τον ηθικόν χαρακτήρα της γυναικός
εκείνης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Λοιπόν η σειρά σου τώρα, Πολύστρατε, να με
πληρώσης διά του αυτού νομίσματος και μάλιστα με το παραπάνω, και να μου δώσης
την ψυχικήν της εικόνα, αφού δύνασαι, διά να μη την θαυμάζω μόνον κατά το
ήμισυ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Αυτό το οποίον μου ζητείς, φίλε μου, δεν
είνε μικρόν και εύκολον διότι δεν είνε ομοίως εύκολον να παραστήση κανείς διά
του λόγου πράγματα τα οποία εις όλους είνε ορατά, και πράγματα τα οποία δεν
φαίνονται. Διά να ζωγραφίσω και εγώ την εικόνα, την οποίαν μου ζητείς, θα
χρειασθώ συνεργάτας, όχι πλέον γλύπτας μόνον και ζωγράφους, αλλά και φιλοσόφους,
ώστε να κατασκευάσω το άγαλμα σύμφωνον προς τους κανόνας εκείνων και κατά τα
υποδείγματα της αρχαίας πλαστικής. Αλλά θα επιχειρήσω. Και εν πρώτοις να την
φαντασθής με φωνήν γλυκείαν και αρμονικήν. Εις αυτήν θα ήρμοζε μάλλον παρά εις
τον γέροντα της Πύλου εκείνο το οποίον είπεν ο Όμηρος. Η φωνή της είνε γλυκυτέρα
του μέλιτος. Εν γένει δε ο τόνος της λαλιάς της είνε απαλώτατος, ούτε βαρύς,
ώστε να φαίνεται ανδρικός, ούτε παραπολύ λεπτός, ώστε να φαίνεται καθ' υπερβολήν
θηλυπρεπής και ασθενής, αλλ' όπως είνε η φωνή του παιδίου, το οποίον δεν έφθασεν
εις την ήβην, γλυκεία και ευχάριστος και τόσον μαλακά εισδύουσα εις την ακοήν,
ώστε και όταν παύη, να παραμένη απήχημα αυτής και ως ηχώ παρατείνουσα τα
λεγόμενα και εις την ψυχήν αφήνουσα ίχνη των λόγων ευχάριστα και πλήρη πειθούς.
Όταν συμβαίνη και να τραγουδή και μάλιστα συνοδευομένη υπό κιθάρας, ο θαυμασμός
υπερβαίνει κάθε όριον και πρέπει να σιωπούν αμέσως αλκυόνες και τέττιγες και
κύκνοι, διότι όλα φαίνονται συγκρινόμενα προς αυτήν χωρίς χάριν. Και αυτή η κόρη
του Πανδίονος(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn7#fn7" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">7</a></sup>)
θα φανή άτεχνος και χωρίς μουσικά χαρίσματα, παρ' όλην την ποικιλίαν των
μελωδιών της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο δε Ορφεύς και ο Αμφίων, οίτινες υπήρξαν οι
γοητευτικότεροι των μουσικών και διά της μουσικής των συνεκίνουν και αυτά τα
άψυχα, αν ήκουον το άσμα της γυναικός εκείνης, θ' άφιναν τας κιθάρας και θα
εστέκοντο να την ακούουν. Διότι πώς ηδύναντο να κρατούν τόσην αρμονίαν και τόσην
ακρίβειαν ρυθμού και το πλήκτρον της κιθάρας να κτυπά συγχρόνως με την γλώσσαν
και πώς ηδύναντο να έχουν την λεπτότητα εκείνην και την ευκινησίαν των δακτύλων
ο Θραξ εκείνος και ο άλλος ο οποίος επηγγέλλετο τον βουκόλον επί του Κιθαιρώνος
και συγχρόνως κατεγίνετο εις την κιθάραν; Ώστε αν τύχη ποτέ, Λυκίνε, και την
ακούσης να τραγουδή, δεν θα πάθης μόνον ό,τι οι βλέποντες τας Γοργόνας αλλά θα
εννοήσης και τι επάθαιναν οι ακούοντες το άσμα των Σειρήνων. Είμαι βέβαιος ότι
θα γοητευθής εις τοιούτον βαθμόν, ώστε θα λησμονήσης και πατρίδα και συγγενείς·
και αν ακόμη φράξης με κηρόν τα ώτα, και διά του κηρού θα εισδύση εις την ακοήν
σου η μελωδία.Τοιούτον είνε το άσμα αυτής και τόσα πολλά θέλγητρα έχει, ώστε σου
εμπνέει την ιδέαν ότι την εδίδαξαν αι Μούσαι. Εν γένει δε πρέπει να φαντασθής το
άσμα της οποίον έπρεπε να είνε το εξερχόμενον εκ τοιούτων χειλέων και διά
τοιούτων οδόντων. Αφού δε την είδες, δύνασαι να φαντασθής ότι την ακούεις. Ότι η
γλώσσα της είνε καθαρώς Ιωνική και ακριβής και ότι ομιλεί με ευφράδειαν και με
πολλήν Αττικήν χάριν δεν είνε παράδοξον διότι το χάρισμα τούτο έχει από την
πατρίδα της·ούτε ήτο δυνατόν να συμβαίνη άλλως, προκειμένου περί προσώπου
συγγενεύοντος προς τους Αθηναίους λόγω της αποικίας. Δεν είνε επίσης παράδοξον
ότι της αρέσει η ποίησις και πολύ καταγίνεται εις αυτήν,αφού είνε συμπολίτις του
Ομήρου. Ιδού, αγαπητέ Λυκίνε, μία εικών, η εικών της καλλιφωνίας αυτής και του
άσματος, η οποία παριστά το αντικείμενον ασθενέστατα. Μετ' αυτήν θα συνθέσω και
άλλας, διότι δεν έχω σκοπόν να σε μιμηθώ και να συνθέσω μίαν εκ πολλών· τούτο
δεν θα είνε αρκετόν, διότι με όσην τελειότητα και αν εκτελεσθή, δεν θα είνε
αρκετή μία εικών να παραστήση τόσα διάφορα κάλλη, τα οποία αμιλλώνται κατά την
τελειότητα· αλλά δι' εκάστην αρετήν της ψυχής πρέπει να γραφή μία εικών σύμφωνος
προς το αρχέτυπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Μου προαναγγγέλλεις μίαν απόλαυσιν,
Πολύστρατε, εκ των πλέον εξαιρέτων και φαίνεται ότι θα μου αποδώσης με το
παραπάνω ό,τι σου έδωκα. Εκτέλεσε λοιπόν την υπόσχεσίν σου και να είσαι βέβαιος
ότι η ευχαρίστησις την οποίαν θα μου προξενήσης θα είνε ασύγκριτος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Λοιπόν, επειδή εξ όλων των ωραίων
πραγμάτων το ωραιότερον είνε η παιδεία, ας συνθέσωμεν και την εικόνα αυτής, η
οποία θα είνε ποικίλη και πολύμορφος, ώστε ουδέ κατά τούτο να υστερήσω της
πλαστικής σου τέχνης. Λοιπόν ας την παραστήσωμεν προικισμένην με όλα και αθρόα
τα χαρίσματα του Ελικώνος, ούτως ώστε να μη γνωρίζη μόνον όσα η Κλειώ, η
Πολυμνία, η Καλλιόπη και αι άλλαι Μούσαι γνωρίζουν ιδιαιτέρως εκάστη, αλλ' όσα
γνωρίζουν όλαι ομού και επί πλέον την σοφίαν του Ερμού και του Απόλλωνος. Πρέπει
να την στολίσωμεν με όλα όσα οι ποιηταί εμμέτρως ή οι ρήτορες ευφραδώς εξέφρασαν
και οι συγγραφείς ιστόρησαν και οι φιλόσοφοι συνεβούλευσαν· αυτά όμως δεν πρέπει
να περιορισθούν μόνον εις τον επιπόλαιον χρωματισμόν, αλλά πρέπει να εισχωρήσουν
και εις το βάθος της εικόνος δι' ανεξιτίλων και αφθόνων χρωμάτων. Πρέπει δε να
συγχωρηθώ εάν δεν δύναμαι να επιδείξω κανέν αρχαίον πρότυπον της εικόνος ταύτης,
διότι ουδέν τοιούτον μνημονεύεται μεταξύ των διαπρεψάντων κατά την αρχαιότητα
εις την παιδείαν. Αλλά τέλος πάντων ας θεωρηθή τελειωμένη και αυτή η εικών και
ας αναρτηθή, διότι και όπως έχει δεν μου φαίνεται να είνε κακή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Εξ εναντίας είνε πολύ ωραία, Παλύστρατε,
και εις όλας της τας γραμμάς ακριβής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Κατόπιν αυτής πρέπει να ζωγραφίσω την
εικόνα της σοφίας και της φρονήσεως. Θα χρειασθώμεν δε δι' αυτήν πολλά
παραδείγματα, τα πλείστα αρχαία, και προ πάντων ένα το οποίον είνε επίσης
Ιωνικόν.Ζωγράφοι δε και δημιουργοί του προτύπου τούτου είνε ο Αισχίνης ο φίλος
του Σωκράτους και αυτός ο Σωκράτης, αμφότεροι ακριβέστατοι μεταξύ όλων των
ζωγράφων εις την απόδοσιν της ομοιότητος, τοσούτω μάλλον καθ' όσον την
καλλιτεχνίαν αυτών ενέπνεε και ο έρως. Η εκ Μιλήτου περίφημος Ασπασία, την
οποίαν και αυτός ο θαυμασιώτατος και Ολύμπιος Περικλής ηγάπα, δεν είνε
ακατάλληλον παράδειγμα συνέσεως,εμπειρίας και οξύτητος και αγχινοίας εις τα
πολιτικά διά να το αντιγράψωμεν εις την ημετέραν εικόνα ακριβές και
απαράλλακτον, υπό τον όρον να το μεγεθύνωμεν εις το κολοσσιαίον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Διατί, παρακαλώ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Διότι, Λυκίνε, καίτοι αι εικόνες
ομοιάζουν, τα αντικείμενα δεν είνε ισομεγέθη· η δημοκρατία των τότε Αθηναίων
πολύ υπολείπεται της σημερινής δυνάμεως των Ρωμαίων. Ώστε και αν κατά τα άλλα
ομοιάζουν αι δύο εικόνες, το πλάτος του πίνακος πρέπει να είνε διαφορετικόν και
πλατύτατον διά την ημετέραν εικόνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεύτερον και τρίτον παράδειγμα ας λάβωμεν την
Θεανώ(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn8#fn8" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">8</a></sup>)
και την Λεσβίαν ποιήτριαν, μετ' αυτάς δε την Διοτίμαν(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn9#fn9" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">9</a></sup>)
, εκ των οποίων η μεν Θεανώ θα συνεισφέρη εις την εικόνα μας την μεγαλόνοιαν, η
δε Σαπφώ την χάριν του πνεύματος· προς δε την Διοτίμαν θα ομοιάζη η ημετέρα
εικών όχι μόνον εις όσα ο Σωκράτης την επήνεσεν,αλλά και κατά την σύνεσιν και
κατά το εύστοχον των συμβουλών της.Ούτω συμπληρούται και είνε έτοιμη διά ν'
αναρτηθή και της συνέσεως η εικών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Και μα τον Δία είνε θαυμασία, Πολύστρατε.
Αλλ'εξακολούθησε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Ας προσπαθήσωμεν τώρα να εξεικονίσωμεν την
χρηστότητα και την φιλανθρωπίαν αυτής και να παραστήσωμεν την ημερότητα του
χαρακτήρος της και την καταδεκτικότητα προς εκείνους οίτινες ζητούν την
προστασίαν της. Ως πρότυπον δε θα μας χρησιμεύσουν η άλλη Θεανώ η σύζυγος του
Ανχίνορος, η Αρήτη και η κόρη αυτής Ναυσικάα και οιαδήποτε άλλη η οποία έφθασεν
εις την μεγαλειτέραν εύνοιαν της τύχης, χωρίς να χάση της μετριοφροσύνην και την
σύνεσιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα πρέπει να εξεικονίσω την αρετήν αυτής
και την αφοσίωσιν προς εκείνον του οποίου την κλίνην συμμερίζεται. Τοιαύτη ήτο η
κόρη του Ικαρίου, την οποίαν ο Όμηρος απεκάλεσε σαόφρονα και περίφρονα —διότι
τοιαύτα κοσμητικά επίθετα αποδίδει εις την Πηνελόπην ο ποιητής εκείνος — ή και η
ομώνυμος αυτής σύζυγος του Αβραδάτα, περί της οποίας προ μικρού
ωμιλήσαμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Ωραιοτάτην έκαμες και αυτήν την εικόνα,
Πολύστρατε· υποθέτω δε ότι πλησιάζουν να συμπληρωθούν αι εικόνες, διότι όλους
τους χαρακτήρας της ψυχής εξεικόνισες ιδιαιτέρως έκαστον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Όχι όλους· υπολείπονται αι μεγαλείτεραι
αρεταί της γυναικός εκείνης. Θέλω να είπω ότι, ενώ έφθασεν εις τόσα μεγαλεία,
ούτε υπό επάρσεως διά την ευτυχίαν της κατελήφθη, ούτε εις την τύχην επίστευσεν,
ώστε να νομίση ότι εξήρθη εις εξαιρετικήν κατάστασιν,αλλά διατηρείται μετριόφρων
και απλή τους τρόπους, χωρίς καμμίαν επίδειξιν αποκρουστικήν και δυσάρεστον.
Προς πάντας όσοι την πλησιάζουν φαίνεται πολύ προσηνής· τους μεταχειρίζεται ως
ίση και απευθύνει προς αυτούς φιλοφρονήματα, τα οποία είνε τοσούτω μάλλον
ευχάριστα εις αυτούς καθόσον, ενώ προέρχονται παρά γυναικός ανωτέρας,ουδέν έχουν
το υπεροπτικόν. Διότι όσοι την δύναμίν των μετεχειρίσθησαν όχι προς υπεροψίαν
αλλά προς ευεργεσίαν, ούτοι προ πάντων ανεδείχησαν άξιοι των αγαθών τα οποία
παρά της τύχης έλαβον και μόνον ούτοι ίσως διαφεύγουν τον φθόνον διότι ουδείς
δύναται να φθονήση τον υπερέχοντα, όταν τον βλέπη να μετριοφρονή διά την
ευτυχίαν του και όχι, όπως η ομηρική εκείνη Άτη, να πατή επί ανθρωπίνων
κρεάτων(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn10#fn10" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">10</a></sup>)
και εν γένει τους υποδεεστέρους να καταφρονή. Τούτο είνε σύνηθες εις τους
ταπεινούς τον χαρακτήρα, ένεκα της ψυχικής των χυδαιότητος· και όταν δηλαδή η
τύχη χωρίς να το ελπίζουν τους αναβιβάση αίφνης εις πτερωτόν και μετάρσιον
όχημα, δεν αρκούνται εις την ευτυχίαν την οποίαν απέκτησαν, ούτε προσέχουν και
εις τα κάτω, αλλά διηνεκώς προσπαθούν να ανέλθουν υψηλότερα. Λοιπόν παθαίνουν
ό,τι ο Ίκαρος. Ο κηρός τήκεται και τα πτερά των πίπτουν και αυτοί
κατακρημνίζονται εις πελάγη και τρικυμίας και γίνονται καταγέλαστοι. Όσοι δε εις
την χρήσιν των πτερών εμιμήθησαν τον Δαίδαλον και δεν ανυψώθησαν υπερβολικά, μη
λησμονούντες ότι το πτέρωμά των ήτο κολλημένον με κηρόν, και εκανόνισαν την
πτήσιν αυτών κατά τας ανθρωπίνους δυνάμεις και περιωρίσθησαν να υψωθούν ολίγον
υπέρ τα κύματα, ώστε να διατηρούνται πάντοτε υγρά τα πτερά των και να μη
αποξηρανθούν και τακούν υπό του ήλιου, ούτοι ασφαλώς και σωφρόνως επέταξαν. Τον
έπαινον δε τούτον μάλιστα δύναται τις ν' απευθύνη και προς την γυναίκα περί της
οποίας ομιλούμεν. Και όλοι της εύχονται να διατηρήση τα πτερά και επί μακράν να
ευτυχή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Και είθε ούτω να γείνη, Πολύστρατε· είνε
αξία διότι δεν είνε μόνον κατά το σώμα ωραία, όπως η Ελένη, αλλά και ψυχήν
ωραιοτέραν και πλέον αξιαγάπητον κλείει εντός του ωραίου σώματος. Έπρεπε δε και
επί των ημερών ενός ηγεμόνος τόσον μεγάλου και συγχρόνως τόσον αγαθού και
χρηστού να γεννηθή εις το κράτος του μία τοιαύτη σπανία γυνή και να προστεθή εις
την άλλην ευτυχίαν του ο έρως αυτής· διότι δεν είνε μικρόν ευτύχημα η γυνή εις
την οποίαν θα εταίριαζεν εκείνο το οποίον είπεν ο Όμηρος, ότι δύναται ν'
αμιλλάται προς την Αφροδίτην κατά το κάλλος και την Αθηνάν κατά τα έργα. Διότι
εξ όλων των γυναικών ουδεμία δύναται να παραβληθή προς αυτήν, «ού δέμας ουδέ
φυήν, ούτ' αρ φρένας ούτε τι έργα».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Αληθή αυτά, Λυκίνε· ώστε αν θέλης ας
αναμίξωμεν τώρα τας εικόνας, την εικόνα του σώματος την οποίαν συ έπλασες και
τας ψυχικάς τας οποίας εγώ εζωγράφισα και εξ όλων τούτων ας συνθέσωμεν μίαν εις
βιβλίον, ώστε να δύνανται να την βάζουν όλοι, και οι σύγχρονοι και οι
μεταγενέστεροι· διότι ούτω θα είνε διαρκεστέρα από τα έργα του Απελλού του
Παρισίου και του Πολυγνώτου και πολύ ανωτέρα, καθότι δεν θα κατασκευασθή από
ξύλον, κηρόν και χρώματα, αλλ' εκ των εμπνεύσεων των Μουσών και θα είνε κατ'
εξοχήν και εξαιρετικώς ακριβής, καθ' όσον θα παριστά συγχρόνως και του σώματος
και της ψυχής το κάλλος.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 36pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;"><br />ΠΟΛΥΣΤΡΑΤΟΣ. Εις το σύγγραμμά σου, Λυκίνε,
είπεν η γυνή εκείνη,διέκρινα πολλήν συμπάθειαν και σεβασμόν προς εμέ· διότι οι
έπαινοι δεν θα είχον τόσον ενθουσιασμόν εάν δε συνέγραφε και με αγάπην. Αλλ'αν
θέλης να μάθης τον χαρακτήρα μου, ιδού ποίος είνε. Δεν μου αρέσουν οι
κολακευτικοί τους τρόπους, αλλά μου κάμνουν την εντύπωσιν απατεώνων και ήκιστα
ελευθέρων κατά τον χαρακτήρα. Προκειμένου δε περί επαίνων, όταν ακούω να μ'
επαινούν με υπερβολάς υπερμέτρους κοκκινίζω και μου έρχεται να φράξω τ' αυτιά
μου. Εν γένει δε το πράγμα μου φαίνεται μάλλον εμπαιγμός παρά έπαινος. Οι
έπαινοι είνε ανεκτοί μόνον εφ' όσον ο επαινούμενος αναγνωρίζει ότι τα λεγόμενά
του ταιριάζουν· τα δε, υπερβαίνοντα το μέτρον τούτο είνε δι' αυτόν ψεύδη και
καθαρά κολακεία. Εγνώρισα εν τοσούτω, είπε, πολλούς, οι οποίοι ευχαριστούνται
όταν οι επαινούντες αποδίδουν εις αυτούς χαρίσματα τα οποία δεν έχουν· λ. χ. εάν
είνε γέροντες και τους επαινούν διά την ακμήν των, ή άσχημοι και τους συγκρίνουν
κατά το κάλλος προς τον Νιρέα ή τον Φάωνα· φαίνονται ως να πιστεύουν ότι οι
έπαινοι θ'αλλάξουν την μορφήν των και ότι θα ανανεωθούν, όπως ο Πελλίας
ενόμιζεν. Αλλ' αυτό δεν είνε σωστόν· ο έπαινος είνε πολύτιμος, εάν δύναται να
προέλθη και τίποτε καλόν εκ των υπερβολών του, άλλως οι ούτω επαινούμενοι και
πιστεύοντες εις τους επαίνους παθαίνουν ό,τι οι άσχημοι οι φορούντες ωραίαν
προσωπίδα και υπερηφανευόμενοι διά κάλλος των, το οποίον είνε πρόσθετον και πας
τις δύναται, να το καταστρέψη,ότε ο υπερηφανευόμενος θα γίνη γελοιωδέστερος,
διότι θα φανή οποίος είνε και ότι υπό τοιούτον προσωπείον τοιαύτην ασχημίαν
έκρυπτεν.Ομοίως αν κανείς μικρόσωμος φορέση κοθόρνους και ερίζη περί μεγέθους
προς ανθρώπους οίτινες τον υπερβαίνουν πήχυν ολόκληρον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ανέφερε δε και το εξής· Υπήρξε γυνή ανωτέρας
τάξεως, η οποία κατά μεν τα άλλα ήτο νόστιμη και σεμνή, αλλά κοντή και κατωτέρα
του μετρίου· εις εγκώμιον δε το οποίον της έπλεξε κάποιος ποιητής έλεγε μεταξύ
των άλλων ότι ήτο μεγαλοπρεπής και την παρωμοίαζε κατά το ευθυτενές και το ύψος
του αναστήματος προς αίγειρον. Και αυτή μεν ετέρπετο υπό του επαίνου και
επεδοκίμαζεν, ως εάν το ποίημά της εμεγέθυνε πραγματικώς το ανάστημα, ο δε
ποιητής βλέπων ότι την ηυχαρίστει επανελάμβανε πολλάκις το άσμα, έως ου κάποιος
εκ των παρόντων έκυψε και του είπεν εις το αυτί· «Παύσε γιατί θ' αναγκάσης την
γυναίκα να σηκωθή». Κάτι παρόμοιον, αλλά πολύ γελοιωδέστερον έπραξεν η
Στρατονίκη, η σύζυγος του Σελεύκου. Εκάλεσε τους ποιητάς εις συναγωνισμόν διά να
εγκωμιάσουν με αμοιβήν ενός ταλάντου την κόμην της, καίτοι ήτο φαλακρά και ουδ'
έλαχίστας ιδικάς της τρίχας διετήρει. Ενώ όμως εις τοιαύτην κατάστασιν ήτο η
κεφαλή της και όλοι εγνώριζον ότι εκ μακρού νοσήματος είχε χάση την κόμην, οι
αναιδέστατοι ποιηταί απεκάλουν υακινθίνας τας τρίχας της κόμης της και έπλεκον
περί την κεφαλήν της σγουρούς πλοκάμους και παρωμοίαζον την ανύπαρκτον κόμην
προς τα σέλινα. Όλους λοιπόν τούτους τους παραδιδομένους εις τους κόλακας
κατέσκωπτεν η ερωμένη του βασιλέως και έλεγεν ότι όχι μόνον εις τα εγκώμια, αλλά
και εις τας εικόνας πολλοί κολακεύονται ομοίως και θέλουν να εξαπατώνται.
Προτιμούν δηλαδή εκείνους εκ των ζωγράφων οίτινες τους παριστούν
ωραιοτέρους·τινές μάλιστα και παραγγέλλουν εις τους τεχνίτας ν' αφαιρέσουν
κάποιαν ανωμαλίαν της [;;;της] ή να κάμουν πλέον μαύρα τα μάτια ή να προσθέσουν
εις την μορφήν ό,τι άλλο επιθυμούν και έπειτα φυλάττουν ως ιδίας τας ξένας
εκείνας εικόνας, αίτινες ουδόλως ομοιάζουν προς αυτούς. Ταύτα και τοιαύτα έλεγε·
και κατά μεν τα άλλα επεδοκίμαζε το σύγγραμμα, έν δε μόνον δεν υπέφερεν, ότι την
παρωμοίασες προς τας θεάς Ήραν και Αφροδίτην. Αυτά, είπεν, είνε ανώτερα από εμέ,
μάλλον δε υπέρ την ανθρωπίνην φύσιν. Εγώ όχι μόνον με τας μεγαλειτέρας θεάς δεν
θα ήθελα να συγκρίνωμαι αλλ' ουδέ με τας ηρωίδας, όπως η Πηνελόπη, η Αρήτη και η
Θεανώ. Είπε δε και το εξής· Φοβούμαι πολύ τους θεούς και δεν θέλω αποδεχομένη
τοιούτους επαίνους να φανώ ομοία προς την Κασσιόπην, ήτις μ' όλα ταύτα μόνον
προς τας Νηρηίδας ετόλμα να συγκρίνεται, την Ήραν δε και την Αφροδίτην
εσέβετο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ώστε, Λυκίνε, η επιθυμία της είνε να μεταβάλλης
εκείνα τα οποία έγραψες, άλλως αυτή μεν θα επικαλεσθή την μαρτυρίαν των θεών ότι
έγραψες παρά την θέλησίν της, συ δε πρέπει να γνωρίζης ότι θα την λυπήση το
βιβλίον αν κυκλοφορήση, όπως τώρα είνε γραμμένον, χωρίς σεβασμόν προς τους
θεούς. Εθεώρει δε ότι θα ήτο ασέβεια εκ μέρους της και αμάρτημα αν εδέχετο να
λέγεται ομοία προς την Κνιδίαν Αφροδίτην και την εν κήποις. Ενώ δε εις το τέλος
του βιβλίου — ως μου παρήγγειλε να σου είπω — την παριστάς μετριόφρονα και χωρίς
αλαζονείαν και λέγεις ότι δεν επαίρεται υπέρ την ανθρωπίνην κατάστασιν, αλλά
πετά πλησίον εις την γην, εις την αρχήν συ ο ίδιος την ανυψώνεις υπέρ τον
ουρανόν, ώστε και προς θεάς την εξομοιώνεις.Έχει την αξίωσιν να μη την θεωρήσης
ολιγώτερον του Αλεξάνδρου συνετήν, όστις δεν εδέχθη την πρότασιν την οποίαν του
έκαμε κάποιος αρχιτέκτων να μεταβάλλη ολόκληρον το όρος Άθω εις ανδριάντα του
και να τον παραστήση κρατούντα δύο πόλεις εις τας χείρας του· θεωρήσας το πράγμα
ανώτερόν του διέταξε τον άνθρωπον εκείνον να μη κατασκευάση κολοσσόν τόσον
απίθανον και ν' αφήση ήσυχον τον Άθω, ούτε να σμικρύνη όρος τόσον μέγα,
εξομοιώνων αυτό προς μικρόν ανθρώπινον σώμα.Επαινούσα δε τον Αλέξανδρον διά την
μεγαλοψυχίαν του έλεγεν ότι έπρεπε να του στήσουν ανδριάντα μεγαλείτερον του
Άθω, διά να παραμείνη αθάνατος η μνήμη του γεγονότος εκείνου· διότι δεν ήτο
μικρού χαρακτήρος ένδειξις ότι κατεφρόνησε τόσην μεγάλην τιμήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επαινεί δε και το έργον σου και την επίνοιαν
των εικόνων, αλλά δεν αναγνωρίζει την ομοιότητα αυτών, διότι δεν αναγνωρίζει εις
εαυτήν τοιαύτα προτερήματα, αλλ' ούτε και υπάρχει κατά την γνώμην της γυνή
πλησιάζουσα εις τοιαύτην τελειότητα· ώστε παραιτείται από την τιμήν την οποίαν
της απονέμεις και αρκείται να λατρεύη τα πρότυπα των εικόνων σου. Να την επαινής
ως άνθρωπον και το υπόδημα να μην είνε του ποδός πλατύτερον διά να μη πέση,
λέγει, όταν επιχειρήση να περιπατήση. Μου παρήγγειλε δε να σου είπω και το εξής·
Ακούω να λέγουν πολλοί — σεις δε οι άνδρες είσθε εις θέσιν να γνωρίζετε εάν
τούτο αληθεύη(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn11#fn11" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">11</a></sup>)
— ότι ουδ' εις την Ολυμπίαν επιτρέπεται να εγείρουν εις τους νικητάς ανδριάντας
μεγαλειτέρους του αναστήματος αυτών, αλλ' οι Ελλανοδίκαι φροντίζουν να μη
υπερβαίνη κανείς το φυσικόν ανάστημα, η δε εξέτασις αύτη γίνεται πολύ
ακριβεστέρα από την έγκρισιν των αγωνιστών. Ώστε πρόσεξε, είπε, μήπως μας
ανακαλύψουν υπερβαίνοντας το μέτρον και οι Ελλανοδίκαι μας ανατρέψουν την
εικόνα. Αυτά έλεγεν εκείνη, συ δε σκέψου, Λυκίνε, να τροποποιήσης το βιβλίον και
ν'αφαιρέσης τα τοιαύτα, ιδίως δε όσα θίγουν τους θεούς· διότι αυτά κυρίως την
επείραξαν και, ενώ τα ανεγίνωσκε, κατελήφθη υπό φρίκης και παρεκάλει τους θεούς
να την συγχωρήσουν. Πρέπει δε να της συγχωρήσωμεν αυτόν τον φόβον, όστις είνε
φυσικός εις τας γυναίκας.Αλλά, διά να είπω την αλήθειαν, και η εντύπωσις η δική
μου δεν ήτο διαφορετική. Κατ' αρχάς, είνε αληθές, δεν εύρισκα τίποτε το άτοπον
εις όσα έγραψες, αλλ' αφού εκείνη εξεδήλωσε το αίσθημά της, ήρχισα και εγώ να
αισθάνωμαι το αυτό και μου συνέβη ό,τι παθαίνουν οι βλέποντες τα αντικείμενα εκ
πολύ μικράς αποστάσεως· διότι όταν από πολύ πλησίον βλέπομεν κάτι τι, δεν το
βλέπομεν ακριβώς· εάν όμως απομακρυνθώμεν εις την πρέπουσαν απόστασιν,
διακρίνομεν ακριβώς τα ελαττώματα και τα καλά του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού είνε άνθρωπος και την παραβάλλεις προς την
Αφροδίτην και την Ήραν, τι άλλο κάνεις παρά εξευτελίζεις τας θεάς; Εις τας
τοιαύτας συγκρίσεις εκείνο το οποίον σμικρύνεται περισσότερον δεν είνε
μικρότερον, αλλά το μεγαλείτερον, το οποίον αναγκάζομεν να εξισωθή προς το
μικρότερον· εάν βαδίζουν ομού δύο άνθρωποι, εκ των οποίων ο μεν έχει πολύ υψηλόν
το ανάστημα, ο δε είνε πολύ μικρόσωμος, και θελήσωμεν να τους εξισώσωμεν, ώστε
να μη φαίνεται ο είς υψηλότερος του άλλου, τούτο δεν θα κατορθωθή διά της
προσπαθείας του μικροτέρου,και εάν ούτος αρχίση να βαδίζη ακροποδητί· διά να
φανούν ίσοι πρέπει να σκύψη πολύ ο υψηλότερος και να συμμαζευθή καθ' υπερβολήν.
Λοιπόν εις αυτάς τας εικόνας όταν εξομοιούται ο άνθρωπος προς θεόν δεν
μεγαλοποιείται τόσον ο άνθρωπος, όσον ο θεός σμικρύνεται και συστέλλεται διά να
περιορισθή εις το ανθρώπινον ύψος. Και τέλος πάντων, αν κανείς δεν ευρίσκη
παραδείγματα επί της γης και αναγκάζεται να στρέφεται προς τα ουράνια,
ολιγώτερον δύναται να κατηγορηθή δι' ασέβειαν· αλλά ενώ ηδύνασο να εύρης επί της
γης τόσα γυναικεία κάλλη, χωρίς ανάγκην ετόλμησες να την παραβάλης προς την
Αφροδίτην και την Ήραν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ώστε, Λυκίνε, αφαίρεσε το υπερβολικόν τούτο και
ασεβές, το οποίον άλλως ταιριάζει προς τον χαρακτήρα σου, διότι έως τώρα δεν
ήσουν εύκολος και πρόθυμος εις τους επαίνους. Τώρα γνωρίζω πώς τόσον αποτόμως
μετεβλήθης και τόσον αθρόους επαίνους έγραψες διά μιας και από φιλαργύρου
ανεδείχθης άσωτος εις αυτό το είδος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν πρέπει δε και να φοβηθής να μεταρρυθμίσης
το έργον σου διά τον λόγον ότι ήδη εκυκλοφόρησε. Και περί του Φειδίου λέγουν ότι
ούτω έπραξεν, όταν κατά παραγγελίαν των Ηλείων κατεσκεύασε το άγαλμα του Διός.
Εστάθη όπισθεν των θυρών του εργαστηρίου του, όταν πρώτην φοράν τας ήνοιξε και
επέδειξε το έργον, και ήκουε τας κρίσεις των θεατών,κατηγορούντων ή επαινούντων
το άγαλμα· έλεγε δε ο μεν ότι η μύτη ήτο παχυτέρα του πρέποντος, ο δε ότι το
πρόσωπον ήτο πάρα πολύ επίμηκες και άλλος άλλο. Έπειτα αφού έφυγαν οι θεαταί, ο
Φειδίας εκλείσθη εις το εργαστήριόν του εκ νέου και διώρθωσε το άγαλμα κατά τας
υποδείξεις των περισσοτέρων· διότι δεν εθεώρει αναξίαν προσοχής την γνώμην τόσου
λαού, αλλ' επίστευεν ότι πάντως οι πολλοί βλέπουν καλλίτερα από τον ένα και εάν
ο είς ούτος είνε Φειδίας. Αυτά μου παρήγγειλεν εκείνη να σου είπω, σε συμβουλεύω
δε και εγώ ως φίλος να τ' ακολουθήσης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Βλέπω, Πολύστρατε, ότι είσαι ρήτωρ και δεν
το εγνώριζα·απήγγειλες κατά του έργου μου λόγον και κατηγορητήριον τόσον μακρόν
και τόσον δεινόν, ώστε ούτε να απολογηθώ δύναμαι. Επράξατε όμως κάτι τι το
οποίον δεν συμβιβάζεται προς τα δικαστικά έθιμα, μάλιστα συ ο οποίος ερήμην
κατεδίκασες το βιβλίον μου, χωρίς να παρίσταται κανείς συνήγορος αυτού. Αλλ'
είνε εύκολον να νικήση τις εις αγώνα δρόμου,όταν κατά την παροιμίαν τρέχει μόνος
του. Ώστε καθόλου παράδοξον ότι και εγώ ενικήθην, αφού ούτε ο λόγος μου εδόθη,
ούτε απελογήθην. Αλλά το πλέον άτοπον είνε ότι σεις ήσθε και κατήγοροι και
δικασταί. Τι θέλεις λοιπόν να προτιμήσω; Να δεχθώ την απόφασίν σας και να
σιωπήσω ή κατά μίμησιν του Ιμεραίου ποιητού να γράψω νέον έργον αναιρούν το
πρώτον; ή θα μου επιτρέψετε να εφεσιβάλω την απόφασιν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Διατί όχι, αν έχης να φέρης δικαίας
παρατηρήσεις; Διότι δεν έχεις να κάμης με αντιδίκους, ως λέγεις, αλλά με φίλους.
Εγώ δε είμαι πρόθυμος και ως μάρτυς να σου χρησιμεύσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Εκείνο το οποίον με στενοχωρεί,
Πολύστρατε, είνε ότι θ'απολογηθώ χωρίς να είνε εκείνη παρούσα, διότι τούτο θα
ήτο δι' εμέ πολύ καλλίτερον. Τώρα είνε ανάγκη να απολογηθώ διά τρίτου. Αλλ' εάν
μου υποσχεθής ότι θα μου χρησιμεύσης όπως εχρησίμευσες προς εκείνην και
διεβίβασες ακριβώς όσα σου είπε, θα επιχειρήσω το τόλμημα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Περί τούτου να είσαι βέβαιος, Λυκίνε. Θα
μεταδώσω ακριβώς την απολογίαν σου, αρκεί να είσαι σύντομος εις όσα θα είπης,
διά να δυνηθώ να τ' απομνημονεύσω καλλίτερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Θα ήτο ανάγκη να ομιλήσω διά μακρών
εναντίον κατηγορίας τόσον σφοδράς. Προς χάριν σου όμως θα συντομεύσω την
απολογίαν. Λοιπόν και εκ μέρους μου να της είπης τα εξής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Όχι, Λυκίνε, αλλά να ομιλήσης ως εάν
εκείνη ήτο παρούσα, και εγώ έπειτα θα προσπαθήσω να επαναλάβω προς αυτήν όσα θα
είπης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Λοιπόν αφού το θέλεις, Πολύστρατε, ας την
φαντασθώμεν ότι παρίσταται και ότι είπε προηγουμένως εκείνα τα οποία εκ μέρους
της μου ανέφερες. Και τώρα εγώ αρχίζω την απολογίαν μου. Αλλά θα σου ομολογήσω
ότι δεν γνωρίζω πώς ούτω το πράγμα μου έγεινε δυσκολώτερον και περισσότερον
φοβούμαι ν' απολογηθώ κατ' αυτόν τον τρόπον. Ως βλέπεις από τούδε ήρχισα να
ιδρώνω, φοβούμαι και σχεδόν νομίζω, ότι την βλέπω ενώπιόν μου και μεγάλη ταραχή
με κατέχει. Θ' αρχίσω όμως,διότι αφού είνε παρούσα, δεν υπάρχει τρόπος ν'
αποφύγω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Αλλά το πρόσωπόν της εκφράζει πολλήν
ευμένειαν, διότι ως βλέπεις είνε φαιδρά και προσηνής· ώστε λέγε με
θάρρος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Εγώ ο οποίος σου έπλεξα εγκώμιον
υπερβολικόν και υπέρ το μέτρον σε επήνεσα, ως λέγεις, τελειοτάτη των γυναικών,
δεν βλέπω να έφθασα εις το ύψος των επαίνων τους οποίους η ιδία εξήνεγκες περί
του εαυτού σου διά του μεγάλου σεβασμού τον οποίον προς τους θεούς έδειξες.
Τούτο υπερβαίνει παν ό,τι είπα περί σου και σε παρακαλώ να με συγχωρήσης εάν από
την εικόνα σου παρέλειψα εξ αγνοίας και απροσεξίας το χαρακτηριστικόν τούτο·
διότι προ αυτής δεν έχω ζωγραφίση άλλην εικόνα. Ώστε τούτο αντί να καθιστά
υπερβολικούς τους επαίνους μου, εξ εναντίας μου φαίνεται ότι τους κάμνει πολύ
υποδεεστέρους της αξίας σου. Σκέψου πόσον σπουδαία είνε η παράλειψις αύτη και
πόσον αναγκαιότατον ήτο το χαρακτηριστικόν τούτο διά να δείξη την χρηστότητα και
την ευθύτητα του χαρακτήρος σου· διότι όσοι δεν παραμελούν τα προς το θείον
καθήκοντά των ούτοι και προς τους ανθρώπους είνε άριστοι. Ώστε εάν πάντως είνε
ανάγκη να τροποποιήσω το έργον μου και να διορθώσω το άγαλμα, δεν θα τολμήσω να
αφαιρέσω τίποτε, αλλ' εξ εναντίας θα προσθέσω και τούτο ως κεφαλήν και κορωνίδα
του όλου έργου. Σ' ευγνωμονώ δε μεγάλως διά τούτο. Επειδή εγώ επήνεσα την
μετριοφροσύνην του χαρακτήρος σου και ότι η μεγάλη εύνοια της τύχης δεν σου
ενέπνευσε καμμίαν έπαρσιν και αλαζονείαν, συ διά των αντιρρήσεων σου
επεβεβαίωσες την αλήθειαν του επαίνου. Διότι όταν τις θεωρή αταίριαστα εις τον
εαυτόν του τα τοιαύτα εγκώμια και εντρέπεται δι' αυτά και λέγει ότι είνε
υπερβολικά, τούτο αποτελεί απόδειξιν μετριοφροσύνης και απλότητος. Αλλ' όσον
περισσότερον αποκρούεις τους επαίνους, τόσον περισσότερον αναδεικνύεσαι αξία των
μεγαλειτέρων εγκωμίων. Εις την περίπτωσίν σου εφαρμόζεται σχεδόν το αναφερόμενον
εις τον Διογένην, ο οποίος ερωτηθείς πώς δύναται κανείς να γείνη ένδοξος, Εάν,
είπε, καταφρονή την δόξαν. Δύναμαι δε και εγώ να είπω, εάν κανείς μ' ερωτήση
ποίοι προ πάντων είνε άξιοι επαίνων,όσοι δεν θέλουν να επαινώνται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' αυτά ίσως θα φανούν άσχετα προς το θέμα
και ξένα προς το ζήτημα. Εκείνο δε διά το οποίον πρέπει ν' απολογηθώ είνε
ότι,προσπαθών να σε εξεικονίσω, σε συνέκρινα προς την Κνιδίαν Αφροδίτην και την
εν κήποις, προς την Ήραν και την Αθηνάν, και αυτά σου εφάνησαν υπερβολικά και
ανάρμοστα. Περί τούτων θα ομιλήσω. Μολονότι προ πολλού ελέχθη ότι οι ποιηταί και
οι ζωγράφοι είνε ανεύθυνοι, κατά μείζονα λόγον είνε ανεύθυνοι όσοι, όπως εγώ,
επαινούν και δεν ιππεύουν επί μέτρων, αλλά βαδίζουν πεζοί και χαμηλά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο έπαινος είνε κάτι τι ελεύθερον και δεν
υπάρχει νομοθετημένον μέτρον, το οποίον να κανονίζη το μέγεθος ή την έκτασίν
του, αλλ' ο σκοπός του είνε κυρίως να θαυμάση όσον το δυνατόν περισσότερον και
να καταστήση ζηλευτόν τον επαινούμενον. Την δικαιολογίαν ταύτην ηδυνάμην να
προβάλω, αλλά δεν θα το πράξω εκ φόβου μήπως αποδοθή τούτο εις αμηχανίαν. Θα σου
υπενθυμίσω δε ότι τα μέσα τα οποία μεταχειριζόμεθα εις τους εγκωμιαστικούς
λόγους είνε τοιαύτα, ώστε ο επαινών να μεταχειρίζεται και εικόνας και
παρομοιώσεις και σχεδόν εις τούτο συνίσταται η μεγαλειτέρα των επαίνων αξία. Διά
να είνε δε επιτυχής η παρομοίωσις δεν πρέπει ο επαινών να παραβάλλη το
αντικείμενόν του προς τα ακριβώς όμοια ή προς τα κατώτερα, αλλά να προσπαθή όσον
το δυνατόν να εξαίρη προς τα υπερέχοντα το επαινούμενον αντικείμενον.Εάν
εγκωμιάζη λ. χ. σκύλλον και είπη ότι είνε μεγαλείτερος αλώπεκος ή γάτου,
νομίζεις ότι ο τοιούτος επαινεί όπως πρέπει; Βεβαίως όχι· αλλ'ούτε εάν τον
παρομοιάση προς λύκον θα είνε ο έπαινος αρκετός και πρέπων. Πώς λοιπόν πρέπει να
επαινεθή; Εάν λεχθή ότι ομοιάζει προς λέοντα και κατά το μέγεθος και κατά την
δύναμιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Διά τούτο ο ποιητής, διά να επαινέση τον κύνα
του Ωρίωνος, τον απεκάλεσε λεοντοδάμαν(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn12#fn12" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">12</a></sup>)
· διότι αυτός είνε ο τέλειος έπαινος του κυνός. Επίσης εάν τις θέλη να επαινέση
τον Μίλωνα τον Κροτωνιάτην ή τον Γλαύκον τον Καρύστιον,τον Πολυδάμαντα ή άλλον
περίφημον αθλητήν και λέγει ότι ο επαινούμενος είνε ανώτερος γυναικός, δεν
νομίζεις ότι ο έπαινος θα κινήση τον γέλωτα διά την ανοησίαν του; Αλλά και ενός
ανδρός αν είπη ότι είνε ανώτερος ο αθλητής, δεν θα είνε αρκετόν διά ν' αποτελέση
έπαινον, Διά να επαινέση τον Γλαύκον ποιητής εκ των καλών είπεν ότι ούτε ο
Πολυδεύκης, ούτε ο σιδηρούς υιός της Αλκμήνης θα ηδύνατο να του εναντιωθή.
Βλέπεις προς ποίους θεούς τον εξίσωσεν ή μάλλον ανώτερον τον παρέστησεν; Και
ούτε ο Γλαύκος εθύμωσε διότι παρεβάλλετο προς τους προστάτας των αγώνων θεούς,
ούτε οι θεοί ούτοι ετιμώρησαν τον Γλαύκον ή τον ποιητήν ως ασεβούντας, αλλά και
οι δύο έζησαν ευτυχούντες και τιμώμενοι υπό των Ελλήνων, ο μεν Γλαύκος διά την
δύναμίν του, ο δε ποιητής και διά τα άλλα του έργα, προ πάντων δε διά το άσμα
τούτο(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn13#fn13" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">13</a></sup>)
. Μη παρεξενεύεσαι λοιπόν εάν και εγώ, μεταχειρισθείς μίαν παρομοίωσιν αναγκαίαν
εις τον έπαινον, μετεχειρίσθην παράδειγμα υψηλότερον του
αντικειμένου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επειδή δε ωμίλησες και περί κολακείας και είπες
ότι μισείς τους κόλακας, σε επαινώ και διά τούτο, δεν ηδυνάμην όμως να πράξω
άλλως.Πρέπει δε να διακρίνωμεν και να καθορίσωμεν το έργον του επαινούντος και
την υπερβολήν του κόλακος. Ο κόλαξ διά να καρπωθή ωφέλειαν ατομικήν και ολίγον
φροντίζων περί της αληθείας, νομίζει ότι πρέπει τα πάντα να υπερεπαινή και
ψεύδεται και προσθέτει εξ ιδίων τα περισσότερα προτερήματα τα οποία αποδίδει εις
τον επαινούμενον, ούτως ώστε να μη διστάζη και τον Θερσίτην να παραστήση
ωραιότερον του Αχιλλέως και περί του Νέστορος να είπη ότι ήτο ο νεώτερος των
εκστρατευσάντων κατά της Τρωάδος. Είνε δε έτοιμος να ορκισθή ότι και του Κροίσου
ο υιός έχει την ακοήν οξυτέραν από τον Μελάμποδα και ότι ο Φινεύς βλέπει
καλλίτερα από τον Λυγγέα· αρκεί μόνον να ελπίζη ότι κάτι θα κερδίση από το
ψεύδος. Εκείνος όμως ο οποίος απλώς επαινεί,δεν ψεύδεται, ούτε προσθέτει τίποτε
το οποίον δεν υπάρχει, αλλά μεγαλοποιεί τα υπάρχοντα προτερήματα και τα
αναδεικνύει ζωηρότερα.Προκειμένου λ. χ. περί ίππου, περί του οποίου γνωρίζομεν
ότι είνε φύσει ευκίνητον και ταχύ ζώον, θα τολμήση να είπη ότι</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Άκρον επ' ανθερίκων καρπόν θέεν ουδέ
κατέκλα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn14#fn14" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">14</a></sup>)
,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ή «αελλοπόδων δρόμον ίππων»(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn15#fn15" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">15</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και αν επαινή οικίαν ωραίαν και τελείως
σχεδιασμένην θα είπη·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ζηνός που τοιήδε γ' Ολυμπίου ένδοθεν
αυλή(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn16#fn16" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">16</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο δε κόλαξ δύναται να είπη τον έπαινον τούτον
και περί της καλύβης ενός χειροβοσκού και μόνον αν ελπίζη να λάβη τίποτε παρ'
αυτού. Ούτω ο Κύναιθος ο κόλαξ Δημητρίου του Πολιορκητού, αφού εξήντλησεν όλας
τας άλλας κολακείας, επήνει τον Δημήτριον ενοχλούμενον υπό βηχός ότι μελωδικώς
έβηχεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η διαφορά δε μεταξύ επαινούντων και
κολακευόντων δεν είνε μόνον αυτή, ότι οι κόλακες δεν διστάζουν και να ψεύδωνται
διά να γίνουν ευάρεστοι εις τους επαινουμένους, οι δε επαινούντες απλώς
προσπαθούν να εξαίρουν τα πραγματικά προτερήματα, αλλ' έχουν και άλλην διαφοράν
όχι μικράν· ότι οι κόλακες μεταχειρίζονται τας υπερβολάς αδιακρίτως και αμέτρως,
ενώ οι επαινούντες αποφεύγουν τας μεγάλας υπερβολάς και δεν εξέρχονται των
ορίων. Εκ των πολλών διακριτικών μεταξύ κολακείας και επαίνου σου ανέφερα μόνον
τα ανωτέρω, διά να μη υποπτεύης όλους τους επαινούντας ως κόλακας, αλλά να
διακρίνης και εκτιμάς δικαίως και τους μεν και τους δε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και τώρα, εάν θέλης, εφάρμοσε εις τους ιδικούς
μου επαίνους τους ανωτέρω κανόνας διά να ίδης εάν πρέπη να καταταχθούν εις την
μίαν ή την άλλην κατηγορίαν. Εάν προκειμένου περί ασχήμου έλεγα ότι είνε ομοία
προς το άγαλμα της Κνίδου, δικαίως έπρεπε να θεωρηθώ αγύρτης και περισσότερον
από τον Κύναιθον κόλαξ· αλλ' αφού είσαι τοιαύτη όπως όλοι σε γνωρίζουν, το
τόλμημά μου δεν δύναται να θεωρηθή υπερβολικόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ίσως θα είπης, μάλλον δε το είπες ήδη· σου
επιτρέπω να επαινής το κάλλος μου, χωρίς όμως ο έπαινος να δύναται να θεωρηθή
ασεβής, και να μη μ' εξομοιώνης προς θεάς, ενώ είμαι άνθρωπος. Αλλ' εγώ
—αναγκάζομαι να είπω την αλήθειαν — δεν σε παρωμοίασα, φιλτάτη, προς θεάς, αλλά
προς δημιουργήματα μεγάλων καλλιτεχνών, κατεσκευασμένα εκ μαρμάρου, χαλκού ή
ελέφαντος. Νομίζω δε ότι δεν είνε ασεβές να συγκρίνη τις ανθρώπους προς
ανθρώπινα έργα, εκτός εάν συ νομίζεις ότι είνε η πραγματική Αθηνά το υπό του
Φειδίου κατασκευασθέν άγαλμα ή ότι εκείνο το οποίον κατεσκεύασεν εις την Κνίδον
ο Πραξιτέλης όχι προ πολλών ετών είνε η ουρανία Αφροδίτη. Πρόσεξε μήπως η
πραγματική ασέβεια είνε να έχη κανείς τοιαύτην ιδέαν περί των θεών, των οποίων
την εξεικόνισιν θεωρώ εγώ τουλάχιστον αδύνατον εις τους ανθρώπους.Και αν όμως σε
παρωμοίασα προς τας πραγματικάς θεάς, δεν έπραξα τούτο πρώτος εγώ, αλλά πολλοί
και καλοί ποιηταί προ εμού και μάλιστα ο συμπολίτης σου Όμηρος, τον οποίον και
θα καλέσω ως συνήγορον. Διά να καταδικασθώ εγώ πρέπει εξ άπαντος και αυτός να
καταδικασθή μετ' εμού.Θα τον ερωτήσω δε ή μάλλον θα ερωτήσω σε αντ' αυτού —
διότι καλώς πράττουσα μελετάς και απομνημονεύεις τας ωραιοτέρας των Ραψωδιών
του— τι φρονείς περί αυτού όταν λέγη περί της αιχμαλώτου Βρισηίδος ότι ήτο ομοία
με την χρυσήν Αφροδίτην ενώ έκλαιε τον Πάτροκλον; Και έπειτα, ως εάν δεν ήτο
αρκετόν να την παρομοιάζη προς την Αφροδίτην,λέγει·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Είπε δ' άρα κλαίουσα γυνή εικυία θεήσιν(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn17#fn17" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">17</a></sup>)</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού λοιπόν τοιαύτα λέγει ο Όμηρος, τον μισείς
και απορρίπτεις το βιβλίον του ή του επιτρέπεις να ελευθεριάζη εις τους
επαίνους;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και αν συ δεν του το επιτρέπης, τόσοι
αιώνες του το επέτρεψαν και κανείς δεν τον κατηγόρησε διά τούτο, ούτε εκείνος
όστις ετόλμησε να μαστιγώση την εικόνα του(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn18#fn18" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">18</a></sup>)
, αλλ' ούτε εκείνος ο οποίος εσημείωσε τους μη γνησίους Ομηρικούς στίχους διά
των οβελών, κατέταξε μεταξύ αυτών τους ανωτέρω(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn19#fn19" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">19</a></sup>)
. Λοιπόν εις εκείνον επιτρέπεται να παρομοιάζη προς την Αφροδίτην βάρβαρον
γυναίκα και μάλιστα κλαίουσαν, και εγώ (δεν αναφέρω το κάλλος σου, διότι δεν μου
το επιτρέπεις) δεν θα παραβάλω προς θεών αγάλματα γυναίκα φαιδράν και μειδιώσαν,
το οποίον έχουν κοινόν οι άνθρωποι με τους θεούς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και προκειμένου περί του Αγαμέμνονος, ιδέ
πόσον εφείσθη των θεών ο Όμηρος και πόσον περιώρισεν εις το ανθρώπινον μέτρον
τας παρομοιώσεις· κατά τους οφθαλμούς και την κεφαλήν λέγει ότι ήτο όμοιος προς
τον Δία, κατά το μέσον του σώματος προς τον Άρην και κατά το στήθος προς τον
Ποσειδώνα. Δηλαδή δεν του ήρκεσεν είς μόνος θεός διά να παραστήση ένα άνθρωπον.
Εις άλλο μέρος πάλιν παρομοιάζει προς τον ανθρωποκτόνον Άρην οτέ μεν τούτον, οτέ
δε άλλον και λέγει θεοειδή τον Φρύγα υιόν του Πριάμου, θεοείκελον δε πολλάκις
τον υιόν του Πηλέως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' επανέρχομαι εις τα παραδείγματα τα
αφορώντα γυναίκας· άκουσε δε τι λέγει κάπου·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αρτέμιδι ικέλη ηέ χρυσέη Αφροδίτη(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn20#fn20" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">20</a></sup>)
·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">και αλλαχού·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οίη δ' Άρτεμις είσι κατ' ούρεος(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn21#fn21" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">21</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όχι δε μόνον τους ανθρώπους παρομοιάζει προς
θεούς, αλλά και την κόμην του Ευφόρβου παρωμοίασε προς τας Χάριτας, καίτοι ήτο
καταιματωμένη. Και τόσα είνε τα τοιαύτα παραδείγματα, ώστε δεν υπάρχει μέρος της
Ομηρικής ποιήσεως το οποίον να μη στολίζεται υπό θείων εικόνων. Επομένως ή και
εκείνα πρέπει να εξαλειφθούν ή και εις εμέ πρέπει να αφεθή η αυτή
ελευθερία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τόσον δε ανεύθυνος είνε η χρήσις των εικόνων
και των παρομοιώσεων,ώστε ο Όμηρος δεν εδίστασε και αυτάς τας θεάς να επαινέση
με παρομοιώσεις προς αντικείμενα κατώτερα· τους οφθαλμούς της Ήρας παρωμοίασε
προς τους των βοών· κάποιος δε άλλος απεκάλεσεν ιοβλέφαρον την Αφροδίτην. Και
ποίος αγνοεί την ροδοδάκτυλον και αν ελάχιστα γνωρίζη τα Ομηρικά ποιήματα; Και
αι παρομοιώσεις της μορφής είνε ίσως αι ολιγώτερον τολμηραί· αλλά πόσοι δεν
εμιμήθησαν και αυτά τα ονόματα των θεών, ονομαζόμενοι Διονύσιοι και Ηφαιστίωνες,
Ζήνωνες και Ποσειδώνιοι και Ερμείαι; Υπήρξε δε και μία Λητώ, σύζυγος Ευαγόρου
του βασιλέως των Κυπρίων, και όμως η θεά δεν ηγανάκτησε και δεν την απελίθωσεν
όπως την Νιόβην. Αφήνω τους Αιγυπτίους, οι οποίοι, αν και είνε οι πλέον εξ όλων
δεισιδαίμονες, μεταχειρίζονται κατά κόρον τα θεία ονόματα και τα πλείστα ονόματά
των προέρχονται εξ ουρανού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ώστε δεν υπάρχει λόγος να φοβήσαι τον έπαινον·
διότι και αν εις το σύγγραμά μου υπάρχη τι το βλάσφημον κατά του θείου, συ είσαι
δι' αυτό ανεύθυνος, εκτός εάν νομίζης ότι και η ανάγνωσις συνεπάγεται ευθύνην.Οι
θεοί εμέ θα τιμωρήσουν, αφού προ εμού τιμωρήσουν τον Όμηρον και τους άλλους
ποιητάς. Αμφιβάλλω όμως περί τούτου, αφού ουδέ τον άριστον των φιλοσόφων
ετιμώρησαν, όστις είπεν ότι ο άνθρωπος είνε εικών θεού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Είχα και πολλά άλλα να σου είπω, αλλά
περιορίζομαι εις τ' ανωτέρω μόνον χάριν του Πολυστράτου, διά να δυνηθή να τ'
απομνημονεύση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Και τώρα όμως αμφιβάλλω αν θα το καταφέρω,
Λυκίνε· διότι πολλά είπες και υπερέβης της κλεψύδρας το όριον. Ως τόσον θα
προσπαθήσω να τ' απομνημονεύσω· και τώρα πηγαίνω αμέσως προς αυτήν·θα φράξω δε
και τ' αυτιά μου, διά να μη παρεμπέση τίποτε άλλο και μου τ' ανακατώση, ότε θα
σφυριχθώ ως γελοίος ηθοποιός υπό των θεατών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Φρόντισε να παίξης καλά, Πολύστρατε. Εγώ
δε, αφού σου παρέδωκα το δράμα, φεύγω και σε αφήνω· όταν δε θα έλθη η στιγμή της
ψηφοφορίας των κριτών, θα εμφανισθώ και εγώ διά να ίδω αν επετύχαμεν.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 36pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">ΕΤΑΙΡΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ</span></h4>
<h4 align="center" style="margin-top: 24pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">1.<br />Γλυκέρα και Θαΐς.</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">ΓΛΥΚΕΡΑ. Θυμάσαι, Θαΐ, τον στρατιώτην τον
Ακαρνάνα, εκείνον τον λεβέντην με την χλαμύδα, που άλλοτε είχε ερωμένην το
Αβρότονον,έπειτα δε ερωτεύθη εμένα; ή τον ελησμόνησες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΘΑΪΣ. Πώς δεν τον θυμάμαι; Δεν είνε αυτός που
διεσκέδασε μαζή μας πέρυσι στην εορτήν των αλωνιών; Τι θέλεις να μου πης; διότι
κάτι φαίνεται ότι σου συμβαίνει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΓΛΥΚ. Η Γοργόνα η παμπόνηρη, που μούκανε τη
φίλη, μου τον πήρε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΘΑΪΣ. Και τώρα σ' αρνήθηκε κ' έπιασε ερωμένην
την Γοργόνα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΓΛΥΚ. Ναι, Θαΐ, και δεν ξέρεις τι κακό μου
έκαμε αυτό το πράμμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΘΑΪΣ. Κακό είνε, αλλά δεν πρέπει να σου
φαίνεται παράδοξον.Γίνεται πολύ συχνά μεταξύ μας των εταιρών. Λοιπόν δεν πρέπει
ούτε υπερβολικά να λυπάσαι, ούτε να κατηγορής την Γοργόναν. Και το Αβρότονον δεν
σε κατηγόρησε προτήτερα εσένα που της έκανες την ίδια απιστία, αν και ήσασθε
φιλενάδες. Απορώ μόνον τι της εζήλεψεν ο στρατιώτης αυτός, εκτός αν είνε
θεόστραβος και δεν είδε ότι τα μαλλιά της έχουν μισομαδήση κι' έχει αρχίση να
κάνη φαλάκρα πάνω από το μέτωπον· τα χείλη της είνε ωχρά και νεκρικά, ο λαιμός
της αδύνατος και φαίνονται η φλέβες και η μύτη της είνε μεγάλη. Το μόνο καλό που
έχει είνε το ανάστημα· είνε ψηλή και ίσια σαν κυπαρίσσι και το χαμόγελό της έχει
πολύ γλυκάδα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΓΛΥΚ. Νομίζεις, Θαΐ, ότι την επροτίμησε για την
ωμορφιά της; Δεν ξέρεις ότι το Χρυσάριον, η μάννα της, είνε μάγισσα και ξέρει
ξόρκια της Θεσσαλίας και κατεβάζει το φεγγάρι; Λέγουν δε ότι και πετά τη νύκτα,
σαν νυκτερίδα. Αυτή με τα μαγικά που τον πότισε τον άνθρωπο τον ετρέλλανε και
τώρα τον τρυγούν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΘΑΪΣ. Παρηγορήσου, Γλυκέριον· άλλον θαύρης και
συ να τρυγήσης κι'αυτόν μούντζωσ' τον.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 24pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">2.<br />Μύρτιον, Πάμφιλος και Δωρίς.</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">ΜΥΡΤΙΟΝ. Τ' είν' αυτά που μούπανε για σένα,
Πάμφιλε, ότι παίρνεις την κόρην του Φείδωνος του ναυκλήρου, ότι, λέει, γενήκανε
κι' όλας οι γάμοι σας; Και οι τόσοι όρκοι που μούκανες και τα δάκρυα εσβύστηκαν
διά μιας και απαρνείσαι το Μύρτιον, τώρα μάλιστα που είμαι έγκυος οκτώ μηνών;
Αυτό λοιπόν μόνον εκέρδισα από τον έρωτά σου, ότι μ'έφερες σ' αυτή την κατάστασι
και μετ' ολίγον θα έχω εις βάρος μου και ένα παιδί, πράμμα πολύ βαρύ για μιαν
εταίραν; Διότι δε θα το ρίξω το παιδί και μάλιστα αν γείνη αρσενικό, αλλά θα το
ονομάσω Πάμφιλον και θα το έχω παρηγοριά για την απιστία σου· κι' όταν θα
μεγαλώση, θα έλθη καμμιά φορά να σε μαλώση διά την διαγωγήν που έδειξες εις τη
δυστυχισμένη του μητέρα. Αλλά να τη χαίρεσαι αυτήν που παίρνεις· είνε ένα
σκιάχτρο. Την είδα εις τα τελευταία θεσμοφόρια με τη μητέρα της·και πού να ξέρω
τότε η κακομοίρα ότι εξ αιτίας της θα έχανα τον Πάμφιλον; Δεν θέλω να σ' την
κατηγορήσω και να σε λυπήσω, αλλά φαίνεται ότι δεν την επρόσεξες, αλλοιώτικα θα
έβλεπες ότι τα μάτια της είνε πάρα πολύ γαλανά και αλλοίθωρα. Το ένα κυττάζει το
άλλο·αλλ' οποίος έχει δη τον Φείδωνα τον πατέρα της και ξέρει τα μούτρα του,
ξέρει και την κόρη του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΜΦΙΛΟΣ. Πόσην ώραν θα σε ακούω, Μύρτιον, να
φλυαρής και να μου μιλάς για κορίτσια και γάμους με κόρες ναυκλήρων; Εγώ απ'
αυτά δεν έχω είδησιν, ούτε ξέρω αν ο Φείδων από τον δήμον Αλωπεκής —
διότι,υποθέτω, αυτόν εννοείς — έχει θυγατέρα εις ηλικίαν γάμου. Ξέρω μόνον ότι
ούτε φίλος του πατέρα μου είνε, διότι ενθυμούμαι ότι προ καιρού ήσαν στα
δικαστήρια δι' ένα χρέος ναυτικόν. Ο Φείδων εχρεώστει εις τον πατέρα μου ένα
τάλαντον, νομίζω, και δεν ήθελε να πληρώση· και ο πατέρας του έκαμε αγωγήν εις
το ναυτοδικείον, αλλά και πάλιν δεν τον επλήρωσε εντελώς, όπως απαιτούσε ο
πατέρας. Αλλ' αν ήθελα να παντρευτώ, θ' άφηνα την θυγατέρα του Δημέου που
εχρημάτισε πέρυσι στρατηγός και είνε και συγγενής μου από την μητέρα μου, να
πάρω την κόρην του Φείδωνος; Αλλ' από πού τα έμαθες αυτά; Υποθέτω όμως ότι τα
έφτιασες με τη φαντασία σου, διά να έχης να τρώγεσαι με νέας
ζηλοτυπίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΥΡΤ. Λοιπόν δεν παντρεύεσαι,
Πάμφιλε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΜΦ. Είσαι τρελλή ή μεθυσμένη ακόμη, Μύρτιον,
μολονότι χθες δεν ήπιαμε πολύ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΥΡΤ. Αυτή η Δωρίς μου το είπε και με
κατελύπησε. Την έστειλα να μου αγοράση προβατόμαλλα για την κοιλιά μου και να
ευχηθή για μένα εις την Λοχείαν Αρτέμιδα και στο δρόμο συνήντησεν, ως λέγει, την
Λεσβίαν. . . . . αλλά πες του τα εσύ, Δωρί, η ίδια, εκτός αν τα είπες
ψέματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡΙΣ. Να μου βγουν τα μάτια, κυρά, αν σούπα
τίποτε ψέμα. Όταν περνούσα κοντά από το Πρυτανείον, είδα νάρχεται από πέρα και
να χαμογελά η Λεσβία, κι' όταν εζύγωσε μούπε· Δεν τα ξέρεις; Ο αγαπητικός σας ο
Πάμφιλος παντρεύεται τη θυγατέρα του Φείδωνα· κι' αν θες να βεβαιωθής πήγαινε
και κύτταξε στο στενό και θα δης στέφανα στις πόρτες και θ' ακούσης αυλητρίδες
και θόρυβο και τραγουδιστάδες που λεν το τραγούδι του γάμου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΜΦ. Λοιπόν επήγες κ' εκύτταξες,
Δωρί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡΙΣ. Ναι, και είδα όλα όσα μου
είπε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΜΦ. Τώρα εννοώ τι συνέβη. Ούτε όλα όσα σου
είπεν η Λεσβία, Δωρί,ήσαν ψέματα και συ εις το Μύρτιον είπες την αλήθειαν. Αλλ'
άδικα εταραχθήκατε· διότι οι γάμοι δεν εγίνοντο εις το σπίτι μας. Τώρα θυμούμαι
τι μου έλεγεν η μητέρα μου χθες όταν εγύρισα στο σπίτι·Πάμφιλε, μου έλεγε, ο
συνομήλικός σου ο Χαρμίδης, ο γυιός του γείτονα του Αρισταινέτου, εφρονίμεψε και
παντρεύεται· και συ έως πότε θα ζης με μια εταίρα; Την ήκουα με μισό αυτί να
μουρμουρίζη αυτά και άλλα και αποκοιμήθηκα. Το πρωί δε εσηκώθηκε πολύ ενωρίς και
όταν επερνούσα δεν είδα τίποτε απ' αυτά που είδε αργότερα η Δωρίς. Και αν δεν
πιστεύης, πήγαινε πάλι, Δωρί, και κύτταξε καλά και θα δης ότι οι στέφανοι δεν
είνε στη δική μας την πόρτα, αλλά στην πόρτα των γειτόνων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΥΡΤ. Μου χάρισες τη ζωή, Πάμφιλε· διότι θ'
αυτοκτονούσα, αν αυτό ήτο αληθινό.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΜΦ. Μα δεν είνε αληθινό, και πρέπει να είμαι
τρελλός διά ν'απαρνηθώ το Μύρτιον, μάλιστα τώρα που μου ετοιμάζει και
παιδί.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 24pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">3.<br />Μήτηρ και Φίλιννα.</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">ΜΗΤΗΡ. Ετρελλάθηκες, παιδί μου Φίλιννα, ή τι
έπαθες εις την χθεσινήν διασκέδασιν; Ο Δίφιλος ήρθε και μ' ευρήκε πρωί πρωί και
με δάκρυα μου διηγήθη όσα του έκαμες. Μου είπεν ότι εμέθυσες κι'εσηκώθηκες κι'
εχόρευσες εις το μέσον, ενώ αυτός σε ημπόδιζε και έπειτα εφίλησες τον φίλον του
τον Λαμπρίαν και επειδή ο Δίφιλος εθύμωσε, τον αφήκες κ' επήγες και εκάθησες
δίπλα στον Λαμπρίαν και τον αγκάλιασες και ο δικός σου πήγε να σκάση από το κακό
του να βλέπη αυτά. Νομίζω δε ότι ούτε την νύκτα εκοιμήθηκες μαζί του, αλλά τον
αφήκες να κλαίη κι' εξαπλώθηκες σε μια θρονίδα κοντά στο κρεββάτι
κι'ετραγουδούσες για να τον σκάζης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΙΝΝΑ. Δεν σου είπε όμως τα δικά του, μητέρα,
διότι δεν θάπερνες το μέρος του αν ήξερες τι προσβολές μου έκανε. Πριν νάρθη ο
Λαμπρίας,με αφήκε κι' επήγε κι' εκρυφομιλούσε με τη Θαΐδα την αγαπητικιά του
φίλου του· όταν δε είδε ότι εγώ εθύμωνα και του έγνεψα να τα θυμάται αυτά
πούκανε, έπιασε από την άκρη τ' αυτιού την Θαΐδα, της γύρισε προς τα πίσω το
κεφάλι και την εφίλησε τόσον δυνατά, ώστε παρ' ολίγον να της αποσπάση τα χείλια.
Έπειτα εγώ έκλαια, αυτός δε εγέλα και εξακολουθούσε να μιλά εις τ' αυτί της
Θαΐδος, εναντίον μου βέβαια,και η Θαΐς εχαμογέλα και μ' εκύτταζε. Όταν δε
ήκουσαν ότι ήρχετο ο Λαμπρίας και εχόρτασαν από φιλιά, εχωρίσθηκαν· εγώ δε, αν
και λυπημένη, εκάθησα δίπλα του διά να μη έχη προφάσεις να με κατηγορή έπειτα.
Τότε εσηκώθηκε η Θαΐς και πρώτη εχόρευσε κι' εσήκωνε το φόρεμά της πολύ ψηλά κι'
έδειχνε τα πόδια της, ωσάν τάχα μόνον αυτή τα είχε ώμορφα. Όταν δε έπαυσε, ο
Λαμπρίας ο δικός της εσιώπα και δεν είπε τίποτε· ο Δίφιλος όμως είπε πολλούς
επαίνους, εις την Θαΐδα, ότι εχόρευε με ρυθμόν και χάριν και ότι το βήμα της
ηκολούθει με ακρίβειαν την κιθάραν, ότι το πόδι της ήτο κομψόν και άλλα πολλά
τέτοια. Ενόμιζε κανείς ότι επαινούσε την Σωσσάνδραν του Καλάμιδος(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn22#fn22" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">22</a></sup>)
και όχι την Θαΐδα, που την ξέρεις τι είνε, διότι την είδες πολλές φορές στο
λουτρό. Και που να σου λέγω τι πειράγματα μου έκαμεν, η Θαΐς. Αν καμμιά άλλη,
είπε, δεν ντρέπεται να φανή ότι έχει τις κνήμες σαν καλάμια, ας σηκωθή και ας
χορεύση. Τι ήθελες τότε να κάμω,μητέρα; Εσηκώθηκα και εχόρεψα. Έπρεπε να μη
σηκωθώ και να βεβαιώσω αυτό που έλεγε και ν' αφήσω την Θαΐδα να βασιλεύη εις το
συμπόσιον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΗΤ. Δεν έπρεπε να πειραχθής, κόρη μου, και να
δώσης τόσην σημασίαν· αλλά λέγε τι έγινε κατόπιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Όλοι οι άλλοι μ' επαινούσαν και μόνον ο
Δίφιλος δεν έλεγε τίποτε, αλλ' έγυρεν ανάσκελα κι' εκύτταζε προς το ταβάνι έως
ότου εκουράσθηκα κ' έπαυσα να χορεύω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΗΤ. Και δεν είνε αλήθεια ότι εφίλησες τον
Λαμπρίαν και τον αγκάλιασες καθισμένη δίπλα του; Γιατί δεν μιλάς; Αν τώκαμες
αυτό είσαι ασυγχώρητη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Ήθελα να εκδικηθώ και να τον πικράνω όπως
μ' επίκρανε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΗΤ. Έπειτα ούτε εκοιμήθης μαζή του, αλλά
ετραγουδούσες, ενώ αυτός έκλαιε. Δεν σκέπτεσαι, κόρη μου, ότι είμεθα φτωχοί
άνθρωποι, ούτε θυμάσαι πόσα μας έχει δώσει αυτό το παιδί και πώς θα περνούσαμε
τον περασμένο χειμώνα αν η Αφροδίτη δεν μας τον έστελνε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Μπα, και γι' αυτό θ' ανέχωμαι να με
προσβάλλη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΗΤ. Καλά να θυμώσης για τις προσβολές, αλλά να
μη τον προσβάλλης και συ. Δεν ξέρεις ότι η βρυσιές ψυχραίνουν την αγάπη και
πεισμώνουν τους ερωτευμένους; Εσύ πάντα τον κακομεταχειρίζεσαι, αλλά πρόσεξε να
μη γίνη αυτό που λέει η παροιμία· να μη κόψουμε το σχοινί με το
παρατράβηγμα.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 24pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">4.<br />Μέλισσα και Βακχίς.</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΛΙΣΣΑ. Αν γνωρίζης, Βακχί, καμμιά γριά που να
ξέρη, ξόρκια, σαν τις Θεσσαλές, και να μπορή με τα μάγια να κάνη τον άνδρα ν'
αγαπήση την γυναίκα που εμίσησε, θα μου κάνης μεγάλη χάρι να μου την φέρης.Και
θα της δώσω ό,τι θέλει και αν ακόμη μου ζητήση τα ρούχα που φορώ και τα
χρυσαφικά· αρκεί να κάμη τον Χαρίνον να γυρίση στην αγάπη μου και να μισήση την
Σιμμίχην όπως μισεί τώρα εμένα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΒΑΚΧΙΣ. Τι λες; δεν ζη πια μαζή σου, αλλ'
έμπλεξε πάλι μ' εκείνην που έγεινε αφορμή νάρθη στα μαχαίρια με τους γονείς του;
Γι' αυτήν δεν ηθέλησε να πάρη εκείνην την πλουσίαν που είχε, ως έλεγαν, προίκα
πέντε τάλαντα. Θυμάμαι που μου τάλεγες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΛ. Τώρα μ' αφήκε εντελώς, Βακχί, και είνε
πέντε μέρες σήμερα που δεν τον είδα καθόλου, αλλά μένει στου φίλου του του
Παμμένου και διασκεδάζουν με την Σιμμίχην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΒΑΚΧ. Έχεις δίκιο, καϋμένη Μέλισσα, να είσαι
στενοχωρημένη. Μα δεν μου λες, πώς εμαλώσετε; υποθέτω ότι θα υπάρχη καμμία
σπουδαία αφορμή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΛ. Εκείνο που ξέρω είνε ότι προ ημερών είχε
πάει στον Πειραιά,όπου τον έστειλε ο πατέρας του να ζητήση, νομίζω, χρήματα που
του χρωστούν· και όταν εγύρισε και ήλθε εδώ είχε τα μούτρα κατεβασμένα·όταν δε
έτρεξα να τον αγκαλιάσω και να τον φιλήσω, όπως συνειθίζω, μ'έσπρωξε και μου
είπε· Πήγαινε να φιλάς τον Ερμότιμον τον ναύκληρον και να διαβάσης τι έχουν
γράψη εις τους τοίχους του Κεραμεικού όπου τα ονόματά σας είνε
ζευγαρωμένα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn23#fn23" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">23</a></sup>)
. Ποιόν Ερμότιμον λες και τι σημαίνουν αυτά; του είπα. Αυτός όμως δεν μου έδωκε
καμμίαν απάντησιν, ούτε εδείπνησε, αλλ' έπεσε στο κρεββάτι και μου γύρισε τις
πλάτες. Και τι δεν έκαμα διά να τον ξεθυμώσω, τι χάδια, τι φιλιά στο σβέρκο,
όπως ήταν γυρισμένος προς το άλλο μέρος.Αυτός όμως όχι μόνον δεν εμαλάκωσε, αλλά
και περισσότερον εθύμωσε και μου είπε· Αν εξακολουθής να μ' ενοχλής θα φύγω και
ας είνε μεσάνυκτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΒΑΚΧ. Κάτι όμως θα τρέχη μ' αυτόν τον
Ερμότιμον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΛ. Να με δης και να με λυπηθής, Βακχί, να με
δης πιο δυστυχισμένη παρ' ό,τι είμαι σήμερον, αν εγώ γνωρίζω κανένα Ερμότιμον
ναύκληρον. Τέλος πάντων ο Χαρίνος εσηκώθη κι' έφυγε αξημέρωτα με το πρώτο λάλημα
του πετεινού. Εγώ θυμήθηκα πως είπε ότι το όνομά μου ήτο γραμμένον εις ένα
τοίχον του Κεραμεικού και έπεμψα την υπηρέτριαν μου την Ακίδα να ιδή αν αυτό
είνε αλήθεια· το μόνον δε που είδε είνε ότι δεξιά όπως μπαίνομεν εις το Δίπυλον
ήτο γραμμένο στον τοίχο «Η Μέλισσα αγαπά τον Ερμότιμον» και από κάτω «Ο
ναύκληρος Ερμότιμος αγαπά την Μέλισσαν».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΒΑΚΧ. Τι κάνουν αυτοί οι νέοι! Καταλαβαίνω ότι
κάποιος που ήξευρε ότι ο Χαρίνος είνε ζηλιάρης ηθέλησε μ' αυτόν τον τρόπον να
του ανάψη τη ζήλια· και αυτός αμέσως εθύμωσε. Αλλ' έννοια σου και αν τον
συναντήσω πουθενά θα του μιλήσω. Δεν ξέρει, βλέπεις, τον κόσμο, είνε παιδί
ακόμη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΛ. Πού να τον δης, πούνε κλεισμένος με την
Σιμμίχην: Και όμως οι γονείς του έρχονται και μου τον ζητούν εμένα. Αλλά μόνον
αν εύρω μια μάγισσα, όπως σου είπα, θα τον σώσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΒΑΚΧ. Γνωρίζω μίαν μάγισσαν πολύ καλή, φιλτάτη
μου, αν και δεν είνε πολύ γριά και τσακισμένη. Είνε από την Συρίαν και μια φορά
που ο Φανίας μούκανε κι' εμένα απιστίες όπως τώρα σου κάνει σένα ο Χαρίνος,και
μου είχε θυμώση, μου τον ξανάφερε στα νερά μου ύστερα από τέσσερους σωστούς
μήνες που είχα πλέον απελπισθή· αλλά τα ξόρκια εθαυματούργησαν και τον έφεραν
πάλι στην αγκαλιά μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΛ. Και δεν μου λες τι έκαμε η μάγισσα, αν τα
θυμάσαι ακόμη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΒΑΚΧ. Δεν ζητά και πολλά πράμματα· μίαν δραχμήν
και ψωμί·χρειάζεται δε και ολίγο αλάτι, επτά οβολούς, θειάφι και δαδί. Αυτά τα
παίρνει η γριά. Αλλά χρειάζεται κρασί από το οποίον μόνον αυτή πίνει.Πρέπει δε
να έχη και κάτι από τον άνδρα που θέλεις να σου μαγεύση,φόρεμα, υπόδημα, ολίγες
τρίχες ή τίποτε άλλο τέτοιο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΛ. Έχω κάτι παπούτσια του Χαρίνου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΒΑΚΧ. Αυτά κρεμά σ' ένα πάτερο και τα θυμιάζει
με το θειάφι και ρίχτει το αλάτι στη φωτιά. Την ώρα εκείνη λέγει και τα δύο
ονόματα,το δικό του και το δικό σου. Έπειτα βγάζει από τον κόρφο της μία σβούρα
και τη γυρίζει και συγχρόνως μουρμουρίζει βιαστικά κάτι λόγια βαρβαρικά που τ'
ακούς και σηκώνεται η τρίχα σου. Με αυτά ο Φανίας εγύρισε πάλιν σ' εμένα. Η
αλήθεια είνε ότι και οι φίλοι του τού έκαμαν παρατηρήσεις και η Φοιβίς του
ζητούσε πολλά, αλλ' εγώ πιστεύω ότι μάλλον τα μάγια μου τον έφεραν. Αλλ' η
μάγισσα μου έμαθε και κάτι άλλο διά να κάνω τον Φανίαν να μισή και να σιχαίνεται
την Φοιβίδα.Μου είπε να εύρω τα ίχνη των ποδιών της, να πατήσω εις το αριστερό
με το δεξί μου πόδι και εις το δεξιόν με το αριστερό και αφού τα χαλάσω να λέγω:
Πατώ επάνω σου και από κάτω μου σ' έχω. Και το έκαμα όπως μου
παράγγειλε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΛ. Λοιπόν, Βακχί, μην παραμελήσης, μην
παραμελήσης σε παρακαλώ,αλλά φέρε μου αυτή τη γυναίκα. Συ δε, Ακίδα, θα έχης
έτοιμα το ψωμί και το θειάφι και όλα τα άλλα που χρειάζονται για το
ξόρκισμα.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 24pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">5.<br />Κλωνάριον και Λέαινα.</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">ΚΛΩΝΑΡΙΟΝ. Τι είνε αυτά τα παράξενα που ήκουσα
για σένα, Λέαινα;Λέγουν ότι η Μέγιλλα από τη Λέσβο η πλουσία σ' ερωτεύεται ως
άνδρας και κοιμάσθε μαζί και δεν ξέρω τι κάνετε μεταξύ σας.
Α!εκοκκίνησες;Αλήθεια λοιπόν είνε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΑΙΝΑ. Αλήθεια, Κλωνάριον ντρέπομαι να σου τ'
ομολογήσω είνε κάτι τι αλλόκοτον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΛΩΝ. Τι λες δι' όνομα της Δήμητρας; Τι θέλει
από σένα αυτή η γυναίκα και τι κάνετε όταν είσθε μαζή; Δεν θέλεις να μου πης;
Δεν μ'αγαπάς λοιπόν· αν μ' αγαπούσες δεν θα μου τα έκρυβες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΑΙ. Σ' αγαπώ περισσότερο από κάθε άλλη· αλλά
τι θέλεις να σου πω. Αυτή η γυναίκα έχει πολύ ανδρικάς ορέξεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΛΩΝ. Δεν εννοώ τι θέλεις να πης, εκτός αν είνε
καμμιά τριβάς·διότι λέγουν ότι εις την Λέσβον είνε πολλές τέτοιες ανδρογυναίκες
που δεν θέλουν να το κάνουν με τους άνδρες, αλλά πλησιάζουν γυναίκες, ως να είνε
άνδρες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΑΙ. Κάτι τέτοιο είνε και αυτή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΛΩΝ. Λοιπόν, Λέαινα, αυτό να μου διηγηθής, πώς
σου ρίχθηκε στην αρχή, πώς σε κατάφερε και τι έγινε κατόπιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΑΙ. Είχαν τραπέζι αυτή και η Δημώνασσα η
Κορινθία, άλλη πλουσία,η οποία κάνει την ίδια τέχνη με την Μέγιλλαν. Μ' εκάλεσαν
λοιπόν να παίξω κιθάρα· αφού δε έπαιξα· και ήτο περασμένη η ώρα και αυτές είχαν
μεθύση, η Μέγιλλα μου είπε: Είνε ώρα για ύπνο, Λέαινα, και επειδή είνε αργά
μείνε να κοιμηθής μαζή μας· θα σε βάλλωμε στη μέση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΛΩΝ. Έμεινες; Και έπειτα τι έγεινε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΑΙ. Στην αρχή μ' εφιλούσαν σαν άνδρες και δεν
περιωρίζοντο μόνον στα χείλη, αλλά και μέσ' στο στόμα και με αγκάλιαζαν και
μούτριβαν τα βυζιά· η δε Δημώνασσα μούδιδε και δαγκωματιές αναμεταξύ στα
φιλιά.Εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω πού θα έφθανε αυτό το πράγμα. Έπειτα από
κάμποση ώρα η Μέγιλλα, που είχε αρχίση να λυσσομανά, έβγαλε μια φενάκη πούχε στο
κεφάλι της, τόσο καλά προσαρμοσμένην ώστε δεν διεκρίνετο, και παρουσιάσθη
κουρεμένη σύρριζα σαν αθλητής από τους πλέον δυνατούς. Εγώ ετρόμαξα όταν την
είδα. Αλλ' αυτή μου είπε· Έχεις ξαναϊδή, Λέαινα, ένα τόσο ώμορφο παλληκάρι; Αλλά
δεν βλέπω, Μέγιλλα,της είπα, κανένα νέον εδώ. Μη μου δίδης θηλυκό όνομα, είπε·
εγώ είμαι Μέγιλλος και έχω προ πολλού παντρευτή αυτήν την Δημώνασσαν· είνε η
γυναίκα μου. Δεν μπόρεσα να μη γελάσω, Κλωνάριον, και είπα· Λοιπόν,Μέγιλλα,
είσαι άνδρας και μας τώκρυβες, όπως λέγουν για τον Αχιλλέα ότι εκρυβότανε
αναμεταξύ στα κορίτσια με γυναικεία ενδύματα; Αλλά έχεις και εκείνο που έχουν οι
άνδρες και κάνεις της Δημώνασσας ό,τι κάνουν οι άνδρες; Εκείνο, είπε, Λέαινα,
δεν το έχω· αλλά δεν το πολυχρειάζομαι· κάνω την δουλειά, ως θα ιδής, με τρόπον
πολύ περισσότερον ευχάριστον. Μήπως είσαι, Ερμαφρόδιτος, της είπα, όπως λέγεται
ότι υπάρχουν πολλοί που τάχουν και τα δυό; διότι ακόμη,Κλωνάριον, δεν μπορούσα
να εννοήσω το πράγμα. Όχι, είπε, είμαι σωστός άνδρας. Ήκουσα, είπα τότε εγώ, την
αυλητρίδα Ισμηνοδώραν από την Βοιωτίαν να διηγήται για την πατρίδα της και να
λέγη ότι κάποιος εις τας Θήβας έγεινε από γυναίκα άνδρας. Τον έλεγαν, νομίζω,
Τειρεσίαν και ήτο μεγάλος μάντις. Μήπως και σε σένα συνέβη κάτι τέτοιο;
Όχι,Λέαινα, είπε· εγεννήθηκα ομοία με σας τις άλλες· αλλ' ο χαρακτήρ μου και η
επιθυμία μου και όλα μου τα άλλα είνε ανδρικά, Και σου αρκεί η επιθυμία; της
είπα. Αν δεν πιστεύης Λέαινα, μου είπε, έλα εδώ και θα βεβαιωθής ότι δεν είμαι
εις τίποτε κατωτέρα από τους άνδρες. Διότι έχω και κάτι αντί εκείνου που έχουν
οι άνδρες. Αλλά έλα κοντά και θα δης. Την αφήκα, Κλωνάριον, να κάμη ό,τι ήθελε,
αφού τόσον μ'επαρακαλούσε, μου έδωκε δε και ένα περιδέραιον μεγάλης αξίας και
μου εχάρισε διάφορα υφάσματα από τα λεπτοΰφαντα. Έπειτα εγώ την αγκάλιασα ως
άνδρα και αυτή μ' εφιλούσε και έκανε και ελαχάνιαζε και ελιγώνετο από
ηδονήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΛΩΝ. Μα τέλος πάντων τι έκανε; Με ποίον
τρόπον; Αυτό προ πάντων θέλω να μου πης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΑΙ. Μη ζητάς να μάθης περισσότερα· είνε τόσον
αισχρά, ώστε, μα την Αφροδίτην, δεν θα σου πω τίποτε άλλο.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 24pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">6.<br />Κρωβύλη και Κόριννα.</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΩΒΥΛΗ. Βλέπεις, Κόριννα, ότι δεν είνε τόσον
φοβερόν όσον ενόμιζες να γείνη ένα κορίτσι γυναίκα. Αυτό το έμαθες τώρα, αφού
εκοιμήθης μ' ένα ωραίον νέον κι' επήρες μίαν μναν, το πρώτον σου κέρδος, με το
οποίον θα σου αγοράσω ένα ωραίον κόσμημα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΟΡΙΝΝΑ. Ναι, μητερούλα μου. Θέλω να μου πάρης
ένα περιδέραιον που νάχη χάντρες κόκκινες της φωτιάς, όπως είνε της
Φιλαινίδος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΩΒ. Ναι, τέτοιο θα σου πάρω. Αλλ' άκουσε να
σου δώσω και μερικές συμβουλές τι πρέπει να κάνης και πώς να φέρεσαι στους
άνδρες. Ξέρεις,κόρη μου, ότι άλλο μέσον για να ζήσωμε δεν έχομεν. Είνε δύο
χρόνια που πέθανε ο μακαρίτης ο πατέρας σου και ξέρεις πώς επεράσαμε αυτό το
διάστημα. Όταν εκείνος εζούσε, τα είχαμεν όλα, διότι ήτο σιδηρουργός και πρώτος
τεχνίτης στο Πειραιά. Και τώρα ακούς όλους να λέγουν ότι,αφότου πέθανε ο
Φιλίνος, δεν ξανάγεινε άλλος τέτοιος τεχνίτης. Στην αρχή επούλησα τις τσιμπίδες,
το αμώνι και το σφυρί κι' επήρα δύο μναις και μ' αυτές εζήσαμε κάμποσον καιρόν.
Έπειτα άλλοτε ύφαινα και άλλοτε έγνεθα και με δυσκολία έβγαζα το ψωμί μας. Αλλά
είχα εσένα και επερίμενα ότι μίαν ημέραν θα μου φέρης την ευτυχία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΟΡ. Εννοείς την μναν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΩΒ. Όχι, αλλ' ήλπιζα ότι άμα μεγαλώσης και
εγώ θα ζήσω κοντά σου και συ θ' αποκτήσης πλούτη και στολίδια και
υπηρέτριες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΟΡ. Πώς θα γείνη αυτό, μαμά; Τι θέλεις να πης;
</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΩΒ. Αρκεί να συναναστρέφεσαι τους νέους, να
διασκεδάζης και να κοιμάσαι μαζή τους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΟΡ. Όπως η θυγατέρα της Δαφνίδος η
Λύρα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΩΒ. Ναι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΟΡ. Αλλ' αυτή είνε εταίρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΩΒ. Αι! και τι; Αυτό δεν είνε κακό. Και συ θα
πλουτήσης σαν κι'αυτήν και θα έχης πολλούς εραστάς. Γιατί κλαις, παιδί μου; δεν
βλέπεις πόσες είνε αυτού του είδους η γυναίκες, πώς τις αγαπούν οι άνδρες και τι
χρήματα κερδίζουν; Θυμούμαι εγώ την Δαφνίδα τι κουρέλια φορούσε, πριν να
μεγαλώση η κόρη της. Τώρα όμως βλέπεις με τι πολυτέλεια ζη, τι χρυσαφικά φορεί
και τι ωραία φορέματα κ' έχει και τέσσαρες δούλες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΟΡ. Και πώς τ' απέκτησεν αυτά η
Λύρα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΩΒ. Πρώτα πρώτα εφρόντισε να στολίζεται καλά,
να έχη τρόπους και να φαίνεται ευχάριστη και γελαστή προς όλους, όχι όμως σαν
και σένα που με το παραμικρόν χαχανίζεις, αλλά είχε ένα χαμόγελο με γλύκα και
χάρι, είχε τρόπους ευγενείς και δεν εκορόιδευε κανένα από κείνους που την
επλησίαζαν, ούτε τους εκυνήγα αυτή, αλλ' ούτε και ερωτεύετο πραγματικώς κανένα.
Και αν καμμιά φορά την καλέσουν με πληρωμήν εις κανένα γεύμα, ούτε μεθά, διότι
αυτό είνε άσχημον και οι άνδρες σιχαίνονται τις γυναίκες που έχουν αυτό το
ελάττωμα, ούτε τρώγει λαίμαργα, όπως οι κακοσυνειθισμένοι άνθρωποι, αλλά πιάνει
τα φαγητά με τα άκρα των δακτύλων και με σιωπήν τρώγει χωρίς να παραγεμίζη το
στόμα και από τα δύο μέρη, και πίνει σιγά σιγά και δεν αδειάζει το ποτήρι διά
μιας, αλλ' ολίγον κατ' ολίγον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΟΡ. Και αν τύχη να διψά, μαμά;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΩΒ. Και τότε ακόμα. Έχει δε και τα λόγια της
μετρημένα και δεν κοροϊδεύει κανένα από κείνους που συντρώγουν, αλλά προσέχει
εις εκείνον που πληρώνει· κι' έτσι την αγαπούν όλοι. Εις δε το κρεββάτι ούτε
λυσσασμένη φαίνεται, ούτε και κρύα, αλλά με κάθε τρόπον και μόνον ένα πράγμα
επιδιώκει πώς να μαγεύη τον άνδρα και να τον κάμη να την αγαπήση. Μια τέτοια
γυναίκα αρέσει σ' όλους τους άνδρες, αν γίνης δε και συ τέτοια, θα ευτυχήσωμεν
κι' εμείς. Δόξα νάχουν οι θεοί, στην ωμορφιά είσαι πολύ καλλίτερη από τη
Λύραν.... αλλά να δώσουν οι θεοί να ζήσης μόνον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΟΡ. Δε μου λες, μητέρα, όλοι αυτοί που
παίρνουν τις γυναίκες με πληρωμή είνε σαν τον Εύκριτον που κοιμήθηκα χθες μαζή
του;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΩΒ. Όχι όλοι· μερικοί είνε καλλίτεροι, άλλοι
μεγαλείτεροι στην ηλικίαν και άλλοι ασχημότεροι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΟΡ. Πρέπει να κοιμούμαι και με
αυτούς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΩΒ. Ναι, κόρη μου, διότι οι άσχημοι δίδουν
και τα περισσότερα,οι δε ώμορφοι νομίζουν ότι σου κάνουν και χάρι με την ωμορφιά
των.Αλλά συ να προτιμάς πάντα εκείνους που δίδουν τα περισσότερα, αν θέλης
γρήγορα να σε δείχνουν και να λένε· Βλέπεις την Κόρινναν την θυγατέρα της
Κρωβύλης τι πλούτη έχει και πόσο ευτυχισμένη έκαμε την μητέρα της; Τι λες; θα τα
κάμης αυτά; Ξέρω εγώ ότι θ' ακολουθήσης τις συμβουλές μου και εντός ολίγου θα
γίνης η καλλίτερη απ' όλες. Αλλά τώρα πήγαινε να λουσθής, μήπως έλθη και σήμερα
εκείνος ο νέος, ο Εύκριτος, γιατί μούπε ότι θάρθη.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 24pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">7.<br />Μήτηρ και Μουσάριον.</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">ΜΗΤΗΡ. Αν πετύχωμεν κι' ένα άλλο τέτοιον
εραστήν, Μουσάριον, κόρη μου, σαν το Χαιρέα, πρέπει να θυσιάσωμεν εις την
πάνδημον Αφροδίτην(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn24#fn24" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">24</a></sup>)
μίαν άσπρην αίγα, εις δε την εν κήποις ένα δαμάλι και να στεφανώσωμεν την
πλουτοδότειραν θεάν, διότι η ευτυχία μας θα είνε πολύ μεγάλη. Βλέπεις τι
απολαβάς έχομεν τώρα απ' αυτόν τον νέον, που ούτε οβολόν σου έδωκέ ποτε, ούτε
φόρεμα σου αγόρασε, ούτε υποδήματα,ούτε καμμιά μυρουδιά, αλλά πάντα σε πληρώνει
με προφάσεις, με υποσχέσεις και ελπίδες για τον κόκκινο Μάη· και όλω
επαναλαμβάνει ότι αν ο πατέρας ... και αν πάρω την πατρική μου περιουσία, όλα θα
είνε δικά σου. Σου ωρκίσθη δε και, όπως λες, ότι θα σε κάνη νόμιμη
σύζυγον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΟΥΣΑΡΙΟΝ. Μου ωρκίσθη, μητέρα, εις τας δύο
θεάς(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn25#fn25" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">25</a></sup>)
και εις την Πολιούχον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΗΤ. Και συ, κουτή, τον πιστεύεις και διά τούτο
όταν προ καιρού δεν είχε να πληρώση τον έρανόν του εις ένα φιλικόν γεύμα του
έδωκες κρυφά από μένα το δακτυλίδι σου και αυτός το πούλησε και τώφαγε; Έτσι σου
πήρε και τα δύο περιδέραια τα Ιωνικά, τα οποία σου έφερεν από την Έφεσον ο
Χιώτης Πραξίας ο πλοίαρχος. Αφήνω τα φορέματα και τα πουκαμισάκια που σου έχει
πάρη· και τέλος πάντων αυτός ο νέος είνε για μας κελεπούρι και
θησαυρός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΟΥΣ. Είνε όμως ώμορφος και νεώτατος και μου
λέγει με δάκρυα πως μ' αγαπά και είνε γυιός της Δεινομάχης και του Λάχητος του
Αρεοπαγίτου και υπόσχεται ότι θα με πάρη γυναίκα του και έχομεν μεγάλας ελπίδας
μόλις ο γέρος κλείση τα μάτια του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΗΤ. Λοιπόν, Μουσάριον, εάν έχωμεν ανάγκην από
υποδήματα και ο υποδηματοποιός ζητά το δίδραχμον, θα του πούμε· Χρήματα δεν
έχομεν,αλλ' αντί για χρήματα λάβε μερικές από τις ελπίδες μας· το ίδιο πρέπει να
πούμε και στον αλευράν· και αν μας ζητούν το νοίκι,περίμενε, να πούμε στο
νοικοκύρη, έως ότου να πεθάνη ο Λάχης ο Κολλυτεύς και άμα γίνη ο γάμος σε
πληρώνομεν· δεν ντρέπεσαι να 'σαι η μόνη εταίρα που δεν έχεις σκουλαρίκια, ούτε
περιδέραιον, ούτε φόρεμα από ύφασμα της Τάραντος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΟΥΣ. Και μήπως γι' αυτό, μητέρα, είνε πιο
ευτυχείς και καλλίτερες, από μένα η άλλες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΗΤ. Όχι, αλλά είνε φρονιμώτερες και ξέρουν να
κάνουν τη δουλειά τους· και δεν πιστεύουν τα αισθηματικά λόγια των νέων, που
έχουν τους όρκους τόσον εύκολους· συ δε είσαι τόσον πιστή και τόσο τον
αγαπάς,που δεν εννοείς να πλησιάσης άλλον παρά μόνο το Χαιρέα. Προ ολίγου
καιρού, όταν ήρθ' εκείνος ο χωρικός από τας Αχαρνάς κ' έφερε δύο μνας,
αμούστακος και αυτός — είχε πάρει την πούλησι απ' τα κρασιά του πατέρα του — τον
έδιωξες με περιφρόνησι, γιατί θέλεις να κοιμάσαι μόνο με το μορφονιό το
Χαιρέα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΟΥΣ. Τι; έπρεπε ν' αφήσω το Χαιρέα και να πάρω
εκείνον τον βρωμιάρην τον χωριάτη; Για μένα το νοστιμώτερο γουρουνόπολο των
Αχαρνών είνε ο καλός μου Χαιρέας(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn26#fn26" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">26</a></sup>)</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΗΤ. Ας είνε· εκείνος ήταν χωριάτης και
βρωμερός. Αλλά τον Αντιφώντα του Μενεκράτους, ο οποίος σου επρόσφερε μίαν μναν
διατί δεν τον εδέχθης; Δεν ήτο ωραίος και κομψός και της ίδιας ηλικίας με το
Χαιρέα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΟΥΣ. Ναι, αλλ' ο Χαιρέας εφοβέρισε ότι θα μας
έσφαζε και τους δύο αν με συνελάμβανε με τον Αντιφώντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΗΤ. Όλοι οι άνδρες έτσι φοβερίζουν. Αλλ' αυτό
δεν είνε λόγος να μην απολαύσης εσύ τα νειάτα σου και να ζήσης φρόνιμη, όχι ως
εταίρα,αλλ' ως να ήσουν ιέρεια της Θεσμοφόρου. Αφήνω τα άλλα· σήμερον είνε η
εορτή των αλωνιών· τι δώρον σου έκαμε διά την εορτήν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΟΥΣ. Μα δεν έχει, μητερούλα μου, το καϋμένο το
παιδί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΗΤ. Μόνον αυτός δεν ευρήκε τρόπον να παίρνη
από τον πατέρα του;Δεν μπορούσε να μεταχειρισθή ένα δόλον για ν' απατήση το γέρο
και δεν φοβερίζει τη μάνα του ότι αν δεν του δώση θα πάη ναύτης και θα φύγη,αλλά
κάθεται εδώ και μας βασανίζει και ούτε αυτός δίδει τίποτε, ούτε από κείνους που
μας δίδουν μας αφήνει να παίρνωμεν; Αλλά νομίζεις,κόρη μου, ότι θα είσαι πάντα
δεκαοκτώ ετών ή υποθέτεις ότι ο Χαιρέας θα έχη τα ίδια αισθήματα όταν θα γείνη
πλούσιος και η μητέρα του θα τούβρη καμμιά νύφη με προίκα μεγάλη; Νομίζεις ότι
θα θυμάται ακόμη τα δάκρυα ή τα φιλιά και τους όρκους, όταν θα έχη απέναντι του
μιαν προίκα από πέντε τάλαντα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΟΥΣ. Θα θυμάται· απόδειξις ότι και τώρα δεν
παντρεύτηκε, αλλ' αν και τον πιέζουν και τον αναγκάζουν, αρνείται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΗΤ. Να δώση ο Θεός να μη σε γελάση και τότε θα
θυμηθής τα λόγια μου.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 24pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">8.<br />Αμπελίς και Χρυσίς.</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">ΑΜΠΕΛΙΣ. Μπορεί ν' αγαπά ένας άνδρας που μήτε
ζηλεύει, μήτε θυμώνει, μήτε σ' εκτύπησε ποτέ, ούτε σούκουψε τις πλεξούδες, ούτε
σούσχισε τα φορέματα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣΙΣ. Λοιπόν αυτά μόνον είνε του έρωτος
αποδείξεις,Αμπελίτσα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΜΠ. Ναι· τέτοιος είνε ο θερμός άνδρας· τα
άλλα, τα φιλήματα και τα δάκρυα και οι όρκοι και αι συχναί επισκέψεις είνε
σημεία του έρωτος που αρχίζει· η φωτιά του όλη φαίνεται στη ζηλοτυπία, ώστε,
αν,ως λέγεις, ο Γοργίας σε κτυπά και σε ζηλεύη, να είσαι ευχαριστημένη,να
πιστεύης ότι σ' αγαπά και να εύχεσαι να είνε πάντα έτσι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Πάντα έτσι; Τι λες; Να με δέρνη
πάντα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΜΠ. Όχι· αλλά να στενοχωρήται αν κυττάξης
κανένα άλλον. Διότι αν δεν σ' αγαπά, γιατί να θυμώνη αν έχης και άλλον
εραστήν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Αλλά δεν έχω κανένα, και αυτός ενόμισε
άδικα ότι με αγαπά εκείνος ο πλούσιος, διότι κάποτε ανάφερα το όνομά
του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΜΠ. Και αυτό είνε καλό, να νομίζη ότι σε
κυνηγούν πλούσιοι· έτσι θ' ανησυχή περισσότερον και θα φιλοτιμήται να μη φανή
κατώτερος εις τα δώρα του από τους αντεραστάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Αλλ' αυτός μόνον θυμώνει και δέρνει, δεν
δίδει δε τίποτε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΜΠ. Θα δώση· οι ζηλιάρηδες, όταν τους
παρασφίξη η ζήλεια,γίνονται ανοικτοχέρηδες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Δεν εννοώ γιατί θέλεις και καλά να
δέχωμαι μπάτσους,Αμπελίτσα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΜΠ. Όχι, αλλ' όπως σου είπα, ο έρωτας
δυναμώνει όταν δη ότι δεν τον προσέχουν· εξ εναντίας δε, άμα ο εραστής βεβαιωθή
ότι δεν έχει να φοβηθή αντίζηλον, η επιθυμία του ψυχραίνεται. Αυτά σου τα λέγω
εγώ που έχω δουλέψη είκοσι χρόνια σ' αυτό το στάδιο, ενώ συ είσαι δεκαοκτώ ετών,
ίσως δε και μικρότερη. Αν θέλης, θα σου διηγηθώ και κάτι που μου συνέβη όχι προ
πολλών ετών· με είχε τότε ο Δημόφαντος ο τοκιστής που κατοικεί πίσω από την
Ποικίλην. Αυτός ο τσιγγούνης δεν μούδωκε ποτέ περισσότερον από πέντε δραχμές και
είχε την αξίωσιν να τώχη μονοπώλιον. Αλλά και ο ερωτάς του ήτο πολύ επιπόλαιος.
Ποτέ δεν τον ήκουσα ν' αναστενάξη, ούτε τον είδα να δακρύση, ούτε ήρθε να μου
κτυπήση ποτέ την πόρτα εις ώραν περασμένην της νύκτας, αλλά μόνον που εκοιμάτο
καμμιά φορά μαζή μου και αυτό σπανίως. Αλλ' όταν μια φορά ήλθε και δεν τον
εδέχθηκα — διότι ήτο μέσα ο Καλλίδης ο ζωγράφος που μούχε στείλη δέκα δραχμές —
μ' έβρισε κι' έφυγε. Όταν δε είδε ότι επέρασαν πολλές ημέρες και εγώ δεν έστειλα
να τον ζητήσω και ο Καλλίδης ήτον πάλι μέσα, ο Δημόφαντος ήρχισε ν' ανάβη και
μια ημέρα που βρήκε ανοικτή την πόρτα εμπήκε και ήτο έξω φρενών· έκλαιε,
μ'εκτύπα, εφοβέριζε να σκοτώση, μου έσχισε το φόρεμα και εις το τέλος μου έδωκε
ένα τάλαντον και με είχε οκτώ ολόκληρους μήνες μοναχική.Και η γυναίκα του έλεγε
σ' όλους ότι της τον ετρέλλανα με μάγια· αλλά τα μάγια ήτον η ζήλεια. Ώστε και
συ, Χρυσίδα, να μεταχειρισθής για τον Γοργίαν τα ίδια μάγια· θα γείνη δε
πλούσιος αυτός ο νέος άμα ο πατέρας του αποθάνη.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 24pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">9.<br />Δορκάς, Παννυχίς, Φιλόστρατος,
Πολέμων.</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">ΔΟΡΚΑΣ. Τι πάθαμε, κυρά, τι πάθαμε! Ο Πολέμων
εγύρισε από τον πόλεμον πλούσιος, ως λένε· τον είδα δε κι' εγώ με μανδύα
κατακόκκινον και με πολλούς ακολούθους. Και οι φίλοι του ως τον είδαν έτρεχαν να
τον χαιρετούν. Έτσι ευρήκα καιρόν να πλησιάσω τον υπηρέτην που είχε πάη μαζή του
έξω και τον αρώτησα· δεν μου λες, Παρμένων, του είπα,αφού τον εχαιρέτησα, πώς τα
περάσατε και τι καλά εφέρατε από τον πόλεμον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝΝΥΧΙΣ. Δεν έπρεπε να του πης αυτά αμέσως,
αλλά : «Δοξάζω τους θεούς που σωθήκατε, μάλιστα τον φιλόξενον Δία και την
πολεμικήν Αθηνάν· η κυρά μου δεν έπαυε να ρωτά και να πληροφορήται πού είσθε και
τι κάνετε»· αν έλεγες δε και ότι έκλαια και πάντοτε θυμώμουνα τον Πολέμωνα, θα
ήτο ακόμη καλλίτερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΟΡΚ. Τα είπα όλα στην αρχή, αλλά εβιαζόμουνα
να σου πω τι ήκουσα.Έτσι άρχισα την κουβέντα μου με τον Παρμένοντα· «Βέβαια,
Παρμένων, θα βούιζαν τ' αυτιά σας εκεί που ήσαστε, διότι πάντοτε σας εμελέτα
κι'έκλαιε η κυρά μου, μάλιστα αν ήρχετο κανείς από τον πόλεμον και όταν
εμαθαίναμε ότι εσκοτώθηκαν πολλοί, ετράβα τα μαλλιά της, εκτύπα τα στήθια της
και ήτον απαρηγόρητη».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Εύγε, Δορκάς, ωραία τα είπες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΟΡΚ. Κατόπιν από αυτά τον αρώτησα αυτά που σου
είπα· και αυτός μου είπε· δόξα νάχουν οι θεοί, λαμπρά εγυρίσαμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Έτσι απήντησε και αυτός, χωρίς να σου πη
ότι μ' εθυμότανε ο Πολέμων, ότι μ' επιθυμούσε και ευχότανε να με
ξαναδή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΟΡΚ. Έλεγε πολλά τέτοια. Αλλά κείνο που μας
ενδιαφέρει είνε ότι έφεραν πολλά πλούτη, χρυσάφι, φορέματα, δούλους και
ελεφαντοκόκαλο.Τόσα χρήματα έφερε ο Πολέμων, που τα μετρά με τον μέδιμνον,
πολλούς μεδίμνους. Είχε δε και ο Παρμένων εις τον μικρόν του δάκτυλον ένα
δακτυλίδι πολύ μεγάλο και πολύγωνον με μία πέτραν τρίχρωμη και κόκκινη εις το
επάνω μέρος. Ήθελε να μου διηγηθή πώς επέρασαν τον ποταμόν Άλυν, πώς εσκότωσαν
κάποιον Τιριδάταν, και πώς ανδραγάθησε ο Πολέμων στη μάχη που έκαμαν με τους
Πισίδας· αλλ' εγώ τον αφήκα και έτρεξα να σε ειδοποιήσω διά να σκεφθής τι πρέπει
να κάμης. Διότι αν έλθη ο Πολέμων — και εξάπαντος θάρθη άμα γλυτώση από τους
γνωρίμους του — και εύρη εδώ στο σπίτι μας τον Φιλόστρατον, τι νομίζεις ότι θα
κάμη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Πρέπει να σκεφθούμε, Δορκάς, τι πρέπει να
γείνη, διότι ούτε τον Φιλόστρατον είνε φρόνιμον να διώξωμεν, που μας έδωκε προ
ολίγων ημερών ένα τάλαντον, είνε δε και έμπορος και υπόσχεται να δώση πολλά,αλλ'
ούτε και τον Πολέμωνα είνε καλόν να μη δεχθούμε, αφού εγύρισε με τόσα πλούτη,
είνε δε και ζηλιάρης· και αφού όταν ήτο φτωχός ήτο ανυπόφορος, φαντάζεσαι τι
είνε ικανός να κάνη τώρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΟΡΚ. Α, νάτος, έρχεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Θα λιποθυμήσω, Δορκάς, διότι δεν ξέρω τι
να κάμω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΟΡΚ. Ω τρομάρα μου! έρχεται και ο
Φιλόστρατος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Τι να γείνω; Γιατί δεν ανοίγει η γη να με
καταπιή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ. Πάμε να πιούμε,
Παννυχίδα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Με κατέστρεψες. Καλώς ώρισες, Πολέμων πολύ
άργησες να μας έρθης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛΕΜΩΝ. Ποιός είνε αυτός που σου μιλά; Σιωπάς;
Ωραία! Εγώ ήρθα τρεχάτος από τας Θερμοπύλας σε πέντε μέρες από την επιθυμίαν να
ιδώ αυτήν την γυναίκα και ορίστε την βρίσκω με άλλον. Αλλά καλά την παθαίνω και
σ' ευχαριστώ, διότι έτσι δεν θα με τσακώσης πειά στα βρόχια σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Και ποίος είσαι του λόγου σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Δεν έχεις ακούση τον Πολέμωνα τον Στειριέα
από την Πανδυονίδα φυλήν, άλλοτε χιλίαρχον, τώρα δε διοικητήν πεντακισχιλίων
ανδρών,εραστήν της Παννυχίδος, όταν ακόμη την ενόμιζα ότι ήτον
άνθρωπος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Τώρα όμως, αρχηγέ των μισθοφόρων, η
Παννυχίς είνε δική μου·έλαβε ένα τάλαντον, θα λάβη δε και άλλον άμα διαθέσω το
φορτίον που μούρθε αυτές τις μέρες. Και τώρα πάμε Παννυχίδα· άφησε δε αυτόν να
κάνη τον χιλίαρχον εις την χώραν των Οδρυσσών(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn27#fn27" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">27</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΟΡΚ. Είνε ελευθέρα και μπορεί να σε ακολουθήση
αν θέλη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Τι να κάμω, Δορκάς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΟΡΚ. Το καλλίτερο είνε να πας σπίτι. Έτσι που
είνε θυμωμένος ο Πολέμων δεν είνε φρόνιμον να μείνης μαζή του· και η ζηλοτυπία
θα τον ανάψη περισσότερον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Αν θέλης, πάμε μέσα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Σας προλέγω ότι σήμερον θα πιήτε μαζή διά
τελευταίαν φοράν.Δεν έχω χύση τόσο αίμα εγώ στον πόλεμο για ν' αφήνω να μου
μπαίνουν στο ρουθούνι. Κάλεσε τους Θράκας, Παρμένων, να έλθουν ωπλισμένοι και να
πιάσουν την είσοδον του στενού. Εις το μέτωπον να παραταχθούν οι οπλίται και από
τα δύο μέρη οι σφενδονίται και οι τοξόται, οι δε άλλοι κατόπιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Για παιδαρέλια μας πήρες, βρε μισθοφόρε,
και πολεμάς να μας εκφοβίσης μ' αυτά; Έσφαξες ποτέ σου κανένα κόκορα; Εγώ
αμφιβάλλω αν έχης δη πόλεμον. Το πολύ που δύναμαι να σου αναγνωρίσω είνε ότι
εχρημάτισες φρουρός σε κανένα μικρό οχύρωμα ως διμοιρίτης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Σε λιγάκι που θα μας δης να ερχώμεθα εις
επίθεσιν και θ'αστράφτουν τα όπλα, θα μάθης τι είμαι και ποιός είμαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Καλά να παρασκευασθήτε και νάρθετε. Εγώ δε
και αυτός εδώ ο Τίβιος — διότι μόνον αυτός με ακολουθεί — θα σας πάρωμεν με τις
πέτρες και θα σας κάμωμεν να μη ξέρετε από πού να φύγετε.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 24pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">10.<br />Χελιδόνιον και Δροσίς.</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΛΙΔΟΝΙΟΝ. Δεν σούρχεται πειά, Δροσί, ο νέος ο
Κλεινίας; Έχω πολύν καιρόν να τον δω στο σπίτι σας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΡΟΣΙΣ. Δεν έρχεται· του απηγόρευσε ο δάσκαλός
του να με πλησιάζη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΛ. Και ποιός είνε ο δάσκαλος του; Μήπως ο
παιδαγωγός Διότιμος;Αυτός είνε φίλος μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΡΟΣ. Όχι, αλλ' ο Αρισταίνετος που κακό χρόνο
νάχη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΛ. Εκείνος ο κατσουφιασμένος με τα πολλά
μαλλιά και τα μεγάλα γένεια, που συνειθίζει να περιπατή εις την Ποικίλην Στοάν
με τους νέους;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΡΟΣ. Εκείνος ο απατεώνας που να τον δω να τον
τραβά στην κρεμάλα ο δήμιος από τα γένεια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΛ. Και γιατί τώρα αυτός έκαμε τον Κλεινίαν να
τραβηχτή από σένα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΡΟΣ. Δεν ξέρω, Χελιδόνιον· αλλ' ενώ το παιδί
δεν εκοιμήθη ποτέ με άλλην, αφ' ότου εγνώρισε γυναίκα — και η πρώτη γυναίκα που
πλησίασε ήμουν εγώ — έχει τρεις ημέρες τώρα να φανή εδώ. Και επειδή ήρχισα να
στενοχωρούμαι — δεν ξέρω δε τι μου συμβαίνει μ' αυτό το παιδί —έστειλα την
Νεβρίδα να τον ζητήση εις τα μέρη όπου συχνάζει, εις την Αγοράν ή εις την
Ποικίλην. Αυτή δε μου είπε ότι τον είδε να περιπατή με τον Αρισταίνετον και του
έκαμε νεύμα από μακράν. Αυτός εκοκκίνισε κεχαμήλωσε τα μάτια του και δεν εγύρισε
πειά να την κυτάξη. Ήρχοντο προς την πόλιν και η Νευρίς τους ηκολούθησε έως στο
Δίπυλον· αλλ'επειδή ο Κλεινίας δεν εγύρισε να την κυτάξη, επέστρεψε χωρίς να έχη
τίποτε θετικόν να μου πη. Δεν μπορείς να φαντασθής τι έχω υποφέρη από τότε να
σκέπτωμαι τι έχει μαζή μου το αγόρι μου, μήπως το δυσαρέστησα εις τίποτε ή μήπως
αγάπησε άλλην και μ' εμίσησε, ή μήπως ο πατέρας του τον εμπόδιζε να έλθη. Πολλές
τέτοιες σκέψεις έκανα και βράδυ βράδυ βλέπω και έρχεται ο Δρόμων και μου φέρνει
αυτό το γράμμα απ'αυτόν. Πάρ' το και διάβασ' το, Χελιδόνιον νομίζω ότι ξέρεις
γράμματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΛ. Ας δούμε τι λέει. Το γράψιμο δεν είνε πολύ
καθαρόν και φανερώνει ότι αυτός που έγραψε το γράμμα ήτο βιαστικός. Αλλ' ας
διαβάσωμεν· «Ότι σε αγαπούσα, Δροσί, έχω μάρτυρας τους θεούς».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΡΟΣ. Το κακόμοιρο, από την βιάσι και την
ταραχή του αλησμόνησε να γράψη το χαιρετισμό(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn28#fn28" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">28</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΛ. «Και τώρα όχι από μίσος, αλλ' εξ ανάγκης
σε αποφεύγω· διότι ο πατέρας με παρέδωκεν εις τον Αρισταίνετον να με διδάξη
φιλοσοφίαν και εκείνος έμαθε τας σχέσεις μας και μου έκαμε αυστηράς επιπλήξεις
και μου είπεν ότι είνε απρεπές ο υιός του Αρχιτέλους και της Ερασικλείας να συζή
με μίαν εταίραν και ότι είνε πολύ καλλίτερον να προτιμώ την αρετήν από την
ηδονήν».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΡΟΣ. Να μη ξημερωθή ο ξεκουτιάρης που διδάσκει
τέτοια πράμματα το παιδί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΛ. «Και είμαι αναγκασμένος να κάνω ό,τι μου
λέει, διότι με παρακολουθεί και με παραφυλάττει αυστηρώς και δεν μου επιτρέπει
να στρέψω τα μάτια μου σε άλλον παρά μόνον εις αυτόν και αν είμαι φρόνιμος και
κάνω παν ό,τι μου λέγει, μου υπόσχεται να γείνω καθ' όλα ευτυχής και ενάρετος,
αφού γυμνασθώ εις τους κόπους και την σκληραγωγίαν. Αυτά σου έγραψα μίαν στιγμήν
που κατώρθωσα να διαφύγω την επίβλεψίν του. Ευτύχει και ενθυμού τον
Κλεινίαν».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΡΟΣ. Πώς σου φαίνεται το γράμμα, Χελιδόνιον
:</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΛ. Βέβαια δεν είνε καθόλου ευχάριστον, αλλά
το «ενθυμού τον Κλεινίαν» αφήνει κάποιαν ελπίδα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΡΟΣ. Έτσι κι' εμένα μου 'φάνηκε. Αλλά πεθαίνω
από έρωτα και τι να κάμω δεν ξέρω. Ο Δρόμων έλεγεν ότι ο Αρισταίνετος είνε
παιδεραστής και με την πρόφασιν των μαθημάτων έχει τα ωραιότερα παιδιά· και με
τον Κλεινίαν κρυφομιλεί και του υπόσχεται ότι θα τον κάμη μεγάλον και ένδοξον.
Εκτός τούτου τον παίρνει και διαβάζουν μαζή κάτι ερωτικούς λόγους των παλαιών
φιλοσόφων προς τους μαθητάς των και όλο με τον Κλεινίαν καταγίνεται. Εφοβέριζε
δε ο Δρόμων ότι θα τα πη αυτά και στον πατέρα του παιδιού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΛ. Έπρεπε, Δροσί, να τον μπουκώσης τον
Δρόμωνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΡΟΣ. Τον εφιλοδώρησα, αλλά και χωρίς αυτό είνε
με το μέρος μου·διότι και αυτόν τον πονεί το δόντι για την Νεβρίδα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΛ. Όλα θα παν καλά και να μη ανησυχής. Εγώ δε
σκέπτομαι και να γράψω στον τοίχον εις τον Κεραμεικόν, όπου ο Αρχιτέλης
συνειθίζει να περιπατή, ότι ο Αρισταίνετος διαφθείρει τον Κλεινίαν κι' έτσι θα
βοηθήσω τον Δρόμωνα εις την ενέργειάν του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΡΟΣ. Και πώς μπορείς να το γράψης χωρίς να σε
δουν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΛ. Θα πάω νύκτα και θα το γράψω με
κάρβουνο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΡΟΣ. Ευχαριστώ, Χελιδόνιον, διά την συμμαχίαν
σου εναντίον του αγύρτου Αρισταινέτου.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 24pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">11.<br />Τρύφαινα και Χαρμίδης.</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΥΦΑΙΝΑ. Ξανακούστηκε να δώσης πέντε δραχμές
σε μιαν εταίραν για να κοιμηθής μαζή της κι' έπειτα στο κρεββάτι να γυρίζης απ'
τάλλο μέρος, ν' αναστενάζης και να κλαις; Αλλ' ούτε ήπιες με όρεξιν, ούτε
έφαγες· διότι και στο τραπέζι σ' έβλεπα που εδάκρυζες και όλη την ώρα δεν
έπαυσες να κλαις σαν παιδάκι. Δεν μου λες λοιπόν, Χαρμίδη, γιατί κάνεις έτσι;
Πες μου· τι σου συμβαίνει διά να έχω τουλάχιστον αυτό το κέρδος που αγρύπνησα
μαζή σου όλη τη νύκτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡΜΙΔΗΣ. Είμαι τρελλός από έρωτα, Τρύφαινα,
και δεν υποφέρω πειά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΥΦ. Ότι δεν είσαι ερωτευμένος μαζή μου είνε
φανερόν, διότι, δεν θα με παρημέλεις, αφού μ' έχεις εις την διάθεσί σου και δεν
θα μ'έσπρωχνες όσες φορές έκαμα να σ' αγκαλιάσω και εις το τέλος έβαλες μεταξύ
μας το φόρεμά σου ως τείχος διά να μη μπορώ να σου 'γγίξω.Ποια είνε λοιπόν αυτή
που αγαπάς; Πες μου, και ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω εις τον έρωτά σου, διότι
ξέρω από τέτοια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡΜ. Την ξέρεις πολύ καλά και σε ξέρει· διότι
δεν είνε από τας αγνώστους εταίρας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΥΦ. Πες μου τ' όνομά της, Χαρμίδη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡΜ. Το Φιλημάτιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΥΦ. Είνε δύο μ' αυτό το όνομα· ποιά από τις
δυο; Η Πειραιώτισσα που διεκορεύθη προ ολίγου καιρού και την έχει ερωμένην ο
Δάμυλλος ο υιός του στρατηγού, ή η άλλη, που την λένε Παγίδα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡΜ. Αυτή είνε, και πραγματικώς ο δυστυχής έχω
πέση εις την παγίδα και να γλυτώσω δεν μπορώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΥΦ. Και γι' αυτήν έκλαιγες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡΜ. Ναι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΥΦ. Και την αγαπάς πολύν καιρό ή νεοσύλλεκτος
είσαι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡΜ. Όχι, είνε εφτά μήνες σχεδόν από την
εορτήν των Διονυσίων,που την είδα πρώτη φορά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΥΦ. Και την είδες ολόκληρη ή μόνον το πρόσωπο
και όσα μέρη από το σώμα της αφήνει να φαίνωνται μία γυναίκα που έχει πατήση τα
σαράντα πέντε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡΜ. Και όμως ορκίζεται ότι κατά τον επόμενον
Ελαφηβολιώνα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn29#fn29" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">29</a></sup>)
θα κλείση τα είκοσι δύο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΥΦ. Και συ καλλίτερα πιστεύεις τους όρκους
της παρά τα μάτια σου; Να την παρατηρήσης με προσοχή και να δης στους κροτάφους
της,όπου μόνον έχει δικά της μαλλιά· τα άλλα είνε ψεύτικα και ξένα. Αλλ'εις τους
κροτάφους, όταν εξασθενήση η μπογιά που τα βάφει, αρχίζουν και ξασπρίζουν. Και
αν αυτό δεν σε αρκή, προσπάθησε να τη δης και γυμνήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡΜ. Ποτέ δεν συγκατετέθη εις αυτό.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΥΦ. Εννοείται, διότι ήξερε ότι θα την
σιχαθής, άμα δης της άσπρες κηλίδες που έχει, διότι από το λαιμό έως τα γόνατα
ομοιάζει με πάρδαλιν. Και έκλαιες διότι δεν απήλαυσες μια τέτοια γυναίκα; Βέβαια
θα σου κάνη δυσκολίας και περιφρονήσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡΜ. Ναι, Τρύφαινα, αν και έχει λάβει τόσα και
τόσα από μένα. Και τώρα επειδή δεν είχα να της δώσω της χίλιες δραχμές που μου
ζητούσε,διότι ο πατέρας είνε σφικτός και δεν μου δίδει, εδέχθη τον Μοσχίωνα και
σ' εμένα έκλεισε την πόρτα· εγώ δε για να την πεισμώσω και να της αποδώσω τη
λύπη που μου προξένησε, επήρα σένα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΥΦ. Μα την Αφροδίτην δεν θαρχόμουνα, αν ήξερα
ότι μ' επήρες μ'αυτόν τον σκοπόν, διά να πεισμώσης άλλην και μάλιστα ένα
σαράβαλο σαν το Φιλημάτιον. Αλλά φεύγω, γιατί ξημερόνει· έχει λαλήση τρεις φορές
ο πετεινός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡΜ. Μη φεύγης τόσο γρήγορα, Τρύφαινα· διότι
αν είνε αληθινά αυτά που λες για το Φιλημάτιον, η περρούκα, το βάψιμον και το
παρδαλό της δέρμα, ούτε θα γυρίσω πειά να την κυτάξω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΥΦ. Ρώτησε τη μητέρα σου, αν έτυχέ ποτε να τη
δη στο λουτρό. Όσω για τα χρόνια της, να ρωτήσης τον πάππο σου, αν ζη
ακόμη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡΜ. Λοιπόν αφού είνε τέτοια, ας ρίξωμε κάτω
το τείχος που μας χωρίζει, και έλα ν' αγκαλιασθούμε και ν' απολαύσωμεν ο είς τον
άλλον.Με το Φιλημάτιον κάθε σχέσις ετελείωσε.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 24pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">12.<br />Ιόεσσα, Πυθιάς και Λυσίας.</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">ΙΟΕΣΣΑ. Με περιφρονείς, Λυσία; Έχεις δίκιο
γιατί ούτε χρήματα σου εζήτησα ποτέ, ούτε την πόρτα σούκλεισα να σου πω ότι έχω
άλλον μέσα,ούτε σε ηνάγκασα ν' απατήσης τον πατέρα σου, ή να κλέψης τίποτε από
την μητέρα σου και να μου το φέρης ως κάνουν η άλλες, αλλ' από την πρώτη στιγμή
σ' εδέχθηκα χωρίς πληρωμή και χωρίς δώρα. Ξέρεις πόσους εραστάς έδιωξα, τον
Ηθοκλέα που είνε τώρα πρύτανις, τον Πασσίωνα τον πλοίαρχον και τον ομήλικόν σου
τον Μέλισσον, αν και προ ολίγου καιρού απέθανεν ο πατέρας του κ' επήρε στα χέρια
του την περιουσία. Εγώ δε είχα μόνον εσένα, όπως η Σαπφώ τον Φάωνα, και δεν είχα
μάτια για άλλον, ούτε άνοιγα την πόρτα μου εις άλλον παρά σε σένα· διότι ενόμιζα
η ανόητη ότι οι όρκοι σου ήσαν αληθινοί και για σένα ήμουν φρόνιμη, ως η
Πηνελόπη, και δεν έδιδα προσοχή εις την μητέρα που θύμωνε και με κατηγορούσε
στις φιλενάδες μου. Αλλά συ άμα ενόησες ότι ήμουν αφωσιωμένη και πέθαινα για
σένα, πότε με την Λύκαινα έπαιζες μπροστά μου, για να με σκάζης, πότε, ενώ ήσουν
πλαγιασμένος μαζή μου,επαινούσες την αρπίστριον Μαγίδιον. Εγώ δε έκλαια, γιατί
ενοούσα ότι τα έκανες αυτά για να με βρίζης. Και προ καιρού, όταν διεσκεδάζατε
μαζή, ο Θράσων, συ και ο Δίφιλος, είχατε εκεί την αυλητρίδα Κυμβάλιον και την
Πυραλλίδα, που είνε εχθρά μου και συ το ήξερες. Όταν δε εφίλησες το Κυμβάλιον
πέντε φορές ολίγον μ' επείραξε· διότι τον εαυτόν σου ύβριζες που φιλούσες μια
τέτοια γυναίκα· αλλά πώς μπορούσα να σε βλέπω να κάνης νεύματα στην Πυραλλίδα
και κάθε φορά που έπινες να της προσφέρης το ποτήρι και να λες του υπηρέτου στ'
αυτί, αν δεν ζητήση η Πυραλλίς να μη δώση σε κανένα άλλον να πιή; Εις το τέλος
εδάγκασες ένα μήλο, μια στιγμή που είδες τον Δίφιλον να μην προσέχη —διότι
μιλούσε με τον Θράσωνα — και με τρόπο έσκυψες και το πέταξες στον κόρφο της και
αυτή το φύλαξε ανάμεσα στα βυζιά της και τόκρυψε στο στηθόδεσμό της. Δεν
εφρόντισες καν να μη σε δω. Αλλά γιατί μου τα κάνεις αυτά; Τι κακό μεγάλο ή
μικρό σου έκαμα και εις τι σ' επίκρανα;Ποιόν άλλον εκύταξα; Δεν ζω μόνο για
σένα; Δεν είνε μεγάλη αμαρτία αυτή, Λυσία, να πικραίνης μια δυστυχισμένη
γυναικούλα, που τρελλαίνεται για σένα; Αλλ' υπάρχει θεός, η Αδράστεια, που τα
βλέπει αυτά, Ίσως θα με λυπηθής μόνον όταν ακούσης είτε ότι έβαλα θηλειά στο
λαιμό μου κ' επνίγηκα, είτε ότι έπεσα στο πηγάδι, ή ευρήκα άλλον τρόπον θανάτου
για να μη σου γίνωμαι εμπόδιο και ενόχλησις. Τότε θα καμαρώσης για το ωραίο σου
κατόρθωμα. Τι με αγριοκυτάζεις και τρίζεις τα δόντια; Αν έχης τίποτε να με
κατηγορήσης, να το πης, και αυτή η Πυθιάς ας μας κρίνη. Πώς χωρίς να μου δώσης
καμμίαν απάντησιν φεύγεις και μ' αφήνεις; Βλέπεις, Πυθιάς, τι τραβώ απ' αυτόν
τον Λυσίαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘΙΑΣ. Τι σκληρή καρδιά, να μη τον συγκινούν
τα δάκρυα της. Είνε πέτρα και όχι άνθρωπος. Αλλ' αν θέλης την αλήθεια, Ιόεσσα,
εσύ τον έκαμες έτσι, που τον αγαπούσες υπερβολικά και του το φανέρωνες. Δεν
έπρεπε να του δείχνης τόση αγάπη, διότι οι άνδρες όταν το καταλάβουν το παίρνουν
απάνω τους. Παύσε να κλαις και αν θέλης να μ' ακούσης,κλείσε του μια ή δυο φορές
την πόρτα όταν έλθη· και θα δης ότι η αγάπη του θ' ανάψη πάλιν και θα σ' αγαπήση
όπως τον αγαπάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΟΕΣ. Τι λες; Να κλείσω την πόρτα του Λυσία;
Λυτό δεν γίνεται. Και τι άλλο θέλω παρά να έρχεται;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Μη σε μέλη και θα ξανάρθη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΟΕΣ. Με κατέστρεψες, Πυθιάς· σε ήκουσε όταν
έλεγες «Κλείσε του την πόρτα».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΣΙΑΣ. Δεν εγύρισα δι' αυτήν, Πυθιάς, διά την
οποίαν μόνον περιφρόνησιν αισθάνομαι, αλλά για σένα, διότι δεν θέλω να με
κατηγορής και να λες «Είνε σκληρόκαρδος ο Λυσίας».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Αλήθεια, αυτό είπα, Λυσία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΣ. Πώς θέλεις να την υποφέρω, Πυθιάς, αυτήν
την Ιόεσσαν που τώρα κλαίει, αφού την έπιασα να κοιμάται με ένα νέον και να μου
κάνη απιστίες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΓΘ. Μα τέλος πάντων, Λυσία, μη λησμονής ότι
είνε εταίρα. Αλλά πότε την έπιασες να κοιμάται με άλλον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΣ. θα είνε έξ μέρες τώρα· έξ βέβαια, αφού ήτο
δευτέρα του μηνός και σήμερα έχομε εφτά. Ο πατέρας μου, επειδή εγνώριζε ότι
αγαπούσα αυτή τη γυναίκα, μ' έκλεισε μέσα και διέταξε τον θυρωρόν να μη μου
ανοίξη την πόρτα. Εγώ όμως, επειδή δεν υπέφερα να περάσω την νύκτα χωρίς αυτήν,
διέταξα τον δούλον μας Δρόμωνα, να μου κάμη πλάτες για ν' ανέβω στον τοίχο της
αυλής εις το μέρος που είνε χαμηλώτερος. Να μη σου τα πολυλογώ, ανέβηκα έτσι,
επήδησα έξω και ήλθα· ευρήκα δε την πόρτα της αυλής καλά κλεισμένη. Ήσαν
μεσάνυκτα. Λοιπόν δεν εκτύπησα,αλλ' ανεσήκωσα σιγά σιγά την πόρτα κ' εγύρισα τον
στρόφιγγα, όπως είχα κάμη και άλλοτε, κι' εμπήκα χωρίς να κάνω θόρυβο. Μέσα
εκοιμούντο όλοι κι' εγώ επροχώρησα τοίχο-τοίχο κ' έφθασα στο
κρεββάτι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΟΕΣ. Ω Δήμητρα, τι θα πη; Με πνίγει η
αγωνία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΣ. Επειδή ήκουσα δύο αναπνοές, στην αρχή
ενόμισα ότι εκοιμάτο μαζή της η Λυδή· είχα όμως λάθος, διότι όταν έψαξα ευρήκα
το πρόσωπον ενός νέου χωρίς γένεια, πολύ τρυφερού, ο οποίος είχε σύρριζα κομμένα
τα μαλλιά, εμύριζε δε και αυτός από αρώματα. Αν είχα μαζή μου την στιγμή εκείνη
σπαθί, σας ορκίζομαι ότι... Τι γελάτε, Πυθιάς; Σου φαίνονται ότι είνε για γέλοια
αυτά που λέγω;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΟΕΣ. Αυτό λοιπόν, Λυσία, ήτον η αφορμή του
θυμού σου; Ο νέος που εκοιμάτο μαζή μου ήτο αυτή, η Πυθιάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Μην του το λες, Ιόεσσα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΟΕΣ. Γιατί να μην του το πω; Ήτον η Πυθιάς,
καλέ μου· την είχα καλέση να κοιμηθούμε μαζή, διότι δεν είχες έρθη και ήμουν
στενοχωρημένη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΣ. Η Πυθίας είχε τα μαλλιά της κομμένα
σύρριζα και εντός έξ ημερών εμεγάλωσαν και έγιναν πάλι τόσα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΟΕΣ. Από την αρρώστεια που είχε πάθη είχαν
αρχίση να πέφτουν τα μαλλιά της και τα ξύρρισε και τώρα φορεί φενάκην. Δείξε
του, Πυθιάς,δείξε του για να πιστέψη. Ορίστε ο νέος ο αντεραστής που
εζήλεψες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΣ. Τι ήθελες να κάμω, Ιόεσσα, ερωτευμένος
όπως ήμουν και αφού τον έψαξα με τα χέρια μου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΟΕΣ. Τώρα όμως επείσθης. θέλεις τώρα να σου
θυμώσω κι' εγώ; Και θα έχω περισσότερο δίκιο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΣ. Όχι, αλλά έλα τώρα να πιούμε· ας πιή και η
Πυθιάς μαζή μας,διότι είνε δίκαιον να λάβη και αυτή μέρος εις τας
σπονδάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΟΕΣ. Ας μείνη. Αλλά τι έπαθα εξ αιτίας σου,
λεβέντη Πυθία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Εγώ όμως πάλιν σας εσυμφιλίωσα, ώστε μη
θυμώνης μαζή μου.Πρόσεξε όμως, Λυσία, μην πης σε κανένα για τα μαλλιά
μου.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 24pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">13.<br />Λεόντιχος, Χηνίδας και Υμνίς.</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΟΝΤΙΧΟΣ. Για πες, Χηνίδα, στη μάχη με τους
Γαλάτας πώς ώρμησα μπροστά από τους άλλους ιππείς με το λευκό μου το άλογο, και
πώς οι Γαλάται, αν και είνε πολληκάρια, ετσάκισαν ευθύς ως με είδαν καικανείς
δεν είχε το κουράγιο να σταθή και αντιμετρηθή μαζή μου. Εγώ τότε επέταξα την
λόγχην κι' επέρασα πέρα και πέρα τον αρχηγό των μαζή με το άλογο του. Αλλά
μερικοί απ' αυτούς, αφού ετσάκισαν, κατώρθωσαν να μαζευτούν και να σχημαΤιςουν
τετράγωνον· ετράβηξα λοιπόν το σπαθί και ώρμησα κατ' επάνω των σαν θηρίο·
ανέτρεψα τους πρώτους επτά και τους κατεπάτησε το άλογο μου και με το σπαθί
έσχισα εις δύο την κεφαλήν ενός των λοχαγών μαζή με την περικεφαλαίαν. Μετ'
ολίγον εφθάσατε σεις οι άλλοι, Χηνίδα, όταν πλέον είχα τρέψη εις φυγήν τους
εχθρούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΗΝΙΔΑΣ. Μήπως έδειξες ολιγωτέραν ανδρείαν,
Λεόντιχε, εις την Παφλαγονίαν, όταν εμονομάχησες με τον σατράπην :</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΟΝΤ. Καλά που μου το θύμησες, διότι δεν ήτο
μικρόν κι' εκείνο το ανδραγάθημα. Ο σατράπης ήτο πελώριος κι' εθεωρείτο πολύ
δυνατός εις τα όπλα. Αυτός λοιπόν διά να δείξη περιφρόνησιν προς τους
Έλληνας,εβγήκε από την παράταξιν, επήδησε εις το μέσον και επροκάλει οποίον
ήθελε να μονομαχήση μαζή του. Οι άλλοι, οι λοχαγοί και οι ταξίαρχοι και αυτός ο
διοικητής μας, αν και δεν ήτο δειλός άνθρωπος — είχαμεν αρχηγόν τον Αρίσταιχμον
τον Αιτωλόν, άριστον ακοντιστήν, εγώ δε ήμουν ακόμη χιλίαρχος — επτοήθησαν. Εγώ
όμως είχα το θάρρος να δεχθώ την πρόκλησιν και εξέφυγα από τα χέρια των φίλων
μου που ήθελαν να μ'εμποδίσουν, διότι εφοβούντο διά την ζωήν μου, βλέποντες τον
βάρβαρον να λάμπη με τα επίχρυσά του όπλα, να επισείη την λόγχην και το μέγα και
φοβερόν λοφείον της περικεφαλαίας του....</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΗΝ. Κι' εγώ εφοβήθηκα τότε, Λεόντιχε, και
θυμάσαι πώς σ' εκράτησα και σ' επαρακαλούσα να μη κινδυνεύσης· διότι αν συ
εφονεύεσο, εγώ δεν θα μπορούσα πειά να ζήσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΟΝΤ. Εγώ όμως με θάρρος επροχώρησα εις το
μέσον, ωπλισμένος όχι χειρότερα από τον Παφλαγόνα, αλλά κατάχρυσος και εγώ, ώστε
ήλθε βοή θαυμασμού και από το μέρος των δικών μου και από το μέρος των βαρβάρων·
διότι και εκείνοι άμα με είδαν με εγνώρισαν, προ πάντων από την ασπίδα, από τα
φάλαρα και το λοφείον. Για πες, Χηνίδα, με ποίον τότε με παρωμοίασαν
όλοι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΗΝ. Με ποίον άλλον παρά με τον Αχιλλέα τον
υιόν της Θέτιδος και του Πηλέως; Τόσον ωραία σου επήγαινε η περικεφαλαία και η
φοινικίς(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn30#fn30" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">30</a></sup>)
και τόσον η ασπίς άστραπτε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΟΝΤ. Όταν συνεπλάκημεν, ο βάρβαρος με
επλήγωσε πρώτος ελαφρά·μόλις με άγγισε το κοντάρι του λίγο παραπάνω από το
γόνατον· εγώ δε αφού με τη λόγχη διεπέρασα την ασπίδα του, τον εκτύπησα εις το
στήθος και η λόγχη τον επέρασε πέρα και πέρα. Έπειτα ώρμησα και του έκοψα την
κεφαλήν με την σπάθην, επήρα τα όπλα του και επέστρεψα εις το στρατόπεδον. Είχα
δε την κεφαλή του καρφωμένη επάνω στη λόγχη μου και ήμουν λουσμένος από το
αίμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΥΜΝΙΣ. Φρίκη! Μ' αυτά τα φοβερά και αηδή
πράμματα που διηγείσαι περί του εαυτού σου, Λεόντιχε, και με την ευχαρίστησι που
φαίνεται ότι σου προξενεί το αίμα, ούτε να σε κυτάξη κανείς μπορεί, όχι να πιή
και να κοιμηθή μαζή σου. Λοιπόν εγώ φεύγω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΟΝΤ. θα σου δώσω διπλή πληρωμή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΥΜΝ. Δε μπορώ να κοιμηθώ μ' ένα
φονηά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΟΝΤ. Μη φοβάσαι, Υμνίς· αυτά που σου
διηγήθηκα έγιναν στην Παφλαγονία· εδώ έχομεν ειρήνην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΥΜΝ. Α όχι, είσαι μαγαρισμένος άνθρωπος· το
αίμα έσταζεν επάνω σου από την κεφαλήν του βαρβάρου, που είχες καρφωμένη τη
λόγχη σου. Και νομίζεις ότι εγώ μπορώ ν' αγκαλιάσω και να φιλήσω ένα τέτοιον
άνδρα;θεός φυλάξοι! Κατά τι διαφέρει ένας τέτοιος από τον δήμιον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΟΝΤ. Και όμως αν μ' έβλεπες με τα όπλα μου
δεν έχω αμφιβολίαν ότι θα μ' ερωτεύεσο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΥΜΝ. Και μόνον που σε ακούω, Λεόντιχε, μου
έρχεται αναγούλα και μου φαίνεται ότι βλέπω τους σκοτωμένους και μάλιστα τον
κακομοίρη το λοχαγό με τη κεφαλή σχισμένην εις δύο. Τι νομίζεις; Αν σ' έβλεπα
την ώρα εκείνη και να δω τους σκοτωμένους πεσμένους κάτω, έχω την ιδέαν ότι θα
πέθαινα, εγώ που ούτε πετεινόν δεν είδα ποτέ μου να τον σφάζουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΟΝΤ. Τόσον δειλή και μικρόψυχη είσαι, Υμνίς;
Εγώ ενόμιζα ότι θα ηυχαριστείσο ν' ακούσης αυτάς τας διηγήσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΥΜΝ. Αυτά να πας να τα λες σε τίποτε
ανδρογυναίκες από τη Λήμνο ή Δαναΐδες, αν εύρης· εγώ φεύγω να πάω στη μητέρα μου
τώρα που είνε ακόμη μέρα. Έλα και συ μαζή μου, Γραμίτσα· συ δε χαίρε, λαμπρέ
χιλίαρχε και φονηά όσων θέλεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΟΝΤ. Μείνε, σε παρακαλώ, Υμνίς,
μείνε....Έφυγε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΗΝ. Εσύ φταις, Λεόντιχε, που τρόμαξες το άμαθο
κορίτσι με τα φοβερά λοφεία και με τας διηγήσεις απιστεύτων ανδραγαθημάτων. Εγώ
την είδα αμέσως πώς εκιτρίνησε, όταν διηγείσο περί του λοχαγού, πώς ετρόμαξε και
έφριξε όταν είπες ότι του έκοψες την κεφαλήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΟΝΤ. Ενόμιζα ότι έτσι θα της αρέσω καλλίτερα.
Αλλά και συ με αποτελείωσες, Χηνίδα, που μ' έκαμες να διηγηθώ την
μονομαχίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΗΝ. Τι ήθελες να κάμω; Αφού έβλεπα ότι ήθελες
να κόβης κούρες, σ'εβοήθησα. Αλλά συ το παράκαμες. Καλά, έκοψες την κεφαλήν
εκείνου του κακομοίρη του Παφλαγόνος· τι ήθελες να την καρφώσης κι' επάνω στη
λόγχη και να στάζη πάνω σου το αίμα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΟΝΤ. Αυτό αλήθεια είνε βρώμικο, Χηνίδα, και
έπρεπε να περιορισθώ εις τα άλλα, τα οποία ήσαν καλά φτιασμένα. Πήγαινε λοιπόν
και προσπάθησε να την καταφέρης νάρθη να κοιμηθή μαζή μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΗΝ. θέλεις να της πω ότι όλα, αυτά που της
διηγήθης ήσαν ψέμματα για να της δείξης ανδρείαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΟΝΤ. Όχι, δεν κάνει, Χηνίδα· είνε
'ντροπή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΗΝ. Αλλοιώτικα δεν θα έλθη. Διάλεξε λοιπόν το
έν από τα δύο, ή να σε πιστεύουν ως ήρωα και να σε μισούν, ή να κοιμηθής με την
Υμνίδα και να ομολογήσης ότι είπες ψέμματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΕΟΝΤ. Και τα δύο είνε δύσκολα, αλλά προτιμώ
την Υμνίδα. Πήγαινε λοιπόν να της πης ότι ήσαν ψέμματα, αλλ' όχι όλα.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 24pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">14.<br />Δωρίων και Μυρτάλη.</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡΙΩΝ. Τώρα με διώχνεις, Μυρτάλη, που έγεινα
φτωχός εξ αιτίας σου. Όταν σου κουβαλούσα τόσα και τόσα, ήμουν αγαπητικός, ήμουν
σύζυγος και κύριος, ήμουν άνδρας και αφέντης, ήμουν τα πάντα. Αλλά τώρα που
έγεινα πανί με πανί, επήρες αγαπητικό τον Βιθυνόν έμπορον κι' εμένα με αφήνεις
έξω να κλαίω 'μπρός στην πόρτα σου την ώρα που εκείνον τον έχεις στην αγκαλιά
σου και τον φιλείς και περνάτε την νύκτα μαζή και λες μάλιστα ότι είσαι και
γκαστρωμένη απ' αυτόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΥΡΤΑΛΗ. Μούρχεται να σκάσω, Δωρίων, όταν σ'
ακούω να λες ότι μου έστελνες πολλά και ότι εφτώχυνες εξ αιτίας μου. Έλα να
λογαριάσωμε από την αρχή τι και τι μου έφερες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Καλά λες, Μυρτάλη, ας τα λογαριάσωμε. Στην
αρχή σου έφερα υποδήματα από την Σικυώνα δύο δραχμών· έχομε λοιπόν δύο
δραχμές.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΥΡΤ. Ναι, μα κοιμήθηκες δύο νύκτες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Και όταν ήρθα από την Συρίαν σου έφερα ένα
βάζο με άρωμα της Φοινίκης, δύο δραχμών και αυτό, μα τον Ποσειδώνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΥΡΤ. Και εγώ όταν έφευγες σου εχάρισα εκείνο
το ποκαμισάκι που σου έφθανε μέχρι των μηρών, για να το φορής όταν κωπηλατούσες.
Το είχε λησμονήση στο σπίτι μας ο Επίουρος ο πρωρεύς όταν εκοιμάτο μαζή
μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Το γνώρισε προ καιρού στη Σάμο ο Επίουρος
και μου το πήρε με φιλονεικία μεγάλη. Όταν ήλθαμεν από τον Βόσπορον, σου έφερα
κρομμύδια της Κύπρου και παστόψαρα, πέντε σαπέρδες και τέσσερης πέρκες. Δε
θυμάσαι; Σου έφερα ακόμη οκτώ παξιμάδια ναυτικά κι' ένα καλάθι και σύκα από την
Καρύαν και αργότερα σανδάλια επίχρυσα από τα Πάταρα,αχάριστη, θυμούμαι ότι σου
έφερα μια φορά κι' ένα μεγάλο τυρί από το Γύθειο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΥΡΤ. Πέντε δραχμές ίσως αξίζουν όλα
αυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Όσα μπορεί να δώση ένας φτωχός ναύτης,
άνθρωπος μισθωτός.Τώρα όμως που επροβιβάστηκα κι' έγεινα τοίχαρχος του δεξιού,
δεν κάνεις καλά να με περιφρονής. Αλλά και προ καιρού στην εορτή της Αφροδίτης,
δεν έρριξα εις τα πόδια της θεάς μία δραχμή ασημένια για σένα; Έπειτα πάλιν
επλήρωσα δυό δραχμές για υποδήματα της μητέρας σου και πολλές φορές έχω βάλη στο
χέρι αυτής της Λυδής πότε δύο και πότε τέσσερους οβολούς. Όλα αυτά αν τα μαζέψης
κάνουν περιουσίαν για ένα ναύτην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΥΡΤ. Τα κρομμύδια και τα παστόψαρα,
Δωρίων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Ναι· αυτά είχα, αυτά σου έφερνα. Αν ήμουν
πλούσιος, δεν θα τραβούσα κουπί. Στη μητέρα μου δεν έφερα ποτέ ούτε ένα κεφάλι
σκόρδο.Ήθελα νακούσω τώρα και τα δώρα που έλαβες από τον Βιθυνόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΥΡΤ. Πρώτα πρώτα αυτό το πουκαμισάκι· το
βλέπεις; αυτός μου το αγόρασε, όπως και το περιδέραιον το πιο χονδρό από τα δύο
που φορώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Αυτό θυμάμαι ότι το είχες και
προτήτερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΥΡΤ. Εκείνο που ήξερες ήτο πολύ λεπτότερον και
δεν είχε σμαράγδους. Αυτός μούφερε και αυτά τα σκουλαρίκια και ένα τάπητα, μου
έδωκε δε και δύο μνας προ καιρού και μας επλήρωσε το νοίκι, όχι σάνδαλα από τα
Πάταρα και τυρί από το Γύθιο και πράσιν' άλογα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Αλλά δεν σκέπτεσαι και τι σίχαμα είνε
αυτός που κοιμάσαι μαζή του; Εξ άπαντος τα πενήντα τα έχει περάση, είνε καραφλός
και το πρόσωπο του έχει το χρώμα του κάβουρα. Αλλά δεν βλέπεις τουλάχιστον τα
δόντια του; Χαριτωμένος άνθρωπος μα τους Διοσκούρους, μάλιστα όταν τραγουδή και
θέλη να κάμη τον τρυφερόν· γαϊδούρι σωστό που γκαρίζει.Αλλά τέτοιος αγαπητικός
σου ταιριάζει, εύχομαι δε και ν' αποκτήσης μαζή του παιδί που να μοιάζη του
πατέρα του. Εγώ δεν θα χαθώ· θα βρω καμμιά Δελφίδα ή κανένα Κυμβάλιον ή τη
γειτόνισσά σας την αυλητρίδα,τέλος πάντων μια γυναίκα που να ταιριάζωμεν.
Τάπητας δε και περιδέραια και δύο μνας δεν έχομεν όλοι να δίδωμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΥΡΤ. Τι ευτυχισμένη θα είνε 'κείνη που θ'
αποκτήση αγαπητικό σαν και σένα, Δωρίων. Θα της φέρνης κρομμύδια της Κύπρου και
τυρί του Γυθίου, όταν θα επιστρέφης από τα ταξείδια σου.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 24pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">15.<br />Κοχλίς και Παρθενίς.</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">ΚΟΧΛΙΣ. Γιατί κλαις, Παρθενί, και από πού
έρχεσαι με τους αυλούς σπασμένους;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΘΕΝΙΣ. Ο στρατιώτης ο Αιτωλός εκείνος ο
αψηλός, ο αγαπητικός της Κροκάλης, μ' εκτύπησε, γιατί μ' ευρήκε στης αγαπητικιάς
του, όπου με είχε πάει με πληρωμή να παίξω ο Γόργος ο αντεραστής του. Αυτός
μούσπασε τους αυλούς. Ενώ διεσκέδαζαν και εγώ έπαιζα, ώρμησε μέσα ο Αιτωλός, μου
άρπαξε τους αυλούς και τους τσάκισε, αναποδογύρισε το τραπέζι και έχυσε το
κρασί. Έπειτα άρπαξε τον χωριάτην τον Γόργον και τον έσυρε από τα μαλλιά και
άρχισε να τον κτυπά αυτός — νομίζω ότι ονομάζεται Δεινόμαχος αυτός ο στρατιώτης
— και ο συστρατιώτης του με τόση λύσσα που δεν γνωρίζω αν θα ζήση ο άνθρωπος·
διότι έτρεξε αίμα πολύ από τη μύτη του και το πρόσωπο του επρίσθη όλο κι'
εμαύρισε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΟΧΛ. Ετρελλάθη ο στρατιώτης εκείνος ή
μεθυσμένος ήτο;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΘ. Από ζηλοτυπία και υπερβολικόν έρωτα. Η
Κροκάλη νομίζω ότι του είχε ζητήση δύο τάλαντα, αν ήθελε να την έχη μόνον αυτός·
επειδή δε ο Δεινόμαχος δεν τα έδωκε, του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα, καθώς
ήκουσα, και εκάλεσε τον Γόργον από την Οινόην, γεωργόν πλούσιον και καλόν
άνθρωπον ο οποίος προ πολλού την αγαπούσε. Μ' εκάλεσε κι' εμένα για να παίξω και
διεσκέδαζαν. Είχε δε προχωρήση το γλέντι κι' εγώ έπαιζα κάποιον λυρικόν σκοπόν,
ο χωρικός εσηκώθη να χορέψη, η Κροκάλη εχειροκρότει και η διασκέδασις επήγαινε
λαμπρά· αλλά τότε ακούσαμε φωνές· εκτυπούσαν στην πόρτα της αυλής και μετ'
ολίγον ώρμησαν μέσα έως οκτώ νέοι πολύ δυνατοί, ήτο δε μαζή των και ο Μεγαρεύς.
Αμέσως μας έκαμαν άνω κάτω και έρριψαν χάμω τον Γόργον, όπως είπα, και τον
εποδοπατούσαν. Η Κροκάλη δεν ξέρω πώς κατώρθωσε και τώστριψε και κρύφθηκε στο
σπίτι της Θεσπιάδος της γειτόνισσας. Εμένα μ' εκτύπησε ο Δεινόμαχος και μου είπε
«Γκρεμίσου απ'εδώ» και αφού μούσπασε τους αυλούς μου τους πέταξε. Τώρα πηγαίνω
να τα πω στον αφέντη μου· επήγε δε και ο χωρικός νάβρη μερικούς φίλους που έχει
εδώ στην πόλι διά να ενεργήσουν να συλληφθή ο Μεγαρεύς και να παραδοθή εις τους
πρυτάνεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΟΧΛ. Αυτά κερδίζει κανείς από τους έρωτας των
στρατιωτικών, ξύλο και έπειτα δικαστήρια. Σου λέγουν ότι είνε αρχηγοί και
χιλίαρχοι και όταν πρόκειται να πληρώσουν, περίμενε να γείνη μισθός και άμα πάρω
χρήματα σου κάνω ότι θέλεις. Α να χαθούν οι ψεύτες! Καλά κάνω εγώ που δεν θέλω
να τους ξέρω. Προτιμώ ένα ψαρά, ένα ναύτην ή γεωργόν που δεν μεγαλοπιάνεται,
αλλά λέει λίγα και δίνει πολλά· αυτοί όμως που φορούν τα λοφεία και διηγούνται
πολέμους και ανδραγαθήματα, μόνον αέρας φρέσκος είνε, Παρθενί.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 36pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">ΟΝΕΙΡΟΝ Ή ΑΛΕΚΤΡΥΩΝ</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;"><br />ΜΙΚΥΛΛΟΣ. Κακό χρόνο νάχης, αναθεματισμένε
πετεινέ, φωνακλά και φθονερέ. Τη στιγμή που ήμουν πλούσιος κι' έβλεπα, ένα πολύ
ευχάριστον όνειρον και ήμουν σε μεγάλη ευτυχία, μ' εξύπνησες με μια τρομερά
φωνή. Ούτε την νύκτα λοιπόν δε μπορώ να γλυτώσω εξ αιτίας σου από την
αναθεματισμένη τη φτώχεια; Αν κρίνω από τη μεγάλη ησυχία που είνε έξω και από το
κρύο που δεν άρχισε ακόμη, όπως συμβαίνει κατά τις πρωινές ώρες, να με παγόνη —
αυτό σαν τον καλλίτερο ωροδείκτη με ειδοποιεί ότι πλησιάζει να ξημερώση — δεν
είνε ακόμη μεσάνυχτα, και όμως αυτός ο ξενύχτης, ως να τον έχουν βάλη να φυλάττη
το χρυσούν δέρας, ήρχισε από νωρίς να κράζη. Αλλά θα μου το πληρώσης. Ας
ξημερώση μόνον και θα δης τι ξύλο έχεις να φας, διότι τώρα θα πηδάς και θα μου
ξεφεύγης στο σκοτάδι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤΕΙΝΟΣ. Γιατί θυμώνεις, αφέντη Μίκυλλε; Εγώ
νομίζω ότι σου κάνω χάρι αν σου συντομεύσω όσο μπορώ την νύχτα, για να πιάσης
δουλειά από την αυγήν και προφθάσης τις πολλές εργασίες που έχεις. Αν πριν βγη ο
ήλιος τελειώσης ένα παπούτσι, θα βγάλης το ψωμί σου. Αλλ' αν προτιμάς να
κοιμάσαι, εγώ θα ησυχάσω και θα γείνω πιο άφωνος από τα ψάρια·όμως πρόσεξε μήπως
εις τα όνειρα σου είσαι πλούσιος και όταν ξυπνήσης πεθάνης της
πείνας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Ω Ζευ θαυμαστέ και Ηρακλή αλεξίκακε, τι
είνε αυτό που συμβαίνει; Σαν άνθρωπος ελάλησε ο πετεινός;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Παράδοξο σου φαίνεται ότι μιλώ σαν
άνθρωπος; </span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Παράδοξο λέει; Κάποιο κακό θα μου συμβή
και οι θεοί ας με σώσουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Μου φαίνεται, Μίκυλλε, ότι είσαι πολύ
αμαθής και δεν εδιάβασες εις τα ποιήματα του Ομήρου ότι και του Αχιλλέως το
άλογο Ξάνθος αφήκε το χρεμέτισμα και ήρχισε μέσα εις την μάχην ν' απαγγέλλη
στίχους και όχι, όπως εγώ τώρα, λόγους πεζούς. Αλλά και μάντις ήτο εκείνος ο
ίππος και επροφήτευε τα μέλλοντα και τούτο δεν εφαίνετο εις κανένα παράδοξον,
ούτε κανείς από κείνους που τον ήκουαν επεκαλέσθη τον αλεξίκακον διά να τον σώση
από το απαίσιον άκουσμα. Τι θα έκανες αν σου μιλούσε η καρίννα της Αργούς ή αν
ήκουες αυτόφωνον χρησμόν(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn31#fn31" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">31</a></sup>)
της Δωδώνης, ή έβλεπες πετσιά να έρπουν και κρέατα βοδεινά να μουγκρίζουν,
μισοψημένα και περασμένα εις τα σουβλιά; (<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn32#fn32" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">32</a></sup>)
Εγώ δε που μένω πλησίον του Ερμού του πολυλογωτέρου και ρητορικωτέρου των θεών
και ζω μαζή με σας τους ανθρώπους είνε πολύ φυσικόν να μάθω εύκολα την
ανθρωπίνην γλώσσαν. Αλλ' αν μου υποσχεθής να κρατήσης μυστικόν ό,τι θα σου πω,
θα σου φανερώσω την αληθινήν αιτίαν που ομιλώ ως άνθρωπος και πώς μου συνέβη
αυτό.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Μωρέ, μήπως εξακολουθώ να ονειρεύωμαι και
σ' ακούω στον ύπνο μου να μου μιλάς έτσι; Αλλά τέλος πάντων πες μου, σε
παρακαλώ, καλέ μου κόκορα, πώς απέκτησες την ανθρωπίνην φωνήν. Δεν πρέπει δε να
φοβάσαι μήπως φανερώσω το μυστικόν, διότι ποίος θα με πιστεύση αν πω ότι το
ήκουσα από ένα πετεινόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Άκουσε λοιπόν· αυτό το οποίον θα σου πω
είνε πολύ παράδοξον·η αλήθεια όμως είνε ότι αυτός που τον βλέπεις σήμερον
πετεινόν ήτο μια φορά, όχι προ πολλού καιρού, άνθρωπος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Ήκουσα και άλλοτε κάτι τέτοιο· ένας νέος
που ελέγετο Αλεκτρυών έγεινε φίλος του Άρεως και διεσκέδαζε μαζή του και τον
είχε σύντροφον εις τους έρωτάς του. Όταν ο Άρης επήγαινε να κοιμηθή με την
Αφροδίτην, έπαιρνε και τον Αλεκτρυόνα και επειδή υπώπτευε και εφοβείτο τον
Ήλιον, μήπως τον ίδη και τον μαρτυρήση εις τον Ήφαιστον,άφηνε τον νέον ως σκοπόν
έξω από την πόρτα διά να τον ειδοποιή άμα ανέτελλεν ο Ήλιος. Αλλά κάποτε
απεκοιμήθη ο Αλεκτρυών και χωρίς να το θέλη αφήκεν αφρούρητον τον φίλον του· ο
Ήλιος χωρίς να εννοηθή επλησίασε και είδε την Αφροδίτην και τον Άρην, ο οποίος
εκοιμάτο αμέριμνα, διότι επίστευεν ότι ο Αλεκτρυών θα τους ειδοποιεί, αν ήρχετο
κανείς· και ούτω ο Ήφαιστος ειδοποιήθη από τον Ήλιον και τους συνέλαβε, και τους
έδεσε με τα δεσμά που είχε κατασκευάση προ πολλού γι' αυτόν το σκοπό. Ο Άρης
εθύμωσε για την αμέλεια του Αλεκτρυόνος και τον έκαμε πουλί, όπως σήμερον, αλλά
τον αφήκε να διατηρήση την πανοπλίαν που φορούσε, και έτσι διατηρεί ακόμη την
περικεφαλαίαν στο κεφάλι. Σεις δε κατόπιν για να δικαιολογηθήτε εις τον Άρην
εξακολουθείτε από τότε να κράζετε, χωρίς ανάγκην, άμα νοιώσετε ότι ο Ήλιος
πλησιάζει να φανή, και να ειδοποιήτε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Αυτά λέγονται, Μίκυλλε, αλλ' η δική μου η
ιστορία συνέβη διαφορετικά και πολύ αργότερα εγώ μετεμορφώθηκα εις
αλεκτρυόνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Πώς; Είμαι περίεργος να το
μάθω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Έχεις ακούση για κάποιον Πυθαγόραν
Μνησαρχίδην από την Σάμον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Εννοείς τον σοφιστήν εκείνον τον αγύρτην
που ενομοθέτει ούτε κρέατα να τρώγωμεν οι άνθρωποι, ούτε κουκιά, τα οποία εις
εμένα αρέσουν υπερβολικά, και παρήγγελλε στους ανθρώπους που ακολουθούν τας
ιδέας του να μη μιλήσουν εις το διάστημα πέντε ετών;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Μάθε λοιπόν και ότι πριν να γίνη Πυθαγόρας
υπήρξεν Εύφορβος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Λέγουν ότι ήτο μεγάλος κατεργάρης και
απατεών, κυρ κόκορα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Είμαι εγώ αυτός, ώστε παύσε, φίλε μου, να
με υβρίζης, αφού δεν γνωρίζεις ακριβώς τι άνθρωπος ήμουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Αυτό που μου λες είνε ακόμη παραδοξώτερο.
Πετεινός φιλόσοφος!Ειπέ μου όμως, υιέ του Μνησάρχου, πώς μας έγινες από άνθρωπος
πουλί και πώς από Σάμιος έγινες Ταναγρικός(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn33#fn33" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">33</a></sup>)
διότι αυτά μου φαίνονται σαν παραμύθια και δεν είνε εύκολο να τα πιστεύση
κανείς, αφού μάλιστα έχω παρατηρήση σ' εσένα και δύο πράγματα που δεν ταιριάζουν
με την διδασκαλίαν του Πυθαγόρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Ποία;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Το ένα είνε ότι είσαι φλύαρος και
φωνακλάς, ενώ εκείνος εδίδασκε να μένουν άφωνοι πέντε ολόκληρα χρόνια· το δε
άλλο είνε εντελώς παράνομον. Χθες επειδή δεν είχα τίποτε άλλο να σου δώσω να
φας, σου έρριξα κάτι κουκιά που είχα όταν ήρθα και συ τα πήρες και τάφαγες χωρίς
να διστάσης· ώστε ή ψέμματα λες ή είσαι ο Πυθαγόρας και έκαμες την παρανομίαν να
φας κουκιά, πράγμα το οποίον, σύμφωνα με όσα εδίδασκες, είνε ως να έφαες το
κεφάλι του πατέρα σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Δεν εννοείς, Μίκυλλε, γιατί το έκαμα αυτό,
γιατί δεν γνωρίζεις ότι κάθε ζωή έχει και δική της δίαιτα. Εγώ όταν ήμουν
άνθρωπος δεν έτρωγα κουκιά, διότι εφιλοσόφουν· τώρα όμως δεν μ'εμποδίζει τίποτε
να τρώγω, διότι αυτή η τροφή είνε των πουλιών και δεν μας απαγορεύεται. Αλλ' αν
έχης όρεξι, θα σου διηγηθώ πώς από τον Πυθαγόραν έγινα όπως είμαι τώρα και από
ποίας προηγουμένας μετεμψυχώσεις επέρασα και πώς έζησα εις εκάστην από
αυτάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Λέγε. θα μου είνε τόσον ευχάριστον αυτό,
ώστε αν μου έλεγε κανείς τι προτιμώ, να ακούσω αυτήν του την διήγησιν ή να
ξαναδώ το γλυκύτατον τούτο όνειρον που έβλεπα προ ολίγου, δεν ξέρω τι θα
προτιμήσω· τόσον εξ ίσου ευχάριστα μου φαίνονται και τα δύο και σου κάνω την
τιμήν να σε εκτιμώ όσον και το πολυτιμότατον εκείνο όνειρον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Ακόμη το θυμάσαι εκείνο το όνειρον και
διατηρείς εις την μνήμην σου μάταια πράγματα και, ως ο ποιητής λέγει,
καταδιώκεις με την φαντασίαν σου μίαν ευτυχίαν που ήτο καπνός και
διελύθη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Ούτε θα λησμονήσω ποτέ, κυρ κόκορα, τα
πράγματα που είδα·τόση πολλή γλύκα μου αφήκε εις τα μάτια το όνειρο, ώστε μόλις
δύναμαι ν' ανοίγω τα βλέφαρα μου που κολλούν από το μέλι. Τα πράγματα που είδα
με γαργαλίζουν όπως το φτερό που στριφογυρίζομε στ' αυτί μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Πολύ θαυμαστόν ήτο αυτό το όνειρον. Λέγουν
ότι τα όνειρα πετούν, αλλ' η πτήσις των περιορίζεται εις τον ύπνον· βλέπω όμως
ότι το δικό σου υπερβαίνει τα όρια και εξακολουθείς να το βλέπης με ανοικτούς
οφθαλμούς. Τόσο καθαρόν ήτο και τόσο σ' εγοήτευσε. θέλω λοιπόν ν' ακούσω τι ήτο
αυτό το όνειρον, το οποίον σ' έκαμε τόσον ευτυχή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Σου λέγω ευχαρίστως, διότι μου είνε
ευχάριστον να το ενθυμούμαι και να μιλώ γι' αυτό. Αλλά συ, Πυθαγόρα, πότε θα μου
διηγηθής τας μετεμψυχώσεις σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Όταν παύσης να ονειρεύεσαι και σπογγίσης
από τα μάτια σου το μέλι. Λοιπόν άρχισε πρώτος και πες μου από πού σου ήλθε το
όνειρον,από τας Ελεφαντίνας ή από τας Κερατίνας πύλας(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn34#fn34" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">34</a></sup>)
;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Από καμμιά τέτοια, Πυθαγόρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Και όμως ο Όμηρος λέγει ότι υπάρχουν μόνον
αυταί αι δύο πύλαι από τας οποίας έρχονται τα όνειρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Άφησε τον αυτόν τον ξεκουτιάρη που δεν
ξέρει τίποτε για όνειρα. Ίσως τα φτωχικά όνειρα που έβλεπε εκείνος — και δεν θα
τάβλεπε και καλά γιατ' ήτο στραβός — να βγαίνουν από αυτές τις πόρτες· το δικό
μου όμως το γλυκύτατον όνειρον βγήκε από χρυσή πόρτα και ήτο χρυσόν και αυτό,
ήτο κατάχρυσα στολισμένον και είχε μαζή του του κόσμου το χρυσάφι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Παύσε, Μίδα νεώτερε, να χρυσολογής· διότι
το όνειρόν σου πολύ ομοιάζει με τους πόθους εκείνου και μου φαίνεται ότι από τον
ύπνον σου επέρασαν ολόκληρα μεταλλεία χρυσού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Είδα πολύ χρυσάφι, Πυθαγόρα, πολύ, και δεν
φαντάζεσαι πόσον ήτο ωραίον και πόσον έλαμπε. Τι λέγει ο Πίνδαρος εκεί που
επαινεί το χρυσάφι; Αν ξέρης τους στίχους, όπου λέγει για το νερό ότι είνε
άριστον και έπειτα θαυμάζει τον χρυσόν, σε παρακαλώ να μου τους θυμίσης.
Θυμάσαι, είνε στην αρχή του βιβλίου και εις το καλλίτερο του ποίημα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Εννοείς εκείνο που λέγει,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Άριστον μεν ύδωρ, ο δε χρυσός αιθόμενον
πυρ<br />άτε διαπρέπει νυκτί μεγάνορος έξοχα πλούτου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Αυτό ακριβώς· σαν να είδε το ίδιο όνειρο ο
Πίνδαρος, επαινεί το χρυσάφι. Και τώρα για να σου το διηγηθώ, Πετεινέ, πρέπει να
σου πω ότι χθες, όπως ξέρεις, δεν έφαγα εδώ. Διότι ο Ευκράτης ο πλούσιος με
συνήντησεν εις την αγοράν και μου είπε να λουσθώ και να πάω να δειπνήσω μαζή
του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Αυτό το ξέρω καλά, διότι έμεινα νηστικός
όλην την ημέραν έως αργά την νύκτα που ήλθες πιομένος και μου έφερες εκείνα τα
πέντε κουκιά, τα οποία δεν είνε πολύ πλούσιον δείπνον δι' ένα πετεινόν ο οποίος
υπήρξεν αθλητής και ηγωνίσθη όχι αδόξως εις τους Ολυμπιακούς αγώνας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Μετά το δείπνον ήλθα και αμέσως έπεσα να
κοιμηθώ, αφού σου έρριψα τα κουκιά, και σε λιγάκι με επεσκέφθη θείον όνειρον, ως
λέγει ο Όμηρος....</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Πρώτα να μου διηγηθής, Μίκυλλε, τι συνέβη
εις του Ευκράτους,πώς επεράσατε εις το δείπνον και όλα τα καθέκαστα του
συμποσίου· έτσι θα δειπνήσης δύο φορές, μίαν πραγματικώς και μίαν διά της
φαντασίας,σαν να ονειρεύεσαι και ν' αναμασάς εις την μνήμην σου εκείνα που
έφαγες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Εφοβούμην μήπως σε ζαλίσω με αυτάς τας
διηγήσεις· αλλ' αφού το θέλεις, θα σου διηγηθώ. Δεν είχα ποτέ εις την ζωήν μου,
Πυθαγόρα,καθίση σε τραπέζι πλουσίου και είχα την καλήν τύχην χθες να συναντήσω
τον Ευκράτην. Τον εχαιρέτησα όπως συνειθίζω και τον είπα αφέντην και αμέσως
ετράβηξα για να μη περπατώ μαζή του, όπως ήμουν κακοντυμένος,και τον ντροπιάζω·
αυτός όμως μου φώναξε και μούπε· Μίκυλλε, σήμερον έχω τραπέζι, γιατί εορτάζω τα
γενέθλια της κόρης μου, κι' εκάλεσα πολλούς από τους φίλους μου. Επειδή δε ένας
από αυτούς είνε άρρωστος και δεν μπορεί νάρθη να φάγη μαζή μας, να λουσθής εσύ
και να ελθής,εκτός αν ο προσκεκλημένος ειδοποιήση ότι θα έλθη, διότι τώρα είνε
αμφίβολον αν θα έλθη. Εγώ εχαιρέτησα και έφυγα, ευχόμενος σ' όλους τους θεούς να
στείλουν κανένα πυρετόν, καμμιά πλευρίτιδα ή ποδάγραν εις εκείνον τον αδιάθετον
του οποίου ήμουν εγώ αναπληρωτής και αντίδειπνος και διάδοχος. Από της στιγμής
εκείνης μέχρι του λουτρού μου εφάνη ότι επέρασε ένας αιώνας και διαρκώς
παρετήρουν την ώραν εις το ηλιακόν ωρολόγι και ανυπομονούσα να φθάση η ώρα του
λουτρού. Όταν δε τέλος πάντων ήλθε η ώρα επλύθηκα βιαστικά κ' εφόρεσα τα καλά
μου,δηλαδή εγύρισα το φορεμά μου, ώστε να φαίνεται η καθαρή του μεριά.Αλλ' όταν
έφθασα εις του Ευκράτους είδα εις την είσοδον πολλούς άλλους και εκείνον τον
άρρωστον που μ' εκάλεσαν ν' αντικαταστήσω. Τον έφερναν τέσσεροι δούλοι πάνω σε
φορείο. Εφαίνετο δε ότι πραγματικώς δεν ήτο καλά, διότι και ανεστέναζε κ'
εσιγόβηχε κι' αγωνιζότανε τα βγάλη από τα πλεμόνια του φλέγμα που δεν έβγαινε·
ήτο δε και κατακίτρινος και πρισμένος και περίπου εξηντάρης. Ήκουσα ότι ήτο
φιλόσοφος από κείνους που κάθονται και φλυαρούν με τα παιδαρέλια.Εννοείς ότι η
γενειάδα του ήτο μεγαλοπρεπής και είχε χρόνια να ψαλιδισθή. Όταν δε ο ιατρός
Αρχίβιος του έκαμε την παρατήρησιν ότι έκαμε άσχημα νάρθη εις την κατάστασι που
ήτο, είπε· Δεν πρέπει κανείς να παραμελή τα καθήκοντά του, μάλιστα όταν είνε
φιλόσοφος, και αν ακόμη όλα του κόσμου τα νοσήματα τον εμποδίζουν. Αν δεν
ερχόμουν, θα το εθεώρει ο Ευκράτης περιφρόνησιν. Εξ εναντίας, είπα εγώ, θα σου
εγνώριζε χάρι αν έμενες ναποθάνης στο σπίτι σου, αντί να βγάλης τη ψυχή σου μαζή
με το φλέγμα εις το γεύμα του. Αλλ' εκείνος από περιφάνεια έκαμε ότι δεν άκουσε.
Σε λιγάκι παρουσιάσθη ο Ευκράτης ερχόμενος από το λουτρόν· και όταν είδε τον
Θεσμόπολιν — διότι αυτό είνε το όνομα του φιλοσόφου — Διδάσκαλε, του είπε, σ'
ευχαριστώ που ήλθες στο σπίτι μας· αλλά και αν δεν ήρχεσο, θα σου 'στέλναμε από
όλα σπίτι σου και δεν θα εκοπίαζες. Κ' ενώ έλεγε αυτά, επήρε από το χέρι τον
Θεσμόπολιν και τον εβοήθησε νάμπη· τον υπεστήριζαν δε και οι υπηρέται. Εγώ
ετοιμαζόμουν να φύγω· ο δε Ευκράτης εστράφη και εφαίνετο ότι δεν ήξευρε τι να
κάμη· αλλ' επειδή με είδε πολύ σκυθρωπόν, μου είπε· Έλα μέσα και συ, Μίκυλλε, να
φας μαζή μας. Θα πω στο γυιό μου να πάη να φάη με τη μητέρα του στο γυναικωνίτη,
για να γίνη θέσις για σένα. Εμπήκα λοιπόν σα λύκος που κινδύνευσε να μείνη με το
στόμα ανοικτό· αλλ' ήμουν ντροπιασμένος, γιατί έγινα αφορμή να διωχθή από το
τραπέζι το παιδί του Ευκράτους. Όταν δε ήτο καιρός ν'αρχίση το δείπνον, πρώτα
εσήκωσαν τον Θεσμόπολιν πέντε υπηρέται δυνατοί και αυτοί όχι χωρίς δυσκολίαν και
τον ετοποθέτησαν εις ένα από τα ανάκλιντρα και τούβαλαν δεξιά και αριστερά
μαξιλάρια διά να τον στηρίζουν στην ίδια θέσι. Και επειδή κανείς δεν ήθελε να
κατακλιθή κοντά του, έβαλαν εμένα εις εκείνην την θέσιν κι' έτσι ήμεθα γειτόνοι
εις το τραπέζι. Το δείπνον ήτο πλούσιον, η ποικιλία των φαγητών μεγάλη και όλα
τα σκεύη ήσαν χρυσά και αργυρά· ποτήρια χρυσά, υπηρέται ωραίοι και ενώ ετρώγαμε
έπαιζαν μουσικοί και γελωτοποιοί και εν γένει επεράσαμε λαμπρά. Εμένα όμως δεν
μ' αφήκεν ο Θεσμόπολις ν' απολαύσω το γεύμα, διότι συχνά με ενοχλούσε με ομιλίες
περί αρετής και μ' εδίδασκεν ότι αι δύο αποφάσεις κάνουν μίαν κατάφασιν και ότι
αν είνε ημέρα δεν είνε νύκτα ή μου έλεγε ότι έχω κέρατα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn35#fn35" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">35</a></sup>)
και αλλά πολλά τοιαύτα μου έψαλλε, χωρίς να τον παρακαλέσω και χωρίς να έχω
ανάγκην και έτσι μου κατέστρεψε την διασκέδασιν και δεν μ'άφηνε ν' ακούσω την
μουσικήν και τα τραγούδια. Έτσι επέρασα εις το γεύμα, κυρ κόκορα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Δεν εκαλοπέρασες, ταλαίπωρε Μίκυλλε, αφού
η τύχη σου σ'έρριξε κοντά εις εκείνον τον φλύαρον γέροντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Άκουσε τώρα και το όνειρον. Έβλεπα ότι ο
Ευκράτης ήτο άτεκνος και απέθανε. Εις την διαθήκην του με αφήκε κληρονόμον όλης
της περιουσίας του· άμα δε απέθανε έγινα κύριος της περιουσίας και ήρχισα να
ξοδεύω το χρήμα και με τα δυο μου χέρια, χωρίς να υπάρχη φόβος να το εξαντλήσω.
Όλα δε τα άλλα, φορέματα και έπιπλα και σκεύη και υπηρέται, έγιναν, ως ήτο
επόμενον, δικά μου. Όταν έβγαινα έξω,εκαθόμουν σε αμάξι με λευκά άλογα,
μισοξαπλωμένος και όλοι μ'εκύταζαν και μ' εζήλευαν. Εφορούσα τα φορέματα του
Ευκράτους και δακτυλίδια μεγάλα πάνω από δεκαπέντε και διέταξα να ετοιμασθή
λαμπρό γεύμα για να υποδεχθώ τους φίλους μου. Αυτοί, όπως γίνεται στα όνειρα,
ήλθαν, το γεύμα ήρχισε και το ποτήρι εδούλευε. Αλλά την στιγμήν που έκανα
προπόσεις με χρυσά ποτήρια για καθένα από τους παρόντας και οι υπηρέται έφερναν
το γλύκυσμα, έκραξες και μας έκανες άνω κάτω το συμπόσιον, αναποδογύρισες τα
τραπέζια και όλα εκείνα τα πλούτη διελύθησαν ως όνειρον. Βλέπεις λοιπόν ότι δεν
εθύμωσα εναντίον σου άδικα. Και τρεις νύκτες αν διαρκούσε αυτό το όνειρο, θα το
έβλεπα ευχαρίστως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Τόσον φιλοχρήματος και φιλόπλουτος είσαι,
Μίκυλλε, και ως ευτυχίαν νομίζεις μόνον και θαυμάζεις το να έχη κανείς πολύ
χρυσάφι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Δεν το νομίζω αυτό μόνον εγώ, Πυθαγόρα,
αλλά και συ ο ίδιος όταν ήσουν Εύφορβος εστόλιζες τα μαλλιά σου με χρυσόν και
άργυρον για να πηγαίνης να πολεμάς εναντίον των Αχαιών και πού; εις τον πόλεμον
όπου είναι προτιμότερον να σιδηροφορή κανείς παρά να χρυσοφορή· όμως συ και τότε
ενοούσες να έχης δεμένα με χρυσόν τα μαλλιά σου και να πηγαίνης εις τας μάχας.
Και μου φαίνεται ότι ο Όμηρος λέγει για τα μαλλιά σου ότι ήσαν όπως των Χαρίτων
διότι «χρυσώ τε και αργύρω εσφήκωντο». Πολύ καλλίτερα και ωραιότερα εφαίνοντο
όπως συνεπλέκοντο με το χρυσάφι και έπαιρναν την λάμψιν του. Αλλά τέλος πάντων
αν συ,Χρυσοκόμη, ο οποίος ήσο υιός του Πάνθου, τόσον εξετίμας τον χρυσόν,δεν
είνε και τόσον παράδοξον αλλά και ο πατέρας όλων των ανθρώπων και των θεών, ο
υιός του Κρόνου και της Ρέας, όταν αγάπησε την κόρην εκείνην από το Άργος, δεν
ευρήκε άλλο πράγμα ωραιότερον από αυτό εις το οποίον να μεταμορφωθή και να
διαφύγη την φύλαξίν του Ακρισίου —διότι θα έχης βέβαια ακούση ότι μετεμορφώθη
εις χρυσόν και εχύθη από την στέγην και έτσι συνευρέθη με την κόρην που
αγαπούσε. Είνε δε περιττόν να σου αναφέρω πόσας ανάγκας των ανθρώπων υπηρετεί ο
χρυσός και πως όλους που τον έχουν τους αναδεικνύει ωραίους και σοφούς και
δυνατούς και πως τους δίδει τιμήν και δόξαν και πολλάκις από αφανείς και αδόξους
τους κάνει εντός ολίγου περιβλέπτους και ξακουστούς.Γνωρίζεις βέβαια τον γείτονά
μου και ομότεχνον, τον Σίμωνα, ο οποίος όχι προ πολλού καιρού εδείπνησε στο
σπίτι μου, όταν κατά την εορτήν των Κρονίων είχα μαγειρεύση φάβα και είχα ρίξει
μέσα δύο κομμάτια λουκάνικο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Τον ξέρω εκείνον τον κοντόν τον
πατσομύτην, που άμα έφαγε έκλεψε το μόνο πιάτο που είχαμε το χωματένιο, τώκρυψε
κάτω από τη μασχάλη του και έφυγε. Τον είδα με τα μάτια μου εγώ,
Μίκυλλε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Αυτός το έκλεψε και έπειτα έκανε όρκους σ'
όλους τους θεούς ότι δεν ήξευρε τίποτε; Αλλά γιατί δεν εφώναζες τότε, κυρ
Πετεινέ, και δεν με ειδοποιούσες όταν έβλεπες ότι μας ελήστευαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Δεν μπορούσα τότε να μιλήσω, αλλ' έκραξα.
Τέλος πάντων τι ήθελες να πης για τον Σίμωνα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Είχε ένα ανεψιόν υπερβολικά πλούσιον που
λεγότανε Δριμύλλος.Αυτός εν όσω ζούσε δεν έδωκε ποτέ ούτε οβολόν εις τον Σίμωνα.
Αλλά πώς να του δώση αφού ούτε αυτός άγγιζε τα χρήματά του; Προ ολίγου καιρού
όμως απέθανε και όλα εκείνα τα πλούτη τα εκληρονόμησεν ο Σίμων και τώρα εκείνος
ο κουρελής που έγλυφε τα πιάτα σαν σκυλί, φορεί ωραία και μεγαλοπρεπή φορέματα,
έχει αμάξια και χρυσά ποτήρια και τραπέζια με πόδια από ελεφαντοκόκκαλο και όλοι
τον χαιρετούν, εμάς δε ούτε στρέφεται να μας δη. Προ ολίγων ημερών τον συνήντησα
και του είπα, χαίρε Σίμων αυτός δε με θυμόν είπε εις τους ακολούθους του·Πέστε
σ' αυτόν τον φτωχόν να μη μικραίνη το όνομά μου, διότι δεν ονομάζομαι Σίμων,
αλλά Σιμωνίδης. Τώρα δε τον ερωτεύονται και η γυναίκες και αυτός κάνει τον
δύσκολον και τας περιφρονεί και αν πλησιάζη μερικές, φαίνεται ως να το κάνη από
συγκατάβασιν και οίκτον και αυτές φοβερίζουν ότι αν τας αρνηθή θ' αυτοκτονήσουν.
Βλέπεις πόσα ευτυχήματα δίδει ο χρυσός, αφού και τους άσχημους μεταβάλλει εις
αξιεράστους, όπως η περίφημος ζώνη της Αφροδίτης. Ξέρεις δε και αυτά που έχουν
πη οι ποιηταί·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ω χρυσέ δεξίωμα κάλλιστον(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn36#fn36" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">36</a></sup>)</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">και</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Χρυσός γαρ έστιν ο βρωτών έχει κράτη(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn37#fn37" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">37</a></sup>)
;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά γιατί εγέλασες, κυρ Πετεινέ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Διότι ομοίως με τους άλλους και συ,
Μίκυλλε, έχεις ψευδή ιδέαν περί των πλουσίων, ενώ έπρεπε να ξέρης, ότι η ζωή των
είνε πολύ δυστυχεστέρα από τη δική μας. Σου τα λέγω αυτά εγώ που έγινα πολλάκις
και φτωχός και πλούσιος και εγνώρισα όλων των ειδών τη ζωή· μετ'ολίγον καιρόν δε
και συ θα γνωρίσης όλα αυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Τώρα είνε η σειρά σου να μου διηγηθής και
συ πώς μετεμορφώθης και πώς επέρασες την κάθε σου ζωήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Θα σου πω με λίγα λόγια ότι δεν είδα άλλον
να ζη πιο ευτυχισμένος από σένα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Από μένα; Την ευτυχία μου να κάμης! Με
αναγκάζεις να σε βρίζω. Αλλ' άρχισε από τον Εύφορβον και πε μου πώς έγινες
Πυθαγόρας και έπειτα τα άλλα μέχρι του Πετεινού· διότι θα έχης ιδή και πάθη
πολλά εις τις τόσες διαφορετικές ζωές που πέρασες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Θα εχρειάζετο πολλή ώρα να σου διηγηθώ πώς
εις την αρχήν η ψυχή μου εστάλη από τον Απόλλωνα και εισήλθεν εις σώμα ανθρώπου
διά να τιμωρηθή. Αυτά ούτε εις εμέ επιτρέπεται να σου είπω, ούτε εις εσέ να τ'
ακούσης. Έπειτα έγινα Εύφορβος...</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Να μου πης προηγουμένως εάν κι'εγώ
μετεμορφώθην άλλοτέ ποτε,όπως εσύ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Βέβαια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Και τι ήμουν; Αν μπορής να μου το πης,
επιθυμώ πολύ να το μάθω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Εσύ; Ήσουν μυρμήγκι των Ινδιών από κείνα
που βγάζουν το χρυσάφι από την γην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Και δεν κρατούσα ο κακομοίρης ολίγα
κομμάτια από κείνο το χρυσάφι για να τάχω σ' αυτή τη ζωή να μπορέσω να ζήσω;
Έπειτα απ'αυτή τη ζωή τι θα γίνω; Θα το ξέρης βέβαια και αυτό, διότι αν μου
μέλλεται τίποτε καλλό, θα σηκωθώ τώρα αμέσως να κρεμασθώ από το πάτερο που
στέκεσαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Δεν υπάρχει τρόπος να το μάθης αυτό. Αφού
έγινα Εύφορβος —επανέρχομαι εις την διήγησίν μου — επολέμησα εις την Τρωάδα και
αφού μ' εφόνευσε ο Μενέλαος ύστερα από χρόνια έγινα Πυθαγόρας. Έως τότε έμενα
άστεγος και επερίμενα να μου φτιάση νέαν κατοικίαν ο Μνήσαρχος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Κι' εζούσες χωρίς να τρως και να
πίνης;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Βέβαια, διότι η τροφή και το ποτόν μόνον
στο σώμα χρειάζονται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Λοιπόν να μου διηγηθής πρώτα τα συμβάντα
της Τρωάδος. Όπως τα λέγει ο Όμηρος έγιναν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Πώς μπορούσε να τα ξέρη αυτός, Μίκυλλε,
που όταν εγίνοντο ήτο Καμήλα εις τα Βάκτρα; Εγώ σου λέγω ότι τίποτε δεν υπήρξε
τόσον υπερφυσικόν όσον ο Όμηρος τα περιγράφει· ούτε ο Αίας ήτο τόσο μεγαλόσωμος,
ούτε και αυτή η Ελένη ήτο τόσον ωραία. Την είδα· ήτον άσπρη με μακρό λαιμό, όπως
δύναται κανείς και να συμπεράνη αφού ήτο κόρη κύκνου· κατά τα άλλα ήτο πολύ
ηλικιωμένη και σχεδόν ομήλικος με την Εκάβην, αφού ο Θησεύς την έκλεψε πρώτος
και την είχεν εις τας Αθήνας κατά την εποχήν του Ηρακλέους, ο δε Ηρακλής είχε
κυριεύση προ των Αχαιών την Τροίαν. Αυτά μου τα διηγείτο ο πατέρας μου Πάνθος, ο
οποίος εις πολύ νεαράν ήλικίαν είδε, ως έλεγε, τον Ηρακλέα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Και ο Αχιλλεύς ήτο τόσο τέλειος, ή μύθος
είνε και όσα αναφέρουν γι' αυτόν οι ποιηταί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Με αυτόν δεν συνηντήθην ποτέ εις τας
μάχας, Μίκυλλε, ούτε γνωρίζω ακριβώς όσα συνέβαινον μεταξύ των Ελλήνων. Πώς να
τα ξέρω που ήμουν εχθρός των; Τον φίλον όμως του Αχιλλέως τον Πάτροκλον δεν
εδυσκολεύθηκα να φονεύσω με μια κονταριά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Έπειτα εσένα σ' εφόνευσε ο Μενέλαος πολύ
ευκολώτερα. Αλλά γι'αυτά είπαμε αρκετά, τώρα δε να μου πης για τον
Πυθαγόρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Διά να είμαι ειλικρινής, πρέπει να σου
ομολογήσω ότι ήμουν μάλλον σοφιστής παρά φιλόσοφος· δεν ήμουν όμως απαίδευτος,
αλλά εγνώριζα από όλα, εταξείδευσα δε και εις την Αίγυπτον διά να γνωρίσω τους
σοφούς και τους προφήτας της χώρας εκείνης κι' εκατέβηκα εις τα άδυτα των ναών,
όπου ανέγνωσα και εσπούδασα τας βίβλους του Ώρου και της Ίσιδος· έπειτα επήγα
εις την Ιταλίαν, όπου τόσην εντύπωσιν έκαμα εις τους εκεί Έλληνας, ώστε μ'
εθεώρησαν ως θεόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Τα έχω ακούση αυτά και ότι εθεωρείσο ότι
απέθανες και ξανάζησες και ότι μίαν φοράν τους έδειξες ότι είχες μηρόν
χρυσόν.Αλλά δεν μου λες πώς σου επήλθεν η ιδέα ν' απαγορεύσης να τρώγουν κρέας
και κουκιά οι οπαδοί σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Μη εξετάζης αυτά τα πράγματα,
Μίκυλλε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Διατί, κυρ Πετεινέ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Διότι ντρέπομαι να σου πω την αλήθεια γι'
αυτό το πράγμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Και όμως δεν έπρεπε να κρύπτης τίποτε από
άνθρωπον φίλον και συγκάτοικον· δεν λέγω αφέντην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Δεν είχε κανένα λόγον σπουδαίον αυτή η
απαγόρευσις, αλλ'έβλεπα ότι αν έλεγα τα συνειθισμένα και όμοια με τα λεγόμενα
υπό των πολλών, δύσκολα θα προσείλκυα τους ανθρώπους και δύσκολα θα τους έκανα
να με θαυμάζουν, ενώ όσον πλέον παράξενα έλεγα και έκανα, τόσον σοβαρώτερος και
σοφώτερος θα εθεωρούμην. Διά τούτο επροτίμησα να καινοτομήσω και να λέγω
μυστηριώδη πράγματα, ούτως ώστε να τα εξηγούν ο μεν ούτω ο δε άλλως και να
θαυμάζουν, όπως συμβαίνει με τους σκοτεινούς χρησμούς. Αλλά δεν σου τώλεγα; Τώρα
με περιφρονείς και συ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Όχι τόσον όσον τους Κροτωνιάτας, τους
Μεταποντίνους και Ταραντίνους και τους άλλους που σε ακολουθούσαν άφωνοι από
θαυμασμόν κι' επροσκυνούσαν τα ίχνη των ποδιών σου. Αφού δε 'γδύθηκες τον
Πυθαγόραν ποίους ενδύθηκες κατόπιν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Την Ασπασίαν την Μιλησίαν
εταίραν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Τι λες! Ώστε και γυναίκα εκτός των άλλων
έγινε ο Πυθαγόρας;Και υπήρξε εποχή που έκανες αυγά συ ο σημερινός πετεινός και
συνέζης με τον Περικλήν ως Ασπασία και του εγέννας παιδιά και έξενες μαλλιά και
έγνεθες και εφιλαρεσκεύεσο ως εταίρα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Αυτά δεν συνέβησαν μόνον σ' εμένα, αλλά
και εις τον Τειρεσίαν προηγουμένως και εις τον Καινέα τον υιόν του Ελάτου· ώστε
αν εμπαίξης εμέ και εκείνους εμπαίζεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Και δε μου λες, σου ήτο πλέον ευχάριστον
όταν ήσουν άνδρας ή όταν ο Περικλής σε οικονομούσε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Είνε τώρα ερωτήσεις αυταί; Εις αυτά ούτε ο
Τειρεσίας ενόμισε πρέπον ν' απαντήση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Κι' αν δε μου το πης εσύ, ο Ευριπίδης το
εξήγησεν αρκετά,όταν είπεν ότι θα επροτιμούσε να λάβη μέρος εις τρεις μάχας παρά
να γεννήση μίαν φοράν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Και όμως θα έλθη ημέρα, Μίκυλλε, και δεν
θα βραδύνη, που θα δοκιμάσης και συ τους πόνους του τοκετού· διότι θα γίνης και
συ γυναίκα και μάλιστα πολλές φορές εις το μέλλον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Μίλα καλά, μωρέ πετεινέ, που νομίζεις ότι
όλοι είνε Μιλήσιοι και Σάμιοι. Για σένα λένε ότι όταν ήσουν Πυθαγόρας και ωραίος
έφηβος εχρησίμευσες πολλάκις ως Ασπασία εις τον τύραννον της πατρίδος σου.Και
μετά την Ασπασίαν άνδρας ή γυναίκα έγινες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Ο κυνικός Κράτης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Πολύ απότομος η μεταβολή από εταίρα να
γίνης φιλόσοφος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Έπειτα βασιλεύς, κατόπιν πτωχός, μετ'
ολίγον σατράπης, έπειτα άλογο και καλλιακούδα και βάτραχος και χίλια δυο άλλα,
τα οποία βαρύνομαι να σου αναφέρω. Επί τέλους έγινα πολλάκις πετεινός, διότι μου
αρέσει αυτή η ζωή, και αφού υπηρέτησα πολλούς βασιλείς και πτωχούς και
πλουσίους, συζώ τώρα και μ' εσένα και γελώ μαζή σου·διότι σε ακούω καθ' εκάστην
να παραπονήσαι και να κλαίγεσαι διά την πενίαν σου και να θαυμάζης τους
πλουσίους, διότι δεν γνωρίζεις τι υποφέρουν και αυτοί. Αν ήξευρες τι φροντίδες
έχουν, θα γελούσες και μόνος σου με τον εαυτό σου που ενόμισες ότι ο πλούτος
δίδει την ευτυχίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Λοιπόν, Πυθαγόρα, ή όπως άλλως θέλεις να
σε λέγω — και σε παρακαλώ να μου πης το όνομα που προτιμάς διά να μη σου λέγω
διάφορα και γίνεται σύγχυσις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Το ίδιο κάνει είτε Εύφορβον, είτε
Πυθαγόραν ή Ασπασίαν με λες, είτε Κράτητα· διότι όλα αυτά εγώ είμαι. Αλλά το
καλλίτερον επί του παρόντος είνε να με λες πετεινόν, αφού πετεινός φαίνομαι, διά
να μη υποτεθή ότι περιφρονείς το πουλί ως ασήμαντον, ενώ έχει μέσα του τόσας
ψυχάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Λοιπόν, πετεινέ, αφού εδοκίμασες όλων
σχεδόν των ειδών τις ζωές και εγνώρισες τα πάντα, να μου πης τώρα καθαρά πώς
ζουν οι πλούσιοι και έπειτα πώς ζουν οι φτωχοί, διά να ίδω αν λες αλήθεια που
θέλεις να με πείσης ότι είμαι πλέον ευτυχής από τους πλουσίους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Θα σου πω και θα συμφωνήσης μαζή μου. Εσύ,
και αν γίνη πόλεμος και οι εχθροί εισβάλλουν, δεν πολυσκοτίζεσαι, ούτε φοβείσαι
ότι θα σου θερίσουν τα χωράφια σου και θα σου καταστρέφουν τον κήπον σου και θα
σου ερημώσουν τ' αμπέλια σου. Άμα ακουσθή σάλπισμα, δεν έχεις παρά να εξετάσης
και να δης πού θα τραβήξης για να σωθής. Οι πλούσιοι όμως και για την ζωήν των
φοβούνται και λυπούνται όταν βλέπουν από τα τείχη να διαρπάζωνται τα πλούτη που
έχουν εις τους αγρούς. Και αν πρόκειται να γείνη εισφορά, μόνον αυτοί καλούνται
να συνεισφέρουν· αν πρόκειται να γίνη εκστρατεία, εκτίθενται πρώτοι εις τον
κίνδυνον ως στρατηγοί και αρχηγοί του ιππικού. Συ θα έχης ασπίδα ελαφράν
πλεγμένην από λιγαριάν και, αν μεν νικηθήτε, θα είσαι ευκίνητος και ελαφρός διά
να σωθής, εάν δε νικήσετε, θα φθάσης να καθήσης πρώτος εις το επινίκειον γεύμα,
το οποίον θα παραθέση μετά την θυσίαν ο στρατηγός. Εν καιρώ ειρήνης πάλιν συ
θ'ανήκης εις το λαϊκόν κόμμα και εις την συνέλευσιν του λαού θα είσαι τύραννος
των πλουσίων, οι οποίοι θα σε φοβούνται και θα σε τρέμουν και με διαφόρους
παροχάς θα προσπαθούν να σ' εξευμενίσουν. Εκείνοι φροντίζουν διά να έχης πάντοτε
λουτρά και αγώνας και θεάματα και παν ό,τι σ' ευχαριστεί, συ δε είσαι ελεγκτής
και επικριτής αυστηρός ως αυθέντης και ούτε γνώμην επιτρέπεις εις αυτούς να
έχουν, και, αν σου καπνίση, θα τους λιθοβολήσης ή θα δημεύσης τας περιουσίας
των. Ούτε συκοφάντην φοβείσαι συ, ούτε ληστήν μήπως ανέβη τον αυλόγυρον ή
τρυπήση τον τοίχον του σπιτιού σου, ούτε κοπιάζεις και σκοτίζεσαι να λογαριάζης
ή να ζητής τα οφειλόμενα, ούτε με τους διαχειριστάς και καταχραστάς οικονόμους
τσακώνεσαι. Αλλ' άμα ράψης ένα παπούτσι και πάρης επτά οβολούς, σηκώνεσαι το
βράδυ και λούεσαι αν θέλης και αγοράζεις μία ρέγκα ή μερικές μαρίδες και ολίγα
κρεμμύδια και τρως με όρεξι, πολλάκις δε και με τραγούδια, και φιλοσοφείς με την
αγαπητήν πενίαν. Και ακριβώς με αυτήν την ζωήν είσαι υγιής και δυνατός και το
σώμα σου αντέχει εις το κρύο· διότι η κακοπάθειες σε τονώνουν και σε κάνουν να
υποφέρης εύκολα όσα οι άλλοι θεωρούν ανυπόφορα. Εν γένει δεν σε πιάνει κανέν από
τα σοβαρά νοσήματα, αλλά, και αν σούρθη καμμιά φορά κανένας ελαφρός πυρετός δεν
τον αφήνεις να σε κυριεύση,αλλ' αφού τον υποφέρεις ολίγον, σηκώνεσαι και τον
τινάζεις πέρα,αυτός δε φεύγει τρομασμένος που σε βλέπει να πίνης κρύο νερό και
ν'αδιαφορής τελείως δι' όσα λέγουν οι γιατροί. Οι πλούσιοι όμως τι δεν παθαίνουν
από την πολυφαγίαν των, τι ποδάγρες, τι φθίσεις, τι περιπνευμονίας και
υδροπικίας; Διότι αυτά είνε αποτελέσματα των πολυτελών γευμάτων. Οι περισσότεροι
από αυτούς υψώνονται όπως ο Ίκαρος και πλησιάζουν εις τον ήλιον, χωρίς να
σκέπτωνται ότι τα πτερά των είνε κολλημένα με κερί και ούτω πολλάκις πίπτουν με
πολύν πάταγον και κατακέφαλα στη θάλασσα. Όσοι όμως, μιμούμενοι τον Δαίδαλον,
δεν ψηλοπετούν, αλλά πηγαίνουν χαμηλά, ώστε να διατηρήται υγρό το κερί,ως επί το
πολύ πετούν ασφαλώς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Εννοείς τους μετριόφρονας και τους
φρονίμους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Των άλλων όμως τα ναυάγια, Μίκυλλε, είνε
πολύ αξιοθρήνητα και πολύ γελοία. Ούτω ο Κροίσος εκίνησε τον γέλωτα των Περσών,
όταν ηττημένος και χωρίς πτερά πλέον ανέβη εις την πυράν, και ο Διονύσιος ο
τύραννος, όταν κατελύθη η τυραννίς εις την Κόρινθον και ηναγκάσθη να γίνη
δάσκαλος, και να διδάσκη τα παιδιά να συλλαβίζουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Πες μου τώρα, κυρ πετεινέ, όταν ήσουν
βασιλιάς — διότι ως είπες και εβασίλευσες κάποτε — πώς σου εφάνη αυτή η ζωή;
Βέβαια θα ήσουν πολύ ευτυχής, αφού αυτή είνε η μεγαλειτέρα ευτυχία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Μη μου τα ενθυμίζης, Μίκυλλε, διότι ήμουν
πολύ δυστυχής τότε·οι άλλοι με ενόμιζαν, όπως είπες, πολύ ευτυχή, εγώ δε είχα
του κόσμου τας στενοχωρίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Τι είδους στενοχωρίας; Αυτά μου φαίνονται
παράξενα και απίστευτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Εβασίλευα εις χώραν εκτεταμένην και
πλουσίαν, η οποία διεκρίνετο και διά τον πληθυσμόν της και διά τας ωραίας της
πόλεις,είχε δε και ποταμούς πλωτούς και θάλασσαν με καλούς λιμένας. Είχα και
στρατόν πολύν και ιππικόν συντεταγμένον και σωματοφύλακας όχι ολίγους και
πολεμικόν ναυτικόν και χρήματα αναρίθμητα και πολυπληθή χρυσά σκεύη και πολύν
μεγαλοπρέπειαν και πολυτέλειαν. Όταν εξηρχόμουν, ο λαός μ' επροσκύνα και μ'
εθεώρει ως θεόν και έτρεχαν πατείς με πατώ σε διά να με δουν, άλλοι δε ανέβαιναν
εις τις στέγες και εθεώρουν ως σπουδαίον κατόρθωμα να ίδουν από κοντά το αμάξι
μου, τον μανδύαν μου τον βασιλικόν, το διάδημα και τους προπορευόμενους και
ακολουθούντας δορυφόρους. Εγώ δε, που εγνώριζα πόσας θλίψεις και στενοχωρίας
είχα,εσυγχωρούσα εκείνους διά την άγνοιάν των, αλλ' ελεεινολογούσα τον εαυτόν
μου και τον παρωμοίαζα με τα κολοσσιαία αγάλματα που έκαμαν ο Φειδίας, ο Μύρων
και ο Πραξιτέλης· και από αυτά έκαστον απ' έξω μεν είνε Ποσειδών ή Ζευς από
χρυσόν και ελέφαντα κατεσκευασμένος, ο οποίος κρατεί κεραυνόν ή αστραπήν ή
τρίαιναν· αλλ' αν εξετάσης το εσωτερικόν του, θα ίδης μοχλούς και γόμφους και
καρφιά, οι οποίοι τον διατρυπούν, και ξύλα και σφήνας και πίσσαν και πηλόν και
πολλήν άλλην ασχημίαν κρυπτομένην εντός αυτού. Παραλείπω το πλήθος των ποντικών
και των μυγαλών που κατοικεί εντός αυτών ενίοτε. Κάτι παρόμοιον είνε και η
βασιλεία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Δεν μου είπες όμως ποιά είνε όσα αποτελούν
τον πηλόν και τους μοχλούς και τους γόμφους της εξουσίας, ουδέ τι είνε η πολλή
εκείνη ασχημία. Το να σε θαυμάζουν όταν εξέρχεσαι, να βασιλεύης επί τόσων
ανθρώπων και να σε προσκυνούν, τελείως ταιριάζει εις το κολοσσιαίον παράδειγμα
που είπες. Αλλά λέγε τώρα και τα εσωτερικά του κολοσσού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Τι να σου πω πρώτον και τι δεύτερον,
Μίκυλλε; Τους φόβους και τας ανησυχίας, τας υποψίας, το μίσος και τας επιβουλάς
εκείνων που σε πλησιάζουν και σε περιστοιχούν; Εξ αιτίας τούτων κοιμάσαι ολίγον
και διακεκομμένον ύπνον και βλέπεις όνειρα ταραχώδη, αι σκέψεις σου είνε
τεταραγμέναι πάντοτε, γεμάται από φόβους και ανησυχίας. Έπειτα έχεις τόσους
περισπασμούς και φροντίδας διά την απονομήν της δικαιοσύνης και διαπραγματεύσεις
και εκστρατείας και διαταγάς και συνθήκας και συμβούλια, τα οποία δεν σ' αφήνουν
ούτε εις τα όνειρά σου ν'απολαύσης καμμίαν ευχαρίστησιν, αλλ' είνε ανάγκη μόνος
σου να εξετάζης τα πάντα και να έχης του κόσμου τις σκοτούρες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ουδέ γαρ Ατρείδην Αγαμέμνονα<br />ύπνος έχε
γλυκερός πολλά φρεσιν ορμαίνοντα, (<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn38#fn38" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">38</a></sup>)</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ενώ όλοι οι άλλοι Αχαιοί ερροχάλιζαν. Και ο μεν
βασιλεύς των Λυδών λυπείται διότι ο υιός του είνε κωφάλαλος, τον δε βασιλέα των
Περσών ανησυχεί ο Κλέαρχος συναθροίζων μισθοφόρους υπέρ του Κύρου. Άλλος ηγεμών
ταράσσεται επειδή βλέπει τον Δίωνα να κρυφομιλή με μερικούς από τους
Συρακουσίους και άλλος δεν υποφέρει ακούων να επαινήται ο Παρμενίων και ο
Πτολεμαίος διά τον Περδίκκαν και ο Σέλευκος διά τον Πτολεμαίον. Εκτός τούτου σε
λυπεί η ιδέα ότι το πρόσωπον το οποίον αγαπάς, εξ ανάγκης και όχι από αγάπης
δέχεται τον έρωτά σου και ότι η παλλακίς σου αγαπά άλλον· ή μανθάνεις ότι σου
ετοιμάζουν στάσιν ή τινές εκ των δορυφόρων σου εθεάθησαν να κρυφομιλούν. Και το
σπουδαιότερον είνε ότι ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να υποπτεύης και τους
φιλτάτους σου και να φοβήσαι πάντοτε ότι κάποιος μέγας κίνδυνος θα σου έλθη εξ
αυτών, διότι γνωρίζεις βασιλείς τους οποίους εδηλητηρίασαν τα παιδιά των ή το
πρόσωπον το οποίον ερωτεύοντο και φοβείσαι μήπως αποθάνης κατά τον αυτόν
τρόπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Αλήθεια είνε φοβερά αυτά που λες, κυρ
πετεινέ. Και τώρα εννοώ ότι είμαι πολύ ασφαλέστερος να κόφτω και να ράβω
παπούτσια παρά να πίνω από χρυσήν φιάλην κρασί εις το οποίον έχει αναμιχθή
κώνειον ή άλλο δηλητήριον. Ο μόνος κίνδυνος που διατρέχω εγώ είνε να ξεφύγη το
σουβλί να μου τρυπήση το δάκτυλον και να βγάλω ολίγον αίμα· αυτοί όμως, ως λες,
συντρώγουν με τον Θάνατον και η ζωή των είνε γεμάτη από δυστυχίαν. Και όταν
ξεπέφτουν, ομοιάζουν με τους τραγικούς ηθοποιούς,τους όποιους βλέπομεν άλλοτε
μεν ως Κέκροπας, Σισσύφους ή Τηλέφους στολισμένους με διαδήματα και ξίφη
ελεφαντοκόσμητα και μανδύαν χρυσοκέντητον και μαλλιά μακρυά που κυματίζουν· αν
δε συμβή — και συμβαίνει πολλάκις — να σκοντάψη κανείς από αυτούς και να πέση
εις το μέσον της σκηνής, αρχίζουν και γελούν οι θεαταί, διότι το προσωπείον του
μαζή με το διάδημα σπάζει και η αληθινή κεφαλή του ηθοποιού ματώνει, συγχρόνως
δε τα σκέλη του παρουσιάζονται γυμνά και φαίνονται μέσα από το βασιλικόν ενδύμα
τα πραγματικά του φορέματα, τα οποία είνε κουρέλια ελεεινά, φαίνονται δε και τα
θεατρικά υποδήματα, τα οποία είνε τόσον άσχημα και τόσον δυσανάλογα προς το
πόδι. Βλέπεις,αγαπητέ πετεινέ, ότι μ' εδίδαξες και κάνω και εγώ τώρα καλάς
παρομοιώσεις; Τέλος πάντων τοιαύτη είνε η βασιλεία· αλλά δεν μου λες τώρα, όταν
ήσουν άλογο ή σκύλλος, ψάρι ή βάτραχος, πώς σου εφαίνετο εκείνη η
ζωή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Μου κάνεις ερώτησιν η οποία απαιτεί μακράν
απάντησιν και δεν έχομεν καιρόν. Αλλ' αν θέλης να σου ειπώ με λίγα λόγια, δεν
υπάρχει ζωή που να μη είνε ευτυχεστέρα από την ζωήν του ανθρώπου και
περισσότερον σύμφωνος με την φύσιν και περιωρισμένη εις τα φυσικά όρια· ίππον
τοκογλύφον ή συκοφάντην βάτραχον ή καρακάξαν σοφιστήν ή μάγειρον κώνωπα ή
πετεινόν κίναιδον δεν θα εύρης, ούτε τίποτε άλλο από τα γελοία τα οποία βλέπομεν
μεταξύ των ανθρώπων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Αυτά ίσως είνε αληθινά, κυρ πετεινέ. Αλλ'
εγώ δεν 'ντρέπομαι να σου ομολογήσω τι μου συμβαίνει· μου είνε αδύνατον να
ξεμάθω την επιθυμίαν που είχα από τα παιδικά μου χρόνια να γείνω πλούσιος· και
το όνειρον μου μένει ακόμη μπροστά στα μάτια μου με όλο εκείνο το χρυσάφι. Σκάζω
δε από ζήλεια, όταν συλλογίζωμαι ότι απολαμβάνει τόσα πλούτη ο παλιάνθρωπος ο
Σίμων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Εγώ θα σε θεραπεύσω από αυτήν την
αρρώστεια, Μίκυλλε· και αφού είνε νύκτα ακόμη, σήκω και ακολούθησε με· θα σε πάω
εις το σπίτι αυτού του Σίμωνος και εις τα σπίτια άλλων πλουσίων, για να 'δης
ποία είνε η κατάστασίς των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Πώς θα 'δω αφού είνε κλειστά τα σπίτια;
μήπως θα με βάλης να τρυπήσω τοίχους;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Όχι, αλλ' ο Ερμής, εις τον οποίον είμαι
αφιερωμένος, μου έχει δώση ένα χάρισμα· εάν κανείς αφαιρέση το μακρότερον πτερόν
της ουράς μου, το οποίον είνε τόσο μαλακόν, ώστε είνε λυγισμένον. . .
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Μα έχεις δύο τέτοια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Εννοώ το δεξιόν. Εις όποιον επιτρέψω να το
αποσπάση και να το κρατή, θα έχη την δύναμιν ν' ανοίγη κάθε θύραν που θέλει και
να βλέπη τα πάντα χωρίς να τον βλέπουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Δεν τώξερα ότ' είσαι και μάγος. Αλλ' αν
μου δώσης τέτοια δύναμιν, θα 'δης εντός ολίγου όλα τα αγαθά του Σίμωνος να
έλθουν εδώ·θα τα μετακομίσω· αυτός δε πάλιν θ' αρχίση να δαγκώνη τα πετσιά για
να τα τεντώνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Αυτό δεν επιτρέπεται να γίνη· διότι ο
Ερμής μου παρήγγειλε,αν κάμη τίποτε τοιούτον αυτός που έχει το πτερόν, να κράξω
και να τον προδώσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Δυσκολεύομαι να το πιστεύσω αυτό· αφού ο
Ερμής είνε κλέπτης,πώς δεν θέλει να κλέπτουν οι άλλοι; Ας πάμε όμως και θα
προσπαθήσω να μη 'γγίξω στο χρυσάφι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Τράβηξε πρώτα το πτερόν. . . . Τι έκαμες;
Και τα δυο τα έβγαλες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Έτσι είμαι πιο σίγουρος και για σένα θα
είνε μικρότερα η ασχημία, γιατί δεν θα γέρνης και δεν θα κουτσαίνης από το ένα
μέρος της ουράς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Ας είνε. Εις του Σίμωνος θα πάμε πρώτα ή
εις άλλον πλούσιον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Όχι στου Σίμωνος, που, αφού επλούτισε, του
φαίνεται μικρόν το δισύλλαβον όνομά του και τώκαμε τετρασύλλαβον. Αλλ' εφθάσαμεν
εις την πόρτα του. Τι πρέπει να κάμω τώρα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Βάλε το πτερόν στην
κλειδαρότρυπα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Ορίστε. Ω Θεέ μου, άνοιξε η πόρτα σαν να
ήτο το φτερό κλειδί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Πήγαινε 'μπρός. Τον βλέπεις πώς αγρυπνεί
και λογαριάζει;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ, Τον βλέπω· δίπλα σ' ένα λυχνάρι διψασμένο
που μόλις φέγγει.Είνε κατακίτρινος, αδύνατος και λυωμένος, από τις φροντίδες
βέβαια·δεν ήκουσα να είνε άρρωστος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Άκουσε τι λέγει και θα εννοήσης πως είν'
έτσι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜΩΝ. Τα εβδομήντα τάλαντα είνε καλά κρυμμένα
και θαμμένα κάτω από το κρεββάτι και κανείς δεν ξέρει τίποτε· τα δεκάξη όμως μου
φαίνεται ότι τα είδε ο Σωσύλος όταν τάκρυβα κάτω από την φάτνην και γι' αυτό όλο
στο σταύλο βρίσκεται, ενώ άλλοτε ήτο τεμπέλης και πολύ ολίγον εφρόντιζε για τη
δουλειά του. Φαίνεται δε ότι μου έχουν κλέψη πολλά, αλλοιώτικα που βρήκε τα
χρήματα ο Τίβιος και αγόρασε χθες, ως ήκουσα, τόσο μεγάλα παστόψαρα κ' επήρε της
γυναίκας του σκουλαρίκια πέντε δραχμών; ω δυστυχία μου, με ληστεύουν. Αλλά και
τα σκεύη μου τα πολύτιμα δεν είνε ασφαλισμένα εκεί που τα έχω και είνε τόσα
πολλά.Φοβούμαι μήπως κανείς τρυπήση τον τοίχον και τα κλέψη. Πολλοί με φθονούν
και με κατατρέχουν και περισσότερον από όλους ο Μίκυλλος ο γείτονας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Σου μοιάζω· σαν κι' εσένα κλέβω κι' εγώ τα
πιάτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Σώπα, Μίκυλλε, να μη μας
ακούση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Το καλλίτερο είνε να μη κοιμούμαι και να
κάθωμαι να τα φυλάττω όλα. Και τώρα ας σηκωθώ να κάμω ένα γύρο στο σπίτι. Ποιος
είνε εκεί; Σε βλέπω κλέφτη... αλλ' όχι είνε στύλος. Καλά. Πρέπει να ξεθάψω και
να μετρήσω πάλιν τα χρήματα για να δω μήπως έχω κάμη κανένα λάθος. Αλλ' ακούω
πάλιν θόρυβον· τι συμβαίνει; με πολιορκούν και με κατατρέχουν όλοι. Πού είνε το
μαχαίρι μου; Αν πιάσω κανένα...Ας θάψω πάλιν τα χρήματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Είδες, Μίκυλλε, την κατάστασιν του
Σίμωνος. Ας πάμε τώρα και εις άλλον, ενόσω είνε ακόμη ολίγη νύκτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Τι ζωή περνά ο κακομοίρης! Μόνο οι εχθροί
μου θα ήθελα να έχουν τέτοια ευτυχία. Αλλά πριν φύγω θέλω να του δώσω ένα
σκαμπίλι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Ποιός μ' εκτύπησε; Με ληστεύουν τον
δυστυχή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Σκούζε και ξενύχτα, λυώνε κοντά στο
χρυσάφι και παίρνε το χρώμα του. Εμείς δε ας πάμε, αν θέλης, εις του Γνίφωνος
του τοκιστού.Δεν είνε μακράν απ' εδώ το σπίτι του.-Μας άνοιξε και αυτή η
θύρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Τον βλέπεις και αυτόν πώς αγρυπνά από τας
φροντίδας. Κάθεται,και λογαριάζει τους τόκους και βλέπει τα δάκτυλα του πώς
έχουν μείνη πετσί και κόκκαλο. Και μετ' ολίγον καιρόν θα ταφήση όλα αυτά για να
γίνη βρωμούσα ή σκνίπα ή σκυλόμυγα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Τον βλέπω τον κακομοίρη και ανόητον
άνθρωπον, που και τώρα δεν ζη καλλίτερα από την βρωμούσαν ή την σκνίπαν. Πάμε
τώρα εις άλλον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Πάμε, αν θέλης, εις τον δικόν σου τον
Ευκράτην.-Ιδού ήνοιξε και αυτή η θύρα· ώστε πάμε μέσα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Όλα αυτά προ ολίγου ήσαν δικά
μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Ακόμη ονειρεύεσαι τα πλούτη; Λοιπόν
κύτταξε τον Ευκράτην τι παθαίνει από τον δούλον του, γέρων άνθρωπος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Τι αίσχος και ατιμία τερατώδης! Και από το
άλλο μέρος η γυναίκα του τον κερατόνει με τον μάγειρον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Λοιπόν θέλεις να τα κληρονομήσης και αυτά
και να γίνης καθ'όλα όμοιος με τον Ευκράτην;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΚ. Όχι, αδερφέ, όχι· καλλίτερα να πάω από
πανούκλα· αν πρόκειται να καταντήσω έτσι. Στον άνεμο το χρυσάφι και τα πλούσια
γεύματα.Προτιμώ να έχω μόνο δυο οβολούς, παρά να με κλέφτουν οι
υπηρέται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΤ. Επειδή αρχίζει να ξημερώνη, ας πάμε πίσω
στο σπίτι μας· κι'άλλη φορά βλέπεις και άλλων πλουσίων την
κακομοιριά.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 36pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ Ή ΛΑΠΙΘΑΙ</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;"><br />Φίλων και Λυκίνος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΩΝ. Ήκουσα, Λυκίνε, ότι διεσκεδάσατε χθες
πολύ εις το γεύμα του Αρισταινέτου, ότι έγιναν συζητήσεις φιλοσοφικαί και
επηκολούθησε φινονεικία πολύ ζωηρά και, αν έλεγε την αλήθειαν ο Χαρίνος ο οποίος
τα διηγείτο, η φιλονεικία έφθασε μέχρι ξύλου και τέλος διελύθη με αιματοχυσίαν η
συναναστροφή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚΙΝΟΣ. Και από πού τα έμαθε αυτά ο Χαρίνος,
Φίλων· Διότι δεν ήτο μαζή μας εις τον δείπνον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Τα ήκουσεν από τον Διόνικον τον ιατρόν, ως
έλεγε. Ο Διόνικος μου φαίνεται ότι ήτον εις το δείπνον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Βέβαια· και αυτός όμως δεν ήτο από την
αρχήν, αλλ' έφθασεν εις το μέσον περίπου της μάχης, ολίγον προ των τραυματισμών,
ώστε αμφιβάλλω αν ηδύνατο να διηγηθή ακριβώς πώς έγιναν τα πράγματα, αφού δεν τα
παρηκολούθησεν αφ' ης στιγμής ήρχισεν η φιλονεικία έως ότου ετελείωσεν εις το
αίμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Και ο Χαρίνος, Λυκίνε, μας είπεν ότι αν
θέλωμεν να μάθωμεν όλην την αλήθειαν και πώς έγιναν τα καθέκαστα, νάρθωμε να
σ'ερωτήσωμεν. Επίσης ο Διόνικος έλεγεν ότι αυτός δεν παρευρέθη εις όλα και ότι
συ γνωρίζεις όσα έγιναν και θυμάσαι τα λόγια που είπαν, διότι τα τοιαύτα τ'
ακούς με ενδιαφέρον και προσοχήν. Ώστε πολύ θα μας ευχαριστήσης αν μας προσφέρης
ένα τοιούτον γεύμα, το οποίον θα είνε από τα πλέον ευχάριστα δι' εμέ, τοσούτω
μάλλον καθ' όσον θα γευμαΤιςωμεν με ησυχίαν και ασφάλειαν και έξω βολής, και να
μας διηγηθής τα πάντα, είτε γέροντες παρεξετράπησαν κατά το δείπνον, είτε νέοι
είπαν και έπραξαν απρεπή πράγματα παρασυρθέντες υπό της οινοποσίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Άτοπα πράγματα ζητείς, Φίλων, όταν με
παρακαλής να καταστήσω γνωστά εις τους πολλούς και να διηγηθώ πράγματα τα οποία
έγιναν εν καιρώ μέθης, ενώ πρέπει να τα θάψωμεν εις την λήθην και να τα
θεωρήσωμεν ως έργα του θεού Διονύσου, ο οποίος, ως γνωρίζεις, και εις τους
φρονιμωτέρους επιβάλλει τα όργιά του. Σκέψου λοιπόν μήπως είνε άτοπον και ασεβές
να πολυεξετάζη κανείς τα τοιαύτα, τα οποία καλόν είνε ν' αφήνωμεν εις το
συμπόσιον, όταν αναχωρούμεν. «Μισώ λέγει και ο ποιητής, μνάμωνα
συμπόταν»(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn39#fn39" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">39</a></sup>)
. Δεν έκαμε δε καλά και ο Διόνικος να διηγηθή όσα συνέβησαν εις τον Χαρίνον και
να εκθέση κατά τοιούτον τρόπον ανθρώπους φιλοσόφους. Εγώ τουλάχιστον ποτέ δεν θα
πω τέτοια πράγματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Αλλού αυτά, Λυκίνε. Να μη τα λες σ' εμένα
που σε ξέρω ότι επιθυμείς να τα πης πολύ περισσότερον παρ' όσον εγώ επιθυμώ να
τα ακούσω. Έχω την ιδέαν ότι εάν δεν έχης ακροατάς, θα πας να τα διηγηθής σε
κανένα στύλον ή σε κανένα ανδριάντα διά να ξεθυμάνης. Και αν εγώ τώρα επιχειρήσω
να φύγω, θα με κρατήσης· και αν φύγω θα με παρακολουθήσης και θα με παρακαλής να
σε ακούσω· τότε δε και εγώ θα κάνω ότι δεν θέλω. Λοιπόν πηγαίνω να τα μάθω από
άλλον και συ κράτα τα μυστικά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Μη θυμώνης, βρε αδελφέ, και θα σου τα
διηγηθώ, αφού τόσον επιμένεις. Θα σε παρακαλέσω μόνον να μη τα πης σε
πολλούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Σε ξέρω πολύ καλά, Λυκίνε, και θα θεωρήσω
περιττόν να τα πω εις άλλους, διότι συ θα τα διηγηθής προ εμού εις όλους και θα
τα διηγηθής και καλλίτερα. Αλλά λέγε μου εν πρώτοις γιατί έγινε το γεύμα; Ο
Αρισταίνετος επάντρευε το γυιό του Ζήνωνα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Όχι, την θυγατέρα του την Κλεανθίδα με τον
γυιό του Ευκρίτου του τοκιστού που κάνει και τον φιλόσοφον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Πολύ ωραίο παιδί, αλλά πολύ μικρό ακόμη
για γάμο. </span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Ο Αρισταίνετος τον εθεώρησε ως τον
καταλληλότερον, διότι και φρόνιμος είνε και εις την φιλοσοφίαν έχει επιδοθή,
είνε δε και μοναχογυιός και έχει πλούσιον πατέρα. Δι' αυτά ο Αρισταίνετος τον
επροτίμησεν από όλους ως γαμβρόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Και μόνον ότι ο πατέρας του ο Εύκριτος
είνε πλούσιος είνε σπουδαίον προσόν για ένα γαμβρό. Και οι προσκεκλημένοι ποίοι
ήσαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Περιττόν να σου αναφέρω τους άλλους· θα
περιορισθώ μόνον εις τους φιλοσόφους και τους ρήτορας, διότι ξέρω ότι και συ
αυτούς θέλεις να μάθης. Ήτο λοιπόν ο Ζηνόθεμις ο γέρων Στωικός και μαζή μ' αυτόν
ο Δίφιλος ο επονομαζόμενος Λαβύρινθος, ο οποίος είνε διδάσκαλος του Ζήνωνος του
υιού του Αρισταινέτου. Από τους Περιπατητικούς ήτο ο Κλεόδημος· τον ξέρεις τον
λογάν εκείνον, τον φιλόνεικον, τον οποίον οι μαθηταί του ονομάζουν ξίφος και
κοπίδα. Αλλά και ο Επικούρειος Έρμων ήτο εκεί και όταν ήλθε ήρχισαν να τον
στραβοκυττάζουν οι Στωικοί και ν' αποστρέφουν το πρόσωπον και εφαίνοντο ότι τον
εμίσουν ως να ήτο πατροκτόνος και ιερόσυλος. Αυτοί ήσαν προσωπικοί φίλοι και
σχετικοί του Αρισταινέτου και είχαν προσκληθή εις το γεύμα, μαζή δε με αυτούς ο
γραμματικός Ιστιαίος και ο ρήτωρ Διονυσόδωρος. Είχε προσκληθή και ο Ίων ο
Πλατωνικός διδάσκαλος του Χαιρέα του γαμβρού,πολύ σοβαρός άνθρωπος και
σεβάσμιος, του οποίου η φυσιογνωμία παρουσιάζει μεγάλην σεμνότητα. Τον ονομάζουν
Κανόνα διά την ορθότητα της κρίσεώς του. Όταν εισήλθε, επροσηκώθηκαν όλοι και
τον εχαιρετούσαν ως εξαιρετικόν πρόσωπον και εθεωρήθη ως μεγάλη τιμή και ως θεού
εμφάνισις η παρουσία του θαυμαστού Ίωνος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν έφθασεν η ώρα να κατακλιθώμεν γύρω εις τα
τραπέζια, αι γυναίκες κατέλαβαν όλον τον κλιντήρα ο οποίος είνε δεξιά μετά την
είσοδον, ήσαν δε κάμποσες, και μεταξύ αυτών η νύμφη η οποία ήτο εντελώς
σκεπασμένη με πέπλον. Οι άλλοι ετοποθετήθησαν απέναντι της θύρας, έκαστος κατά
την αξίαν του. Απέναντι των γυναικών ετοποθετήθη πρώτος ο Εύκριτος και κατόπιν ο
Αρισταίνετος. Έπειτα έγινε ζήτημα ποίος έπρεπε να τοποθετηθή πρώτος, ο Ζηνόθεμις
ο Στωικός, ως γέρων, ή ο Έρμων ο Επικούρειος, ο οποίος ήτο ιερεύς των Διοσκούρων
και ανήκεν εις μίαν από τας πρώτας οικογενείας της πόλεως. Αλλ' ο Ζηνόθεμις
έλυσε το ζήτημα. Εάν, είπε, μου δώσης θέσιν μετά αυτόν τον άνθρωπον,Αρισταίνετε,
τον Επικούρειον, διά να μη είπω τίποτε άλλο κακόν περί αυτού, φεύγω και
εγκαταλείπω το συμπόσιόν σου. Και συγχρόνως εκάλεσε τον υπηρέτην του και
εφαίνετο έτοιμος να εξέλθη. Τότε ο Έρμων είπε·Σου αφήνω την πρώτην θέσιν,
Ζηνόθεμι, μολονότι, αν όχι δι' άλλο,διότι είμαι ιερεύς έπρεπε να με σεβασθής,
όσον και αν καταφρονής τον Επίκουρον. «Επικούρειος ιερεύς! ας γελάσω, είπεν ο
Ζηνόθεμις!» και ενώ έλεγεν αυτά κατεκλίνετο και κατόπιν αυτού ο Έρμων, έπειτα
oΚλεόδημος ο Περιπατητικός, έπειτα ο Ίων και μετ' αυτόν ο γαμβρός,έπειτα εγώ και
πλησίον μου ο Δίφιλος και κατόπιν αυτού ο Ζήνων ο μαθητής του και μετ' αυτούς ο
ρήτωρ Διονυσόδωρος και ο γραμματικός Ιστιαίος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Αυτό, βλέπω, το συμπόσιον, Λυκίνε, ήτο
μουσείον σοφών και είνε άξιος επαίνου ο Αρισταίνετος ότι εις μίαν τοιαύτην
οικογενειακήν εορτήν εκάλεσε προ πάντων σοφούς, εκλέξας το άνθος από εκάστην
σχολήν, χωρίς να προτιμήση τους μεν και να παραλείψη άλλους εκ των
διακρινομένων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Διότι ο Αρισταίνετος δεν είνε όπως οι
περισσότεροι από τους πλουσίους, αλλ' ενδιαφέρεται και διά τα γράμματα και τας
επιστήμας και κατά το πλείστον σοφούς συναναστρέφεται. Κατ' αρχάς λοιπόν
ετρώγαμεν με ησυχίαν και τα φαγητά ήσαν πολύ ποικίλα. Περιττόν να σου αναφέρω
τους διαφόρους ζωμούς, τα γλυκύσματα και τα καρυκεύματα·αρκεί να σου είπω ότι
όλα ήσαν άφθονα. Μετ' ολίγον ο Κλεόδημος έσκυψε προς τον Ίωνα και του είπε·
Βλέπεις τον γέροντα — ενόει τον Ζηνόθεμιν, διότι ήκουα τα λεγόμενα — με τι
λαιμαργίαν τρώγει κι'εκαταλέρωσε το φόρεμά του με ζουμιά. Δεν αρκείται δε μόνον
να τρώγη,αλλά δίδει και εις τον υπηρέτην του που στέκει πίσω και νομίζει ότι δεν
τον βλέπουν· λησμονεί ότι είνε και άλλοι δίπλα του. Δείξε τον και εις τον
Λυκίνον διά να είνε μάρτυς. Εγώ όμως δεν είχα ανάγκην να μου δείξη ο Ίων, διότι
πολύ προηγουμένως είχα 'δη τα συμβαίνοντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μόλις είπεν αυτά ο Κλεόδημος, εισώρμησεν ο
Κυνικός Αλκιδάμας απρόσκλητος και διά να τρέψη το πράγμα εις το αστείον είπε το
Ομηρικόν, ότι «ο Μενέλαος έρχεται απρόσκλητος». Εις τους άλλους όμως η διαγωγή
του έκαμεν εντύπωσιν αναισχυντίας και εψιθύριζον ό,τι έκαστος είχεν εις την
μνήμην πρόχειρον, ο μεν «Αφραίνεις(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn40#fn40" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">40</a></sup>)
Μενέλαε», ο δε, <br />Αλλ' ουκ Ατρείδη Αγαμέμνονι ήνδανε θυμώ(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn41#fn41" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">41</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και άλλα τοιαύτα κατάλληλα εις την περίστασιν
και αστεία εκρυφομιλούσαν· φανερά όμως δεν ετόλμα κανείς να είπη τίποτε· διότι
εφοβούντο τον Αλκιδάμαντα ως κακήν γλώσσαν και υλακτικώτερον όλων των σκύλων·
διά τούτο θεωρείται και ο καλλίτερος των Κυνικών φιλοσόφων και τον τρέμουν όλοι.
Ο Αρισταίνετος του είπεν ότι καλά έκαμε, και τον εκάλεσε να πάρη μίαν καθέκλαν
και να καθήση πλησίον του Ιστιαίου και του Διονυσοδώρου. Αλλ' αυτός απήντησεν
ότι είνε γυναικώδες και μαλθακόν να κάθεται κανείς εις καθέκλαν ή σκαμνί, «όπως
σεις που είσθε σχεδόν ανάσκελα ξαπλωμένοι πάνω σ' αυτά τα μαλακά κρεββάτια και
εις πορφύραν και τρώγετε· εγώ και όρθιος μπορώ να δειπνήσω και να περπατώ
συγχρόνως· και αν κουρασθώ θα στρώσω χάμω τον μανδύαν μου και θα ξαπλωθώ,
ακουμβώντας εις τον αγκώνα μου, όπως ζωγραφίζουν τον Ηρακλή». «Κάμε όπως σου
είνε πλέον ευχάριστον» είπεν ο Αρισταίνετος.Από της στιγμής εκείνης ο Αλκιδάμας
περιεφέρετο και εδείπνα, όπως οι Σκύθαι, μετατοπιζόμενος προς τα αφθονώτερα
τρόφιμα και ακολουθών τους περιφέροντας τα φαγητά. Αλλά και ενώ έτρωγε δεν έπαυε
να ομιλή περί αρετής και κακίας και να κατακρίνη τον χρυσόν και τον άργυρον. Και
ηρώτα τον Αρτσταίνετον τι τα ήθελε τα τόσα πολύτιμα ποτήρια, ενώ τα χωματένια θα
έκαναν την ίδια δουλειά. Αλλ' ο Αρισταίνετος διά να παύση την φλυαρίαν του
ένευσεν εις ένα υπηρέτην να του γεμίση με άκρατον και του προσφέρη ένα μεγάλο
ποτήρι· εφάνη δε προς στιγμήν ότι η ιδέα του ήτο καλή και ότι θα έφερεν
αποτέλεσμα, αλλά δεν εφαντάζετο πόσων κακών θα εγίνετο αρχή το ποτήρι εκείνο.
Όταν έλαβε το ποτήρι ο Αλκιδάμας εσιώπησεν επί πολύ· έπειτα επλάγιασε κατά γης
και στηριζόμενος εις τον αγκώνα του έμεινεν εις την θέσιν εκείνην,ημίγυμνος και
κρατών το ποτήρι όπως οι ζωγράφοι παριστούν τον Ηρακλήν φιλοξενούμενον υπό του
Φόλου(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn42#fn42" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">42</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τώρα δε το ποτήρι είχεν αρχίση να κυκλοφορή και
μεταξύ των άλλων συμποτών και προπόσεις εγίνοντο, αι ομιλίαι εζωήρευσαν και φώτα
έφεραν οι υπηρέται, διότι είχεν αρχίση να νυκτώνη. Εν τω μεταξύ εγώ παρετήρησα
ότι ο νεαρός οινοχόος, ο οποίος εστέκετο πλησίον εις τον Κλεόδημον εχαμογέλα από
καιρού εις καιρόν — (πρέπει, μου φαίνεται, να αναφέρω και τα μικρά επεισόδια του
γεύματος και μάλιστα εκείνα τα οποία έχουν κάποιο αστείον ενδιαφέρον) — και
επρόσεχα ν' ανακαλύψω την αιτίαν των μειδιαμάτων του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μετ' ολίγον επλησίασε διά να πάρη το ποτήρι του
Κλεοδήμου, και ο Κλεόδημος του έσφιγξε το δάχτυλον και συγχρόνως με το ποτήρι
τού έδωκε δυο δραχμάς, νομίζω. Το παιδί εμειδίασεν εκ νέου διά το σφίξιμον του
δακτύλου, δεν αντελήφθη όμως, φαίνεται, και το νόμισμα και, επειδή δεν το
εκράτησε, έπεσε και έκαμε θόρυβον, εκοκκίνησαν δε και οι δύο κατά τρόπον ο
οποίος τους επρόδιδε. Οι πλησίον ευρισκόμενοι ηρώτησαν τίνος ήτο το νόμισμα·
αλλά το μεν παιδί ηρνήθη ότι του έπεσε νόμισμα, ηρνήθη δε και ο Κλεόδημος,
πλησίον του οποίου εκτύπησε. Το πράγμα δεν έκαμεν εντύπωσιν και επέρασεν
απαρατήρητον και μόνον ο Αρισταίνετος, ως ενόησα, το παρετήρησε· διότι μετ'
ολίγον μετετόπισε το παιδί, διατάξας αυτό κρυφίως να εξέλθη, αντ' αυτού δε
διέταξε με νεύμα έναν οινοχόον εκ των ενηλίκων και δυνατών, ο οποίος εφαίνετο ως
ημιονηγός ή ιπποκόμος, να υπηρετή τον Κλεόδημον. Το επεισόδιον ετελείωσε
τοιουτοτρόπως· θα εγίνετο δε αίτιον μεγάλης καταισχύνης εις τον Κλεόδημον εάν
εγίνετο γνωστόν μεταξύ όλων των συμποτών και δεν επρολάμβανεν ο Αρισταίνετος με
πολλήν δεξιότητα να δώση τέλος εις την παρεκτροπήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο δε Κυνικός Αλκιδάμας, ο οποίος είχεν ήδη πίη
αρκετά, αφού ηρώτησε και έμαθε πώς ωνομάζετο η νύμφη, εφώναξε με φωνήν μεγάλην
να γίνη σιωπή και στραφείς προς τας γυναίκας είπε· Προπίνω εις υγείαν σου,
Κλεανθίς, εν ονόματι του Ηρακλέους του προστάτου και αρχηγού μας. Επειδή δε
εγέλασαν διά τούτο όλοι, Γελάτε, γαϊδούρια, είπε,διότι προέπια υπέρ της νύμφης
εν ονόματι του θεού μας του Ηρακλέους;Και όμως πρέπει να ξέρετε ότι αν δεν λάβη
από το χέρι μου το ποτήρι(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn43#fn43" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">43</a></sup>)
, δεν θα γέννηση ποτέ υιόν όμοιον μ' εμένα, δηλαδή με δύναμιν ακαταγώνιστον, με
χαρακτήρα ελεύθερον και σώμα τόσο ρωμαλέον. Και διά να δείξη την αθλητικήν του
διάπλασιν, ήνοιξε το ένδυμά του και εγυμνούτο μέχρις αναισχυντίας. Πάλιν
εγέλασαν δι' αυτά οι ομοτράπεζοι, αυτός δε εξοργισθείς εσηκώθη και τους ητένιζε
με βλέμμα άγριον και παράφορον και ήτο φανερόν ότι θα ήρχιζεν εχθροπραξίας, θα
κατέφερε δε την βακτηρίαν του εις την κεφαλήν κανενός, εάν εγκαίρως δεν
ενεφανίζετο μέγα γλύκισμα κομιζόμενον, και άμα το είδεν έγινεν ημερώτερος, ο
θυμός του έπαυσε και ήρχισε να το παρακολουθή περιφερόμενον και να τρώγη. Και οι
πλείστοι εκ των άλλων είχον ήδη μεθύση και η αίθουσα του συμποσίου ήτο πλήρης
θορύβου. Ο Δισνυσόδωρος ο ρήτωρ απήγγελλε μέρη των λόγων του και εχειροκροτείτο
υπό των υπηρετών, οίτινες εστέκοντο όπισθέν του· ο δε Ιστιαίος, ο οποίος κατείχε
την τελευταίαν θέσιν απήγγελλε ποιήματα, αναμιγνύων στίχους του Πινδάρου, του
Ησιόδου και του Ανακρέοντος και σχηματίζων εξ όλων αυτών ποίημα αστειότατον, εις
το οποίον ως να προέβλεπε τα μέλλοντα να συμβούν έλεγε·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Συν δ' έβαλον ρινούς(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn44#fn44" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">44</a></sup>)</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">και</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ένθα δ' αρ' οιμωγή τε και ευχωλή πέλεν
ανδρών(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn45#fn45" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">45</a></sup>)</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο δε Ζηνόθεμις ανεγίνωσκε βιβλίον
ψιλογραμμένον(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn46#fn46" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">46</a></sup>)
, το οποίον είχε λάβη από τον υπηρέτην του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και επειδή, όπως συνειθίζεται, οι υπηρέται
έπαυσαν επ' ολίγον να κουβαλούν φαγητά, ο Αρισταίνετος ο οποίος είχε προνοήση να
μη μείνη και το διάλειμμα εκείνο χωρίς τέρψιν και απασχόλησιν, διέταξε να
εισέλθη ο γελωτοποιός και να είπη ή να κάμη τίποτε αστείον προς μεγαλειτέραν
διασκέδασιν των προσκεκλημένων του. Εισήλθε λοιπόν ένας ασχημάνθρωπος, ο οποίος
είχε ξυρισμένον το κεφάλι και ολίγας τρίχας ορθάς εις την κορυφήν. Αυτός
εχόρευσε με διάφορα τσακίσματα και μορφασμούς γελοίους διά να φαίνεται
αστειότερος και απήγγειλε σατυρικά ποιήματα, μιμούμενος την προφοράν των
Αιγυπτίων και τέλος ήρχισε ν' απευθύνη σκώμματα εις τους παρισταμένους. Και οι
μεν άλλοι,εγελούσαν όταν εσκώπτοντο, ο Αλκιδάμας όμως, όταν ο γελωτοποιός τον
έσκωψε και αυτόν και τον ωνόμασε σκυλάκι της Μάλτας, εθύμωσε — ήτο δε και πριν
φανερόν ότι εζήλευε τον γελωτοποιόν διά την εντύπωσιν που έκανε και διότι
συνεκέντρωνε την προσοχήν των συμποτών — επέταξε τον μανδύαν του και επροκάλεσε
τον γελωτοποιόν εις πυγμαχίαν. Τον εφοβέριζε δε, αν δεν εδέχετο, να τον δείρη.
Ούτω ο ταλαίπωρος Σατυρίων — διότι τούτο ήτο το όνομα του γελωτοποιού —
ηναγκάσθη να δεχθή την πρόκλησιν και ήρχισε να πυγμαχή. Και το θέαμα ήτο
αστειότατον να βλέπη κανείς ένα φιλόσοφον να αγωνίζεται με ένα γελωτοποιόν, να
κτυπά και να κτυπάται. Εκ των παρόντων άλλοι μεν ησθάνοντο εντροπήν, άλλοι δε
εγέλων, έως ου ο Αλκιδάμας απέκαμε να κτυπάται υπό του ανθρωπίσκου, ο οποίος ήτο
γυμνασμένος εις την πυγμαχίαν και υπεχώρησεν ηττημένος. Γέλοια ακράτητα
υπεδέχθησαν την έκβασιν της μάχης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τότε εισήλθεν ο Διόνικος ο ιατρός, ολίγον μετά
την πυγμαχίαν· είχε δε βραδύνη, ως έλεγε, διότι επήγε να επισκεφθή τον αυλητήν
Πολυπρέποντα, ο οποίος είχε πάθη παραφροσύνην. Διηγήθη δε και κάτι
κωμικοτραγικόν το οποίον του συνέβη. Όταν εισήλθεν εις την κατοικίαν του
αυλητού, δεν εγνώριζεν ότι την στιγμήν εκείνην ο παράφρων κατείχετο υπό
παροξυσμού και άμα τον είδεν έτρεξε και έκλεισε την θύραν, έπειτα έσυρε μαχαίρι,
έδωκε δε εις τον ιατρόν αυλούς και τον διέταξε να παίξη. Και επειδή ο ιατρός δεν
ηδύνατο ν' αυλήση, ο παράφρων ήρχισε να τον κτυπά εις τας παλάμας με μάστιγα από
λουρί. Ο ιατρός ευρεθείς εις τοιούτον κίνδυνον εσκέφθη το εξής διά να
σωθή·εκάλεσεν εις αγώνα μουσικόν τον παράφρονα υπό τον όρον ο ηττώμενος να
λαμβάνη ωρισμένον αριθμόν μαστιγώσεων. Και εν πρώτοις αυτός έπαιξεν αυλόν όπως
ηδύνατο, δηλαδή αθλίως· έπειτα εδώκεν εις τον τρελλόν τους αυλούς και έλαβε παρ'
αυτού την δερματίνην μάστιγα και το μαχαίρι, τα οποία έσπευσε και έρριψε διά του
φεγγίτου έξω εις την αυλήν και ούτω χωρίς μεγάλον κίνδυνον πλέον ηδύνατο ν'
αμύνεται εναντίον του παράφρονος και συγχρόνως να φωνάζη και να καλή εις
βοήθειαν τους γείτονας, οι οποίοι εβίασαν την θύραν και τον εβοήθησαν να
σωθή.Εδείκνυε δε σημεία των κτυπημάτων και μερικάς αμυχάς εις το πρόσωπον.Ο
Διόνικος αφού έκαμεν όχι ολιγωτέραν από τον γελωτοποιόν εντύπωσιν με την
διήγησίν του, εχώθη πλησίον του Ιστιαίου και εδείπνα με τα υπολείμματα. Φαίνεται
δε ότι κάποιος θεός μας τον έστειλε, διότι μας εφάνη πολύ χρήσιμος
αργότερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μετ' ολίγον παρουσιάσθη ένας δούλος ο οποίος
είπεν ότι είχε σταλή από τον Ετοιμοκλέα τον Στωικόν και έφερεν επιστολήν με την
παραγγελίαν του κυρίου του να την αναγνώση ενώπιον και εις επήκοον όλων και
έπειτα να φύγη. Ο Αρισταίνετος του έδωκε την άδειαν, αυτός δε επλησίασεν εις τον
λύχνον και ήρχισε ν' αναγινώσκη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. θα ήτο βέβαια κανέν εγκώμιον της νύμφης ή
επιθαλάμιον εξ εκείνων τα οποία συνειθίζονται εις τοιαύτας
περιστάσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Και ημείς κάτι τοιούτον ενομίσαμεν, αλλά
κάθε άλλο ήτο. Ιδού τι έγραφεν η επιστολή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">«Ετοιμοκλής ο φιλόσοφος προς τον
Αρισταίνετον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">»Τι ιδέαν έχω περί των γευμάτων όλον το
παρελθόν μου μαρτυρεί,διότι ενώ σχεδόν καθ' εκάστην μ' ενοχλούν με προσκλήσεις
πολύ πλουσιώτεροί σου, όμως ουδέποτε δέχομαι, διότι γνωρίζω τους θορύβους και
τας παρεκτροπάς, αίτινες γίνονται εις τα συμπόσια. Αλλά νομίζω ότι έχω το
δικαίωμα ν' αγανακτήσω εναντίον σου, διότι ενώ τόσον καιρόν σε περιποιούμαι, δεν
κατεδέχθης να με συναριθμίσης εις τους άλλους σου φίλους, αλλά μόνος εγώ έμεινα
απρόσκλητος και μάλιστα ενώ είμαι και γείτων σου. Ό,τι δε προ πάντων με λυπεί
από την διαγωγήν σου είνε η αχαριστία, διότι εγώ δεν εξαρτώ την ευτυχίαν από
μερίδα αγριοχοίρου ή λαγού ή γλυκίσματος, τα οποία απολαμβάνω άφθονα εις τα
τραπέζια άλλων γνωριζόντων τα καθήκοντά των. Και σήμερον ακόμη είχα κληθή παρά
του μαθητού μου Παμμένους εις γεύμα πολυτελές, αλλά δεν εδέχθην προς χάριν σου ο
ανόητος. Συ όμως παραλείψας εμέ εκάλεσες άλλους, διότι δεν δύνασαι να διακρίνης
το καλλίτερον και δεν έχεις καταληπτικήν φαντασίαν(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn47#fn47" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">47</a></sup>)
. Αλλά γνωρίζω εις ποίους οφείλω αυτήν την ύβριν· βεβαίως εις τους θαυμαστούς
σου φιλοσόφους Ζηνόθεμιν και Λαβύρινθον, τους οποίους χωρίς να καυχηθώ δύναμαι
δι' ενός συλλογισμού ν' αποστομόσω. Ας είπη κανείς εξ αυτών τι εστί φιλοσοφία ή
τα στοιχειώδη ταύτα, τι διαφέρει η σχέσις της έξεως, διά να μη είπω τίποτε εκ
των δυσκόλων ερωτημάτων,κανένα κερατίναν ή σωρείτην ή θεριστικόν
συλλογισμόν(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn48#fn48" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">48</a></sup>)
. Αλλ' εγώ ο οποίος μόνον το ωραίον νομίζω καλόν, θα υποφέρω ευκόλως την ύβριν.
Διά να μη έχης όμως κατόπιν την πρόφασιν ότι ένεκα των πολλών φροντίδων και των
περισπασμών μ' ελησμόνησες, σ' εχαιρέτησα σήμερον δις, την πρωίαν εξερχόμενον εκ
της οικίας σου και έπειτα όταν εθυσίαζες εις τον ναόν των Διοσκούρων. Αυτά και
μόνον έχω να σου υπενθυμίσω διά ναπολογηθώ ενώπιον των προσκεκλημμένων σου. Εάν
δε νομίζης ότι οργίζομαι εξ αιτίας του γεύματος, σου υπενθυμίζω την ιστορίαν του
Οινέως, όπου θα ίδης και την Άρτεμιν να αγανακτή, διότι εκείνος μόνον αυτήν
παρέλειψεν εις την θυσίαν την οποίαν ετέλεσε προς τους άλλους θεούς. Ιδού τι
λέγει ο Όμηρος περί της παραλείψεως εκείνης·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ή λάθετ' ή ουκ ενόησεν, αάσατο δε μέγα
θυμώ(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn49#fn49" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">49</a></sup>)
·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και ο Ευριπίδης·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Καλυδών μεν ήδε γαία Πελοπίας χθονός<br />εν
αντιπόρθμοις πεδί' έχουσ' ευδαίμονα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn50#fn50" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">50</a></sup>)
·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και ο Σοφοκλής·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Συός μέγιστον χρήμ' επ' Οινέως γύαις<br />ανήκε
Λητούς παις εκηβόλος θεά(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn51#fn51" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">51</a></sup>)
·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">»Ταύτα εκ πολλών ολίγα σου αναφέρω διά να
εννοήσης ποίον άνθρωπον παρέλειψες και αντ' αυτού εκάλεσες εις το γεύμα σου τον
Δίφιλον και τον υιόν σου παρέδωκες εις αυτόν· αλλά τούτο ήτο επόμενον, διότι
είνε ευχάριστος εις τον νέον και ευχάριστα διδάσκεται παρ' αυτού. Εάν δεν ήτο
αισχρόν εκ μέρους μου να λέγω τοιαύτα πράγματα, θα προσέθετα και κάτι τι το
οποίον συ, εάν θέλης, δύνασαι να μάθης παρά του παιδαγωγού Ζωπύρου ότι είνε
αληθές. Αλλά δεν πρέπει να ταράττη κανείς την χαράν ενός γάμου και να κατηγορή
άλλους, μάλιστα διά πράξεις τόσον αισχράς.Μολονότι ο Δίφιλος μου έχει δώση
αφορμάς, διότι μου απέσπασεν ήδη δύο μαθητάς, εγώ χάριν της φιλοσοφίας θα
σιωπήσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">»Διέταξα τον κομίζοντα την επιστολήν άνθρωπόν
μου, εάν του δώσης μερίδα αγριοχοίρου ή ελάφου ή σησαμωτού διά να μου τα φέρη
και δικαιολογηθής ούτω διά την παράλειψίν σου, να μη δεχθή διά να μη φανή ότι
επί τούτω τον έστειλα».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ενώ, φίλε μου, ανεγινώσκοντο αυτά, τοιαύτη
στενοχώρια εντροπίας με κατείχεν, ώστε με περιέλουεν ιδρώς και κατά το λεγόμενον
ηυχόμην ν'ανοίξη η γη και με καταπίη. Οι άλλοι όμως εγελούσαν δι' εκάστην
περικοπήν της επιστολής, μάλιστα εκείνοι οίτινες εγνώριζον τον Ετοιμοκλέα ως
άνθρωπον ηλικιωμένον και θεωρούμενον σοβαρόν. Εθαύμαζαν πώς ενώ ήτο τοιούτος
τους εξηπάτα με την γενειάδα του και την σοβαρότητα της μορφής του. Και ο
Αρισταίνετος μου εφάνη ότι δεν παρέλειψε να τον καλέση από λησμοσύνην, αλλά
διότι δεν ήλπιζεν ότι αν τον εκάλει θα κατεδέχετο να έλθη· διά τούτο ούτε καν
απεπειράθη να τον καλέση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού λοιπόν ο υπηρέτης ετελείωσε την ανάγνωσιν,
όλοι οι συμποσιάζοντες εστράφησαν προς τον Ζήνωνα και τον Δίφιλον, οι οποίοι
είχον καταληφθή υπό ταραχής και ήσαν ωχροί, επιβεβαιούντες ούτω τας κατηγορίας
του Ετοιμοκλέους. Ο δε Αρισταίνετος κατεταράχθη και εφαίνετο εις άκρον
θυμωμένος, αλλ' όμως μας είπε να εξακολουθήσωμεν να πίνωμεν και επροσπάθει να
δείξη ότι δεν επειράχθη, υπεμειδίασε μάλιστα και απέπεμψε τον υπηρέτην του
Ετοιμοκλέους και του είπεν ότι θα εφρόντιζε περί αυτών των πραγμάτων. Μετ'
ολίγον δε και ο Ζήνων εσηκώθη και έφυγε με τρόπον· του ένευσεν ο παιδαγωγός κατά
διαταγήν του πατρός του να εξέλθη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο δε Κλεόδημος, όστις προ πολλού εζήτει αφορμήν
να επιτεθή κατά των Στωικών και έσκαζε διότι δεν εύρισκε την κατάλληλον
πρόφασιν,επωφελήθη την ευκαιρίαν την οποίαν του έδιδεν η επιστολή. Ιδού, είπε,τα
κατορθώματα του λαμπρού Χρυσίππου, του θαυμαστού Ζήνωνος και του Κλεάνθους. Είνε
μόνον φρασίδια και ερωτήσεις σκοτειναί και εξωτερικόν φιλοσοφικόν, κατά δε τα
άλλα οι πλείστοι είνε όμοιοι με τον Ετοιμοκλήν. Βλέπετε δε και ποίαν σεμνότητα
και μετριοφροσύνην έχουν αι επιστολαί του· τον μεν Αρισταίνετον παρομοιάζει προς
τον Οινέα,τον εαυτόν του δε προς την Αρτέμιδα. Πολύ κατάλληλα αυτά, μα τον
Ηρακλέα, και πρέποντα εις εορτήν. Θα ήκουσεν, είπεν ο Έρμων, ότι ο Αρισταίνετος
είχεν ετοιμάση διά το δείπνον αγριόχοιρον και ενόμισεν ότι δεν ήτο άκαιρον ν'
αναφέρη τον Καλυδώνιον. Σπεύσε, σε παρακαλώ,Αρισταίνετε, και στείλε ένα κομμάτι
το καλλίτερον εις αυτόν τον γέροντα διά να μη αποθάνη της πείνης, όπως ο
Μελέαγρος. Αλλ' έπρεπε να μη σκοτίζεται δι' αυτά, αφού ο Χρύσιππος τα θεωρεί
αδιάφορα. Πώς ομιλείτε έτσι περί του Χρυσίππου, είπεν, ανασηκωθείς ο Ζηνόθεμις,
με φοβεράν φωνήν, και πώς κρίνετε τον Κλεάνθην και τον Ζήνωνα, σοφούς αληθινούς
από άνθρωπον ως ο Ετοιμοκλής, ο οποίος δεν είνε αληθής φιλόσοφος, αλλ' αγύρτης;
Αλλά και ποίοι είσθε σεις οι οποίοι ομιλείτε κατ' αυτόν τον τρόπον; Δεν είσαι
συ, Έρμων, που έκοψες και έκλεψες τους χρυσούς πλοκάμους των Διοσκούρων, διά το
οποίον και θα δικασθής και θα παραδοθής εις τον δήμιον; Και συ, Κλεόδημε, δεν
συνελήφθης να μοιχεύης την γυναίκα του μαθητού σου Σωστράτου και δεν έπαθες τα
αίσχιστα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn52#fn52" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">52</a></sup>)
; Διατί δεν σιωπάτε, αφού γνωρίζετε ότι έχετε την ουρά σας κομμένην;Δεν είμαι
εγώ μαστρωπός της γυναικός μου, είπεν ο Κλεόδημος, όπως εσύ, ούτε κατεχράσθην τα
χρήματα τα οποία μου ενεπιστεύθη ο ξένος μαθητής και έπειτα ωρκίσθηκα εις την
Πολιούχον ότι δεν τα έλαβα, ούτε δανείζω με τόκον τεσσάρων δραχμών κατά
μήνα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn53#fn53" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">53</a></sup>)
, ούτε πνίγω τους μαθητάς εάν δεν μου δώσουν εγκαίρως τον μισθόν της
διδασκαλίας. Αλλά δεν θ' αρνηθής είπεν ο Ζηνόθεμις ότι έδωκες δηλητήριον εις τον
Κρίτωνα διά ν' απαλλαγή από τον πατέρα του.Συγχρόνως, επειδή έτυχε να πίνη την
στιγμήν εκείνην έρριψε κατ' αυτών το περιεχόμενον του ποτηριού του, το οποίον
ήτο πλήρες κατά το ήμισυ.Ως πλησίον δε ευρισκόμενος ο Ίων εδέχθη μέρος εκ του
ρανΤιςματος εκείνου, του οποίου δεν ήτο ανάξιος. Και ο μεν Έρμων έσκυψε και
εσπόγγιζεν εκ της κεφαλής του τον οίνον και επεκαλείτο την κρίσιν των παρόντων
διά το πάθημά του. Ο δε Κλεόδημος, επειδή δεν εκράτει την στιγμήν εκείνην
ποτήρι, εστράφη και έπτυσε τον Ζηνόθεμιν· τον ήρπασε δε από τα γένεια διά να τον
κτυπήση και θα εφόνευεν ίσως τον γέροντα εάν δεν τον ανεχαίτιζεν εγκαίρως ο
Αρισταίνετος, ο οποίος εσηκώθη και ετοποθετήθη μεταξύ αυτών διά να χρησιμεύση ως
διατείχισμα και τους αναγκάση να ησυχάσουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ενώ συνέβαινον αυτά, Φίλων, εγώ έκανα διαφόρους
σκέψεις, αλλά κυρίως εσκεπτόμην ότι ουδέν ωφελούν αι γνώσεις, όταν τις δεν
ρυθμίζη και τον βίον του προς το καλόν· ούτω δε εκείνοι, ενώ ήσαν τόσον σοφοί
εις τους λόγους, εις τα πράγματα εγίνοντο τόσον γελοίοι. Έπειτα μου επήλθεν η
σκέψις μήπως αληθεύει το υπό των πολλών λεγόμενον, ότι η παιδεία απομακρύνει από
την ορθοφροσύνην εκείνους οι οποίοι μόνον εις τα βιβλία προσέχουν και
περιορίζονται. Εκ των τόσων φιλοσόφων οίτινες ήσαν εκεί ούτε ένα ηδύνατό τις να
ίδη άψογον, αλλ' οι μεν έπραττον αισχρά, οι δε έλεγον αισχρότερα. Και ούτε εις
τον οίνον ηδυνάμην ν'αποδώσω τα συμβαίνοντα, ενθυμούμενος τα όσα έγραψεν ο
Ετοιμοκλής,χωρίς να φάγη και να πίη. Οι όροι είχον αναστραφή και οι μεν απλοί
άνθρωποι εδείπνουν με πολλήν σεμνότητα, χωρίς να λέγουν ή να πράττουν απρεπή,
αλλά περιωρίζοντο να γελούν και να εκπλήσσωνται δι' εκείνους τους οποίους
εθαύμαζον απατώμενοι υπό του εξωτερικού των και νομίζοντες ότι είνε σπουδαίοι
άνθρωποι, οι δε σοφοί παρεξετρέποντο και αλληλοϋβρίζοντο, έτρωγαν και έπιναν
κατά κόρον, εφώναζαν και διεπληκτίζοντο· ο δε θαυμάσιος Αλκιδάμας και
εκατουρούσε εις το μέσον, χωρίς να εντρέπεται τας γυναίκας. Μου εφαίνετο δε ότι
τα συμβαίνοντα εις το συμπόσιον εκείνο ήσαν ομοιότατα προς εκείνα τα οποία
επροκάλεσεν άλλοτέ ποτε η Έρις, ως λέγουν οι ποιηταί. Επειδή δεν εκλήθη εις του
Πηλέως τον γάμον, έρριψε το μήλον επί της τραπέζης του συμποσίου και επροκάλεσε
τον μέγαν πόλεμον κατά της Τρωάδος. Και ο Ετοιμοκλής λοιπόν μου εφαίνετο ότι
έρριψεν εις το μέσον την επιστολήν του ως μήλον το οποίον δεν επροξένησεν
ολιγώτερα κακά από τ' αναφερόμενα υπό της Ιλιάδος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Διότι δεν έπαυσαν ο Ζηνόθεμις και ο Κλεόδημος
να φιλονεικούν και αφού τους εχώρισεν ο Αρισταίνετος. Τώρα, είπεν ο Κλεόδημος,
αρκεί να σας αποδείξω αμαθείς, αύριον δε θα εκδικηθώ όπως πρέπει. Ειπέ μου
λοιπόν, Ζηνόθεμι, ή συ σεμνότατε Δίφιλε, πώς, ενώ λέγετε ότι η απόκτησις των
χρημάτων είνε αδιάφορος, προ πάντων και μόνον δι' αυτό φροντίζετε πώς να
αποκτήσετε περισσότερα και διά τούτο πάντοτε με τους πλουσίους έχετε να κάμετε
και δανείζετε και τοκογλυφείτε και επί πληρωμή διδάσκετε, και ενώ λέγετε ότι
μισείτε την ηδονήν, χάριν αυτής ενεργείτε και παθαίνετε τα αίσχιστα και αν δεν
σας καλέσουν εις γεύμα αγανακτείτε, εάν δε κληθήτε, δεν αρκεί ότι τρώγετε τον
περίδρομον,αλλά δίδετε και εις τους υπηρέτας σας. . . . Και ενώ έλεγεν αυτά
επεχείρησε ν' αποσπάση το μάκτρον το οποίον εκράτει ο υπηρέτης του Ζηνοθέμιδος
και το οποίον ήτο πλήρες από διάφορα κρέατα, με σκοπόν να το λύση και αφήση να
πέσουν εις το έδαφος τα κρέατα· ο υπηρέτης όμως το εκράτει δυνατά και δεν το
αφήκε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εύγε, Κλεόδημε, είπεν ο Έρμων· ας μας είπουν
διατί κατηγορούν την ηδονήν αυτοί που εννοούν ν' απολαμβάνουν περισσότερον από
τους άλλους. Όχι, αλλά συ, Κλεόδημε, είπεν ο Ζηνόθεμις, να μας πης, διατί
θεωρείς αδιάφορον τον πλούτον. — Όχι, εσύ να μας πης. Και η φιλονεικία
παρετείνετο τοιουτοτρόπως, έως ου ο Ίων ανασηκωθείς ώστε να γίνη ορατός είπε·
Παύσετε να φιλονεικήτε, και εάν θέλετε, θα σας δώσω θέμα ομιλίας άξιον της
παρούσης εορτής· και περί αυτού θα ερωτήσετε και θα λάβετε απαντήσεις χωρίς
οργήν και φιλονεικίαν, όπως εγίνετο εις τας συζητήσεις του ημετέρου Πλάτωνος.
Όλοι οι παρόντες επεδοκίμασαν και μάλιστα ο Αρισταίνετος και ο Εύκριτος, οι
οποίοι ήλπισαν ότι ούτω θα εσώζοντο από την αηδίαν των ύβρεων. Επανήλθε δε τότε
ο Αρισταίνετος εις την θέσιν του, πιστεύσας ότι τα πράγματα θα ησύχαζαν.
Συγχρόνως μας έφεραν το λεγόμενον εντελές δείπνον(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn54#fn54" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">54</a></sup>)
δηλαδή μίαν όρνιθα δι' έκαστον και κρέας αγριοχοίρου, λαγόν και ψάρια τηγανητά,
σησαμωτά γλυκίσματα και διάφορα τραγήματα, τα οποία επετρέπετο ν' αποκομίσουν
όσοι εκ των συμποτών ήθελαν. Δεν είχε δε παρατεθή εις έκαστον ιδιαίτερον
πινάκιον, αλλ' έν εις εκάστην τράπεζαν. Διά τον Αρισταίνετον και τον Εύκριτον
υπήρχεν ένα πινάκιον επί μιας τραπέζης κοινόν και έκαστος ηδύνατο να λάβη εκ των
φαγητών και τραγημάτων των ευρισκομένων εις το μέρος του. Ομοίως κοινόν είχον το
πινάκιον ο Ζηνόθεμις ο Στωικός και ο Έρμων ο Επικούρειος· έπειτα ο Κλεόδημος και
ο Ίων και μετ' αυτούς ο γαμβρός και εγώ, ο δε Δίφιλος είχε διά δύο, διότι ο
Ζήνων είχεν απέλθη. Και σε παρακαλώ να το ενθυμήσαι αυτό, Φίλων, διότι θα μας
χρησιμεύση εις την διήγησιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. θα το ενθυμούμαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Είπε λοιπόν ο Ίων· Αρχίζω πρώτος, αν
θέλετε. Και αφού εσκέφθη επ' ολίγον εξηκολούθησεν· Έπρεπεν ίσως, ενώπιον σοφών
ως οι παρόντες να ομιλήσω περί ιδεών, αΰλων και αθανασίας της ψυχής· αλλά διά
ν'αποφύγω τας αντιλογίας εκείνων οίτινες έχουν αντιθέτους ιδέας, θα ομιλήσω περί
γάμου. Το προτιμότερον θα ήτο να μη έχωμεν ανάγκην γάμου, αλλ' ακολουθούντες την
γνώμην του Πλάτωνος και του Σωκράτους να παιδεραστώμεν διότι μόνον ο τοιούτος
έρως δύναται να οδηγήση εις την τελείαν αρετήν, εάν δε θεωρήται απαραίτητος και
ο μετά γυναικός γάμος, να έχωμεν τουλάχιστον, κατά την γνώμην του Πλάτωνος,
κοινάς τας γυναίκας, ώστε να είμεθα απηλλαγμένοι ζηλοτυπιών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Γέλωτες υπεδέχθησαν τους λόγους τούτους, ως
αναρμόστους εις την περίστασιν. Ο δε Διονυσόδωρος ανεφώνησε· Παύσε αυτάς τας
αηδίας. —Και συ μιλάς κάθαρμα; απήντησεν ο Ίων. Ο Διονυσόδωρος ήτο έτοιμος να
του τα ψάλλη επίσης, αλλ' ο αγαθός Ιστιαίος ο γραμματικός διέκοψε την λογομαχίαν
αναφωνήσας· Παύσετε διότι θα σας αναγνώσω ένα επιθαλάμιον.Και ήρχισεν αμέσως ν'
αναγινώσκη· αν δε καλώς ενθυμούμαι, οι στίχοι τους οποίους ανέγνωσεν ήσαν οι
εξής·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ή οίη πότ' άρ' Αρισταινέτου εν μεγάροισι<br />δία
Κλεανθίς άνασσ' ετρέφετ' ενδυκέως<br />προύχουσ' αλλάων πασάων
παρθενικάων,<br />κρέσσων της Κυθέρης ηδ' άμα της Ελένης.<br />Νυμφίε, και συ δε
χαίρε, κράτιστε τεών συνεφήβων,<br />κρέσσων Νιρήος και Θέτιδος πάϊδος.<br />Άμες
δ'αυθ' υμίν τούτον θαλαμήιον ύμνον<br />ξυνόν επ' αμφροτέροις πολλάκις
ασόμεθα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn55#fn55" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">55</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οι ακροαταί ως ήτο επόμενον εγέλασαν(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn56#fn56" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">56</a></sup>)
· επειδή δε ήτο καιρός της λεηλασίας, ο Αρισταίνετος και ο Εύκριτος επήραν
έκαστος τα επί της τραπέζης των υπολείμματα, επήρα κ' εγώ όσα μου ανήκον και ο
Χαιρέας τα προ αυτού, ομοίως δε ο Ίων και ο Κλεόδημος. Ο Δίφιλος όμως ενόει να
παραλάβη και τα ανήκοντα εις τον Ζήνωνα και έλεγεν ότι του ανήκον, αφού μόνον
δι' αυτόν παρετέθησαν και ηγωνίζετο προς τους υπηρέτας και έσυραν την όρνιθα και
αυτοί και εκείνος ως τον νεκρόν του Πατρόκλου, επιτέλους δε ο Δίφιλος ενικήθη
και έδωκεν αφορμήν πολλού γέλωτος εις τους ομοτραπέζους, μάλιστα όταν έπειτα
ηγανάκτει ως μεγάλως αδικηθείς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Έρμων και ο Ζηνόθεμις, ως είπα, ήσαν
κατακεκλιμένοι πλησίον,προς το επάνω μέρος ο Ζηνόθεμις, κατωτέρω ο Έρμων· επειδή
δε τα παρατεθέντα εις αυτούς ήσαν μοιρασμένα, τα παρέλαβον ειρηνικώς· κατά τύχην
όμως, υποθέτω, η όρνιθα του Έρμωνος ήτο παχυτέρα, έπρεπε δε να παραλάβη έκαστος
εκείνην που ευρίσκετο ενώπιόν του. Αλλ' ο Ζηνόθεμις— και εδώ σε παρακαλώ, Φίλων,
να προσέξης, διότι πρόκειται περί της κυριωτέρας αφορμής των γενομένων — ο
Ζηνόθεμις, λέγω, αφήκε τη δική του και ήρπασε την όρνιθα του Έρμωνος, η οποία,
ως είπα, ήτο παχυτέρα. Ο Έρμων όμως αντέστη κατά της πλεονεκτικής εκείνης
αυθαιρεσίας. Έγινε δε μέγας θόρυβος και οι δύο φιλόσοφοι συνεπλάκησαν και
ήρχισαν ν' αλληλοκτυπούνται με τας όρνιθας εις τα πρόσωπα και σύροντες ο είς τον
άλλον από τα γένεια εκάλουν εις βοήθειαν ο μεν Έρμων τον Κλεόδημον, ο δε
Ζηνόθεμις τον Αλκιδάμαντα και τον Δίφιλον·και έλαβαν το μέρος οι μεν του ενός,
οι δε του άλλου, εκτός μόνου του Ίωνος, ο οποίος έμεινεν ουδέτερος. Ούτω η
συμπλοκή εγενικεύθη· και ο Ζηνόθεμις αρπάσας από την τράπεζαν ποτήρι,
ευρισκόμενον προ του Αρισταινέτου, το εξεσφενδόνισε κατά του Έρμωνος·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">κακείνου μεν άμαρτε, παραί δε οι
ετράπετ'άλλη(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn57#fn57" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">57</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έσχισε δε του γαμβρού την κεφαλήν με βαθύ και
σοβαρόν τραύμα. Αι γυναίκες ήρχισαν να κραυγάζουν και η περισσότεραις έτρεξαν
προς τον νέον και πρώτη η μητέρα του, η οποία αλλοφρόνησεν όταν είδε το αίμα·και
η νύμφη δε έτρεξε προς αυτόν φοβηθείσα διά την ζωήν του. Εν τω μεταξύ ο
Αλκιδάμας ηνδραγάθησεν ως σύμμαχος του Ζηνοθέμιδος και τον μεν Κλεόδημον
εκτύπησεν εις την κεφαλήν με την βακτηρίαν, του δε Έρμωνος την σιαγόνα συνέτριψε
και μερικούς εκ των υπηρετών, οίτινες έτρεξαν να βοηθήσουν, επλήγωσε. Δεν
υπεχώρησαν όμως και οι άλλοι·αλλ' ο μεν Κλεόδημος εξώρυξε με το δάκτυλον τον
οφθαλμόν του Ζηνοθέμιδος και του εδάγκασε την μύτην, μέρος της οποίας απέκοφε, ο
δε Έρμων ιδών τον Δίφιλον ερχόμενον εις βοήθειαν του Ζηνοθέμιδος ώρμησε και τον
έρριψε κάτω. Επληγώθη δε και ο Ιστιαίος ο γραμματικός επιχειρήσας να τους
χωρίση, ο δε Κλεόδημος υποθέσας ότι ήτο ο Δίφιλος του έδωκε λάκτισμα εις τα
δόντια και έπεσεν ο δυστυχής «αιμ' εμέων»,όπως θα έλεγεν ο Όμηρός του. Η αίθουσα
του συμποσίου ήτο πλήρης από ταραχήν και θρήνον. Και αι μεν γυναίκες
περιεστοίχισαν τον Χαιρέαν και εθρηνολόγουν, οι δε άλλοι κατεγίνοντο να παύσουν
την συμπλοκήν. Ο Αλκιδάμας όμως είχεν αποθηριωθή· και αφού έτρεψεν εις φυγήν
τους αντιπάλους του, ήρχισε να κτυπά αδιακρίτως· θα έπιπτον δε πολλοί, εάν δεν
έσπαζεν η βακτηρία του. Εγώ είχα σταθή πλησίον του τοίχου και παρετήρουν τα
καθέκαστα, χωρίς ν' αναμιχθώ, διότι το πάθημα του Ιστιαίου με είχε διδάξη ότι
είνε επικίνδυνος τοιαύτη ανάμιξις. Το θέαμα των ανατρεπομένων τραπεζών, του
χυνομένου αίματος και των ριπτομένων ποτηριών, ενθύμιζε την μάχην των Κενταύρων
και των Λαπιθών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εις το τέλος ο Αλκιδάμας ανέτρεψε τον
λυχνοστάτην και έγινε μέγα σκότος, το οποίον επέτεινε την αταξίαν· διότι
εβράδυναν να φέρουν άλλο φως και εις το σκότος συνέβησαν πολλά. Όταν δε
αιφνιδίως εισήλθε κάποιος με λύχνον, εφάνη ο Αλκιδάμας προσπαθών να γυμνώση μίαν
αυλητρίδα και να την βιάση. Ο δε Διονυσόδωρος εφωράθη ότι είχε πράξη άλλο
γελοίον· όταν εσηκώθη έπεσεν εκ του κόλπου του ποτήριον·δικαιολογούμενος δε
είπεν ότι κατά την στιγμήν της ταραχής του το έδωκεν ο Ίων διά να το φυλάξη να
μη χαθή, και ο Ίων τον ελυπήθη και δεν ηρνήθη ότι ούτω συνέβη το
πράγμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ούτω διελύθη το συμπόσιον και τα δάκρυα
κατέληξαν εις γέλωτας εις βάρος του Αλκιδάμα, του Διονυσοδώρου και του Ίωνος. Οι
πληγωμένοι απεκομίζοντο επί φορείων και ήσαν εις κακήν κατάστασιν, μάλιστα ο
γέρων Ζηνόθεμις, όστις με τα δύο του χέρια εκράτει την μύτην και τον οφθαλμόν
του και εφώναζεν ότι υπέφερε φρικτούς πόνους. Ο δε Έρμων,μολονότι και αυτός ήτο
εις κακήν κατάστασιν (διότι δύο του δόντια είχον εκριζωθή), του εφώναξε· Να
ενθυμήσαι, Ζηνόθεμι, ότι δεν θεωρείς αδιάφορον τον πόνον(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn58#fn58" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">58</a></sup>)
. Και ο γαμβρός, αφού ο Διόνικος του επέδεσε το τραύμα, ετέθη εις το
όχημα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn59#fn59" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">59</a></sup>)
, επί του οποίου έμελλε να μεταφέρη την νύμφην, και ωδηγήθη εις την πατρικήν του
κατοικίαν, έχων δεμένην την κεφαλήν με ταινίας. Πικρούς ο δυστυχής εώρτασε τους
γάμους του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Διόνικος επεριποιήθη και τους άλλους και
ωδηγούντο διά να κοιμηθούν, εμούντες οι περισσότεροι καθ' οδόν. Ο Αλκιδάμας όμως
έμενεν εκεί· εστάθη αδύνατον να τον σηκώσουν, αφού επλάγιασεν εις μίαν κλίνην
και απεκοιμήθη. Τοιούτον τέλος έλαβεν, αγαπητέ Φίλων; το συμπόσιον, εις το
οποίον αρμόζουν οι στίχοι του τραγικού ποιητού(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn60#fn60" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">60</a></sup>)
·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">πολλαί μορφαί των δαιμονίων<br />πολλά δ' αέλπτως
κραίνουσι θεοί<br />και τα δοκηθέντα ουκ ετελέσθη(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn61#fn61" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">61</a></sup>)
·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">διότι αληθώς ήσαν απροσδόκητα όσα συνέβησαν.
Τώρα όμως εξ αυτών ενόησα, ότι δεν είνε ασφαλές να συντρώγη με τοιούτους
σοφούς,άνθρωπος με ειρηνικόν χαρακτήρα.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 36pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ ΤΡΑΓΩΔΟΣ</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;"><br />ΕΡΜΗΣ. Ω Ζευ, γιατί συλλογισμένος φαίνεσαι
και μόνος σου μιλάς; γιατί περιπατείς ωχρός και φιλοσόφου χρώμα έχεις; Σ' εμένα
την καρδιά σου άνοιξε και λέγε μου μ' εμπιστοσύνη τον πόνο και τη σκέψι που σε
βασανίζει(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn62#fn62" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">62</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΘΗΝΑ. Κ' εγώ, πατέρα μας Κρονίδη ύψιστε, σε
ικετεύω, η θεά η γαλανή, η τριτογέννητη. Λέγε και μη μας κρύπτης τίποτε, διά να
μάθωμεν κ'εμείς ποιά σκέψις σου πικραίνει την καρδιά και συνταράσσει σου τας
σκέψεις, γιατί στενάζεις κι' ωχρός φαίνεσαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει δυστυχία, κακόν
και συμφορά καμμία τραγική που να μην απειλή και τους θεούς με τους ανθρώπους
όμοια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΘΗΝΑ. Με τι προοίμια αρχίζει, ω θεέ
μου!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Όντα παγκάκιστα, όπου η γη σας έθρεψεν...
ω Προμηθεύ, ποία κακά μου έκαμες, προδότη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΘΗΝΑ. Τι τρέχει τέλος πάντων; Δικοί σου είμεθα
και θαρρετά να πης. Γιατί δεν μας 'μπιστεύεσαι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ω κεραυνέ μου φοβερέ, εις τι μου
χρησιμεύεις;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑ. Τι έχει πάλιν; Παύσε τον θυμόν και τας
τραγικότητας. Τι;δράμα θα παίξωμεν; Δεν δυνάμεθα όλοι, όπως αυτοί, ν'
απαγγέλλωμεν στίχους τραγικούς, διά να σε συνοδεύσωμεν. Δεν έχομεν καταπιή όλον
τον Ευριπίδην. Αλλά μη νομίζης ότι δεν γνωρίζω την αιτίαν της λύπης
σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Δυστυχισμένη· αν ήξευρες θάκλαιγες και θα
εθρήνεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑ. Δεν αμφιβάλλω ότι η πραγματική αφορμή θα
είνε πάλιν κάποια ερωτοδουλειά· αλλά μου έχεις κάνη τόσες φορές αυτήν την ύβριν,
ώστε συνείθισα πλέον και δεν κλαίω. Φαίνεται ότι κάποιαν Δανάην ή Σεμέλην ή
Ευρώπην θα ανεκάλυψες πάλιν κ' ερωτεύθηκες, και τώρα σκέπτεσαι πώς να μεταβληθής
εις ταύρον ή σάτυρον ή και χρυσός να χυθής από την στέγην εις τον κόρφον της
ερωμένης σου. Οι στεναγμοί, τα δάκρυα και η ωχρότης, αυτά σημαίνουν και μόνον
έρωτα μαρτυρούν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ευτυχισμένη, που νομίζεις ότι πρόκειται
περί έρωτος και μικρολογιών τοιούτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑ. Αλλά τι άλλο δύναται να σε
λυπή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τα συμφέροντα των θεών, Ήρα, διατρέχουν
τον έσχατον κίνδυνον, και ως κοινώς λέγεται επί ξυρού ακμής
ευρίσκονται.Πρόκειται περί του αν πρέπη να λατρευώμεθα και ν' απολαμβάνωμεν
τιμάς επί της γης ή να παραμεληθώμεν τελείως και να θεωρούμεθα ως μη
υπάρχοντες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑ. Μήπως εφύτρωσαν πάλιν εκ της γης Γίγαντες
ή οι Τιτάνες έσπασαν τα δεσμά των, ενίκησαν την φρουράν και εκ νέου
επανεστάτησαν εναντίον μας; ΖΕΥΣ. Από τον Άδην κίνδυνος δεν απειλεί
κανένας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑ. Τι άλλο λοιπόν μπορεί να συμβαίνη; Αφού
δεν έχεις τοιαύτας αφορμάς θλίψεως δεν εννοώ διατί από Ζευς μας παρουσιάζεσαι
σήμερον ως Πώλος ή Αριστόδημος(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn63#fn63" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">63</a></sup>)</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Χθες ο Τιμοκλής ο Στωικός και ο
Επικούρειος Δάμις δεν ξέρω πώς ήρχισαν και κατέληξαν εις συζήτησιν περί θείας
προνοίας ενώπιον πολλών και διακεκριμένων ανθρώπων· τούτο δε προ πάντων
μ'εστενοχώρησε. Ο Δάμις υπεστήριζεν ότι ούτε υπάρχουν καθόλου θεοί,ούτε
επιβλέπουν και διευθύνουν τα συμβαίνοντα επί της γης. Ο δε ευσεβέστατος Τιμοκλής
επροσπάθησε ν' αναλάβη την υπεράσπισίν μας·επειδή όμως συνηθροίσθη πολύς όχλος,
η συζήτησις δεν ετελείωσε.Εχωρίσθησαν συμφωνήσαντες να εξακολουθήσουν και
συνεχίσουν άλλην ημέραν την συζήτησιν, και τώρα όλοι περιμένουν την επανάληψιν
διά να ίδουν ποίος θα νικήση και θα φανή ότι έχει την άληθεστέραν γνώμην.Βλέπετε
λοιπόν ότι ο κίνδυνος είνε μέγας και τα συμφέροντά μας εις δύσκολον θέσιν, αφού
εξαρτώνται από ένα άνθρωπον. Έν εκ των δύο, ή θα περιφρονηθώμεν και θα
θεωρούμεθα ότι είμεθα μόνον κεναί λέξεις ή θα εξακολουθήσουν οι άνθρωποι να μας
τιμούν όπως πριν, εάν ο Τιμοκλής νικήση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑ. Αυτά πραγματικώς είνε σοβαρά και δεν είχες
άδικον να φαίνεσαι τόσον τραγικός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Και όμως εσύ ενόμισες ότι εξ αιτίας
καμμιάς Δανάης ή Αντιόπης ευρισκόμην εις τέτοιαν ταραχήν. Λοιπόν τι πρέπει να
γίνη, ω Ερμή και Ήρα και Αθηνά; Πρέπει να σκεφθήτε και σεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Εγώ νομίζω ότι πρέπει να συνέλθωμεν όλοι
και από κοινού να σκεφθώμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑ. Και εγώ συμφωνώ με τον Ερμήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΘΗΝΑ. Εγώ όμως, πατέρα, νομίζω εξ εναντίας ότι
δεν πρέπει να ταράξωμεν τον ουρανόν και να φανούμεν ότι αποδίδομεν σημασίαν εις
το πράγμα, αλλά μυστικά να βοηθήσωμεν τον Τιμοκλήν να νικήση, ο δε Δάμις να γίνη
καταγέλαστος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δεν μπορούν να μένουν μυστικά αυτά, αφού η
φιλονεικία των φιλοσόφων γίνεται φανερά και συ θα φανής δεσποτικός αν δεν
ανακοινώσης τα συμβαίνοντα εις τους άλλους θεούς, προκειμένου περί κοινών και
μεγάλων κινδύνων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Πολύ σωστά λέγεις. Λοιπόν διαλάλησε και
κάλεσε όλους τους θεούς εις συνέλευσιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Θεοί, ο Ζευς σας συγκαλεί εις εκκλησίαν
και πρέπει να συνέλθετε όλοι χωρίς να βραδύνετε, διότι πρόκειται περί μεγάλων
ζητημάτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Με τρόπον τόσον πεζόν, απλούν και
ανεπίσημον κάνεις την πρόσκλησιν, ενώ πρόκειται περί τόσο σοβαρών
πραγμάτων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αλλά πώς θέλεις να τους καλέσω;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Πώς θέλω; Πρέπει να μεταχειρισθής
ποιητικά μέτρα και μεγαληγορίαν, διά να γίνη το κήρυγμα σοβαρώτερον και να
προθυμοποιηθούν περισσότερον οι θεοί να συνέλθουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ναι· αλλά δι' αυτό πρέπει να είνε κανείς
ποιητής και ραψωδός και εγώ δεν είμαι καθόλου ποιητής, και αντί τα κάμω
ευγενέστερον το κήρυγμα, θα το χαλάσω με στίχους ασυμμέτρους και χωλούς και θα
γελάσουν διά τους ατέχνους στίχους μου, όπως βλέπω να γελούν οι άνθρωποι ενίοτε
και διά τους εμμέτρους χρησμούς του Απόλλωνος, αν και η μαντική συγκαλύπτη πολλά
εκ των ελαττωμάτων και οι άνθρωποι προσέχοντες εις αυτήν δεν εξετάζουν τα
μέτρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Λοιπόν πάρε στίχους απ' τον Όμηρον και
ανάμιξε τους εις το κήρυγμα, θα ενθυμήσαι τους στίχους με τους οποίους εκείνος
μας συνεκάλει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δεν τους έχω πολύ προχείρους εις την
μνήμην μου, αλλά θα προσπαθήσω :</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μήτε τις ουν θήλεια θεός ... μήτε τις
άρσην,<br />μηδ' αυτών ποταμών μενέτω νόσφ' Ωκεανοίο<br />μηδέ τε νυμφάων, αλλ' ες
Διός έλθετε πάντες<br />εις αγορήν, όσσοι τε κλυτάς δαίνυσθ'εκατόμβας<br />όσσοι
τ'αυ μέσατοι ή ύστατοι ή μάλα πάγχυ<br />νώνυμνοι βωμοίσι παρά κνίσησι
κάθησθε(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn64#fn64" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">64</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Εύγε, Ερμή, ωραία τα κατάφερες· και ιδού
αρχίζουν να έρχωνται τρεχάτοι. Λοιπόν παραλάμβανέ τους και δίδε εις τον καθένα
θέσιν κατά την αξίαν του, αναλόγως της ύλης ή της τέχνης του. Την πρώτην θέσιν
να δώσης εις τους χρυσούς, την δευτέραν εις τους αργυρούς και κατά σειράν έπειτα
τοποθέτησε τους ελεφαντίνους, έπειτα τους χαλκίνους ή μαρμαρίνους, μεταξύ δε των
τελευταίων τούτων να προτιμηθούν όσοι έχουν κατασκευασθή υπό του Φειδίου, του
Αλκαμένους ή του Μύρωνος ή του Ευφράνορος και άλλων τοιούτων τεχνητών, οι δε
χυδαίοι και άτεχνοι ας τοποθετηθούν εις μίαν απόκεντρον γωνίαν, όπου να μένουν
σιωπηλοί και απλώς να παραγεμίζουν την συνέλευσιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Πολύ καλά· θα τους τοποθετήσω όπως πρέπει.
Αλλά θέλω να γνωρίζω εάν κανείς εξ αυτών είνε χρυσούς και πολύτιμος κατά την
ύλην,αλλ' άτεχνος την κατασκευήν, ασύμμετρος και βάναυσος, πρέπει και αυτός να
τοποθετηθή προ των χαλκίνων του Νέρωνος και Πολυκλείτου και των λιθίνων του
Φειδίου και Αλκαμένους ή πρέπει να προτιμηθή η τέχνη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ούτω έπρεπε, αλλ' όμως ο χρυσός πρέπει να
προτιμάται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Εννοώ· πρέπει να τους κατατάξωμεν αναλόγως
του πλούτου και όχι αναλόγως της αξίας και της τιμής. Ορίστε λοιπόν εις την
πρώτην θέσιν σεις οι χρυσοί. Κατ' αυτόν τον τρόπον, ω Ζευ, θα είνε εις την
πρώτην θέσιν μόνον θεοί βαρβαρικοί· διότι βλέπεις ότι οι Έλληνες θεοί είνε μεν
ωραίοι και χαρίεντες και με τέχνην κατασκευασμένοι, αλλ'όλοι είνε μαρμάρινοι ή
χάλκινοι, οι δε πολυτελέστεροι εξ αυτών είνε ελεφάντινοι, και μόνον ολίγος
χρυσός, αποστίλβει επί του ελεφαντοστού, όσον διά να δίδη λάμψιν και ποικιλίαν
εις το χρώμα των·εσωτερικώς δε και αυτοί είνε από ξύλον και δίδουν κατοικίαν εις
κοπάδια από ποντικούς. Αυτή όμως η Βενδίς και ο Άνουβις εκείνος και ο Άττις και
ο Μίθρης και ο Μην(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn65#fn65" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">65</a></sup>)
είνε ολόχρυσοι και βαρείς και αληθώς πολύτιμοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣΕΙΔΩΝ. Είνε δίκαιον, Ερμή, να λάβη θέσιν
τιμητικωτέραν από εμέ αυτός ο σκυλοπρόσωπος Αιγύπτιος, από εμέ τον
Ποσειδώνα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Τι να γίνη, γαιωσείστα; Εσένα σε έκαμεν ο
Λύσιππος χάλκινον και πτωχόν, διότι κατά την εποχήν εκείνην οι Κορίνθιοι δεν
είχαν χρυσόν· αυτός δε είνε ολόκληρον μεταλλείον χρυσού. Πρέπει λοιπόν να
ανεχθής τον παραγκωνισμόν σου και να μη αγανακτής εάν άλλος ο οποίος έχει χρυσήν
μύτην τόσο μεγάλην προτιμάται από σε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΦΡΟΔΙΤΗ. Λοιπόν, Ερμή, κ' εμένα να μου δώσης
μίαν από τας πρώτας θέσεις, αφού είμαι χρυσή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αυτό δεν το βλέπω, Αφροδίτη· αν πρέπη να
έχω πεποίθησιν εις τα μάτια μου, νομίζω ότι εκόπης από λευκόν πεντελίσσιον
μάρμαρον και έπειτα ο Πραξιτέλης σε κατεσκεύασεν Αφροδίτην και σε παρέδωκεν εις
τους Κνιδίους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΦΡ. Και όμως έχω να σου παρουσιάσω ένα
αξιόπιστον μάρτυρα, τον Όμηρον, ο οποίος εις διάφορα μέρη των ποιημάτων του με
αποκαλεί χρυσήν Αφροδίτην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Και τον Απόλλωνα ο ίδιος λέγει πολύχρυσον
και πλούσιον αλλά τώρα θα τον δης και αυτόν να λάβη θέσιν μεταξύ των
ζευγιτών(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn66#fn66" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">66</a></sup>)
, χωρίς στεφάνους, διότι τους έκλεψαν οι λησταί, και με κιθάραν χωρίς
στρηφτάρια, διότι και αυτά τα εσύλησαν ώστε να είσαι ευχαριστημένη ότι δεν θα
καταταχθής μεταξύ των πολύ πτωχών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΟΛΟΣΣΟΣ. Και σ' εμένα ποίος θα τολμήση να
διαφιλονεικήση τα πρωτεία, που είμαι Ήλιος και τόσον μεγαλοπρεπής;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εάν οι Ρόδοιοι δεν απεφάσιζαν να με
κατασκευάσουν τόσον γιγάντειον και με αναλογίας τόσον υπερφυσικάς, με την
δαπάνην την οποίαν έκαμαν θα ηδύναντο να κατασκευάσουν δέκα έξ χρυσούς θεούς·
ώστε αναλόγως πρέπει να θεωρούμαι ως πολυτελέστερος· άλλως τε δε εκτός του
μεγέθους έχω και την τέχνην και την τελειότητα της εργασίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Τι πρέπει να κάμωμεν, ω Ζευ; διότι μου
φαίνεται δύσλυτον και το ζήτημα τούτο· κατά την ύλην είνε χάλκινος, αλλ' εάν τον
λογαριάσωμεν κατά την δαπάνην η οποία έγινε διά την κατασκευήν του υπερβαίνει
τους πεντακοσιομεδίμνους(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn67#fn67" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">67</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τι ήθελε και αυτός να έλθη, διά να
καταστήση καταφανή την σμικρότητα των άλλων και να μας φέρη εις δύσκολον θέσιν
με τας αξιώσεις του; Αλλά τέλος πάντων, μεγαλοπρεπέστατε Ρόδοιε, μολονότι πρέπει
να προτιμηθής από τους χρυσούς, πώς είνε δυνατόν να λάβης την πρωτοκαθεδρίαν;
Πρέπει να μείνουν όλοι όρθιοι διά να καθήσης μόνος συ και να καταλάβης ολόκληρον
την Πνύκα μόνον με τον ένα σου γλουτόν.Ώστε καλά θα κάμης να μείνης όρθιος και
να σκυφτής ν' ακούς τι λέγεται εις την συνέλευσιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ιδού και άλλο ζήτημα επίσης δύσλυτον.
Αυτοί εδώ, ο Διόνυσος και ο Ηρακλής, είνε και οι δύο χάλκινοι και της ιδίας
τέχνης, έργα και οι δύο του Λυσίππου και το σπουδαιότερον ίσοι κατά την
ευγένειαν της καταγωγής, διότι και οι δύο είνε τέκνα σου, ω Ζευ. Ποίος λοιπόν εκ
των δύο θα λάβη την τιμητικωτέραν θέσιν; διότι ως βλέπεις φιλονεικούν περί
τούτου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Άδικα χάνομεν τον καιρόν μας, Ερμή, ενώ
έπρεπε προ πολλού να έχη αρχίση η σύσκεψις· ώστε ας καθήσουν όπως τύχη και όπου
έκαστος θέλει· άλλοτε δε θα γίνη ειδική περί τούτου συνευρίασις και σύσκεψις και
τότε θα σκεφθώ πώς να κανονισθή η τάξις εκάστου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Τι θόρυβο κάνουν και πώς φωνάζουν, ως
όχλος, και ζητούν διανομάς! Πού είνε το νέκταρ; φωνάζουν· θέλομεν νέκταρ. Η
αμβροσία εσώθη, δεν υπάρχει πλέον αρκετή αμβροσία. Πού είνε αι εκατόμβαι;θέλομεν
να γίνωνται κοιναί αι θυσίαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Να επιβάλης σιωπήν, Ερμή, διά να παύσουν
αυτάς τας φωνασκίας και ν' ακούσουν τον σκοπόν διά τον οποίον τους
εκαλέσαμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δεν εννοούν όλοι, ω Ζευ, Ελληνικά, και εγώ
δεν είμαι γλωσσομαθής ώστε να ομιλώ προς Σκύθας και Πέρσας, προς Θράκας και
Κελτούς και να μ' εννοούν. Αλλά θα προσπαθήσω να επιβάλω σιωπήν διά
νευμάτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Αυτό να κάμης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ιδού εσιώπησαν· ώστε καιρός ν' αγορεύσης,
διότι ως βλέπεις,περιμένουν ν' ακούσουν τι θα ειπής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Μου συμβαίνει κάτι τι δυσάρεστον, Ερμή,
το οποίον δεν δυσκολεύομαι να σου ομολογήσω αφού είσαι παιδί μου. Γνωρίζεις
πόσον θάρρος και πόσην ευφράδειαν είχα πάντοτε εις τας συνελεύσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Το ξέρω και έτρεμα όταν σε ήκουα να
αγορεύης και μάλιστα όταν εφοβέριζες να ανασύρης εκ των θεμελίων της την γην και
την θάλασσαν και να την σηκώσης μαζί με όλους τους θεούς διά της χρυσής εκείνης
αλυσίδας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τώρα όμως, παιδί μου, δεν ξέρω πώς, είτε
ένεκα του μεγέθους των επικειμένων κινδύνων, είτε ένεκα του πλήθους των
συνηγμένων —διότι βλέπεις πόσον πολύθεος είνε η συνέλευσις — έχουν ταραχθή αι
σκέψεις μου, είμαι συγκεκινημένος και η γλώσσα μου παραλύει. Τόσον τεταραγμένος
είμαι, ώστε ελησμόνησα και το προοίμιον το οποίον είχα ετοιμάση διά να κάμω
εντύπωσιν και επιβληθώ ευθύς εξ αρχής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αλλά τότε καταστρέφεις τα πάντα. Από τώρα
δε η σιωπή σου αρχίζει να εμπνέη υποψίας ότι πρόκειται περί πολύ μεγάλων δεινών
και διά τούτο διστάζεις να ομιλήσης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τι λες; να επαναλάβω το Ομηρικόν
προοίμιον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ποίον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Κέκλυτέ μευ πάντες τε θεοί πάσαί τε
θέαιναι. — (Ακούσατε με πάντες οι θεοί και αι θεαί).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αρκετά μας το έχεις κοπανίση αυτό εις το
παρελθόν. Αν θέλης άφησε την ποιητικήν μεγαληγορίαν και έκλεξε ένα από τους
Φιλιππικούς λόγους του Δημοσθένους, οποίον θέλεις, και προσάρμοσε τον εις την
περίστασιν με ολίγας μεταβολάς. Έτσι κάνουν σήμερον οι περισσότεροι
ρήτορες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Καλά λέγεις· αυτός είνε εύκολος τρόπος
διά να φανή κανείς ρήτωρ και να εξέλθη από την αμηχανίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Άρχισε λοιπόν επί τέλους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Υποθέτω, άνδρες θεοί, ότι η περιέργειά
σας είνε ζωηρά, και ανυπόμονος διά να μάθετε τον σκοπόν διά τον οποίον
συνεκλήθητε. Αφού λοιπόν ούτως έχει το πράγμα επόμενον είνε και πρέπει να με
ακούσετε με προθυμίαν και προσοχήν. Η παρούσα περίστασις, ω θεοί, μόνον ότι δεν
εκπέμπει φωνήν διά να μας συμβουλεύση ότι πρέπει να σκεφθώμεν σοβαρώς περί των
συμφερόντων μας, ενώ ημείς πολύ αμελώς φροντίζομεν περί αυτών. Και τώρα — επειδή
αι αναμνήσεις μου από τον Δημοσθένην εξηντλήθησαν — θα σας είπω τους λόγους οι
οποίοι με ηνάγκασαν να σας συγκαλέσω εις αυτήν την συνέλευσιν. Χθες, ως
γνωρίζετε, ο Μνησίθεος ο πλοίαρχος ετέλεσε θυσίαν διά την σωτηρίαν του πλοίου
του, το οποίον εκινδύνευσε να ναυαγήση εις τον Καφηρέα. Μετέβην επομένως εις τον
Πειραιά διά να παρακαθήσω εις την εστίασιν μετά των άλλων εξ υμών τους οποίους ο
Μνησίθεος εκάλεσεν εις την θυσίαν· έπειτα μετά τας σπονδάς σεις μεν ανεχωρήσατε
προς διαφόρους διευθύνσεις, εγώ δε —διότι ήτον ενωρίς ακόμη — ανέβηκα εις τας
Αθήνας, διά να περιπατήσω κατά το δειλινόν εις τον Κεραμεικόν. Καθ' οδόν
εσκεπτόμην διά την γλισχρότητα του Μνησιθέου, ο οποίος εκάλεσεν εις γεύμα δέκα
έξ θεούς και εθυσίασε μόνον ένα πετεινόν, και αυτόν γέρικον και πάσχοντα από
κόριζαν, και τέσσαρα κομμάτια λιβάνι, και αυτά μουχλιασμένα, ούτως ώστε έσβυσαν
αμέσως και ο καπνός των δεν επρόφθασε να φθάση εις την μύτην μας. Όταν όμως
εκινδύνευε το πλοίον και ευρίσκετο μεταξύ των υφάλων και ωθείτο προς τους
βράχους υπό της τρικυμίας υπέσχετο να μας προσφέρη ολοκλήρους εκατόμβας. Ταύτα
σκεπτόμενος έφθασα μέχρι της Ποικίλης Στoάς, όπου βλέπω μέγα πλήθος ανθρώπων
συνηθροισμένων· και άλλοι μεν ήσαν εντός της στoάς, πολλοί δε έξω. Διέκρινα και
άλλους τινάς οι οποίοι καθήμενοι επί εδρών εφιλονείκουν και
εκραύγαζαν·συνεπέρανα λοιπόν ότι θα ήσαν φιλόσοφοι από τους συζητητικούς
εκείνους και φιλονείκους και απεφάσισα να πλησιάσω και ν' ακούσω τι έλεγαν. Και
επειδή ήμουν περιτυλιγμένος με παχείαν νεφέλην, έδωκα εις το εξωτερικόν μου
φιλοσοφικόν σχήμα και απλώσας τα γένεια μου έγινα ομοιότατος προς φιλόσοφον.
Διαγκωνίσας δε το πλήθος εισήλθα χωρίς να εννοηθώ ποίος ήμουν και ευρήκα τον
φαυλότατον Επικούρειον Δάμιν και τον Τιμοκλήν τον Στωικόν, ένα εξαίρετον
άνθρωπον, οι οποίοι εφιλονείκουν με πολλήν ζωηρότητα. Και ο μεν Τιμοκλής είχεν
ιδρώση και η φωνή του ήτο εξησθενημένη εκ των κραυγών, ο δε Λάμις εγέλα
εμπαικτικώς, πράγμα το οποίον παρώξυνεν έτι περισσότερον τον Τιμοκλήν. Η
συζήτησίς των ήτο περί ημών. Ο επικατάρατος Δάμις διετείνετο ότι ούτε
φροντίζομεν διά τους ανθρώπους, ούτε επιτηρούμεν τα συμβαίνοντα επί της γης και
με άλλους λόγους έλεγεν ότι ούτε καν υπάρχομεν· τα λεγόμενά του τουλάχιστον
τούτο εσήμαινον. Ήσαν δε καί τινες μεταξύ των ακροατών οι οποίοι επεδοκίμαζον
και επευφήμουν τους λόγους του. Ο άλλος, ο Τιμοκλής ήτο με το μέρος μας, μας
υπερήσπιζε και ηγανάκτει και με πάντα τρόπον συνηγόρει υπέρ ημών, eπαινών την
επιμέλειάν μας και προσπαθών να δείξη ότι με σοφίαν και με την προσήκουσαν τάξιν
διευθύνομεν και κανονίζομεν τα πάντα. Είχε δε και αυτός μεταξύ των ακροατών
ομόφρονάς τινας οι οποίοι τον ενεθάρρυναν αλλ' είχεν ήδη καταπονηθή και η φωνή
του ήτο εξησθενημένη και το πλήθος εφαίνετο ότι απέκλινε προς τον Δάμιν.
Εννοήσας δε εγώ τον κίνδυνον, διέταξα την νύκτα να διαχύση το σκότος και να
διαλύση την συνάθροισιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ανεχώρησαν λοιπόν αφού συνεφώνησαν να
συνεχίσουν την επιούσαν την συζήτησιν. Εγώ δε αναμιχθείς εις το πλήθος ήκουα
τους επιστρέφοντας να επαινούν τα λεχθέντα υπό του Δάμιδος και ν' αποκλίνουν
προς τας ιδέας αυτού. Ήσαν όμως και άλλοι, οι οποίοι επερίμεναν ν' ακούσουν την
συνέχειαν της συζητήσεως και εκείνα τα οποία θα έλεγε την επιούσαν ο Τιμοκλής,
διά να σχημαΤιςουν οριστικήν γνώμην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά είνε διά τα οποία σας συνεκάλεσα και δεν
είνε ασήμαντα, ω θεοί, εάν σκεφθήτε ότι πάσα τιμή και πρόσοδος και δόξα ημών από
τους ανθρώπους προέρχεται. Εάν δε ούτοι πεισθούν ή ότι είμεθα εντελώς ανύπαρκτοι
ή ότι υπάρχομεν, αλλ' ουδόλως φροντίζομεν περί αυτών, θα παύση πάσα θυσία και
προσφορά και λατρεία εκ μέρους αυτών και εις μάτην θα καθήμεθα εις τον ουρανόν
να λιμώττωμεν και να στερούμεθα εορτών, πανηγύρεων, αγώνων και θυσιών,
ολονυκτιών, και λιτανειών.Αφού λοιπόν περί τόσο σπουδαίων συμφερόντων ημών
πρόκειται, πρέπει να σκεφθώμεν όλοι διά να εύρωμεν μέσον σωτηρίας εκ των
κινδύνων τούτων και να νικήση μεν ο Τιμοκλής και να φανή ότι υποστηρίζει τα
αληθέστερα, να γίνη δε καταγέλαστος ο Δάμις· διότι εγώ δεν έχω πολλήν πεποίθησιν
εις τον Τιμοκλήν ότι θα νικήση, αν αφεθή μόνον εις τας δυνάμεις του και δεν λάβη
συνδρομήν εκ μέρους ημών. Λοιπόν, Ερμή,κάλεσε τους δικαιουμένους κατά τον νόμον
να εγερθούν και να εκφράσουν γνώμην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Να γίνη ησυχία, να παύση πας
θόρυβος(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn68#fn68" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">68</a></sup>)
. Προσοχή. Τις θέλει να λάβη τον λόγον εκ των τελείων θεών(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn69#fn69" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">69</a></sup>)
, οίτινες έχουν το δικαίωμα τούτο; Αλλά τι συμβαίνει; Δεν εγείρεται κανείς;
Τόσον σας κατέπληξε το μέγεθος των κινδύνων τους οποίους ηκούσατε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΩΜΟΣ. Στάκτη να γίνετε όλοι(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn70#fn70" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">70</a></sup>)
. Εγώ αν μου δοθή άδεια να ομιλήσω ελεύθερα, έχω πολλά να είπω, ω
Ζευ,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Λέγε, Μώμε, άφοβα· φαίνεσαι ότι κάτι θα
πης με την συνήθη σου ειλικρίνειαν προς το κοινόν συμφέρον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΩΜ. Λοιπόν ακούσετε, ω θεοί, να σας ομιλήσω με
όλην την ειλικρίνειαν. Εγώ προ πολλού επερίμενα ότι τα πράγματά μας θα έφθαναν
μίαν ημέραν εις αυτήν την αμηχανίαν και ότι πολλοί τοιούτοι αυθάδεις σοφισταί θα
εφύτρωναν, οι οποίοι από ημάς θα ελάμβανον την αφορμήν και το θάρρος της τόλμης
των· και μα την Θέμιν ούτε κατά του Επικούρου είνε δίκαιον να θυμόνωμεν, ούτε
κατά των οπαδών και διαδόχων της διδασκαλίας του, διότι τοιαύτην γνώμην
εσχημάτισαν περί ημών. Τι θέλετε να φρονούν όταν βλέπουν τόσην αδικίαν εις τον
κόσμον και οι μεν δίκαιοι παραμελούνται και βασανίζονται εις πενίαν και νοσήματα
και δουλείαν, φαυλότατοι δε και μωροί άνθρωποι κατέχουν τα πρωτεία και γίνονται
υπέρπλουτοι και εξουσιάζουν τους εναρέτους; Και οι μεν ιερόσυλοι δεν
τιμωρούνται, αλλά διαφεύγουν, ανασκολοπίζονται δε και μαστιγούνται οι αθώοι.
Επόμενον λοιπόν είνε όταν βλέπουν τοιαύτα να υποπτεύωνται ότι ουδόλως υπάρχομεν
και μάλιστα όταν ακούουν χρησμούς ως εκείνος ο οποίος έλεγεν ότι αν περάση ο
Κροίσος τον Άλυν θα καταλύση μέγα κράτος, χωρίς να εξηγή αν επρόκειτο περί του
ιδικού του κράτους ή περί του εχθρικού και όπως ο άλλος ο οποίος έλεγεν
:</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">«Ω θεία Σαλαμίς, θα καταστρέψης τέκνα
γυναικών».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και οι Πέρσαι δε και οι Έλληνες μου φαίνεται
ότι ήσαν τέκνα γυναικών. Όταν πάλιν ακούουν από τους ποιητάς ότι και ερωτευόμεθα
και πληγωνόμεθα και δεσμευόμεθα και γινόμεθα δούλοι και στασιάζομεν και εις
πλείστα αλλά πάθη υποκείμεθα, ενώ θέλομεν να θεωρούμεθα αθάνατοι και
πανευτυχείς, δεν έχουν δίκαιον να μας περιγελούν και να μας γράφουν εις τα παληά
των τα παπούτσια; Και έπειτα αγανακτούμεν εάν ευρίσκωνται μερικοί άνθρωποι όχι
πολύ ανόητοι, οι οποίοι εξετάζουν αυτά τα πράγματα και αρνούνται την πρόνοιάν
μας, ενώ έπρεπε να είμεθα ευχαριστημένοι διότι υπάρχουν ακόμη ολίγοι τινες, οι
οποίοι μας προσφέρουν θυσίας, μεθ' όλα τα καθημερινά μας σφάλματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και τώρα σε παρακαλώ, ω Ζευ — αφού είμεθα μόνοι
και δεν υπάρχει κανείς άνθρωπος εις την συνέλευσιν, εκτός ολίγων παρείσακτων,
του Ηρακλέους, του Διονύσου, του Γανυμήδης και του Ασκληπιού — να μου'πης με
ειλικρίνειαν εάν ποτέ εσκοτίσθης τόσον διά τα συμβαίνοντα εις την γην ώστε να
εξετάσης ποίοι εκ των ανθρώπων είνε φαύλοι και ποίοι ενάρετοι. Αλλά δεν έχεις ν'
απαντήσης. Εάν ο Θησεύς, όταν επήγαινε από την Τροιζήνα εις τας Αθήνας, δεν
εφρόντιζεν από καλωσύνην του να ξεπαστρέψη τους κακούργους και εξηρτάτο το
πράγμα από σε και από την πρόνοιάν σου, ο Σκύρων, ο Πιτυοκάμπτης, ο Κερκυών και
οι άλλοι λησταί θα εξηκολούθουν να ζουν και να διασκεδάζουν, θανατόνοντες τους
διαβάτας. Και αν ο Ευρυσθεύς, άνθρωπος παλαιικός και προνοητικός, ο οποίος
εγνώριζε τα συμβαίνοντα εις τους διαφόρους τόπους κακά, δεν εσκέπτετο από
φιλανθρωπίαν ν' αποστείλη αυτόν εδώ τον δούλον του(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn71#fn71" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">71</a></sup>)
, άνθρωπον δυνατόν και πρόθυμον εις τους κόπους, συ ο Ζευς ολίγον θα εφρόντιζες
περί της Ύδρας, διά τα όρνεα της Στυμφαλίας, διά τους ίππους της Θράκης και διά
την θηριωδίαν και την ακολασίαν των Κενταύρων. Η αλήθεια είνε ότι καθήμεθα και
παρατηρούμεν μόνον αν γίνη καμμία θυσία και αν από κανένα βωμόν αναδίδεται
κνίσα. Τα άλλα αφήνονται εις την τύχην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επομένως δίκαια πάσχομεν, θα πάθωμεν δε ακόμη
περισσότερα όταν οι άνθρωποι ολίγον κατ' ολίγον θ' ανοίξουν τα μάτια των και θα
βλέπουν ότι ουδέν όφελος έχουν αν προσφέρουν θυσίας και αν μας κάνουν λιτανείας.
Και εντός ολίγου θα ίδης τους Επικούρους, τους Μητροδώρους(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn72#fn72" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">72</a></sup>)
και τους Δάμιδας να μας εμπαίζουν, να νικώνται δε και ν'αποστομόνωνται απ'
αυτούς οι συνήγοροί μας. Ώστε σεις οίτινες εφέρατε τα πράγματα εις αυτήν την
κατάστασιν, πρέπει και να τα θεραπεύσετε και να παύσετε των ανθρώπων την
δυσπιστίαν. Διά τον Μώμον ο κίνδυνος δεν είνε μέγας, αν παύση η λατρεία των
ανθρώπων· διότι και πριν δεν ήτο από εκείνους οίτινες ετιμώντο· σεις είσθε οι
ευτυχείς και μόνοι σας απολαμβάνετε τας θυσίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ας αφήσωμεν αυτόν να φλυαρή. Είνε γνωστή
η κακή του γλώσσα και το φιλοκατήγορον· αλλ' ως ο θαυμάσιος Δημοσθένης είπε, το
να κατηγορή κανείς και να επικρίνη είνε εύκολον εις πάντα βουλόμενον· να
συμβουλεύση όμως πώς η παρούσα κατάστασις θα βελτιωθή μόνον φρόνιμος πραγματικώς
σύμβουλος δύναται να το πράξη, αυτό δε ελπίζω ότι θα πράξετε οι άλλοι, ενώ αυτός
θα σιωπά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣΕΙΔ. Εγώ, ως γνωρίζετε, ζω εντός του ωκεανού
και διαμένω μόνος εις τα βάθη, καταγινόμενος όσον δύναμαι να σώζω τους
ταξειδεύοντας,να βοηθώ τα πλοία και να κατευνάζω τους ανέμους. Αλλ' όμως — διότι
ενδιαφέρομαι και διά τα εδώ — είμαι της γνώμης ότι αυτός ο Δάμις πρέπει να
ξεπαστρευθή είτε διά του κεραυνού, είτε κατ' άλλον τρόπον,πριν να επανέλθουν εις
την συζήτησιν και υπερισχύση διά του λόγου —διότι ως είπες, ω Ζευ, είνε,
φαίνεται, πολύ πειστικός. Κατ' αυτόν τον τρόπον θα δείξωμεν συγχρόνως εις τους
ανθρώπους πώς τιμωρούμεν αυτούς οι οποίοι ομιλούν κατά τοιούτον τρόπον περί
ημών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Αστειεύεσαι Ποσειδών, ή ελησμόνησες ότι
ουδόλως εξαρτώνται από ημάς τα τοιαύτα, αλλ' αι Μοίραι ορίζουν εις έκαστον ν'
αποθάνη με κεραυνόν ή με ξίφος, από πυρετόν ή από φθίσιν; Αν ήτο εις την
εξουσίαν μου, νομίζεις ότι θ' άφηνα προ ολίγου καιρού να φύγουν ακεραυνοβόλητοι
από την Πίσαν οι ιερόσυλοι που μου έκοψαν δύο πλοκάμους, εκ των οποίων έκαστος
είχε βάρος έξ μνων; Ή και συ θα παρέβλεπες εκείνον τον εξ Ωρεού αλιέα, ο οποίος
εις την Γεραιστόν(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn73#fn73" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">73</a></sup>)
σου έκλεψε την τρίαιναν; Άλλως τε ούτω θα φανούμεν ότι ταρασσόμεθα και φοβούμεθα
τους λόγους του Δάμιδος και διά τούτο εφροντίσαμεν να τον θέσωμεν εκτός μάχης
πριν ή συναγωνισθή με τον Τιμοκλήν. Δεν θα φανούμεν ούτω ότι μόνον ερήμην του
αντιπάλου ενικήσαμεν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣΕΙΔ. Εγώ ενόμισα ότι αυτός ήτο ο
συντομώτερος τρόπος διά να φθάσωμεν εις αποτέλεσμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Α μπα, η γνώμη σου είνε πολύ απλοϊκή,
Ποσειδών, και εντελώς χονδροειδής, να φονευθή προκαταβολικώς ο ανταγωνιστής και
ν' αποθάνη χωρίς να νικηθή πραγματικώς, αλλά να καταλίπη αμφίβολον και άκριτον
την συζήτησιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣΕΙΔ. Λοιπόν σκεφθήτε σεις τίποτε καλλίτερον,
αφού τα δικά μου σας φαίνονται τόσον ανόητα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΠΟΛΛΩΝ. Εάν και εις ημάς τους νέους και
αγενείους επέτρεπεν ο νόμος να λαμβάνωμεν τον λόγον, ίσως θα είχα να προσθέσω
κάτι τι συμφέρον εις την διάσκεψιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΩΜ. Πρόκειται περί τόσων σπουδαίων
συμφερόντων, ώστε δεν πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν η ηλικία, αλλά όλοι
αδιακρίτως να εκφράσουν γνώμην. θα ήτο αστείον, ενώ διατρέχομεν τους μεγίστους
κινδύνους, να χανώμεθα εις λεπτολόγους ερμηνείας των νόμων. Αλλά συ προ πολλού
ήδη έχεις το δικαίωμα να δημηγορής, διότι προ πολλού εξήλθες εκ της εφηβικής
ηλικίας και ενεγράφης εις το ληξιαρχικόν βιβλίον των δώδεκα θεών και παρ' ολίγον
να είσαι από το συμβούλιον του Κρόνου· ώστε μη μας κάνης το παιδί, αλλά λέγε με
θάρρος την γνώμην σου και μη διστάζης να ομιλήσης διότι είσαι αγένιος, αφού
έχεις υιόν με γενειάδα μεγάλην και ωραίαν, τον Ασκληπιόν. Άλλως τε η περίστασις
είνε κατάλληλος διά να δείξης την σοφίαν σου, εκτός αν άδικα κάθεσαι και
φιλοσοφής με τας Μούσας εις τον Ελικώνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΠΟΛ. Αλλά δεν ανήκει εις εσέ, Μώμε, να δίδης
τοιαύτην άδειαν·είνε δικαίωμα του Διός και αν αυτός επιτρέπη, ίσως θα είπω κάτι
τι όχι ανόητον, αλλ' άξιον της διατριβής μου εις τον Ελικώνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Λέγε, παιδί μου· έχεις την
άδειαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΠΟΛ. Ο Τιμοκλής είνε μεν έντιμος και ευσεβής
και γνωρίζει κατά βάθος την σοφίαν των Στωικών· διά τούτο και πολλοί τον έχουν
διδάσκαλον και πολλάς αποδοχάς έχει εκ τούτου, είνε δε πολύ πειστικός, ιδίως
όταν ομιλή προς τους μαθητάς του. Αλλ' όταν πρόκειται να ομιλήση προς το πλήθος
είνε ατολμότατος και ομιλεί τοιουτοτρόπως ώστε να φαίνεται αμαθής και σχεδόν
βάρβαρος. Διά τούτο εις τας δημοσίας διαλέξεις προκαλεί τον γέλωτα με την
ακρισίαν, τους τραυλισμούς και την ταραχήν του και μάλιστα όταν με αυτά του τα
ελαττώματα προσπαθή να επιδείξη και καλλιλογίαν. Έχει μεν οξυτάτην την αντίληψιν
και λεπτήν την κρίσιν, ως λέγουν οι καλλίτερα γνωρίζοντες την διαλεκτικήν των
Στωικών, αλλ' η ομιλία και η απαγγελία του είνε τόσον ασθενείς, ώστε καταστρέφει
και συγχέει τας ιδέας του και δεν εκφράζει σαφώς ό,τι θέλει, αλλ' αι μεν
ερωτήσεις του ομοιάζουν με αινίγματα, αι δε απαντήσεις του είνε ακόμη
ασαφέστεραι· και οι ακροαταί μη εννοούντες γελούν εις βάρος του.Νομίζω δε ότι οι
ομιλούντες πρέπει προ πάντων να είνε σαφείς και να φροντίζουν κυρίως ώστε να
τους εννοούν οι ακροαταί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΩΜ. Πολύ σωστά το είπες αυτό και δικαίως
επαινείς τους ομιλούντας σαφώς, αν και δεν το εφαρμόζεις εις τους χρησμούς, αλλ'
είσαι λοξός και αινιγματώδης και τα περισσότερα αφήνεις αμφίβολα, ούτως ώστε
όσοι ζητούν την γνώμην σου να έχουν ανάγκην άλλου Πυθίου Απόλλωνος διά να εξηγή
τας απαντήσεις σου. Αλλά τέλος πάντων τι συμβουλεύεις διά το ζήτημα περί του
οποίου πρόκειται; Ποίαν θεραπείαν προτείνεις διά την ρητορικήν δύναμιν του
Τιμοκλέους;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΠΟΛ. Αν είνε δυνατόν να του δώσωμεν ένα
συνήγορον εκ των δεινών ρητόρων, ο οποίος να λέγη όσα εκείνος θα του υπαγορεύη
αφού τα σκεφθή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΩΜ. Αυτό το οποίον είπες είνε αληθώς άξιον
παιδιού αγενείου, το οποίον έχει ανάγκην παιδαγωγού. Προτείνεις να παρουσιαστή
εις μίαν φιλοσοφικήν συζήτησιν ο Τιμοκλής με συνήγορον και ενώ ο Δάμις θα ομιλή
αυτοπροσώπως και μόνος του, ο Τιμοκλής θα μεταχειρίζεται ηθοποιόν, εις τον
οποίον θα χρησιμεύη ως υποβολεύς και θα του ψιθυρίζη εις το ους τας γνώμας του,
εκείνος δε θα τας απαγγέλλη,χωρίς ίσως και να εννοή όσα εκείνος θα του λέγη και
αυτός θα επαναλαμβάνη. Αυτά δύνανται να μη κινήσουν τον γέλωτα του πλήθους;Όχι,
άλλο τι πρέπει να σκεφθώμεν. Συ δε ο οποίος λέγεις ότι είσαι και μάντις και εκ
τούτου έχεις μεγάλας αποδοχάς, ώστε και πλίνθους χρυσάς έλαβες μιαν φοράν, ιδού
έχεις ενώπιόν σου κατάλληλον ευκαιρίαν διά να επιδείξης την μαντικήν σου τέχνην.
Διατί λοιπόν δεν μας προλέγεις ποίος εκ των δύο φιλοσόφων θα νικήση; Διότι
βέβαια γνωρίζεις από τούδε το αποτέλεσμα, αφού είσαι μάντις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΠΟΛ. Πώς είνε δυνατόν, Μώμε, να μαντεύσω, αφού
ούτε τρίποδα έχω εδώ, ούτε θυμιάματα, ούτε πηγήν μαντικήν, όπως η
Κασταλία;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΩΜ. Αυτά είνε προφάσεις και υπεκφυγαί, διότι
δεν μπορείς να πης τίποτε βέβαιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Λέγε, παιδί μου, ό,τι έχεις να πης και μη
δίδης αφορμάς εις αυτόν τον συκοφάντην να διαβάλλη και να χλευάζη την δύναμίν
σου ως εξαρτωμένην από τρίποδα και νερόν και λιβανωτόν και ότι άνευ αυτών η
τέχνη σου δεν έχει καμμίαν δύναμιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΠΟΛ. Είνε καλλίτερον να γίνωνται αυτά, πατέρα,
εις τους Δελφούς ή εις τον Κολοφώνα, όπου έχω όλα μου τα χρειώδη· αλλά και χωρίς
αυτά,χωρίς τα μέσα της τέχνης, θα προσπαθήσω να προείπω ποίος εκ των δύο θα
νικήση. θα μου επιτρέψετε δε να σας τα είπω έμμετρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΩΜ. Λέγε, αρκεί μόνον να είνε σαφή, να μη
έχουν δε και αυτά ανάγκην εξηγητού ή διερμηνέως· διότι τώρα δεν πρόκειται περί
κρεάτων αμνού και χελώνης, τα οποία ψήνονται ομού εις την Λυδίαν, αλλά γνωρίζεις
περί τίνος συσκεπτόμεθα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τι θα πης, τέκνον μου; Αλλ' από τούδε τα
σημεία του χρησμού φαίνονται φοβερά· το χρώμα σου μετεβλήθη, οι οφθαλμοί σου
περιστρέφονται, τα μαλλιά σου ανωρθώθησαν και αι κινήσεις σου είνε
Κορυβαντιώδεις· εντελώς ευρίσκεσαι υπό το κράτος της προφητικής εμπνεύσεως και
όλον σου το ήθος είνε φοβερόν και μυστηριώδες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΠΟΛ. Του μαντικού θεού Απόλλωνος ακούσετε τι
προφητεύει διά την έριδα την φοβεράν δυο φωνακλάδων, όπου με λόγους μάχονται
πυκνούς,ωσάν με δόρατα και βέλη. Κι' από τα δυο τα μέρη γίνεται αντάρα του
πολέμου και κακό μεγάλο. Αλλ' όταν τ' όρνεον τ' αρπακτικόν αρπάση την ακρίδα,
τότε το ύστερον θα κράξουν τα κοράκια που φέρνουν την βροχήν.Και θα νικήσουν οι
ημίονοι, κι' ο όνος τα παιδιά του τα γληγορόποδα θα κουτουλήση(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn74#fn74" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">74</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Διατί γελάς, Μώμε; Δεν βλέπω τίποτε το
γελοίον. Παύσε,ταλαίπωρε· θα σε πνίξουν τα γέλοια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΩΜ. Είνε δυνατόν, ω Ζευ, να μη γελώ, όταν
ακούω ένα χρησμόν τόσω σαφή και τόσω ευεξήγητον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Λοιπόν να εξήγησης και εις ημάς τι
λέγει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΩΜ. Είνε πολύ ευκολονόητα, ώστε να μην έχωμεν
ανάγκην του Θεμιστοκλέους διά να μας τα εξηγήση. Λέγει καθαρά ότι ο μεν Απόλλων
είνε αγύρτης, ημείς δε οι άλλοι που τον πιστεύομεν είμεθα γαίδούρια και μουλάρια
ξέστρωτα που δεν έχομεν ούτε μιας ακρίδας μυαλό.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚΛΗΣ. Εγώ, πατέρα, αν και είμαι ξένος εδώ
και παρείσακτος, θα τολμήσω να είπω την γνώμην μου. Όταν οι δύο φιλόσοφοι θα
συναντηθούν εκ νέου και αρχίσουν να συζητούν, εάν μεν ο Τιμοκλής υπερτερή,
ν'αφήσωμεν να προχωρήση η συζήτησις, ενόσω θα είνε υπέρ ημών· αν όμως ίδωμεν ότι
στρέφεται εναντίον μας, τότε εγώ αναλαμβάνω, αν θέλετε, να διασείσω την στοάν
και να την ρίξω επάνω εις τον Δάμιν, διά να παύση ο αχρείος να μας
υβρίζη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τι ανοησία είνε αυτή που λες; Να φονεύσης
μαζί με ένα κακόν άνθρωπον τόσους άλλους και προσέτι να καταστρέψης την στοάν
ομού με τους Μαραθωνομάχους, τον Μιλτιάδην και τον Κυναίγειρον! Και άμα χαθούν
οι Μαραθωνομάχοι, πώς θα ρητορεύουν πλέον οι ρήτορες, αφού θα χάσουν το
σπουδαιότερον εφόδιον των λόγων των; Άλλως τε εφόσον ήσουν εις την ζωήν, ίσως θα
ηδύνασο να κάμης τοιούτον ανδραγάθημα· αλλ'αφότου έγινες θεός, θα έμαθες υποθέτω
ότι μόνον από τας Μοίρας εξαρτώνται τα τοιαύτα και ημείς χωρίς την θέλησιν αυτών
δεν δυνάμεθα να κάμωμεν τίποτε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚ. Λοιπόν και όταν εφόνευα τον λέοντα ή την
ύδραν, αι Μοίραι έκαναν τα κατορθώματα εκείνα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Εννοείται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚ. Και τώρα αν κανείς με υβρίζη ή συλή τον
ναόν μου ή ανατρέπη το άγαλμα μου, εάν δεν το έχουν αποφασίση αι Μοίραι, δεν θα
τον συντρίψω;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Καθόλου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚ. Λοιπόν άκουσε, ω Ζευ, να σου ομιλήσω με
ειλικρίνειαν, διότι εγώ, ως ο κωμικός ποιητής είπε, είμαι αγροίκος και λέγω την
σκάφην,σκάφην· εάν τοιαύτη είνε η δύναμις των θεών, θα σας αφήσω να χαίρεσθε
μόνοι σας τας τιμάς του ουρανού, την κνίσαν και των σφαγείων το αίμα και θα φύγω
εις τον Άδην, όπου τουλάχιστον θα με φοβούνται αι σκιαί των θηρίων τα οποία έχω
φονεύση, όταν θα με βλέπουν γυμνόν, αλλά και ωπλισμένον με τόξον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Εύγε. Ο Δάμις δεν θα ήθελε καλλίτερον
μάρτυρα από σένα διά να μας αποτελειώση. Αλλά ποίος είνε αυτός που έρχεται
βιαστικός, ο χάλκινος, με τας ωραίας γραμμάς και τας αρμονικάς αναλογίας, ο
οποίος έχει την κόμην αναδεμένην κατά τον αρχαίον τρόπον; Φαίνεται ότι είνε ο
αδελφός σου, Ερμή, ο οποίος μένει εις την αγοράν πλησίον της Ποικίλης Στοάς.
Είνε καταλερωμένος από πίσσαν, διότι καθ' εκάστην του παίρνουν εκμαγεία οι
αγαλματοποιοί. Γιατί μας έρχεσαι τόσον βιαστικός, παιδί μου; μήπως μας φέρεις
καμμίαν είδησιν από την γην;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜΑΓΟΡΑΣ. Πολύ σπουδαίαν, ω Ζευ, και πρέπει να
προσέξετε πολύ εις αυτό το οποίον θα σας πω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Λέγε. Μήπως έγινε καμμία στάσις χωρίς να
πάρωμεν είδησιν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜΑΓ. Με είχαν προ ολίγου πασαλείψη με πίσσαν
εις το στήθος και τις πλάτες οι κατασκευασταί των χαλκίνων αγαλμάτων, διά να
λάβουν εκτυπώματα· και περιέβαλε το σώμα μου θώραξ γελοίος, τον οποίον μου
εφόρεσε η μιμητική τέχνη, διά να λάβη του σχήματός μου πιστόν αποτύπωμα, ότε
βλέπω πλήθος να συναθροίζεται και δύο ωχρούς φωνακλάδες, πυγμάχους των
σοφισμάτων, τον Δάμιν και ...</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Παύσε, παιδί μου, να μας ομιλής με
στίχους. Γνωρίζω ποίους λέγεις. Να μου πης μόνον αν προ πολλού έχει αρχίση η
συζήτησίς των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜΑΓ. Όχι, ήσαν ακόμη εις τους ακροβολισμούς
και εξ αποστάσεως εξεσφενδόνιζον ύβρεις κατ' αλλήλων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Δεν μας μένει λοιπόν τίποτε άλλο να
πράξωμεν παρά να σκύψωμεν εκ του ουρανού και να παρακολουθήσωμεν την συζήτησιν
ώστε ας αφαιρέσουν αι Ώραι τον μοχλόν και απομακρύνουσαι τα νέφη ας ανοίξουν τας
πύλας του ουρανού. Θεέ μου, πόσοι έχουν συναχθή διά να τους ακούσουν! Αλλ' αυτός
ο Τιμοκλής δεν μου αρέσει· όπως τρέμει και συγκινείται, θα μας πάρη στο λαιμό
του· πολύ το φοβούμαι· είνε φανερόν ότι δεν μπορεί ν' αντιπαραταχθή προς τον
Δάμιν. Αλλ' ας ευχώμεθα υπέρ αυτού. το μόνον το οποίον δυνάμεθα να κάμωμεν· σιγά
όμως διά να μη ακούση ο Δάμις(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn75#fn75" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">75</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜΟΚΛΗΣ. Τι λέγεις, ιερόσυλε Δάμι; ότι δεν
υπάρχουν θεοί και ότι δεν προνοούν περί των ανθρώπων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜΙΣ. Δεν είπα τούτο· αλλά συ να μου είπης πώς
επείσθης ότι υπάρχουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Όχι συ να μου αποκριθής, ασεβέστατε.
</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Όχι συ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Έως εδώ ο δικός μας τα καταφέρει
καλλίτερα και δυνατώτερα φωνάζει και θυμώνει. Εύγε, Τιμοκλή· μη φείδεσαι ύβρεων·
εις αυτάς θα νικήσης, ενώ εις τα αλλά φοβούμαι ότι θα σε αποστομώση και θα σε
κάμη άφωνον ως ιχθύν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Μα την Αθηνάν δεν θ' απαντήσω πριν από
σε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Λοιπόν ερώτα, Τιμοκλή. Με αυτόν τον όρκον
ενίκησες(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn76#fn76" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">76</a></sup>)
. Θα σε παρακαλέσω μόνον να συζητής χωρίς ύβρεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Καλά· ειπέ μου λοιπόν, δεν πιστεύεις,
κατηραμένε ότι οι θεοί προνοούν περί των θνητών;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Καθόλου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Τι λέγεις; Όλα λοιπόν γίνονται χωρίς
πρόνοιαν εκ μέρους των θεών;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Ναι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Και κανείς θεός δεν έχει την διεύθυνσιν
των πάντων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Όχι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Ώστε όλα τρέχουν τυχαίως και
ασκόπως;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Ναι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Και ακούετε αυτά, άνθρωποι, χωρίς να
λιθοβολήτε τον αλιτήριον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Διατί εξερεθίζεις εναντίον μου τους
ανθρώπους, Τιμοκλή; Και ποίος είσαι συ και αγανακτείς υπέρ των θεών, ενώ οι
ίδιοι δεν αγανακτούν; Με ακούουν προ πολλού να υποστηρίζω αυτάς τας ιδέας και
όμως δεν μου έκαμαν τίποτε κακόν, εκτός εάν είνε κωφοί και δεν
ακούουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Σε ακούουν, Δάμι, σε ακούουν, αλλά θα σε
τιμωρήσουν βραδύτερον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Και πού θα εύρουν καιρόν ν' ασχοληθούν δι'
εμέ, αφού, ως λέγεις, έχουν τόσας ασχολίας και φροντίζουν να τακτοποιούν τόσην
απειρίαν πραγμάτων εις τον κόσμον; Ούτω δεν ετιμώρησαν και σε διά τας τόσας σου
επιορκίας και τας άλλας σου πράξεις, τας οποίας δεν θ'αναφέρω διά να μη
αναγκασθώ να υβρίσω παρά την συμφωνίαν μας. Αλλά νομίζω ότι δεν ηδύναντο να
δώσουν καλλιτέραν απόδειξιν της προνοίας των παρά τιμωρούντες τας κακίας σου.
Φαίνεται όμως ότι έχουν ταξειδεύση μακράν, πέραν του ωκεανού εις την χώραν των
αγαθών Αιθιόπων· διότι συνειθίζουν να πηγαίνουν εκεί συχνά, προσκαλούμενοι εις
ευωχίας ή και αυθορμήτως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Τι να απαντήσω, Δάμι, εις την τόσην σου
αναισχυντίαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Εκείνο, Τιμοκλή, το οποίον προ πολλού
επιθυμώ να μου εξηγήσης, πώς επείσθης ότι οι θεοί προνοούν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Πρώτον η τάξις η επικρατούσα εις το
σύμπαν· ο ήλιος ο οποίος ακολουθεί πάντοτε την αυτήν οδόν και η σελήνη ομοίως,
αι τροπαί των ωρών του έτους, τα φυόμενα φυτά και τα γεννώμενα ζώα, αλλά και η
ευφυία μεθ' ης έχουν ταύτα δημιουργηθή, ώστε να τρέφωνται, να σκέπτωνται, να
κινούνται και να βαδίζουν, να κτίζουν και να ράπτουν και τα τοιαύτα. Αυτά δεν
σου φαίνονται ότι είνε έργα προνοίας;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Εκλαμβάνεις ως απόδειξιν αυτό το ζήτημα·
διότι δεν είνε αποδεδειγμένον και φανερόν ότι έκαστον εκ τούτων έγινεν εκ
προνοίας·ότι τοιαύτα είνε τα γινόμενα το ομολογώ και εγώ· αλλ' εκ τούτου δεν
έπεται ότι γίνονται και υπό προνοίας τινός, διότι δύναται και να υποτεθή ότι
αφού έγιναν κατ' αρχάς εκ τύχης εξακολουθούν να γίνωνται ομοίως και κατά τους
αυτούς νόμους· συ δε ονομάζεις τάξιν την ανάγκην και αγανακτείς έπειτα κατ'
εκείνων οι οποίοι δεν παραδέχονται την γνώμην σου, ότι τα φαινόμενα τα οποία
αριθμείς και εκθειάζεις αποτελούν και απόδειξιν ότι όλα έγιναν με πρόνοιαν και
τάξιν. Κατά τον κωμικόν ποιητήν, αυτό δεν περνά και λέγε μας άλλο(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn77#fn77" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">77</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Εγώ το νομίζω αρκετόν, αλλ' όμως θα σε
ερωτήσω και θέλω να μου αποκριθής. Φρονείς ότι ο Όμηρος είνε άριστος
ποιητής;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Βέβαια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Λοιπόν εις εκείνον επείσθην εξηγούντα και
διηγούμενον την πρόνοιαν των θεών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Αλλ', ω λαμπρέ άνθρωπε, περί του Ομήρου
όλοι θα συμφωνήσουν ότι ήτο ποιητής, αλλά μάρτυς αψευδής περί των τοιούτων ούτε
εκείνος,ούτε άλλος ποιητής δύναται να θεωρηθή· διότι οι ποιηταί δεν φροντίζουν
τόσον περί της αληθείας, όσον διά να τέρπουν τους ακούοντας τα ποιήματα, και διά
τούτο τα στολίζουν με μέτρα και τα παραγεμίζουν με μύθους και όλαι αι
προσπάθειαί των ως σκοπόν έχουν την τέρψιν. Αλλ' εν τοσούτω θα ήθελα να ακούσω
οποία πράγματα από τον Όμηρον σε έπεισαν. Μήπως εκείνα τα οποία λέγει περί του
Διός, ότι συνώμοσαν να τον δέσουν η κόρη του, ο αδελφός του και η σύζυγός
του;Και αν δεν ενόει τα τεκταινόμενα η Θέτις και εκάλει εις βοήθειαν τον
Βρυάρεων, θα ηχμαλώτιζαν τον καλό σου τον Δία ή και θα τον έρριπταν εις τα
δεσμά. Διά τούτο και ευγνωμονών προς την Θέτιδα, εξηπάτησε τον Αγαμέμνονα και
του έστειλε ψευδές όνειρον ότι πολλοί εκ των Αχαιών θα απέθνησκον. Βλέπεις; Του
ήτο αδύνατον να ρίξη κεραυνόν και να κατακαύση τον Αγαμέμνονα, αντί να φανή
απατεών; Ή σε έκαμαν να πιστεύσης τα άλλα, τα οποία διηγείται, ότι ο Διομήδης
ετραυμάτισε την Αφροδίτην και έπειτα κατά παρακίνησιν της Αθηνάς και αυτόν τον
Άρην;Έπειτα δε ότι συμπλακέντες οι θεοί εμονομάχησαν αρσενικοί και θηλυκοί
ανακατωμένοι και η Αθηνά ενίκα τον Άρην, ίσως διότι ούτος είχεν ήδη εξασθενήση
εκ του τραύματος το οποίον έλαβε παρά του Διομήδους,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λητοί δ' αντέστη σώκος ερυούνιος Ερμής(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn78#fn78" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">78</a></sup>)
;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ή σου εφάνησαν αξιόπιστα όσα διηγείται περί της
Αρτέμιδος, ότι εχωλώθη διότι δεν εκλήθη εις γεύμα υπό του Οινέως και διά τούτο
απέλυσεν εις την χώραν αυτού αγριόχοιρον τρομερόν; Με αυτάς τας διηγήσεις σε
έπεισεν ο Όμηρος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Πωπώ! με ποίαν βοήν το πλήθος επεδοκίμασε
τους λόγους του Δάμιδος· ο δε δικός μας φαίνεται ότι περιέπεσεν εις
αμηχανίαν·φαίνεται ότι τα έχει χάση, είνε φοβισμένος, τρέμει. Έτοιμος να ρίψη
την ασπίδα, παρατηρεί γύρω διά να ιδή από πού να φύγη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Ώστε και ο Ευριπίδης σου φαίνεται ότι δεν
λέγει τίποτε ορθόν όταν παρουσιάζη τους θεούς επί της σκηνής και σώζουν τους
αγαθούς εκ των ηρώων, τους κακούς δε και ασεβείς, όπως συ,
συντρίβουν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Αλλ' αν αυτά τα οποία γράφουν οι τραγικοί
ποιηταί σε έπεισαν,σοφώτατε Τιμοκλή, πρέπει έν εκ των δύο, ή τον Πώλον και τον
Αριστόδημον και τον Σάτυρον να νομίζης πραγματικούς θεούς, ή τα προσωπεία, τους
κοθόρνους, τους ποδήρεις χιτώνας· τας χλαμύδας και τας χειρίδας και τους
θώρακας, με τα οποία εκείνοι στολίζουν την τραγωδίαν, νομίζεις ως αποτελούντα
τους θεούς, πράγμα το οποίον θα ήτο γελοιωδέστατον, μου φαίνεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Διότι όταν αφ' εαυτού ομιλή ο Ευριπίδης και
εκφράζη τας σκέψεις του, χωρίς ν' αναγκάζεται υπό της ανάγκης των δραμάτων,
άκουσέ με ποίαν παρρησίαν αποφαίνεται:</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οράς τον υψού τόνδ' άπειρον αιθέρα<br />και γην
πέριξ έχονθ' υγραίς εν αγκάλαις;<br />τούτον νόμιζε Ζήνα, τον δ' ηγού θεόν(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn79#fn79" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">79</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">και αλλαχού,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ζευς, όστις ο Ζευς, ου γαρ οίδα, πλην λόγω
κλύων(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn80#fn80" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">80</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και αλλά τοιαύτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Λοιπόν όλοι οι άνθρωποι και όλα τα έθνη,
τα οποία πιστεύουν και λατρεύουν θεούς, πλανώνται;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Ευχαριστώ, Τιμοκλή, διότι μου ενθύμισες
τας δοξασίας των διαφόρων εθνών, εκ των οποίων καθαρώτατα φαίνεται ότι δεν
υπάρχει τίποτε βέβαιον εις την περί των θεών ιδέαν· διότι υπάρχουν πολλαί
αντιθέσεις και άλλοι άλλα πιστεύουν. Οι Σκύθαι προσφέρουν θυσίας εις τον
ακινάκην, οι Θράκες εις τον Ζάμολξιν, ένα φυγάδα άνθρωπον, όστις κατέφυγεν εις
αυτούς εκ Σάμου, οι Φρύγες εις τον θεόν Μήνην, οι Αιθίοπες εις την Ημέραν, οι
Κυλήνιοι εις τον Φάλητα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn81#fn81" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">81</a></sup>)
, οι Ασσύριοι εις την περιστεράν, οι Πέρσαι εις το πυρ και οι Αιγύπτιοι εις το
ύδωρ. Και εις όλους μεν τους Αιγυπτίους είνε κοινή η λατρεία του ύδατος, αλλ'
εκάστου διαμερίσματος οι κάτοικοι έχουν ιδιαιτέρους θεούς· οι Μεμφίται λατρεύουν
το ρόδι, οι Πηλουσιώται το κρομμύδι, άλλοι τον Ίβιν ή τον κροκόδειλον και άλλοι
τον κυνοκέφαλον,τον γάτον ή τον πίθηκον, υπάρχουν δε και χωρία εις τα οποία
θεωρείται θεός ο δεξιός ώμος, ενώ οι κατοικούντες επί της άλλης όχθης του Νείλου
θεωρούν ως θεόν τον αριστερόν ώμον. Άλλοι λατρεύουν ως θεόν το ήμισυ της κεφαλής
και άλλοι ποτήρι πήλινον ή πινάκιον. Δεν είνε αυτά γελοία, καλέ
Τιμοκλή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΩΜ. Δεν σας το έλεγα, ω θεοί, ότι όλα αυτά θα
αποκαλυφθούν και θα κριθούν αυστηρώς και λεπτομερώς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Βέβαια το έλεγες, Μώμε, και είχες
δίκαιον, εγώ δε θα προσπαθήσω να τα διορθώσω, αν διαφύγωμεν τον σημερινον
κίνδυνον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Αλλά δεν μου λέγεις συ, εχθρέ των θεών,
τους χρησμούς και τας προρρήσεις των μελλόντων εις ποίον τους αποδίδεις παρά εις
τους θεούς και εις την πρόνοιαν αυτών;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. θα κάμης καλά, φίλε μου, να μη ομιλής περί
των χρησμών, διότι θα με αναγκάσης να σ' ερωτήσω ποίον εξ αυτών θέλεις να
αναφέρης ως επιχείρημα της γνώμης σου. Μήπως εκείνον τον οποίον έδωκεν ο Πύθιος
Απόλλων εις τον Λυδόν βασιλέα και ο οποίος ήτο εντελώς αμφίβολος και διπρόσωπος,
οποία είνε τινά εκ των αγαλμάτων του Ερμού, διττά και όμοια οπόθεν και αν τα
παρατηρήσης; Ποίον κράτος θα κατέλυεν ο Κροίσος αν διέβαινε τον Άλυν, το ιδικόν
του ή την επικράτειαν του Κύρου; Και όμως ο διεφθαρμένος εκείνος βασιλεύς
επλήρωσε τον αμφίβολον τούτον χρησμόν με όχι ολίγα τάλαντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΩΜ. Ακούετε, θεοί, ότι αυτός ο φιλόσοφος λέγει
ακριβώς εκείνα τα οποία εγώ εφοβούμην. Πού είνε τώρα ο ωραίος μας κιθαριστής; Ας
κατέβη να του δώση απάντησιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Το ξέρεις, Μώμε, ότι μας παρασκότισες με
τας ακαίρους σου επικρίσεις;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Πρόσεξε, αλιτήριε Δάμι, διότι με αυτά που
λέγεις σχεδόν κατεδαφίζεις τους ναούς και τους βωμούς των θεών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Όχι όλους τους βωμούς, Τιμοκλή. Διότι δεν
βλέπω να προέρχεται τίποτε κακόν απ' αυτών, αφού είνε πλήρεις από θυμιάματα και
ευωδίας.Αλλά θα έβλεπα ευχαρίστως να ανατραπούν εκ βάθρων οι βωμοί της Αρτέμιδος
εις την Ταυρίδα, επί των οποίων τοιαύτας ευωχίας δέχεται ευχαρίστως η παρθένος
εκείνη(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn82#fn82" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">82</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τι κακό είνε αυτό που μας ήλθε; Βλέπετε
ότι δεν φείδεται κανενός εκ των θεών, αλλ' εις όλους κατά σειράν ψάλλει τα εξ
αμάξης και</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μάρπτει εξείης, ος τ' αίτιος ος τε και
ουκί(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn83#fn83" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">83</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΩΜ. Και όμως ολίγους δύνασαι να εύρης μεταξύ
ημών, ω Ζευ, οι οποίοι να μη είνε άξιοι κατηγορίας. Ίσως δε μετ' ολίγον θα θίξη
και κανένα από τους μεγαλειτέρους μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Ουδέ όταν βροντά ο Ζευς δεν ακούεις,
θεομάχε Δάμι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Πως δεν ακούω τας βροντάς, Τιμοκλή; Αλλ'
εάν εκείνος ο οποίος βροντά είνε ο Ζευς, συ θα το γνωρίζης καλλίτερα ο οποίος
μας ήλθες από την διαμονήν των θεών· διότι εκείνοι τουλάχιστον οι οποίοι
έρχονται από την Κρήτην άλλα μας διηγούνται· μας λέγουν ότι εκεί δεικνύουν ένα
τάφον και επ' αυτού στήλην της οποίας η επιγραφή λέγει ότι δεν βροντά πλέον ο
Ζευς, διότι προ πολλού απέθανεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΩΜ. Αυτό επερίμενα ότι θα το είπη. Αλλά διατί
ωχρίασες, ω Ζευ,και τα δόντια σου συγκρούονται εκ του τρόμου; Πρέπει να δείξης
θάρρος και να περιφρονήσης αυτούς τους ανθρωπίσκους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τι λέγεις, Μώμε; Να περιφρονήσω; Δεν
βλέπεις πόσοι τον ακούουν και πώς πείθονται εις όσα λέγει καθ' ημών και
φαίνονται ως να κρέμωνται από τα χείλη του;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΩΜ. Αλλά συ, ω Ζευ, όταν θελήσης, ρίπτεις
χρυσήν αλυσίδα και δύνασαι όλους αυτούς ν' ανασύρης ομού με την γην και την
θάλασσαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Ειπέ μου, κατηραμένε, εταξείδευσες ποτέ
σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Πολλάκις, Τιμοκλή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Λοιπόν όταν εταξείδευες, σας ωδήγει ο
άνεμος, ο οποίος εφούσκωνε τα πανιά, και η κωπηλασία ή ο κυβερνήτης ο οποίος ήτο
είς και μόνος διηύθυνε και έσωζε το πλοίον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Ο κυβερνήτης βέβαια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Ώστε το πλοίον αν δεν εκυβερνάτο δεν θα
ηδύνατο να ταξειδεύση, και νομίζεις ότι το σύμπαν αυτό το οποίον βλέπεις
κινείται χωρίς κυβερνήτην και χωρίς να το διευθύνη κανείς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Εύγε, Τιμοκλή, το παράδειγμά σου είνε
πολύ δυνατόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Αλλά, θεοφιλέστατε Τιμοκλή, ξέρεις ότι ο
κυβερνήτης ενός πλοίου φροντίζει πάντοτε δι' ό,τι συμφέρει το πλοίον του, προ
πολλού παρασκευάζεται και δίδει οδηγίας εις τους ναύτας, τίποτε δε ανωφελές και
παράλογον δεν υπάρχει εις το πλοίον, αλλά μόνον ό,τι είνε χρήσιμον και αναγκαίον
διά τα ταξείδια. Ο ιδικός σου όμως ο κυβερνήτης, ο οποίος ως διατείνεσαι
διευθύνει, αυτό το μέγα πλοίον,και οι σύντροφοί του δεν έχουν τακτοποιήση τίποτε
κατά το πρέπον και την ανάγκην, αλλ' ο μεν πρότονος συμβαίνει ενίοτε να είνε
παραριμμένος εις την πρύμνην, οι δε ποδεώνες εις την πρώραν και οι δύο· έστιν
ότε δε αι άγκυραι είνε χρυσαί και ο χηνίσκος(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn84#fn84" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">84</a></sup>)
μολύβδινος· και τα μεν ύφαλα του πλοίου είνε καταστόλιστα, τα δε έξω του ύδατος
τελείως αστόλιστα. Και εκ των ναυτών δε βλέπεις τον μεν αργόν και αμαθή και
άτολμον εις το έργον του να λαμβάνη διπλούν και τριπλούν μισθόν, εις εκείνον δε
ο οποίος είνε άριστος κολυμβητής και ευκολώτερα αναβαίνει εις τας κεραίας και
γνωρίζει παν ό,τι απαιτεί το έργον του, είνε ανατεθειμένον να αντλή το νερόν το
οποίον εισχωρεί εις το κύτος του πλοίου. Τα αυτά συμβαίνουν και με τους
επιβάτας·βλέπομεν ένα άξιον μαστιγώσεως να κάθηται εις την καλλιτέραν θέσιν και
πλησίον του κυβερνήτου ο οποίος του κάμνει παντοίας περιποιήσεις και άλλον
κακοηθέστατον ή πατροκτόνον ή ιερόσυλον ν' απολαμβάνη μεγάλας τιμάς και να
κατέχη τα επιφανέστερα μέρη του πλοίου, πολλούς δε ευγενείς ανθρώπους
συστιβαγμένους και στενοχωρουμένους εις το βάθος του σκάφους και καταπατουμένους
υπό των πραγματικώς υποδεεστέρων. Ενθυμίσου πώς ο Σωκράτης και ο Αριστείδης και
ο Φωκίων εταξείδευσαν· ούτε άρτον είχαν πάντοτε και τοποθετημένοι επί των γυμνών
σανίδων εις το κύτος, ούτε να εκτείνουν τους πόδας των είχον χώρον· με πόσα δε
αγαθά εταξείδευσαν ο Καλλίας, ο Μειδίας και ο Σαρδανάπαλλος, διασκεδάζοντες και
πτύοντες επί εκείνων οίτινες ευρίσκοντο κάτω από αυτούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά γίνονται εις το πλοίον σου, σοφώτατε
Τιμοκλή, και διά τούτο τα ναυάγια είνε απειράριθμα. Εάν όμως υπήρχε κανείς
κυβερνήτης ο οποίος να επιβλέπη και να κανονίζη πάντα τα καθέκαστα, πρώτον δεν
θα ηγνόει ποίοι είνε οι καλοί και ποίοι οι φαύλοι εκ των επιβατών του πλοίου
του, και έπειτα εις έκαστον θα έδιδε θέσιν κατά την αξίαν του και εις μεν τους
καλλιτέρους θα έδιδε την καλλιτέραν θέσιν επάνω, και πλησίον του, την κάτω δε
εις τους χειροτέρους και θα προσελάμβανεν ομοτραπέζους και συμβούλους τους
καλλιτέρους· εκ δε των ναυτών ο μεν πρόθυμος θα διωρίζετο επόπτης της πρώρας ή
μιας εκ των πλευρών του πλοίου και πάντως θα είχε θέσιν ανωτέραν των άλλων, ο δε
οκνηρός και αμελής θα εμαστιγόνετο πεντάκις της ημέρας με το καραβόσχοινον.
Ώστε,λαμπρέ μου άνθρωπε, το παράδειγμα του πλοίου κινδυνεύει να ναυαγήση,διότι
του έτυχε κακός κυβερνήτης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΩΜ. Τα πράγματα διά τον Δάμιν πηγαίνουν λαμπρά
και πλησίστιος προχωρεί προς την νίκην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Δυστυχώς, Μώμε, αι εικασίαι σου θα
επαληθεύσουν. Αυτός ο Τιμοκλής δεν δύναται να επινοήση κανέν ισχυρόν επιχείρημα,
αλλ'επαναλαμβάνει τα κοινά και τετριμμένα, όλα ευκόλως ανατρεπόμενα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Λοιπόν αφού το παράδειγμα του πλοίου δεν
σου εφάνη πολύ ισχυρόν, άκουσε τώρα και εκείνο το οποίον δύναται να ονομασθή
ιερά άγκυρα, διότι δεν θα δυνηθής με κανένα τρόπον να το συντρίψης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τι άρα γε θα είπη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. θα ίδης εάν αυτός ο συλλογισμός μου είνε
ανακόλουθος και αν δύνασαι να τον ανατρέψης. Εάν υπάρχουν βωμοί, υπάρχουν και
θεοί· αλλ'υπάρχουν βωμοί, άρα υπάρχουν και θεοί. Τι έχεις ν' απαντήσης εις
αυτά;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Άφησε να γελάσω πρώτον όσον αξίζει ο
συλλογισμός σου και έπειτα σου απαντώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Αλλά φαίνεται ότι δεν θα παύσης ποτέ να
γελάς. Δεν μου λέγεις τι το γελοίον βλέπεις εις αυτό το οποίον είπα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Γελώ διότι δεν εννοείς ότι εκρέμασες την
άγκυράν σου και μάλιστα την ιεράν από λεπτήν κλωστήν. Ενόμισες ότι αν συνδέσης
την ύπαρξιν των θεών με την ύπαρξιν των βωμών θα κάμης δυνατώτερον το σχοινί και
όμως το αποτέλεσμα είνε αντίθετον, ώστε εάν δεν έχης άλλο τίποτε λογικώτερον να
είπης, καιρός να φύγωμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Ομολογείς λοιπόν ότι ηττήθης και
αποφασίζεις ν' απέλθης πρώτος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Ναι, Τιμοκλή· διότι συ όπως οι
καταδιωκόμενοι κατέφυγες εις τους βωμούς. Ώστε, μα την ιεράν άγκυραν, θέλω να
συνάψω συνθήκην μετά σου επ' αυτών των βωμών ότι δεν θα συζητήσωμεν πλέον περί
τοιούτων θεμάτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜ. Με ειρωνεύεσαι, τυμβωρύχε και μιαρέ και
κατάπτυστε και κάθαρμα άξιον μαστιγώσεως. Νομίζεις ότι δεν γνωρίζομεν τίνος
πατρός είσαι τέκνον, πως η μητέρα σου επορνεύετο, πως έπνιξες τον άδελφόν σου
και μοιχεύεις και τους νέους διαφθείρεις, λαιμαργότατε και αναισχυντότατε; Αλλά
διατί φεύγεις; Περίμενε, διότι θέλω και να σε δείρω· θα σε σφάξω με αυτό το
κεραμίδι, φαυλότατε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ο Δάμις φεύγει και γελά, ο δε άλλος τον
ακολουθεί και τον υβρίζει· τον ερεθίζει τόσον η ευθυμία του Δάμιδος, ώστε
φαίνεται ότι και θα τον κτυπήση εις την κεφαλήν με το κεραμίδι το οποίον
κρατεί.Ημείς δε τι πρέπει να πράξωμεν τώρα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μου φαίνεται ορθόν εκείνο το οποίον είπεν
ένας κωμικός ποιητής,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ουδέν πέπονθας δεινόν, αν μη προσποιή(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn85#fn85" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">85</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Διότι τι τόσον μέγα κακόν είνε εάν ολίγοι
άνθρωποι επίστευσαν εις αυτά τα οποία είπεν ο Δάμις; Είνε πολύ περισσότεροι όσοι
πιστεύουν τα εναντία, οι περισσότεροι εκ των Ελλήνων, ο πολύς και αμαθής όχλος
και όλοι οι βάρβαροι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Και όμως, Ερμή, εκείνο το οποίον είπε
περί του Ζωπύρου ο Δαρείος μου φαίνεται πολύ ορθόν ώστε και εγώ θα επροτίμων να
έχω ένα σύμμαχον οποίος ο Δάμις παρά μυρίας Βαβυλώνας.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 36pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn86#fn86" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">86</a></sup>)</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;"><br />ΖΕΥΣ. Συ τακτοποίησε τα θρανία και συγύρισε
την αίθουσαν δι' εκείνους οίτινες θα έλθουν. Συ έπειτα φέρε και τοποθέτησε κατά
σειράν τους φιλοσόφους, αφού προηγουμένως τους στολίσης διά να κάνουν εντύπωσιν
και να προσελκύσουν περισσοτέρους αγοραστάς. Συ δε, Ερμή, διαλάλει και συγκάλεσε
υπό αισίους οιωνούς τους αγοραστάς να προσέλθουν εις το δημοπρατήριον. Θα
εκπλειστηριάσωμεν φιλοσοφικούς βίους παντός είδους και πάσης κατηγορίας. Εάν δε
κανείς δεν έχη να καταβάλη αμέσως το χρήμα, ας λάβη προθεσμίαν ενός έτους, αφού
δώση εγγυητήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜΗΣ. Πολλοί εμαζεύτηκαν, ώστε δεν πρέπει ν'
αργοπορούμεν και να τους αφήνωμεν να περιμένουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ας αρχίση λοιπόν η δημοπρασία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ποίον θέλεις να εκθέσωμεν πρώτον εις
πώλησιν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Αυτόν με την μακράν κόμην τον εξ Ιωνίας,
ο οποίος φαίνεται από τους σοβαρωτέρους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Συ ο Πυθαγορικός κατέβα και στάσου να σε
εξετάσουν οι αγορασταί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Λοιπόν διαλάλησε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Πωλείται ο άριστος βίος και ο σεμνότατος.
Ποιος θέλει να γίνη υπεράνθρωπος; Ποιος θέλει να γνωρίση την αρμονίαν του
σύμπαντος και να αναζήση μετά θάνατον εις νέαν ζωήν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ. Το εξωτερικόν του δεν είνε άσχημον,
αλλά τι κυρίως γνωρίζει;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αριθμητικήν, αστρονομίαν, θαυματοποιίαν,
γεωμετρίαν, μουσικήν και μαγείαν. Έχεις ενώπιόν σου ένα εξαίρετον
μάντιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Επιτρέπεται να του κάμω μερικάς
ερωτήσεις;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ελεύθερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Από πού είσαι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ. Σάμιος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και πού εσπούδασες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Εις την Αίγυπτον κοντά εις τους εκεί
σοφούς(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn87#fn87" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">87</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Λοιπόν, εάν σε αγοράσω, τι θα με
διδάξης;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Δεν θα σε διδάξω τίποτε, αλλά θα σε
ενθυμήσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πώς θα μ' ενθυμήσης;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Αφού σου εξαγνίσω πρώτον την ψυχήν και της
αποπλύνω τον ρύπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Υπόθεσε ότι τώρα είμαι καθαρός· κατά
ποίον τρόπον θα μου φέρης τις αναμνήσεις;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Κατ' αρχάς θα υποβληθής εις ησυχίαν μακράν
και σιωπήν και επί πέντε ολόκληρα έτη δεν θα εκστομίσης λέξιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Να πας, φίλε μου, να γίνης παιδαγωγός εις
το παιδί του Κροίσου(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn88#fn88" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">88</a></sup>)
· εγώ είμαι φλύαρος και δεν θέλω να μεταβληθώ εις άγαλμα. Αλλά τέλος πάντων μετά
την σιωπήν και την πενταετίαν τι θα γίνη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Θα εξασκηθής εις την μουσικήν και την
γεωμετρίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Νόστιμο αυτό· διά να γίνω σοφός είνε
ανάγκη προηγουμένως να γίνω κιθαριστής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Μετά τούτο θα μάθης ν' αριθμής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και τώρα ξέρω να μετρώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Πώς μετράς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Βλέπεις; Εκείνα που νομίζεις τέσσερα είνε
δέκα και τρίγωνον τέλειον, εις το οποίον ημείς ορκιζόμεθα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn89#fn89" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">89</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Μα το τέσσαρα, τον μέγαν αυτόν όρκον,
πρώτην φοράν ακούω λόγους τόσον θείους και τόσον ιερούς(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn90#fn90" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">90</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Έπειτα, φίλε μου, θα μάθης τι είνε η γη, ο
αήρ, το ύδωρ και το πυρ, ποία η κίνησίς των και ποία η μορφή των εν τη
κινήσει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πώς; Έχουν μορφήν το πυρ, ο αήρ και το
νερόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Και πολύ ορατήν· διότι εάν δεν είχον
μορφήν και σχήμα, δεν θα ηδύναντο να κινούνται. Μετά ταύτα θα μάθης ότι και ο
θεός είνε αριθμός, νους και αρμονία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Θαυμάσια αυτά που λέγεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Εκτός δε των ειρημένων, θα μάθης και περί
του εαυτού σου ότι είσαι άλλος παρ' ό,τι νομίζεις και ό,τι φαίνεσαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Τι λες; Άλλος είμαι και όχι εγώ που ομιλώ
τώρα με σένα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Τώρα είσαι συ, άλλοτε όμως παρουσιάζεσο με
άλλο σώμα και άλλο όνομα· πάλιν δε μετά τινα καιρόν θα μεταβής εις άλλην
ύπαρξιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Θέλεις να πης ότι θα μένω αθάνατος και
ότι θα μεταλλάσσω μορφάς διαφόρους; Αλλ' αρκετά είπαμεν δι' αυτά. Δεν μου λες
και ποίαν δίαιταν ακολουθείς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Δεν τρώγω τίποτε το οποίον να έχη ζωήν και
εκ των άλλων αποφεύγω τους κυάμους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Διατί; Ή μήπως δεν σ' ερέσουν τα
κουκκιά;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Όχι, αλλ' οι κύαμοι είνε ιεροί και θεία η
φύσις των. Εν πρώτοις ολόκληρος ο κύαμος είνε σπέρμα ζωής και αν ξεφλουδίσης
κύαμον χλωρόν, θα ίδης ότι ομοιάζει πολύ προς τα γεννητικά όργανα του ανδρός·
εάν δε αφού ψηθή τον αφήσης υπό την σελήνην επί ωρισμένας νύκτας μεταβάλλεται
εις αίμα. Αλλά το σπουδαιότερον είνε ότι οι Αθηναίοι διά κυάμων εκλέγουν τους
άρχοντάς των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Ωραία τα είπες όλα και θαυμάσια. Αλλά
τώρα γδύσου, διότι θέλω να σε ίδω και γυμνόν. Μπα, ο μηρός του είνε χρυσός!
Φαίνεται ότι δεν είνε άνθρωπος, αλλά θεός. Εξάπαντος θα τον αγοράσω. Πόσον
θέλεις δι' αυτόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δέκα μνας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Τον αγοράζω εις αυτήν την
τιμήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Γράψε το όνομα του αγοραστού και την
πατρίδα του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Φαίνεται ότι είνε Ιταλιώτης, ω Ζευ, από τα
μέρη της εκεί Ελλάδος, τον Κρότωνα ή την Τάραντα. Δεν είνε όμως ένας, αλλά
τριακόσιοι σχεδόν έκαμαν εταιρικώς την αγοράν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ας τον πάρουν και ας έλθη
άλλος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Θέλεις να φέρωμεν αυτόν τον ακάθαρτον τον
καταγόμενον από τον Πόντον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Μάλιστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Συ με την σακκούλα, που έχεις γυμνούς τους
ώμους, έλα και φέρε ένα γύρο διά να σε ιδούν όλοι. Πωλείται βίος ανδροπρεπής,
βίος άριστος και θαρραλέος, βίος ελεύθερος. Ποιος θέλει να τον
αγοράση;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πώς είπες, κήρυξ; Πωλείς άνθρωπον
ελεύθερον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μάλιστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και δεν φοβείσαι να καταδιωχθής ως
εξανδραποδιστής και εναχθής εις τον Άρειον Πάγον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αυτός δεν σκοτίζεται διά την πώλησίν του·
διότι νομίζει ότι είνε τελείως ελεύθερος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και εις τι μπορεί να χρησιμεύση άνθρωπος
τόσο ρυπαρός και εις τοιαύτην αθλίαν κατάστασιν; Το πολύ πολύ μόνον ως σκαφτιάν
δύναται κάνεις να τον χρησιμοποιήση ή διά να κουβαλή νερόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Και θυρωρόν εάν τον κάμης θα είνε πολύ
πιστότερος από ένα σκύλον. Άλλως τε και αυτός κύων ονομάζεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και από πού είνε και τι
επαγγέλλεται;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ρώτησε τον ίδιον· αυτό είνε το καλλίτερον.
</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Είνε τόσον κατσουφιασμένος και άγριος,
ώστε φοβούμαι να μη με γαυγίση ή και να με δαγκάση, αν πλησιάσω. Δεν βλέπεις πως
εσήκωσε το ραβδί και συνεφρυώθη και κυτάζει κατά τρόπον άγριον και
απειλητικόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μη φοβάσαι· είνε ημερωμένος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Δεν μου λες, καλέ μου άνθρωπε, από πού
είσαι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓΕΝΗΣ. Απ' όπου θέλεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Τι εννοείς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔίΟΓ. Έχεις ενώπιόν σου ένα πολίτην του
κόσμου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και ποιον ακολουθείς και μιμείσαι; ΔΙΟΓ.
Τον Ηρακλέα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Κατά το ξύλον που κρατείς του ομοιάζεις·
αλλά διατί δεν φορείς και την λεοντήν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Η λεοντή μου είνε αυτός ο τρίβων. Το
έργον μου δε είνε να πολεμώ, όπως εκείνος, τας ηδονάς, όχι κατά διαταγήν άλλου,
αλλ'εκουσίως. Ο σκοπός μου είνε να καθαρίσω από αυτάς τον κόσμον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Ευγενής σκοπός. Αλλά τέλος πάντων εις τι
συνίστανται κυρίως αι γνώσεις σου και ποίαν τέχνην μετέρχεσαι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Είμαι ελευθερωτής των ανθρώπων και ιατρός
των παθών· εν γένει δε θέλω να είμαι της αληθείας και του θάρρους ο
κήρυξ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και αν σ' ερωτήσω, στόμα της αληθείας,
κατά ποίον τρόπον θα με εξασκήσης;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Αφού σε παραλάβω θα σε γδύσω πρώτον από
την καλοπέρασιν, θα σε αναγκάσω έπειτα να ζης με στερήσεις και θα σου φορέσω
τρίβωνα όπως αυτόν που φορώ, κατόπιν δε θα σε υποβάλλω εις κόπους και
κακοπαθείας,θα κοιμάσαι κατά γης, θα πίνης μόνον νερόν και θα τρέφεσαι με ό,τι
τύχη. Αν έχης χρήματα θα σε συμβουλεύσω να πας να τα ρίψης εις την θάλασσαν, θ'
αδιαφορήσης διά γυναίκα, τέκνα και πατρίδα και όλα αυτά θα τα θεωρής σαχλαμάρες,
θ' αφήσης το σπίτι του πατέρα σου και θα κατοικήσης εις κανένα τάφον ή
ερημόπυργον ή και πίθον. θα έχης την σακκούλαν γεμάτην από λούπινα και από
βιβλία ολόγραφα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn91#fn91" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">91</a></sup>)
και εις την κατάστασιν αυτήν θα θεωρής τον εαυτόν σου ευδαιμόνέστερον από τον
βασιλέα των Περσών. Εάν δε κανείς σε δείρη ή σε βασανίση, να μη το θεωρής
δυσάρεστον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Τι λες; Να μη πονώ όταν με δέρνουν; Δεν
έχω το δέρμα της χελώνης ή του κάβουρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Ν' ακολουθής με μικράν παραλλαγήν εκείνο
που είπεν ο Ευριπίδης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Τι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Το πνεύμα σου θα πονέση αλλ' η γλώσσα θα
μείνη ανάλγητος(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn92#fn92" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">92</a></sup>)
. Προ πάντων όμως πρέπει να είσαι αυθάδης και θρασύς και να υβρίζης τους πάντας
αδιακρίτως, βασιλείς και ιδιώτας, διότι ούτω ο κόσμος θα σε προσέξη και θα σε
νομίση άφοβον. Η γλώσσα σου να είνε χυδαία και βάρβαρος και η φωνή σου δυνατή
και εντελώς ομοία προς το γαύγισμα του σκύλου. Το πρόσωπόν σου να είνε αγριωπόν
και το βάδισμα ανάλογον προς την τοιαύτην του προσώπου έκφρασιν. Εν γένει δε όλα
σου να είνε θηριώδη και άγρια. Η εντροπή, η μετριοπάθεια και η πραότης ας είνε
μακράν σου· και το ερύθημα να το αποξύσης εντελώς από το πρόσωπόν σου. Να
συχνάζης κατά προτίμησιν εις τα πολυανθρωπότερα μέρη και εις αυτά πάλιν να ζης
μόνος και ακοινώτητος, χωρίς κανένα να πλησιάζης και κανένα να έχης φίλον διότι
αυτά είνε εναντίον των αρχών μας.Ενώπιον δε όλων να πράττης με θάρρος εκείνα τα
οποία οι άλλοι και ιδιαιτέρως εντρέπονται να πράττουν. Και εις τας ηδονάς της
Αφροδίτης να εκλέγης τους γελοιωδεστέρους τρόπους. Και τέλος, όταν θελήσης, να
φάγης ένα κταπόδι ωμό ή σουπιά και ν' αποθάνης. Αυτή είνε η ευτυχία την οποίαν
θα σου δώσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Να την κρατήσης για τον εαυτό σου. Αυτά
που μου λες είνε απάνθρωπα και συχαμερά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Εύκολα όμως και όλοι δύνανται να τα
βάλλουν εις πράξιν. Δεν θα έχης ανάγκην από μάθησιν και σοφίαν γελοίαν, αλλ' η
οδός που θα σε φέρη εις την δόξαν θα είνε σύντομος· διότι και κοινός άνθρωπος
εάν είσαι, όπως βυρσοδέψης ή παστοπώλης, μαραγκός ή αργυραμοιβός(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn93#fn93" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">93</a></sup>)
, τούτο δεν θα σε εμποδίση να γίνης περίφημος, αρκεί να έχης αναίδειαν και
θράσος και να μάθης καλά να υβρίζης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Δι' αυτά δεν σε χρειάζομαι· ναύτης όμως ή
κηπουρός δύνασαι εν ανάγκη να γίνης, εάν θέλουν να σε δώσουν το πολύ για δυο
οβολούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Πάρε τον. Ευχαρίστως θα τον ξεφορτωθούμε,
διότι μας ζαλίζει με τας κραυγάς του και όλους αδιακρίτως υβρίζει και
κακολογεί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Κάλεσε άλλον, εκείνον τον Κυρηναίον, ο
οποίος φορεί πορφύραν και έχει στέφανον επί της κεφαλής του. (<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn94#fn94" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">94</a></sup>)</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Παρακαλώ να γίνη ησυχία, διότι το
αντικείμενον είνε πολυτελές και έχει ανάγκην πλουσίων αγοραστών. Πρόκειται περί
βίου ευχαρίστου,βίου τρισευτυχούς. Ποιος θέλει μίαν ζωήν ηδυπαθή; Ποιος θέλει
ν'αγοράση αυτό το αβρότατον υποκείμενον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πλησίασε και λέγε τι γνωρίζεις και θα σε
αγοράσω αν δύνασαι να μου είσαι χρήσιμος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μη τον ενοχλής, φίλε μου, και μη χάνης τα
λόγια σου, διότι είνε μεθυσμένος και δεν θα σου απαντήση· ως βλέπεις,
τραυλίζει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και ποιος έχασε τα μυαλά του ν' αγοράση
ένα δούλον τόσον διεφθαρμένον και ακόλαστον; Αλλά και τι μυρωδιές έχει πάνω του!
Και πώς τρικλίζει και φαίνεται έτοιμος να πέση! Αλλά λέγε μου τουλάχιστον συ, ω
Ερμή, τι γνωρίζει και ποίαν τέχνην επαγγέλεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Κυρίως είνε καλός φίλος και ευχάριστος
συμπότης και χορευτής·θα είνε πολύ διασκεδαστικός εις ένα αφέντην ο οποίος ρέπει
εις τους έρωτας και εις την ασωτείαν. Αλλ' είνε και τέλειος σοφός εις την
παρασκευήν των φαγητών και των γλυκυσμάτων και εν γένει είνε επιστήμων εις την
καλοπέρασιν. Εσπούδασε εις τας Αθήνας και υπηρέτησεν έπειτα τους τυράννους της
Σικελίας και εξετιμάτο πολύ παρ'αυτών. Το κυριώτερον δόγμα του είνε να καταφρονή
τα πάντα και συγχρόνως να επωφελήται τα πάντα και να λαμβάνη την ηδονήν όπου την
ευρίσκει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Λοιπόν ν' αποταθής εις άλλον από αυτούς
τους πλουσίους που έχουν πολλά χρήματα· εγώ δεν είμαι κατάλληλος ν'αγοράσω ένα
τέτοιον γλεντζέν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Φαίνεται ότι θα μας μείνη απώλητος
αυτός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ας αποσυρθή και φέρε άλλον. Ας έλθουν
αυτοί οι δύο, αυτός από τα Άβδυρα που γελά και ο άλλος από την Έφεσον που
κλαίει, θέλω να τους πωλήσωμεν και τους δύο ομού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Κατεβήτε εις το μέσον. Πωλούνται δύο
άριστοι βίοι, οι σοφώτατοι εξ όλων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Τι αντίθετοι που είνε! Ο ένας δεν παύει
να γελά. Ο άλλος φαίνεται ως να κλαίη τον πατέρα του. Δεν μου λες εσύ, γιατί
γελάς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ. Ερωτάς; Διότι όλα όσα κάνετε μου
φαίνονται γελοία και σεις γελοίοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πώς είπες; Μάς εμπαίζεις όλους και
περιφρονείς τα πράγματα εις τα οποία ασχολούμεθα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΗΜ. Αυτό είνε· δεν βλέπω τίποτε το σπουδαίον
εις αυτά και τα πάντα είνε κενά και ατόμων φορά και απειρία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Όχι δα· συ είσαι αληθινά κενός και
άπειρος του κόσμου. Αλλά δεν θα παύσης να γελάς; Τι αυθάδεια είνε αυτή; Και συ,
φίλε μου,διατί κλαίεις; Μου φαίνεται ότι είνε προτιμότερον να ομιλή κανείς με
σένα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ. Τα ανθρώπινα πράγματα μου
φαίνονται, ξένε, θλιβερά και αξιοδάκρυτα και τίποτε εξ αυτών δεν τρέχει προς το
καλόν. Σας λυπούμαι λοιπόν και οδύρομαι· και τα μεν παρόντα δεν θεωρώ
σπουδαία,τα δε μέλλοντα προβλέπω τρομερά· εννοώ την πυρπόλησιν και την
καταστροφήν του σύμπαντος. Δι' αυτά κλαίω και διότι τίποτε δεν είνε στερεόν και
όλα συστρέφονται εις ένα κυκεώνα και είνε το αυτό η τέρψις και η θλίψις, η
γνώσις και η άγνοια, το μέγα και το μικρόν.Όλα περιστρέφονται και συναλλάσσονται
εις το παιγνίδι των αιώνων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και τι είνε ο αιών;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚΛ. Ένα παιδί το οποίον παίζει
πεσσούς(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn95#fn95" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">95</a></sup>)
και φιλονεικεί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και οι άνθρωποι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚΛ. Θεοί θνητοί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Οι δε θεοί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚΛ. Άνθρωποι αθάνατοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Αινίγματα μου λέγεις, φίλε μου, ή γρίφους
συνθέτεις; Οι λόγοι σου είνε σκοτεινοί όπως οι χρησμοί του Λοξίου
Απόλλωνος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚΛ. Διότι δεν έχετε καμμίαν σημασίαν δι'
εμέ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Αλλά τότε δεν θα σ' αγοράση κανείς που τα
έχει σωστά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚΛ. Και εγώ σας περιφρονώ εξ ίσου και τους
αγοράζοντας και τους μη αγοράζοντας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Αυτός μου φαίνεται ότι δεν είνε καλά στα
μυαλά του. Ούτε τον ένα, ούτε τον άλλον θ' αγοράσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Και αυτοί θα μείνουν απώλητοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Κάλεσε άλλον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Θέλεις να καλέσω τον Αθήναιον εκείνον τον
πολύλογον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Μάλιστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Έλα λοιπόν συ. Πωλείται βίος αγαθός και
συνετός. Ποιος θ'αγοράση ένα τόσον αξιοσέβαστον πρόσωπον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Δεν μου λες τι κυρίως ξέρεις
εσύ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Είμαι παιδεραστής και σοφός εις τα
του έρωτος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Ωραία! Και θέλεις να σε αγοράσω εγώ και
να σε πάρω παιδαγωγόν εις το παιδί μου, που είνε καλοκαμωμένο;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Και ποιος από εμένα είνε καταλληλότερος
να συναναστρέφεται ένα ωραίον νέον; Διότι δεν είμαι των σωμάτων εραστής αλλά των
ωραίων ψυχών, θα τους ακούσης να λέγουν ότι και όταν συνέβη να κοιμηθούν μαζή
μου υπό το αυτό σκέπασμα δεν έπαθαν τίποτε κακόν εκ μέρους μου(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn96#fn96" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">96</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Αυτά να τα λες αλλού, ότι είσαι
παιδεραστής και περιορίζεσαι μόνον εις την ψυχήν των παιδιών, ενώ δύνασαι να πας
και πάρα πέρα,αφού κοιμάσθε υπό το αυτό σκέπασμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Σου ορκίζομαι εις τον σκύλον και εις τον
πλάτανον ότι αυτή είνε η αλήθεια(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn97#fn97" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">97</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Τι θεοί είνε αυτοί εις τους οποίους
ορκίζεσαι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Γιατί; Δεν νομίζεις ότι είνε θεός ο
σκύλος; Δεν γνωρίζεις ότι ο Άνουβις ο θεός των Αιγυπτίων είνε κυνοκέφαλος,
επίσης δε ο Σείριος εις τον ουρανόν και ο Κέρβερος εις τον Άδην;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Καλά λες, το λάθος είνε δικό μου. Αλλά
κατά ποίον τρόπον ζης;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Κατοικώ εις μίαν πόλιν την οποίαν
κατεσκεύασα διά τον εαυτόν μου, μεταχειρίζομαι δε πολίτευμα εντελώς ιδιαίτερον
και νόμους δικούς μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Ήθελα ν' ακούσω κανένα από τους νόμους
σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Άκουσε ένα από τους κυριωτέρους, ο οποίος
αφορά τας γυναίκας. Κατά τους νόμους μου, καμμία εκ των γυναικών δεν πρέπει να
ανήκη εις ένα και μόνον άνδρα, αλλά να παραδίδεται εις πάντα
βουλόμενον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Τι είνε αυτά που λες; Καταργείς τους περί
μοιχείας νόμους;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Βέβαια και όλας τας περί των τοιούτων
μικρολογίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και τι φρονείς περί των ωραίων
παιδιών;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Η αγάπη των πρέπει να είνε η αμοιβή των
εναρέτων ανδρών και των ανδραγαθούντων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Ωραία αμοιβή. Η δε σοφία σου εις τι
κυρίως συνίσταται;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Εις τας ιδέας και εις τα παραδείγματα των
όντων· διότι πάντα όσα βλέπεις, η γη και τα υπάρχοντα επί της γης, ο ουρανός και
η θάλασσα, έχουν εικόνας αι οποίαι στέκονται αόρατοι έξω των όλων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και πού στέκονται;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Πουθενά. Διότι αν ήσαν κάπου, δεν θα
ήσαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Αυτάς τας εικόνας και τα παραδείγματα που
λέγεις δεν τα βλέπω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Επόμενον είνε, διότι είσαι τυφλός την
ψυχήν. Εγώ όμως βλέπω εικόνας, βλέπω το δικό σου το αόρατον αντίτυπον, όπως και
το δικό μου και εν γένει όλα τα βλέπω διπλά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πρέπει να σε αγοράσω, διότι βλέπω ότι
είσαι σοφός και οξυδερκής. Τι ζητείς δι' αυτόν συ ο κήρυξ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δόσε δύο τάλαντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Τον αγόρασα εις αυτήν την τιμήν, αλλά τα
χρήματα θα τα πληρώσω αργότερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Το όνομά σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Δίων ο Συρακούσιος(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn98#fn98" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">98</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Να τον χαίρεσαι. Έλα τώρα συ ο
Επικούρειος. Ποιος τον θέλει αυτόν; Είνε μαθητής εκείνου που γελά και του άλλου
του μεθυσμένου,τους οποίους προ ολίγου είχαμεν εκθέση εις δημοπρασίαν. Διαφέρει
μόνον από αυτούς ότι είνε ασεβέστερος. Κατά τα άλλα είνε και αυτός ευχάριστος
και καλοφαγάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και η τιμή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δύο μναι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Λάβε τις· αλλά θέλω να μάθω ποία φαγητά
του αρέσουν περισσότερον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αγαπά τα γλυκά και τα μελιτώδη, προ πάντων
δε τα σύκα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Δεν θα είνε δύσκολον να τον τρέφωμεν θα
του αγοράσω κάμποσες τσαπέλες σύκα της Καρίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Άλλον κάλεσε, εκείνον που είνε
κουρεμμένος σύρριζα και σκυθρωπός, τον Στωικόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Καλά λέγεις, διότι πολλοί από τους
αγοραστάς αυτόν περιμένουν. Πωλείται η προσωποποίησις της αρετής, η τελειωτάτη
ζωή.Ποιος θέλει να γνωρίζη τα πάντα μόνος εξ όλων των ανθρώπων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πώς το είπες αυτό;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αυτός είνε ο μόνος σοφός, ο μόνος ωραίος,
ο μόνος δίκαιος,ανδρείος, βασιλεύς, ρήτωρ, πλούσιος, νομοθέτης και ό,τι άλλο
θέλετε(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn99#fn99" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">99</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Λοιπόν θα είνε και μάγειρος και
βυρσοδέψης και ξυλουργός και τα τοιαύτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Φαίνεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πλησίασε, φίλε μου, και λέγε μου ποίος
είσαι και εν πρώτοις εάν λυπήσαι διότι πωλείσαι ως δούλος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ. Παντάπασι, διότι αυτά τα πράγματα
δεν εξαρτώνται από ημάς και όσα δεν εξαρτώνται από ημάς είνε αδιάφορα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn100#fn100" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">100</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Δεν σ' εννοώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Δεν ξέρεις ότι εκ των τοιούτων άλλα μεν
είνε προηγμένα, άλλα δε εξ εναντίας αποπροηγμένα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ Ούτε τώρα σ' εννοώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Δεν είνε παράδοξον, διότι δεν είσαι
συνειθισμένος εις τους ημετέρους όρους, ούτε έχεις την καταληπτικήν φαντασίαν.
Οι σπουδαίοι όμως οι οποίοι εδιδάχθησαν την λογικήν θεωρίαν, όχι μόνον αυτά
γνωρίζουν αλλά και το σύμβαμα και παρασύμβαμα και την διαφοράν η οποία υπάρχει
μεταξύ των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Σ' εξορκίζω εις την σοφίαν σου να μου
εξηγήσης τουλάχιστον τι είνε το σύμβαμα και τι το παρασύμβαμα, διότι δεν ξέρω
πώς ο ρυθμός αυτών των λέξεων μου έκαμεν εντύπωσιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Δεν έχω καμμίαν δυσκολίαν· αν ένας χωλός
σκοντάψη με το κουτσό του το πόδι εις πέτραν και πληγωθή, το μεν προηγούμενον
δυστύχημα το οποίον τον έκαμε να χωλαίνη είνε σύμβαμα, η δε δευτέρα πληγή
παρασύμβαμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Θαυμάζω την σοφίαν σου. Και τι άλλο
ξέρεις;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Τας πλεκτάνας των λόγων εις τας οποίας
συλλαμβάνω και δεσμεύω εκείνους οι οποίοι συζητούν μετ' εμού και τους αποστομόνω
ως με φίμωτρον· η δύναμις δε αύτη είνε ο περίφημος συλλογισμός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πολύ δυνατόν όπλον και επίφοβον, μα τον
Ηρακλήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Ορίστε εν παράδειγμα· έχεις
παιδί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Γιατί ρωτάς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Διά να υποθέσωμεν ότι περιπλανάται
πλησίον του ποταμού και το αρπάζει ένας κροκόδειλος, ο οποίος έπειτα σου
υπόσχεται να σου το αποδώση εάν του είπης τι ακριβώς σκέπτεται, να σου δώση ή να
μη σου δώση το παιδί. Λοιπόν τι θα πης ότι σκέπτεται;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Δύσκολη απάντηση μου ζητάς. Δεν γνωρίζω
τι να πω διά να σώσω το παιδί μου. Λοιπόν πες μου συ, σε παρακαλώ, πώς να το
σώσω πριν προφθάση και το καταπιή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Μη φοβάσαι, (<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn101#fn101" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">101</a></sup>)
θα σου μάθω και άλλα πολύ θαυμαστότερα πράγματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Ποία;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Τον θεριστικόν και τον κυριεύοντα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn102#fn102" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">102</a></sup>)
συλλογισμόν, εκτός δε τούτων την Ηλέκτραν και τον εγκεκαλυμμένον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Τι εννοείς με αυτόν τον εγκεκαλυμμένον
και ποιά είνε αυτή η Ηλέκτρα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Είνε η περίφημος Ηλέκτρα, η κόρη του
Αγαμέμνονος, η οποία τα αυτά πράγματα εγνώριζε και δεν εγνώριζε· διότι όταν
ευρίσκετο ενώπιόν της ο Ορέστης, ο οποίος δεν την εγνώριζεν, αυτή εγνώριζε μεν
τον Ορέστην ότι ήτο αδελφός της, αλλ' ότι εκείνος ήτο ο Ορέστης το ηγνόει. Τώρα
θα σου εξηγήσω και τον εγκεκαλυμμένον συλλογισμόν, ο οποίος είνε εκ των πλέον
Θαυμαστών. Ειπέ μου, γνωρίζεις τον πατέρα σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Ναι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Λοιπόν εάν σου παρουσιάσω ένα άνθρωπον
σκεπασμένον θα τον γνωρίσης; Τι θα πης;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Βέβαια θα πω ότι δεν τον
γνωρίζω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Αλλ' όμως αυτός είνε ο πατέρας σου· ώστε
εάν τον αγνοής,επόμενον είνε ότι αγνοής τον πατέρα σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Όχι δα, διότι θα τον ξεσκεπάσω και θα
μάθω την αλήθειαν. Δεν μου λες τώρα και τον σκοπόν της σοφίας σου και τι θα
πράξης όταν θα φθάσης εις την κορυφήν της αρετής; (<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn103#fn103" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">103</a></sup>)</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. θα απολαύσω εκείνα τα οποία ως εκ της
φύσεώς των κατέχουν την πρώτην θέσιν εις την ευτυχίαν, εννοώ τον πλούτον, την
υγείαν και τα τοιαύτα. Αλλά προ τούτου είνε ανάγκη να κοπιάση κανείς,
πολύ,σκυμμένος επί βιβλίων ψιλογραμμένων, να συναθροίζη σχόλια και να παραγεμίζη
την μνήμην του από σολοικισμούς και ανοήτους λέξεις(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn104#fn104" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">104</a></sup>)
· και το σπουδαιότερον είνε ότι δεν επιτρέπεται να γίνης σοφός εάν δεν πίης τρις
κατά σειράν ελλέβορον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πολύ ευγενή αυτά και εξόχως ανδροπρεπή.
Αλλά το να γίνη κανείς, Γνίφων(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn105#fn105" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">105</a></sup>)
και τοκογλύφος — διότι και αυτό, βλέπω, το προσόν το έχεις — πώς πρέπει να το
θεωρήσωμεν δι' άνθρωπον ο οποίος ήδη κατέπιε τον ελλέβορον και κατέστη τέλειος
διά την αρετήν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Μόνον εις τον σοφόν αρμόζει να δανείζη με
τόκον διότι αφού ο συλλογισμός είνε η κυριωτέρα αυτού ασχολία, τα δε δάνεια και
οι λογαριασμοί φαίνονται συγγενή προς τους συλλογισμούς, μόνον εις τους
σπουδαίους ανήκει και τούτο όπως εκείνο, και δεν πρέπει μόνον να λαμβάνη απλούς,
όπως οι άλλοι, τους τόκους, αλλά διπλούς, τόκους των τόκων. Δεν πιστεύω ν'
αγνοής ότι είνε δύο ειδών τόκοι, οι πρώτοι και οι δεύτεροι, οι οποίοι είνε ως
απόγονοι των πρώτων. Αλλά και κατά τον φιλοσοφικόν συλλογισμόν, ο λαμβάνων τον
πρώτον τόκον θα λάβη και τον δεύτερον· αλλά θα λάβη τον πρώτον, άρα θα λάβη και
τον δεύτερον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Λοιπόν και περί των μισθών, τους οποίους
συ λαμβάνεις παρά των νέων διά να τους διδάσκης την σοφίαν σου, πρέπει το αυτό
να είπωμεν και πρέπει να συμπεράνωμεν ότι μόνον οι σοφοί πρέπει να αμοίβωνται με
χρήματα διά την αρετήν των;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Αυτό ακριβώς· διότι δεν λαμβάνω την
αμοιβήν χάριν του εαυτού μου, αλλά χάριν του δίδοντος. Επειδή εκ των ανθρώπων
άλλοι μεν πρέπει να εκχύνουν τον πλούτον, άλλοι δε να δέχωνται, εγώ φροντίζω να
γίνωμαι δεκτικός, τον δε μαθητήν διδάσκω να εκχύνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και όμως το εναντίον έπρεπε να γίνεται, ο
νέος να είνε δεκτικός συ δε ο οποίος είσαι ο μόνος πλούσιος να
εκχύνης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Εμπαίζεις, αλλά πρόσεξε μήπως σου
εκσφενδονίσω κανένα αναπόδεικτον συλλογισμόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και τι έχω να φοβηθώ από τοιούτον
κτύπημα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. θα περιπέσης εις αμηχανίαν και σιωπήν και
θα περιέλθη εις σύγχυσιν το πνεύμα σου. Και το σοβαρώτερον είνε ότι, αν θέλω, θα
σε αποδείξω εις μίαν στιγμήν λίθον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πώς λίθον; Διότι δεν μου φαίνεσαι να
είσαι ο Περσεύς,αγαπητέ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Ιδού πώς· ο λίθος είνε σώμα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Ναι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Το δε ζώον δεν είνε σώμα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Είνε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Συ δε είσαι ζώον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Φαίνεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Άρα είσαι λίθος, αφού είσαι
σώμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Σ' εξορκίζω μη μ' αφήσης να μείνω λίθος,
αλλ' ανάλυσε με και κάμε με εκ νέου άνθρωπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Δεν είνε δύσκολον θα γίνης πάλιν
άνθρωπος. Λοιπόν ειπέ μου,παν σώμα είνε ζώον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Όχι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Ο δε λίθος είνε ζώον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Όχι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Συ δε είσαι σώμα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Ναι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Αφού δε είσαι σώμα, είσαι
ζώον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Ναι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Επομένως δεν είσαι λίθος, αφού είσαι
ζώον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Ευχαριστώ, αδελφέ, διότι είχαν αρχίση τα
πόδια μου να ξεπαγιάζουν και ν' απολιθούνται, όπως της Νιόβης. Τέλος πάντων θα
σ'αγοράσω. Αλλά δεν μου λες, πόσον θα πληρώσω;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δώδεκα μνας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Λάβε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μόνος σου τον αγόρασες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Όχι, αλλ' όλοι αυτοί που
βλέπεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Είνε πολλοί και με ώμους δυνατούς και
άξιοι του θεριστικού συλλογισμού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Μη χρονοτριβής, αλλά κάλεσε εκείνον τον
Περιπατητικόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Έλα συ ο ωραίος και πλούσιος. Ποιος θέλει
ν' αγοράση τον σοφώτατον αυτόν, ο οποίος γνωρίζει τα πάντα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και ποίας ιδιότητας έχει;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ, Είνε μετριοπαθής, πράος, καλόβολος και, το
σπουδαιότερον,διπλούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Δηλαδή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Άλλος ο φαινόμενος και άλλος ο εσωτερικός·
ώστε, αν τον αγοράσης, να ενθυμήσαι να διακρίνης εις αυτόν τον εσωτερικόν και
τον εξωτερικόν άνθρωπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Ποία δε είνε η κυριωτέρα γνώσις
του;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ότι τα αγαθά είνε τρία, τα ψυχικά, τα
σωματικά και τα έξω τούτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Λογικά είνε αυτά. Και η τιμή
του;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Είκοσι μνας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πολλά ζητάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Όχι, φίλε μου, διότι αυτός φαίνεται ότι
έχει χρήματα και καλά θα κάμης να τον αγοράσης το ταχύτερον. Εκτός δε των άλλων
θα μάθης παρ' αυτού πόσον καιρόν ζη το κουνούπι, εις πόσον δε βάθος της θαλάσσης
φθάνει το φως του ήλιου και τι είνε η ψυχή των στρειδιών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πολύ λεπτολόγος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Και τι θα πης αν ακούσης άλλα πράγματα
πολύ λεπτότερα, περί σπέρματος και γονιμοποιήσεως και περί σχηματισμού του
εμβρύου εντός της μήτρας, και ότι ο μεν άνθρωπος είνε ον γελαστικόν, ο δε όνος
όχι γελαστικόν, ούτε γνωρίζει να οικοδομή ή να ταξειδεύη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πολύ θαυμάσια αυτά τα μαθήματα και
πρακτικά(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn106#fn106" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">106</a></sup>)
, ώστε τον αγοράζω είκοσι μνας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Καλά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ποίος μας μένει ακόμη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αυτός ο Σκεπτικός. Έλα συ, Πυρρία(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn107#fn107" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">107</a></sup>)
, πλησίασε και κάνε γλίγορα να τελειώνωμεν. Οι περισσότεροι επωλήθησαν και δεν
έχομεν καιρόν να χάνωμεν. Ποιος θέλει ν' αγοράση αυτόν εδώ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Εγώ· αλλά πες μου πρώτον τι ξέρεις
εσύ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ. Ουδέν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πώς είπες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Διότι δεν πιστεύω ότι υπάρχει τίποτε
απολύτως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Ώστε ούτε ημείς υπάρχομεν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Ούτε αυτό το γνωρίζω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Ούτε ότι συ υπάρχεις;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Ακόμη περισσότερον αγνοώ τούτο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Τι άγνοια είνε αυτή; Και τι τις θέλεις
αυτές τις ζυγαριές;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Ζυγίζω εις αυτάς τας σκέψεις και τας
εξισώνω· όταν δε τας εύρω εντελώς ομοίας και ισοβαρείς, τότε προ πάντων δεν
γνωρίζω ποία είνε η αληθεστέρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και από τα άλλα εις τι προ πάντων
καταγίνεσαι επιτυχώς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Πράττω τα πάντα και αποφεύγω μόνον να
καταδιώκω φυγάδα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn108#fn108" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">108</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και διατί τούτο σου είνε
αδύνατον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Διότι, φίλε μου, δεν δύναμαι να τον
συλλάβω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Αυτό το εννοώ, διότι φαίνεσαι βραδύς και
νωθρός. Αλλ' ο σκοπός της επιστήμης σου ποιος είνε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Η άγνοια και ούτε ν' ακούω ούτε να
βλέπω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Λοιπόν θέλεις να πης ότι είσαι τυφλός και
κωφός συγχρόνως;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Και άκριτος προσέτι και αναίσθητος και εν
γένει ουδόλως διαφέρω από τον σκώληκα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Δι' όλα αυτά αξίζεις να σε αγοράσω. Πόσον
πωλείται αυτός εδώ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μίαν μναν αττικήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Λάβε την. Ήκουσες; Σε αγόρασα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Αυτό δεν είνε βέβαιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Πώς δεν είνε βέβαιον, αφού εμέτρησα τα
χρήματα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Διστάζω δι' αυτό και σκέπτομαι(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn109#fn109" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">109</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Και όμως πρέπει να με ακολουθήσης αφού
είσαι δούλος μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Ποίος γνωρίζει αν αυτά τα οποία λέγεις
είνε αληθή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Το γνωρίζουν ο κήρυξ, η μνα που έδωκα και
οι παρόντες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Υπάρχουν και άλλοι εδώ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Μετ' ολίγον θα σε βάλω να γυρίζης τον
μύλον κι' εκεί θα πεισθής με δυσάρεστα επιχειρήματα ότι είμαι ο αφέντης
σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Να είσαι διστακτικός δι' αυτό.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΟΡ. Το απεφάσισα ήδη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Παύσε ν' αντιτείνης και ακολούθησε τον
αγοραστήν σου. Εσάς δε τους άλλους θα σας καλέσωμεν αύριον, όταν θα εκθέσωμεν
εις δημοπρασίαν τα λαϊκά και βάναυσα και αγοραία επαγγέλματα.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 36pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΙΕΥΣ Ή ΑΝΑΖΗΣΑΝΤΕΣ</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;"><br />ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Κτυπάτε, κτυπάτε τον αχρείον με
λίθους πολλούς, κτυπάτε τον με βώλους και κεραμίδια, κτυπάτε τον με ξύλα, διά να
μη μας ξεφύγη.Εμπρός, Πλάτων, κτύπα· και συ Χρύσιππε, και συ ο άλλος. Όλοι ας
ορμήσωμεν εναντίον του,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ως πήρη πήρηφιν αρήγη, βάκτρα δε
βάκνροις(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn110#fn110" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">110</a></sup>)
·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">διότι είνε κοινός εχθρός και δεν αφήκε κανένα
εξ ημών ανύβριστον.Συ δε, Διογένη, ιδού σου παρουσιάζεται η καλλιτέρα ευκαιρία
διά να μεταχειρισθής το ξύλον. Μη τον αφήνετε· ας τιμωρηθή, αναλόγως των
συκοφαντιών του. Τι, εκουρασθήκατε, Επίκουρε και Αρίστιππε; και όμως δεν
έπρεπε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ανέρες έστε, σοφοί, μνήσασθε δε θούριδος
οργής(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn111#fn111" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">111</a></sup>)
·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αριστοτέλη, κάμε πιο γρήγορα. Λαμπρά, συνελήφθη
το θηρίον. Επί τέλους σε κρατούμεν, αχρείε, και θα μάθης εντός ολίγου ποίοι
είμεθα ημείς τους οποίους εκακολόγεις. Αλλά κατά ποίον τρόπον πρέπει να τον
τιμωρήσωμεν; Πρέπει να επινοήσωμεν ένα θάνατον με διαφόρους βασάνους,ώστε να μας
ικανοποίηση όλους· διότι δι' όσα έπραξεν εις έκαστον εξ ημών ιδιαιτέρως είνε
άξιος θανάτου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ Α'. Κατά τα την γνώμην μου πρέπει να
ανασκολοπισθή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Β'. Αφού όμως μαστιγωθή πρώτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Γ'. Να του εξορυχθούν οι
οφθαλμοί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Δ'. Προηγουμένως όμως να του αποκόψωμεν
την γλώσσαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Συ δε, Εμπεδοκλή, ποίαν γνώμην
έχεις;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ. Πρέπει να ριφθή εις τους κρατήρας
της Αίτνας, διά να μάθη να μη υβρίζη τους καλλιτέρους του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤΩΝ. Και όμως το καλλίτερον θα ήτο, ως ο
Πενθεύς ή ο Ορφεύς,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">λακιστόν εν πέτραισιν ευρέσθαι μόρον(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn112#fn112" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">112</a></sup>)
,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">διά να λάβη έκαστος ένα κομμάτι και να
φύγη...</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ. Όχι σας παρακαλώ· σας εξορκίζω εις
τον ικέσιον Δία να με λυπηθήτε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Μη χάνης τα λόγια σου· τώρα πλέον δεν
σώζεσαι. Ξέρεις και τι λέγει ο Όμηρος,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ως ουκ έστι λέουσι και ανδράσιν όρκια
πιστά(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn113#fn113" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">113</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Και εγώ με στίχους του Ομήρου θα σας
ικετεύσω και ίσως εκ σεβασμού προς τα Ομηρικά έπη θα φανήτε
επιεικείς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ζωγρείτ' ου κακόν άνδρα και άξια δέχθε
άποινα<br />χαλκόν τε χρυσόν τε, τα δη φιλέουσι σοφοί περ(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn114#fn114" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">114</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤΩΝ. Αλλ' ούτε ημείς Θα δυσκολευθώμεν να σου
απαντήσωμεν με Ομηρικούς στίχους. Άκουσε λοιπόν:</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">μη δη μοι φύξιν γε, κακηγόρε, βάλλεο
θυμώ<br />χρυσόν περ λέξας, επεί ίκεο χείρας ες αμάς(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn115#fn115" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">115</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Ω δυστυχία μου! ο Όμηρος εις τον οποίον
είχα τας μεγαλειτέρας μου ελπίδας εις ουδέν με ωφέλησε. Πρέπει να καταφύγω εις
τον Ευριπίδην και ίσως εκείνος με σώση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μη κτείνε· τον ικέτην γαρ ου θέμις
κτανείν(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn116#fn116" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">116</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Μήπως ο Ευριπίδης δεν είπε και τα εξής
:</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ού δεινά πάσχειν δεινά τοις
ειργασμένοις(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn117#fn117" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">117</a></sup>)
;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Λοιπόν διά τοιούτους ματαίους λόγους Θα
με καταδικάσετε εις θάνατον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Διατί όχι; Μήπως ο ίδιος δεν λέγει και το
εξής;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αχαλίνων στομάτων<br />ανόμου τ' αφροσύνας<br />το
τέλος δυστυχία(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn118#fn118" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">118</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Λοιπόν, αφού απεφασίσθη ο θάνατός μου και
δεν υπάρχει τρόπος να τον αποφύγω, σας παρακαλώ τουλάχιστον να μου ειπήτε ποίοι
είσθε και τι τόσον μέγα κακόν σας έκαμα, ώστε η οργή σας εναντίον μου να είνε
τόσον αμείλικτος και να ζητήτε τον θάνατόν μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Διά τα κακά τα οποία μας έκαμες να ερωτάς
τον εαυτόν σου,κακούργε, και τους ωραίους εκείνους λόγους σου, εις τους οποίους
και αυτήν την φιλοσοφίαν εκακολόγεις και ημάς ύβριζες και μας επώλεις εις
δημοπρασίαν άνδρας σοφούς και το σπουδαιότερον ελευθέρους. Διά τούτο
αγανακτήσαντες εζητήσαμεν άδειαν από τον Πλούτωνα, ο Χρύσιππος αυτός,ο Επίκουρος
και ο Πλάτων εγώ και ο Αριστοτέλης εκείνος και αυτός που σιωπά ο Πυθαγόρας, ο
Διογένης και όλοι όσους διέσυρες εις τα έργα σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Ανέπνευσα· διότι δεν θα με θανατώσετε εάν
μάθετε ποία αισθήματα έθρεφα προς υμάς. Ώστε πετάξετε τους λίθους, αλλά μάλλον
φυλάξετέ τους, διότι θα τους μεταχειρισθήτε κατ' εκείνων που είνε άξιοι
λιθοβολισμού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Αυτά να σου λείψουν. Συ πρέπει σήμερον να
τιμωρηθής με θάνατον και μάλιστα αμέσως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λάϊνον έσσο χιτώνα κακών ένεχ' όσα
έοργας(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn119#fn119" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">119</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Και όμως πρέπει να γνωρίζετε ότι αν
φονεύσετε εμέ θα φονεύσετε εκείνον εις τον οποίον προ πάντων έπρεπε να
ευγνωμονήτε, ο οποίος είνε οικείος προς υμάς και φίλος και ομόφρων και, αν μου
επιτρέπετε να το είπω, προστάτης και φύλαξ της διδασκαλίας σας και πολύ εκοπίασα
εξ αγάπης προς υμάς. Προσέξετε λοιπόν να μη φανήτε όμοιοι με τους σημερινούς
φιλοσόφους, δηλαδή αχάριστοι και κακοί προς άνθρωπον ο οποίος σας
ευηργέτησε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Τι αναισχυντία! Ώστε χάριν σου οφείλομεν
διά τας ύβρεις;Νομίζεις ότι ομιλείς προς κτήνη και θέλεις να θεωρήσωμεν ως
ευεργεσίαν τας τόσας ύβρεις και συκοφαντίας;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Και πού ή πότε εγώ σας ύβρισα, ο οποίος
πάντοτε υπήρξα θαυμαστής της φιλοσοφίας και σας υπερεπαινώ; και τα έργα τα οποία
λέγω και γράφω πόθεν άλλοθεν ή από σας έλαβα και ως μέλισσα τα απήνθισα και τα
επιδεικνύω εις τους ανθρώπους; Οι δε άνθρωποι επαινούν και αναγνωρίζουν έκαστος
το άνθος πόθεν, πώς και εκ τίνος το έδρεψα, και φαίνονται μεν ότι επαινούν εμέ
διά την ανθολογίαν,πραγματικώς όμως γνωρίζουν χάριν εις υμάς και τον ανθώνα σας,
οι οποίοι τοιαύτα άνθη ποικίλα και πολύχρωμα έχετε παραγάγη, δυνάμενα να
χρησιμεύσουν και προς δόξαν εκείνου όστις δύναται να συλλέξη και τα συναρμόση,
ούτως ώστε να συμφωνούν μεταξύ των και να σχηματίζουν σύνολον αρμονικόν. Είνε
λοιπόν δυνατόν άνθρωπος ο οποίος τοιαύτας ευεργεσίας έλαβε παρ' υμών να
κατηγορήση τους ευεργέτας του, εξ αιτίας των οποίων και αυτός φαίνεται τώρα ότι
είνε κάτι τι; Εκτός εάν έχη τον χαρακτήρα του Θαμίριδος ή του Ευρύτου, ο οποίος
ενώ είχε διδαχθή το άσμα παρά των Μουσών, εφέρετο προκλητικώς προς τας Μούσας
και ετάνυεν εναντίον του Απόλλωνος το τόξον του, ενώ παρ' αυτού είχε διδαχθή την
τοξευτικήν...</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Ομιλείς ως ρήτωρ και αυτό το οποίον
λέγεις είνε αντίθετον προς το πράγμα και μεγαλείτερον αποδεικνύει το θράσος σου,
καθότι εις το αδίκημα προσθέτει και την αχαριστίαν, διότι, ενώ παρ' ημών έμαθες
να τοξεύης, εναντίον ημών έστρεψες το τόξον σου και ως μόνον σκοπόν είχες να
κακολογής όλους ημάς. Αυτήν την αμοιβήν ελάβομεν παρά σου διά την χάριν την
οποίαν σου εκάμαμεν να σου αφήσωμεν ανοικτόν των ανθώνα εκείνον και να μη σ'
εμποδίσωμεν να κόψης άνθη και αφού έκαμες άφθονον προμήθειαν ν' απέλθης. Διά
τούτο είνε δίκαιον να τιμωρηθής διά θανάτου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Βλέπετε ότι ακούετε περισσότερον την
οργήν σας παρά το δίκαιον; Δεν εφανταζόμην ποτέ ότι ηδύνατο η οργή να κυριεύη
τον Πλάτωνα, τον Χρύσιππον ή τον Αριστοτέλην ή άλλον από σας, αλλ'ενόμιζα ότι
μόνοι σεις είσθε απηλλαγμένοι αυτού του πάθους. Σας παρακαλώ μη με θανατώσετε
άκριτον και αδίκαστον, διότι και τούτο ήτο γνώμη σας ότι δεν πρέπει να επικρατή
η βία και το δίκαιον του ισχυροτέρου, αλλ' αι διαφοραί να λύωνται κατά το
δίκαιον και αφού ακουσθούν και τα δύο αντιμαχόμενα μέρη. Ώστε εκλέξατε ένα
δικαστήν και απαγγείλλετέ μου κατηγορίαν ή όλοι υμείς ή ένας, τον οποίον θα
διορίσετε αντιπρόσωπον οι λοιποί, εγώ δε θα απολογηθώ διά τας κατηγορίας και αν
μεν αποδειχθώ ένοχος και το δικαστήριον αναγνωρίση την ενοχήν μου, θα υποστώ την
δικαίαν τιμωρίαν· αλλά μη προβήτε εις καμμίαν αυθαιρεσίαν. Εάν δε αποδειχθώ κατά
την δίκην αγνός και αθώος,οι δικασταί θα με απολύσουν και σεις τότε θα στρέψετε
την οργήν σας εναντίον εκείνων οίτινες σας εξηπάτησαν και σας εξηρέθισαν
εναντίον μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Είνε ως ν' απολύσωμεν τον ίππον εις την
πεδιάδα, κατά την παροιμίαν, διά να τον φυλάξωμεν καλλίτερα. Θα γελάσης τους
δικαστάς και θα διαφύγης· διότι ως ηκούσαμεν είσαι ρήτωρ και δικηγόρος, πολύ
πανούργος εις τους λόγους. Ποίον δικαστήν να βάλωμεν να σε δικάση,τον οποίον να
μη δωροδοκήσης, κατά την συνήθειάν σας, και να τον πείσης να ψηφίση υπέρ σου
παρά την συνείδησίν του;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Δι' αυτό μη ανησυχήτε· δεν θα ζητήσω να
γίνη δικαστής κανέν τοιούτον πρόσωπον ύποπτον και αμφιβόλου ακεραιότητος, το
οποίον να με αθωώση κατά χάριν ή με δωροδοκίαν. Προτείνω να με δικάση η
Φιλοσοφία και σεις μετ' αυτής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Και ποιος θα υποστηρίξη την κατηγορίαν,
όταν ημείς θα είμεθα δικασταί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Οι ίδιοι να είσθε κατήγοροι και δικασταί·
δεν το φοβούμαι και τούτο. Τόσην πεποίθησιν έχω εις το δίκαιόν μου και εις την
δύναμιν των επιχειρημάτων τα οποία θα μεταχειρισθώ εις την απολογίαν
μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Τι λέτε σεις, Πυθαγόρα και Σωκράτη; Μου
φαίνεται ότι αι αξιώσεις του δεν είνε παράλογοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Τι άλλο παρά να πάμε εις το δικαστήριον,
να παραλάβωμεν δε και την Φιλοσοφίαν και εκεί ν' ακούσωμεν τι απολογείται αυτός
ο άνθρωπος; Να τον τιμωρήσωμεν αδίκαστον δεν αρμόζει εις ημάς, αλλ' εις
ανθρώπους αμαθείς και οργίλους, οι οποίοι λύουν τας διαφοράς των με το δίκαιον
του ισχυροτέρου. Θα δώσωμεν δε και αφορμάς κατηγοριών εις τους κακοβούλους αν
λιθοβολήσωμεν άνθρωπον χωρίς να του επιτρέψωμεν ν' απολογηθή, ενώ καυχώμεθα ότι
τόσον αγαπώμεν την δικαιοσύνην. Και τι θα είπωμεν τότε περί του Ανύτου και
Μελήτου, των κατηγόρων μου, ή περί των τότε δικαστών, εάν αυτός θανατωθή χωρίς
ουδόλως να του επιτρέψωμεν ν' απολογηθή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Πολύ σωστά λέγεις, Σωκράτη· ώστε ας πάμε
να εύρωμεν την Φιλοσοφίαν. Αυτή ας δικάση και ημείς ας αποδεχθώμεν τας αποφάσεις
της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Εύγε, σοφώτατοι, αυτά τα οποία λέγετε
τώρα είνε καλλίτερα και νομιμώτερα. Τους λίθους φυλάξετε, όπως σας είπα, διότι
θα τους χρειασθήτε ολίγον αργότερα εις το δικαστήριον. Αλλά πού δύναται κανείς
να εύρη την Φιλοσοφίαν; Διότι δεν γνωρίζω πού κατοικεί, καίτοι έχω περιπλανηθή
επί πολύ προς αναζήτησίν της διότι επεθύμουν να την γνωρίσω και την
συναναστραφώ. Συνήντησα διαφόρους με μανδύας και μεγάλας γενειάδας, οίτινες
έλεγον ότι προήρχοντο εξ αυτής και,νομίζων ότι την εγνώριζον πραγματικώς, τους
ηρώτων αλλ' αυτοί την ηγνόουν πολύ περισσότερον από εμέ και ή δεν μου έδιδον
καμμίαν απάντησιν διά να μη φανερώσουν την άγνοιάν των ή άλλην αντ' άλλης θύραν
μου εδείκνυον και ούτω μέχρι σήμερον δεν κατώρθωσα ακόμη να εύρω την κατοικίαν
της Φιλοσοφίας. Συνέβη πολλάκις ή μόνος να εικάσω ή οδηγούμενος παρ' άλλου να
φθάσω εις μίαν θύραν και να νομίζω ότι επί τέλους ανεκάλυψα την ζητουμένην
οικίαν, εσυμπέραινα δε τούτο εκ του πλήθους των εισερχομένων και εξερχομένων,
οίτινες όλοι ήσαν σκυθρωποί και σοβαροί το παράστημα και εφαίνοντο βυθισμένοι
εις σκέψεις. Ανεμίχθην εις αυτούς και εισήλθα. Αλλ' αντί της αληθινής Φιλοσοφίας
ευρήκα γύναιον χωρίς καμμίαν απλότητα, μολονότι εφαίνετο προσπαθούσα να φαίνεται
αφελής και απεριποίητος. Εντός ολίγου διέκρινα ότι και την κόμην της ήτις
εφαίνετο ατημέλητος δεν άφηνεν ακαλλώπιστον και το ένδυμά της δεν ήτο
ανεπιτήδευτον· και ήτο πρόδηλον ότι και την ατημελησίαν εκείνην μετεχειρίζετο ως
στολισμόν.Διεκρίνετο δε εις το πρόσωπόν της και ολίγον ψιμύθιον και οι λόγοι της
ήσαν όλοι εταίρας λόγοι· και όταν την επαινούσαν διά το κάλλος της οι ερασταί
της εφαίνετο ευχαριστημένη και αν της έδιδε κανείς χρήματα και δώρα, προθύμως τα
εδέχετο και εκ των εραστών τους μεν πλουσίους εκάλει πλησίον της, τους δε
πτωχούς ούτε ητένιζε. Πολλάκις δε συνέβη να φανούν δήθεν ακουσίως τα γυμνά μέλη
της και τότε έβλεπα ότι εφόρει περιδέραια χρυσά παχύτερα από τους κλοιούς των
φυλακισμένων. Έφυγα λοιπόν αμέσως, οικτείρων τους δυστυχείς εκείνους,οίτινες
εσύροντο παρ' αυτής ουχί από την μύτην, αλλ' από τα γένεια,και όπως ο Ιξίων,
συνευρίσκοντο με σκιάν νομίζοντες ότι ήτο η Ήρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Αυτό που είπες είνε αληθές, διότι δεν
είνε εις όλους γνωστόν ούτε καθένας δύναται ν' ανακαλύψη την θύραν της. Αλλ'
είνε περιττόν να πάμε εις την κατοικίαν της· ας την περιμένωμεν εδώ εις τον
Κεραμεικόν, όπου θα έλθη μετ' ολίγον επιστρέφουσα εκ της Ακαδημίας,διά να
περιπατήση και εις την Ποικίλην, όπως καθ' εκάστην συνειθίζει.Αλλ' ιδού έρχεται.
Βλέπεις εκείνην την σεμνήν γυναίκα με το γλυκύ βλέμμα, η οποία βαδίζει σιγά και
σκεπτική;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Βλέπω πολλάς ομοίας και κατά το ήθος και
κατά το βάδισμα και κατά την ενδυμασίαν. Βέβαια η αληθής Φιλοσοφία, θα είνε μία
εξ αυτών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Άμα θα ομιλήση θα εννοήσης ποία
είνε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Μπα! Πώς εδώ πάνω ο Πλάτων, ο
Χρύσιππος, ο Αριστοτέλης και όλοι οι άλλοι, οι κορυφαίοι εκ των μαθητών μου; Πώς
ήλθατε πάλιν εις την ζωήν; Μήπως δεν είσθε ευχαριστημένοι κάτω; Φαίνεσθε
θυμωμένοι. Και ποιος είνε αυτός τον οποίον έχετε μαζή σας ως αιχμάλωτον; Μήπως
είνε τυμβωρύχος, φονεύς ή ιερόσυλος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Μα τον Δία, Φιλοσοφία, είνε ο ασεβέστερος
εξ όλων των ιεροσύλων. Αυτός ετόλμησε να υβρίση και σε την θειοτάτην και ημάς
όλους, όσοι κάτι εδιδάχθημεν παρά σου και το αφήκαμεν εις τας επερχομένας
γενεάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Και εθυμώσατε διότι ένας άνθρωπος σας
εκακολόγησε, ενώ γνωρίζετε πόσα μου ψάλλει εμένα η Κωμωδία εις τα Διονύσια και
όμως την θεωρώ φίλην και ούτε εις το δικαστήριον την εκάλεσα, ούτε επήγα να της
παραπονεθώ, αλλά την αφήνω να λέγη τα συνειθισμένα της και τα πρέποντα εις την
εορτήν; Διότι γνωρίζω ότι από τα σκώμματα δεν δύναται να προέλθη τίποτε κακόν,
αλλ' εξ εναντίας το καλόν, όπως ο χρυσός όταν τρίβεται και καθαρίζεται, γίνεται
λαμπρότερος και περισσότερον φαίνεται η αξία του. Δεν εννοώ πώς εγίνατε τόσον
ευερέθιστοι και θυμώδεις. Διατί τον έχετε αυτόν δεμένον από τον
λαιμόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Ελάβαμεν την άδειαν επίτηδες να έλθωμεν
επάνω και να τον τιμωρήσωμεν κατά τα έργα του· διότι εμανθάναμεν τα όσα έλεγεν
εις τα πλήθη εναντίον μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Και χωρίς να δικασθή και ν' απολογηθή θα
τον θανατώσετε;Αλλά μου φαίνεται ότι κάτι θέλει να είπη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Όχι, απεφασίσαμεν να αναθέσωμεν την
υπόθεσιν εις την κρίσιν σου· και αν θέλης δίκασε τον όπως νομίζεις
πρέπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Τι λέγεις εσύ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Αυτό είπα και εγώ, δέσποινα Φιλοσοφία,
διότι μόνον συ δύνασαι να εύρης την αλήθειαν. Με πολλάς παρακλήσεις και με
πολλήν δυσκολίαν κατώρθωσα να ανατεθή εις εσέ η δίκη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Τώρα, αχρείε, την λέγεις δέσποιναν, προ
ολίγων ημερών όμως την εξηυτέλιζες ενώπιον πολυαρίθμων θεατών, διατιμών έκαστον
σύστημα αυτής δύο οβολούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Προσέξετε μήπως αυτός ο άνθρωπος δεν
εκακολόγει την Φιλοσοφίαν, αλλά διαφόρους αγύρτας, οίτινες με το όνομά μας
πράττουν πολλάς και διαφόρους μυσαράς πράξεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. θα το μάθης παρά του ιδίου, αν μόνον
θέλησης ν' ακούσης την απολογίαν του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Πηγαίνομεν εις τον Άρειον Πάγον ή μάλλον
εις την Ακρόπολιν,διά να βλέπωμεν συγχρόνως και τι γίνεται εις την πόλιν. Σεις
δε,αγαπηταί, πηγαίνετε να περιπατήσετε εις την Ποικίλην και θα έλθω να σας εύρω
μετά το τέλος της δίκης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Και ποιες είνε αυτές, Φιλοσοφία; Και
αυτές φαίνονται πολύ σεμνές.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Αυτή η ανδροπρεπής είνε η Αρετή, εκείνη
δε η άλλη είνε η Σωφροσύνη, και η Δικαιοσύνη αυτή που στέκεται πλησίον της. Αυτή
που πηγαίνει μπροστά είνε η Παιδεία, η άλλη δε που μόλις διακρίνεται και έχει το
χρώμα αμφίβολον είνε η Αλήθεια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Δεν βλέπω ποίαν λέγεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Δεν βλέπεις εκείνην την αστόλιστη
γυναίκα, η οποία διαφεύγει και διολισθαίνει;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Τώρα μόλις την διακρίνω. Αλλά διατί δεν
παραλαμβάνεις και αυτάς διά να γίνη πλήρες και τέλειον το δικαστήριον; θέλω δε
να διορίσω και συνήγορόν μου κατά την δίκην την Αλήθειαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Έχεις δίκαιον, ακολουθήσετε και σεις·
δεν θα είνε κοπιώδες να δικάσωμεν μίαν δίκην, αφού μάλιστα θα πρόκειται περί των
ιδικών μας υποθέσεων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΗΘΕΙΑ. Φύγετε σεις· εγώ δεν έχω ανάγκην ν'
ακούσω πράγματα, τα οποία προ πολλού γνωρίζω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Αλλ' ημείς έχομεν ανάγκην να λάβης μέρος
εις την δίκην διά να καταγγείλης και τα καθέκαστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΗΘ. Λοιπόν θα συμπαραλάβω και αυτάς τας δύο
θεραπαινίδας, αι οποίαι μου είνε αχώριστοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Και όσας άλλας θέλεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΗΘ. Ακολουθήτε λοιπόν, Ελευθερία και
Παρρησία, διά να προσπαθήσωμεν να σώσωμεν αυτόν τον ταλαίπωρον άνθρωπον, ο
οποίος είνε θιασώτης μας και κινδυνεύει χωρίς δικαίαν αφορμήν. Συ δε,
Έλεγχε,περίμενε αυτού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Όχι, δέσποινα, αλλ' ας έλθη και αυτός και
οιοσδήποτε άλλος·διότι δεν έχω να αγωνισθώ με θηρία συνήθη, αλλά με ανθρώπους
αγύρτας και δυσκόλως εξελεγχομένους, οι οποίοι πάντοτε ευρίσκουν υπεκφυγάς·ώστε
η παρουσία του Ελέγχου είνε αναγκαία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Βέβαια πολύ αναγκαία· το καλλίτερον δε
θα ήτο να παραλάβης και την Απόδειξιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΗΘ. Ακολουθείτε όλοι, αφού θεωρείσθε τόσον
αναγκαίοι, διά την δίκην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Φοβείσθε λοιπόν ακόμη, συ Πλάτων και
Χρύσιππε και Αριστοτέλη, μήπως ο δικαστής μεροληπτήση υπέρ αυτού, αφού δικαστής
είνε η Αλήθεια; ΠΛΑΤ. Δεν λέγομεν αυτό, αλλ' είνε πανούργος και κολακευτικός και
είνε φόβος μήπως την παραπείση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Μη ανησυχήτε και δεν θα γίνη καμμία
αδικία, αφού και η Δικαιοσύνη θα συμπαρίσταται εις την δίκην. Ας ανεβαίνωμεν
λοιπόν.Αλλά δεν μου λέγεις εσύ πώς ονομάζεσαι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Εγώ ονομάζομαι Παρρησιάδης Αληθίωνος του
Ελεγξικλέους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Η δε πατρίς σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Είμαι Σύρος από τα περίχωρα του Ευφράτου.
Αλλά τι σημαίνει αυτό; Γνωρίζω ότι και εκ των αντιδίκων τινές είνε όχι
ολιγώτερον εμού βάβαροι την καταγωγήν· αλλ' ο τρόπος και η μόρφωσίς των δεν είνε
όπως των Σολέων, των Κυπρίων, των Βαβυλωνίων ή των Σταγειριτών(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn120#fn120" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">120</a></sup>)
. Άλλως τε εις την ιδικήν σου εκτίμησιν δεν εκπίπτει κανείς αν κατά την γλώσσαν
είνε βάρβαρος, αρκεί να έχη ευθύν και δίκαιον χαρακτήρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Βεβαίως, αλλ' η ερώτησίς μου εις άλλο
απέβλεπε. Το επάγγελμα σου ποίον είνε; Διότι πρέπει να το γνωρίζω
αυτό.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Μισώ τους φαντασμένους και τους αγύρτας
και τους ψεύστας και τους επηρμένους, μισώ όλα αυτά τα είδη των σιχαμερών
ανθρώπων, οι οποίοι, ως γνωρίζεις, είνε πάρα πολλοί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Πάρα πολύ μίσος υπάρχει εις το επάγγελμά
σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Είνε αληθές· βλέπεις λοιπόν πόσους
αποστρέφομαι και πόσον κινδυνεύω χάριν της επιστήμης μου. Αλλά γνωρίζω πολύ καλά
και την αντίθετον τέχνην, η οποία ως βάσιν έχει την αγάπην· αλλά πολύ ολίγοι
είνε άξιοι αυτής της τέχνης. Οι άλλοι όμως οι αξιομίσητοι είνε μυριάδες.
Κινδυνεύω λοιπόν την μεν μίαν τέχνην να λησμονήσω εξ αχρηστίας, εις δε την άλλην
να γίνω καθ' υπερβολήν εντριβής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Και όμως έπρεπε να μη παραμελής την μίαν
χάριν της άλλης και να μη διαιρής τας τέχνας, διότι ενώ φαίνονται δύο είνε
μία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Καλλίτερα τα ξέρεις αυτά συ, Φιλοσοφία.
Αλλά τέλος πάντων το έργον μου είνε αυτό, τους μεν κακούς να μισώ, να επαινώ δε
και ν'αγαπώ τους καλούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Ελάτε λοιπόν, διότι εφθάσαμεν. Εδώ κάπου
εις τον πρόναον της πολιούχου ας γίνη η δίκη. Συ, ιέρεια, τακτοποίησε μας τα
καθίσματα, κατά το διάστημα δε τούτο ημείς θα εισέλθωμεν εις τον ναόν να
προσκυνήσωμεν την θεάν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Ω Αθηνά, βοήθησε με εις τον αγώνα μου
κατά των αγυρτών,ενθυμουμένη τας επιορκίας τας οποίας κάμνουν καθ' εκάστην και
όσα άλλα πράττουν συ μόνη τα βλέπεις, η παρακολουθούσα αφ' υψηλού τα πράγματα.
Είνε καιρός να τιμωρηθούν. Εάν δε ίδης ότι νικώμαι και ότι αι μαύραι ψήφοι είνε
περισσότεραι, συ πρόσθεσε την ιδικήν σου και σώσε με.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Το δικαστήριον είνε έτοιμον ν' ακούση
τους διαδίκους· σεις δε εκλέξετε ένα εξ υμών ο οποίος να δύναται να αναπτύξη
καλλίτερα την κατηγορίαν διότι δεν είνε δυνατόν να ομιλήτε όλοι συγχρόνως.
Έπειτα δε θα απολογηθής συ, Παρρησιάδη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ. Ποίος άλλος εξ ημών είνε
καταλληλότερος από σε, Πλάτων;Διότι και ευφυίαν έχεις θαυμαστήν και η γλώσσα σου
είνε κομψή και καθαρά Αττική, η δε χάρις και το πειστικόν, η σύνεσις και η
ακρίβεια,το θέλγητρον και τα επίκαιρα αποδεικτικά επιχειρήματα τα έχεις άφθονα·
ώστε δέξου την αντιπροσωπείαν και ομίλησε υπέρ ημών όλων. Να ενθυμηθής όλα
εκείνα τα οποία είπες εναντίον του Γοργίου, του Πώλου,του Ιππίου και του
Προδίκου και να τα συνθέσης εις την σημερινήν κατηγορίαν, διότι ο κατηγορούμενος
είνε δεινότερος από όλους αυτούς.Επίχυσε εις όλα αυτά την Σωκρατικήν ειρωνείαν
και φέρε τον εις αμηχανίαν με τας συνεχείς και ευφυείς εκείνας ερωτήσεις σου,
και αν το νομίσης αναγκαίον παράχωσε εις τον λόγον σου και εκείνο το οποίον
είπες κάπου ότι ο μέγας Ζευς, ο οποίος διατρέχει τον ουρανόν επί πτερωτού
άρματος, θ' αγανακτήση εάν αθωωθή ο κατηγορούμενος(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn121#fn121" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">121</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Είνε προτιμότερον να διορίσωμεν ένα εκ
των σφοδροτέρων ρητόρων, τον Διογένην τούτον λόγου χάριν ή τον Αντισθένην ή τον
Κράτητα ή και σε, Χρύσιππε· διότι εις την προκειμένην περίπτωσιν δεν χρειάζεται
κάλλος και δεινότης συγγραφική, αλλά δικανικά και πειστικά προσόντα, αφού και ο
Παρρησιάδης είνε ρήτωρ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓΕΝΗΣ. Εγώ θα αναλάβω την κατηγορίαν νομίζω
δε ότι δεν έχω ανάγκην να μακρηγορήσω πολύ διά να προκαλέσω την καταδίκην του.
Άλλως τε και περισσότερον από κάθε άλλον έχω υβρισθή παρ' αυτού, αφού και προ
ολίγων ημερών με επώλησε δύο οβολούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Ο Διογένης, Φιλοσοφία, θα ομιλήση εξ
ονόματος όλων ημών.Αλλά να ενθυμήσαι, φίλε μου, να μη περιορισθής μόνον εις τα
αφορώντά σε, αλλά να ομιλήσης γενικώς δι' όλους και αν έχωμεν διενέξεις τινάς
εις τας ιδέας, να το λησμονήσης και να μη το λάβης υπ' όψιν, ούτε να εξετάσης
τώρα ποίος εξ ημών ευρίσκεται περισσότερον προς το μέρος της αληθείας, αλλά να
περιορίσης την αγανάκτησίν σου διά τας ύβρεις και τας συκοφαντίας τας οποίας
απευθύνει κατ' αυτής εις τους λόγους του αυτός ο Παρρησιάδης. Ν' αφήσης τα
ζητήματα εις τα οποία διαφωνούμεν και να υποστηρίξης το συμφέρον το οποίον
έχομεν κοινόν. Βλέπεις ότι σ' επροτιμήσαμεν και εις χείρας σου ανεθήκαμεν όλοι
τα συμφέροντά μας και από σου εξαρτάται ή να διατηρηθή η καλή μας υπόληψις ή να
πιστευθούν περί ημών όσα ούτος μας απέδωκε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Να είσθε ήσυχοι· δεν θα παραλείψω τίποτε
και υπέρ όλων θα ομιλήσω. Και αν η Φιλοσοφία, η οποία εκ φύσεως είνε ήμερος και
επιεικής, παραπεισθή υπό των λόγων του και σκεφθή να τον αθωώση,πάλιν εγώ θα
φροντίσω ώστε να μη μείνη ατιμώρητος· θα του δείξω ότι δεν φέρομεν την βακτηρίαν
χωρίς σκοπόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Αυτά να λείψουν· όχι ξύλον, αλλά λόγον
πρέπει να μεταχειρισθής. Αλλά μη χρονοτριβής διότι το νερόν εχύθη εις την
κλεψύδραν και το δικαστήριον περιμένει να σε ακούση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Οι λοιποί φιλόσοφοι ας παρακαθήσουν και
αυτοί ως δικασταί,και ας ψηφίσουν μαζή σας, Φιλοσοφία. Μόνος ο Διογένης ας
αναλάβη την κατηγορίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Δεν φοβείσαι μήπως σε
καταδικάσουν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΟΥΚ. Ουδόλως· θέλω ν' αθωωθώ με περισσοτέρας
ψήφους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Εύγε διά το θάρρος σου. Καθήσετε λοιπόν
συ δε, Διογένη,έχεις τον λόγον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Οποίοι ημείς υπήρξαμεν και πώς εζήσαμεν,
πολύ καλά γνωρίζεις, ω Φιλοσοφία, και δεν είνε ανάγκη να το αναφέρω. Ποιος
αγνοεί πόσας ο Πυθαγόρας ούτος, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και ο Χρύσιππος, διά να
μη αναφέρω τον εαυτόν μου, ευεργεσίας, έκαμαν εις την ανθρωπότητα; Θα αναφέρω
μόνον τας ύβρεις, τας οποίας εξεστόμισεν εναντίον ημών αυτός ο τρισκατάρατος
Παρρησιάδης, ενώ τόσα και τοιαύτα μας οφείλει ο κόσμος. Ήτο ρήτωρ ως λέγεται και
αφήσας τα δικαστήρια και τας δικανικάς επιτυχίας έστρεψεν εναντίον ημών όλην την
δύναμιν και την τέχνην την οποίαν απέκτησεν εις τους λόγους και δεν παύει να μας
κακολογή και να μας αποκαλή αγύρτας και απατεώνας, παρασύρει δε τα πλήθη να μας
καταγελούν και να μας περιφρονούν ως ουτιδανούς.Μάλιστα κατώρθωσεν ώστε οι
περισσότεροι των ανθρώπων να μισήσουν και ημάς και σε την Φιλοσοφίαν. Τάς
σπουδαιοτέρας ιδέας, τας οποίας και εις ημάς εδίδαξες, αποκαλεί φλυαρίας και
σαχλαμάρες και τα πάντα διασύρει και χλευάζει, ώστε αυτός μεν χειροκροτείται και
επευφημείται υπό τον θεατών, ημείς δε υβριζόμεθα· διότι φύσει τοιούτος είνε ο
πολύς λαός· αρέσκεται εις τας ύβρεις και τους χλευασμούς και μάλιστα όταν
διασύρωνται τα πλέον σεμνά και σοβαρά πράγματα, όπως και εις τους αρχαίους
χρόνους ο όχλος ετέρπετο όταν ο Αριστοφάνης και ο Εύπολις ανεβίβαζαν εις την
σκηνήν τον Σωκράτην τούτον και τον διεκωμώδουν αποδίδοντες εις αυτόν αλλοκότους
πράξεις και λόγους. Αλλ'εκείνοι απετόλμουν τα τοιαύτα εναντίον ενός ανθρώπου και
κατά τας εορτάς του Διονύσου, ο οποίος επιτρέπει τοιαύτας διακωμωδήσεις, και τα
σκώμματα εθεωρούντο μέρος της εορτής, ίσως δε και ο θεός εκείνος,ο οποίος είνε
φιλόγελως, ετέρπετο εις τα τοιαύτα. Αλλ' ο Παρρησιάδης ούτος, συγκαλών τους
επιφανεστέρους, αφού προ πολλού παρεσκεύασε και συνέγραψε ύβρεις εις ογκώδες
βιβλίον, τας απαγγέλλει μεγαλοφώνως και υβρίζει τον Πλάτωνα, τον Πυθαγόραν, τον
Αριστοτέλην, τον Χρύσιππον και όλους εν γένει, χωρίς ούτε εορτή να είνε, ούτε να
του έχωμεν κάμη τίποτε κακόν, ότε θα είχε μίαν δικαιολογείαν, διότι θα είχε
θέσιν αμυνομένου και δεν θα είχε δώση αυτός τας πρώτας αφορμάς. Και το
σοβαρώτερον εξ όλων είνε, ότι ενώ πράττει ταύτα, τολμά και να σφετερίζεται το
όνομά σου, ω Φιλοσοφία, και υποκλέψας τον Διάλογον, ο οποίος ήτο ιδικός μας, τον
μεταχειρίζεται ως σύμμαχον και ως όργανον εναντίον μας. Εκτός τούτου και τον
Μένιππον, φίλον ημών, έπεισε να τον βοηθή πολλάκις εις τους σατυρισμούς του, διά
τούτο δε και μόνος αυτός δεν παρίσταται εδώ και δεν μετέχει εις την κατηγορίαν,
αλλ'επρόδωσε τα κοινά συμφέροντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δι' όλα ταύτα είνε δίκαιον να τιμωρηθή. Τι
δύναται δε να απολογηθή όταν διέσυρε τα σεπττότερα ενώπιον τόσον μαρτύρων; Και η
τιμωρία του θα χρησιμεύη προς σωφρονισμόν και των άλλων διότι αν τον ίδουν να
τιμωρηθή, ουδείς άλλος θα τολμήση να περιφρονήση την Φιλοσοφίαν. Το ν' ανέχεται
κανείς τας ύβρεις και να μη ταράσσεται δεν θεωρείται ως μετριοπάθεια, αλλ'
ευλόγως εξηγείται ως ανανδρία και βλακεία. Αλλ' αι πλέον ανυπόφοροι εκ των
πράξεων αυτού του ανθρώπου είνε αι τελευταίαι. Ως δούλους μας ωδήγησεν εις το
δημοπρατήριον και με κήρυκα μας επώλησεν, ως λέγεται, άλλους μεν εις μεγάλην
τιμήν, άλλους δε αντί μιας μνας αττικής, και εμέ ο αχρειέστατος μόνον αντί δύο
οβολών. Και οι παριστάμενοι εγέλων. Δι' αυτά αγανακτήσαντες ήλθαμεν εκ του Άδου
και σου ζητούμεν να μας ικανοποιήσης διά τας αισχίστας προσβολάς τας οποίας
υπέστημεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΖΗΣΑΝΤΕΣ. Εύγε, Διογένη, ωραία ωμίλησες δι'
όλους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Παύσετε τους επαίνους και τώρα ας χυθή
νερόν διά την απολογίαν. Συ δε, Παρρησιάδη, έχεις τον λόγον το νερόν τρέχει εις
την κλεψύδραν, ώστε μη χάνης καιρόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ. Ο Διογένης εις την κατηγορίαν του,
ω Φιλοσοφία, δεν ανέφερεν όλα τα εγκλήματά μου, αλλά τα περισσότερα και τα
σοβαρώτερα αγνοώ διατί παρέλειψεν. Εγώ όμως δεν θα τα αρνηθώ, ούτε ήλθα
παρεσκευασμένος διά ν' απολογηθώ δι' αυτά, αλλά και όσα αυτοί παρέλειψαν ή εγώ
δεν επρόφθασα ήδη να ομολογήσω θα τα είπω σήμερον·διότι ούτω θα μάθης ποίους
εξέθηκα εις δημοπρασίαν και εκακολόγουν αποκαλών απατεώνας και αγύρτας. Και να
εξετάσης μόνον τούτο, εάν λέγω την αλήθειαν περί αυτών. Εάν δε οι λόγοι μου
φαίνωνται ότι έχουν τίποτε τραχύ και υβριστικόν, όχι εγώ ο ελέγχων, αλλ' εκείνοι
νομίζω ότι είνε δικαιότερον να κατακριθουύν διότι τοιαύτα πράττουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγώ άμα ενόησα τας αηδίας και τας κακίας
αίτινες συνοδεύουν το επάγγγελμα του ρήτορος, την απάτην και το ψεύδος, την
θρασύτητα και τας φωνασκίας και τον συναγωνισμόν και μυρία άλλα, απεσύρθην από
το επάγγελμα τούτο και ετράπην προς σε, ω Φιλοσοφία, με τον πόθον να διέλθω το
υπόλοιπον της ζωής μου υπό την σκέπην σου· όπως οι καταφεύγοντες μετά τρικυμίαν
και ανεμοζάλην εις ήσυχον λιμένα. Όταν δε κατ' αρχάς σε αντίκρυσα, ήμην πλήρης
θαυμασμού προς εσέ και όλους αυτούς, οίτινες έδωκαν τους κανόνας του αρίστου
τρόπου του ζην και προς εκείνους οίτινες σπεύδουν προς αυτούς τείνουν την χείρα
και δίδουν τας καλλιτέρας και ωφελιμωτέρας συμβουλάς, τας οποίας ακολουθών τις
δεν φοβείται να ολισθήση, πράγμα το οποίον εκ των σήμερον φιλοσοφούντων ολίγοι
κάμνουν. Όταν δε είδα ότι πολλοί εκ τούτων δεν ακολουθούν την Φιλοσοφίαν εξ
αγάπης προς αυτήν, αλλά χάριν της εξ αυτής προερχομένης δόξης και κατά μεν τα
πρόχειρα, τας φανεράς πράξεις και όσα είνε, εύκολον να μιμηθή πας τις, φαίνονται
αγαθοί και σεβάσμιοι άνθρωποι, εννοώ την γενειάδα, το βάδισμα και το ένδυμα, εις
δε τον ιδιαίτερον βίον των και εις τα πράγματα διαψεύδουν το εξωτερικόν των και
πράττουν τα εναντία και ατιμάζουν την αξιοπρέπειαν του επαγγέλματός των, ήρχισα
ν' αγανακτώ. Το πράγμα μου εφάνη όμοιον ως να έβλεπα ηθοποιόν τραγικόν τρυφηλόν
και θηλυπρεπή να υποκρίνεται τον Αχιλλέα ή τον Θησέα ή τον Ηρακλήν, χωρίς να έχη
τίποτε το ηρωικόν εις το βάδισμα και την φωνήν, αλλά να κάμνη κινήσεις
γυναικώδεις υπό τοιούτον προσωπείον. Τον τοιούτον ούτε η Ελένη, ούτε η Πολυξένη
θα υπέφερε να υποδυθή το πρόσωπον αυτών και θα τον εθεώρουν καθ'υπερβολήν
θηλυπρεπή, πολύ δε μάλλον ο θαυμάσιος ήρως Ηρακλής· το πιθανώτερον είνε ότι
ούτος αμέσως θα τον συνέτριβε μετά του προσωπείου του διά του ροπάλου,
οργιζόμενος διότι τόσον ατιμωτικώς θα τον εξεθήλυνε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Βλέπων ότι και υμείς υβρίζεσθε κατά τον αυτόν
τρόπον υπό των φιλοσόφων εκείνων, δεν ηδυνήθην να υποφέρω τοιαύτην επαίσχυντον
υπόκρισιν και να βλέπω πιθήκους τολμώντας να φορούν προσωπεία ηρώων ή
μιμούμενους τον όνον του μύθου, ο οποίος φορέσας λεοντήν εξέπεμπεν ογκυθμόν
μεγαλόφωνον και φοβερόν, θέλων να πιστευθή ως λέων, υπό των Κυμαίων, οίτινες δεν
εγνώριζον τι είνε λέων, έως ου κάποιος ξένος, ο οποίος είχεν ιδή πολλάκις λέοντα
και όνον, τον απεκάλυψε και ήρχισε να τον ξυλοκοπή. Αλλ' εκείνο το οποίον προ
πάντων μου εφαίνετο φοβερόν, ω Φιλοσοφία, είνε ότι οι άνθρωποι, οσάκις εβλεπον
κανένα εξ αυτών φαύλον και άσεμνον και ασελγή, κατηγόρουν την Φιλοσοφίαν και τον
Χρύσιππον, τον Πλάτωνα ή τον Πυθαγόραν ή άλλον οιονδήποτε, του οποίου εκείνος
έλεγεν ότι είνε οπαδός και μιμητής. Από τας κακίας εκείνου εσχημάτιζον κακήν
ιδέαν και περί υμών των προ πολλού αποθανόντων, διότι δεν ευρίσκεσθε εις την
ζωήν, ώστε να δυνηθούν να σας συγκρίνουν· εκείνον δε έβλεπον να πράττη άτιμα και
άσεμνα, ώστε ερήμην κατεδικάζεσθε μετ' αυτού και εις την αυτήν κατηγορίαν
κατελέγεσθε·</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μη υποφέρων να βλέπω ταύτα, τους κατέκρινα,
αποκαλύπτων την αγυρτείαν αυτών και τους διέκρινα από σας· ενώ δε σεις έπρεπε να
με τιμάτε διά ταύτα, με εισάγετε εις δίκην. Λοιπόν και αν ίδω τινά εκ των
μεμυημένων εις τα ιερά μυστήρια ν' αποκαλύπτη τα απόρρητα των θεών και
αγανακτήσω διά τούτο και τον κατηγορήσω, θα νομίσετε ότι έχω άδικον; Αλλά τούτο
δεν θα ήτο ορθόν αφού και οι αθλοθέται συνειθίζουν, όταν κανείς ηθοποιός, ο
οποίος υποδύεται το πρόσωπον της Αθηνάς, του Ποσειδώνος ή του Διός, δεν
υποκρίνεται καλώς και όπως πρέπει να παρίστανται οι θεοί, να τον μαστιγώνουν και
δεν οργίζονται κατ' αυτών οι θεοί ούτοι διότι παρέδωκαν εις τους μαστιγοφόρους
εκείνον ο οποίος παρουσιάζεται με το προσωπείον και το σχήμα αυτών,αλλ' εξ
εναντίας ευχαριστούνται όταν τον βλέπουν μαστιγούμενον. Το πταίσμα είνε μικρόν
όταν ο ηθοποιός δεν υποκρίνεται καλώς το πρόσωπον ενός δούλου ή αγγελιαφόρου,
αλλ' είνε ασεβές και αποτρόπαιον να μη παραστήση όπως πρέπει προς τους θεατάς
τον Δία ή τον Ηρακλήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και τούτο είνε εκ των πλέον ατόπων, ότι,
ενώ τα έργα σας γνωρίζουν με πολλήν ακρίβειαν, οι περισσότεροι εξ αυτών ζουν
κατά τρόπον τοιούτον, ώστε να δύναται να υποτεθή ότι αναγινώσκουν και μελετούν
αυτά διά να πράττουν τα εναντία. Πάντα όσα λέγουν και διδάσκουν, ότι πρέπει να
περιφρονώμεν τα χρήματα και την δόξαν και μόνον το αγαθόν να νομίζωμεν ωφέλιμον,
να μη οργιζώμεθα και να καταφρονώμεν τους ισχυρούς και να φερώμεθα προς αυτούς
ως ίσοι προς ίσους, είνε καλά αναμφιβόλως και σοφά και θαυμάσια. Αλλ' αυτοί και
αυτά διδάσκουν επί πληρωμή και τους πλουσίους κολακεύουν και φοβούνται και προς
το χρήμα χάσκουν και είνε πλέον οξύθυμοι από τα κυνάρια και πλέον δειλοί από
τους λαγούς, πλέον κόλακες από τους πιθήκους και ασελγέστεροι από τους όνους,
αρπακτικώτεροι από τους γάτους και φιλονεικότεροι από τους πετεινούς. Και
γίνονται γελοίοι αγωνιζόμενοι δι' αυτά και διαγκωνιζόμενοι εις τας θύρας των
πλουσίων,παρακαθήμενοι εις γεύματα πολυάνθρωπα, επαινούντες και κολακεύοντες
υπερβολικώς κατά την διάρκειαν αυτών, υπερπληρούντες τας γαστέρας των και
μεμψιμοιρούντες και κατά την ώραν του πότου εγείροντες φιλοσοφικάς συζητήσεις
ατερπείς και ατόπους και υποκύπτοντες εις την μέθην. Οι δε απλοί άνθρωποι,
οίτινες συντρώγουν, γελούν και χλευάζουν την Φιλοσοφίαν, η οποία τοιαύτα
καθάρματα δημιουργεί. Και το αισχρότατον εξ όλων είνε ότι, ενώ έκαστος εξ αυτών
λέγει ότι ουδενός έχει ανάγκην και ότι μόνον η σοφία είνε πλούτος, μετ' ολίγον
πηγαίνει και ζητεί και αγανακτεί εάν δεν λάβη. Είνε το αυτό ως εάν τις
παρουσιάζεται ως ηγεμών και φορή τιάραν και διάδημα και όλα τα άλλα όσα
αποτελούν τα γνωρίσματα της βασιλείας, έπειτα δε ζητεί από τους υποδεεστέρους
και επαιτεί. Όταν λοιπόν πρόκειται να ζητήσουν τίποτε,διδάσκουν διά πολλών
επιχειρημάτων ότι ο άνθρωπος πρέπει να είνε μεταδοτικός, ότι ο πλούτος είνε
πράγμα μάταιον και ασήμαντον και ότι ο χρυσός και ο άργυρος ουδόλως διαφέρουν
από τα χαλίκια της παραλίας.Αλλ' όταν κανείς παλαιός των φίλος προσέρχεται και
ζητή να του δώσουν μικράν συνδρομήν, σιωπούν και φαίνονται ως μη εννοούντες ή
υποστηρίζουν τα αντίθετα· οι δε πολλοί λόγοι περί φιλίας, περί αρετής και
αγαθοεργίας εξαφανίζονται διά μιας, ως πτερόεντα αληθώς έπη και εις μάτην
νομίζεις τα επαναλαμβάνουν καθ' εκάστην εις τας ομιλίας των. Έφ' όσον δεν
πρόκειται περί αργύρου ή χρυσού είνε φίλοι· εάν δε κανείς και μόνον οβολόν
επιδείξη, η ειρήνη παύει, αι συνθήκαι ακυρούνται, τα βιβλία εξαφανίζονται και η
αρετή φεύγει. Συμβαίνει εις αυτούς ό,τι και εις τους σκύλους· όταν εις το μέσον
αυτών ριφθή κόκαλον αναπηδούν και αλληλοδαγκώνονται και όλοι γαυγίζουν εκείνον ο
οποίος επρόλαβε και ήρπασε το κόκαλον. Λέγεται δε ότι και κάποιος βασιλεύς της
Αιγύπτου εδίδαξέ ποτε πιθήκους να χορεύουν πυρρήχιον,και τα ζώα, τα οποία
ευκόλως μιμούνται τας πράξεις των ανθρώπων,ταχέως συνείθισαν να χορεύουν και να
φορούν πορφύρας και προσωπίδας,και το θέαμα επετύγχανεν έως ότου εις εκ των
θεατών, άνθρωπος αστείος, έρριψεν εις το μέσον αυτών καρύδια, τα οποία είχε
κρυμμένα εις τον κόλπον του. Τότε οι πίθηκοι ιδόντες τα καρύδια ελησμόνησαν τον
χορόν και αντί χορευτών έγιναν εκ νέου πίθηκοι και ήρχισαν να σχίζουν τα
προσωπεία και τα ενδύματά των και να μάχωνται μεταξύ των περί του ποίος ν'
αρπάση τα καρύδια· ούτω δε ο θίασος των χορευτών διελύθη και οι θεαταί
εγέλων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τοιαύτα πράττουν και οι σημερινοί φιλόσοφοι και
αυτούς εγώ κατέκρινα και δεν θα παύσω ποτέ να τους ελέγχω και να τους
σατυρίζω·περί υμών δε και εκείνων οίτινες είνε αληθείς μιμηταί σας — διότι
υπάρχουν καί τινες οι οποίοι είνε πραγματικοί οπαδοί της φιλοσοφίας και
αφωσιωμένοι εις τους νόμους σας — δεν παρεφρόνησα διά να είπω τίποτε βλάσφημον ή
υβριστικόν. Αλλά και τι έχω να είπω και τι κοινόν υπάρχει μεταξύ υμών και
τούτων; Τους αγύρτας όμως τούτους και εχθρούς των θεών είνε δίκαιον να μισώ. Δεν
μου λέγετε σεις, Πυθαγόρα και Πλάτων και Χρύσιππε και Αριστοτέλη, ποίαν σχέσιν
έχουν προς υμάς οι τοιούτοι και ποίαν συγγένειαν και κατά τι η διαγωγή των
δύναται να συγκριθή προς την ιδικήν σας; Ο πίθηκος, κατά την παροιμίαν, θέλει να
μιμηθή τον Ηρακλήν. Επειδή έχουν μεγάλας γενειάδας και λέγουν ότι είνε φιλόσοφοι
και είνε σκυθρωποί, πρέπει να τους θεωρώμεν ομοίους με σας; Αλλά θα ήσαν
υποφερτοί αν και εις αυτήν την υπόκρισιν είχον πιθανότητα· είνε όμως ευκολώτερον
ο γυψ να μιμηθή την αηδόνα παρά αυτοί τους αληθείς φιλοσόφους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά είχα να είπω προς απολογίαν μου. Συ δε, ω
Αλήθεια, μαρτύρησε προς το δικαστήριον εάν όσα είπα είνε αληθή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Ν' απομακρυνθής, Παρρησιάδη ... Ακόμη
μακρύτερα. — Πώς σας εφάνησαν αυτά τα οποία είπε και τι πρέπει ν'
αποφασίσωμεν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΗΘΕΙΑ. Εγώ, ω Φιλοσοφία, ενώ τον ήκουα να
ομιλή, ηυχόμην να σχισθή η γη διά να κρυφθώ· τόσον αληθή ήσαν όλα όσα είπε.
Γνώριζαν τους ψευδοφιλοσόφους εκείνους και έβλεπα ότι τα λεγόμενά του
εφηρμόζοντο άλλα μεν εις εκείνον, άλλα δε εις τούτον. Τόσον ακριβώς τους
παρέστησε, ώστε ενόμιζα ότι τους έβλεπα ζωγραφισμένους. Όχι μόνον σωματικώς,
αλλά και ψυχικώς τους εξεικόνισεν ακριβέστατα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΦΡΟΣΥΝΗ. Κι' εγώ πολύ εκοκκίνησα, ω Αλήθεια.
Σεις δε τι λέγετε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΖ. Τι άλλο παρά ότι πρέπει να αθωωθή και
ανακηρυχθή φίλος ημών και ευεργέτης; Εμείς επάθαμεν εκείνο το οποίον λέγεται
περί των κατοίκων της Ιλίου, οι οποίοι καλέσαντες ένα τραγωδόν να τους
διασκεδάση, τον ήκουσαν να ψάλλη τας συμφοράς της πατρίδος των. Αλλ'ας ψάλλη και
ας εξακολουθή να μαστιγώνη τους εχθρούς των θεών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Και εγώ, Φιλοσοφία, ανακαλώ την
κατηγορίαν και αναγνωρίζω ότι ο Παρρησιάδης είνε άξιος των μεγαλειτέρων επαίνων.
Του λοιπού τον θεωρώ φίλον, διότι είνε εξαίρετος άνθρωπος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Εύγε, Παρρησιάδη, σε ανακηρύττομεν
παμψηφεί αθώον και του λοιπού σε θεωρούμεν ημέτερον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Ευχαριστώ την θεάν Νίκην διά τον πρώτον
μου θρίαμβον· αλλά νομίζω ότι ποιητικώτερα πρέπει να εκφράσω τας ευχαριστίας μου
:</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ω μέγα σεμνή Νίκη, τον εμόν<br />βίο τον
κατέχοις<br />και μη λήγοις στεφανούσα(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn122#fn122" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">122</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΗΘ. Μεταβαίνομεν εις το δεύτερον μέρος της
υποθέσεως. Ας καλέσωμεν και τους ψευδοφιλοσόφους, διά να δικασθούν διά τας
καθ'ημών ύβρεις των. Την κατηγορίαν θα υποστηρίξη ο Παρρησιάδης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Πολύ καλά· ώστε σκύψε προς την πόλιν,
Συλλογισμέ και κάλει τους φιλοσόφους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΥΛΛ. Ακούσετε οι φιλόσοφοι των Αθηνών· πρέπει
να έλθετε εις την Ακρόπολιν διά ν' απολογηθήτε περί της διαγωγής σας ενώπιον της
Αρετής, της Φιλοσοφίας και της Δικαιοσύνης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Βλέπετε πόσον ολίγοι έρχονται, αφού
ήκουσαν το κήρυγμα;Φοβούνται την Δικαιοσύνην. Οι περισσότεροι δε εξ αυτών ούτε
καιρόν έχουν, διότι καταγίνονται να περιποιούνται τους πλουσίους. Εάν θέλετε να
έλθουν όλοι, να σου πω εγώ τι πρέπει να διακηρύξης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Να διαλαλήσης μόνος σου ό,τι θέλεις,
Παρρησιάδη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡΗΣ. Δεν δυσκολεύομαι. Ακούσετε τι διατάσσει
η Φιλοσοφία. Όσοι λέγουν ότι είνε φιλόσοφοι και θεωρούν ότι αρμόζει εις αυτούς ο
τίτλος ούτος να έλθουν εις την Ακρόπολιν, όπου θα γίνη διανομή χρημάτων. Θα
δοθούν εις έκαστον δύο μναι και γλύκισμα σησαμωτόν. Εκείνος δε ο οποίος θα
επιδείξη την μεγαλειτέραν γενειάδα θα λάβη επί πλέον και ένα καλάθι σύκα.
Περιττόν να φέρετε μαζή σας σωφροσύνην ή δικαιοσύνην ή εγκράτειαν· αυτά δεν είνε
αναγκαία, εάν δεν υπάρχουν· αλλ' είνε απαραίτητον να φέρη έκαστος πέντε
συλλογισμούς, διότι άνευ αυτών δεν δύναται να θεωρηθή κανείς σοφός,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">κείται δ' εν μέσσοισι δυο χρυσοίο
τάλαντα,<br />τω δόμεν, ος μετά πάσιν εριζέμεν έξοχος είη(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn123#fn123" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">123</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Βλέπετε τώρα πόσοι αναβαίνουν και πώς
αλληλοσπρώχνονται, άμα ήκουσαν τας δύο μνας. Και από το Πελασγικόν αναβαίνουν
άλλοι, άλλοι από το Ασκληπιείον και ακόμη περισσότεροι από τον Άρειον
Πάγον,μερικοί δε και από τον τάφον του Τάλου και άλλοι έβαλαν κλίμακας προς το
μέρος του ναού των Διοσκούρων και σκαρφαλώνουν με βοήν κατά κοπάδια, και, όπως
λέγει ο Όμηρος, μυριάδες έρχονται εξ όλων των μερών,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">όσσα τε φύλλα και άνθεα γίνεται ώρη(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn124#fn124" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">124</a></sup>)
,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">και εντός ολίγου η Ακρόπολις εγέμισεν από
φιλοσόφους, οι οποίοι καταλαμβάνουν θέσεις με θόρυβον. Παντού πήραι, γενειάδες,
κολακεία,αναισχυντία, βακτηρία, λαιμαργία, συλλογισμός και φιλοχρηματία. Οι δε
ολίγοι, οι οποίοι με το πρώτον κήρυγμα ανέβηκαν, έγιναν αφανείς και άσημοι,
αναμιχθέντες εις το πλήθος των άλλων και ένεκα της εξωτερικής ομοιότητος δεν
διακρίνονται. Αυτό είνε το μεγαλείτερον κακόν, ω Φιλοσοφία, διά το οποίον προ
πάντων θα ηδύνατο κανείς να σου παραπονεθή, ότι δεν επέβαλες εις αυτούς σημείον
εκ του οποίου να γνωρίζωνται· διότι πολλάκις ευκολώτερα περνούν ως φιλόσοφοι
αυτοί οι αγύρται παρά οι αληθείς φιλόσοφοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Θα γίνη και αυτό μετ' ολίγον· αλλά τώρα
ας τους υποδεχθώμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΣ. Πρέπει να προτιμηθώμεν εις την
διανομήν ημείς οι Πλατωνικοί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘΑΓΟΡΙΚΟΣ. Όχι, ημείς οι Πυθαγορικοί πρέπει
να λάβωμεν πρώτοι,διότι ο Πυθαγόρας ήτο αρχαιότερος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΤΩΙΚΟΣ. Δεν ξέρετε τι λέτε· είμεθα καλλίτεροι
ημείς οι Στωικοί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΙΚΟΣ. Προκειμένου περί χρημάτων,
πρέπει να προτιμώμεθα ημείς οι Περιπατητικοί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ. Δόσετε εις ημάς τα γλυκίσματα και
τα σύκα και όσον διά τα χρήματα περιμένομεν να τα λάβωμεν τελευταίοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΣ. Πού είνε τα δύο τάλαντα, διότι
κανείς δεν δύναται να συγκριθή προς ημάς εις τας συζητήσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΤΩΙΚ. Όχι βέβαια όταν είμεθα παρόντες ημείς οι
Στωικοί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Παύσετε να φιλονεικήτε· σεις δε οι
Κυνικοί μη σπρώχνεσθε έτσι και μη κτυπιέσθε με τας βακτηρίας, διότι δεν σας
εκαλέσαμεν δι'αυτά που νομίζετε. Τώρα πρόκειται εγώ η Φιλοσοφία, η Αρετή και η
Αλήθεια, να δικάσωμεν ποίοι από σας είνε οι αληθινοί φιλόσοφοι· και όσοι μεν
ευρεθούν ότι ζουν σύμφωνα προς τους ιδικούς μας κανόνας, θ'αναγνωρισθούν ως οι
άριστοι και θα ζήσουν του λοιπού ευτυχείς· τους δε αγύρτας και ξένους προς ημάς
θα τιμωρήσωμεν αυστηρώς διά να παύσουν να οικειοποιούνται τίτλους ανωτέρους της
αξίας των και ν'αλαζονεύωνται. Αλλά τι επάθατε; Φεύγετε; Ιδέτε πώς
κατακρημνίζονται οι περισσότεροι διά να φύγουν το ταχύτερον. Εντός ολίγου
εκενώθη η Ακρόπολις και δεν έμειναν παρά [μόνο] οι ολίγοι ούτοι, όσοι δεν
φοβούνται να κριθούν. Πάρετε οι υπηρέται την πήραν την οποίαν έρριψεν ο Κυνίσκος
ενώ έφευγε και φέρετέ την εδώ διά να την ίδω τι περιέχει.Βέβαια θα περιέχη
λούπινα ή κανένα βιβλίον ή καμμίαν στακτόπητταν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Όχι, αλλά χρήματα και αρώματα (και μικράν
μάχαιραν των θυσιών) και καθρέπτην και κύβους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Εύγε, λαμπρέ φιλόσοφε. Αυτά ήσαν τα
εφόδια της φιλοσοφίας σου και αυτά σου έδιδαν το δικαίωμα να υβρίζης τους πάντας
και να διδάσκης τους άλλους;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Τοιούτοι είνε όλοι αυτοί. Πρέπει δε να
σκεφθήτε και να εύρετε τρόπον διά να διακρίνουν οι άνθρωποι ποίοι εξ αυτών είνε
καλοί και ποίοι αγύρται. Συ, Αλήθεια, πρέπει να εύρης τρόπον — διότι είνε και
συμφέρον σου — να παύση να επικρατή το ψεύδος και να παύση η άγνοια να βοηθή
τους φαύλους να κρύπτωνται μιμούμενοι τους χρηστούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΗΘ. Ας αναθέσωμεν εις αυτόν τον Παρρησιάδην
την φροντίδα, αφού απεδείχθη χρηστός και φίλος ημών, μέγας δε θαυμαστής σου, ω
Φιλοσοφία. Ας παραλάβη δε και τον Έλεγχον και ας υποβάλη εις εξέτασιν όλους,
όσοι λέγουν ότι είνε φιλόσοφοι· και όποιον ευρίσκει γνήσιον και αληθινόν
φιλόσοφον να του απονέμη στέφανον και να τον καλή εις το Πρυτανείον(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn125#fn125" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">125</a></sup>)
, οποίον δε ανακαλύπτει ψευδοφιλόσοφον — και είνε πολλοί τοιούτοι να του αφαιρή
τον φιλοσοφικόν τρίβωνα και να του αποκόπτη σύρριζα την γενειάδα με
τραγοκουρευτικήν ψαλλίδα, εις δε το μέτωπον μεταξύ των φρυδιών να τον στιγματίζη
ή να τον σφραγίζη με έγκαυμα· η δε σφραγίς του εγκαυτήρος να παριστά αλώπεκα ή
πίθηκον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Εύγε, Αλήθεια. Συ δε, Παρρησιάδη, να
τους δοκιμάσης καθ'όν τρόπον λέγεται ότι δοκιμάζουν οι αετοί τους νεοσσούς των
εις τον Ήλιον. Δεν εννοώ όμως ότι πρέπει να βάλης και τους φιλοσόφους
ν'αντικρύσουν ατενώς το φως του ηλίου και ούτω να δοκιμασθούν, αλλά να θέσης
ενώπιόν των χρυσόν και δόξαν και ηδονήν, και οποίον εξ αυτών ίδης να τα
περιφρονή και να φαίνεται απαθής ενώπιον αυτών, αυτός να στεφανούται· εκείνον δε
τον οποίον ίδης να τα προσβλέπη με πόθον και να εκτείνη το χέρι προς τον χρυσόν,
να τον υποβάλλης εις το καυτήριον, αφού προηγουμένως του κουρεύσης την
γενειάδα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Θα γίνουν αυτά όπως διατάσσης, Φιλοσοφία,
και μετ' ολίγον θα ίδης τους περισσοτέρους εξ αυτών φέροντας την σφραγίδα της
αλώπεκος ή του πιθήκου, πολύ δε ολίγους στεφανωμένους. Αν θέλετε και εδώ δύναμαι
να αναβιβάσω μερικούς εξ αυτών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Πώς είνε δυνατόν να τους επαναφέρης αφού
με τοιούτον πανικόν έφυγαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Δεν είνε δύσκολον, αρκεί η ιέρεια να μου
επιτρέψη να μεταχειρισθώ επ' ολίγον εκείνην την ορμιάν και το άγκιστρον, τα
οποία έχει αφιερώση εις τον ναόν της Αθηνάς κάποιος αλιεύς του
Πειραιώς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΕΡΕΙΑ. Λάβε τα, ιδού δε και το καλάμι διά να
δυνηθής να τα μεταχειρισθής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Θα με υποχρεώσης εάν μου δώσης και μερικά
σύκα και ολίγον χρυσόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΕΡ. Λάβε και αυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Τι σκέπτεται να πράξη άρά γε αυτός ο
άνθρωπος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΕΡ. Έβαλε ως δόλωμα εις το αγκίστρι ένα σύκο
και χρυσάφι, εκάθησε επάνω εις το τείχος και εκρέμασε το αγκίστρι εις την
πόλιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Τι σκοπόν έχουν αυτά, Παρρησιάδη; Μήπως
σκέπτεσαι ν'αλιεύσης λίθους εκ του Πελασγικού;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Σιώπησε, Φιλοσοφία, και περίμενε να ιδής
τι θα ψαρεύσω. Συ δε, Ποσειδών, προστάτα των αλιέων και συ, καλή Αμφιτρίτη,
οδηγήσατε εις το αγκιστρόν μου πολλούς ιχθύς. Α! βλέπω ένα μεγάλον λάβρακα ή
μάλλον ένα χρύσοφρυν(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn126#fn126" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">126</a></sup>)
.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΛΕΓΧΟΣ. Όχι, είνε γαλέος· τρέχει προς το
άγκιστρον με το στόμα ανοικτόν. Οσφραίνεται το χρυσάφι· πλησιάζει, ετσίμπησε,
επιάστηκε·ανάσυρε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Βοήθησε ολίγον και συ, Έλεγχε. Καλά, τον
ανεβάσαμεν. Ας ίδωμεν τίνος είδους ψάρι είνε. Μπα! είνε σκυλόψαρο. Τι φοβερά
δόντια που έχει, θεέ μου! Τ' είν' αυτό που έπαθες, σοφώτατε; Ενόμιζες ότι θα
εκρύπτεσο εις τους βράχους και θα έτρωγες με την ησυχίαν σου το δόλωμα χωρίς να
σε ιδή κανείς, αλλά συνελήφθης και τώρα θα σε κρεμάσω από τα σπάραχνα να σε
ιδούν όλοι. Ας βγάλωμεν πρώτα το άγκιστρον με το δόλωμα. Αλλά βλέπω ότι το
άγκιστρον δεν έχει τίποτε· ο φίλος εκατάπιε το σύκον και το χρυσάφι ευρίσκεται
εις την κοιλιά του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Βάλε τον να τα ξεράση διά να τα
μεταχειρισθώμεν ως δόλωμα και δι' άλλους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Τα εξέρασε. Και τώρα τι λες, Διογένη; Τον
γνωρίζεις αυτόν και έχει καμμίαν σχέσιν μαζή σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Καμμίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Λοιπόν αυτόν εξετίμησα εγώ προ ημερών δύο
οβολούς. Εσύ ποίαν αξίαν του δίδεις;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Δύο οβολοί είνε πολλά· είνε παληόψαρον
από εκείνα τα οποία δεν τρώγονται. Το κρέας του είνε αηδές και σκληρόν και δεν
χρησιμεύει εις τίποτε. Άφησέ τον να πέση κατακέφαλα από τους βράχους και ρίψε το
άγκιστρον να σύρης άλλον. Αλλά δεν είνε φόβος, Παρρησιάδη, να σου σπάση το
καλάμι από το βάρος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Μη φοβάσαι, Διογένη· είνε ελαφροί, πολύ
ελαφρότεροι από τις μαρίδες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙ0Γ. Βέβαια, αφού δεν έχουν περισσότερο
μυαλό(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn127#fn127" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">127</a></sup>)
· τράβα όμως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Μπα! ποίος είν' αυτός ο άλλος ο πλατύς
που ομοιάζει σαν γλώσσα ή ψήττα; Τρέχει με το στόμα ανοικτόν προς το αγκίστρι·
το εκατάπιε· συνελήφθη· ας τον τραβήξωμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Ποιος είνε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΛΕΓΧ. Λέγει ότι είνε μαθητής του
Πλάτωνος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Και συ, αναιδέστατε, τρέχεις προς τον
χρυσόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Τι λέγεις, Πλάτων; Τι πρέπει να τον
κάμωμεν αυτόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΑΤ. Από τον αυτόν κρημνόν να τον ρίψετε και
αυτόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Ας ψαρεύσωμεν τώρα άλλον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Βλέπω ένα ωραιότατον να πλησιάζη και όσον
μου επιτρέπει το βάθος να διακρίνω έχει διάφορα χρώματα και εις την ράχην
γραμμάς χρυσάς. Τον βλέπεις, Έλεγχε; Αυτός είνε ο οποίος υποκρίνεται τον
Αριστοτέλην. Επλησίασε και έπειτα πάλιν απεμακρύνθη και με προσοχήν παρατηρεί
γύρω του. Αλλ' επέστρεψε πάλιν, έχαψε το δόλωμα, συνελήφθη·ας τον
ανελκύσωμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Μη μ' ερωτάς, Παρρησιάδη, περί
αυτού διότι δεν γνωρίζω ποιος είνε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Λοιπόν, Αριστοτέλη, και αυτόν να τον
πετάξωμεν κάτω. Αλλά τι βλέπω; Ένα πλήθος ψάρια του αυτού χρώματος, με αγκάθια
και το δέρμα πολύ τραχύ πιο δυσκολόπιαστα από τους αχινούς. Χρειάζεται δίκτυ διά
να τα πιάσωμεν και δίκτυ δεν έχομεν. Αλλ' αρκεί και ένα μόνον από το κοπάδι να
τραβήξωμεν. Θα ορμήση δε εις το αγκίστρι το θρασύτερον από αυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΛΕΓΧ. Ρίψε το αγκίστρι αν θέλης, αλλά φρόντισε
προηγουμένως να συνδέσης με μακρόν σίδηρον την ορμιάν και το αγκίστρι διά να μη
το κόψη με τα δόντια του και καταπιή το χρυσάφι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Έτοιμα. Συ δε, ω Ποσειδών, ελθέ εις
βοήθειαν. Πω πω, τι μάχη γίνεται γύρω εις το δόλωμα και πώς ερρίχθηκαν όλοι εις
το σύκον, ενώ άλλοι έχουν κολλήση επάνω εις το χρυσάφι. Αλλά επιάστηκε ένας εις
το αγκίστρι από τους πλέον δυνατούς. Δεν μου λες εις ποίαν σχολήν ανήκεις; Αλλ'
είμαι γελοίος να ζητώ από ένα ψάρι να μιλήση, αφού ξέρω ότι τα ψάρια είνε άφωνα.
Αντ' αυτού λέγε συ, Έλεγχε, ποίον έχει διδάσκαλον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΛΕΓΧ. Τον Χρύσιππον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Εννοώ· η προτίμησίς του οφείλεται υποθέτω
εις το ότι το όνομα του διδασκάλου έχει χρυσόν. Λοιπόν, Χρύσιππε, τους γνωρίζεις
αυτούς και συ τους εδίδαξες την διαγωγήν την οποίαν ακολουθούν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΡΥΣ. Είνε ύβρις, Παρρησιάδη, να νομίζης ότι
τοιούτοι άνθρωποι δύνανται να έχουν οιανδήποτε σχέσιν προς εμέ και να μου
απευθύνης τοιαύτας ερωτήσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Εύγε, Χρύσιππε, αυτά τα οποία λέγεις σε
τιμούν. Λοιπόν, και αυτός ας ριφθή κάτω, όπως οι άλλοι, αφού είνε και ακανθώδης
και υπάρχει φόβος, αν τον φάη κανείς, να του καθήσουν κόκαλα εις τον
λαιμόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Αρκετούς εψάρευσες, Παρρησιάδη, και
πρέπει να παύσης διά να μη σου κόψη κανείς μαζί με το αγκίστρι και το χρυσάφι
και το πάρη και φύγη, έπειτα δε θ' αναγκασθής να το πληρώσης εις την ιέρειαν.
Και τώρα ημείς θα πάμε να περιπατήσωμεν· καιρός δε και σεις οι άλλοι
ν'αναχωρήσετε διά να περάσετε τον καιρόν της αδείας σας. Συ δε,Παρρησιάδη, και ο
Έλεγχος, εξετάσατε αυτούς όλους και τους μεν αγαθούς στεφανώνετε, τους φαύλους
δε στιγματίζετε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Θα εκτελέσωμεν την παραγγελίαν σου,
Φιλοσοφία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Χαίρετε, σεβαστοί φιλόσοφοι. Ημείς δε, Έλεγχε,
ας κατέβωμεν και ας εκτελέσωμεν τας διαταγάς της Φιλοσοφίας. Από πού δε νομίζεις
ότι πρέπει ν' αρχίσωμεν; Από την Ακαδημίαν ή από την Στοάν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΛΕΓΧ. Ας κάμωμεν την αρχήν από το
Λύκειον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΡ. Το ίδιο κάνει. Εκείνο περί του οποίου
είμαι βέβαιος είνε ότι όπου και αν πάμε θα χρειασθούμεν ολίγους στεφάνους και
πολλά καυτήρια.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 36pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΟΔΟΤΟΣ Ή ΑΕΤΙΩΝ(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn128#fn128" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">128</a></sup>)</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;"><br />Θα ήτο ευτύχημα να μιμηθή κανείς τον
Ηρόδοτον, όχι εις όλα τα προτερήματά του ως συγγραφέως — διότι τούτο θα ήτο
υπερβολικός πόθος— αλλ' εις έν τουλάχιστον εξ όλων, το κάλλος λ.χ. και την
αρμονίαν του ύφους του, την ιδιαιτέραν χάριν της Ιωνικής διαλέκτου, τον πλούτον
της σκέψεως ή τα αναρίθμητα κάλλη, τα οποία εκείνος έχει συναθροίση εις τα έργα
του και τα οποία απελπίζουν τον αποπειρώμενον να τον μιμηθή. Εκείνα όμως τα
οποία έπραξε διά να καταστήση γνωστά τα συγγράμματά του και να καταστή εντός
ολίγου περίφημος μεταξύ των Ελλήνων και εγώ και συ και άλλοι δυνάμεθα να τα
μιμηθώμεν. Διότι όταν αναχωρήσας εκ της πατρίδος του ήλθεν εκ Καρίας κατ'
ευθείαν εις την Ελλάδα, εσκέπτετο πώς ταχύτερα και ευκολώτερα να γίνη γνωστός
και διάσημος αυτός και τα έργα του. Να ταξειδεύη από πόλεως εις πόλιν και να τ'
αναγινώσκη τώρα μεν προς τους Αθηναίους, έπειτα δε προς τους Κορινθίους ή τους
Αργείους και τους Λακεδαιμονίους χωριστά εθεώρησε κοπιώδες και απαιτούν πολλήν
χρονοτριβήν. Λοιπόν αντί να βαδίση βαθμηδόν και κατ' ολίγον προς τον σκοπόν του,
ήθελε να εύρη ει δυνατόν όλους τους Έλληνας συνηθροισμένους. Όταν λοιπόν ήλθεν ο
καιρός των μεγάλων Ολυμπιακών αγώνων, ο Ηρόδοτος έκρινεν ότι παρουσιάζεται η
ευκαιρία την οποίαν επεθύμει. Όταν δε η πανήγυρις ευρίσκετο εις την ακμήν της
και είχον συνέλθη πανταχόθεν οι άριστοι των Ελλήνων, ενεφανίσθη εις τον
οπισθόδομον, όχι ως θεατής, αλλ' ως αγωνιστής. Και αναγνώσας τας ιστορίας του,
τόσον κατεγοήτευσε τους ακροατάς, ώστε τα βιβλία του ωνομάσθησαν Μούσαι, ήσαν δε
εννέα όσαι και αι Μούσαι. Ούτω έγινε γνωστός πολύ περισσότερον και από αυτούς
τους Ολυμπιονίκας. Και δεν υπήρχε κανείς ο μη γνωρίζων το όνομα του Ηροδότου,
είτε διότι τον εγνώρισαν οι ίδιοι εις την Ολυμπίαν, είτε διότι ήκουσαν περί
αυτού από τους επιστρέψαντας εκ των αγώνων· και άμα ενεφανίζετο πουθενά, τον
εδακτυλοδείκτουν λέγοντες· Αυτός είνε ο Ηρόδοτος, ο οποίος έγραψεν εις την
Ιωνικήν διάλεκτον την ιστορίαν του πολέμου των Ελλήνων και των Περσών και
εξύμνησε τας νίκας μας.Τοιούτον όφελος απήλαυσεν εκ της ιστορίας του· εις μίαν
πάνδημον των Ελλήνων σύνοδον έλαβε την κοινήν της Ελλάδος ψήφον και ανεκηρύχθη
νικητής ουχί παρ' ενός κήρυκος, αλλ' εις πάσαν πόλιν εξ ης κατήγετο έκαστος των
παρευρισκομένων εις τους αγώνας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Το παράδειγμά του εμιμήθησαν κατόπιν και
ηκολούθησαν την σύντομον ταύτην προς την διασημότητα οδόν ο Ιππίας ο εξ Ήλιδος
σοφιστής, ο Πρόδικος ο Κίος, ο Αναξιμένης ο Χίος και ο Πώλος ο Ακραγαντίνος· και
άλλοι πολλοί ανεγίνωσκον και απήγγελλον τα έργα των εις τους αγώνας και ούτω
εντός ολίγου εγίνοντο γνωστοί. Αλλά προς τι να αναφέρω τους παλαιούς εκείνους
σοφιστάς και ιστορικούς και λογογράφους, αφού και επ' εσχάτων, ως λέγεται, ο
Αετίων ο ζωγράφος, αφού εζωγράφησε τον γάμον του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης,
μετέφερεν εις την Ολυμπίαν την εικόνα και την επέδειξε; Τόσον δε ήρεσεν η τέχνη
εις τον Προξενίδαν,όστις ήτο τότε Ελλανοδίκης, ώστε έκαμε γαμβρόν του τον
Αετίωνα. Και τι το τόσον θαυμαστόν υπήρχεν εις την εικόνα, ηρώτησε κάποιος, ώστε
ο Ελλανοδίκης δι' αυτό να δώση την θυγατέρα του εις ένα ξένον οποίος ήτο ο
Αετίων; Η εικών υπάρχει εις την Ιταλίαν, όπου και εγώ την είδα και δύναμαι να
σας ομιλήσω περί αυτής. Παριστά θάλαμον περικαλλή και κλίνην νυμφικήν, επί της
οποίας κάθηται η Ρωξάνη, παρθένος ωραιοτάτη,με το βλέμμα χαμηλωμένον από
εντροπήν προς τον ενώπιόν της ιστάμενον Αλέξανδρον. Πέριξ αυτής και του
Αλεξάνδρου φαίνονται διάφοροι έρωτες μειδιώντες· και είς μεν εξ αυτών, ιστάμενος
όπισθεν της νύμφης, σύρει από την κεφαλήν της την καλύπτραν και δεικνύει προς
τον γαμβρόν την Ρωξάνην, άλλος δε ως θεράπων αφαιρεί το σανδάλιον εκ του ποδός
της διά να την βοηθήση να κατακλιθή. Άλλος ερωτιδεύς κρατεί τον Αλέξανδρον εκ
της χλαμύδος και τον σύρει προς την Ρωξάνην με πολλήν δύναμιν, ο δε βασιλεύς
κρατεί στέφανον τον οποίον προσφέρει προς την παρθένον. Ως παράνυμφος και
νυμφαγωγός παρίσταται ο Ηφαιστείων,κρατών λαμπάδα αναμμένην και στηριζόμενος εις
τον ώμον ωραιοτάτου νεανίσκου, ο οποίος, υποθέτω, είνε ο Υμέναιος, διότι το
όνομά του δεν είνε σημειωμένον επί της εικόνος. Εις άλλο μέρος του πίνακος άλλοι
έρωτες παίζουν με τα όπλα του Αλεξάνδρου. Δύο εξ αυτών σηκώνουν την λόγχην
αυτού, μιμούμενοι τους αχθοφόρους όταν μεταφέρουν βαρείαν δοκόν. Δύο άλλοι
σύρουν έτερον ερωτιδέα εξηπλωμένον ως βασιλέα τάχα επί της ασπίδος, την οποίαν
έλκουν από τας λαβάς. Άλλος έχει εισέλθη εις τον θώρακα, ο οποίος ευρίσκεται
κατά γης πλαγίως κείμενος και φαίνεται ως να ενεδρεύη διά να φοβίση τους άλλους
όταν θα πλησιάσουν σύροντες το φορείον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν πρόκεται δε περί παιγνιδίων και ασημάντων
επεισοδίων, αλλ' ο ζωγράφος δι' αυτών θέλει να δείξη και τον έρωτά του
Αλεξάνδρου προς τα πολεμικά έργα και ότι ενώ ήτο ερωτευμένος με την Ρωξάνην δεν
ελησμόνει και τα όπλα. Αλλά και εξ άλλου κατεφάνη η αλήθεια του γαμηλίου
χαρακτήρος της εικόνος, αφού έγινεν αφορμή να νυμφευθή ο Αετίων την θυγατέρα του
Προξενίδου· και ο γάμος του ζωγράφου εγένετο οιονεί επεισόδιον του βασιλικού
γάμου και ως παράνυμφον είχε τον Αλέξανδρον. Ως αμοιβήν διά τον ζωγραφιστόν
γάμον επέτυχεν αληθή γάμον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Ηρόδοτος λοιπόν — διά να επανέλθω εις αυτόν —
εθεώρει την πανήγυριν των Ολυμπίων ικανήν να καταστήση ένδοξον μεταξύ των
Ελλήνων ένα συγγραφέα, ο οποίος εξιστόρησε νίκας όπως αυτός τας εξιστόρησεν.Εις
εμέ δε — και σας εξορκίζω εις τον Φίλιον Δία να μη υποθέσετε ότι παρεφρόνησα και
ότι θέλω να συγκρίνω τον εαυτόν μου προς εκείνον —συνέβη κάτι τι παρόμοιον. Όταν
κατ' αρχάς ήλθα εις την Μακεδονίαν,εσκεπτόμην πώς να πραγματοποιήσω τον πόθον
τον οποίον είχα, να καταστήσω γνωστά εις όσον το δυνατόν περισσοτέρους Μακεδόνας
τα έργα μου. Και μου εφαίνετο δύσκολον να περιέλθω προς τούτο όλας τας πόλεις
την μίαν μετά την άλλην, πράγμα το οποίον θα απήτει πολύν καιρόν· εάν όμως
επερίμενα την σημερινήν ημών συνέλευσιν και ενεφανιζόμην εν μέσω υμών διά να σας
απαγγείλω τινά των έργων μου, ο σκοπός μου θα εξεπληρούτο κατ' ευχήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Σήμερον λοιπόν σας ευρίσκω ενταύθα συνηγμένους,
ό,τι εκλεκτότερον έχει εκάστη πόλις, το άνθος ακριβώς ειπείν των Μακεδόνων.
Ευρισκόμεθα δε εις πόλιν εκ των ωραιοτέρων, όχι όπως η Πίσσα, ούτε έχουσα την
στενοχωρίαν εκείνης και σκηνάς και καλύβας και πνιγηρόν καύσωνα, οι δε
πανηγυρισταί δεν είνε συρφετώδης όχλος αποτελούμενος από ανθρώπους ελθόντας
μάλλον διά να ίδουν αθλητάς και ολίγον φροντίζοντας τους περισσοτέρους διά τον
Ηρόδοτον, αλλά ρήτορες και συγγραφείς και σοφισταί οι διασημότεροι, ούτως ώστε
να υπάρχη φόβος μήπως το έργον μου φανή εδώ περισσότερον ασήμαντον παρά εις την
Ολυμπίαν. Αν επρόκειτο υμείς σήμερον να με συγκρίνετε προς τους αθλητάς
Πολυδάμοντα ή Γλαύκον ή Μίλωνα, βεβαίως θα σας εφαινόμην καθ'υπερβολήν θρασύς
άνθρωπος· αλλ' εάν απομακρύνετε την μνήμην σας από εκείνους και περιορίσετε την
κρίσιν σας μόνον εις εμέ, ίσως δεν θα σας φανώ πολύ άξιος μαστιγώσεως(<sup><a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#fn129#fn129" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;">129</a></sup>)
. Ενώπιον δε τοιούτων θεατών και τούτο θα είνε αρκετόν δι' εμέ.</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 36pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">ΤΕΛΟΣ</span></h4>
<b><span style="font-size: 16pt;">Σημείωσις /αφορώσα προηγούμενους
τόμους/.</span></b><span style="font-size: 16pt;"> Εκτός διαφόρων άλλων
παροραμάτων, ευδιακρίτων, σημειούμεν ενταύθα τα επόμενα δυο, ως ουσιωδέστερα
:</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εις την σελίδα 11 (στίχ. 1) της Εισαγωγής ετέθη
«λεπτομερές» αντί«πολυμερές».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εις δε τας σελίδας 114 — 130 (επικεφαλίς) του
Α'. τόμου ετέθη«Κρίσεις θεών» αντί «Κρίσις θεών».</span><br />
<h4 align="center" style="margin-top: 36pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">* * *</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των
Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά, Για πρώτη φορά
προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική
σκέψη(ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε
δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου,στην πιο
σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο.Ο Όμηρος, οι
Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο
Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός
κλπ. προσφέρονται και σήμερα,στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή,
Μωραϊτίδη,Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη,
Καζαντζάκη,Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως,
Τσοκόπουλου,Σίγουρου. Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου
τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην
Ελλάδα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ Σια Ο.Ε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 - ΤΗΛ. 614.686,
634.506</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10</span><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt;">
</span>
<br />
<hr align="center" size="2" width="100%" />
<span style="font-size: 16pt;">
</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">1) Φαίνεται, ότι ο σκοπός του διαλόγου τούτου
ως και του επομένου είνε να εγκωμιασθή κάποια Πάνθεια, ερωμένη του Λουκίου
Βέρου, αδελφού του αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου. Τινές των κριτικών αμφιβάλλουν
αν ο Λουκιανός είνε συγγραφεύς των εγκωμίων τούτων.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref1#ref1" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">2) Όρος της Λυδίας, επί της κορυφής του οποίου
ελέγετο ότι ευρίσκετο η απολιθωθείσα Νιόβη, η κόρη του Ταντάλου.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref2#ref2" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">3) Κατά τον Παυσανίαν η Αθηνά αύτη ωνομάσθη
Λημνία, διότι ήτο ανάθημα των κατοίκων της Λήμνου. Ήτο επί της Ακροπόλεως.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref3#ref3" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">4) Ερωμένη του Αλεξάνδρου. Ενώ την εζωγράφιζεν
ο Απελλής,την ερωτεύθη, αλλ' ο Αλέξανδρος υπήρξεν αρκετά γενναιόψυχος, ώστε να
τον συγχωρήση.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref4#ref4" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">5) Ο αυτοκράτωρ Μάρκος Αυρήλιος είχε προσλάβη
συναυτοκράτορα τον αδελφόν του Λούκιον Βέρον.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref5#ref5" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">6) Η σύζυγος του Αβραβάτα ωνομάζετο Πάνθεια,
επομένως τοιούτον ήτο και το όνομα της ερωμένης του Λουκίου Βέρου.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref6#ref6" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">7) Η Φιλομήλα, ήτις μετεμορφώθη εις την
αηδόνα.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref7#ref7" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">8) Κόρη και μαθήτρια του Πυθαγόρου.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref8#ref8" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">9) Γυνή εκ Μαντινείας φιλόσοφος, της οποίας ο
Σωκράτης καυχάται εις το «Συμπόσιον» του Πλάτωνος ότι υπήρξε μαθητής και ότι
παρ' αυτής εδιδάχθη τα μυστήρια του έρωτος.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref9#ref9" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">10) Επ' ανδρών κράατα. Το όνομα Άτη σημαίνει
την ύβριν και την ζημίαν.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref10#ref10" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">11) Διότι εις τας γυναίκας δεν επετρέπετο, ως
γνωστόν,να παρίστανται εις τους αγώνας.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref11#ref11" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">12) Νικητήν των λεόντων.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref12#ref12" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">13) Ο Πίνδαρος πιθανώς.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref13#ref13" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">14) Έτρεχεν επί των στάχεων χωρίς να τους
συντρίβη.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref14#ref14" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">15) Το τρέξιμον των ίππων οίτινες έφευγον με
την ταχύτητα του ανέμου.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref15#ref15" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">16) Τοιούτον θα είνε βέβαια του Ολυμπίου Διός
το ανάκτορον.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref16#ref16" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">17) Τότε είπε κλαίουσα η θεόμορφος γυνή.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref17#ref17" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">18) Ο Ζωίλος.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref18#ref18" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">19) Ζηνόδοτος ο Εφέσιος, τον οποίον ο
Πτολεμαίος διώρισε διευθυντήν της περιφήμου βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας, έκαμε
μίαν κριτικήν έκδοσιν του Ομήρου, εις την οποίαν εσημείωνε διά περονών τους
στίχους τους οποίους εθεώρει εμβολίμους και μη γνησίους.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref19#ref19" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">20) Ομοιάζουσα προς την Αρτέμιδα και την χρυσήν
Αφροδίτην.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref20#ref20" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">21) Ομοία προς την Άρτεμιν κατέβαινεν εκ του
όρους.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref21#ref21" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">22) Ίδε «Εικόνας».<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref22#ref22" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">23) Είνε γνωστή η συνήθεια των Αθηναίων να
γράφουν επί των τοίχων το όνομα του αγαπωμένου προσώπου μετά του επιθέτου
«καλός»ή «καλή». Περί του Φειδίου λέγεται ότι είχε χαράξη επί του μικρού
δακτύλου του Ολυμπίου Διός τας λέξεις «Παντάρκης καλός».<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref23#ref23" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">24) Η πάνδημος εθεωρείτο προστάτις των
εταιρών.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref24#ref24" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">25) Την Δήμητραν και την Περσεφόνην.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref25#ref25" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">26) Τα χοιρίδια των Αχαρνών ήσαν περίφημα και
παροιμιώδη.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref26#ref26" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">27) Η χώρα των Οδρυσσών έκειτο πέραν της Θράκης
και εθεωρείτο πολύ μακρυνή ως φαίνεται και εκ του ανωτέρω χωρίου του
Λουκιανού.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref27#ref27" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">28) Εννοεί το «χαίρειν», με το οποίον οι
αρχαίοι ήρχιζαν τας επιστολάς των· π. χ. Κλεινίας Αρισταινέτω χαίρειν.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref28#ref28" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">29) Ο ένατος μην των Αθηναίων ότε εωρτάζοντο τα
Ελαφηβόλια.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref29#ref29" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">30) Ένδυμα κόκκινον.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref30#ref30" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">31) Ίδε «Αλέξανδρον ή ψευδόμαντιν». Τομ γ'.
σελ. 109.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref31#ref31" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">32) Ως διηγείται ο Όμηρος εις την Οδύσσειαν.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref32#ref32" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">33) Η Βοιωτική Τανάγρα ήτο περίφημος διά τα
πουλερικά της.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref33#ref33" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">34) Ίδε «Αληθή Ιστορίαν» σελ. 40 και 41.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref34#ref34" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">35) Παράβαλε «Νεκρικών Διαλόγων» σελ. 35
υποσημ. 2.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref35#ref35" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">36) Ω χρυσέ, το ωραιότερον διά τον άνθρωπον
δώρον.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref36#ref36" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">37) Ο χρυσός είνε των ανθρώπων η δύναμις.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref37#ref37" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">38) Από τας πολλάς σκέψεις ο γλυκύς ύπνος δεν
ήρχετο εις τον Ατρείδην Αγαμέμνονα. Εκ του Ομήρου.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref38#ref38" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">39) Μισώ τον συμπότην, ο οποίος έχει καλόν
μνημονικόν.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref39#ref39" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">40) Ανοηταίνεις.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref40#ref40" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">41) Αλλ' εις την καρδίαν του Ατρείδου
Αγαμέμνονος δεν ήτο ευχάριστον.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref41#ref41" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">42) Ο Φίλος ήτο είς εκ των Κενταύρων, όστις
ετάφη εις τους πρόποδας ενός των βουνών της Θεσσαλίας, το οποίον δια τούτο,κατά
τον Διόδωρον ωνομάσθη Φολόη.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref42#ref42" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">43) Ως γνωστόν ο προπίνων έπινεν ολίγον και
έδιδε το ποτήρι εις τον προς ον η πρόποσις απηυθύνετο διά να πίη το υπόλοιπον.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref43#ref43" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">44) Συνέκρουον τας ασπίδας.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref44#ref44" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">45) Και ανεπέμποντο κραυγαί απελπισίας και
θριάμβου.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref45#ref45" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">46) Οι Στωικοί ηρέσκοντο να γράφουν ψιλά και
δυσανάγνωστα.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref46#ref46" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">47) Όρος σχολαστικός των Στωικών.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref47#ref47" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">48) Περί του κερατίνου συλλογισμού ίδε
«Νεκρικούς Διάλογους» Τόμ. Β'. σελ. 35 υποσ. 2. Σωρείτης δε είνε άλλο σόφισμα,το
οποίον δι' αλλεπαλλήλων ερωτήσεων φθάνει εις συμπέρασμα ψευδές μεν, φέρον όμως
εις αμηχανίαν τον ερωτώμενον.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref48#ref48" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">49) Είτε την ελησμόνησε, είτε δε την
εσυλλογίσθη,υπέπεσεν εν τη καρδία του εις μέγα αμάρτημα.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref49#ref49" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">50) Η γη αύτη είνε η Καλυδών, η οποία κείται
απέναντι της γης του Πέλοπος και έχει πεδιάδας ευφόρους. Απόσπασμα εκ
του«Μελεάγρου», το οποίον δεν έχει σχέσιν με την υπόθεσιν της επιστολής,αλλά
παρατίθεται εική εις ένδειξιν πολυμάθειας, όπως και το επόμενον.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref50#ref50" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">51) Η εκηβόλος θεά κόρη της Λητούς εξερεθίζει
μέγαν κάπρον εις τας γαίας του Οινέως.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref51#ref51" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">52) Παράβαλε τα λεγόμενα περί της τιμωρίας των
μοιχών εις τον «Θάνατον Περεγρίνου».<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref52#ref52" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">53) Ο τόκος ελογαριάζετο κατά μήνα.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref53#ref53" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">54) Οι αρχαίοι, κατά τους χρόνους του
Λουκιανού, διήρουν τα γεύματα εις τρία μέρη. Εκ τούτων το πρώτον ελέγετο
πρόπομα, διότι κατ' αυτό έπινον είτε οίνον, είτε διάφορα ποτά δροσιστικά είτε
και μόνον νερόν. Η συνήθεια του προπόματος εισήχθη εις την Ελλάδα και εις την
Ρώμην επί του αυτοκράτορος Κλαυδίου. Κατά το δεύτερον μέρος του γεύματος
παρετίθεντο εδέσματα ελαφρά, κατάλληλα μάλλον διά να διεγείρουν παρά διά να
κορέσουν την όρεξιν, θαλασσινά, γλυκίσματα,λάχανα και τα τοιαύτα. Το τρίτον
μέρος ήτο το εντελές γεύμα, κατά τα οποίον παρετίθεντο τα διάφορα κρέατα και εις
το τέλος τα τραγήματα.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref54#ref54" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">55) Εις το μέγαρον του Αρισταινέτου η ευγενής
Κλεανθίς ανετράφη ως βασίλισσα με επιμέλειαν, εξέχουσα μεταξύ όλων των άλλων
παρθένων, ωραιοτέρα της Αφροδίτης και της Ελένης ομού. Χαίρε δε και συ, γαμβρέ,
πρώτε μεταξύ των ομηλίκων σου, ωραιότερε του Νιρέως και του υιού της Θέτιδος.
Ημείς δε πολλάκις θα σας ψάλλωμεν τον επιθαλάμιον τούτον ύμνον, ευχόμενοι διά
την ευτυχίαν και των δύο.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref55#ref55" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">56) Διότι οι στίχοι του Ιστιαίου ήσαν
απομιμήσεις και αναμίξεις στίχων διαφόρων ποιητών.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref56#ref56" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">57) Παρωδία Ομηρικού στίχου. Κ' εκείνον μεν
απέτυχε . . .<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref57#ref57" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">58) Μεταξύ των δογμάτων των Στωικών ήτο και η
περιφρόνησις διαφόρων δεινών, εν οις και ο πόνος, τα οποία διά τούτο απεκάλουν
αδιάφορα. Ως δε διηγείται ο Κικέρων, Ποσειδώνιος ο Απαμεύς παθών εξ αρθρίτιδος
ανεφώνει· Δεν θα με καταφέρεις, πόνε, να ομολογήσω ότι είσαι κακόν.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref58#ref58" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">59) Την εσπέραν του γάμου ο γαμβρός ωδήγει την
νύμφην επί οχήματος, επί του οποίου ήτο κατεσκευασμένη μικρά κλίνη και επ'αυτής
η νύμφη ήτο κατακεκλιμένη. Οι φίλοι και οι ομήλικοι του γαμβρού συνώδευον
κρατούντες δάδας και άδοντες.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref59#ref59" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">60) Του Ευριπίδου.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref60#ref60" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">61) Ανεξερεύνητοι των θεών αι βουλαί· εις πολλά
οι θεοί δίδουν ανέλπιστον έκβασιν και τα προσδοκώμενα δεν πραγματοποιούνται.Ευρ.
«Άλκηστις» τέλος.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref61#ref61" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">62) Παρωδία στίχων του Ευριπίδου εκ διαφόρων
μερών ειλημμένων. Όμοια, παρωδίαι του Ομήρου και του Ευριπίδου είνε τα επόμενα,
τα οποία εις την μετάφρασιν αποδίδονται με κάποιον ρυθμόν.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref62#ref62" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">63) Πώλος και Αριστόδημος, περίφημοι τραγικοί
ηθοποιοί,οίτινες συνήθως υπεδύοντο θεών πρόσωπα.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref63#ref63" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">64) Κανείς εκ των θεών, θηλυκός ή αρσενικός, ας
μη λείψη ούτε εκ των ποταμών κανείς, ούτε εκ των νυμφών, αλλ' εις του Διός τα
ανάκτορα να έλθετε όλοι, όσοι λαμβάνετε μέρος εις τας εκατόμβας και όσοι ανήκετε
εις την μέσην ή την κατωτάτην τάξιν και αφανείς κάθεσθε παρά τους βωμούς και
απολαμβάνετε την κνίσαν των θυσιών.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref64#ref64" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">65) Βενδίς, θεότης της Θράκης. Ο Μίθρης ή
Μίθρας ήτο θεός των Περσών, ο δε Μην των Φρυγών.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref65#ref65" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">66) Η τρίτη τάξις των Αθηναίων πολιτών.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref66#ref66" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">67) Η πλουσιωτέρα τάξις των Αθηναίων.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref67#ref67" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">68) Άκουε, σίγα, μη τάραττε.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref68#ref68" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">69) Δηλαδή των δώδεκα θεών. Παρωδία του
κηρύγματος των επικλησιών του δήμου των Αθηναίων, κατά τας οποίας εκαλούντο να
λάβουν τον λόγον οι «υπέρ τα πεντήκοντα γεγονότες».<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref69#ref69" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">70) Ο Μώμος αρχίζει με τον Ομηρικόν στίχον:
«αλλ' ημείς μεν πάντες ύδωρ και γαία γένοισθε».<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref70#ref70" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">71) Τον Ηρακλήν.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref71#ref71" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">72) Ο Μητρόδωρος ήτο πυρωνιστής φιλόσοφος Χίος,
ο οποίος συνώψιζε την διδασκαλίαν του εις το εξής αξίωμα : «Δεν γνωρίζομεν
τίποτε και δεν γνωρίζομεν μάλιστα εάν δεν γνωρίζωμεν τίποτε».<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref72#ref72" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">73) Πόλις της Ευβοίας, εις την οποίαν υπήρχε
ναός του Ποσειδώνος.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref73#ref73" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">74) Το έμμετρον κείμενον του χρησμού είνε ούτω
συντεθειμένον, ώστε να είνε ακατανόητον και γελοίον προς διακωμώδησιν της
ασαφείας των αληθινών χρησμών. <br /><br />είμεθα γαϊδούρια και μουλάρια ξέστρωτα
που δεν έχομεν ούτε μιας<br />ακρίδας μυαλό.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref74#ref74" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">75) «Σιγή εφ' ημείων, ίνα μη Δαμίς γε πύθηται».
Εκ της Ιλιάδος.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref75#ref75" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">76) Η Αθηνά ήτο η προστάτις θεά των Αθηνών και
οι Αθηναίοι την εσέβοντο εξαιρετικώς. Αφού δε ο Τιμοκλής ωρκίσθη εις την Αθηνάν,
ο Δάμις δεν τολμά ν' αντιτείνη εις τοιούτον όρκον, δι' ο και λέγει ότι ο
Τιμοκλής ενίκησε με τον όρκον τούτον.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref76#ref76" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">77) Τουτί μεν υπομόχθηρον, άλλο μοι λέγε.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref77#ref77" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">78) Προς την Λητώ δε αντέστη ισχυρώς ο Ερμής.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref78#ref78" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">79) Βλέπεις τον υψηλόν και άπειρον αιθέρα,
όστις εις τας υγράς του αγκάλας περιβάλλει την γην; Τούτον νόμιζε Δία, τούτον
θεώρει θεόν.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref79#ref79" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">80) Ο Ζευς, τι είνε ο Ζευς; Διότι μόνον εξ
ονόματος τον γνωρίζω.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref80#ref80" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">81) Ο Φάλης ήτο ο θεός της γονιμότητος και
παρίστατο διά του φαλού.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref81#ref81" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">82) Ανθρωποθυσίας. Ίδε τόμ. Α'. σελ. 109.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref82#ref82" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">83) Κτυπά αδιακρίτως ενόχους τε και μη. Εκ
της«Ιλιάδος».<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref83#ref83" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">84) Η φιγούρα του πλοίου. Παράβαλλε «Πλοίον ή
ευχαί»τόμ. 1 σελ. 27 υποσημ. 2.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref84#ref84" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">85) Στίχος του Μενάνδρου : Ουδέν κακόν
παθαίνεις εκ της ύβρεως, την οποίαν δεν αποδέχεσαι.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref85#ref85" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">86) Ο τίτλος του κειμένου είνε «Βίων πράσις». Η
λέξις«βίος» επί του προκειμένου σημαίνει τον τρόπον του ζην κατά τα διάφορα
φιλοσοφικά συστήματα. «Οι από του βίου» ελέγοντο οι φιλόσοφοι.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref86#ref86" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">87) Ο Πυθαγόρας ομιλεί εις το κείμενον την
Ιονικήν διάλεκτον.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref87#ref87" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">88) Ο υιός του Κροίσου ήτο άλαλος.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref88#ref88" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">89) Αντί να παραθέτη απλώς τους αριθμούς, ο
Πυθαγόρας τους προσέθετε:<br /><br />Το τέλειον τούτο τρίγωνον είνε πρόβλημα του
ισοσκελούς τριγώνου,το οποίον εύρεν ο Πυθαγόρας και το παρίστα κατά τον εξής
τρόπον: <br /><br />1 <b>.</b> <br />2 <b>. . </b><br />3 <b>. . . </b><br />4 <b>. . .
.</b><br />__ <br />10<br /><br />Ο δε σχετικός όρκος ήτο ο εξής: «Ορκίζομαι εις εκείνον
όστις δίδει εις την ημετέραν ψυχήν την τετράδα, την πηγήν των αρχών της αιωνίας
φύσεως». Κατά τους Πυθαγορικούς ο αριθμός τέσσαρα ήτο το σύμβολον των τεσσάρων
στοιχείων.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref89#ref89" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">90) Διότι είνε σκοτεινοί.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref90#ref90" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">91) Οι αρχαίοι έγραφον επί του ενός μέρους των
μακρών περγαμηνών, αίτινες απετέλουν τα βιβλία των. Οι Κυνικοί όμως φαίνεται ότι
μετεχειρίζοντο βιβλία των οποίων αι περγαμηναί ήσαν ολόγραφοι.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref91#ref91" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">92) Ιππόλυτος: «Η μεν γλώσσα ομώμωκεν, η δε
φρην ανώμοτο». Ο Διογένης αναστρέφει την φράσιν.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref92#ref92" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">93) Ο Διογένης υπήρξεν αργυραμοιβός εις την
Σινώπην.Παράβ. «Δις κατηγορούμενος».<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref93#ref93" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω"><span style="font-family: MS Mincho;">↩</span></a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">94) Ο Αρίστιππος, αρχηγός της Σχολής, των
Κυρηναϊκών,υπήρξε μαθητής του Σωκράτους, όπως δε ούτος, περιωρίσθη μόνον εις την
ηθικήν και παρημέλησε την φυσικήν, προς την οποίαν έτρεφε μεγάλην περιφρόνησιν.
Αλλά διέστρεψε την ηθικήν του διδασκάλου του διά των μαθημάτων της ακολασίας και
της αυτοκτονίας, τα οποία έδιδε. Κατά τον Αρίστιππον, η υπέρτατη ευτυχία
συνίστατο εις τας απολαύσεις των αισθήσεων. Επωνομάσθη δε ρήτωρ του θανάτου,
διότι εδίδασκε τους μαθητάς του ν' αυτοκτονούν άμα ησθάνοντο την ελαχίστην
απογοήτευσιν εις την ζωήν. Η θυγάτηρ του Αρήτη τον διεδέχθη εις την αρχηγίαν της
Σχολής του.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref94#ref94" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">95) Το παιγνίδι της δάμας.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref95#ref95" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">96) Υπαινίσσεται τα λεγόμενα υπό του Αλκιβιάδου
εις το«Συμπόσιον» του Πλάτωνος.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref96#ref96" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">97) Συνήθης όρκος του Σωκράτους.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref97#ref97" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">98) Ήτο μαθητής και φίλος του Πλάτωνος,<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref98#ref98" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">99) Κατά τους χρόνους του Λουκιανού η Στωική
φιλοσοφία εξετιμάτο μεγάλως και κατ' αυτής η σάτυρα του Λουκιανού αποτοξεύει
συχνότερα και σφοδρότερα τα βέλη της.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref99#ref99" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">100) Το δόγμα τούτο της Στωικής φιλοσοφίας
περιέχεται εις το πρώτον αξίωμα του εγχειριδίου του Επικτήτου.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref100#ref100" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">101) Εκτός του Λουκιανού και οι άλλοι αρχαίοι
συγγραφείς αναφέρουν τον συλλογισμόν του κροκοδείλου, χωρίς όμως και να δίδουν
την εξήγησίν του.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref101#ref101" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">102) Δεν γνωρίζομεν επίσης σαφή πράγματα περί
του θεριστικού και του κυριεύοντος συλλογισμού, των οποίων παραδείγματα αναφέρει
ο Διογένης ο Λαέρτιος εις τον βίον του Ζήνωνος και του Χρυσίππου.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref102#ref102" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">103) Ως εκ ποοηγουμένων γνωρίζομεν, οι Στωικοί
ετοποθέτουν την αρετήν εις την κορυφήν όρους αποκρήμνου εις το οποίον έφερεν
οδός δύσβατος. Η ιδέα δε αύτη ήτο του Ησιόδου.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref103#ref103" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">104) Ο Χρύσιππος, κατά τον Διογένην τον
Λαέρτιον,έγραψε 311 τόμους περί διαλεκτικής, εκτός δε τούτων πολυάριθμα άλλα
συγγράμματα, πλήρη ξένων περικοπών και σχολίων, τα οποία απετέλουν τα δύο τρίτα
και πλέον του όλου συγγράμματος. Εις μίαν εκ των πραγματειών τούτων κατεχώρισεν
ολόκληρον την Μήδειαν του Ευριπίδου·μίαν δε ημέραν είς των μαθητών του, ο οποίος
εκράτει το βιβλίον εκείνο, ερωτηθείς τι βιβλίον ήτο, απήντησεν· Η «Μήδεια» του
Χρυσίππου. Ο Σενέκας ομιλεί μετά πολλής περιφρονήσεως περί των έργων του
Χρυσίππου· τα χαρακτηρίζει ως επιπόλαια, και τα παρομοιάζει με ξίφος το οποίον
λυγίζει αντί να διατρυπά. <br /><br />Ο Χρύσιππος είχε γράψη βιβλίον περί
σολοικισμών και αδοκίμων λέξεων, εκ των οποίων ανέφερε μέγαν αριθμόν. Αλλ' οι
Στωικοί ολίγον εφρόντιζον διά την καθαρότητα της γλώσσης και την ακρίβειαν του
ύφους.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref104#ref104" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">105) Όνομα περιφήμου τινός τοκογλύφου, το
οποίον κατόπιν απεδίδετο εις όλους τους τοκογλύφους, όπως το όνομα του Ίρα
απεδίδετο εις όλους τους αθλίους και επαίτας.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref105#ref105" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">106) Ο Λουκιανός μεταχειρίζεται την λέξιν
ονησιφόρα(ωφέλιμα), διά να γίνη λογοπαίγνιον με όσα προηγουμένως λέγονται περί
του όνου.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref106#ref106" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">107) Εννοεί τον Πύρρωνα, του οποίου το όνομα
μεταβάλλει, ούτως ώστε να γίνη δουλικόν όνομα, διότι το όνομα Πυρρίας ήτο
σύνηθες όνομα δούλων.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref107#ref107" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">108) Την αλήθειαν.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref108#ref108" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">109) Επέχω περί τούτου και διασκέπτομαι. Τούτο
ήτο και το κύριον αξίωμα της φιλοσοφίας των Πυρρωνιστών.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref109#ref109" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">110) Ούτως ώστε η πήρα να συντρέχη την πήραν
και αι ράβδοι τας ράβδους. Παρωδία στίχου της Ιλιάδος. <a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref110#ref110" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">111) Είσθε σοφοί άνδρες, και πρέπει ο θυμός σας
να είνε αχαλίνωτος. Παρωδία επίσης Ομηρικού στίχου.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref111#ref111" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">112) Να κατασπαραχθή αφού λιθοβολιθή και κατ'
αυτόν τον τρόπον ν' αποθάνη.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref112#ref112" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">113) Ότι δεν τηρούνται συνθήκαι μεταξύ ανθρώπων
και θηρίων.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref113#ref113" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">114) Μη φονεύετε άνθρωπον αγαθόν, αλλά δεχθήτε
λίτρα διά την ζωήν του, χαλκόν και χρυσόν, τα οποία κατ' εξοχήν αγαπούν οι
σοφοί.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref114#ref114" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">115) Μη φαντάζεσαι, υβριστά, αφού έπεσες εις τα
χέρια μας, ότι θα διαφύγης, επειδή υπεσχέθης χρυσόν.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref115#ref115" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">116) Μη φονεύης, διότι δεν πρέπει να φονεύεται
ο ικετεύων.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref116#ref116" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">117) Δεν πρέπει οι κακοποιοί να πληρώνωνται με
το αυτό νόμισμα;<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref117#ref117" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">118) Ιδέ «Ψευδολογιστήν» τόμος Γ' σελίς 154.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref118#ref118" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">119) θα φορέσης χιτώνα από λίθους, διά να
τιμωρηθής δι'όσα κακά έπραξες.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref119#ref119" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">120) Ο Άρατος, καίτοι ήτο εκ των Σολών της
Κιλικίας,διεκρίθη ως Έλλην φιλόσοφος και συγγραφεύς των «Φαινομένων». Εκ της
αυτής πόλεως ησαν οι φιλόσοφοι Κράτων και Χρύσιππος. Ο Ζήνων, ο ιδρυτής της
Στωικής φιλοσοφίας, ήτο Κύπριος εκ Κιλίου. Ο Αριστοτέλης ήτο εκ Σταγείρων, ο δε
Δημόκριτος και ο Πρωταγόρας ήσαν Αβδηρίται. Το ότι δεν ήσαν εκ της κυρίως
Ελλάδος δεν ηλάττωνε την υπόληψιν την οποίαν είχον μεταξύ των Ελλήνων ως
σοφοί.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref120#ref120" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">121) Ο Λουκιανός σκώπτει τον Πλάτωνα δια τους
άγαν εμφαντικούς λόγους τους οποίους μεταχειρίζεται εις τον «Φαίδρον».<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref121#ref121" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">122) Ευριπ. «Φοίνισσαι» : —Ω πάνσεπτη Νίκη,
μείνε πλησίον μου καθ' όλην μου την ζωήν και μη παύσης να με στεφανώνης.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref122#ref122" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">123) Ως έπαθλον δε θα χρησιμεύσουν δύο τάλαντα
χρυσού,τα οποία θα δώσωμεν εις εκείνον όστις θ' αναδειχθή ο περισσότερον
φιλόνεικος. Παρωδία Ομηρικών στίχων.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref123#ref123" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">124) Όσα φύλλα και άνθη φέρει η άνοιξις.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref124#ref124" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">125) Εις το Πρυτανείον, ως γνωστόν, ετρέφοντο
δωρεάν,όσοι είχον προσφέρη εξαιρετικάς υπηρεσίας εις την πατρίδα. Όταν δε ο
Σωκράτης εδικάζετο είπεν ότι, αντί να καταδικασθή εις θάνατον, έπρεπε να οδηγηθή
εις το Πρυτανείον.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref125#ref125" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">126) Χρυσόφα ή ξόφα.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref126#ref126" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">127) Ο Λουκιανός παίζει με την λέξιν αφύαι
(μαρίδες)και λέγει· «Νή Νι' αφυέστατοί γε».<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref127#ref127" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">128) Προλαλιά.<a href="http://www.gutenberg.org/files/28606/28606-h/28606-h.htm#ref128#ref128" style="color: #ffffcc; text-decoration: none; text-line-through: none; text-underline: none;" title="Πίσω">↩</a></span><br />
<span style="font-size: 16pt;">129) Ως εκ των προηγουμένων γνωρίζομεν οι
λαμβάνοντες μέρος εις τους αγώνας χωρίς να είνε άξιοι ν' αγωνισθούν, παρεδίδοντο
εις τους μαστιγοφόρους. Ομοίως και οι κακοί υποκριταί</span><br />
<div class="MsoNormal">
<b><span style="color: red; font-size: 16pt;">ΤΕΛΟΣ ΕΚΤΟΥ
ΤΟΜΟΥ </span></b></div>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-13409287929296399042012-10-24T10:18:00.001-07:002012-10-24T10:18:05.660-07:00ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ: ΑΠΑΝΤΑ (5ος Τόμος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ: ΑΠΑΝΤΑ
(5<sup>ος</sup> Τόμος)</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=76Lucianus.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="381" src="http://fih.gr/images/76Lucianus.jpg" width="239" /></a><span style="font-size: 14pt;">Ο Λουκιανός ήταν Σύρος στην καταγωγή. Γεννήθηκε στα
Σαμόσατα, πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον πάνω Ευφράτη της Συρίας, γύρω στο 120
μ.Χ. Εκεί έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση και πέρασε τα παιδικά του χρόνια.
Επειδή είχε δείξει από μικρός κάποιο ταλέντο στην τέχνη, οι γονείς του τον
έστειλαν μαθητευόμενο σε κάποιο θείο του γλύπτη. Η μαθητεία του δεν κράτησε
πολύ· ο νεαρός Λουκιανός έσπασε από αδεξιότητα μια πλάκα και ο θείος του τον
επέπληξε αυστηρά. Έτσι, εγκατέλειψε το εργαστήρι του θείου του και επέστρεψε στο
σπίτι των γονιών του. Η έντονη φιλομάθειά του τον έκανε να στραφεί στα γράμματα
(στο έργο του Περὶ τοῦ ἐνυπνίου αφηγείται πώς ενισχύθηκε αυτή του η απόφαση μετά
από όνειρο που είδε τη νύχτα της επιστροφής του στο σπίτι). Αφού μελέτησε τα
ελληνικά, ξεκίνησε να μάθει τη ρητορική τέχνη στις ρητορικές σχολές της Ιωνίας.
Στην Αντιόχεια άσκησε τη δικανική ρητορεία, που θεωρούνταν το κατώτερο είδος
ρητορικής. Στη Σμύρνη σπούδασε τη σοφιστική (ή επιδεικτική) ρητορική, κυρίως ως
μέσον προσπορισμού χρημάτων. Κατόπιν άρχισε να ταξιδεύει, επιδεικνύοντας τις
ρητορικές του ικανότητες, σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας, της
Μακεδονίας, της Ιταλίας και της Γαλατίας. Ωστόσο, δεν έμενε ικανοποιημένος με τη
ρητορική, και τελικά απογοητεύτηκε, θεωρώντας την ρηχή. Σε ηλικία 40 ετών,
παράτησε την τέχνη του σοφιστή και στράφηκε στη φιλοσοφία. Σημαντική επίδραση
είχε πάνω του η διδασκαλία του Πλατωνικού φιλοσόφου Νιγρίνου, τον οποίον
εθαύμαζε. Πνεύμα κατεξοχήν ανήσυχο, εντρύφησε σχεδόν σε όλες τις φιλοσοφικές
σχολές, αλλά τα φιλοσοφικά ρεύματα των Επικούρειων και των Κυνικών ήταν που
προσέλκυσαν κυρίως τη συμπάθειά του. </span>
</dt>
<dt><b><span style="font-size: 14pt;">(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό
κείμενο).</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ</span></b>
<br /><br />
<dl>
<dt style="margin-top: 48pt;"><span style="font-family: Times New Roman; font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΦΕΞΗ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΑΠΑΝΤΑ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 24pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΙΩ. ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 24pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 24pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΑΠΑΝΤΑ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 48pt;"><span style="font-family: Times New Roman; font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΙΠΠΙΑΣ Ή
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΛΟΥΤΡΟΥ</span> </dt>
</dl>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Εκ των σοφών εκείνοι
προ πάντων, κατά την ιδέαν μου, είνε αξιέπαινοι όσοι δεν είπον και δεν έγραψαν
μόνον ωραίους λόγους περί των πραγμάτων, αλλά και δι' έργων επραγματοποίησαν τας
επαγγελίας των λόγων. Και όταν τις ασθενή δεν θα ζητήση, αν έχη νουν, εκείνους
εκ των ιατρών οίτινες δύνανται να ομιλήσουν καλλίτερα περί της επιστήμης των,
αλλ' εκείνους οίτινες έχουν εξασκηθή πρακτικώς εις αυτήν. Νομίζω δε ότι και περί
μουσικών προκειμένου είνε καλλίτερος από τον δυνάμενον να κρίνη ρυθμούς και
αρμονίας εκείνος ο οποίος δύναται και να ψάλλη και να παίζη όργανον. Περιττόν να
σου είπω ότι εκ των στρατηγών εκείνοι ευλόγως εθεωρήθησαν ως οι άριστοι, οι
οποίοι όχι μόνον ήσαν καλοί εις το να παρατάσσουν τα στρατεύματα και να
συμβουλεύουν, αλλά και να πολεμούν επί κεφαλής των στρατευμάτων αυτών και να
επιδεικνύουν ατομικήν ανδρείαν. Τοιούτοι δε, ως γνωρίζομεν, εκ μεν των παλαιών
υπήρξαν ο Αγαμέμνων και ο Αχιλλεύς, εκ δε των μεταγενεστέρων ο Αλέξανδρος και ο
Πύρρος. Αλλά προς τι λέγω ταύτα; Ο σκοπός μου δεν είνε να επιδείξω ιστορικάς
γνώσεις, αλλά θέλω να είπω ότι και εκ των μηχανικών πρέπει να θαυμάζωνται
εκείνοι οι οποίοι όχι μόνον εις την θεωρίαν διέπρεψαν, αλλά και μνημεία της
τέχνης των και έργα αφήκαν εις τας επερχομένας γενεάς. Διά τούτο δε και εκείνοι
οι οποίοι μόνον εις τους λόγους είνε δεινοί ορθώς ονομάζονται σοφισταί μάλλον ή
σοφοί. Τοιούτος σοφός γνωρίζομεν εκ φήμης ότι υπήρξεν ο Αρχιμήδης και ο Κνίδιος
Σώστρατος, εκ των οποίων ο μεν τελευταίος εβοήθησε τον Πτολεμαίον να κυριεύση
την Μέμφιν χωρίς πολιορκίαν, αλλά μόνον διότι μετέστρεψε το ρεύμα του Νείλου και
διήρεσε τον ποταμόν, ο δε άλλος επυρπόλησε τα πλοία των εχθρών διά της τέχνης
του. Και ο Θαλής δε ο Μιλήσιος προ αυτών υπεσχέθη εις τον Κροίσον να περάση τον
στρατόν του άβροχον από τον ποταμόν Άλιν και το κατώρθωσε στρέψας εντός μιας
νυκτός τον ποταμόν, ώστε να διέρχεται όπισθεν του στρατοπέδου, ενώ δεν ήτο
μηχανικός, αλλά σοφός ικανός και να επινοήση και να πείση. Είνε δε πολύ παλαιόν
και γνωστόν το παράδειγμα του Επειού, όστις όχι μόνον επενόησε και κατεσκεύασε
τον Δούριον ίππον,διά του οποίου οι Αχαιοί εισήλθον εις την Ίλιον, αλλά λέγεται
ότι και εισήλθεν εις αυτόν μετά των άλλων. Μεταξύ τούτων είνε δίκαιον να
αναφέρεται και ο Ιππίας ούτος ο σύγχρονος ημών, ο οποίος όχι μόνον εις τους
λόγους είνε δεινός όσον οιοσδήποτε εκ των προϋπαρξάντων, όχι μόνον εις την
αντίληψιν οξύς, αλλά και εις την διατύπωσιν σαφέστατος•τα δε έργα του είνε πολύ
καλλίτερα των λόγων. Παν ό,τι ηδύνατο τις να περιμένη εκ της τέχνης του το
επραγματοποίησε, ουχί δε επί θεμάτων εις τα οποία άλλοι προ αυτού είχον
ευδοκιμήση, αλλ', όπως λέγουν οι γεωμέτραι, επί πάσης δοθείσης ευθείας
κατορθώνει να κατασκευάζη ακριβώς το τρίγωνον. Ενώ εκ των άλλων έκαστος
περιωρίσθη εις ένα κλάδον της επιστήμης και εις εκείνον μόνον διεκρίθη και όμως
διά τούτο θεωρείται σπουδαίος, ο Ιππίας είνε και εις την μηχανικήν και εις την
γεωμετρίαν πρώτος, προσέτι δε και εις την αρμονίαν και την μουσικήν διαπρέπει•
και τόσον καλώς γνωρίζει εκάστην των τεχνών τούτων, ώστε να νομίζη τις ότι μόνον
αυτήν εσπούδασε. Θα είχα δε ανάγκην πολλού χρόνου διά να εκθειάσω την θεωρίαν
του περί των ακτίνων και ανακλάσεων και περί των κατόπτρων, προσέτι δε τας
εργασίας του εις την αστρονομίαν, εις την οποίαν υπερέβη κατά πολύ όλους τους
προγενεστέρους.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Θα περιορισθώ να περιγράψω τα έργα αυτού τα
οποία είδα επ' εσχάτων και τα οποία με κατέπληξαν. Πρόκειται δε περί κοινού και
γνωστοτάτου πράγματος, περί κατασκευής λουτρού• αλλά και εις την εκτέλεσιν του
έργου τούτου του τόσον κοινού έδειξε θαυμαστήν περίνοιαν και ευφυίαν.Το γήπεδον
δεν ήτο επίπεδον, αλλά πολύ ανηφορικόν και επικλινές και εκατέρωθεν καθ'
υπερβολήν χαμηλόν. Παραλαβών δε αυτό το κατέστησεν ισόπεδον και κατεσκεύασε
βάσιν ασφαλεστάτην δι' όλον το έργον του•εξησφάλισε διά θεμελίων την ευστάθειαν
των οικοδομημάτων και με αντηρίδας επικλινείς και συνεχομένας προς ασφάλειαν
ενίσχυσε το όλον.Η δε οικοδομή όχι μόνον συμμετρίαν ύψους και βάσεως έχει, αλλά
και προς τον σκοπόν της έγινε καταλληλοτάτη και υπό έποψιν εσωτερικού φωτισμού
τελεία. Ο πυλών είνε υψηλός με κλίμακας πλατείας αίτινες έχουν μικράν κλίσιν,
ώστε η ανάβασις να είνε αναπαυτική• εκ τούτου δε εισέρχεταί τις εις κοινόν
προθάλαμον αρκετά ευρύν, ο οποίος έχει χώρον ικανόν διά τους υπηρέτας και
ακολούθους και ευρίσκεται αριστερά των διαμερισμάτων της πολυτελείας• υπάρχουν
δε αποχωρητήρια άνετα και κατάφωτα, λίαν κατάλληλα διά κατάστημα λουτρών. Έπειτα
και συνεχόμενον προς αυτά υπάρχει διαμέρισμα περιττόν μεν διά το
λουτρόν,αναγκαίον δε προς υποδοχήν των πλουσιωτέρων. Ακολούθως και κατά σειράν
εκατέρωθεν ευρίσκονται δωμάτια διά να εκδύωνται οι λουσμένοι και αποθέτουν τα
ενδύματά των, και μεταξύ αυτών αίθουσα με υψηλοτάτην οροφήν και φαιδρότατον
φωτισμόν, εις την οποίαν υπάρχουν τρεις λουτήρες με ψυχρόν νερόν. Η αίθουσα αύτη
είνε στρωμένη με Λακωνικόν μάρμαρον και στολίζεται υπό αγαλμάτων της αρχαίας
τέχνης, εξ ων το μεν παριστά την Υγείαν, το δε τον Ασκληπιόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Προχωρούντες εισερχόμεθα εις διαμέρισμα ελαφρώς
θερμασμένον, όπου μας υποδέχεται θερμότης όχι τόσον υπερβολική ώστε να ενοχλή•
και είνε επίμηκες και ωοειδές. Έπειτα δεξιά, υπάρχει αίθουσα λίαν φωτεινή και
κατάλληλος διά να τρίβωνται και αλείφωνται με πάσαν άνεσιν οι ερχόμενοι εκ των
γυμναστηρίων και έχει εκατέρωθεν εισόδους κοσμουμένας υπό Φρυγίου μαρμάρου. Αλλ'
η ωραιοτέρα αίθουσα είνε εκείνη την οποίαν ευρίσκει κατόπιν ο εισερχόμενος, όπου
δύναται να στέκεται ή να κάθηται ευχαρίστως και να παραμείνη επί πολύ χωρίς
φόβον και να επιδοθή εις εγκυλισμούς ωφελιμωτάτους. Και αυτή αποστίλβει
ολόκληρος από Φρύγιον μάρμαρον. Μετ' αυτήν υποδέχεται τον εισερχόμενον ο θερμός
διάδρομος, ο οποίος είνε στρωμένος με Νομαδικόν λίθον. Η δε αίθουσα εις την
οποίαν εισέρχεταί τις εκ του διαδρόμου τούτου είνε ωραιοτάτη και κατάφωτος και
φαίνεται ως να καλύπτη και στολίζη τους τοίχους της πορφύρα. Υπάρχουν και εδώ
τρεις κολυμβήθραι με θερμόν ύδωρ. Άμα δε λουσθή τις δύναται να μη επιστρέψη διά
των αυτών διαμερισμάτων αλλά διά ταχυτέρας και βαθμιαίας επανόδου εις το ψυχρόν
και από διαμέρισμα ελαφρώς θερμαινόμενον και λαμπρώς φωτιζόμενον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εκτός τούτου τα ύψη των αιθουσών είνε παντού
ανάλογα και τα πλάτη προς τα μήκη σύμμετρα και πανταχού επικρατεί πολλή χάρις
και ηδονική ευμάρεια. Κατά τον καλόν Πίνδαρον «Αρχομένου έργου πρόσωπον χρη
θέμεν τηλαυγές»• τούτο δε το πρόσωπον δίδει εις έν οικοδόμημα προ πάντων η
ευφυής οικονομία του φωτισμού και η καλλή διάταξις των φωταγωγών. Ο δε αληθώς
σοφός Ιππίας το μεν διαμέρισμα των ψυχρολουσιών κατεσκεύασε προς το μέρος του
βορρά, χωρίς όμως και να το στερήση του μεσημβρινού αέρος, τα δε διαμερίσματα τα
οποία έχουν ανάγκην θερμότητος ετοποθέτησε προς τον νότον, τον εύρον και τον
ζέφυρον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τι δε να είπω μετά τούτο περί των παλαιστρών
και των κοινών ιματιοφυλακείων, τα οποία ευρίσκονται εγγύτατα εις το λουτρόν,
ούτως ώστε ο μεταβαίνων εξ αυτών διά να λουσθή να μη βραδύνη και εκθέτη την
υγείαν του εις κίνδυνον; Ας μη υποθέση δε κανείς ότι διά του λόγου προσπαθώ να
αναδείξω έργον μικρόν και κοινόν• διότι όταν εις τα κοινά πράγματα ο τεχνίτης
κατορθώνει να επινοή και να προσθέτη νέας καλλονάς, εγώ τουλάχιστον το θεωρώ όχι
μικράς σοφίας έργον• τοιούτον δε κατέστησε και ο θαυμάσιος ημών Ιππίας το έργον
του, το οποίον έχει πάντα τα προτερήματα του λουτρού, το χρήσιμον, το προσφυές,
τον καλόν φωτισμόν, την συμμετρίαν, την προσαρμογήν εις το γήπεδον και την
ασφάλειαν της χρήσεως. Εκτός δε τούτου ο αρχιτέκτων έχει προνοήση περί όλων και
εφωδίασε το οικοδόμημα με δύο αφοδευτήρια, με θύρας πολλάς και δύο ωρολόγια, εξ
ων το μεν λειτουργεί δι' ύδατος και με βοήν σημαίνει τας ώρας, το δε είνε
ηλιακόν. Όταν δε ίδη τις ταύτα πρέπει να είνε όχι μόνον ανόητος, αλλά και
αχάριστος ή μάλλον φθονερός διά να μη εκφράση τον πρέποντα έπαινον. Διά τούτο
και εγώ όσον δύναμαι αντήμειψα διά του λόγου το έργον και τον τεχνίτην και
δημιουργόν αυτού. Εάν δε ο θεός δώση ώστε και να λουσθώμεν ποτε εις αυτό, είμαι
βέβαιος ότι και πολλοί άλλοι θα του κάμουν τους αυτούς επαίνους.</span><br />
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΜΑΚΡΟΒΙΟΙ</span></h3>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Κατά παραγγελίαν την
οποίαν έλαβα κατ' όναρ, εκλαμπρότατε Κυίντιλλε,σου προσφέρω ως δώρον την περί
μακροβίων πραγματείαν μου. Το όνειρον είδα προ πολλού και το διηγήθην προς τους
φίλους, όταν έδωκες όνομα εις τον δευτερότοκον υιόν σου• αλλά μη δυνάμενος να
εννοήσω ποίους μακροβίους με διέτασσεν ο θεός να σου προσφέρω, περιωρίσθην τότε
να ευχηθώ εις τους θεούς να δώσουν την μακροτέραν ζωήν εις σε και τα τέκνα σου•
ενόμιζα δε ότι τούτο ήτο συμφέρον εις το ανθρώπινον γένος ολόκληρον, προ πάντων
δε εις εμέ και όλους τους οικείους μου• διότι ενόμισα ότι το όνειρον εσήμαινε
καλόν και δι' εμέ.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Σκεπτόμενος δε έφθασα εις το συμπέρασμα ότι
πρέπον ήτο να διατάξουν οι θεοί άνθρωπον καταγινόμενον εις τα γράμματα να σου
προσφέρη κάτι τι σχετικόν με την τέχνην του. Και επειδή νομίζω ότι η ημέρα των
γενεθλίων σου είνε η καταλληλοτάτη διά τοιούτον δώρον, σου προσφέρω την ιστορίαν
εκείνων οίτινες έφθασαν εις βαθύ γήρας διατηρούντες πλήρη την υγείαν της ψυχής
και αρτίας τας σωματικάς δυνάμεις. Ελπίζω δε ότι θα έχης διπλούν όφελος εκ του
συγγράμματος τούτου• αφ' ενός μεν θα διατεθής ευθύμως και θα συλλάβης την
ευχάριστον ελπίδα ότι και συ δύνασαι να ζήσης επί μακρόν, εξ άλλου δε θα
διδαχθής εκ των παραδειγμάτων, από τα οποία προκύπτει ότι εκείνοι έφθασαν εις
μακρότατον γήρας με πλήρη υγείαν όσοι επεμελήθησαν και του σώματος και της ψυχής
των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λοιπόν περί του Νέστορος του σοφωτάτου των
Αχαιών ο Όμηρος λέγει ότι έζησεν επί τρεις γενεάς και συγχρόνως μας τον
παρουσιάζει τέλεια εξησκημένον κατά τε την ψυχήν και το σώμα. Περί δε του
μάντεως Τειρεσίου η τραγωδία μας λέγει ότι έζησε μέχρις έξ γενεών. Και
είνεπιθανόν ότι άνθρωπος ως ο Τειρεσίας, αφιερωμένος εις τους θεούς και ζων με
αγνότητα βίου, έγινε τόσον μακρόβιος. Όχι δε μόνον άτομα, αλλά και κατ'
επαγγέλματα αναφέρονται ότι υπήρξαν μακρόβιοι εξ αιτίας της ζωής την οποίαν
έζων, όπως εις την Αίγυπτον οι λεγόμενοι ιερογραμματείς, εκ των Ασσυρίων δε και
Αράβων οι εξηγηταί των μύθων,εκ των Ινδών οι λεγόμενοι Βραχμάνες, οίτινες είνε
καθ' ολοκληρίαν αφιερωμένοι εις την φιλοσοφίαν, και οι καλούμενοι Μάγοι, οίτινες
έχουν το χάρισμα της μαντικής και είνε αφιερωμένοι εις την υπηρεσίαν των θεών,
εις την Περσίαν και την Παρθικήν, εις την Βακτριανήν και την Χωρασμίαν, μεταξύ
των Αρείων, των Σακών και των Μήδων και άλλων πολλών βαρβάρων. Ούτοι ζουν επί
μακρόν και διατηρούνται υγιείς, διότι διά να εξασκούν την μαγείαν πρέπει να
διαιτώνται και αυτοί με σωφροσύνην και εγκράτειαν. Υπάρχουν δε και έθνη όλα
μακροβιώτατα,όπως οι Σήρες, περί των οποίων λέγεται ότι ζουν μέχρι τριακοσίων
ετών• και άλλοι μεν αποδίδουν την μακροβιότητα ταύτην εις τον αέρα,άλλοι δε εις
την φύσιν του εδάφους και άλλοι εις τον τρόπον κατά τον οποίον ο λαός ούτος ζη•
λέγεται δε ότι όλοι οι Σήρες πίνουν μόνον νερόν. Και οι Αθώτες λέγεται ότι ζουν
μέχρις εκατόν τριάκοντα ετών,και οι Χαλδαίοι υπερβαίνουν τα εκατόν. Οι
τελευταίοι ούτοι μεταχειρίζονται ως τροφήν και κρίθινον άρτον, τον οποίον
θεωρούν συντελεστικόν εις την οξύτητα της οράσεως• λέγεται δε ότι ένεκα της
διαίτης ταύτης έχουν και τας άλλας αισθήσεις περισσότερον από τους άλλους
ανθρώπους ισχυράς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά περί των μακροβίων κατά επαγγέλματα και
έθνη, των οποίων η μακροβιότης αποδίδεται υπό άλλων μεν εις το κλίμα, υπό άλλων
δε εις τον τρόπον του ζην και παρ' άλλων εις αμφότερα. Αλλ' εγώ ελπίζω να σου
δώσω ευκολώτερα την ελπίδα της μακροβιότητος αν διά παραδειγμάτων σου παραστήσω
ότι εις όλην την γην και εις όλα τα κλίματα έγιναν μακρόβιοι όσοι επεδίδοντο εις
τας πρεπούσας ασκήσεις και εις την καταλληλοτέραν προς διατήρησιν της υγείας
δίαιταν. Θα τους κατατάξω δε κατ' επαγγέλματα και πρώτους θα αναφέρω τους
ηγεμόνας και στρατηγούς, εις αυτούς δε θα καταλέξω και εκείνον τον οποίον
ανήγαγε σεπτή τύχη εις το ανώτατον αξίωμα του μεγάλου και θειοτάτου αυτοκράτορος
προς ευτυχίαν της οικουμένης, ήτις υπακούει εις τους νόμους του. Ούτω δε και συ
έχων υπ' όψει τους μακροβίους τούτους,οίτινες είνε της αυτής τάξεως και διάγουν
τον αυτόν βίον με σε,ευκολώτερον θα ελπίσης γήρας υγιές και μακρόν και συγχρόνως
θα παρακινηθής να εξασφαλίσης εις εαυτόν διά της διαίτης μακράν ζωήν και τελείαν
υγείαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Πομπίλιος Νουμάς, ο ευτυχέστερος των βασιλέων
της Ρώμης και ο περισσότερον ασχοληθείς εις την λατρείαν των θεών, αναφέρεται
ότι έζησεν υπέρ τα ογδοήκοντα έτη. Ο δε Σέρβιος Τούλλιος, βασιλεύς και ούτος των
Ρωμαίων, έζησεν επίσης υπέρ τα ογδοήκοντα έτη, κατά την ιστορίαν. Ο Ταρκύνιος, ο
τελευταίος βασιλεύς των Ρωμαίων, εξορισθείς και αποσυρθείς εις την Κύμην,
λέγεται ότι έφθασεν υγιέστατος εις τα ενενήκοντα και τα υπερέβη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εις τους βασιλείς τούτους της Ρώμης θα προσθέσω
και τους λοιπούς βασιλείς, οίτινες έφθασαν εις βαθύ γήρας, και έπειτα τους
άλλους κατ'επαγγέλματα. Εν τέλει θα αναφέρω και τους λοιπούς Ρωμαίους οίτινες
υπήρξαν μακρόβιοι, θα προσθέσω δε και εκείνους οίτινες εις την λοιπήν Ιταλίαν
έζησαν επί μακρόν. Και η μαρτυρία της ιστορίας είνε ο καλλίτερος έλεγχος διά τα
λεγόμενα παρ' εκείνων οίτινες συκοφαντούν το κλίμα της χώρας ταύτης, ούτω δε και
ημείς δυνάμεθα βασιμώτερον να ελπίσωμεν ότι θα πραγματοποιηθούν αι ευχαί μας και
θα ζήση ακόμη επί μακρόν και ευτυχής ο κύριος πάσης της γης και της θαλάσσης,
όστις εις ηλικίαν προχωρημένην ανήλθεν εις τον θρόνον. {1}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λοιπόν ο Αργανθώνιος, ο βασιλεύς των
Ταρτησσίων, λέγεται ότι έζησεν εκατόν πεντήκοντα έτη, όπως ο Ηρόδοτος ο
ιστορικός και ο ποιητής Ανακρέων αναφέρουν• {2} αλλά τούτο θεωρείται παρά τινων
μύθος. Ο Αγαθοκλής δε, ο τύραννος της Σικελίας, απέθανεν εις ηλικίαν ενενήκοντα
ετών, όπως ο Δημοχάρης και ο Τίμαιος διηγούνται. Επίσης ο Ιέρων, ο τύραννος των
Συρακουσίων, έγινεν ενενήκοντα ετών και απέθανεν από νόσημα, αφού εβασίλευσεν
επί εβδομήκοντα έτη, καθώς ο Δημήτριος ο Καλλατιανός και άλλοι λέγουν. Ο Ατέας,
ο βασιλεύς των Σκυθών, έπεσε μαχόμενος κατά του Φιλίππου παρά τον Ίστρον εις
ηλικίαν ενενήκοντα ετών. Ο δε Βάρδυλις, ο βασιλεύς των Ιλλυριών, λέγεται ότι
εμάχετο έφιππος, κατά τον εναντίον του Φιλίππου πόλεμον, εις ηλικίαν ενενήκοντα
ετών. Ο Τήρης, ο βασιλεύς των Οδρυσών, καθ' ά λέγει ο Θεόπομπος, απέθανεν εις
ηλικίαν ενενήκοντα δύο ετών. Ο δε Αντίγονος,ο μονόφθαλμος υιός του Φιλίππου,
βασιλεύς των Μακεδόνων, μαχόμενος εις την Φρυγίαν εναντίον του Σελεύκου και του
Λυσιμάχου, έπεσε πλήρης τραυμάτων, εξ ων απέθανεν εις ηλικίαν ογδοήκοντα και
ενός ετών, όπως ιστορεί ο εκστρατεύσας μετ' αυτού Ιερώνυμος. Και ο Λυσίμαχος δε
ο βασιλεύς των Μακεδόνων εφονεύθη εις την εναντίον του Σελεύκου μάχην
ογδοηκοντούτης και αυτός, όπως διηγείται ο ίδιος ο Ιερώνυμος. Ο δε Αντίγονος ο
υιός του Δημητρίου και εγγονός του Αντιγόνου του Μονοφθάλμου εβασίλευσεν επί
τεσσαράκοντα έτη εις την Μακεδονίαν,έζησε δε ογδοήκοντα, όπως αναφέρει ο Μήδιος
και άλλοι συγγραφείς.Ομοίως ο Αντίπατρος του Ιολάου, ο οποίος είχε μεγίστην
επιρροήν και πολλών Μακεδόνων βασιλέων υπήρξεν επίτροπος, έζησεν υπέρ τα
ογδοήκοντα έτη. Ο δε Πτολεμαίος ο Λάγου, βασιλεύς της Αιγύπτου και εκ των
ευτυχεστέρων ηγεμόνων της εποχής του, έζησεν ογδοήκοντα τέσσαρα έτη, και δύο έτη
πριν αποθάνη παρέδωκε την βασιλείαν εις τον υιόν του Πτολεμαίον τον
επονομαζόμενον Φιλάδελφον, όστις μόνος εκ των αδελφών εκληρονόμησε την πατρικήν
βασιλείαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Φιλέταιρος, καίτοι ευνούχος, ίδρυσε πρώτος
την βασιλείαν της Περγάμου και την κατείχε μέχρι τέλους του βίου του, απέθανε δε
ογδοηκοντούτης. Ο Άτταλος ο επονομασθείς Φιλάδελφος, ο οποίος υπήρξεν επίσης
βασιλεύς της Περγάμου και προς τον οποίον μετέβη ο Σκηπίων ο στρατηγός των
Ρωμαίων, απέθανεν εις ηλικίαν ογδοήκοντα δύο ετών. Ο Μιθριδάτης ο βασιλεύς του
Πόντου, ο επιλεγόμενος Κτίστης και καταδιωχθείς υπό Αντιγόνου του Μονοφθάλμου,
απέθανεν εις ηλικίαν ογδοήκοντα τεσσάρων ετών, όπως αναφέρουν ο Ιερώνυμος και
άλλοι συγγραφείς. Ο Αριαράθης δε ο βασιλεύς των Καππαδοκών έζησεν ογδοήκοντα δύο
έτη, ως ο Ιερώνυμος λέγει• θα έζει δε ακόμη περισσότερα ίσως, αν δεν
συνελαμβάνετο και ανεσκολοπίζετο κατά την προς τον Περδίκκαν μάχην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Κύρος ο βασιλεύς των Περσών, ο παλαιότερος,
ως φαίνεται εις τους χρονολογικούς πίνακας των Περσών και των Ασσυρίων, προς
τους οποίους φαίνεται συμφωνών και ο γράψας περί Αλεξάνδρου Ονηρίκριτος, όταν
έγινεν εκατοντούτης εζήτησε να ίδη ένα έκαστον εξ εκείνων οίτινες υπήρξαν φίλοι
του. Μαθών δε ότι οι πλείστοι εξ αυτών είχον φονευθή υπό του υιού του Καμβύσου
και ότι ο Καμβύσης έλεγεν ότι τους εθανάτωνε κατά διαταγήν του πατρός του, τόσον
ελυπήθη διότι του απεδόθησαν η ωμότης και αι παρανομίαι του υιού του, ώστε
απέθανεν. Ο δε Αρταξέρξης, ο επονομασθείς Μνήμων και κατά του οποίου ο αδελφός
του Κύρος εξεστράτευσε, απέθανεν εκ νοσήματος, ενώ εβασίλευεν εις την Περσίαν,
εις ηλικίαν ογδοήκοντα έξ ετών, όπως δε ο Δείνων αναφέρει,ενενήκοντα
τεσσάρων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλος Αρταξέρξης βασιλεύς των Περσών, περί του
οποίου ο ιστορικός Ισίδωρος ο Χαρακηνός {3} λέγει ότι εβασίλευσεν επί των ημερών
του πατρός του, εδολοφονήθη κατ' εισήγησιν του αδελφού του Γωσίθρου εις ηλικίαν
ενενήκοντα και τριών ετών. Ο Σινατρούκης, ο βασιλεύς των Πάρθων, ήτο ήδη
ογδοηκοντούτης όταν εκλήθη εκ της χώρας των Σκυθών Σακαυράκων και ανηγορεύθη
βασιλεύς• εβασίλευσε δε επτά έτη. Ο δε Τιγράνης ο βασιλεύς των Αρμενίων, κατά
του οποίου επολέμησεν ο Λεύκουλος, απέθανεν εκ νοσήματος εις ηλικίαν ογδοήκοντα
πέντε ετών. Ο Υσπασίνης, ο βασιλεύς του Χάρακος και των κατά την Ερυθράν
θάλασσαν χωρών, απέθανεν επίσης εκ νοσήματος εις ηλικίαν ογδοήκοντα πέντε ετών.
Ο δε Τήραιος, ο οποίος εβασίλευσε τρίτος μετά τον Υσπασίνην,απέθανεν εις ηλικίαν
ενενήκοντα και δύο ετών εκ νοσήματος. Ο Αρτάβαζος, ο οποίος μετά τον Τήραιον
εβασίλευσεν έβδομος, ανήλθεν εις τον θρόνον εις ηλικίαν ογδοήκοντα και έξ ετών,
κληθείς εκ της Παρθικής. Και ο Μνασκίρης δε ο βασιλεύς των Πάρθων έζησεν
ενενήκοντα έξ έτη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επίσης ο Μασσινισσάς ο βασιλεύς των Μαυρουσίων
έγινεν ενενήκοντα ετών. Ο δε Άσανδρος, ο υπό του σεπτού αυτοκράτορος από
εθνάρχου αναγορευθείς βασιλεύς του Βοσπόρου, εις ηλικίαν ενενήκοντα
ετών,διεκρίθη και ως έφιππος και ως πεζός πολεμιστής. Όταν δε είδε τους οπαδούς
του ν' αποσκιρτούν προς τον Σκριβώνιον, απέθανεν εξ εκουσίας ασιτίας, αφού
έζησεν ενενήκοντα και τρία έτη. Ο δε Γόαισος, περί του οποίου ο Ισίδωρος ο
Χαρακηνός λέγει ότι επί των ημερών του εβασίλευεν εις την αρωματοφόρον χώραν των
Ομανών {4}, απέθανεν εκ νοσήματος εις ηλικίαν εκατόν δέκα πέντε ετών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τους βασιλείς τούτους αναφέρουν ως μακροβίους
όσοι προ ημών έγραψαν.Επειδή δε και εκ των φιλοσόφων και των άλλων
πεπαιδευμένων, όσοι έζησαν με κάποιαν περί της υγείας των επιμέλειαν, πολλοί
έφθασαν εις βαθύ γήρας, θ' αναφέρω και εκ τούτων τους γνωστούς εκ της ιστορίας
και θ' αρχίσω εκ των φιλοσόφων. Ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης φθάσας εις ηλικίαν
εκατόν τεσσάρων ετών απέθανεν εξ εκουσίας ασιτίας. Ο Ξενόφιλος ο μουσικός,
οπαδός της φιλοσοφίας του Πυθαγόρου, έζησεν υπέρ τα εκατόν πέντε έτη εις τας
Αθήνας, ως λέγει ο Αριστόξενος. Ο Σόλων δε, ο Θαλής και ο Πιττακός, οίτινες
υπήρξαν εκ των επτά λεγομένων σοφών, έζησαν έκαστος εκατόν έτη. Ο Ζήνων ο
αρχηγός της Στωικής φιλοσοφίας έζησεν ενενήκοντα οκτώ έτη• μίαν ημέραν δε καθ'
ην στιγμήν εισήρχετο εις την συνέλευσιν του λαού και προσκόψας έπεσεν,ανεφώνησε,
Γη, τι με καλείς; και επιστρέψας εις την κατοικίαν του έμεινε χωρίς τροφήν και
απέθανεν. Ο δε Κλεάνθης ο μαθητής και διάδοχος του Ζήνωνος ήτο ενενήκοντα και
εννέα ετών ότε έπαθεν έλκος του χείλους και απελπισθείς απεφάσισε ν' αποθάνη εξ
ασιτίας• αλλ' εν τω μεταξύ λαβών επιστολάς οπαδών του, έφαγε διά να δυνηθή να
εκτελέση τα παραγγελλόμενα• έπειτα πάλιν παύσας να τρώγη απέθανεν εξ
ασιτίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Ξενοφάνης ο υιός του Δεξίνου και μαθητής του
φυσικού Αρχελάου έγινεν ενενήκοντα και ενός ετών• ο Ξενοκράτης ο μαθητής του
Πλάτωνος ογδοήκοντα τεσσάρων• ο Καρνεάδης ο αρχηγός της νεωτέρας Ακαδημίας
ογδοήκοντα πέντε• ο Χρύσιππος ογδοήκοντα ενός• ο Διογένης ο Στωικός,ο εκ
Σελευκίας του Τίγριος, ογδοήκοντα οκτώ• ο Ποσειδώνιος ο εκ της Συριακής
Απαμείας, πολίτης δε της Ρόδου, φιλόσοφος και ιστορικός,ογδοήκοντα τεσσάρων• ο
Κριτόλαος ο Περιπατητικός υπέρ τα ογδοήκοντα δύο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο θείος Πλάτων απέθανεν εις ηλικίαν ογδοήκοντα
και ενός ετών. Ο Αθηνόδωρος του Σάνδωνος ο Ταρσεύς Στωικός, όστις υπήρξε και
διδάσκαλος του σεβαστού και θείου αυτοκράτορος και διά τούτο ούτος κατέστησεν
ασύδοτον την πόλιν των Ταρσέων, απέθανεν εις ηλικίαν ογδοήκοντα δύο ετών εις την
πατρίδα του, ήτις κατ' έτος του απονέμει τιμάς ως ημιθέου• ο δε Νέστωρ ο
Στωικός, ο εκ Ταρσού διδάσκαλος του Καίσαρος Τιβερίου, έζησεν ενενήκοντα δύο
έτη• και ο Ξενοφών ο υιός του Γρύλλου έζησεν υπέρ τα ενενήκοντα έτη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ούτοι είνε εκ των φιλοσόφων οι περιφημότεροι
μακρόβιοι. Από δε τους ιστορικούς ο Κτησίβιος εις ηλικίαν εκατόν είκοσι τεσσάρων
ετών απέθανεν εις την σχολήν των Περιπατητικών, όπως αναφέρει εις τα χρονικά του
ο Απολλόδωρος. Ο Ιερώνυμος δε, όστις έλαβε μέρος εις πολλούς πολέμους και υπέστη
πολλούς κόπους και τραύματα, έζησεν εκατόν τέσσαρα έτη, ως λέγει ο Αγαθαρχίδης
εις την εννάτην των Ασιατικών του ιστοριών, όπου θαυμάζει τον Ιερώνυμον διά την
αρτιότητα, την οποίαν διετήρει εις τας ανδρικάς του δυνάμεις και όλας του τας
αισθήσεις, και την ακμαίαν υγείαν. Ο Ελλάνικος ο Λεσβίος έζησεν ογδοήκοντα πέντε
έτη, ομοίως δε και ο Φερεκύδης ο εκ Σύρου. Ο Τίμαιος ο Ταυρομενίτης έγινεν
ενενήκοντα έξ ετών. Ο δε Αριστόβουλος ο Κασανδρεύς λέγεται ότι έζησεν υπέρ τα
ενενήκοντα έτη, ως δε ο ίδιος αναφέρει εις την αρχήν του συγγράμματός του, εις
ηλικίαν ογδοήκοντα τεσσάρων ετών ήρχισε να γράφη την ιστορίαν του. Ο δε Πολύβιος
ο υιός του Λυκόρτα ο Μεγαλοπολίτης, επιστρέφων εκ του κτήματός του
έφιππος,έπεσεν εκ του ίππου, και εκ τούτου ασθενήσας απέθανεν εις ηλικίαν
ογδοήκοντα δύο ετών. Ο Υψικράτης ο Αμισηνός, ο οποίος υπήρξε συγγραφεύς πολλών
και διαφόρων, έζησεν ενενήκοντα δύο έτη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μεταξύ των ρητόρων ο Γοργίας, τον οποίον τινές
αποκαλούν σοφιστήν,έγινεν εκατόν οκτώ ετών απέθανε δε και ούτος στερηθείς
εκουσίως τροφής. Λέγεται ότι ερωτηθείς πώς κατώρθωσε να φθάση εις τόσον γήρας
και να διατηρή την υγείαν και όλας του τας αισθήσεις, απήντησε• διότι ουδέποτε
παρεσύρθην εις τα φαγοπότια των άλλων. Ο Ισοκράτης έγραψεν εις ηλικίαν
ενενήκοντα έξ ετών τον πανηγυρικόν του• ήτο δε ενενήκοντα εννέα ετών ότε μαθών
ότι οι Αθηναίοι ενικήθησαν υπό του Φιλίππου εις την μάχην της Χαιρωνείας, και
λυπηθείς υπερβολικά, είπε τον στίχον του Ευριπίδου•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Σιδώνιόν ποτ' άστυ Κάδμος εκλιπών
{5},</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">τον οποίον προσήρμοζεν εις τον εαυτόν του•
προειπών δε ότι η Ελλάς θα υπεδουλούτο, απέθανεν. Ο δε ρήτωρ Απολλόδωρος ο εκ
Περγάμου, ο οποίος υπήρξε διδάσκαλος του σεπτού αυτοκράτορος και μετά του
Ταρσέως Αθηνοδώρου του φιλοσόφου εξεπαίδευσεν αυτόν, έζησεν, όπως και ο
Αθηνόδωρος, ογδοήκοντα έτη. Επίσης ο Ποτάμων, ρήτωρ αρκετά φημισμένος, έγινεν
ενενήκοντα ετών. Ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής,καταπιών ράγα σταφυλής, απεπνίγη
εις ηλικίαν ενενήκοντα πέντε ετών.Τούτον κατά τα τέλη του βίου του ενήγαγεν ο
υιός του Ιοφών εις το δικαστήριον επί γεροντική ανοία. Ο δε Σοφοκλής ανέγνωσε
προς τους δικαστάς τον «Οιδίποτα επί Κολωνώ», διά να δείξη με το έργον του τούτο
την πνευματικήν του υγείαν• και οι δικασταί αυτόν μεν υπερεθαύμασαν, τον δε υιόν
του εχαρακτήρισαν εις την απόφασίν των ως παράφρονα. Ο δε Κρατίνος ο
κωμωδιογράφος έζησεν επί ενενήκοντα επτά έτη και περί τα τέλη του βίου του δώσας
προς παράστασιν την «Πυτίνην»και επιτυχών απέθανε μετ' ολίγον. Όπως ο Κρατίνος
και ο κωμικός Φιλήμων έφθασεν εις ηλικίαν ενενήκοντα επτά ετών. Μίαν δε ημέραν,
ενώ ενεπαύετο εις την κλίνην του, είδεν όνον ο οποίος εισήλθεν εις την οικίαν
και ήρχισε να τρώγη τα σύκα τα οποία είχον ετοιμασθή δι' αυτόν και κατελήφθη υπό
γέλωτος• καλέσας δε τον υπηρέτην του είπε προς αυτόν, και συγχρόνως εγέλα
ακράτητον γέλωτα, να δώση εις τον όνον και οίνον, απεπνίγη δε υπό του γέλωτος
και απέθανε. Και ο Επίχαρμος ο ποιητής κωμωδιών λέγεται ότι έζησεν επίσης
ενενήκοντα και επτά έτη. Ο δε Ανακρέων ο λυρικός ποιητής, έγινεν ογδοήκοντα
πέντε ετών και ο Στησίχορος ο επίσης λυρικός ποιητής απέθανεν εις την αυτήν
ηλικίαν. Ο δε Σιμωνίδης ο Κείος έζησεν υπέρ τα ενενήκοντα έτη. Εκ των
Γραμματικών ο Ερατοσθένης ο υιός του Αγλαού, ο Κυρηναίος, τον οποίον όχι μόνον
γραμματικόν αλλά και ποιητήν δύναταί τις να ονομάση και φιλόσοφον και γεωμέτρην,
έγινεν ογδοήκοντα και δύο ετών. Περί δε του Λυκούργου του νομοθέτου των
Λακεδαιμονίων αναφέρεται ότι έζησεν ογδοήκοντα και πέντε έτη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτοί είνε οι βασιλείς και οι σοφοί των οποίων
ηδυνήθην να συναθροίσω εδώ τα ονόματα και την ηλικίαν• επειδή δε υπεσχέθην να
αναφέρω καί τινας εκ των Ρωμαίων και των άλλων κατοίκων της Ιταλίας, οίτινες
υπήρξαν μακρόβιοι, επιφιλάττομαι να σου κάμω και περί αυτών λόγον,σεβαστέ
Κυίντιλλε, εις άλλην πραγματείαν {6}</span><br />
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ
ΠΕΡΕΓΡΙΝΟΥ {7}</span></h3>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ο Λουκιανός προς τον
Κρόνιον, ευχόμενος ευτυχίαν. {8}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Ο ταλαίπωρος Περεγρίνος ή, όπως αυτός ηρέσκετο
να αυτονομάζεται, ο Πρωτεύς, έπαθεν ακριβώς ό,τι και ο Πρωτεύς του Ομήρου• {9}
διότι αφού υπέστη μυρίας μεταμορφώσεις και περιπετείας, χάριν της
διαφημίσεως•επ' εσχάτων μετεμορφώθη και εις πυρ• υπό τοσαύτης δοξομανίας
κατείχετο. Και εκάη ο λαμπρός εκείνος άνθρωπος όπως ο Εμπεδοκλής, με την
διαφοράν μόνον ότι ο μεν Εμπεδοκλής εφρόντισε να πέση κρυφίως εις τον κρατήρα
του ηφαιστείου, ο δε ηρωικός Περεγρίνος εξέλεξε την μεγαλειτέραν των Ελληνικών
πανηγύρεων και ανάψας όσον το δυνατόν μεγαλειτέραν πυράν, ανέβη εις αυτήν
ενώπιον τόσων θεατών, αφού προ ολίγων ημερών είχεν εκφωνήση προς τους Έλληνας
λόγον περί του μέλλοντος τολμήματός του. Φαντάζομαι, πόσον θα γελάσης δια την
μωρίαν του γέροντος εκείνου και αναμφιβόλως ενώ θα γελάς θ' αναφωνής• τι
ηλιθιότης, τι δοξομανία, και άλλα τα οποία συνειθίζομεν να λέγωμεν περί των
ανθρώπων αυτού του είδους. Και συ μεν γελάς και λέγεις ταύτα εξ αποστάσεως και
χωρίς κίνδυνον. Εγώ όμως τα είπα εκεί παρά την πυράν και προηγουμένως ακόμη
ενώπιον πολυαρίθμων ακροατών, εκ των οποίων πολλοί επειράζοντο, διότι εθαύμαζον
την παραφροσύνην του γέροντος. Ήσαν δε καί τινες οι οποίοι εγέλων επίσης, αλλά
παρ' ολίγον να κατασπαραχτώ υπό των Κυνικών φιλοσόφων, όπως ο Ακταίων υπό των
σκύλλων ή ο ανεψιός αυτού ο Πενθεύς υπό των μαινάδων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Άκουσε τώρα πώς εξετελέσθη το όλον δράμα.
Γνωρίζεις τον ποιητήν του,οποίος υπήρξε και ποίας περιπετείας έχει διέλθη εις
όλην του την ζωήν, περιπετείας τραγικωτέρας και από εκείνας τας οποίας
ανεβίβασαν εις την σκηνήν ο Σοφοκλής και ο Αισχύλος. Λοιπόν όταν έφθασα εις την
Ήλιδα και περιεφερόμην εις το γυμναστήριον, ήκουσα κάποιον Κυνικόν να λέγη με
φωνήν μεγάλην και βραχνήν τα συνήθη και τετριμμένα περί αρετής και να υβρίζη
γενικώς πάντας• έπειτα αι φωνασκίαι του κατέληξαν εις τον Πρωτέα. Θα προσπαθήσω
όσον δύναμαι να απομνημονεύσω ακριβώς εκείνα τα οποία έλεγε• συ δε θα τ'
αναγνωρίσης ευκόλως, διότι πολλάκις παρέστης εις τας φωνασκίας των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ευρέθη, είπεν, άνθρωπος ο οποίος ετόλμησε να
είπη κενόδοξον τον Πρωτέα, ω γη, και ήλιε, και ποταμοί, και θάλασσα και
προγονικέ θεέ Ηρακλή• τον Πρωτέα, ο οποίος εις την Συρίαν ερρίφθη εις τα δεσμά,
ο οποίος εδώρησεν εις την πατρίδα του πέντε χιλιάδας τάλαντα, ο οποίος εξωρίσθη
από την πόλιν των Ρωμαίων, τον εκλαμπρότερον του ηλίου, τον δυνάμενον ν'
ανταγωνισθή και προς αυτόν τον Ολύμπιον Δία. Αποδίδουν εις κενοδοξίαν το ότι
απεφάσισε να απέλθη εκ της ζωής δια πυρός.Μήπως ο Ηρακλής δεν απέθανε κατ' αυτόν
τον τρόπον; Μήπως ο Ασκληπιός και ο Διόνυσος δεν εκεραυνοβολήθησαν; Μήπως επ'
εσχάτων και ο Εμπεδοκλής δεν ερρίφθη εις τον κρατήρα του ηφαιστείου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Άμα είπε ταύτα ο Θεαγένης, διότι ούτω ο
φωνασκός εκείνος ωνομάζετο,ηρώτησα ένα εκ των παρισταμένων, τι ενόει μ' εκείνα
τα οποία έλεγε περί του πυρός και ποίαν σχέσιν έχουν ο Ηρακλής και ο Εμπεδοκλής
προς τον Πρωτέα. Εκείνος δε μου απήντησεν ότι μετ' ολίγας ημέρας θ' αναβή εις
πυράν ο Πρωτεύς εις την Ολυμπίαν δια ν' αποθάνη. Πώς, είπα, και δια ποίον λόγον;
Εκείνος επεχείρησε να μου δώση εξηγήσεις, αλλ' ο Κυνικός εφώναζε τόσον δυνατά,
ώστε ήτο αδύνατον ν' ακουσθή άλλος.Εξηκολούθησα λοιπόν να τον ακούω να συσσωρεύη
μεγαλαυχίας επί μεγαλαυχιών και υπερβολάς φοβεράς περί του Πρωτέως• διότι προς
τον Σινωπέα ή τον διδάσκαλον αυτού Αντισθένην ούτε κατεδέχετο να τον συγκρίνη,
αλλ' ουδέ προς αυτόν τον Σωκράτην, μόνον δε τον Δία εκάλει εις συναγωνισμόν. Επί
τέλους όμως απεφάσισε ν' αναγνωρίση κάποιαν ισότητα μεταξύ του Πρωτέως και του
Διός και ούτω ετελείωσε τον λόγον του. Δύο, είπε, τέλεια δημιουργήματα είδεν ο
κόσμος, τον Ολύμπιον Δία και τον Πρωτέα• πλάστης δε και τεχνίτης του μεν πρώτου
υπήρξεν ο Φειδίας, του δε δευτέρου η Φύσις• αλλά τώρα το άγαλμα τούτο θα φύγη
εις την αθανασίαν, φερόμενον επί του πυρός, και θα καταταχθή μεταξύ των θεών,
αφήνον υμάς ορφανούς. Ωμίλει με τόσην σφοδρότητα, ώστε ο ιδρώς του έτρεχε
κρουνηδόν• έπειτα ήρχισε να δακρύη γελοιωδέστατα και έσυρε τας τρίχας της
κεφαλής του, προσέχων όμως να μη τας έλκη πολύ δυνατά, και επί τέλους τον
απεμάκρυναν κλαίοντα τινές εκ των Κυνικών διά να τον παρηγορήσουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ευθύς μετ' αυτόν κατέλαβεν άλλος το βήμα πριν ή
διαλυθή το πλήθος και ψυχρανθή η εντύπωσις εκ των λόγων του Θεαγένους. Και κατ'
αρχάς εγέλα επί πολύ και εφαίνετο ότι εγέλα με πραγματικήν όρεξιν έπειτα ήρχισεν
ως εξής• Αφού ο φαύλος Θεαγένης ετελείωσε τους βδελυρούς αυτού λόγους με τα
δάκρυα του Ηρακλείτου, εγώ αντιθέτως θ' αρχίσω με τον γέλωτα του Δημοκρίτου. Και
πάλιν εγέλα επί πολύ ούτως ώστε έκαμε και ημάς τους άλλους να τον μιμηθώμεν.
Έπειτα σοβαρευθείς, Τι άλλο, είπε,πρέπει να πράξη τις, όταν ακούη λόγους τόσον
γελοίους και βλέπη ανθρώπους γέροντας, οι οποίοι χάριν γελοίας δόξης είνε
έτοιμοι να κάμουν τούμπες ενώπιον σας; Διά να μάθετε δε τι είνε το άγαλμα το
οποίον θα πυρποληθή, ακούσατε να σας το περιγράψω εγώ, όστις εξ αρχής
παρηκολούθησα και εγνώρισα τον βίον και τον χαρακτήρα του• έλαβα δε και
πληροφορίας τινάς παρά των συμπολιτών του, οίτινες κατ' ανάγκην τον εγνώριζον.
Λοιπόν το πλάσμα τούτο και δημιούργημα της φύσεως και του Πολυκλείτου ο κανών,
{10} όταν μόλις εισήρχετο εις την ανδρικήν ηλικίαν, συνελήφθη εις την Αρμενίαν
μοιχεύων και εδάρη ανηλεώς, επί τέλους δε κατώρθωσε να φύγη διά της στέγης, έχων
ραφανίδα βυθισμένην εις τα οπίσθια. {11} Έπειτα διέφθειρε ωραίον νεανίσκον και
ηναγκάσθη να πληρώση τρεις χιλιάδας δραχμάς εις τους γονείς του παιδίου,οίτινες
ήσαν πτωχοί, διά να μη τον καταγγείλουν εις τον αρμοστήν της Ασίας. Τοιαύτα και
παραπλήσια θα ηδυνάμην και άλλα να αναφέρω, αλλά τα παραλείπω, διότι ακόμη ήτο
πηλός άπλαστος και δεν είχε δημιουργηθή τέλειον το άγαλμά μας. Αλλ' η διαγωγή
του προς τον πατέρα του αξίζει να την ακούσετε, μολονότι όλοι γνωρίζετε και θα
ηκούσατε πώς έπνιξε τον γέροντα, μη υποφέρων να τον βλέπη να ζη, αφού ήδη είχεν
υπερβή το εξηκοστόν έτος. Έπειτα, επειδή το πράγμα εγνώσθη, κατεδικάσθη μόνος
του εις εξορίαν και επλανάτο από χώρας εις χώραν. Τότε δε εμυήθη και εις την
θαυμαστήν σοφίαν των Χριστιανών, των οποίων τους ιερείς και διδασκάλους
εγνώρισεν εις την Παλαιστίνην… {12} Εντός ολίγου μάλιστα τους υπερέβη γενόμενος
προφήτης και αρχηγός και πρόεδρος των συναθροίσεων αυτών και συγκεντρώσας πάσαν
εξουσίαν και κύρος εις τας χείρας του. Όχι δε μόνον εξήγει και διεσαφήνιζε τα
ιερά των βιβλία,αλλά και πολλά συνέγραφε και οι Χριστιανοί τον εθεώρουν ως θεόν
και ως νομοθέτην τον μετεχειρίζοντο και προεστώτα τον ανεγνώριζον.Λατρεύουν δε
ακόμη, τον μέγαν {13} εκείνον άνθρωπον, όστις εσταυρώθη εις την Παλαιστίνην,
επειδή εισήγαγεν εις τον κόσμον αυτήν την νέαν θρησκείαν. {14} Τότε δε και
συνελήφθη ένεκα τούτου ο Πρωτεύς και ερρίφθη εις τας φυλακάς, πράγμα το οποίον
του έδωκεν όχι μικρόν κύρος διά το μέλλον και του εχρησίμευσεν εις την αγυρτείαν
και την δοξομανίαν, αίτινες ήσαν αι μεγάλαι του αδυναμίαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού λοιπόν ερρίφθη εις τας φυλακάς, οι
Χριστιανοί θεωρήσαντες το πράγμα ως κοινήν συμφοράν, εκίνησαν πάντα λίθον και
κατέβαλαν πάσαν προσπάθειαν διά να τον αρπάσουν. Αλλ' επειδή τούτο ήτο αδύνατον,
του παρείχον πάσαν άλλην περιποίησιν με εξαιρετικόν ζήλον και ενδιαφέρον.Από
πρωίας έβλεπέ τις να περιμένουν προ της φυλακής γραΐδια, χήραι και ορφανά• οι δε
πρόκριτοι των Χριστιανών, δωροδοκούντες τους δεσμοφύλακας, ελάμβανον την άδειαν
να εισέρχωνται και να κοιμώνται μετ' αυτού εντός της φυλακής• εκόμιζον δε
παντοειδή φαγητά και έλεγον προσευχάς, και ο λαμπρός Περεγρίνος (διότι ούτω
ωνομάζετο ακόμη)εθεωρείτο υπ' αυτών ως νέος Σωκράτης. Αλλά και εκ των Ασιατικών
πόλεων ήρχοντο αντιπρόσωποι των Χριστιανών διά να φέρουν εράνους και βοηθήματα,
να συνηγορήσουν υπέρ του φυλακισμένου και να τον παρηγορήσουν. Είνε δε
αξιοθαύμαστος η προθυμία την οποίαν δεικνύουν,όταν κανείς εκ των ομοθρήσκων
αυτών πάθη τίποτε τοιούτον• δεν διστάζουν να προβούν εις οιανδήποτε θυσίαν.
Λοιπόν και ο Περεγρίνος έλαβε τότε παρ' αυτών πολλά χρήματα διά την πρόφασιν της
φυλακίσεως του και έκαμεν όχι μικρόν αποταμίευμα. Διότι οι ταλαίπωροι εκείνοι
πιστεύουν ότι θα μείνουν αθάνατοι και ότι θα ζήσουν διά παντός, δι' ο
καταφρονούν τον θάνατον και εκουσίως παραδίδονται πολλάκις εις αυτόν.Έπειτα ο
πρώτος αυτών νομοθέτης τους έπεισεν ότι είνε αδελφοί πάντες μεταξύ των, άμα
προσέλθουν εις την θρησκείαν του και απαρνηθούν τους Ελληνικούς θεούς, τον δε
σταυρωμένον εκείνον διδάσκαλόν των προσκυνούν και ακολουθούν κατά τας εντολάς
του. Και επειδή επίστευσαν τα τοιαύτα χωρίς να τα πολυεξετάσουν, καταφρονούν τα
πάντα και παν ό,τι έχουν το θεωρούν κοινόν. Εάν λοιπόν παρουσιασθή κανείς μεταξύ
αυτών απατεών και επιτήδειος άνθρωπος ικανός να τους εκμεταλλευθή,δύναται εντός
ολίγου να γίνη πλούσιος εξαπατών τους απλοϊκούς εκείνους ανθρώπους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' ο Περεγρίνος απελύθη υπό του τότε
διοικητού της Συρίας, όστις ετίμα την φιλοσοφίαν και ενόησεν ότι ο Κυνικός
εκείνος κατείχετο υπό τοιαύτης παραφροσύνης, ώστε ηδύνατο και τον θάνατον να
δεχθή διά να διαφημισθή. Έκρινε λοιπόν ότι ούτε τιμωρίας ήτο άξιος και τον
αφήκεν ελεύθερον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο δε Περεγρίνος επανελθών εις την πατρίδα του,
εύρεν εξηρεθισμένους ακόμη τους συμπολίτας του διά τον φόνον του πατρός του και
πολλούς τους διατεθειμένους να ανακινήσουν την εναντίον του κατηγορίαν. Είχον δε
κατά την απουσίαν του διαρπαγή τα πλείστα εκ των πατρικών τουκτημάτων και μόνον
οι αγροί υπελείποντο, οι οποίοι είχον αξίαν δεκαπέντε περίπου ταλάντων• διότι η
όλη περιουσία, την οποίαν ο γέρων αφήκεν, θα ήτο έως τριάκοντα ταλάντων και όχι,
όπως ο γελοιωδέστατος εκείνος Θεαγένης έλεγε, πέντε χιλιάδων. Και αν επωλείτο
όλη η πόλις των Παριανών{15} ομού με πέντε από τας γειτονικάς, με τους
ανθρώπους,τα ζώα και όλα τα περιεχόμενα, δεν θα προήρχετο εκ της πωλήσεως
τοιούτον ποσόν. Αλλ' η κατηγορία και το έγκλημα ήσαν θερμά ακόμη και ήτο
προφανές ότι δεν θα διέφευγε την καταμήνυσιν. Ο λαός μάλιστα δεν απέκρυπτε την
αγανάκτησίν του. Ήτο κρίμα, έλεγον, να χαθή κατ' αυτόν τον ασεβή τρόπον γέρων
τόσον αγαθός. Ιδού δε τι επενόησεν ο σοφός ούτος Πρωτεύς διά ν' αντιμετωπίση
πάντα ταύτα και πώς διέφυγε τον κίνδυνον. Εμφανισθείς εις την συνέλευσιν των
Παριανών (είχε δε ήδη αφήση μακράν κόμην, εφόρει μανδύαν ρυπαρόν και είχε
κρεμασμένην εις τον ώμον του πήραν, εκράτει ράβδον και εν γένει είχε παρασκευάση
θεατρικήν την φιλοσοφικήν του εμφάνισιν), τοιουτοτρόπως εμφανισθείς εις τους
συμπολίτας του, εδήλωσεν ότι παρεχώρει την περιουσίαν, την οποίαν ο μακαρίτης
πατήρ του αφήκεν εις αυτόν, να γίνη όλη δημοσία.Άμα ήκουσε τούτο ο λαός, ο
οποίος απετελείτο από ανθρώπους πτωχούς και χάσκοντας διά βοηθήματα, ήρχισε να
φωνάζη ότι είνε φιλόσοφος, ότι είνε φιλόπατρις και να τον ανακηρύττη οπαδόν του
Διογένους και του Κράτητος. Των δε εχθρών του το στόμα εκλείσθη• και αν κανείς
επεχείρει να αναφέρη τον φόνον, θα ελιθοβολείτο αμέσως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μετά τούτο επανέλαβε τον πλάνητα βίον, έχων ως
στήριγμα και πόρον τους Χριστιανούς, υπό των οποίων παρακολουθούμενος είχεν όλα
τα προς το ζην άφθονα. Επί τινα δε καιρόν ετρέφετο κατ' αυτόν τον τρόπον•αλλ'
έπειτα έκαμε και προς εκείνους κάποιαν απιστίαν (νομίζω ότι τον είδον να τρώγη
κάτι εξ εκείνων τα οποία θεωρούν απηγορευμένα), και επειδή έπαυσαν να τον
βοηθούν και περιήλθεν εις ένδειαν, ενόμισεν ότι έπρεπε να ζητήση να του
αποδοθούν τα πατρικά του κτήματα• επέδωκε λοιπόν αναφοράν και εζήτει παρά του
αυτοκράτορος να διατάξη την απόδοσιν. Αλλ' επειδή και η πόλις ενήργησε δι'
αντιπροσώπων της προς τον αυτοκράτορα, η αίτησις του Περεγρίνου έμεινεν άνευ
αποτελέσματος και ο αυτοκράτωρ διέταξε να μένουν τα κτήματα εις την πόλιν, αφού
εκείνος τα εδώρισε χωρίς κανείς να τον εξαναγκάση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τότε ανεχώρησεν εις τρίτον ταξείδιον και μετέβη
εις την Αίγυπτον πλησίον του Αγαθοβούλου• εκεί δε κατέγινεν εις την θαυμαστήν
άσκησιν την οποίαν έκτοτε επιδεικνύει. Εξύριζε το ήμισυ της κεφαλής του,ήλειφε
με λάσπην το πρόσωπόν του και ενώπιον πλήθους παρισταμένων ώρθωνε το αιδοίον
του. Ήτο δε η επίδειξις αύτη μία εξ εκείνων τας οποίας οι Κυνικοί καλούν
αδιαφόρους. Έπειτα εκτύπα και εκτυπάτο διά νάρθηκος {16} εις τα οπίσθια και άλλα
πολλά τοιαύτα ασκητικά θαύματα επεδείκνυεν. Ούτω παρεσκευασμένος μετέβη από την
Αίγυπτον εις την Ιταλίαν• άμα δε εξήλθεν από το πλοίον ήρχισε να υβρίζη τους
πάντας και αυτόν τον αυτοκράτορα, καθότι εγνώριζεν ότι είνε πραότατος και
ημερώτατος και η τόλμη του δεν θα είχε συνεπείας. Ο αυτοκράτωρ, ως ήτο επόμενον,
ολίγον επειράζετο από τας βλασφημίας και δεν εθεώρει πρέπον να τιμωρήση διά
λόγους άνθρωπον παρουσιαζόμενον ως φιλόσοφον και μάλιστα έχοντα ως έργον τας
ύβρεις. Εκ τούτων δε ηύξανεν η φήμη του Περεγρίνου• μεταξύ μάλιστα των απλοϊκών
ανθρώπων εθαυμάζετο η παραφροσύνη του, έως ου ο διευθύνων την αστυνομίαν της
πόλεως,άνθρωπος συνετός, τον απέπεμψε διότι είχεν υπερβή τα όρια εις την
κατάχρησιν της ανοχής, και του είπεν ότι η πόλις δεν είχεν ανάγκην τοιούτου
φιλοσόφου. Αλλά και τούτο ακόμη συνετέλεσεν εις την φήμην του και εφέρετο εις
όλων τα στόματα ως φιλόσοφος• εξορισθείς διά το θάρρος και την μεγάλην
ελευθερίαν της γνώμης του. Τον συνέκρινον δε κατά τούτο προς τον Μουσώνιον, τον
Δίωνα και τον Επίκτητον και τους άλλους όσοι υπέστησαν παρομοίαν καταδίωξιν διά
την ανεξαρτησίαν του φρονήματος των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επιστρέψας ούτω εις την Ελλάδα, άλλοτε μεν
ύβριζε τους Ηλείους,άλλοτε δε παρεκίνει τους Έλληνας να επαναστατήσουν κατά των
Ρωμαίων και άλλοτε άνθρωπον εξέχοντα διά την παιδείαν και τα αξιώματα, {17}όστις
πολλάς ευεργεσίας έκαμεν εις την Ελλάδα και νερόν διωχέτευσεν εις την Ολυμπίαν
και έπαυσαν οι πανηγυρισταί να φλέγωνται υπό της δίψης, κατηγόρει ως εκθηλύναντα
τους Έλληνας, διότι έπρεπε ν' αφήση τους θεατάς των Ολυμπιακών αγώνων να
εγκαρτερούν εις την δίψαν και μάλιστα ν' αποθνήσκουν πολλοί εξ αυτών εκ κακών
νοσημάτων, τα οποία πριν ένεκα της ξηρότητος του τόπου επεκράτουν πολυπληθή• και
ενώ έλεγε ταύτα έπινεν από το νερόν εκείνο. Και επειδή πάντες ώρμησαν εναντίον
του, ενώ έλεγε ταύτα, και παρ' ολίγον να τον λιθοβολήσουν,επρόλαβε και κατέφυγεν
εις τον ναόν του Διός. Ούτω εσώθη τότε• την δε επομένην Ολυμπιάδα απήγγειλλε
προς τους Έλληνας λόγον, τον οποίον είχε συνθέση κατά τα προηγηθέντα τέσσαρα
έτη, και έπλεκε το εγκώμιον εκείνου όστις είχε φέρη το νερόν εις την Ολυμπίαν,
συγχρόνως δε απελογείτο διά την τότε φυγήν του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά τώρα ουδείς προσείχε πλέον εις αυτόν και
δεν ήτο όπως πριν περίβλεπτος, διότι όλαι του αι επιδείξεις ήσαν παλαιαί και
γνωσταί και δεν ηδύνατο να επινοήση τίποτε νέον διά να προξενήση κατάπληξιν και
να προκαλέση εκ νέου την κοινήν προσοχήν και τον θαυμασμόν,πράγματα προς τα
οποία έτρεφεν εξαρχής μέγαν έρωτα. Διά τούτο απεφάσισε το τελευταίον τούτο
τόλμημα της πυράς και διέδωκε μεταξύ των Ελλήνων από της προηγουμένης Ολυμπιάδος
ότι κατά την επομένην θα εκαίετο. Τώρα δε εκτελεί αυτήν του την επαγγελίαν και
σκάπτει λάκκον,συγκομίζει ξύλα και υπόσχεται ότι θα δείξη θάρρος έκτακτον.
Νομίζω όμως ότι καρτερικώτερον θα ήτο να περιμένη τον θάνατον και να μη
δραπετεύση εκ της ζωής. Αλλ' αν ωρισμένως απεφάσισε ν' αποθάνη,έπρεπεν όχι διά
του πυρός και κατά τοιούτον θεατρικόν τρόπον ν'απέλθη εκ της ζωής, αλλά να
εκλέξη άλλον τινά εκ των μυρίων τρόπων του θανάτου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εάν δε πάλιν προτιμά το πυρ διά να μιμηθή τον
Ηρακλήν, διατί δεν πηγαίνει να καή αθορύβως επάνω εις όρος δασώδες και
μόνος,παραλαμβάνων ένα, τον Θεαγέτην τούτον, λόγου χάριν, ως Φιλοκτήτην;Αντί
τούτου όμως εξέλεξε την Ολυμπίαν κατά την ακμήν της πανηγύρεως και σχεδόν επί
σκηνής θα καή, μολονότι είνε άξιος να το πάθη, μα τον Ηρακλέα, διότι αυτή είνε η
ποινή η αρμόζουσα εις τους πατροκτόνους και τους αθέους. Αλλά τότε εβράδυνε
πολύ, διότι έπρεπε προ πολλού να έχη ριφθή εις τον ταύρον του Φαλάριδος και
τιμωρηθή ούτω κατ' αξίαν,όχι δε άμα ανοίξη το στόμα του εις την φλόγα ν'
αποθάνη. Διότι, ως παρά πολλών ήκουσα, δεν υπάρχει θάνατος ταχύτερος από τον διά
πυρός•αρκεί ν' ανοίξη ο καιόμενος το στόμα του και αποθνήσκει
παρευθύς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Πρωτεύς φαντάζεται ίσως ότι θα είναι
επιβλητικόν το θέαμα ανθρώπου καιομένου εις τόπον ιερόν, όπου ουδέ να θάπτωνται
επιτρέπεται όσοι αποθνήσκουν με φυσικόν θάνατον. Γνωρίζετε, υποθέτω, την
ιστορίαν εκείνου όστις πάλαι ποτέ, θέλων να γίνη ένδοξος και μη δυνάμενος
κατ'άλλον τρόπον να το επιτύχη, επυρπόλησε τον ναόν της Εφεσίας Αρτέμιδος.
Παρόμοιόν τι εσκέφθη και αυτός τώρα. Τόση φιλοδοξία τον κατατρώγει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά διατείνεται ότι πράττει τούτο χάριν των
ανθρώπων, διά να τους διδάξη να καταφρονούν τον θάνατον και να εγκαρτερούν εις
τα δεινοπαθήματα. Εγώ όμως θέλω να ερωτήσω όχι εκείνον, αλλά σας, αν και οι
κακούργοι θα ηθέλατε να διδαχθούν παρ' αυτού την καρτερίαν ταύτην,να περιφρονούν
τον θάνατον, το πυρ και άλλα τοιαύτα βασανιστήρια.Είμαι βέβαιος όμως ότι δεν θα
ηθέλατε. Πώς λοιπόν ο Πρωτεύς θα δυνηθή να κάμη αυτήν την διάκρισιν, ούτως ώστε
να ωφελήση τους χρηστούς ανθρώπους διά του παραδείγματός του, να μη κάμη δε τους
κακούς τολμηρότερους και πλέον επιρρεπείς εις τους κινδύνους; Ας υποθέσωμεν εν
τοσούτω ότι θα έχη ως θεατάς μόνον εξ εκείνων εις τους οποίους το παράδειγμα θα
είνε ωφέλιμον• αλλά και πάλιν θα σας ερωτήσω• θα ηθέλατε να μιμηθούν τα τέκνα
σας τοιούτον παράδειγμα; Βεβαίως όχι.Αλλά προς τι ερωτώ τούτο, αφού ουδ' εκ των
μαθητών του κανείς θα τον εμιμείτο; Μάλιστα δύναται κανείς να κατακρίνη τον
Θεαγένην τούτον ότι, ενώ κατά τα άλλα μιμείται με ζήλον τον διδάσκαλον, δεν τον
ακολουθεί και δεν τον συνοδεύει απερχόμενον, ως λέγει, προς τον Ηρακλέα και δεν
ρίπτεται με την κεφαλήν εις την πυράν, διά να γίνη ούτω εντός ολίγου
πανευδαίμων. Δεν αρκεί ότι τον μιμείται εις την πήραν, την βακτηρίαν και τον
ρυπαρόν μανδύαν• αυτά είναι εύκολα και ακίνδυνα και δυνατά εις όλους• το
σπουδαίον είναι να τον μιμηθή εις τα σοβαρά και τα σπουδαία και τα δύσκολα και
αφού ανάψη πυράν από κλάδους συκής, όσον το δυνατόν χλωρούς, να πέση επ' αυτής
και να πνιγή εις τον καπνόν. Διότι αυτός ο θάνατος δεν είναι μόνον του Ηρακλέους
και του Ασκληπιού, αλλά και των ιεροσύλων και των φονέων,τους οποίους συχνά
βλέπομεν να καταδικάζωνται εις τοιούτον θάνατον. Ο δε διά καπνού θάνατος, είνε
και προτιμότερος, διότι είνε ο ιδιαιτέρως αρμόζων εις υμάς τους Κυνικούς. Ο
Ηρακλής άλλως τε, και αν είναι αληθές ότι απέθανε κατ' αυτόν τον τρόπον, το
έπραξε διότι κατείχετο υπό νόσου και, ως η τραγωδία λέγει, το αίμα του Κενταύρου
τον κατέκαιεν. Αλλ' ο Πρωτεύς διά ποίαν αιτίαν ρίπτεται εις το πυρ; Ίσως διά να
δώση το παράδειγμα της καρτερίας, όπως οι Βραχμάνες• διότι προς αυτούς τον
παρωμοίασεν ο Θεαγένης, ως να μη είναι δυνατόν και μεταξύ των Ινδών να υπάρχουν
κενόδοξοι και μωροί άνθρωποι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' ουδ' εκείνους μιμείται, διότι εκείνοι δεν
ρίπτονται εις το πυρ,όπως λέγει ο Ονησίκριτος ο ναύαρχος του Αλεξάνδρου, ο
οποίος είδε τον Ινδόν Κάλανον να καίεται• αλλ' αφού ετοιμάσωσι την πυράν, μένουν
πλησίον του πυρός ακίνητοι και επί τινα ώραν περιψήνονται• έπειτα ανεβαίνουν εις
την πυράν με την αυτήν αταραξίαν και κατακλινόμενοι καίονται χωρίς να κάμουν την
ελαχίστην κίνησιν πόνου ή φόβου. Αυτός δε τι τάχα μέγα θα πράξη διότι θα ριφθή
εις την πυράν και θ' αποθάνη αμέσως αποπνιγόμενος υπό των φλογών; Ίσως μάλιστα
και ελπίζει ν'αναπηδήση και διαφύγη ημίκαυστος, εκτός εάν, ως λέγουν, γίνη
βαθεία και εντός λάκκου η πυρά. Υπάρχουν δε και οι λέγοντες ότι μετεμελήθη και
διηγείται ότι του παρουσιάσθη κατ' όναρ ο Ζευς και απηγόρευσε να μιανθή ο ιερός
χώρος. Αλλ' εγώ δύναμαι να ορκισθώ ότι ουδείς εκ των θεών θα δυσαρεστηθή εάν ο
Περεγρίνος αποθάνη με κακόν θάνατον. Αλλά και αν θέλη, δεν του είνε πλέον
εύκολον να υποχωρήση• διότι οι Κυνικοί μαθηταί του τον παρορμούν και τον ωθούν
προς την πυράν και τον ενθαρρύνουν και δεν του επιτρέπουν ν' αποδειλιάση• εάν δε
συμπαρασύρη εις την πυράν και δύο εξ αυτών, τούτο θα είνε η μόνη του καλή και
ωραία πράξις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ήκουσα ότι ούτε Πρωτεύς δεν θέλει να λέγεται
πλέον, αλλά μετωνομάσθη Φοίνιξ, καθότι και το ινδικόν πτηνόν το οποίον
ονομάζεται Φοίνιξ,λέγεται ότι, άμα φθάση εις βαθύ γήρας, αναβαίνει εις πυράν και
καίεται. Εκτός τούτου διαδίδει διαφόρους φήμας και αναφέρει χρησμούς τινας
παλαιούς κατά τους οποίους μετά θάνατον πρέπει να γίνη πνεύμα της νυκτός, θεός
νυκτοφύλαξ. Και είνε φανερόν ότι επιθυμεί να του εγείρουν βωμούς και ελπίζει να
του στήσουν χρυσούν ανδριάντα. Δεν είνε δε παράδοξον, μα τον Δία, να ευρεθούν
μεταξύ των πολλών ανοήτων τινές οι οποίοι να βεβαιώσουν ότι εθεραπεύθησαν παρ'
αυτού από τεταρταίους πυρετούς και ότι τον συνήντησαν εν καιρώ νυκτός ως θεόν
νυκτοφύλακα. Οι δε φαύλοι ούτοι μαθηταί του δεν αμφιβάλλω ότι σχεδιάζουν να
ιδρύσουν μαντείον και άδυτον εις τον τόπον της πυράς{18} διότι και ο Πρωτεύς ο
υιός του Διός, ο κατά το όνομα προπάτωρ του σημερινού, προέλεγε το μέλλον.
Προβλέπω δε ότι εντός ολίγου θα έχωμεν και ιερείς αυτού του νέου θεού, οίτινες
θα μαστιγούνται, θα καυτηριάζωνται και άλλας τοιαύτας τερατουργίας θα πράττουν
εις ανάμνησίν του• ίσως μάλιστα ιδρύσουν και νυκτερινήν τινα τελετήν και
λαμπαδηφορίαν εις ανάμνησιν της ολοκαυτώσεώς του. Ο Θεαγένης, ως κάποιος φίλος
μου ανήγγειλε, έλεγε προ ολίγων ημερών ότι υπάρχει και χρησμός ο οποίος προείπε
ταύτα• και ο φίλος μου απεμνημόνευσε και μου επανέλαβε τον χρησμόν, ο οποίος
είνε ο εξής•</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' οπόταν Πρωτεύς
Κυνικών όχ άριστος απάντων, Ζηνός εριγδούπου τέμενος, κατά πυρ ανακαύσας, Ες
φλόγα πηδήσας, έλθη ες μακρόν Όλυμπον, Δη τότε πάντας υμάς, οι αρούρης καρπόν
έδουσι, Νυκτιπόλον τιμάν κέλομαι ήρωα μέγιστον, Σύνθρονον Ηφαίστω και Ηρακλήι
άνακτι. {19}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Και αυτά μεν ήκουσεν ο Θεαγένης, ως λέγει, από
την Σίβυλλαν. Εγώ δε θα αναφέρω ένα χρησμόν του Βάκιδος περί των αυτών
πραγμάτων. Ο Βάκις πολύ ορθά προείπε τα εξής•</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' οπόταν Κυνικός
πολυώνυμος ες φλόγα πολλήν Πηδήση δόξης υπ' εριννύι θυμόν ορινθείς, Δη τότε τους
άλλους κυναλώπεκας, οί οι έπονται, Μιμείσθαι χρη πότμον αποιχομένοιο λύκοιο. Ός
δε κε δειλός εών, φεύγη μένος Ηφαίστοιο, Λάεσσι βαλέειν τάχα πάντας Αχαιούς, Ως
μη ψυχρός εών, θερμηγορέειν επιχειρή, Χρυσώ σαξάμενος πήρην μάλα πολλά δανείζων,
Εν καλαίς Πάτραισιν έχων τρις πέντε τάλαντα. {20}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Τι φρονείτε λοιπόν; Σας φαίνεται χειρότερος από
την Σίβυλλαν χρησμολόγος ο Βάκις; Ώστε καιρός να εκλέξωσιν οι θαυμάσιοι ούτοι
μαθηταί του Πρωτέως το μέρος εις το οποίον θα εξατμισθούν• διότι ούτω λέγουν την
καύσιν. Αφού είπε ταύτα ο ρήτωρ εκείνος, όλοι οι παριστάμενοι ανεβόησαν• Να
καούν τώρα αμέσως, είνε άξιοι να καούν.Και ο μεν ρήτωρ κατέβη γελών από του
βήματος, «τον Νέστορα δε Θεαγένην ουκ έλαθεν ιαχή»• {21} αλλ' άμα ήκουσε την
βοήν, έτρεξε και αναβάς εις το βήμα ήρχισε να κραυγάζη και να λέγη μυρία κακά
περί του προλαλήσαντος, διότι δεν γνωρίζω το όνομα του λαμπρού εκείνου ανθρώπου.
Εγώ τον αφήκα να ξελαρυγγίζεται και μετέβην να ίδω τους αθλητάς• διότι ελέγετο
ότι οι Ελλανοδίκαι είχον ήδη έλθη εις το πλέθριον. {22}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και ταύτα μεν συνέβησαν εις την Ήλιδα. Όταν δε
έφθασα εις την Ολυμπίαν, ο οπισθόδομος {23} ήτο πλήρης από τους κατηγορούντας
τον Πρωτέα ή επαινούντας την πρόθεσίν του, ούτως ώστε και εις συμπλοκήν έφθασαν
πολλοί εξ αυτών, έως ου ενεφανίσθη αυτός ο Πρωτεύς συνοδευόμενος από μεγάλου
πλήθους, μετά τον αγώνα των κηρύκων, και ωμίλησε περί του εαυτού του, και
διηγήθη τον βίον του και τους κινδύνους τους οποίους διέτρεξε και όσα υπέφερε
χάριν της φιλοσοφίας.Ωμίλησε δε επί πολύ, αλλ' εγώ ολίγα ήκουσα μη δυνηθείς να
πλησιάσω ένεκα του πλήθους των παρισταμένων. Έπειτα φοβηθείς να μη συντριβώ εις
τόσον συνωστισμόν, όπως είδα πολλούς άλλους να το πάθουν,απεμακρύνθην, αφήσας
τον μελλοθάνατον σοφιστήν ν' απαγγέλλη τον επιτάφιόν του. Μόνον τούτο τον ήκουσα
να λέγη, ότι ήθελε να επιθέση χρυσούν στέφανον εις τον χρυσούν βίον του• διότι
έπρεπεν ο ζήσας όπως ο Ηρακλής και ν' αποθάνη όπως ο Ηρακλής και ν' αναμιχθή με
τον αιθέρα. Θέλω δε, είπε, και να ωφελήσω τους ανθρώπους, δεικνύων εις αυτούς
πώς πρέπει να περιφρονούν τον θάνατον, και νομίζω ότι πρέπει όλοι οι άνθρωποι να
μου χρησιμεύσουν ως Φιλοκτήται. Εκ των ακροατών οι μεν ανοητότεροι εδάκρυον και
εφώναζαν• Χάριν των Ελλήνων πρέπει να μείνης εις την ζωήν, δεν θέλομεν ν'
αποθάνης. Οι δε ανδρικώτεροι εκραύγαζαν• Να εκτελέσης την απόφασίν σου. Τούτο
ετάραξεν όχι ολίγον τον γέροντα, όστις ήλπιζεν ότι όλοι θα ήσαν υπέρ αυτού και
δεν θα τον άφηναν να καή, αλλά και παρά την θέλησίν του θα τον ηνάγκαζαν να
ζήση. Αλλ' εκείνη η κραυγή, να εκτελέση την απόφασίν του, ήτο πολύ απροσδόκητος
και τον έκαμε να ωχριάση ακόμη περισσότερον, καίτοι είχεν ήδη το χρώμα νεκρού
και μάλιστα έτρεμεν ολίγον, ώστε έπαυσε να ομιλή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγώ δε, ως βέβαια συμπεραίνεις, εγέλων διότι
ούτε άξιος οίκτου μου εφαίνετο ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος υπερέβη με την
γελοίαν ματαιοδοξίαν του όλους τους κενοδόξους. Τον συνώδευον εν τοσούτω πολλοί
και η φιλοδοξία του ικανοποιείτο, ενώ παρετήρει το πλήθος των θαυμαστών του,
χωρίς να σκέπτεται ο άθλιος ότι και εκείνοι οίτινες οδηγούνται εις τον σταυρόν ή
σύρονται υπό του δημίου ακολουθούνται υπό πολύ περισσοτέρων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τέλος πάντων οι Ολυμπιακοί αγώνες ετελείωσαν
και ήτον η ωραιοτέρα εορτή των Ολυμπίων εκείνη εξ όσων είδα εγώ, ο οποίος
τετράκις έως τώρα παρέστην εις τα Ολύμπια. Επειδή δε ήτο δύσκολον να εύρη τις
άμαξαν, καθ' ότι πολλοί συγχρόνως ανεχώρουν, καθυστέρησα χωρίς να το θέλω. Ο δε
Πρωτεύς, ο οποίος πάντοτε ανέβαλλε την εκτέλεσιν της αποφάσεώς του, απεφάσισεν
επί τέλους να δώση το θέαμα της καύσεώς του εν καιρώ νυκτός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Είς εκ των φίλων μου ήλθε και με παρέλαβε κατά
το μεσονύκτιον και διηυθύνθημεν προς την Αρπίνην, όπου ήτον η πυρά. Το μέρος δε
τούτο απέχει της Ολυμπίας περί τα είκοσι στάδια και ευρίσκεται προς ανατολάς,
κατά το μέρος του ιπποδρόμου. Δεν εβραδύναμεν να φθάσωμεν και ευρήκαμεν πυράν
ετοιμασμένην εις λάκκον βάθους μιας οργυιάς περίπου. Ήσαν δε τα ξύλα τα οποία
έμελλον ν' αναφθούν δαδιά κατά το πλείστον αναμεμιγμένα με φρύγανα διά ν'
ανάψουν ταχύτερα. Και όταν η σελήνη ανέτειλε (διότι έπρεπε και εκείνη να ίδη το
ωραίον εκείνο θέαμα), ο Πρωτεύς παρουσιάσθη με τον συνήθη του ιματισμόν και
μετ'αυτού οι επιφανέστεροι των Κυνικών• μεταξύ δε αυτών, η εκ Πατρών Κυνική
εξοχότης, ο Θεαγένης, ο οποίος εκράτει δάδα και έπαιζε το πρόσωπον
δευτεραγωνιστού. Δάδα εκράτει και ο Πρωτεύς. Κατέφθασαν και άλλοι εκ διαφόρων
μερών και ήναψαν την πυράν, η οποία ευθύς ανέδωκε μεγάλην φλόγα, διότι, ως είπα,
απετελείτο από δαδιά και φρύγανα•εκείνος δε, και τώρα σε παρακαλώ να
συγκεντρώσης όλην σου την προσοχήν, απέθεσε την πήραν, τον μανδύαν και το
Ηράκλειον ρόπαλον το οποίον εκράτει και έμεινε μόνον με υποκάμισον φοβερά
ρυπαρόν. Έπειτα εζήτησε λιβανωτόν διά να το ρίψη εις την πυράν. Κάποιος του
έδωκε και αφού το έρριψεν εις το πυρ εστράφη προς μεσημβρίαν—και τούτο δε το
κίνημά του ήτο σχετικόν προς την κωμωδίαν—και είπε• «Πνεύματα μητρικά και
πατρικά, δεχθήτε με εις τους κόλπους σας με αγάπην». Έπειτα επήδησεν εις την
πυράν και δεν εφάνη πλέον, διότι αι φλόγες ήσαν μεγάλαι και αμέσως τον
περιεκάλυψαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και πάλιν σε φαντάζομαι, αγαπητέ Κρόνιε, να
γελάς διά το τέλος του δράματος. Εγώ δε όταν τον ήκουσα να επικαλήται τα μητρικά
πνεύματα δεν παρεξενεύθην πολύ. Αλλ' όταν επεκαλέσθη και τα πατρικά, δεν
ηδυνήθην να κρατήσω τον γέλωτα, ενθυμηθείς τα λεχθέντα περί του φόνου του πατρός
του. Οι δε Κυνικοί οι οποίοι είχον περικυκλώση την πυράν δεν εδάκρυον, αλλά
μόνον διά της σιωπής εξέφραζον κάποιαν λύπην και παρετήρουν εις την πυράν, έως
ου εγώ αποκαμών να βλέπω την κωμωδίαν εκείνην είπα• «Είμεθα ανόητοι να καθήμεθα
εδώ και να βλέπωμεν θέαμα όχι ευχάριστον, ένα γέροντα ψηνόμενον, και να
γεμίζωμεν τους πνεύμονάς μας με οσμήν δυσάρεστον. Ή περιμένετε να έλθη κανείς
ζωγράφος να μας ζωγραφίση, όπως εξεικονίζουν τους μαθητάς του Σωκράτους εις το
δεσμωτήριον;» Οι Κυνικοί εθύμωσαν και ήρχισαν να με υβρίζουν, τινές δε και
ύψωσαν τας βακτηρίας των. Αλλ' επειδή ηπείλησα ότι θα ήρπαζα μερικούς εξ αυτών
να τους ρίψω εις την πυράν, διά ν'ακολουθήσουν τον διδάσκαλόν των, εσιώπησαν και
ησύχασαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγώ δε επιστρέφων έκαμνα διαφόρους σκέψεις περί
του πάθους της φιλοδοξίας και συνεπέραινα ότι το πάθος τούτο είνε εκ των
ισχυροτάτων και εκ των μάλλον ακαταγωνίστων, όχι πλέον δι' ανθρώπους οποίος ο
Περεγρίνος, όστις και κατά τα άλλα υπήρξε παράφρων και έζησε βίον αλλόκοτον και
άξιον να τελειώση εις την πυράν, αλλά και δι' ανθρώπους οίτινες θεωρούνται λίαν
εξαιρετικοί. Καθ' οδόν συνήντησα πολλούς,οίτινες μετέβαινον να ίδουν και αυτοί
την ολοκαύτωσιν, διότι ενόμιζον ότι θα τον προφθάσουν ζωντανόν. Πράγματι δε την
προηγουμένην ημέραν είχε διαδοθή, ότι, αφού θα προσηύχετο προς τον ανατέλλοντα
ήλιον—όπως, λέγεται, κάμνουν οι Βραχμάνες—θα ερρίπτετο εις την πυράν.Απέτρεπα
λοιπόν τους περισσοτέρους εξ αυτών, λέγων ότι η θυσία είχε τελειώση, εκτός εάν
ήσαν περίεργοι να ίδουν και μόνον το μέρος ή να προφθάσουν υπόλειμμα του πυρός.
Αλλ' ευρήκα τον διάβολόν μου, φίλε μου, διότι ήμουν ηναγκασμένος να διηγούμαι
εις όλους και ν' ακούω τας ερωτήσεις ανθρώπων οίτινες ήθελον να μάθουν πάσαν
λεπτομέρειαν. Όταν λοιπόν έβλεπα κανένα έξυπνον του διηγούμην απλώς, όπως προς
σε, όσα συνέβησαν• διά δε τους ηλιθίους και τους χαζούς έπλαττα μύθους, έλεγα
λόγου χάριν εις αυτούς ότι άμα ήναψαν την πυράν και ερρίφθη εις αυτήν ο Πρωτεύς,
έγινε πρώτον μέγας σεισμός και ήλθεν εκ των εγκάτων της γης βοή μεγάλη, έπειτα
εκ του μέσου των φλογών επέταξε γυψ και διηυθύνθη προς τον ουρανόν, φωνάζων με
ανθρωπίνην φωνήν• «Αφήκα την γην και αναβαίνω εις τον Όλυμπον». Οι ακούοντες
κατελαμβάνοντο υπό φόβου και τρέμοντες εψιθύριζον προσευχάς, με ηρώτων δε ποίαν
διεύθυνσιν ηκολούθησεν ο γυψ, προς ανατολάς ή προς δυσμάς, και εγώ εις απάντησιν
έλεγα ό,τι μου επήρχετο εις την κεφαλήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν δε επέστρεψα εις την Ολυμπίαν, συνήντησα
ένα ηλικιωμένον άνθρωπον, ο οποίος εφαίνετο σοβαρός και αξιόπιστος εκ του ήθους
και της γενειάδος του, και τον ήκουσα να διηγήται περί του Πρωτέως ότι,αφού
εκάη, τον είδε με λευκόν ένδυμα και ότι προ ολίγου τον αφήκε περιπατούντα εις
την επτάφωνον στοάν {24}, γελαστόν και φέροντα επί κεφαλής στέφανον από κότινον.
Κατόπιν ανέφερε και τον γύπα ορκιζόμενος ότι τον είδε με τα μάτια του να πετάξη
εκ της πυράς,δηλαδή τον γύπα τον οποίον εγώ προ ολίγου είχα πετάξη διά να τον
βλέπουν οι ηλίθιοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δύνασαι τώρα να φανταστής ποία θαύματα θα
επακολουθήσουν ότι θα φάνουν μέλισσαι εις τον τόπον της πυράς και τέττιγες και
κορώναι και αλλά τοιαύτα, όπως εις τον τάφον του Ησιόδου. Δεν αμφιβάλλω δε ότι
και οι Ηλείοι και οι άλλοι Έλληνες, προς τους οποίους, ως λέγεται,έγραψε, θα του
εγείρουν εντός ολίγου ανδριάντας. Ήκουσα τωόντι ότι έστειλεν επιστολάς προς όλας
σχεδόν τας μεγάλας πόλεις, διά των οποίων διεβίβασε προς αυτάς τας τελευταίας
του θελήσεις, ομού με διαφόρους παραινέσεις και κανόνας ηθικούς και πολιτικούς.
Το έργον δε τούτο ανέθηκεν είς τινας εκ των μαθητών του, τους οποίους ωνόμασε
νεκραγγέλλους και ταχυδρόμους του Άδου. Τοιούτον υπήρξε το τέλος του ταλαιπώρου
Πρωτέως, ο οποίος εν βραχυολογία ουδέποτε εφρόντισε διά την αλήθειαν, παν ό,τι
δε είπε και έπραξε πάντοτε απέβλεπεν εις την διαφήμισιν και τον θαυμασμόν του
πλήθους, τόσον ώστε και εις το πυρ ερρίφθη, χωρίς να υπολογίση ότι δεν ήτο
δυνατόν ν' απολαύση την δόξαν. Αφού θ' απέθνησκε δεν θα ηδύνατο ν' ακούη τους
επαίνους. Πριν τελειώσω θα σου διηγηθώ κάτι τι ακόμη, διά να έχης να γελάς επί
πολύ.Γνωρίζεις προ πολλού όσα συνέβησαν όταν εταξείδευσα με αυτόν από την
Τρωάδα—διότι σου τα διηγήθηκα τότε αμέσως, κατά τον εκ Συρίας ερχομόν μου—και
την άλλην καλοπέρασίν του εις το ταξείδι και τον ωραίον έφηβον, τον οποίον
προσηλύτισεν εις τον κυνισμόν, διά να έχη και αυτός τον Αλκιβιάδην του, και πώς
ετρόμαξεν, όταν μίαν νύκτα εις το μέσον του Αιγαίου εμαύρισεν ο ουρανός και
έγινε φοβερά τρικυμία, και έκλαιε μετά των γυναικών αυτός ο θαυμαζόμενος και
θεωρούμενος ως περιφρονών τον θάνατον. Αλλά και ολίγον προ του θανάτου του, προ
εννέα περίπου ημερών, επειδή, νομίζω, έφαγε περισσότερον του δέοντος,κατελήφθη
την νύκτα υπό εμέτων και σφοδροτάτου πυρετού. Αυτά μου διηγήθη ο ιατρός
Αλέξανδρος, ο οποίος εκλήθη να τον εξετάση• μου είπε δε ότι τον εύρε να κυλίεται
κατά γης, να βασανίζεται υπό πυρετού ανυποφόρου και να ζητή επιμόνως ψυχρόν
ύδωρ• ο ιατρός όμως δεν του έδιδεν, αλλά του είπεν ότι, αν εξάπαντος επεθύμει ν'
αποθάνη, ο θάνατος είχεν έλθη προς αυτόν μόνος του και δεν είχε παρά να τον
ακολουθήση, χωρίς να φροντίζη περί πυράς. Ο Πρωτεύς όμως του απήντησεν ότι
τοιούτος θάνατος δεν θα είχεν αξίαν, αφού θα ήτο όπως ο θάνατος όλων των άλλων
και επομένως άδοξος. Αυτά μου είπεν ο Αλέξανδρος• αλλά και εγώ αυτός τον είδα
προ ολίγων ημερών να έχη αλείψη με φάρμακον τον οφθαλμόν του, όστις εδάκρυζεν εκ
της δριμύτητος του ιατρικού. Ως βλέπεις, ενόμιζε, φαίνεται, ότι ο Αιακός δεν
υποδέχεται καλώς εις τον Άδην τους πάσχοντας τους οφθαλμούς και μη βλέποντας
καλά. Έπραξε δηλαδή όμοιον προς άνθρωπον μέλλοντα να σταυρωθή, ο οποίος
φροντίζει να θεραπεύση μικράν πάθησιν του δακτύλου του. Τι νομίζεις ότι θα
έπραττεν ο Δημόκριτος εάν έβλεπε ταύτα; Θα ηδύνατο να γελάση όσον ήτο άξιος ο
Πρωτεύς; Αλλά τόσος γέλως φαίνεται και της ευθυμίας του Δημοκρίτου ανώτερος.
Γέλα εν τοσούτω και συ,φίλε μου, και μάλιστα όταν ακούσης τους άλλους να τον
θαυμάζουν.</span><br />
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΟΙ
ΔΡΑΠΕΤΑΙ</span></h3>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Απόλλων, Ζευς,
Φιλοσοφία, Ηρακλής, Ερμής, Άνθρωποι, Κύριος, Ορφεύς,Φυγάδες,
Φιλοξενών.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΑΠΟΛΛΩΝ. Αληθεύουν τα λεγόμενα, πατέρα, ότι
κάποιος γέρων ερρίφθη εις το πυρ και εκάη απέναντι του ναού σου εις την
Ολυμπίαν; Ο άνθρωπος αυτός, ως λέγεται, ήτο πολύ επιτήδειος εις το να κάνη
διάφορα πράγματα τα οποία να προκαλούν την προσοχήν και τον θαυμασμόν. Το
γεγονός μας διηγήθη η Σελήνη, η οποία, ως μας είπε, τον είδε να
καίεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Είνε πολύ αληθές δυστυχώς και είθε να μη
συνέβαινε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΠΟΛ. Τόσω καλός ήτον αυτός ο γέρων και τόσον
άδικον ήτο ν' αποθάνη εις την πυράν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ίσως και τούτο, αλλ' εγώ ενθυμούμαι ότι
τότε κατελήφθην υπό φοβεράς αηδίας, ένεκα της δυσοσμίας την οποίαν έφερε μέχρις
εμού ο καπνός των ψηνομένων ανθρωπίνων σαρκών και αν δεν έφευγα αμέσως διά την
Αραβίαν, φοβούμαι ότι θα μ' έπνιγεν ο βρωμερός εκείνος καπνός•και όταν ευρέθηκα
μέσα εις τόσην ευωδίαν και τόσα αρώματα και αφθόνους αναθυμιάσεις λιβανωτού,
μετά δυσκολίας η όσφρησίς μου απέβαλε το δυσάρεστον εκείνο αίσθημα. Τώρα δε
ακόμη και μόνον η ανάμνησίς της με ανακατόνει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΠΟΛ. Και διά ποίον λόγον, ω Ζευ, ο άνθρωπος
εκείνος απέθανε κατ'αυτόν τον τρόπον; Ή τι καλόν ήλπιζε διά να πέση εις το πυρ
και απανθρακωθή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Την αυτήν ανοησίαν δεν έκαμε προηγουμένως
και ο Εμπεδοκλής, ο οποίος επίσης ερίφθη εντός του ηφαιστείου εις την
Σικελίαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΠΟΛ. Αλλ' εκείνος έπασχεν από παραφροσύνην• ο
περί ου ο λόγος όμως ποίαν αιτίαν είχε διά να επιθυμήση τοιούτον
θάνατον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Θα σου ειπώ τι είπεν ο ίδιος όταν
απελογήθη διά τον θάνατόν του προς τους συνηθροισμένους εις την Ολυμπίαν. Αν
ενθυμούμαι καλά,είπε… Αλλά ποιά είνε αυτή που έρχεται με σπουδήν, ταραγμένη και
δακρύουσα, η οποία φαίνεται ως να έχη πάθη μέγα αδίκημα; Αλλά την αναγνωρίζω•
είνε η Φιλοσοφία• την ακούω που επικαλείται το όνομά μου και παραπονείται.
Διατί, κόρη μου, κλαίεις; Και διατί αφήκες τον κόσμον και ήλθες εδώ; μήπως οι
αμαθείς άνθρωποι πάλιν σ'επεβουλεύθησαν, όπως άλλοτε, όταν εφόνευσαν τον
κατηγορηθέντα υπό του Ανύτου Σωκράτην, και διά τούτο δεν θέλεις να ζης πλέον
μεταξύ αυτών;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Τίποτε τοιούτον, πατέρα• εκείνοι, ο
πολύς λαός δηλαδή, μ'ετίμων πολύ, μ' εσέβοντο και μ' εθαύμαζαν και σχεδόν μ'
επροσκύνουν,μολονότι δεν πολυενόουν τους λόγους μου. Οι άλλοι όμως, πώς να τους
είπω; οι λέγοντες ότι είνε σχετικοί και φίλοι μου, οι οποίοι φέρουν το όνομά
μου, αυτοί με κακομετεχειρίσθησαν κατά τον χειρότερον τρόπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Οι φιλόσοφοι σ' εκακοποίησαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Όχι, πατέρα• και αυτοί εκακοποιήθησαν
μαζή μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ποίοι λοιπόν σ' επείραξαν, αφού ούτε τον
λαόν, ούτε τους φιλοσόφους κατηγορείς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Υπάρχουν τινές, ω Ζευ, μεταξύ του λαού
και των φιλοσοφούντων,οι οποίοι κατά την ενδυμασίαν, το βλέμμα και το βάδισμα
είνε όμοιοι προς ημάς• αξιούν δε ότι είνε οπαδοί μου, φέρουν ως τίτλον το όνομά
μου και λέγουν ότι είνε μαθηταί και σύντροφοι και θιασώται μου. Ο βίος όμως
αυτών είνε φαυλότατος, γεμάτος από αμάθειαν, θράσος και ασέλγειαν, πράγμα το
οποίον αποτελεί όχι μικράν ύβριν εναντίον μου.Εξ αιτίας αυτών, πατέρα, έφυγα από
τον κόσμον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τα παράπονά σου είνε σοβαρά, κόρη μου.
Αλλά εις τι προ πάντων σ' επείραξαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. θα ίδης αν είνε μικρά όσα μου έχουν κάμη.
Ενθυμείσαι ότι βλέπων τον κόσμον πλήρη αδικίας και παρανομίας, διότι επλεόναζεν
η αμάθεια και η κακουργία και τον συνετάρασσαν, ελυπήθης τους ανθρώπους τους
πλανωμένους εις την άγνοιαν και με απέστειλες με την παραγγελίαν να φροντίσω
ώστε να παύσουν ν' αδικούν ο είς τον άλλον, να βιαιοπραγούν και να ζουν όπως τα
θηρία, να στραφούν δε προς την αλήθειαν και ν'αρχίσουν να συζούν ειρηνικώτερα.
Μου είπες δε τα εξής. Τι πράττουν οι άνθρωποι και εις ποίαν κατάστασιν
ευρίσκονται ένεκα της αμαθείας και συ το βλέπεις, κόρη μου• και επειδή τους
λυπούμαι, εξέλεξα σε εξ όλων των θεών, ως μόνην δυναμένην να διορθώσης την
κατάστασιν, και σε αποστέλλω να τους φέρης εις την ευθείαν οδόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ενθυμούμαι ότι πολλά τοιαύτα σου είπα
τότε• συ δε τώρα λέγε τι επηκολούθησε, πώς σε υπεδέχθησαν κατ' αρχάς όταν
έφθασες και τι σου έκαμαν τώρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Κατ' αρχάς, πατέρα, δεν επήγα αμέσως εις
τους Έλληνας, αλλ'ήρχισα από εκείνο το οποίον έκρινα δυσκολώτερον, την
διδασκαλίαν των βαρβάρων διότι ενόμισα ότι οι Έλληνες ευκολώτερα θα υπήκουον και
πολύ ταχέως θα εδέχοντο οιονδήποτε χαλινόν και θα υπετάσσοντο εις τον ζυγόν της
δικαιοσύνης. Ήρχισα λοιπόν από τους Ινδούς, έθνος μέγιστον,και τους έπεισα χωρίς
δυσκολίαν να κατέλθουν από τους ελέφαντας και να με ακούσουν• κατώρθωσα δε ώστε
ολόκληρος φυλή, οι Βραχμάνες, οι οποίοι συνορεύουν με τους Νεχραίους και τους
Οξυδράκας, να γίνουν οπαδοί μου όλοι και τώρα ζουν συμφώνως προς τους ιδικούς
μου κανόνας και τιμώνται υπό όλων των περιοίκων λαών και αποθνήσκουν κατά τρόπον
παράδοξον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ενοείς τους γυμνοσοφιστάς. Έχω ακούση
πολλά περί αυτών και ότι ανεβαίνουν εις μεγάλην πυράν και υποφέρουν ατάραχοι να
καίωνται,χωρίς να μετακινηθούν ή να δείξουν λιποψυχίαν. Αλλά τούτο δεν είνε και
τόσον παράδοξον διότι και προ ολίγων ημερών είδα να γίνη το όμοιον εις την
Ολυμπίαν. Υποθέτω δε ότι και συ θα παρίστασο, όταν εκαίετο ο γέρων
εκείνος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Ούτε επήγα, πατέρα, εις την Ολυμπίαν, διά
τον φόβον των αναθεματισμένων εκείνων τους οποίους ανέφερα, διότι έβλεπα πολλούς
εξ αυτών να πηγαίνουν διά να υβρίσουν τους συνερχομένους διά τους αγώνας και να
γεμίσουν από θόρυβον τον οπισθόδομον του ναού με τας υλακάς των, ώστε δεν είδα
και εκείνον πώς απέθανε. Μετά τους Βραχμάνας λοιπόν επήγα εις την Αιθιοπίαν
αμέσως και απ' εκεί κατέβηκα εις την Αίγυπτον αφού δε συνανεστράφην τους ιερείς
και προφήτας και τους εδίδαξα τα θεία, ανεχώρησα εις την Βαβυλώνα, διά να μυήσω
εις την σοφίαν τους Χαλδαίους και τους Μάγους. Έπειτα επήγα εις την Σκυθίαν και
εις την Θράκην κατόπιν, όπου ο Εύμολπος και ο Ορφεύς ήκουσαν την διδασκαλίαν
μου• τους προαπέστειλα δε εις την Ελλάδα, τον μεν Εύμολπον διά να μυήση τους
Έλληνας εις τα θεία, τα οποία είχε διδαχθή παρ' εμού άπαντα, τον δε Ορφέα διά να
τους εξημερώση και εκπολιτίση διά της μουσικής• μετέβην δε και εγώ ευθύς
κατόπιν. Κατ' αρχάς οι Έλληνες ούτε πολύ προθύμως με υπεδέχθησαν, αλλ' ούτε και
με απεδίωξαν. Ολίγον δε κατ' ολίγον κατώρθωσα να κάμω και επτά μαθητάς{25} και
ένα άλλον εκ Σάμου, άλλον εξ Εφέσου και τρίτον εξ Αβδήρων, {26} δηλαδή πολύ
ολίγους. Έπειτα δεν γνωρίζω πώς μου προσεκολλήθη το γένος των σοφιστών, το
οποίον ούτε ησπάζετο κατά βάθος την διδασκαλίαν μου, αλλ' ούτε και εντελώς την
απέκρουεν, αλλ' όπως το γένος των Ιπποκενταύρων απετέλουν κάτι τι σύνθετον και
μικτόν, μεταξύ αγυρτείας και φιλοσοφίας πλανώμενον, ούτε εις την άγνοιαν τελείως
προσκολλώμενον, ούτε προς εμέ δυνάμενον να βλέπη ατενώς• αλλ' όπως οι ασθενείς
την όρασιν, έβλεπον ασαφές και σκοτεινόν τι φάντασμα ή ενίοτε μόνον την σκιάν
μου, και εν τοσούτω ενόμιζον ότι ενόουν τα πάντα ακριβώς. Ούτω ανεπτύχθη μεταξύ
αυτών η ματαία εκείνη και περιττή φιλοσοφία, η κατά την γνώμην των
ακαταγώνιστος, αι περίτεχνοι και ακατανόητοι και ανόητοι απαντήσεις, αι
δυσνόητοι και λαβυρινθώδεις ερωτήσεις. Έπειτα, επειδή τους έφεραν εις αμηχανίαν
και τους εξήλεγχον οι οπαδοί μου, εξωργίζοντο και συνωμότουν εναντίον αυτών και
επί τέλους τους κατεμήνυον εις τα δικαστήρια και τους κατεδίκαζον να πίουν το
κώνειον. Έπρεπεν ίσως τότε να φύγω αμέσως και μη ανεχθώ περισσότερον την
συντροφειάν των αλλ' ο Αντισθένης, ο Διογένης και κατόπιν ο Κράτης και ο
Μένιππος μ' έπεισαν να παραμείνω ακόμη ολίγον και είθε να μη τους ήκουα, διότι
δεν θα επάθαινα τόσα κακά κατόπιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Εξακολουθείς να παραπονείσαι, χωρίς να
μου λέγης τι σου έκαμαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Άκουσε λοιπόν, ω Ζευ, και θα ίδης πόσα
υπέφερα από κάτι ανθρώπους βδελυρούς, ως επί το πολύ δούλους και εργάτας, οι
οποίοι δεν είχον καμμίαν σχέσιν προς εμέ από της παιδικής των ηλικίας, διότι
τους ημπόδιζον αι ασχολίαι των. Ως είπα ήσαν δούλοι, εργάται και τεχνίται και
εδιδάσκοντο να ράπτουν υποδήματα, να κατεργάζωνται ξύλα,ή να πλύνουν και να
ξένουν έρια, ώστε να δύνανται ευκολώτερα να τα κατεργάζωνται αι γυναίκες, να τα
κλώθουν και να τα υφαίνουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού λοιπόν τοιαύτα εδιδάσκοντο κατά την
παιδικήν των ηλικίαν, ουδέ κατ' όνομα εγνώριζον την ιδικήν μου διδασκαλίαν. Αλλ'
όταν έφθασαν εις την ανδρικήν ηλικίαν και είδαν πως σέβεται ο λαός τους οπαδούς
μου και πως ανέχονται οι άνθρωποι την ελευθεροστομίαν των, πως ευχαρίστως
ακούουν τας συμβουλάς των και τας ακολουθούν και όταν τους επιπλήττουν
συστέλλονται, ενόμισαν ότι τούτο ήτο όχι μικρά εξουσία.Εσκέπτοντο δε ότι να μάθη
κανείς όσα απαιτούνται διά να γίνη φιλόσοφος απαιτεί πολύν καιρόν και εις αυτούς
ήτο εντελώς αδύνατον αι δε τέχναι και ευτελείς είνε και κόπον πολύν απαιτούν και
μόλις δύνανται να παρέχουν τα απαιτούμενα διά να ζήση τις. Είς τινας δε εξ αυτών
και η δουλεία εφαίνετο βαρεία και, όπως τωόντι είνε, αφόρητος.Απεφάσισαν λοιπόν
να ρίψουν την τελευταίαν άγκυραν, την οποίαν οι ναυτικοί ονομάζουν ιεράν• και
προσωρμίσθησαν εις τον ευχάριστον λιμένα της οκνηρίας, συμπαραλαβόντες το
θράσος, την αμάθειαν και την αναισχυντίαν, αίτινες αποτελούν τα κυριώτερά των
εφόδια• και μελετήσαντες νέου είδους ύβρεις διά να τας έχουν προχείρους, αυτάς
δε μόνον έχοντες εις το στόμα των ως δόγματα (δεν είνε λαμπρά εφόδια διά την
φιλοσοφίαν;) ενδύονται και μεταμορφούνται ως φιλόσοφοι, όπως κατά τον Αίσωπον
έπραξεν ο όνος εκείνος της Κύμης, ο οποίος περιτυλιχθείς με λεοντήν και εκπέμπων
τραχύν ογκυθμόν υπεκρίνετο τον λέοντα• ίσως δε ευρέθησαν καί τινες οι οποίοι τον
επίστευσαν. Το φιλοσοφικόν σχήμα, ως γνωρίζεις, είνε εύκολον εις απομίμησιν
(εννοώ το εξωτερικόν) και δεν είνε πολύ δύσκολον να φορέση κανείς φιλοσοφικόν
μανδύαν, να κρεμάση εις τον ώμον του μίαν πήραν, να κρατή ξύλον και να κραυγάζη,
μάλλον δε να γκαρίζη ή να υλακτή και να υβρίζη τους πάντας. Ήσαν δε βέβαιοι ότι
δεν διέτρεχον κανένα κίνδυνον, διότι θα τους εξησφάλιζεν ο προς το φιλοσοφικόν
σχήμα σεβασμός. Ούτω απέκτων ευκόλως και την ελευθερίαν, παρά την θέλησιν του
κυρίου των• και αν ούτος επεχείρει να τους επαναφέρη εις τα έργα των, θα τον
εξυλοκόπουν. Θα είχον δε άρτον άφθονον και εκλεκτόν και όχι, όπως προηγουμένως,
μαύρον και ξηρόν και ως προσφάγιον όχι παστόψαρον ή θύμον, {27} αλλά κρέατα
παντοειδή και οίνον τον εκλεκτώτεοον και χρήματα παρ' οιουδήποτε θέλουν• διότι
φορολογούν τον κόσμον ή, όπως αυτοί λέγουν, κουρεύουν τα πρόβατα. Έχουν δε
πεποίθησιν ότι πολλοί δεν δύνανται ν' αρνηθούν ή εκ σεβασμού προς το φιλοσοφικόν
των ένδυμα ή εκ φόβου προς την κακήν των γλώσσαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εσκέπτοντο δε ότι δεν είνε δύσκολον να
εξισωθούν προς τους πραγματικούς φιλοσόφους, αφού ουδείς θα υπήρχεν ο δυνάμενος
να τους διακρίνη, άμα θα κατώρθωνον να είνε όμοιοι κατά το εξωτερικόν. Διότι δεν
δέχονται να υποβληθούν εις κανένα έλεγχον. Εάν κανείς απευθύνη προς αυτούς
ερωτήσεις με τάξιν και ησυχίαν, δεν απαντούν, αλλ'αρχίζουν να κραυγάζουν και
καταφεύγουν εις την ακρόπολίν των, την ύβριν, και είνε έτοιμοι να μεταχειρισθούν
το ξύλον το οποίον κρατούν.Και αν μεν τους προκαλέσης να επιδείξουν τα έργα των,
απαντούν διά πολλών λόγων, εάν δε θέλης να τους κρίνης από τους λόγους, σου
λέγουν να εξετάσης τον βίον των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λοιπόν η πόλις έχει γεμίση από τοιούτους
απατεώνας και μάλιστα από τους διατεινομένους ότι είνε οπαδοί του Διογένους, του
Αντισθένους και του Κράτητος και ως σήμα έχουν τον κύνα. Αλλά δεν μιμούνται
καμμίαν από τας αρετάς, τας οποίας έχουν εκ φύσεως οι σκύλλοι, όπως η φρούρησις
και η πίστις, η αγάπη προς τον κύριόν των και η ευγνωμοσύνη• εξ εναντίας έχουν
όλα τα ελαττώματα των ζώων εκείνων, το γαύγισμα και την λαιμαργίαν, την ροπήν
προς την αρπαγήν, την μεγάλην ασέλγειαν και την κολακείαν και κινούν την ουράν
προς τον δίδοντα και περιτριγυρίζουν εις τας τραπέζας. Εις αυτά είνε
τέλειοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά θα ίδης τι μέλλει να συμβή εντός ολίγου.
Όλοι οι τεχνίται θα φύγουν από τα εργαστήρια και θ' αφήσουν τας τέχνας των, όταν
βλέπουν ότι αυτοί μεν κοπιάζουν και κακοπαθούν, από πρωίας μέχρις εσπέρας
σκυμμένοι εις τας εργασίας των και μόλις κατορθώνοντες να ζουν εκ του κέρδους το
οποίον έχουν, ενώ οι αργοί εκείνοι και αγύρται έχουν τα πάντα άφθονα και ζητούν
τυραννικώς, λαμβάνουν δε ευκόλως• και οργίζονται εάν δεν λάβουν, δεν ευχαριστούν
δε ουδέ όταν λαμβάνουν.Είνε επόμενον να φαίνωνται ταύτα εις τους πτωχούς
εκείνους ανθρώπους ως ο χρυσούς αιών και να νομίζουν ότι το μέλι τρέχει εκ του
ουρανού εις τα στόματα των ψευδοφιλοσόφων εκείνων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν θα ήτο δε το πράγμα τόσον φοβερόν, εάν οι
αγύρται εκείνοι περιωρίζοντο μόνον εις αυτά. Αλλ' ενώ έξω και δημοσία φαίνονται
πολύ σοβαροί και σκυθρωποί, εάν επιτύχουν κανένα νέον ευειδή ή γυναίκα ωραίαν,
εντρέπομαι να είπω τι κάνουν. Μερικοί απάγουν και τας γυναίκας εκείνων οίτινες
τους φιλοξενούν, όπως ο εξ Ιλίου εκείνος νέος{28}, με την πρόφασιν να τας
μυήσουν εις την φιλοσοφίαν και αυτάς. Έπειτα τας έχουν κοινάς μεταξύ των όλοι
και λέγουν ότι ακολουθούν το δόγμα του Πλάτωνος, αγνοούντες πώς ο θείος εκείνος
φιλόσοφος ενόει να είνε κοιναί αι γυναίκες. {29}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Θα εχρονοτρίβουν πολύ αν ήθελα να διηγηθώ τι
πράττουν εις τα συμπόσια και με ποίαν κτηνωδίαν μεθύουν. Και ενώ τοιαύτα
πράττουν, κατακρίνουν την μέθην, την μοιχείαν, την λαγνείαν και την φιλαργυρίαν.
Εις ουδέν άλλο υπάρχει τόση αντίθεσις όση μεταξύ των λόγων και των έργων
αυτών.Ενώ λ. χ. λέγουν ότι μισούν την κολακείαν, δύνανται να υπερβούν και τον
Γναθωνίδην ή τον Στρουθίαν εις την κολακείαν• ενώ παρακινούν τους άλλους να
λέγουν την αλήθειαν, η ιδική των γλώσσα δεν δύναται να κινηθή χωρίς να ψευσθή.
Εις τους λόγους των η ηδονή είνε εχθρός των και ο Επίκουρος πολέμιος, αλλ' εις
την πραγματικότητα μόνον την ηδονήν επιδιώκουν. Κατά δε το ευερέθιστον και την
διά το ελάχιστον και εύκολον οργήν υπερβαίνουν και τα μικρά παιδία και προξενούν
πολύν γέλωτα εις τους θεατάς όταν διά την παραμικράν αιτίαν αναβράζει η χολή των
και γίνωνται ωχροί και το βλέμμα των άγριον και μανιακόν, το δε στόμα των γεμίζη
από αφρόν ή μάλλον από δηλητήριον. Σου εύχομαι να μη τύχης εκεί όταν ο βρωμερός
εκείνος βόρβορος εκχύνεται. Τους ακούεις να λέγουν• Χρυσόν και άργυρον, μα τον
Ηρακλέα, δεν επιθυμώ•ένας οβολός μου είνε αρκετός δια ν' αγοράσω λούπινα. Το
ποτόν μου παρέχει η βρύση ή ο ποταμός Μετ' ολίγον δε ζητούν όχι οβολούς, ούτε
ολίγας δραχμάς, αλλά περιουσίας ολοκλήρους. Ποίος λοιπόν έμπορος δύναται να
κερδίση εκ του φορτίου του πλοίου του όσα αργυρολογούν αυτοί διά της φιλοσοφίας;
Όταν δε συλλέξουν αρκετά και σχηματίσουν περιουσίαν, αποβάλλουν τον φιλοσοφικόν
μανδύαν, αγοράζουν αγρούς ενίοτε δε και ενδύματα πολυτελή και νεαρούς δούλους με
κόμην μακράν και ολόκληρα χωρία και διά παντός αποχαιρετούν την πήραν του
Κράτητος, τον μανδύαν του Αντισθένους και τον πίθον του Διογένους. Οι δε απλοί
άνθρωποι, βλέποντες αυτά, περιφρονούν την φιλοσοφίαν,νομίζουν ότι όλοι οι
φιλόσοφοι είνε τοιούτοι και κατηγορούν εμέ διά τα μαθήματα τα οποία δίδω. Ούτω
δε προ πολλού μου είνε αδύνατον και ένα μόνον εξ αυτών να προσελκύσω, αλλά
ματαιοπονώ όπως η Πηνελόπη•και ό,τι υφαίνω μετ' ολίγον διαλύεται. Η δε Αμάθεια
και η Αδικία με περιγελούν, διότι βλέπουν ότι η εργασία μου δεν φθάνει εις πέρας
και οι κόποι μου αποβαίνουν ανωφελείς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ω θεοί! τι υποφέρει η καλή μας η
Φιλοσοφία από τους κατηραμένους εκείνους. Πρέπει να σκεφθώμεν τι να πράξωμεν και
πώς να τους τιμωρήσωμεν διότι ο κεραυνός δεν είνε αρκετός• φονεύει διά μιας και
ταχέως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΠΟΛ. Εγώ, πατέρα, θα σου είπω• και εγώ μισώ
τους απατεώνας εκείνους,διότι είνε αφιλόμουσοι και θέλω να εκδικηθώ χάριν των
Μουσών. Βεβαίως δεν είνε άξιοι του κεραυνού και της εκ μέρους σου τιμωρίας• αν
θέλης,στείλε τον Ερμήν με πληρεξουσιότητα διά την τιμωρίαν των επειδή δε και
αυτός καταγίνεται εις τα γράμματα, θα διακρίνη ευκόλως ποίοι εξ αυτών φιλοσοφούν
ορθώς και ποίοι όχι. Και οι μεν πρώτοι θα επαινεθούν, οι δε άλλοι θα τιμωρηθούν,
όπως εκείνος θ' αποφασίση τότε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Καλά λέγεις, Απόλλων. Αλλά και συ,
Ηρακλή, ακολούθησε, πάρετε δε μαζή σας και την Φιλοσοφίαν και πηγαίνετε χωρίς να
βραδύνετε εις τον κόσμον. Να έχης δε υπ' όψιν ότι θα θεωρηθή ως ο δέκατος τρίτος
και όχι ο μικρότερος άθλος σου αυτός, αν φονεύσης και εξαφανίσης τα θηρία εκείνα
τα τόσον αισχρά και αναίσχυντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚΛ. Θα επροτιμούσα, πατέρα, να καθαρίσω εκ
νέου την κόπρον του Αυγείου παρά να πολεμήσω με αυτούς. Αλλ' αφού το θέλεις,
πηγαίνωμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Κ' εγώ δεν έχω καμμίαν διάθεσιν να
επιστρέψω, αλλ' αφού το θέλει ο πατέρας, υπακούω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ας πηγαίνωμεν διά να προφθάσωμεν να
τιμωρήσωμεν τουλάχιστον μερικούς σήμερον. Αλλά πού πρέπει να διευθυνθώμεν; Συ,
Φιλοσοφία,γνωρίζεις πού θα τους εύρωμεν. Βέβαια εις την Ελλάδα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Όχι Ερμή, εκεί είνε πολύ ολίγοι και αυτοί
είνε από τους καλούς φιλοσόφους. Οι άλλοι δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με την πενίαν
της Αττικής, αλλ' εκεί όπου υπάρχει πολύς χρυσός ή μεταλλεία αργύρου πρέπει να
τους ζητήσωμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Λοιπόν πηγαίνωμεν κατ' ευθείαν εις την
Θράκην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚΛ. Καλά λέγεις και θα σας οδηγήσω εγώ,
διότι γνωρίζω καλά την χώραν των Θρακών, όπου πολλάκις επήγα. Ας πάρωμεν αυτόν
τον δρόμον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ποίον εννοείς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚΛ. Βλέπετε αυτά τα δύο βουνά τα μεγαλείτερα
και ωραιότερα εξ όλων; Το μεγαλείτερον είνε ο Αίμος, το δε απέναντι η Ροδόπη•
κάτω δε και μεταξύ των εκτείνεται πεδιάς ευφορωτάτη, η οποία αρχίζει ευθύς από
τους πρόποδας των δύο βουνών. Βλέπετε και τρεις λόφους, οι οποίοι μολονότι
τραχείς δεν είνε άσχημοι, αλλ' υψούνται ως ακροπόλεις πλησίον της πόλεως, η
οποία φαίνεται κάτω. Την διακρίνετε αυτήν την πόλιν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μα τον Δία, Ηρακλή, φαίνεται ως η
μεγαλειτέρα και ωραιοτέρα από όλας τας πόλεις. Διακρίνω και ένα ποταμόν πολύ
μεγάλον, ο οποίος διέρχεται πλησιέστατα και βρέχει τα τείχη της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚΛ. Είνε ο Εύρος, η δε πόλις εκτίθη υπό του
Φιλίππου του γνωστού.Και ημείς τώρα επλησιάσαμεν εις την γην και επεράσαμεν τα
νέφη• ώστε ας κατεβούμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μάλιστα. Αλλά τι πρέπει να πράξωμεν και
πώς να ανιχνεύσωμεν τα θηρία;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚΛ. Αυτό ανήκει εις εσέ, ω Ερμή, διότι είσαι
κήρυξ και πρέπει ν'αρχίσης να διακηρύττης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αυτό δεν είνε δύσκολον, αλλά δεν γνωρίζω
τα ονόματά των. Λοιπόν συ, Φιλοσοφία, λέγε ποίους να φωνάξω και τα γνωρίσματα
ενός εκάστου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Και εγώ ακριβώς δεν γνωρίζω τα ονόματά
των, διότι ποτέ δεν τους συνανεστράφην αλλ' από την πεονεξίαν την οποίαν έχουν
υποθέτω ότι αν τους φωνάξης Κτήσωνας ή Κτησίππους, ή Κτησικλέας, Ευκτήμονας ή
Πολυκτήτους, θα επιτύχης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Πολύ καλά. Αλλά ποίοι είνε εκείνοι και τι
στέκονται και παρατηρούν; Τώρα έρχονται προς τα εδώ και φαίνονται ως να θέλουν
να μας ερωτήσουν κάτι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Μήπως ημπορείτε να μας πληροφορήσετε,
παλληκάρια, ή συ καλή κυρά, αν έτυχε να δήτε τρεις κατεργαρέους να πηγαίνουν με
μίαν γυναίκα που έχει κομμένα σύρριζα τα μαλλιά της, όπως αι Σπαρτιάτιδες,μίαν
ανδρογυναίκα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Πωπώ, τους ανθρώπους μου
ζητούν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΘΡ. Πώς τους ανθρώπους σου; Αυτοί που
κυνηγούμεν είνε όλοι φυγάδες δούλοι. Αλλ' ημείς κυρίως ζητούμεν την γυναίκα, την
οποίαν μας έκλεψαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Θα μάθετε μετ' ολίγον διατί και ημείς τους
ζητούμεν• τώρα δε βοηθήσατέ μας εις το διαλάλημα• «Όποιος γνωρίζει που βρίσκεται
ένας δούλος Παφλαγών, βάρβαρος από την Σινώπην, του οποίου το όνομα έχει σχέσιν
με κτήματα και είνε ολίγον ωχρός, έχει κομμένα τα μαλλιά σύρριζα, τρέφει μεγάλα
γένεια, έχει εις τον ώμον κρεμασμένην πήραν,φορεί μανδύαν, θυμώνει εύκολα, είνε
αγράμματος, έχει φωνήν βραχνήν και υβρίζει— όποιος γνωρίζει που ευρίσκεται αυτός
ο δούλος να μας πληροφορήση και θα λάβη ωρισμένην αμοιβήν».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΡΙΟΣ. Εννοώ ποιος είνε αυτός που ζητείς• αλλ'
όταν τον είχα εγώ ωνομάζετο Κάνθαρος. Είχε δε τότε μαλλιά μεγάλα, εξύριζε να
γένεια του και εγνώριζε την τέχνην την ιδικήν μου• τον είχα εις το γναφείον μου
και έκοπτε το περιττόν χνούδι των μαλλίνων υφασμάτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Αυτός ακριβώς είνε ο δούλος σου. Τώρα
όμως ομοιάζει με φιλόσοφον, διότι εφήρμοσεν εις την κεφαλήν του ό,τι άλλοτε
έκανεν εις τα υφάσματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΡΙΟΣ. Τι αναίδεια! Ο Κάνθαρος έγινε
φιλόσοφος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΘΡ. Θα τους εύρωμεν όλους, αφού αυτή η
γυναίκα τους γνωρίζει ως λέγει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Ποιός είνε αυτός ο άλλος, Ηρακλή, που
έρχεται, ο ωραίος, ο οποίος κρατεί κιθάραν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚΛ. Είνε ο Ορφεύς, ο οποίος υπήρξε
συνταξειδιώτης μου εις την Αργώ, ο πλέον ευχάριστος από όλους τους κελευστάς.
{30} Το άσμα του μας έκανε να μη αισθανώμεθα καθόλου τον κόπον της κωπηλασίας.
Χαίρε,λαμπρέ και μουσικώτατε Ορφεύ• υποθέτω ότι δεν ελησμόνησες τον
Ηρακλή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΟΡΦ. Χαίρετε και σεις, Φιλοσοφία και Ηρακλή και
Ερμή, και ετοιμάσατε την αμοιβήν την οποίαν υπόσχεσθε, διότι εγώ γνωρίζω πολύ
καλά εκείνον τον οποίον ζητείτε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Λοιπόν να μας δείξης, υιέ της Καλλιόπης,
που είνε. Δεν πιστεύω δε να έχης ανάγκην από χρήματα, αφού είσαι
σοφός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΟΡΦ. Καλά είπες. Θα σας δείξω το σπίτι όπου
κατοικεί, αλλ' όχι και τον ίδιον, διότι φοβούμαι τας ύβρεις του. Είνε φοβερά
κακόγλωσσος και μόνον εις αυτό έχει ασκηθή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Καλά, δείξε μας το σπίτι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΟΡΦ. Είνε αυτό εκεί πλησίον. Εγώ απομακρύνομαι,
διότι ούτε να με ίδη,ούτε να τον ίδω θέλω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Για σταθήτε. Δεν είνε γυναικεία φωνή αυτή
που απαγγέλλει στίχους του Ομήρου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Βέβαια• αλλά ας ακούσωμεν τι
λέγει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΡΑΠ. Εχθρός γαρ μοι κείνος ομώς αΐδαο
πύλησιν,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ός χρυσόν φιλέει μεν ενί φρεσίν, άλλο δε είποι.
{31}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Λοιπόν τον Κάνθαρον πρέπει να μισής, ο
οποίος</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ξεινοδόκον κακά ρέξεν, όκεν φιλότητα παράσχη
{32}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΞΕΝΩΝ. Εις εμέ αναφέρεται αυτός ο στίχος,
διότι εγώ τον εφιλοξένησα κι' αυτός επήρε τη γυναίκα μου και έφυγε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΡΑΠ. Οινοβαρές κυνός όμματ' έχων, κραδίην δ'
ελάφοιο</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ούτ' εινί πτολέμω
εναρίθμιος, ούτ' ενί βουλή Θερσίτ' ακριτόμυθε, κακών πανάριστε κολοιών Μαψ, ατάρ
ου κατά κόσμον εριζέμεναι βασιλεύσιν. {33}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΡΙΟΣ. Οι στίχοι αυτοί πολύ ταιριάζουν εις
εκείνον τον αχρείον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΡΑΠ. Πρόσθε κύων, όπισθεν δε λέων, μέσση δε
χίμαιρα</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεινόν αποπνείουσα, τρίτου κυνός αγρίου ορμήν.
{34}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΞ. Αλλοίμονον, γυναίκα μου, τι θα έχης πάθη
απ' αυτό το σκυλλολόγι. Ήκουσα ότι είνε και έγκυος απ' αυτούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δεν το χαίρεσαι; Θα σου κάμη κανένα
Κέρβερον ή Γηρυόνην, διά ν'αναγκασθή ο Ηρακλής αυτός να κάμη και άλλον άθλον.
Αλλ' εξέρχονται,ώστε είνε περιττόν και να κτυπήσωμεν εις την θύραν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΡΙΟΣ. Επί τέλους σε συνέλαβα, Κάνθαρε, τι
σιωπάς; Ας ίδωμεν τι έχεις εις την πήραν• λούπινα ίσως ή κανένα κομμάτι
ψωμί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Α μπα, έχει χρυσόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚΛ. Μη εκπλήττεσαι. Πρώτα, όταν ήτο εις την
Ελλάδα έλεγεν ότι ήτο Κυνικός, εδώ όμως έγινεν οπαδός του Χρυσίππου. Αλλά μετ'
ολίγον θα γίνη Κλεμάνθης, διότι θα κρεμασθή από τα γένεια διά την πολλήν του
φαυλότητα. {35}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΡΙΟΣ. Κ' εσύ, παληάνθρωπε, είσαι ο Ληκυθίων ο
δούλος μου, δραπέτης και συ• σε αναγνωρίζω πολύ καλά. Αλλά τι αστείον να γίνη
φιλόσοφος και ο Ληκυθίων. Ποιος το εφαντάζετο;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αυτός δε ο τρίτος δεν έχει
κύριον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΡΙΟΣ. Είνε δικός μου, αλλά τον αφίνω να πα να
χαθή. Δεν τον θέλω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Διατί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΡΙΟΣ. Διότι είνε ξεπατωμένος και δι' αυτό τον
ωνομάζαμεν Μυρωδάτον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ακούεις, Ηρακλή ανεξίκακε; Έπειτα εκρέμασε
μίαν πήραν, επήρε βακτηρίαν και εχειροτονήθη φιλόσοφος. Και συ έλα να πάρης την
γυναίκα σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΞ. Δεν την θέλω, διότι θα μου γεννήση
κανένα βιβλίον από τα παλαιά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Πώς βιβλίον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΞ. Δεν ξέρεις ότι υπάρχει βιβλίον που
ονομάζεται Τρικέφαλος; {36}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Καθόλου παράδοξον, αφού υπήρξε και κάποιος
κωμικός με το όνομα Τριφάλλης. {37}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡΑΚΛ. Εις εσέ τώρα, Ερμή, ανήκει να τους
δικάσης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Η γνώμη μου είνε η εξής• αυτή η γυναίκα,
διά να μη γεννήση κανένα τέρας πολυκέφαλον, να επιστρέψη εις τον άνδρα της πίσω
εις την Ελλάδα• αυτοί δε οι δύο φυγάδες να παραδοθούν εις τους κυρίους των και
να εξακολουθήσουν να εργάζωνται εις τας εργασίας τας οποίας είχαν προηγουμένως•
ο μεν ένας, ο Ληκυθίων, να πλύνη τα λερωμένα ενδύματα,αυτός δε ο Μυρωδάτος να
ράπτη πάλιν τα σχισμένα ενδύματα, αλλ' αφού προηγουμένως μαστιγωθή με
τσουκνίδαν. Όσον διά τον τρίτον, αυτός να παραδοθή εις τους αποψιλωτάς, διά να
του αποσπάσουν τας τρίχας με ακάθαρτην και πρόστυχην πίσσαν, έπειτα να οδηγηθή
εις τον Αίμον επάνω γυμνός και να τον αφήσουν εκεί, δεμένον από τα πόδια, επάνω
στα χιόνια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΡΑΠΕΤ. Ω δυστυχία μου, αλλοί,
αλλοίμονον!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΡΙΟΣ. Τι είνε αυτά τα θεατρικά επιφωνήματα;
Έλα τώρα, πήγαινε με τους μαδητάς, αλλά προηγουμένως ν' αποβάλης την λεοντήν,
διά να φανής τι γάιδαρος είσαι.</span><br />
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΥ Ή
ΤΩΝ ΚΥΚΝΩΝ</span></h3>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Προλαλιά.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Είχα πιστεύση και εγώ εις τον μύθον, κατά τον
οποίον το ήλεκτρον παράγεται εκ των δακρύων των αιγείρων, αίτινες ευρίσκονται
εις τας όχθας του ποταμού Ηριδανού και θρηνούν τον Φαέθοντα. Κατά τον μύθον ήσαν
αδελφαί του Φαέθοντος και από την θλίψιν των διά τον θάνατον του νέου εκείναι
μετεμορφώθησαν εις δένδρα και αντί δακρύων εξακολουθούν να στάζουν ήλεκτρον.
Ακούων τοιαύτα λεγόμενα παρά των ποιητών, είχα σκοπόν, άν ποτε μεταβώ εις τον
Ηριδανόν, να σταθώ κάτω από μίαν αίγειρον και ν' ανοίξω το ένδυμά μου διά να
δεχθώ ολίγα εκ των δακρύων και ούτω ν' αποκτήσω ήλεκτρον. Μου συνέβη δε τω όντι
όχι προ πολλού καιρού και δι' άλλον σκοπόν να μεταβώ εις τα μέρη εκείνα και να
ταξειδεύσω εις τον Ηριδανόν αλλά καίτοι παρετήρουν μετά πολλής προσοχής εις τα
πέριξ, ούτε αιγείρους είδα, ούτε ήλεκτρον, αλλ' ούτε το όνομα του Φαέθοντος
εγνώριζον οι εντόπιοι. Όταν δε εγώ εξήταζα και ηρώτων πότε θα φθάσωμεν εις τας
αιγείρους αίτινες παράγουν το ήλεκτρον, οι ναύται εγέλων και μου έλεγον να είπω
σαφέστερα τι ήθελα.Εγώ διηγήθην προς αυτούς τον μύθον, ότι ο Φαέθων υπήρξεν υιός
του Ηλίου και όταν έφθασεν εις ηλικίαν εζήτησε παρά του πατρός του να του αφήση
το άρμα διά να το διευθύνη, και αυτός μίαν ημέραν. Ο Ήλιος του έδωκε το άρμα,
αυτός δε κατέπεσε και εφονεύθη• λέγεται δε ότι αι αδελφαί του τον εθρήνουν εδώ
κάπου εις τας όχθας του Ηριδανού, όπου κατέπεσε, και μετεμορφώθησαν εις
αιγείρους, εξακολουθούν δε να δακρύουν δι' αυτόν και τα δάκρυα των γίνονται
ήλεκτρον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ποίος ψεύστης και απατεών, μου έλεγον, σου τα
διηγήθη αυτά; Ημείς ούτε κανένα αμαξηλάτην είδαμεν να πέση, ούτε τα δένδρα τα
οποία λέγεις υπάρχουν εις τον τόπον μας. Αν υπήρχε δε ήλεκτρον εις αυτά τα μέρη,
νομίζεις ότι ημείς θα εκωπηλατούμεν διά να παίρνωμεν δύο οβολούς και θα
ετραβούσαμεν τα πλοία εναντίον του ρεύματος, ενώ θα ηδυνάμεθα να είμεθα πλούσιοι
συλλέγοντες τα δάκρυα των αιγείρων; Οι λόγοι των δεν μ' επείραξαν ολίγον• και
εσιώπησα εντραπείς, διότι αληθώς την έπαθα ως παιδίον, πιστεύσας εις τόσον
απίθανα ψευδολογήματα των ποιητών, οι οποίοι ποτέ δεν αρέσκονται εις την
αλήθειαν. Και ελυπούμην διότι διεψεύσθη μία ελπίς μου τόσον μεγάλη,ως να έχασα
το ήλεκτρον εκ των χειρών μου, ενώ ήδη εσχεδίαζα με την φαντασίαν μου πώς και
εις τι θα το μετεχειριζόμην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' ακόμη περισσότερον επίστευα ότι θα εύρω
εις τα μέρη εκείνα κύκνους πολλούς, κελαδούντας εις τας όχθας του ποταμού. Και
πάλιν ηρώτησα τους ναύτας, διότι εξηκολουθούμεν να αναπλέωμεν τον ποταμόν•Αλλ'
οι κύκνοι κελαδούν καμμιά φορά επί των όχθων του ποταμού δεξιά και αριστερά;
Διότι λέγεται ότι άλλοτε ήσαν άνθρωποι τραγουδισταί και σύντροφοι του Απόλλωνος,
έπειτα δε μετεμορφώθησαν εις πτηνά και εξακολουθούν ακόμη να ψάλλουν, μη
λησμονήσαντες την μουσικήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτοί εγέλασαν και μου είπαν• Δεν θα παύσης
τέλος πάντων να λέγης ψεύδη διά την χώραν μας και τον ποταμόν; Ημείς, αφότου
ήμεθα παιδιά,εργαζόμεθα και ταξειδεύομεν εις τον Ηριδανόν, αλλά πολύ σπανίως
βλέπομεν ολίγους κύκνους εις τα έλη του ποταμού, οι οποίοι κράζουν τόσον άσχημα
και με τόσον ασθενή φωνήν, ώστε οι κόρακες και η καρακάξες να είνε Σειρήνες
συγκρινόμενοι προς αυτούς• κύκνους όμως οι οποίοι να κελαδούν γλυκά, όπως συ
λέγεις, ούτε εις το όνειρόν μας ηκούσαμεν, ώστε απορούμεν πώς εις τον τόπον σας
έχετε τοιαύτας ιδέας περί της χώρας μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πολλά τοιαύτα λέγονται υπό των πιστευόντων εις
εκείνους οίτινες τα πάντα μεγαλοποιούν, ώστε και εγώ τώρα φοβούμαι μήπως υμείς,
οι προ ολίγου φθάσαντες και κατά πρώτην φοράν ακροώμενοι εμού, έρχεσθε με την
ελπίδα ότι θα εύρετε εις τους λόγους μου ήλεκτρα και κύκνους και έπειτα θ'
απέλθετε καταγελώντες εκείνους οίτινες σας είπον ότι θα εύρετε τοιαύτα πολύτιμα
πράγματα εις τας διαλέξεις μου. Αλλά διαμαρτύρομαι ότι ούτε από υμάς κανείς,
ούτε άλλος τις με ήκουσέ ποτε να καυχώμαι διά την ρητορικήν μου δεινότητα.
Υπάρχουν άλλοι και όχι ολίγοι ρήτορες, από τους λόγους των όποιων στάζει όχι
ήλεκτρον, αλλά χρυσός καθαρός και οι οποίοι είνε πολύ μελωδικώτεροι των μυθικών
κύκνων. Ο ιδικός μου λόγος βλέπετε πόσον απλούς και πόσον πεζός είνε και ουδέν
το μουσικόν έχει. Προσέξετε λοιπόν μήπως, ελπίζοντες υπερβολικά παρ' εμού,
πάθετε όπως οι βλέποντες τα πράγματα τα ευρισκόμενα εντός του νερού• νομίζοντες
δηλαδή ότι είνε όπως εφαίνοντο άνωθεν, διότι το φως διαθλώμενον τα εμεγέθυνε,
λυπούνται όταν τα ανασύρουν και τα ευρίσκουν πολύ μικρότερα. Σας προλέγω ότι
όταν θα χυθή το νερόν {38} και θ' αποκαλυφθούν όσα μέλλω να είπω να μη
περιμένετε τίποτε μέγα, άλλως, εάν σας απατήσουν αι ελπίδες σας,μόνον εαυτούς να
αιτιάσθε.</span><br />
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ
{39}</span></h3>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Όταν ο Αλέξανδρος είδε
τον ποταμόν Κύδνον ωραίον και διαυγή, με βάθος όχι επικίνδυνον και ρεύμα όχι
πολύ ορμητικόν και εν καιρώ θέρους ψυχρόν, επομένως λίαν κατάλληλον διά
κολύμβημα, μου φαίνεται ότι και αν ήτο βέβαιος ότι θα ησθένει, όπως ησθένησε,
δεν θα κατενίκα την επιθυμίαν να λουσθή. Όταν δε ίδη κανείς οικίαν και κατά το
μέγεθος μεγαλοπρεπή και κατά το κάλλος μοναδικήν, καταλαμπομένην υπό
φωτός,απαστράπτουσαν εκ χρυσού και καταστόλιστον από τοιχογραφίας ανθηράς,δεν
είνε φυσικόν να επιθυμήση να εκφωνήση λόγον εντός αυτής, αν τύχη να είνε εκ των
καταγινομένων εις την ρητορικήν, να αναδειχθή εντός αυτής και διακριθή, να την
γεμίση με την φωνήν του και καθ' όσον είνε δυνατόν να γίνη και αυτός μέρος του
κάλλους της; Αν αρκεσθή μόνον να την παρατηρήση λεπτομερώς και αφού την θαυμάση
απέλθη χωρίς να εκφράση τον θαυμασμόν του, χωρίς να την χαιρετήση και της
απευθύνη μίαν προσφώνησιν, ως να είνε άλαλος ή σιωπά σκοπίμως εκ φθόνου, δεν θα
είπετε ότι ο τοιούτος δεν είνε φιλόκαλος, ούτε αισθάνεται το ωραίον και δεν θ'
αποδώσετε εις την διαγωγήν του πολλήν αγροικίαν και απειροκαλίαν; Βεβαίως είνε
αμουσία να δεικνύη τις τοιαύτην αδιαφορίαν προς θεάματα τόσον ωραία και τόσον
τερπνά και να μη εννοή ότι ο τρόπος της εκδηλώσεως του θαυμασμού προς το ωραίον
δεν είνε ο αυτός διά τους απλούς ανθρώπους και διά τους μορφωμένους• διά τους
απλούς ανθρώπους αρκεί να ίδωσι μόνον και να παρατηρήσουν, να περιφέρουν το
βλέμμα και ν' αναβλέψουν προς την οροφήν, να χειρονομήσουν επιδοκιμαστικώς και
ησύχως ν' απολαύσουν την ηδονήν του θεάματος,διότι φοβούνται μήπως δεν δυνηθούν
να είπουν τι άξιον των βλεπομένων•αλλ' εκείνος ο οποίος βλέπει με έμπειρον και
σοφόν βλέμμα τα ωραία,δεν θ' αρκεσθή, νομίζω, ν' απολαύση μόνον διά της οράσεως
το τερπνόν,ούτε θα δυνηθή να μείνη άφωνος θεατής του κάλλους• αλλά θα προσπαθήση
όσον δύναται και να το μελετήση και διά του λόγου ν' αποδώση την ηδονήν την
οποίαν του παρέχει το θέαμα. Η δε απόδοσις δεν θα είνε μόνον έπαινος του οίκου —
διότι τούτο ίσως αρμόζει μόνον εις τον νησιώτην εκείνον νέον όστις, ιδών το
μέγαρον του Μενελάου και υπερβολικώς καταπλαγείς, παρέβαλε τον εκ χρυσού και
ελέφαντος διάκοσμον αυτού προς τον ήλιον και τα άστρα, διότι μόνον αυτά εγνώριζε
και τίποτε από τα θαυμάσια της γης — αλλ' ο σοφός και θα ομιλήση εντός αυτής
και, αφού συγκαλέση τους επιφανεστέρους των πολιτών, θα κάμη επίδείξιν ρητορικήν
και τούτο θα είνε μέρος του επαίνου.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Νομίζω δε ότι είνε από τα πλέον ευχάριστα
πράγματα μέγαρον τόσον ωραίον να ανοίγεται προς υποδοχήν λόγων ρητορικών και να
πληρούται επαίνων και επευφημιών, να αντηχή δε, όπως τα σπήλαια, ήρεμα και να
παρακολουθή τα λεγόμενα και να παρατείνη τους τελευταίους ήχους της φωνής και να
επαναλαμβάνη τας τελευταίας λέξεις των περιόδων, ως προσεκτικός ακροατής, ο
οποίος απομνημονεύει τα λεγόμενα και επαινεί τον ομιλούντα και τον ανταμείβει
ούτω κατά τρόπον κολακευτικόν.Ομοίως αντιλαλούσιν εις τα αυλήματα των ποιμένων
οι βράχοι και η φωνή επανέρχεται προς την αφετηρίαν της, αποδιδομένη υπό της
ηχούς• οι δε απλοί άνθρωποι νομίζουν ότι η απάντησις έρχεται προς τους άδοντας ή
κραυγάζοντας από κάποιαν παρθένον κατοικούσαν μεταξύ των κρημνών και κρυπτομένην
εντός των πετρών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγώ τουλάχιστον φρονώ ότι και του ρήτορος η
διάνοια εξυψούται αναλόγως της πολυτελείας του οίκου και την ψυχήν του
αναπτερώνει του θεάματος η υποβολή. Διότι κάτι τι εκ του ωραίου εισδύει διά των
οφθαλμών μέχρι της ψυχής και αφού στολίση τους λόγους τους εκπέμπει
ευγενεστέρους. Πώς πιστεύομεν ότι η όψις των όπλων {40} επηύξησε το πολεμικόν
μένος του Αχιλλέως εναντίον των Φρυγών και όταν εφόρεσε και εδοκίμασε την
πανοπλίαν έγινεν ορμητικώτερος και ακράτητος εις την επιθυμίαν του πολέμου, και
δεν θα παραδεχθώμεν ότι το κάλλος του περιβάλλοντος δεν συντελεί εις την
διέγερσιν των ρητορικών χαρισμάτων; Εις τον Σωκράτην ήτο αρκετόν να κάθεται υπό
πλάτανον ωραίον επί χλόης πυκνής και πλησίον πηγής διαυγούς παρά τον Ιλισσόν διά
να ευρίσκη την ειρωνείαν την οποίαν εξέχυνεν εναντίον του Φαίδρου του Μυρνουσίου
και να ελέγχη τα ρητορικά ελαττώματα του Λυσίου. Και εκεί εκάλει τας Μούσας και
επίστευεν ότι θα ήρχοντο εις την μοναξίαν εκείνην διά να τον βοηθούν εις τας
περί έρωτος ομιλίας του. Δεν εντρέπετο δε, άνθρωπος γέρων, να καλή παρθένους διά
να λάβουν μέρος εις τας φιλοπαιδικάς διαλέξεις του• και ημείς θα νομίσωμεν ότι
και απρόσκλητοι ακόμη δεν θα έλθουν εις μέρος τόσον ωραίον; Δεν προσφέρομεν εις
αυτάς μόνον σκιάν και κάλλος πλατάνου, και αν ακόμη αντί της πλατάνου του
Ιλισσού πρόκειται περί της χρυσής πλατάνου του βασιλέως των Περσών. Εκείνη μόνον
διά την πολυτέλειάν της ήτο θαυμαστή• τέχνη δε ή κάλλος ή τέρψις ή συμμετρία και
ευρυθμία δεν συνυπήρχον ούτε ενεμιγνύοντο με τον χρυσόν, αλλ' ήτο το θέαμα
βαρβαρικόν, πλούτος μόνον, προκαλών τον φθόνον των βλεπόντων και την έπαρσιν των
εχόντων. Έπαινος κανείς. Αλλ' ούτε εσκοτίζοντο οι Αρσακίδαι {41} διά τα ωραία
πράγματα, ούτε χάριν της τέρψεως επεδείκνυαν την πολυτέλειάν των και δεν
εφρόντιζον να κινήσουν εις έπαινον τους θεατάς, αλλά να τους εκπλήξουν• διότι
δεν είνε φιλόκαλοι, αλλά φιλόπλουτοι οι βάρβαροι. Το κάλλος δε του οίκου τούτου
δεν είνε δι' οφθαλμούς βαρβάρων, ούτε διά Περσικήν αλαζονείαν ή βασιλικήν
καύχησιν, αλλ' ούτε και διά πένητας• έχει ανάγκην ευφυούς θεατού ο οποίος να μη
βλέπη μόνον με τους οφθαλμούς, αλλά και η σκέψις να παρακολουθή την όρασιν. Ότι
βλέπει προς το κάλλιστον μέρος της ημέρας — κάλλιστον δε και ποθεινότατον αυτής
είνε η ανατολή — και μόλις ανατείλη ο ήλιος, τον υποδέχεται και πληρούται φωτός
απλέτου άμα ανοιχθώσιν αι θύραι, ότι έχει την διεύθυνσιν των αρχαίων ναών,ότι
αναλογεί το μήκος προς το πλάτος και αμφότερα ταύτα προς το ύψος,ότι τα παράθυρα
είνε μεγάλα και ανοίγονται προς όλα τα σημεία του ορίζοντος και ανταποκρίνονται
προς όλας τας ώρας του έτους,—πάντα ταύτα δεν είνε ευχάριστα και άξια
επαίνων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Προσέτι δύναταί τις να θαυμάση εις την οροφήν
το ωραίον μετά του απερίττου, το ανεπίλυπτον του διακόσμου και την συμμετρίαν
και ευπρέπειαν των χρυσωμάτων, και ότι η χρήσις του χρυσού έγινε κατά τρόπον
ώστε να μη υποπτεύη τις φειδώ, αλλά να διακρίνη φιλόκαλον λιτότητα, όπως εις
γυναίκα σεμνήν και ωραίαν αρκεί διά ν' αναδείξη το κάλλος της ή λεπτόν
περιδέραιον περί τον τράχηλον ή εις τον δάκτυλον δακτύλιος καλλιτεχνικός, ή
ενώτια, ή πόρπη ή ταινία συγκρατούσα την κόμην και τοσούτον προσθέτουσα εις το
κάλλος όσον εις το ένδυμα η πορφύρα. Εξ εναντίας αι εταίραι και μάλιστα αι
ασχημότεραι εξ αυτών και το ένδυμα έχουν ολόκληρον πορφυρούν και ο τράχηλος των
είνε κατακόσμητος με χρυσόν, διότι εις την πολυτέλειαν επιζητούν το θελκτικόν
και τας ατελείας του κάλλους των προσπαθούν να καλύψουν και συμπληρώσουν διά του
στολισμού. Διότι νομίζουν ότι και οι βραχίονες των θα γίνουν λαμπρότεροι όταν
προσθέσουν εις αυτούς την λάμψιν του χρυσού, και η δυσμορφία του ποδός θα κρυφτή
υπό του χρυσού υποδήματος και αυτό το πρόσωπον θα γίνη ερασμιώτερον βλεπόμενον
ομού με λάμποντα κοσμήματα. Και εκείναι μεν ούτω σκέπτονται. Η δε σεμνή γυνή του
χρυσού κάμνει χρήσιν εις τον στολισμόν της μετρίως και κατά το πρέπον• πιστεύω
μάλιστα ότι δεν θα ησχύνετο και εντελώς ακόσμητον και γυμνόν να δείξη το κάλλος
της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λοιπόν και η οροφή του οίκου τούτου, ή μάλλον η
κεφαλή, και καθ'εαυτήν μεν παρουσιάζει ευχάριστον όψιν, ο δε χρυσός την στολίζει
τόσον, όσον και ο ουρανός κατά την νύκτα λαμπρύνεται υπό των άστρων κατά
διαστήματα και φαίνεται ως σπαρμένος από πύρινα άνθη. Εάν δε ήτο ολόκληρος πυρ,
δεν θα μας εφαίνετο ωραίος, αλλά φοβερός. Δύναταί τις δε και να παρατηρήση ότι
εδώ ο χρυσός δεν είνε ανωφελής, ούτε μόνον διά την τέρψιν των οφθαλμών
εγκατεσπαρμένος εις τον λοιπόν διάκοσμον,αλλ' εκπέμπει και ιδιαιτέραν λάμψιν και
ολόκληρον τον οίκον λαμπρύνει με την ακτινοβολίαν του• διότι όταν το φως
προσπίπτη επ' αυτού και των χρωμάτων, λάμπουν από κοινού και η ζωηρότης των
διπλασιάζεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τα υψηλά και κορυφαία μέρη του οίκου είνε
τοιαύτα, ώστε έχουν ανάγκην εγκωμιαστού όπως ο Όμηρος, διά να τον ονομάση
υψόροφον, όπως τον θάλαμον της Ελένης, ή αιγλήεντα, όπως τον Όλυμπον. Τον δε
άλλον διάκοσμον και τας ζωγραφιάς των τοίχων και των χρωμάτων τα κάλλη και την
ζωηρότητα εκάστου, την τελειότητα και την φυσικότητα, ορθώς δύναταί τις να
παραβάλλη προς την εαρινήν όψιν ευανθούς λειμώνος, με την διαφοράν ότι η μεν
άνθησις εκείνη μαραίνεται και αποβάλλει το κάλλος, ενώ το έαρ τούτο είνε
παντοτεινόν και ο λειμών αμάραντος και τα άνθη αθάνατα, καθότι μόνον η όρασις τα
εγγίζει και δρέπει την ηδονήν του θεάματος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τις λοιπόν δύναται να μη ενθουσιασθή βλέπων
τόσα και τοιαύτα ωραία πράγματα και τις δεν θα παρακινηθή και υπέρ την δύναμίν
του να ομιλήση εν μέσω αυτών, σκεπτόμενος ότι θα είνε μεγάλη εντροπή να φανή
κατώτερος των αντικειμένων τα οποία βλέπει; Το θέαμα των ωραίων πραγμάτων θέλγει
όχι μόνον τους ανθρώπους, αλλά και αυτά τα ζώα• και ο ίππος μου φαίνεται ότι με
περισσοτέραν ευχαρίστησιν τρέχει εις μέρος επίπεδον και εις έδαφος μαλακόν, το
οποίον δέχεται απαλά το πάτημα και ενδίδει ολίγον εις τον πόδα και δεν τον
απωθεί με τραχύτητα. Τότε ο ίππος τερπόμενος αναπτύσσει όλον του τον δρόμον και,
αφηνόμενος καθ' ολοκληρίαν εις την ορμήν του, αμιλλάται και προς το κάλλος της
πεδιάδος. Το δε παγώνι, όταν αρχίζη η άνοιξις και ευρίσκεται εις λειμώνα, όπου
τα άνθη ανοίγουν δροσερά και με χρωματισμούς ζωηρούς και ερασμίους, ανοίγει τα
πτερά του και τα επιδεικνύει εις την λάμψιν του ηλίου, ανυψώνει την ουράν και
την σχηματίζει εις κύκλον, επιδεικνύον τα ιδικά του άνθη και το έαρ των πτερών,
ως αν ο λειμών το προκαλή εις άμιλλαν. Στρέφεται δε περί εαυτό και περιφέρεται
και περιάγει εν πομπή τα κάλλη του. Τότε φαίνεται και θαυμασιώτερον υπό το φως,
διότι τα χρώματά του μεταβάλλονται και μετατρέπονται και αλλάσσουν κάλλος. Τούτο
δε συμβαίνει ιδίως εις τους κύκλους τους οποίους έχει εις τα άκρα των πτερών και
τους οποίους περιβάλλουν οι χρωματισμοί της ίριδος. Ό,τι προ ολίγου εφαίνετο ως
χαλκός, άμα ολίγον μετακινηθή, παρουσιάζει όψιν χρυσού, και εκείνο το οποίον εις
το φως του ηλίου φαίνεται κυανούν, άμα σκιασθή, μεταβάλλεται εις πρασινωπόν•
τόσον μεταχρωματίζεται εις το φως το πτέρωμά του. Ότι δε και η θάλασσα είνε
ικανή να μας προκαλέση και μας κινήση εις επιθυμίαν όταν φαίνεται γαληνιαία, το
γνωρίζετε και χωρίς να το είπω• και εντελώς χερσαίος και άπειρος των ταξειδίων
αν είνε τις, πάντως επιθυμεί να εισέλθη εις πλοίον, ν' ακτοπλοήση ή ν' ανοιχθή
εις το πέλαγος, μάλιστα εάν βλέπη ότι ο άνεμος είνε ούριος και ελαφρώς κολπεί το
ιστίον, το δε πλοίον μαλακά και ελαφρά ολισθαίνει επί των κυμάτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λοιπόν και του οίκου τούτου το κάλλος είνε
ικανόν και να εμπνεύση ρήτορα και να εξυψώση την ευφράδειάν του και κατά πάντα
τρόπον να συντελέση ώστε ν' αναδειχθή. Εγώ τουλάχιστον πιστεύω και έχω περί
τούτων πεποίθησιν• και εις τον οίκον τούτον ήλθα διά να ομιλήσω,ελκόμενος υπό
του κάλλους του, ως υπό μαγείας ή Σειρήνος• ελπίζω δε,και αν μέχρι τούδε οι
λόγοι μου ήσαν μέτριοι, να αναδειχθούν εδώ ωραίοι, καθότι το περιβάλλον θα
χρησιμεύση εις αυτούς ως λαμπρόν ένδυμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' ενώ ωμίλουν, άλλος ρήτωρ, ουχί
αξιοπεριφρόνητος, αλλά μάλιστα πολύ άξιος της προσοχής σας, ως διατείνεται,
απεπειράτο να με διακόψη και αντικρούση τα λεγόμενα. Τώρα δε ότε έπαυσα λέγει
ότι δεν είνε αληθή και απορεί πώς υποστηρίζω ότι κατάλληλον προς επίδειξιν
ευφραδείας είνε το κάλλος οίκου κοσμημένου με χρώματα και χρυσόν, ενώ κατά την
γνώμην του το εναντίον είνε αληθές. Αλλά μάλλον, αν θέλετε,αυτός ας σηκωθή και
ας αναπτύξη τας ιδέας του ενώπιον υμών ως δικαστών και ας είπη διατί θεωρεί
συντελεστικώτερον και ευνοϊκώτερον προς την ευγλωττίαν την απλότητα και την
ασχημίαν του περιβάλλοντος.Ηκούσατε τους ιδικούς μου λόγους, ώστε δεν νομίζω
αναγκαίον να δευτερολογήσω περί του αυτού θέματος. Αυτός δε ας ομιλήση τώρα και
εγώ θα του παραχωρήσω την θέσιν μου και θα σιωπήσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο προλαλήσας ρήτωρ, ω άνδρες δικασταί, είπε
πολλούς και μεγάλους επαίνους δι' αυτόν τον οίκον και με την ευφράδειάν του τον
εστόλισε•εγώ δε όχι μόνον δεν θα τον ψέξω, αλλά και νομίζω ότι πρέπει να
υπερθεματίσω εις όσα εκείνος είπε. Διότι όσω ωραιότερος θα σας φανή,τόσον
ακατάλληλος προς εκφώνησιν λόγου θ' αποδειχθή. Και εν πρώτοις,επειδή ο αντίπαλος
ωμίλησε περί γυναικών, στολισμού και χρυσού, θα επιτρέψετε και εις εμέ να
μεταχειρισθώ το αυτό παράδειγμα. Λέγω λοιπόν ότι ο πλούσιος στολισμός όχι μόνον
δεν αναδεικνύει το κάλλος μιας ωραίας γυναικός, αλλά και εναντιούται εις την
εντύπωσιν αυτού,καθότι πάντες όσοι την βλέπουν καταπλήσσονται υπό του χρυσού και
των πολυτίμων λίθων, αντί να θαυμάζουν το χρώμα της γυναικός ή το βλέμμα ή τον
τράχηλον, τον βραχίονα ή τους δακτύλους• ο θεατής παραβλέπτων ταύτα, στρέφει
όλην του την προσοχήν εις τον σαρδικόν ή τον σμάραγδον, το περιδέραιον ή το
βραχιόλι, είνε δε επόμενον εκείνη να λυπηθή βλέπουσα ότι παροράται και ότι οι
στολισμοί της δεν αφήνουν τους θεατάς να την επαινούν, αλλ' υποβιβάζουν εις
δευτέραν μοίραν το κάλλος της. Κατ' ανάγκην νομίζω ότι και ο επιδεικνύων λόγους
εντός τόσων ωραίων οικοδομών θα πάθη το αυτό. Διότι εις το μέγεθος των πέριξ
ωραίων πραγμάτων χάνεται το κάλλος των λόγων και αμαυρούται και εξαφανίζεται,
όπως εάν εισαγάγη τις λύχνον εις πυρκαϊάν μεγάλην ή επιδείξη μύρμηκα επί
ελέφαντος ή καμήλου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πρέπει λοιπόν ν' αποφεύγη τοιούτον περιβάλλον ο
ρήτωρ, καθότι εκτός των άλλων και η φωνή του ταράσσεται και χάνει την ευκρίνειαν
και την καθαρότητα εις μέρος τόσον εύηχον, το οποίον αντιλαλεί και αντιφωνεί και
αντιλέγει, και καλύπτει την φωνήν η ηχώ, όπως η σάλπιγξ τον ήχον των αυλών εάν
συμπέσουν, ή τους κελευστάς η θάλασσα, όταν συνοδεύουν την κωπηλασίαν με άσμα
συγχρόνως με τον θόρυβον του κύματος• διότι επικρατεί ο μεγαλείτερος ήχος και
καλύπτει την ασθενεστέραν φωνήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και εκείνο το οποίον είπεν ο αντίπαλος,
ότι ο ωραίος οίκος εμπνέει και ανυψόνει τον ρήτορα και τον παρακινεί έτι μάλλον
εις την εκφώνησιν λόγου, μου φαίνεται ότι δεν είνε αληθές, αλλ' ότι μάλιστα
συμβαίνει το εναντίον. Εκπλήττει δηλαδή και προξενεί συστολήν και συνταράσσει
την σκέψιν και καθιστά δειλότερον τον ρήτορα, σκεπτόμενον πόσον θ' αποτύχη αν οι
λόγοι του δεν φανούν όμοιοι προς το ωραίον περιβάλλον. Ουδείς άλλος δύναται να
φανή τόσον δειλός όσον εκείνος ο οποίος, φορών ωραίαν πανοπλίαν, τρέπεται εις
φυγήν προ των άλλων• τα ωραία όπλα καθιστούν φανερωτέραν την δειλίαν του. Τούτο
δε νομίζω ότι υπελόγιζε και ο ρήτωρ εκείνος του Ομήρου, όστις περί ωραιότητος
ελάχιστον εφρόντιζε, παρουσιάζετο δε ως απλοϊκός και εντελώς άπειρος άνθρωπος,
διά να φαίνεται απροσδόκητον και επομένως να κάμνη περισσοτέραν εντύπωσιν το
κάλλος των λόγων του. Άλλως τε δεν είνε δυνατόν παρά και η σκέψις του ρήτορος ν'
απασχολείται υπό του θεάματος και η προσοχή του να περισπάται και ελαττούται,
καθότι θα προσέχη περισσότερον εις το να βλέπη παρά να σκέπτεται και το θέαμα θα
τον προσελκύη και δεν θα τον αφήνη να προσέχη εις τα λεγόμενα και δεν είνε
δυνατόν παρά να φανή κατώτερος εαυτού, αφού το πνεύμα του θ'αντιπερισπάται υπό
του κάλλους και του πλούτου των αντικειμένων τα οποία θα βλέπη. Παραλείπω ότι
και οι παρόντες, οίτινες προσήλθον διά να τον ακούσουν εντός τοιούτου οίκου, από
ακροατών θα γίνουν θεαταί και πρέπει να έχη κανείς το ρητορικόν θέλγητρον του
Δημοδόκου ή του Φημίου, του Θαμύριδος ή του Αμφίωνος ή του Ορφέως, ώστε να
δυνηθή ν'αποσπάση το πνεύμα αυτών από τα θεάματα. Έκαστος εξ αυτών ευθύς άμα
εισέλθη και ευρεθή εν μέσω τόσον θαυμασίων θεαμάτων θα προσηλωθή εις αυτά και θα
χάση πάσαν προσοχήν και ενδιαφέρον διά τους λόγους, εκτός αν είνε εντελώς τυφλός
ή, όπως συνεδριάζει η βουλή του Αρείου Πάγου,η ακρόασις του λόγου γίνεται εν
καιρώ νυκτός και εις το σκότος. Ότι δε η δύναμις των λόγων δεν δύναται να
ανταγωνισθή προς το θέλγητρον της δράσεως μαρτυρεί και ο περί των Σειρήνων μύθος
παρατιθέμενος εις τον περί των Γοργόνων• διότι αι πρώται κατεγοήτευον τους
πλησίον πλέοντας διά των ασμάτων και της μελωδίας των, αλλ' η γοητεία αύτη είχεν
ανάγκην διαρκείας τινός διά να φέρη αποτέλεσμα, το οποίον σημαίνει ότι δεν ήτο
πανίσχυρος• υπάρχει δε και παράδειγμα ανθρώπου όστις κατώρθωσε να διέλθη χωρίς
να παρασυρθή υπό του θέλγητρου του άσματος. Το κάλλος όμως των Γοργόνων ήτο
ισχυρότατον, και θίγον την ψυχήν εις τα καιριώτατα, έφερεν αμέσως εις έκστασιν
και αφασίαν τους βλέποντας, καθώς δε ο μύθος λέγει, και απελιθούντο υπό του
θαυμασμού.Επομένως και εκείνο το οποίον είπε περί του παγονιού ο αντίπαλος
νομίζω ότι συνηγορεί υπέρ της ιδέας μου• διότι και εκείνου το θέλγητρον υπάρχει
εις την όψιν και όχι εις την φωνήν. Και αν τις παρουσιάση μίαν αηδόνα ή ένα
κύκνον και τους βάλη να κελαδήσουν, ενώ δε κελαδούν παρουσιάση και παγόνι το
οποίον να σιωπά, δεν έχω αμφιβολίαν ότι προς αυτό θα στραφή η ψυχή του θεατού,
μη προσέχουσα πλέον εις τα άσματα εκείνων. Τόσον ακαταγώνιστος φαίνεται ότι είνε
η διά της οράσεως τέρψις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και αν θέλετε θα επικαλεσθώ την μαρτυρίαν
ανδρός σοφού, όστις θα μαρτυρήση ότι πολύ επικρατέστερα των λεγομένων είνε τα
βλεπόμενα.Λοιπόν, κήρυξ, κάλεσε τον εξ Αλικαρνασσού Ηρόδοτον τον υιόν του Λύξου•
και επειδή ο σοφός εκείνος υπήκουσεν εις την πρόσκλησιν, ας παρουσιασθή και ας
μαρτυρήση. Επιτρέψατέ του δε να ομιλήση. προς υμάς Ιονιστί κατά την συνήθειάν
του• Όσα είπε προς υμάς, ω άνδρες δικασταί, ο ρήτωρ ούτος, διά ν' αποδείξη την
υπεροχήν της δράσεως προς την ακοήν είνε αληθή• ώτα γαρ απιστότερα οφθαλμών
τυγχάνει εόντα». Ακούετε τι λέγει ο μάρτυς και πώς εις την όρασιν αποδίδει τα
πρωτεία• και πολύ δικαίως• διότι οι μεν λόγοι είνε πτερωτοί, δι' ο και λέγονται
έπη πτερόεντα, και άμα εξέλθουν εκ του στόματος πετούν και φεύγουν• η τέρψις
όμως των θεαμάτων είνε διαρκεστέρα και,παραμένουσα επί πολύ, κατορθώνει πάντως
να υποτάξη τον θεατήν•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πώς λοιπόν να μη είνε δεινός ανταγωνιστής του
ρήτορος οίκος τόσον ωραίος και αξιοθαύμαστος; Αλλά δεν ανέφερα ακόμη το
μεγαλείτερον επιχείρημα, ότι δηλαδή και σεις οι δικασταί, ενώ ημείς
ομιλούμεν,στρέφετε το βλέμμα σας προς την οροφήν και θαυμάζετε τους τοίχους και
εξετάζετε τας τοιχογραφίας την μίαν μετά την άλλην. Και δεν πρέπει να εντρέπεσθε
διά τούτο, διότι το πάθημά σας είνε εντελώς ανθρώπινον και τοσούτω μάλλον
συγνωστόν καθ' όσον τα αντικείμενα τα οποία προσελκύουν την προσοχήν σας είνε
τόσον ωραία και τόσον ποικίλα. Η τελειότης της τέχνης και η ακρίβεια με την
οποίαν έχουν εξεικονισθή αυταί αι ιστορικαί παραστάσεις συνδυάζουν αληθώς το
ωφέλιμον μετά του τερπνού, διότι μετά της τέρψεως δίδουν μαθήματα αρχαίας
ιστορίας και έχουν ανάγκην θεατών σοφών. Και διά να μη μας εγκαταλείψετε εντελώς
ημάς τους ρήτορας και στρέψετε εξ ολοκλήρου την προσοχήν σας εις τα θεάματα
εκείνα, θα προσπαθήσω να σας τα περιγράψω διά του λόγου.Ελπίζω δε ότι θα
ευχαριστηθήτε ακούοντες εκείνα τα οποία και βλέποντες θαυμάζετε. Ίσως δε και διά
τούτο θα μ' επαινέσετε και θα με προτιμήσετε από τον αντίπαλον, καθότι κατ'
αυτόν τον τρόπον θα διπλασιάσω την τέρψιν σας. Βλέπετε δε πόσον δύσκολον είνε το
τόλμημά μου, να επιχειρήσω χωρίς χρώματα, χωρίς σχήματα και πίνακα να γράψω
τοιαύτας εικόνας• διότι η ζωγραφική των λόγων είνε τέχνη με μικρά
εφόδια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεξιά λοιπόν όπως εισερχόμεθα, η ιστορία ενός
ήρωος εξ Άργους αναμιγνύεται προς γεγονός το οποίον συνέβη εις την Αιθιοπίαν• ο
Περσεύς φονεύει το κήτος, ελευθερώνει την Ανδρομέδαν και μετ' ολίγον θα την
νυμφευθή και θα την οδηγήση εις την Ελλάδα. Το επεισόδιον τούτο είνε συνέχεια
της εκστρατείας του κατά των Γοργόνων. Και ο τεχνίτης εις μικρόν χώρον περιέλαβε
πολλά αισθήματα, όπως την αιδημοσύνην και τον φόβον της παρθένου, ήτις εκ του
ύψους του βράχου παρατηρεί την μάχην, και την ερωτικήν τόλμην του νέου και την
φοβεράν όψιν του θηρίου. Και τούτο μεν ακολουθεί με ωρθωμένας τας ακάνθας του
και ανοίγον φοβερόν στόμα• ο δε Περσεύς με την αριστεράν επιδεικνύει την κεφαλήν
της Μεδούσης, με την δεξιάν δε διαπερά το θηρίον με το ξίφος του. Και το κήτος
όσον μεν αντίκρυσε την Μέδουσαν απελιθώθη ήδη, όσον δε μένει εισέτι ζωντανόν
κατακόπτεται διά του ξίφους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κατόπιν της εικόνος ταύτης έρχεται η παράστασις
μιας δικαιοτάτης τιμωρίας, την οποίαν ο ζωγράφος υποθέτω ότι παρέλαβεν από τον
Ευριπίδην ή τον Σοφοκλήν, διότι και εκείνοι εζωγράφισαν παρομοίαν εικόνα. Οι δύο
νέοι και φίλοι, ο εκ Φωκίδος Πυλάδης και ο θεωρούμενος ως αποθανών ήδη Ορέστης,
εισέρχονται εις τα ανάκτορα και χωρίς να εννοηθούν φονεύουν τον
Αίγισθον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η Κλυταιμνήστρα έχει ήδη φονευθή και φαίνεται
ημίγυμνος επί τινος κλίνης• οι δε θεράποντες όλοι, κατάπληκτοι διά τα γενόμενα,
φαίνονται άλλοι μεν ότι κραυγάζουν, άλλοι δε ότι παρατηρούν γύρω διά να εύρουν
μέρος να φύγουν. Αξιοπαρατήρητος δε είνε η λεπτότης του καλλιτέχνου όστις ό,τι
υπάρχει ασεβές εις το γεγονός, το οποίον εξεικονίζει, το δεικνύει ως
τετελεσμένον και ως τοιούτον το παρατρέχει και παρουσιάζει τους δύο νέους καθ'
ην στιγμήν φονεύουν τον μοιχόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα φαίνεται θεός ωραίος εις εφηβικήν
ηλικίαν, καταγινόμενος εις χαρίεσσαν παιδιάν. Ο Βράγχος καθήμενος επί πέτρας
κρατεί υψηλά λαγόν και παίζει δεικνύων αυτόν προς τον σκύλλον του, ο οποίος
φαίνεται έτοιμος να πηδήση εις ύψος και ν' αρπάση τον λαγόν. Παρίσταται δε εις
την σκηνήν και ο Απόλλων, ο οποίος μειδιά τερπόμενος να βλέπη και το παιγνίδι
του παιδιού και τας προσπαθείας του σκύλλου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα πάλιν παρουσιάζεται ο Περσεύς εις τα προ
του φόνου του κήτους κατορθώματά του και φαίνεται αποκόπτων την κεφαλήν της
Μεδούσης, ενώ η Αθηνά τον σκεπάζει με την ασπίδα της. Ο Περσεύς κάμνει το
ανδραγάθημα χωρίς να το βλέπη, διότι παρατηρεί την Γοργόνα επί της ασπίδος ως
εις κάτοπτρον, γνωρίζων ότι, αν την ητένιζε κατ' ευθείαν,το αποτέλεσμα θα ήτο ν'
απολιθωθή. Εις το άνω δε μέρος του μεσαίου τοίχου, του απέναντι της θύρας,
υπάρχει ναός της Αθηνάς, εις τον οποίον η θεά παρίσταται δι' αγάλματος εκλεκτού
λίθου, όχι όμως με πολεμικήν αμφίεσιν, αλλ' ως θεά πολεμική ησυχάζουσα. Μετ'
αυτήν άλλη Αθηνά, όχι λιθίνη αυτή, αλλά ζωγραφιστή, την οποίαν καταδιώκει
ερωτικώς ο Ήφαιστος, και αυτή φεύγει• εκ της διώξεως δε εκείνης εγεννήθη ο
Εριχθόνιος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπεται άλλη εξεικόνισις μύθου αρχαίου. Ο τυφλός
Ωρίων φέρει επί των ώμων του τον Κηδαλίωνα, ο οποίος του δεικνύει την οδόν προς
το φως.Και ο ήλιος ανατείλας θεραπεύει την τύφλωσιν του Ωρίωνος, ο δε Ήφαιστος
βλέπει τα τελούμενα εκ της Λήμνου. Εις άλλην εικόνα κατόπιν παρίσταται ο
Οδυσσεύς υποκρινόμενος τον παράφρονα, διότι δεν ήθελε να συνεκστρατεύση με τους
Ατρείδας• είνε δε παρόντες και οι πρέσβεις,οίτινες ήλθον να τον καλέσουν εκ
μέρους των Ατρειδών. Η υπόκρισις της παραφροσύνης είνε πιθανή• ο Οδυσσεύς έχει
ζεύξη το όχημα κατά τρόπον τόσον ανόητον, ώστε φαίνεται ότι δεν γνωρίζει τι
πράττει• προδίδεται όμως εξ αιτίας του μικρού του τέκνου. Ο Παλαμήδης του
Ναυπλίου,εννοήσας την πανουργίαν, αρπάζει τον Τηλέμαχον και ξιφουλκήσας απειλεί
να τον φονεύση και εις την υπόκρισιν της παραφροσύνης αντιτάσσει την κωμωδίαν
της οργής• ο δε Οδυσσεύς φοβηθείς παύει να υποκρίνεται τον τρελλόν• το πατρικόν
φίλτρον υπερισχύει και τον επαναφέρει εις την αλήθειαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εις την τελευταίαν εικόνα παρίσταται η Μήδεια,
διακαιομένη υπό της ζηλοτυπίας, βλέπουσα τα τέκνα της με βλέμμα άγριον και
φαινομένη ότι κάτι κακόν σκέπτεται• κρατεί δε ήδη το ξίφος, τα δε δυστυχή παιδία
κάθηνται γελώντα, ουδέν εκ των μελλόντων να γίνουν υποπτεύοντα,μολονότι βλέπουν
το ξίφος εις τας χείρας της μητρός των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λοιπόν, ω άνδρες δικασταί, δεν βλέπετε πώς όλα
ταύτα προσελκύουν την προσοχήν του ακροατού και την συγκεντρώνουν εις το θέαμά
των και αφήνουν μόνον τον ομιλούντα; Εγώ δε σας ανέφερα ταύτα όχι διά να
θεωρήσετε τον αντίπαλον παράτολμον και θρασύν, αφού εξετέθη εις τόσον δύσκολον
επιχείρησιν, και τον καταδικάσετε και τον μισήσετε και τον αφήσετε εις το μέσον
του λόγου του, αλλά μάλλον διά να τον υποστηρίξετε και ει δυνατόν να τον
ακούσετε με κλειστούς οφθαλμούς,έχοντες υπ' όψιν την δυσχέρειαν εις την οποίαν
ευρίσκεται• διότι μόλις ούτω, αν του χρησιμεύσετε όχι ως δικασταί, αλλ' ως
υποστηρικταί, θα δυνηθή να μη φανή παντάπασιν ανάξιος της πολυτελείας του οίκου.
Μη εκπλαγήτε δε εάν κάμνω τοιαύτας παρακλήσεις χάριν αντιπάλου• η αγάπη μου προς
τον οίκον τούτον είνε τόση, ώστε ήθελα και ο ρήτωρ όστις ομιλεί εντός αυτού ν'
επιτύχη και διακριθή.</span><br />
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΤΡΙΔΟΣ
ΕΓΚΩΜΙΟΝ</span></h3>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ότι ουδέν είνε
γλυκύτερον της πατρίδος έχει λεχθή προ πολλού. Αλλ'όχι μόνον γλυκύτερον, αλλά
και σεπτότερον και ιερώτερον δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Διότι όλων, όσα οι
άνθρωποι νομίζουν σεβαστά και ιερά, η πατρίς είνε η αιτία, η οποία και μας τα
εδίδαξε και μας ανέθρεψεν εις την πίστιν και τον σεβασμόν αυτών. Οι περισσότεροι
εκ των ανθρώπων θαυμάζουν τα μεγέθη, τας λαμπρότητας και τας πολυτελείς
οικοδομάς των πόλεων, αλλά τας πατρίδας αγαπούν όλοι. Και δεν υπάρχει κανείς και
εκ των πλέον τερπομένων εις τα ταξείδια και τα θεάματα, όστις να παρεσύρθη τόσον
εις τον θαυμασμόν του δι' όσα θαυμαστά είδεν εις ξένας χώρας, ώστε να λησμονήση
την πατρίδα του. Εκείνος δε ο οποίος υπερηφανεύεται διότι είνε πολίτης
ευδαίμονος πόλεως, μου φαίνεται ότι αγνοεί ποίον σεβασμόν πρέπει να απονέμη εις
την πατρίδα του. Εγώ τουλάχιστον τέρπομαι να τιμώ και αυτό το όνομα της πατρίδος
μου.Διότι όταν συγκρίνωμεν διαφόρους πόλεις μεταξύ των, πρέπει να εξετάζωμεν το
μέγεθος, το κάλλος και την αφθονίαν των χρησίμων πραγμάτων. Αλλ' όταν πρόκειται
περί εκλογής, ουδείς θα προτιμήση αντί της πατρίδος του άλλην πόλιν ως
λαμπροτέραν, αλλά θα ηύχετο μεν να ήτο και η πατρίς του ομοία με τας
πλουσιωτέρας, προτιμά όμως αυτήν οιαδήποτε και αν είνε. Τούτο δε ακριβώς
πράττουν και τα καλά τέκνα και οι χρηστοί πατέρες• διότι ούτε υιός καλός και
ενάρετος δύναται να προτιμήση άλλον αντί του πατρός του, ούτε πατήρ δύναται να
παραμελήση τον υιόν του και αντ' αυτού ν' αγαπήση άλλον ως τέκνον του• εξ
εναντίας τόσον οι πατέρες τυφλούνται υπό του φίλτρου των, ώστε τα τέκνα των
φαίνονται εις αυτούς τα ωραιότερα και ευρωστότερα και υπό πάσαν έποψιν
καλλίτερα• εκείνος δε ο οποίος δεν βλέπει κατ' αυτόν τον τρόπον το τέκνον του,
δεν μου φαίνεται να έχη οφθαλμούς πατρός.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Της πατρίδος λοιπόν το όνομα είνε το πρώτον και
οικειότατον εις όλους• διότι ουδέν μας είνε οικειότερον από τον πατέρα μας. Εάν
δέ τις απονέμη εις τον πατέρα του τον δίκαιον σεβασμόν, όπως και ο νόμος και η
φύσις προστάζουν, έπεται ότι πρέπει και την πατρίδα προ πάντων να σέβεται και
αγαπά. Διότι και αυτός ο πατήρ ανήκει εις την πατρίδα και ο πατήρ του πατρός και
όλοι οι πρόγονοι και μέχρι των πατρίων θεών φθάνει το όνομα. Και αυτοί οι θεοί
αγαπούν τας πατρίδας των• ναι μεν εποπτεύουν όλα τα ανθρώπινα και θεωρούν ως
κτήσεις αυτών όλην την γην και την θάλασσαν, αλλ' έκαστος εξ όλων των πόλεων
προτιμά το μέρος εις το οποίον εγεννήθη. Ούτω αι πλέον σεβασταί πόλεις είνε
εκείναι αίτινες υπήρξαν πατρίδες θεών, και αι ιερώτεραι νήσοι είνε εκείναι εις
τας οποίας τιμάται η γέννησις θεών και αι πλέον ευάρεστοι λατρείαι εις τους
θεούς είνε εκείναι αίτινες προσφέρονται εις την ιδιαιτέραν εκάστου πατρίδα. Αφού
δε εις τους θεούς είνε τόσον αγαπητόν το όνομα της πατρίδος, πώς να μη είνε
ακόμη περισσότερον εις τους ανθρώπους; Από την πατρίδα του είδεν έκαστος κατ'
αρχάς τον ήλιον• καίτοι δε ο θεός ούτος είνε κοινός εις όλους, έκαστος όμως τον
νομίζει ως θεόν πατρικόν, διότι κατά πρώτον τον είδεν από την πατρίδα
του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εις την πατρίδα του ήρχισε και να λαλή,
διδαχθείς πρώτον την διάλεκτον του τόπου του, και εκεί εγνώρισε τους θεούς. Εάν
δε κανείς εγεννήθη εις πατρίδα τόσω μικράν, ώστε ν' αναγκασθή να μεταβή εις
άλλην προς ευρυτέραν εκπαίδευσιν, και την εκπαίδευσιν ταύτην οφείλει εις την
πατρίδα του• διότι άνευ της πατρίδος του ουδέ το όνομα και την ύπαρξιν της
πόλεως εκείνης θα εμάνθανε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Νομίζω ότι οι άνθρωποι πάσαν τέχνην και μάθησιν
αποκτούν διά να γίνουν ούτω χρησιμότεροι εις την ιδιαιτέραν πατρίδα. Αποκτούν δε
και περιουσίας παρακινούμενοι υπό της φιλοτιμίας να συνεισφέρουν και υπέρ των
κοινών της πατρίδος αναγκών. Και τούτο κατά την γνώμην μου είνε καθήκον αυτών,
διότι δεν πρέπει να φαίνωνται αχάριστοι, αφού εις την πατρίδα οφείλουν τας
μεγίστας ευεργεσίας. Εάν θεωρούμεν καθήκον να αποδίδωμεν τας ευεργεσίας εις τα
άτομα, κατά μείζονα λόγον οφείλομεν ν' ανταμείβωμεν τας προς ημάς ευεργεσίας της
πατρίδος. Αι πόλεις έχουν νόμους τιμωρούντας τα τέκνα τα οποία φαίνονται
αχάριστα προς τους γονείς• πρέπει λοιπόν και εις την κοινήν πάντων μητέρα, την
πατρίδα, να ευγνωμονούμεν, διότι μας ανέθρεψε και διότι μας εδίδαξε τους
νόμους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν υπάρχει παράδειγμα ανθρώπου όστις μεταβάς
εις άλλην πόλιν ελησμόνησε τον τόπον εις τον οποίον εγεννήθη. Αλλά και εκείνοι
οίτινες δυστυχούν εις τα ξένα, συχνά ενθυμούνται την πατρίδα, ως το μέγιστον των
αγαθών• και εκείνοι οι οποίοι ευτυχούν, μολονότι κατά τα άλλα είνε
ευχαριστημένοι, θεωρούν ως μεγίστην στέρησιν ότι δεν κατοικούν εις την πατρίδα,
αλλ' εις ξένην γην. Το ξενήτευμα φαίνεται ως όνειδος• διά τούτο δε και όσοι εις
τα ξένα κατώρθωσαν να αναδειχθούν είτε διά του πλούτου, είτε διά της δόξης, είτε
διά της παιδείας, είτε δι' ανδραγαθημάτων, βλέπομεν να σπεύδουν να επανέλθουν
εις την πατρίδα και να νομίζουν ότι μόνον εκεί δύνανται να απολαύσουν καλλίτερα
την ευτυχίαν των. Τοσούτω δε μάλλον επιθυμεί τις να επιστρέψη εις την πατρίδα
του, όσω περισσότερον τιμάται μακράν αυτής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και οι νέοι αγαπούν την πατρίδα• αλλά και οι
γέροντες όσον αυξάνει η φρόνησίς των, τόσον διακαέστερος γίνεται ο προς την
πατρίδα πόθος των. Πάντες οι γηράσαντες εύχονται και σπεύδουν ν' αποθάνουν εις
την πατρίδα των• εκεί όπου ήρχισαν να ζουν θέλουν και να τελευτήσουν και να
καταθέσουν το σώμα των εις την γην, ήτις τους ανέθρεψε και εις τους προγονικούς
των τάφους. Εις όλους φαίνεται δυστύχημα μέγα να μένουν και μετά θάνατον εις την
ξενητειάν και να κοιμώνται τον αιώνιον εις ξένην γην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Παρά των αυτοχθόνων δύναταί τις να μάθη πόσον
οι γνήσιοι πολίται είνε αφωσιωμένοι εις την πατρίδα των. Οι ξένοι, ως νόθοι,
ευκόλως μεταναστεύουν, ούτε γνωρίζοντες, ούτε αγαπώντες πατρίδος όνομα•έχοντες
δε ως μέτρον ευτυχίας την ικανοποίησιν των τέρψεων του στομάχου των, θεωρούν ως
πατρίδα πάντα τόπον, εις τον οποίον θα έχουν τα προς την ζωήν χρήσιμα. Αλλ'
εκείνοι διά τους οποίους η πατρίς είνε αληθής μήτηρ, αγαπούν την γην όπου
εγεννήθησαν και ανετράφησαν,αδιάφορον αν είνε μικρά και τραχεία και άγονος• και
όταν δεν δύνανται να επαινέσουν την γονιμότητα και την ωραιότητα της γης, πάλιν
δεν δυσκολεύονται να εύρουν λόγους διά να εγκωμιάζουν την πατρίδα των. Αν άλλοι
υπερηφανεύωνται διά τας ευρείας πεδιάδας του τόπου των, διά τους λειμώνας και
την ποικίλην φυτείαν αυτών, και αυτοί ευρίσκουν τρόπον να εγκωμιάσουν την πτωχήν
πατρίδα• μη δυνάμενοι να την λέγουν ιπποτρόφον, την επαινούν ως
κουροτρόφον.{42}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και νησιώτης αν είνε τις και δύναται να ευτυχή
εις ξένην χώραν, πάλιν ποθεί να επανέλθη εις την πατρίδα του• και αθανασία αν
του προσφέρουν, προτιμά ν'αποθάνη και να ταφή εις την πατρίδα του. Της πατρίδος
ο καπνός θα του φανή λαμπρότερος από το πυρ της ξενητειάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τόσον δε πολύτιμον είνε γενικώς της πατρίδος το
όνομα, ώστε και οι νομοθέται εις όλας τας χώρας ως μεγαλειτέραν τιμωρίαν
επέβαλαν την εξορίαν. Δεν φρονούν δε μόνον οι νομοθέται ούτω, αλλά και οι
διοικούντες στρατούς• και εις τας μάχας ως μεγίστην παρακίνησιν θεωρούν να
λέγουν εις τους στρατιώτας ότι ο πόλεμος γίνεται χάριν της πατρίδος. Και ουδείς
ο μη φιλοτιμούμενος εκ τούτου να πολεμήση καλώς.Το όνομα της πατρίδος και τον
δειλόν μεταβάλλει εις ανδρείον.</span><br />
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΡΙ ΤΩΝ
ΔΙΨΑΔΩΝ</span></h3>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Προλαλιά.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Τα νότια μέρη της Λιβύης καλύπτονται υπό
βαθείας άμμου και κατακαίονται υπό του ηλίου• είνε δε εις μεγάλην έκτασιν
έρημα,εντελώς άγονα, πεδινά καθ' ολοκληρίαν, και ούτε χλόη, ούτε φυτά, ούτε
νερόν υπάρχει• εάν δε πουθενά εις τα κοιλώματα των πετρών διατηρείται ολίγον εκ
της βροχής, και τούτο είνε βορβορώδες και βρωμερόν, όσον δε και αν διψά ο
άνθρωπος δεν δύναται να πίη. Διά ταύτα η χώρα είνε ακατοίκητος. Αλλά πώς να
κατοικηθή όταν έχη κλίμα τόσον φρικτόν και είνε τόσον ξηρά και άφορος; Είνε
τόσος ο καύσων και τόσον φλογερός και πεπυρακτωμένος ο αήρ και τόσον βράζει η
άμμος, ώστε η χώρα εκείνη αποβαίνει εντελώς άβατος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μόνον οι Γεράμαντες, λαός γειτονικός, εισχωρούν
ενίοτε εις την έρημον ταύτην• είνε άνθρωποι σκηνίται, εύρωστοι και ευκίνητοι,
ζώντες ως επί το πλείστον εκ της θήρας. Κυνηγούντες φθάνουν και μέχρι της ερήμου
κατά το χειμερινόν ηλιοστάσιον, μάλιστα δε όταν έχη βρέξη και ο καύσων
μετριάζεται, η δε άμμος ποτισθείσα γίνεται κάπως βατή.Θηρεύουν δε αγρίους όνους,
στρουθοκαμήλους και μάλιστα πιθήκους και ενίοτε ελέφαντας• διότι αυτά μόνον τα
ζώα αντέχουν εις την δίψαν και ανέχονται περισσότερον το υπερβολικόν καύμα του
ηλίου. Αλλά και οι Γεράμαντες, άμα εξαντλήσουν τας τροφάς τας οποίας έχουν μεθ'
εαυτών,επιστρέφουν αμέσως, φοβούμενοι μήπως η άμμος υπερθερμανθείσα καταστή
δύσβατος και, μη δυνάμενοι να εξέλθουν, χαθούν ως εντός δικτύων μετά της λείας
των. Τωόντι ο θάνατος αυτών είνε άφευκτος, εάν ο ήλιος,αφού απορροφήση τους
υδρατμούς και καταξηράνη το έδαφος, γίνη φλογερώτερος, διότι εκ της υγρασίας,
ήτις είνε τροφή του πυρός,ενισχύεται η θερμότης του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά πάντα όσα ανέφερα, ο καύσων, η δίψα, η
ερημία και το ότι ουδέν έχει τις να περιμένη εκ της γης, θα σας φανούν
ολιγώτερον ανυπόφορα και επικίνδυνα από εκείνο το οποίον θα αναφέρω• και διά
τούτο η χώρα εκείνη είνε κατ' εξοχήν άξενος, και οι άνθρωποι πρέπει να την
αποφεύγουν. Ερπετά διάφορα, υπερμεγέθη και πολυπληθή και τερατώδη κατά τας
μορφάς και φοβερά δηλητηριώδη υπάρχουν εις την έρημον εκείνην και άλλα μεν
φωλεύουν και ζουν εντός της άμμου, άλλα δε τρέχουν εις την επιφάνειαν, φύσαλλοι,
ασπίδες, έχιδναι, κεράσται,βουπρήσται, ακοντίαι, αμφίσβαιναι και δράκοντες,
προσέτι δε δύο ειδών σκορπιοί, εκ των οποίων οι μεν βαδίζουν κάτω εις το έδαφος
και είνε υπερμεγέθεις και η ουρά των αποτελείται εκ πολλών σπονδύλων, οι δε
άλλοι πετούν και είνε υμενόπτεροι, όπως αι ακρίδες, οι τέττυγες και αι
νυκτερίδες. Πλήθος τοιούτων φρικτών πτηνών καθιστά απρόσιτον την Λιβύην
εκείνην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά το φοβερώτερον εξ όλων των ερπετών, τα
οποία τρέφει η άμμος,είνε η διψάς, όφις όχι πολύ μεγάλος, όμοιος με έχιδναν, του
οποίου το δάγκωμα είνε βίαιον και το δηλητήριον φοβερόν, και αμέσως προξενεί
τρομερούς και απαύστους πόνους. Καίει και σαπίζει τας σάρκας και ανάπτει
τρομεράν φλόγα εις το σώμα, οι δε δηχθέντες κραυγάζουν ως να ευρίσκωνται εντός
πυράς. Αλλ' ό,τι προ πάντων τους βασανίζει είνε δίψα υπερβολική, εξ ης ωνομάσθη
και το ερπετόν. Διψούν τρομερά και το παραδοξότερον είνε ότι όσω πίνουν τόσω
περισσότερον ανάπτει η δίψα των, την οποίαν και ολόκληρος ο Νείλος ή ο Ίστρος
δεν δύνανται να σβύσουν, αλλά το νερόν παροξύνει την δίψαν αυτών όπως το έλαιον
την πυράν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τούτο εξηγούν οι ιατροί λέγοντες ότι το
δηλητήριον του ερπετού είνε πυκνόν, όσον δε διαλύεται διά του ποτού, γίνεται, ως
είνε επόμενον,υγρότερον και πλέον ευκίνητον και εις μεγαλειτέραν έκτασιν
διαδίδεται. Εγώ δεν είδα κανένα ο οποίος να έπαθε τοιούτον δυστύχημα και να μη
δόσουν οι θεοί να ίδω άνθρωπον ούτω βασανιζόμενον• αλλ'ούτε μετέβην εις την
Λιβύην ποτέ και νομίζω ότι καλώς έπραξα. Αλλά γνωρίζω έν επίγραμμα, το οποίον
ήκουσα παρά τινος φίλου, όστις το ανέγνωσεν επί της επιταφίου στήλης ανθρώπου
όστις απέθανε κατ' αυτόν τον τρόπον. Επέστρεφα, μου διηγήθη, εκ της Λιβύης εις
την Αίγυπτον και επορευόμην κατά μήκος της μεγάλης Σύρτιος, διότι άλλη οδός δεν
υπήρχεν• εκεί δε συνήντησα παρά την ακτήν ένα τάφον βρεχόμενον υπό του κύματος,
επί του οποίου υπήρχε στήλη με επιγραφήν διηγουμένην τον τρόπον καθ' όν απέθανεν
ο εκεί ενταφιασθείς. Επί της στήλης υπήρχεν ανάγλυφον παριστών άνθρωπον όρθιον
εντός λίμνης, όπως οι ζωγράφοι παριστούν τον Τάνταλον, ο οποίος ελάμβανε διά των
χειρών ύδωρ προφανώς διά να πίη. Μία διψάς ήτο προσκεκολλημένη εις τον πόδα
του,πολλαί δε γυναίκες αντλούσαι ύδωρ το έχυνον επ' αυτού. Πλησίον εφαίνοντο
αυγά στρουθοκαμήλων, τας οποίας, ως είπον, κυνηγούν οι Γεράμαντες. Ιδού δε και
το επίγραμμα το οποίον υπήρχεν επί της στήλης και το οποίον αξίζει να αναφέρω
αυτολεξεί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">«Πάσχω ως ο Τάνταλος• καιόμενος υπό του φρικτού
δηλητηρίου, και την βάσανον της δίψης μου αδύνατον να καταπαύσουν του Δαναού αι
θυγατέρες, αδιακόπως καταγινόμεναι ν' αντλούν ύδωρ».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Υπήρχον δε και τέσσαρες άλλοι στίχοι,
αναφέροντες πώς, ενώ αφήρει τα αυγά, εδήχθη υπό του ερπετού, αλλά δεν τους
ενθυμούμαι πλέον. Διότι οι περίοικοι συλλέγουν τα αυγά εκείνα και τα εκτιμούν
πολύ, όχι μόνον ως τροφήν αλλά και διότι τα μεταχειρίζονται ως σκεύη και ποτήρια
αφού τα κενώσουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επειδή δεν υπάρχει χώμα αλλά άμμος παντού, η
κατασκευή αγγείων κεραμεικών είνε αδύνατος. Τα δε μεγαλείτερα εκ των αυγών
εκείνων χρησιμοποιούνται και ως καλύμματα της κεφαλής• το ήμισυ εκάστου εξ αυτών
αρκεί διά να καλύψη την κεφαλήν. Εκεί λοιπόν παρά τα αυγά ενεδρεύουν αι διψάδες,
και όταν πλησιάση άνθρωπος, εξέρχονται εκ της άμμου και τον δαγκώνουν, αυτός δε
παθαίνει εκείνα τα οποία ανέφερα,και όσον πίνει τόσον περισσότερον διψά και
ουδέποτε κατορθόνει να χορτάση νερόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Σας διηγήθην ταύτα όχι διότι θέλω να
συναγωνισθώ προς τον ποιητήν Νίκανδρον {43} και να σας δείξω ότι εμελέτησα την
φύσιν των Λιβυκών ερπετών• τοιαύτη ασχολία θα ήρμοζε μάλλον εις ιατρούς, οίτινες
πρέπει να γνωρίζουν ταύτα διά να δύνανται με την τέχνην των να τα καταπολεμούν•
αλλά νομίζω (και σας εξορκίζω εις τον Φίλιον Δία να μη κατακρίνετε την
παρομοίωσιν ως απρεπή διά την ανάμιξιν εις αυτήν θηρίων) ότι και εγώ παθαίνω
αναφορικώς προς υμάς κάτι ανάλογον προς ό,τι παθαίνουν διά το νερόν οι δηχθέντες
υπό της διψάδος. Όσον περισσότερον παρουσιάζομαι ενώπιον υμών, τόσω περισσότερον
το επιθυμώ, η δίψα μου παροξύνεται και γίνεται ακατάσχετος και νομίζω ότι
ουδέποτε θα κορεσθώ εξ αυτού του ποτού. Και πολύ δικαίως• διότι πού δύναμαι να
εύρω ύδωρ τόσον διαυγές και καθαρόν; Ώστε συγχωρήσατε εάν, δηχθείς και εγώ εις
την ψυχήν με το γλυκύτατον τούτο και υγιεινότατον δήγμα, πίνω απλήστως και κρατώ
ανοικτόν το στόμα υπό τον κρουνόν• εύχομαι μόνον να μη εξαντληθή η προθυμία σας
εις το να με ακροάσθε και με εγκαταλείψετε διψώντα εισέτι και έχοντα το στόμα
ανοικτόν• η δίψα μου προς υμάς είνε άσβεστος, διότι, κατά τον σοφόν Πλάτωνα, τα
καλά δεν προξενούν κόρον• «κόρος ουδείς των καλών».</span><br />
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΡΙ
ΟΡΧΗΣΕΩΣ</span></h3>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚΙΝΟΣ. Επειδή
λοιπόν, Κράτων, τόσην δεινήν κατηγορίαν, εις την οποίαν φαίνεται ότι προ πολλού
ήσο παρεσκευασμένος, εξήνεγκες κατά του χορού και της ορχηστικής εν γένει τέχνης
και εναντίον ημών οίτινες τερπόμεθα εις το θέαμα τούτο, και είπες ότι αποδίδομεν
μεγάλην σπουδαιότητα εις πράγμα τοσον γελοίον και γυναικώδες, άκουσε πόσον
έσφαλες και πώς έκαμες το λάθος να κατηγορήσης έν από τα καλλίτερα πράγματα της
ζωής. Αλλ' είσαι δικαιολογημένος, διότι συνείθισες να ζης πάντοτε ζωήν λιτήν και
απέριττον και να θεωρής καλόν μόνον παν ό,τι είνε τραχύ, και ούτω εξ αγνοίας
ενόμισες ότι και ο χορός είνε άξιος κατηγορίας.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤΩΝ. Τι θέλεις να φρονώ, Λυκίνε, περί ενός
ανθρώπου με ανδρικόν φρόνημα, ο οποίος μάλιστα καταγίνεται εις την παιδείαν και
την φιλοσοφίαν και ο οποίος αφήνων αυτάς τας σοβαράς ασχολίας και την μελέτην
των παλαιών συγγραφέων, κάθηται και ακούει αυλούς και βλέπει θηλυπρεπή άνθρωπον,
ο οποίος φορεί ενδύματα μαλακά και τραγουδεί άσεμνα άσματα και μιμείται γύναια
ερωτικά, όπως αι περιώνυμοι διά την ασέλγειαν αυτών Φαίδραι και Παρθενώπαι και
Ροδόπαι, και όλα αυτά συνοδευόμενα με χειροκροτήματα και τερετίσματα και
ποδοκροτήματα,πράγματα γελοιωδέστατα αληθώς και ελάχιστα πρέποντα εις άνδρα
ελεύθερον και όμοιον με σε; Διά τούτο, όταν έμαθα ότι διέρχεσαι τον καιρόν σου
εις τοιαύτα θεάματα, όχι μόνον εντράπηκα διά λογαριασμόν σου, αλλά και ελυπήθην,
διότι αφήσας τον Πλάτωνα, τον Χρύσιππον και τον Αριστοτέλη, διασκεδάζεις, όπως
εκείνοι οίτινες ξύουν τα ώτα των με πτερόν, ενώ υπάρχουν τόσα άλλα ακούσματα και
θεάματα σπουδαία. Και αν δεν υπήρχον οι κυκλικοί αυληταί{44} και οι άδοντες
σεμνά άσματα εν συνοδεία κιθάρας, υπάρχει η σοβαρά τραγωδία και η ευθυμοτάτη
κωμωδία,αι οποίαι και εις τους αγώνας έχουν εισαχθή. Πρέπει να κάμης μακράν
απολογίαν προς τους πεπαιδευμένους, εάν θέλης να μη σε αποκηρύξουν και σε
εκδιώξουν εκ του ομίλου των σπουδαίων ανθρώπων. Αλλά το καλλίτερον είνε, κατά
την γνώμην μου, ν' αρνηθής μίαν και καλήν και να λέγης ότι ουδόλως υπέπεσες εις
τοιαύτην παρεκτροπήν. Αν εξακολούθησης όμως, υπάρχει φόβος να μεταβληθής εξ
ανδρός εις Λυδήν ή Βάκχην, διά το οποίον δεν θα πταίης μόνον συ, αλλά και ημείς
οι οποίοι δεν σε απεσπάσαμεν, όπως τον Οδυσσέα, εκ του λωτού διά να
σ'επαναφέρωμεν εις τας προτέρας ασχολίας, πριν ή σε κατακυριεύσουν αι Σειρήνες
του θεάτρου. Αλλ' ο εξ εκείνων κίνδυνος απηυθύνετο μόνον προς τα ώτα και μόνον
κηρού είχε ανάγκην ο διερχόμενος πλησίον αυτών•συ δε όχι μόνον διά της ακοής,
αλλά και διά των οφθαλμών φαίνεται ότι έχεις υποδουλωθή καθ'
ολοκληρίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚΙΝ. Πωπώ, Κράτων, εξαγριωμένον και φοβερόν
απέλυσες εναντίον μου τον σκύλλον σου. {45} Αλλά το παράδειγμα των λωτοφάγων και
των Σειρήνων μου φαίνεται ότι δεν ταιριάζει παντάπασιν εις εκείνα που έπαθα,
καθ' όσον δι' εκείνους οι οποίοι έτρωγον τον λωτόν και ήκουον τας Σειρήνας το
αποτέλεσμα ήτο ολέθριον, ενώ εις εμέ όχι μόνον ευχάριστον είνε, αλλά και προς το
καλόν μου συντελεί• διότι δεν περιπίπτω εις λήθην και άγνοιαν, αλλ' αν θέλης να
σου είπω όλην την αλήθειαν, εκ του θεάτρου επανήλθα πολύ συνετώτερος και
οξυδερκέστερος και δύναμαι να είπω, όπως ο Όμηρος, ότι ο βλέπων το θέαμα
εκείνο</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">τερψάμενος νείται και πλείονα ειδώς.
{46}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Κακό που έπαθες, Λυκίνε• όχι μόνον δεν
εντρέπεσαι δι' αυτά,αλλά φαίνεσαι και υπερηφανευόμενος. Και το φοβερώτερον είνε
ότι ούτε ελπίδα θεραπείας παρουσιάζεις, αφού τολμάς να επαινής πράγματα τόσον
αισχρά και αξιοκαταφρόνητα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚΙΝ. Δεν μου λέγεις, Κράτων, αυτά τα οποία
λέγεις περί ορχήσεως και των γινομένων εις το θέατρον, τα λέγεις κατόπιν ιδίας
αντιλήψεως ή,χωρίς να γνωρίζης τα θεάματα εκείνα, τα κατηγορείς και τα ονομάζεις
αισχρά και κατάπτυστα; Διότι εάν μεν τα είδες, ευρίσκεσαι εις την αυτήν θέσιν με
εμέ, εάν δε όχι, πρόσεξε μήπως η κατηγορία σου είνε παράλογος και φανής ότι εξ
επιπολαιότητος κατηγορείς πράγματα τα οποία δεν γνωρίζεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Αυτό μου έλειπε τώρα, με αυτά τα γένεια
που έχω και τα ψαρά μαλλιά να πηγαίνω να κάθωμαι μεταξύ των γυναίων εκείνων και
των ανοήτων θεατών, και μάλιστα να χειροκροτώ και να επευφημώ άνθρωπον ελεεινόν,
ο οποίος χωρίς λόγον και απρεπέστατα χοροπηδά και λυγίζει το σώμα
του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚΙΝ. Είσαι δικαιολογημένος, Κράτων, αφού δεν
είδες ποτέ τοιούτον θέαμα. Αλλ' αν ήθελες να με ακούσης και να έλθης να ίδης
μόνον δοκιμαστικώς, είμαι βέβαιος ότι του λοιπού θα έσπευδες προ των άλλων διά
να καταλάβης θέσιν κατάλληλον, ώστε να βλέπης και ν' ακούης ακριβώς τα
πάντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Να μη 'δω σωτηρία {47} άν ποτε φθάσω εις
τοιούτον εξευτελισμόν.Πρέπει ν' αρχίσω να ξυρίζωμαι και να μαδώ τας τρίχας μου
{48} διά να καταντήσω εις τοιαύτην αναξιοπρέπειαν• λυπούμαι δε και σε που σε
βλέπω τόσον ξετρελλαμένον με αυτάς τας αηδίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚΙΝ. Θέλεις ν' αφήσης, αγαπητέ μου, αυτάς τας
ύβρεις και να μ'ακούσης να σου ομιλήσω περί ορχήσεως και διά τα καλά της και να
σου αποδείξω ότι δεν είνε μόνον τερπνή, αλλά και οφελεί τους θεατάς, να σου
παραστήσω πώς τους μορφώνει και τους διδάσκει και πώς ρυθμίζει τας ψυχάς των,
γυμνάζουσα αυτάς δι' ωραίων θεαμάτων και εξαιρέτων ακουσμάτων και επιδεικνύουσα
μίαν ωραίαν αρμονίαν μεταξύ ψυχής και σώματος; Το ότι η όρχησις εκτελεί πάντα
ταύτα με μουσικήν και ρυθμόν,δεν είνε λόγος διά να κατακριθή, αλλά μάλλον να
επαινεθή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Δεν έχω καιρόν ν' ακούω ένα παράφρονα να
επαινή το νόσημά του•αλλ' αφού επιμένεις να φλυαρήσης, δεν έχω δυσκολίαν να σου
κάμω αυτήν την φιλικήν ευχαρίστησιν και να θέσω εις την διάθεσίν σου την ακοήν
μου, καθότι δεν έχω ανάγκην κηρού {49}, διά ν' ακούω ανοησίας χωρίς να προσέχω
εις αυτάς. Ώστε θα σιωπήσω και λέγε ό,τι θέλεις και ως να μη σε ακούη
κανείς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚΙΝ. Ευχαριστώ, Κράτων, διότι αυτό ακριβώς
ήθελα• είμαι δε βέβαιος ότι μετ' ολίγον δεν θα σου φαίνωνται ανοησίαι αυτά τα
οποία θα σου είπω. Εν πρώτοις, μου φαίνεται, αγνοείς τελείως ότι η τέχνη της
ορχήσεως ούτε χθεσινήν, ούτε προχθεσινήν έχει την καταγωγήν, ούτε από την εποχήν
των προπατόρων μας ή των προπατόρων αυτών ήρχισε• αλλ'εκείνοι οι οποίοι έγραψαν
τα αληθέστερα περί της αρχής της ορχήσεως λέγουν ότι αύτη συμπίπτει με την
δημιουργίαν του παντός και ότι ανεφάνη συγχρόνως με τον αρχαιτότατον των θεών,
τον Έρωτα. Η κίνησις των άστρων, η περιφορά των πλανητών περί τους απλανείς και
η εύρυθμος αυτών σχέσις και η αρμονία είνε δείγματα της αρχεγόνου
ορχήσεως.Ολίγον δε κατ' ολίγον αναπτυσσομένη και βελτιουμένη διά νέων προσθηκών,
φαίνεται ότι έφθασε σήμερον εις την άκραν τελειότητα και κατέστη πολύμορφον και
παναρμόνιον και πολύμουσον αγαθόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αναφέρεται ότι πρώτη η Ρέα εθέλχθη υπό της
τέχνης ταύτης και εις μεν την Φρυγίαν έβαλε τους Κορύβαντας να χορεύσουν, εις δε
την Κρήτην τους Κουρήτας, και δεν ωφελήθη ολίγον εκ της τέχνης αυτών, αφού διά
του χορού των της έσωσαν τον Δία, ώστε και δικαίως ο Ζευς να ομολογή ότι οφείλει
εις αυτούς σώστρα, διότι χάρις εις την όρχησίν των εσώθη από τους οδόντας του
πατρός του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εχόρευον δε ένοπλοι και εν τω μεταξύ εκρότουν
τα ξίφη επί των ασπίδων και ανεπήδων κατά τρόπον ενθουσιώδη και πολεμικόν.
Έπειτα οι επιφανέστεροι των Κρητών επιμελώς ασκηθέντες έγιναν άριστοι
χορευταί,όχι μόνον οι απλοί πολίται αλλά και οι ανήκοντες εις ηγεμονικάς
οικογενείας και πρωτεύοντες. Ο Όμηρος όχι διά να ψέξη, αλλά διά να επαινέση τον
Μηριόνην, τον ωνόμασεν ορχηστήν, και τόσον ήτο γνωστός και διεκρίνετο ούτος διά
την χορευτικήν του τέχνην, ώστε όχι μόνον οι Έλληνες εγνώριζον τούτο, αλλά και
αυτοί οι Τρώες, καίτοι εχθροί• και υποθέτω ότι το εμάντευον βλέποντες την
ευκινησίαν και ευρυθμίαν με την οποίαν επολέμει και την οποίαν είχεν εκ της
ορχήσεως. Ιδού δε τι λέγουν τα Ομηρικά έπη•</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Μηριόνη, τάχα κεν σε
και ορχηστήν περ' εόντα έγχος εμόν κατέπαυσε. {50}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Εν τοσούτω δεν τον επέτυχε, διότι ο Μηριόνης,
ως εξασκημένος εις τον χορόν, υποθέτω, ευκόλως διέφευγε τα ιπτάμενα εναντίον του
ακόντια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Καίτοι έχω να αναφέρω και πολλούς άλλους εκ των
ηρώων, οίτινες ήσαν γυμνασμένοι εις την όρχησιν και είχον αναγάγη αυτήν εις
τέχνην, θεωρώ αρκετόν να αναφέρω μόνον τον Νεοπτόλεμον τον υιόν του Αχιλλέως,
όστις διέπρεψεν ως χορευτής και επενόησε νέον είδος χορού, το ωραιότερον,τον εξ
αυτού ονομασθέντα Πυρρήχιον.{51} Ο δε Αχιλλεύς μανθάνων ταύτα περί του υιού του
έχαιρεν, υποθέτω, περισσότερον παρά διά το κάλλος και την άλλην ανδρείαν του.
Τωόντι δε η ορχηστική τέχνη εκείνου συνετέλεσεν εις το να εκπορθηθή και
καταστραφή η δυσπόρθητος πόλις των Τρώων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οι Λακεδαιμόνιοι, οίτινες θεωρούνται ως οι
ανδρειότεροι των Ελλήνων,εδιδάχθησαν παρά του Πολυδεύκους και Κάστορος να
καρυατίζουν — είνε δε τούτο είδος ορχήσεως, το οποίον χορεύεται εις τας Καρύας
της Λακωνικής— και πράττουν τα πάντα ρυθμικώς• και εις αυτόν ακόμη τον πόλεμον
πορεύονται με ρυθμόν και κανονίζουν το βήμα των κατά τον ήχον του αυλού, ο
οποίος δίδει και το πρώτον σύνθημα προς την μάχην.Κατώρθωναν δε να νικούν
πάντοτε, οδηγούμενοι υπό της μουσικής και της ευρυθμίας. Αλλά και τώρα ακόμη
δύνασαι να ίδης τους εφήβους των να εξασκούνται περισσότερον εις τον χορόν παρά
εις την οπλομαχητικήν.Όταν παύσουν αγωνιζόμενοι εις το παγκράτιον και
αλληλοκτυπούμενοι, αι ασκήσεις των τελειώνουν εις χορόν. Ο αυλητής κάθηται εις
το μέσον αυτών και αυλεί και κροτεί με τον πόδα, {52} οι δε νέοι ακολουθούν
αλλήλους εις γραμμήν και χορεύοντες λαμβάνουν διαφόρους στάσεις κινούμενοι
ρυθμικώς, άλλοτε μεν πολεμικάς, άλλοτε δε ερωτικάς και βακχικάς. Και το άσμα, με
το οποίον συνοδεύουν την όρχησιν, είνε επίκλησις προς την Αφροδίτην και τους
Έρωτας, τους οποίους καλούν να λάβουν μέρος εις το άσμα και την όρχησιν αυτών,
το δε άλλο άσμα —διότι δύο άσματα τραγουδούν— διδάσκει και πώς πρέπει να
χορεύουν•εμπρός παιδιά το πόδι, λέγει το τραγούδι, κι' ας βράση ο χορός.Ανάλογα
κάμνουν και οι χορεύοντες τον λεγόμενον όρμον. Ο δε όρμος είνε χορός κοινός των
εφήβων και των παρθένων, οίτινες χορεύουν ο είς παρά τον άλλον και σχηματίζουν
αληθώς όρμον.{53} Σύρει δε τον χορόν ο έφηβος και χορεύει επιδεικνύων διά των
κινήσεων του πράξεις νεανικάς και όσα κατόπιν θα πράττη εις τον πόλεμον και
ακολουθεί η παρθένος,υποδεικνύουσα εις τας άλλας να χορεύουν κοσμίως,
τοιουτοτρόπως δε ο όρμος πλέκεται εκ σωφροσύνης και ανδρείας. Και αι
γυμνοπαιδίαι {54}δε είνε επίσης Λακωνική όρχησις. Παραλείπω, διότι θα τα έχης
αναγνώση, όσα ο Όμηρος λέγει περί της Αριάδνης εις τα περί ασπίδος και περί του
χορού, εις τον οποίον ο Δαίδαλος την εξήσκησε, και δεν θα κάμω λόγον επίσης περί
των δύο χορευτών, τους οποίους εκεί ο Όμηρος, αποκαλεί κυβιστήρας {55} και
οίτινες ηγούνται του χορού. Εις το αυτό μέρος ο ποιητής λέγει• «Κούροι δ'
ορχηστήρες εδίνεον {56}»,και τούτο ήτο η ωραιοτέρα παράστασις την οποίαν είχε
κατασκευάση επί της ασπίδος ο Ήφαιστος. Διά τους Φαίακας είνε πολύ φυσικόν ότι
ετέρποντο εις τον χορόν, καθότι ήσαν λαός φιλήδονος και απελάμβανον όλας τας
ευτυχίας της ζωής. Παρέστησε δε ο Όμηρος τον Οδυσσέα θαυμάζοντα προ πάντων την
ζωηρότητα με την οποίαν εκινούντο οι πόδες των εις τον χορόν. Αλλά και εις την
Θεσσαλίαν τόσον εξετιμήθη η άσκησις του χορού, ώστε οι κάτοικοι απεκάλουν τους
άρχοντας και τους αρχηγούς των προορχηστήρας.{57} Τούτο δε φαίνεται εις τας
επιγραφάς των ανδριάντων, οίτινες εστήνοντο εις τους ανδραγαθούντας. Μία εκ των
επιγραφών τούτων λέγει• Η πόλις εξέλεξε τον τάδε προορχηστήρα» {58},άλλη δε•
«Εις τον Ειλατίωνα, επειδή καλώς εχόρευσεν εις την μάχην, ο δήμος εγείρει τον
ανδριάντα τούτον». {59} Εκτός τούτου ουδεμία τελετή αρχαία γίνεται χωρίς
όρχησιν. Ο Ορφεύς και ο Μουσαίος, οίτινες ήσαν εκ των αρίστων ορχηστών της
εποχής των και οίτινες ίδρυσαν τας μυστικάς τελετάς, εθεώρησαν ότι θα ήτο πολύ
ωραίον να γίνεται η μύησις εις τας τελετάς ταύτας με ρυθμόν και όρχησιν και ούτω
ενομοθέτησαν. Απόδειξις δε των λόγων μου, διά να μη αναφέρω πράγματα τα οποία
δεν επιτρέπεται να μάθουν οι αμύητοι, είνε το πασίγνωστον,ότι περί των
αποκαλυπτόντων τα μυστήρια λέγεται κοινώς ότι εξορχούνται. Εις την Δήλον ούτε αι
θυσίαι εγίνοντο χωρίς όρχησιν,αλλά και μετά μουσικής. Εσχηματίζοντο χοροί παίδων
και εχόρευον υπό τους ήχους αυλού και κιθάρας, οι δε διακρινόμενοι εξ αυτών
συνώδευον και με άσματα τον χορόν, και τα άσματα τα οποία εποιούντο διά τον
χορόν εκαλούντο υπορχήματα, ήσαν δε πολυάριθμα. Αλλά διατί να αναφέρω μόνον τους
Έλληνας, αφού και οι Ινδοί, όταν το πρωί εγείρωνται εκ του ύπνου, δεν
προσεύχονται προς τον ήλιον, όπως ημείς οι οποίοι φιλούμεν την χείρα και
νομίζομεν τούτο αρκετόν διά την προσευχήν εκείνην, αλλά στρεφόμενοι προς
ανατολάς χαιρετούν τον ήλιον χορεύοντες και μιμούνται τον σιωπηλόν χορόν του
θεού τούτου• τούτο δε είνε διά τους Ινδούς και προσευχή και χορός και θυσία και
κατ' αυτόν τον τρόπον προσεύχονται εις τον ήλιον δις της ημέρας, κατά την πρωίαν
και κατά την δύσιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οι δε Αιθίοπες και πολεμούν χορεύοντες και δεν
ρίπτει βέλος ο Αιθίοψ—έχουν δε ως φαρέτραν την κεφαλήν των και περί αυτήν δένουν
ακτινηδόν τα βέλη—εάν προηγουμένως δεν χορεύση και διά των χορευτικών κινήσεων
απειλήση και προεκφοβίση τον εχθρόν. Αφού δε ωμιλήσαμεν περί Ινδιών και
Αιθιοπίας, αξίζει να κατέλθωμεν και εις την γειτονικήν Αίγυπτον,διότι μου
φαίνεται ότι ο παλαιός μύθος εννοεί ότι ο Αιγύπτιος Πρωτεύς δεν ήτο άλλο τι παρά
χορευτής, δηλαδή μιμητικός άνθρωπος και ικανός να λαμβάνη διάφορα σχήματα και
μορφάς, αφού και του ύδατος την υγρότητα εμιμείτο και του πυρός την ζωηρότητα
εις την κίνησιν και του λέοντος την αγριότητα και της παρδάλεως την οργήν και
του δένδρου την δόνησιν και εν γένει ό,τι άλλο ήθελεν. Ο μύθος όμως παραλαβών
αυτόν τον παρέστησε κατά τρόπον παράδοξον, ότι τάχα μετεβάλλετο εις ό,τι
εμιμείτο. Αλλά τούτο αρμόζει και εις τους σήμερον χορεύοντας, τους οποίους
βλέπομεν ν' αλλάσσουν εις την στιγμήν μορφάς ακριβώς όπως ο Πρωτεύς. Πρέπει δε
να υποθέσωμεν ότι και η Έμπουσα, ήτις ήλλασε μυρίας μορφάς, ήτο χορεύτρια και ο
μύθος την παρεμόρφωσε κατ' αυτόν τον τρόπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μετά ταύτα δεν είνε δίκαιον να παρασιωπήσωμεν
και την όρχησιν των Ρωμαίων, την οποίαν χορεύουν οι ευγενέστατοι εξ αυτών, οι
λεγόμενοι Σάλιοι—είνε δε τούτο ιερατικόν όνομα—προς τιμήν του Άρεως και είνε
χορός σεμνότατος και ιεροπρεπέστατος• Κάποιος δε μύθος της Βιθυνίας,ο οποίος
ομοιάζει πολύ προς τας ιταλικάς παραδόσεις, λέγει περί του Πριάπου,• θεού
πολεμικού και ενός εκ των Τιτάνων, υποθέτω, ή εκ των Ιδαίων Δακτύλων, οίτινες
έργον είχον να διδάσκουν την χρήσιν των όπλων, ότι παρέλαβεν από την Ήραν τον
Άρην, ο οποίος ήτο μεν ακόμη μικρός την ηλικίαν, αλλά σκληραγωγημένος και καθ'
υπερβολήν ανδρείος,και πριν ή τον διδάξη να μάχεται με τα όπλα, τον κατέστησε
τέλειον χορευτήν. Ως αμοιβήν δε έλαβε διά τούτο παρά της Ήρας το δικαίωμα να
λαμβάνη το δέκατον των λαφύρων, τα οποία θα είχεν εκ του πολέμου ο Άρης. Όσον
αφορά τας Διονυσικάς και Βακχικάς τελετάς, νομίζω ότι δεν περιμένεις να μάθης
από εμέ ότι απετελούντο όλαι από χορούς. Ήσαν δε τρεις αι κυριώτεραι Διονυσιακαί
ορχήσεις, ο κόρδαξ, η σικιννίς και η εμμέλεια, και οι θεράποντες του Διονύσου,
οι Σάτυροι, έδωκαν εις αυτάς τα ονόματά των. Με αυτήν δε την τέχνην ο Διόνυσος
υπέταξε τους Τυρηννούς, τους Ινδούς και τους Λυδούς και με στράτευμα εκ χορευτών
ενίκησε φιλάς τόσον μαχίμους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ώστε πρόσεξε, αγαπητέ μου, μήπως είνε ασέβεια
να κατηγορής τέχνην θείαν, αφιερωμένην εις τα μυστήρια, εξασκηθείσαν υπό τόσων
θεών και προς τιμήν αυτών εκτελουμένην, παρέχουσαν δε εκτός της τέρψεως και
ωφέλειαν. Απορώ δε και πώς συ, ο οποίος τόσον, ως γνωρίζω, αγαπάς τον Όμηρον και
τον Ησίοδον—διότι θα επιστρέψω πάλιν εις τους ποιητάς—τολμάς ν' αντιλογής προς
εκείνους οίτινες υπέρ όλα επαινούν την όρχησιν. Διότι ο μεν Όμηρος, αναφέρων τα
πλέον ευχάριστα και ωραιότερα των πραγμάτων, τον ύπνον, την ερωτικήν απόλαυσιν,
το άσμα και τον χορόν, μόνον τον τελευταίον ωνόμασεν αμύμονα. {60} Ως λέγει,η
τέρψις γεννάται εκ της μουσικής, και τα δύο δε ταύτα είνε ηνωμένα εις τον χορόν,
το γλυκερόν άσμα και η αμύμων όρχησις• και συ τώρα φαίνεσαι ότι τον κατηγορείς
δι' αυτήν του την γνώμην. Εις άλλο μέρος των ποιήσεών του λέγει•</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Άλλω μεν γαρ έδωκε
θεός πολεμήια έργα, άλλω δ' ορχηστύν τε και ιμερόεσσαν αοιδήν• {61}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">διότι αληθώς είνε θελκτικώτατον το άσμα το
οποίον συνοδεύει τον χορόν και κάλλιστον δώρον των θεών. Ο Όμηρος, διαιρών όλα
τα πράγματα εις πόλεμον και ειρήνην, μόνον τα δύο ταύτα ως τα καλλίτερα φέρει εκ
της ειρήνης εις αντίθεσιν προς τον πόλεμον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο δε Ησίοδος, ο οποίος δεν ήκουσε παρ' άλλου,
αλλ' είδε με τα μάτια του μίαν αυγήν τας Μούσας να χορεύουν, λέγει περί αυτών ως
μέγιστον εγκώμιον εις την αρχήν των ποιημάτων του ότι «περί κρήνην ιοειδέα πόσσ'
απαλλοίσιν ορχεύνται»{62} και γύρω εις τον βωμόν του πατρός των. Αλλά συ σχεδόν
ως άθεος υβρίζεις την τέχνην του χορού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο δε σοφώτατος Σωκράτης—εάν πρέπει να
πιστεύσωμεν την περί αυτού γνώμην του μαντείου—όχι μόνον επαινετικώς εξεφράζετο
περί της ορχηστικής, αλλά και ήθελε να την μάθη, αποδίδων μεγάλην τιμήν και
σημασίαν εις την ευρυθμίαν και το θέλγητρον της μουσικής, εις την χάριν των
κινήσεων και των σχημάτων του χορεύοντος, και δεν εντρέπετο εις το γήρας του να
κατατάσση τον χορόν μεταξύ των σπουδαιοτέρων μαθημάτων. Αλλ' ήτο επόμενον ν'
αποδίδη τοιαύτην σημασίαν εις την ορχηστικήν ο Σωκράτης, ο οποίος δεν εθεώρει
ανάξιον του κόπου και τα μικρά να μανθάνη και εις τα διδασκαλεία των αυλητρίδων
εσύχναζε και δεν εθεώρει άτοπον ν' ακούη κάτι τι σπουδαίον από μίαν εταίραν, την
Ασπασίαν. Σημειωτέον δε ότι εκείνος εγνώρισε την τέχνην της ορχήσεως εις τας
αρχάς της, όταν δεν είχεν αναπτυχθή και δεν είχε φθάση ακόμη εις το σημερινόν
κάλλος• εάν δε έβλεπεν εκείνους οίτινες σήμερον την ανήγαγον εις τόσην
τελειότητα, δεν αμφιβάλλω ότι θα παρέλειπε πάσαν άλλην ασχολίαν χάριν του
θεάματος τούτου και προ παντός άλλου αυτό θα εδίδασκεν εις τους
νέους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μου φαίνεται ότι όταν επαινής την κωμωδίαν και
την τραγωδίαν,λησμονείς ότι εις εκάστην εξ αυτών περιέχεται ιδιαίτερον είδος
ορχήσεως, εις μεν την τραγωδίαν η εμμέλεια, εις δε την κωμωδίαν ο κόρδαξ, ενίοτε
δε και τρίτον είδος ορχήσεως η λεγομένη σικιννίς. Αφού δε και εις την αρχήν της
ομιλίας μας είπες ότι θεωρείς προτιμοτέραν από την όρχησιν την τραγωδίαν και
κωμωδίαν, τους κυκλικούς αυλητές και την κιθάραν, τα οποία ως αποτελούντα μέρος
των αγώνων απεκάλεσες σοβαρά, ας συγκρίνωμεν έκαστον εξ αυτών προς την όρχησιν.
Αν θέλης όμως, ας παραλείψωμεν τον αυλόν και την κιθάραν, διότι αποτελούν την
συνοδείαν της ορχήσεως. Αν εξετάσωμεν δε πρώτον την τραγωδίαν από το εξωτερικόν,
θα ίδωμεν ότι είνε φρικτόν και φοβερόν θέαμα να βλέπωμεν άνθρωπον υπερύψηλον,
ορθούμενον επί υποδημάτων υψηλών, ο οποίος φορεί προσωπίδα υψηλοτέραν της
κεφαλής και ανοίγει στόμα υπερμέγεθες, ως να θέλη να καταπίη τους θεατάς.
Παραλείπω τα επιθέματα τα οποία φορεί επί του στήθους και της κοιλίας διά να
παρουσιάζη τεχνητόν πάχος και πρόσθετον όγκον, ώστε να μη φαίνεται δυσανάλογον
προς το ύψος το πάχος του. Έπειτα κραυγάζει εκ του βάθους του τερατώδους εκείνου
περιβλήματος και κινείται κατά γελοίον τρόπον, ενίοτε δε και άδει τους ιάμβους•
και το οικτρότερον είνε ότι εις τας συμφοράς, τας οποίας διεκτραγωδεί, μόνον την
φωνήν του παρέχει, διότι διά τα άλλα εφρόντισαν οι προ πολλού υπάρξαντες
ποιηταί. Και εφόσον μεν υποκρίνεται την Ανδρομάχην ή την Εκάβην, το άσμα του
είνε υποφερτόν αλλ' όταν παρουσιάζεται ως Ηρακλής και ψάλλει μόνος και, λησμονών
ποίος είνε, ούτε την λεοντήν σέβεται, ούτε το ρόπαλον το οποίον φέρει, το πράγμα
φαίνεται εις πάντα σωφρονούντα ως σολοικισμός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και εκείνο διά το οποίον κατηγορείς την
ορχηστικήν, ότι οι άνδρες μιμούνται τας γυναίκας, είνε κοινόν ελάττωμα και της
τραγωδίας και της κωμωδίας• εις αυτάς μάλιστα υπάρχουν περισσότερα γυναικεία
μέρη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η δε κωμωδία θεωρεί μέρος της τέρψεώς της και
την γελοιότητα των προσώπων της, όπως ο Δάων, ο Τιβίων και των μαγείρων τα
πρόσωπα.Πόσον δε το εξωτερικόν του ορχηστού είνε κόσμιον και ευπρεπές είνε
περιττόν να είπω, διότι και εις τους τυφλούς είνε φανερόν. Το δε προσωπείον
αυτού είνε ωραίον και ανάλογον προς το δράμα το οποίον παίζει, δεν χάσκει δε
όπως τα προσωπεία της τραγωδίας, αλλ' έχει κλειστόν το στόμα, διότι αντ' αυτού
φωνάζουν πολλοί άλλοι. Άλλοτε οι χορεύοντες ήσαν συγχρόνως και τραγουδισταί•
αλλ' επειδή όταν εχόρευαν η πνευστίασις εξησθένει και διέκοπτε την φωνήν και
ασχήμιζε το άσμα,εθεωρήθη καλλίτερον να τραγουδούν άλλοι και άλλοι να χορεύουν.
Αι δε υποθέσεις είνε κοιναί και ουδόλως διαφέρουν εις την τραγωδίαν και την
όρχησιν παρά μόνον ότι εις την τελευταίαν είνε ποικιλώτεραι και τεχνικώτεραι και
παρουσιάζουν μυρίας μεταβολάς. Δεν συμπεριλαμβάνεται δε εις τους αγώνας η
όρχησις διά τον λόγον, υποθέτω, ότι οι αγωνοθέται εθεώρησαν το πράγμα τόσω μέγα
και τόσω σεμνόν, ώστε δεν πρέπει να υποβάλλεται εις κρίσιν. Αλλ' εν τοσούτω μία
πόλις εις την Ιταλίαν {63}, η καλλιτέρα των Χαλκιδικών αποικιών, έχει εισαγάγη
και την όρχησιν εις τους αγώνας της διά να τους καταστήση
λαμπροτέρους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και τώρα θα δικαιολογηθώ διατί παρέλειψα να
ομιλήσω περί των άλλων χορών, οίτινες είνε πολυάριθμοι, διά να μη νομίσης ότι εξ
αγνοίας ή αμαθείας δεν τους ανέφερα. Δεν αγνοώ ότι πολλοί προ ημών, οίτινες
έγραψαν περί ορχήσεως, εφρόντισαν προπάντων να αναφέρουν όλα τα είδη της
ορχήσεως με τα ονόματα εκάστου και εκείνους εις τους οποίους αποδίδεται η
επινόησίς των, νομίζοντες ότι ούτω δίδουν απόδειξιν της πολυμαθείας
των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' εγώ την φροντίδα περί των τοιούτων θεωρώ
γελοίαν επίδειξιν πολυγνωσίας και την νομίζω μη αρμόζουσαν εις εμέ, διό και την
παραλείπω. Άλλως τε πρέπει να έχης υπ' όψιν και να ενθυμήσαι ότι δεν πρόκειται
εδώ να κάμω την γενεαλογίαν όλων των ορχήσεων, ούτε ανέλαβα να αναφέρω ονόματα
χορών, εκτός των ολίγων περί των οποίων εις την αρχήν έκαμα λόγον, περιορισθείς
εις τους γενικωτέρους. Επί του προκειμένου ο σκοπός μου ήτο να εξάρω την όρχησιν
εις την σημερινήν της κατάστασιν και να δείξω όσα τερπνά και χρήσιμα
περιλαμβάνει. Δεν ανεπτύχθη δε ευθύς εξ αρχής εις το σημερινόν της κάλλος, αλλά
προ πάντων επί των ημερών του αυτοκράτορος Σεβαστού.{64} Αι παλαιαί ορχήσεις
ήσαν ως ρίζαι και θεμέλια της ορχήσεως• ημείς δε τώρα ομιλούμεν περί του άνθους
αυτής και του ωριμωτάτου καρπού, τα οποία σήμερον έχουν φθάση εις την άκραν
αυτών τελειότητα. Διά τούτο ούτε περί της θερμαϋστρίδος {65}, ούτε περί του
γεράνου {66} και άλλων ορχήσεων, αίτινες ουδόλως ταιριάζουν προς τον σημερινόν
χορόν, θα ομιλήσω. Όχι εξ αγνοίας επίσης παρέλειψα τον Φρυγικόν χορόν, ο οποίος
υποθέτει χορευτάς μεθυσμένους και κραιπαλώντας ή και αγροίκους, τους οποίους
συνοδεύει μουσική αυλών, παιζομένων υπό γυναικών, και οίτινες κάνουν πηδήματα
μεγάλα και επίπονα. Ο χορός ούτος εξακολουθεί ακόμη να χορεύεται εις τα εξοχικά
μέρη, αλλ' ουδεμίαν σχέσιν έχει με την σημερινήν όρχησιν. Και ο Πλάτων εις τους
Νόμους του επαινεί είδη τινά ορχήσεως, άλλα δε εντελώς αποκρούει και
αποδοκιμάζει, διαιρών τα είδη των χορών κατά το τερπνόν και το χρήσιμον και
απορρίπτων μεν τα ασχημότερα, επιδοκιμάζων δε και θαυμάζων τα άλλα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' αρκετά είπα περί της ορχήσεως• διότι είνε
απειροκαλία να παρατείνεται ο λόγος διά λεπτολογιών. Τώρα δε θα σου αναφέρω τι
πρέπει να έχη ο χορευτής, πώς πρέπει ν' ασκηθή, τι να μάθη και πώς να
τελειοποιηθή εις την τέχνην του, διά να εννοήσης ότι η ορχηστική δεν είνε εκ των
ευκόλων τεχνών, αλλ' έχει ανάγκην τελείας παιδεύσεως, όχι μόνον εις την
μουσικήν, την ρυθμικήν και την μετρικήν, αλλά μάλιστα και εις την ιδικήν σου
φιλοσοφίαν, την φυσικήν και την ηθικήν. Την διαλεκτικήν εθεώρησεν ανάρμοστον εις
εαυτήν, την ρητορικήν όμως δεν παρημέλησεν, αλλά σχετίζεται και με αυτήν εις την
επίδειξιν του ήθους και του πάθους, την οποίαν και οι ρήτορες επιτηδεύουν. Και
προς την ζωγραφικήν δε και την πλαστικήν δεν είνε άσχετος, αλλά και την
ευρυθμίαν αυτών φαίνεται μιμουμένη, ούτως ώστε ούτε ο Φειδίας, ούτε ο Απελλής να
φαίνωνται ανώτεροι αυτής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά προ πάντων προσπαθεί να έχη υπέρ αυτής την
Μνημοσύνην και την θυγατέρα αυτής Πολύμνιαν και φροντίζει να μιμήται τας Μούσας
όλας•διότι, όπως λέγει ο Κάλχας εις τον Όμηρον, ο χορευτής πρέπει να γνωρίζη τα
παρελθόντα, τα μέλλοντα και τα παρόντα, ώστε να μη του διαφεύγη τίποτε, αλλά να
τα έχη όλα πρόχειρα εις την μνήμην του. Ο κύριος σκοπός της ορχήσεως είνε η
μίμησις και είνε επιστήμη παραστατική, εκφράζουσα τα διανοήματα και φανερώνουσα
τα μη φαινόμενα• εκείνο δε το οποίον ο Θουκυδίδης είπεν επαινών τον Περικλέα
είνε και του ορχηστού το μέγιστον εγκώμιον, δηλαδή να γνωρίζη τα πρέποντα και να
δύναται να τα εκφράζη• έκφρασιν δ' επί του προκειμένου εννοώ την παραστατικότητα
των κινήσεων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όπως δε είπα ανωτέρω, η όρχησις αρύεται τας
υποθέσεις της όλας εκ της αρχαίας ιστορίας και πρέπει να την έχη ο χορευτής
πρόχειρον εις την μνήμην του και μετά χάριτος να αναπαριστά τας ιστορικάς
υποθέσεις•αρχίζων από του χάους και της πρώτης του κόσμου δημιουργίας πρέπει να
γνωρίζη πάντα τα γενόμενα μέχρι των χρόνων της Κλεοπάτρας της Αιγυπτίας. Η
πολυμάθεια του ορχηστού πρέπει να περιλαμβάνη παρ' ημίν όλην αυτήν την ιστορικήν
περίοδον και μάλιστα την μυθολογικήν, τον ακρωτηριασμόν του Ουρανού, την
γέννησιν της Αφροδίτης, την Τιτανομαχίαν, την γέννησιν του Διός, την απάτην της
Ρέας, την υποβολήν του λίθου εις τον Κρόνον αντί του γεννηθέντος Διός, την
δέσμευσιν του Κρόνου και τον κλήρον τον οποίον έρριψαν οι τρεις αδελφοί. Έπειτα
κατά σειράν την επανάστασιν των Γιγάντων, την κλοπήν του πυρός, την πλάσιν των
ανθρώπων, την τιμωρίαν του Προμηθέως, την ισχύν και των δύο Ερώτων, {67} και
κατόπιν πώς η Δήλος έπλεεν ως νήσος, πώς εγέννησεν η Λητώ, τον φόνον του Πύθωνος
και την επιβολήν του Τιτυού {68}, και πώς ο Ζευς εύρε το κέντρον της γης διά της
πτήσεως των αετών. {69}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έρχεται κατόπιν η ιστορία του Δευκαλίωνος και
του κατακλυσμού, όστις συνέβη εις την εποχήν του και πώς μία κιβωτός διέσωσε
λείψανον του γένους των ανθρώπων και πώς έγιναν εκ νέου άνθρωποι εκ λίθων.
Έπειτα του Βάκχου η κατασπάραξις, της Ήρας ο δόλος και της Σεμέλης η κατάφλεξις,
του Διονύσου και αι δύο γεννήσεις και όσα ιστορούνται περί Αθηνάς, περί Ηφαίστου
και Εριχθονίου• και η περί της Αττικής φιλονεικία, το επεισόδιον του Αλειρροθίου
{70} και η πρώτη δίκη η γενομένη εις τον Άρειον Πάγον, εν γένει δε όλη η
μυθολογική ιστορία της Αττικής. Πρό πάντων πρέπει ο χορευτής να γνωρίζη την
περιπλάνησην της Δήμητρος και την ανακάλυψιν της Κόρης{71}, την φιλοξενίαν του
Κελεού και την ανακάλυψιν της γεωργίας υπό του Τριπτολέμου, της αμπελουργίας δε
υπό του Ικαρίου• {72} το πάθημα της Ηριγόνης και όσα ιστορούνται περί Βορέου,
περί Οριθνίας /Ωρειθυίας;/, περί Θησέως και Αιγέως. Προσέτι την υποδοχήν της
Μηδείας και την εκ νέου φυγήν της εις την Περσίαν και τα περί των θυγατέρων του
Ερεχθέως και του Πανδίωνος, τι έπαθαν και τι έπραξαν εις την Θράκην. Έπειτα
έρχεται η ιστορία του Ακάμαντος και της Φυλλίδος {73} και η πρώτη αρπαγή της
Ελένης και η ένεκεν αυτής εκστρατεία των Διοσκούρων κατά της πόλεως{74} το
πάθημα του Ιππολύτου και η κάθοδος των Ηρακλειδών• διότι όλα αυτά ορθώς δύνανται
να θεωρούνται ως ανήκοντα εις την ιστορίαν της Αττικής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά περί των Αθηναίων, ως δείγμα των πολλών τα
οποία παραλείπω ν'αναφέρω. Έπειτα η ιστορία των Μεγάρων, ο Νίσος και η Σκύλλα
και ο πορφυρούς πλόκαμος, η εκστρατεία του Μίνωος και η αχαριστία του προς την
ευεργέτιδα. Κατόπιν το επεισόδιον του Κιθαιρώνος και τα δυστυχήματα των Θηβαίων
και των Λαβδακιδών, η άφιξις του Κάδμου, η ανάπαυσις του βοός,{75} ο φόνος του
όφεως και το φύτρωμα των σπαρτών ανθρώπων και πάλιν του Κάδμου η μεταμόρφωσις
εις δράκοντα, η ανέγερσις του τείχους υπό τους ήχους της λύρας, η παραφροσύνη
του τοιχοποιού, η καύχησις της Νιόβης και η εκ της λύπης σιγή της. Επίσης τα
περί του Πενθέως και Ακταίωνος και του Οιδίποδος η ιστορία και τα περί Ηρακλέους
μεθ' όλων των άθλων αυτού και της σφαγής των τέκνων του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η Κόρινθος παρέχει επίσης εις τον ορχηστήν
πλήθος μυθολογικών υποθέσεων, όπως η ιστορία της Γλαύκης και του Κρέοντος και
προ αυτών του Βελλεροφόντου και της Σθενεβοίας, η μάχη του Ηλίου και του
Ποσειδώνος, έπειτα δε η παραφροσύνη του Αθάμαντος και η εναέριος φυγή επί του
κριού των τέκνων της Νεφέλης και η υποδοχή της Ινούς και του Μελικέρτου. Προς
τούτοις η ιστορία των Πελοπιδών και των Μυκηνών και τα γενόμενα εντός αυτών και
προ αυτών, ο Ίναχος και η Ιώ και ο φρουρός αυτής Άργος, ο Ατρεύς και ο Θυέστης
και η Αερόπη• το χρυσούν δέρας και ο γάμος του Πέλοπος, ο φόνος του Αγαμέμνονος
και της Κλυταιμνήστρας η τιμωρία• και ακόμη προ τούτων η εκστρατεία των επτά επί
Θήβας, η υποδοχή των εξορίστων γαμβρών του Αδράστου και ο περί αυτών χρησμός, η
διαταγή να μείνουν άταφοι οι πεσόντες και ο ένεκα τούτου θάνατος της Αντιγόνης
και του Μενοικέως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο χορευτής πρέπει αναγκαίως να ενθυμήται και
όσα συνέβησαν εις την Νεμέαν, τα περί Υψιπύλης και Αρχέμορος. Και προ αυτών
πρέπει να γνωρίζη πως η Δανάη εφυλάσσετο διά να τηρήση την παρθενίαν της, την
γέννησιν του Περσέως και τον άθλον αυτού κατά των Γοργόνων, προς τον οποίον
συνδέεται και η Αιθιοπική διήγησις, και την ιστορίαν της Κασσιεπείας, της
Ανδρομέδας και του Κηφέως, τους οποίους κατέταξε μεταξύ των άστρων η πίστις των
μεταγενεστέρων. Πρέπει δε να γνωρίζη και τους αρχαίους θρύλους περί της Αιγύπτου
και του Δαναού και την επιβουλήν κατά τον γάμον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η Λακεδαίμων παρέχει όχι ολίγας τοιαύτας
υποθέσεις, όπως η ιστορία του Υακίνθου και της αντιζηλίας Απόλλωνος και Ζεφύρου,
ο φόνος του νέου διά του δίσκου και το άνθος το οποίον εφύτρωσεν εκ του αίματός
του, και η επιγραφή η οποία υπήρχεν εις τα φύλλα του άνθους και εμοιρολόγει τον
Υάκινθον, η ανάστασις του Τινδάρεω και η διά τούτο οργή του Διός κατά του
Ασκληπιού. Προσέτι η αποδημία του Πάριδος και η αρπαγή της Ελένης, μετά την διά
του μήλου κρίσιν. Πρέπει δε να συνδεθή η Σπαρτιατική ιστορία με την Τρωικήν, η
οποία είνε μεγάλη και περιέχει απειρίαν προσώπων. Εκάστου των πεσόντων προ της
Ιλίου ο θάνατος αποτελεί δράμα κατάλληλον διά την ορχηστικήν παράστασιν. Και
πρέπει να ενθυμήται αυτά πάντοτε, μάλιστα ευθύς από της αρπαγής της Ελένης μέχρι
των συμβάντων κατά την εκ της Τρωάδος επάνοδον των Ελλήνων, τας περιπλανήσεις
του Αινείου και τον έρωτα της Διδούς, προς τα οποία δεν είνε άσχετα και τ'
ανδραγαθήματα του Ορέστου εις την Σκυθίαν. Επίσης δεν είνε άσχετα και αταίριαστα
προς τα Τρωικά και εκείνα τα οποία προ τούτων συνέβησαν, όπως η διαμονή εις την
Σκύρον του Αχιλλέως, ο οποίος εφόρει ένδυμα κόρης, η παραφροσύνη του Οδυσσέως
και η εγκατάλειψις του Φιλοκτήτου, όλη εν γένει η ιστορία της περιπλανήσεως του
Οδυσσέως, η Κίρκη και ο Τηλέγονος, η διεύθυνσις των ανέμων υπό του Αιόλου και τα
άλλα μέχρι της τιμωρίας των μνηστήρων• προ τούτων δε η επιβουλή εναντίον του
Παλαμήδους και η οργή του Ναυπλίου, η μανία του Αίαντος και ο θάνατος του άλλου
όστις εκεραυνοβολήθη επί των βράχων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οι καταγινόμενοι εις τον χορόν έχουν ν'
αντλήσουν πολλάς υποθέσεις και από την Ήλιδα, όπως την ιστορίαν του Οινομάου, τα
περί Κρόνου και Διός και των πρώτων αθλητών των Ολυμπιακών αγώνων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η μυθολογία δε της Αρκαδίας είνε πλουσία εις
τοιαύτας υποθέσεις, εκ των οποίων αναφέρω την καταδίωξιν και την φυγήν της
Δάφνης, την μεταμόρφωσιν της Καλλιστούς εις θηρίον, των Κενταύρων την μανιώδη
μέθην, τα γενέθλια του Πανός, τον Έρωτα του Αλφειού και το υποβρύχιον ταξείδι
{76}. Εάν περάσωμεν εις την Κρήτην, έχομεν να εύρωμεν κ' εκεί πάρα πολλά θέματα
ορχήσεως, όπως η ιστορία της Ευρώπης, της Πασιφάης,των δύο Ταύρων, {77} του
Λαβυρίνθου, της Αριάδνης, έπειτα την Φαίδραν, τον Ανδρόγεων, τον Δαίδαλον, τον
Ίκαρον, τον Γλαύκον, την μαντικήν του Πολυίδου και τον Τάλλω τον χάλκινον
άνθρωπον όστις περιεπόλει εις την Κρήτην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και εις την Αιτωλίαν εάν περάσωμεν, θα
ίδωμεν ότι και απ' εκεί έχει να παραλάβη πολλά η όρχησις, την Αλθαίαν, λ.χ. τον
Μελέαγρον,την Αταλάντην, τον δαυλόν, την πάλην μεταξύ ποταμού και Ηρακλέους,την
γέννησιν των Σειρήνων και την εμφάνισιν των Εχινάδων και την επ'αυτών
εγκατάστασιν του Αλκμέονος μετά την παραφροσύνην του• έπειτα τον Νέσσον και την
ζηλοτυπίαν της Δηιάνειρας, ήτις έγινεν αφορμή να καή επί της Οίτης ο
Ηρακλής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και της Θράκης η ιστορία περιέχει πολλά τα
αναγκαία διά τον χορευτήν,τον Ορφέα και την κατασπάραξίν του και τας περιπετείας
της κεφαλής του ήτις έψαλλεν επιπλέουσα ομού με την λύραν, τα περί των ορέων
Αίμου και Ροδόπης και την τιμωρίαν του Λυκούργου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έτι περισσότερα παρέχει η Θεσσαλία• τον Πελλίαν
λ. χ., τον Ιάσονα,την Άλκηστιν, την εκστρατείαν των πεντήκοντα νέων και το
πλοίον Αργώ με την λαλούσαν τρόπιδα. Εκτός τούτων τα γενόμενα εις την Λήμνον,
τον Αιήτην, το όνειρον της Μηδείας, την κατασπάραξιν του Αψύρτου και όσα
συνέβησαν κατά τον πλουν, έπειτα δε τα περί του Πρωτεσιλάου και της
Λαοδαμείας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αν πάλιν περάσης εις την Ασίαν, θα εύρης και
εκεί πολλά τα δραματικά•εν πρώτοις εις την Σάμον το πάθημα του Πολυκράτους και
την μέχρι Περσίας περιπλάνησιν της θυγατρός του• ακόμη δε αρχαιότερα την
ακριτομυθίαν του Ταντάλου και το γεύμα το οποίον προσέφερεν εις τους θεούς, την
κατακρεούργησιν του Πέλοπος και τον ελεφάντινον ώμον του.Εις την Ιταλίαν έχομεν
τον Ηριδανόν και τον Φαέθοντα και τας αιγείρους αδελφάς του θρηνούσας και
δακρυούσας ήλεκτρον. Πρέπει δε να γνωρίζη ο χορευτής και την ιστορίαν των
Εσπερίδων και τα περί του φρουρού δράκοντος του χρυσού μήλου, τον μόχθον του
Άτλαντος και την ιστορίαν του Γηρυόνου με την αρπαγήν των βοών εκ της
Ερυθείας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν πρέπει δε ν' αγνοή ο επιδιδόμενος εις την
όρχησιν και τας διαφόρους μυθικάς μεταμορφώσεις ανθρώπων εις δένδρα, θηρία ή
πτηνά και γυναικών εις άνδρας, όπως λέγεται περί του Καινέα, του Τειρεσίου και
άλλων. Η Φοινίκη παρέχει εις τον χορευτήν την ιστορίαν του Μύρρα και το διπλούν
Ασσυριακόν πένθος. Επίσης πρέπει να γνωρίζη ο χορευτής τα νεώτερα, όσα ο
Αντίπατρος μετά την επικράτησιν των Μακεδόνων επεχείρησε και όσα ένεκα του
έρωτος προς την Στρατονίκην έπραξεν ο Σέλευκος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τα αναφερόμενα εις την Αίγυπτον πρέπει ο
χορευτής να παραστήση κατά τρόπον συμβολικώτερον, ως αναγόμενα κατά το πλείστον
εις τα μυστήρια της Αιγυπτιακής θρησκείας• εννοώ τον Έπαφον και τον Όσιριν και
τας μεταμορφώσεις των θεών εις ζώα, προ πάντων δε τα περί των ερώτων αυτών και
αυτού του Διός και των διαφόρων μεταμορφώσεών του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ανάγκη να γνωρίζη και όλην την τραγωδίαν του
Άδου, τας τιμωρίας και τας αφορμάς εκάστης και την μέχρι του Άδου φιλίαν του
Πειρίθου και του Θησέως. Εν γένει δεν πρέπει ν' αγνοή τίποτε εκ των αναφερομένων
υπό του Ομήρου και Ησιόδου και των αρίστων ποιητών, μάλιστα των
τραγικών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ταύτα πολύ ολίγα εκ των πολλών ή μάλλον των
απειροπληθών σου αναφέρω,εκλέξας τα κυριώτερα και αφήνων τα άλλα τα οποία
ψάλλουν οι ποιηταί και παριστούν οι ορχησταί και τα οποία δύνασαι κατ' αναλογίαν
των ειρημένων να εύρης και μόνος. Ο ορχηστής πρέπει πάντα ταύτα να έχη πρόχειρα
και αποταμιευμένα, διά να τα μεταχειρίζεται εις πάσαν ευκαιρίαν. Επειδή δε η
τέχνη του είνε να μιμήται και επαγγέλλεται να εκφράζη διά κινήσεων όσα άδονται,
πρέπει, όπως οι ρήτορες, να επιμελήται ώστε να είνε αι παραστάσεις του σαφείς
και παν ό,τι παριστά να εννοήται χωρίς ανάγκην εξηγητών. Όπως ο Πυθικός χρησμός
είπε, πρέπει ο βλέπων όρχησιν να εννοή και ν' ακούη και όταν ο χορεύων
σιωπά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κάτι τι σχετικόν λέγεται ότι συνέβη εις τον
Δημήτριον τον Κυνικόν.Και αυτός, όπως συ, κατηγόρει την ορχηστικήν και έλεγεν
ότι είνε προσθήκη περιττή εις την μουσικήν των αυλών, των συριγγών και των
κυμβάλων και ότι ο χορευτής ουδέν προσθέτει εις την εντύπωσιν, αλλά κάνει
κινήσεις παραλόγους και ματαίας, χωρίς κανέν νόημα, ότι δε οι άνθρωποι
εγοητεύοντο υπό του πλουσίου ιματισμού του, υπό των ήχων του αυλού και της
αρμονίας των τραγουδιστών και απέδιδον την γοητείαν εις τον ορχηστήν, ενώ αυτός
ουδόλως συνετέλει εις την εντύπωσιν. Τότε κάποιος ορχηστής, περίφημος κατά τους
χρόνους του Νέρωνος, ο οποίος,ως λέγεται, διεκρίνετο όχι μόνον διά την γνώσιν
της ιστορίας και το κάλλος της ορχήσεώς του, αλλά και διά την νοημοσύνην του,
έκαμε προς τον Δημήτριον μίαν λογικωτάτην πρότασιν, να τον ίδη ορχούμενον και
έπειτα να τον κατηγορή• υπεσχέθη δε να χορεύση χωρίς συνοδείαν αυλού και
ασμάτων. Και ούτω έπραξε• διέταξε τους κυμβαλιστάς και αυλητάς και τους
τραγουδιστάς να σιωπήσουν και μόνος παρέστησε διά του χορού την ερωτικήν
συνέντευξιν του Άρεως και της Αφροδίτης• έπειτα πώς τους επρόδωσεν ο Ήλιος, πώς
τους επαγίδευσεν ο Ήφαιστος και τους εδέσμευσεν ομού και πώς εκάλεσε τους θεούς
να τους ίδουν, και η μεν Αφροδίτη εντρέπετο, ο δε Άρης εταράχθη και ικέτευε, και
όλα τα σχετικά με την ιστορίαν αυτήν. Τόσον δε κατεγοητεύθη υπό του θεάματος ο
Δημήτριος, ώστε απηύθυνε τον μέγιστον των επαίνων προς τον ορχηστήν και
ενθουσιασμένος του είπε• Δεν βλέπω μόνον, έξοχε άνθρωπε, αλλά και ακούω τας
κινήσεις σου και μου κάνεις την εντύπωσιν ότι και με τα χέρια σου
μιλείς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού δε ευρισκόμεθα εις τους χρόνους του
Νέρωνος, θα είπω και τι συνέβη μεταξύ ενός βαρβάρου και του ιδίου ορχηστού, το
οποίον αποτελεί μέγιστον έπαινον διά την ορχηστικήν. Ένας βάρβαρος ηγεμών των
περί τον Πόντων χωρών είχε μεταβή εις την Ρώμην διά να επισκεφθή κατά καθήκον
τον Νέρωνα• Και συνέβη να ίδη τον χορευτήν εκείνον να χορεύη τόσον εκφραστικώς,
ώστε αυτός, καίτοι δεν ενόει τα αδόμενα,διότι ατελώς εγνώριζε την ελληνικήν,
εκατάλαβε τα πάντα. Όταν δε επρόκειτο να επιστρέψη εις την χώραν του, ο δε Νέρων
τον απεχαιρέτα και του έλεγε να ζήτηση ό,τι ήθελε και υπέσχετο να του το δώση,
Τον χορευτήν εκείνον, είπε, αν μου δώσης, τα μεγιστα θα μ' ευχαρίστησης.Και εις
τι δύναται να σου χρησιμεύση; ηρώτησεν ο Νέρων. Έχω γείτονας βαρβάρους, οι
οποίοι ομιλούν άλλην γλώσσαν και δεν μου είνε εύκολον να ευρίσκω διερμηνείς διά
να συνεννοούμαι μετ' αυτών. Οσάκις λοιπόν θα έχω ανάγκην να έλθω εις συνεννόησιν
με αυτούς, ο χορευτής θα δύναται να διερμηνεύη διά νευμάτων όσα θέλω να είπω.
Τοιαύτη ήτο η εντύπωσίς του εκ της σαφηνείας και της εκφραστικότητας των
μιμητικών κινήσεων του ορχηστού εκείνου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κυριωτέρα δε φροντίς και ο σκοπός της
ορχηστικής, ως είπα, είνε η υπόκρισις, την οποίαν οι ορχησταί επιτηδεύουν, όπως
οι ρήτορες και μάλιστα οι απαγγέλλοντες τας λεγομένας μελέτας• διότι ο ρήτωρ
τότε προ πάντων επιτυγχάνει όταν τα λεγόμενα προσαρμόζονται εις τα πρόσωπα, περί
των οποίων πρόκειται, και δεν είνε ανάρμοστα εις τους ήρωας ή πένητας ή γεωργούς
εις τους οποίους ο λόγος αναφέρεται, αλλά περί εκάστου παρουσιάζουν ό,τι
χαρακτηριστικόν και εξαίρετον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά θα σου διηγηθώ και το λεχθέν υπό άλλου
βαρβάρου περί του χορού.Ιδών ούτος ότι είχον ετοιμασθή πέντε προσωπίδες διά τον
ορχηστήν,—διότι το δράμα το οποίον έμελλε να παρασταθή διά του χορού
περιελάμβανε πέντε πρόσωπα — ηρώτησεν, επειδή έβλεπε ένα μόνον χορευτήν, ποίοι
θα εχόρευον και θα υπεκρίνοντο τα λοιπά πρόσωπα• όταν δε έμαθεν ότι ο ίδιος θα
υπεκρίνετο και θα εχόρευε τα πάντα, είπε•Δεν εφανταζόμην, φίλε μου, ότι έχεις
ένα σώμα και πολλάς ψυχάς. Αυτά είπεν ο βάρβαρος. Ουχί αλόγως δε οι κατοικούντες
εις την Ιταλίαν αποκαλούν τον ορχηστήν παντόμιμον, λαμβάνοντες αφορμήν εκ των
έργων του. Είνε δε καλή και χρήσιμος εις τον ορχηστήν και η παραίνεσις του
ποιητού• «Τέκνον μου, να μιμηθής το θαλάσσιον ζώον, το οποίον προσκολλάται εις
τας πέτρας, και έπειτα φρόντισε να επισκεφθής όλας τας πόλεις και να γνωρίσης τα
ήθη των». Ομοίως ο ορχηστής πρέπει να προσκολλάται και να εξοικειούται προς
έκαστον εκ των θεμάτων τα οποία υποκρίνεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εν γένει δε η όρχησις επαγγέλλεται να
υποκρίνεται και παριστά χαρακτήρας και πάθη, τώρα μεν τον έρωτα, έπειτα δε την
οργήν, άλλοτε δε την παραφροσύνην και άλλοτε την θλίψιν και πάντα ταύτα εις τους
διαφόρους αυτών βαθμούς. Και το θαυμασιώτερον είνε ότι παρουσιάζεται εντός της
αυτής ημέρας οτέ μεν Αθάμας μαινόμενος, οτέ δε Ινώ φοβουμένη, άλλοτε Ατρεύς ο
ίδιος και μετ' ολίγον Θυέστης, έπειτα Αίγισθος ή Αερόπη. Και όλους τούτους τους
χαρακτήρας μόνον είς άνθρωπος υποδύεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τα άλλα θεάματα και ακούσματα επιδεικνύουν
έκαστον μίαν πράξιν, είτε μουσική αυλού ή κιθάρας είνε, είτε άσμα ή τραγική
δραματουργία, είτε κωμωδία• ο ορχηστής όμως περιλαμβάνει τα πάντα και η σύνθεσίς
του είνε ποικίλη και ανάμικτος από όλας τας τέχνας και τα μέσα της τέχνης, από
τον αυλόν, την σύριγγα, τον κτύπον των ποδών, του κυμβάλου τον κρότον, του
ηθοποιού την απαγγελίαν και των τραγουδιστών την αρμονικήν πολυφωνίαν. Ενώ δε τα
άλλα είνε έργα τα μεν της ψυχής,τα δε του σώματος, εις την όρχησιν το ψυχικόν
και το σωματικόν στοιχείον αναμιγνύονται• διότι τα γινόμενα εκδηλούν σκέψεις και
συγχρόνως επιδεικνύουν της σωματικής ασκήσεως την ενέργειαν, η δε τελειότης της
ορχήσεως συνίσταται εις την σοφίαν των χειρονομιών και εις το να μη γίνεται
καμμία κίνησις άνευ λόγου. Διά τούτο ο Λεσβώνας ο Μυτιληναίος, άνθρωπος σοφός
και χρηστός, απεκάλει τους ορχηστάς χειροσόφους και μετέβαινε να τους βλέπη με
την πεποίθησιν ότι θα επέστρεφεν εκ του θεάτρου καλλίτερος. Ο δε Τιμοκράτης ο
διδάσκαλός του, όταν ποτέ κατά τύχην είδεν ένα ορχηστήν χορεύοντα, Οποίον
θέαμα,είπε, μ' έχει στερήση ο προς την φιλοσοφίαν σεβασμός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εάν δε είνε αληθή εκείνα τα οποία περί ψυχής
λέγει ο Πλάτων, ο ορχηστής εκδηλώνει καλώς τα τρία μέρη αυτής, το θυμικόν, όταν
υποκρίνεται οργιζόμενον, το επιθυμητικόν, όταν παριστά ερωτευμένους,και το
λογικόν, όταν χαλιναγωγή τα διάφορα πάθη• το τελευταίον δε τούτο είνε
κατεσπαρμένον εις όλα τα μέρη της ορχήσεως όπως η αφή είνε διανεμημένη εις όλας
τας αισθήσεις. Όταν δε τόσον φροντίζη περί του κάλλους και της αρμονίας των
σχημάτων, τι άλλο πράττει παρά πραγματοποιεί το λεχθέν υπό του Αριστοτέλους,
όστις επαινών το κάλλος το θεωρεί ως έν εκ των τριών τα οποία αποτελούν την
ευτυχίαν; {78}Ήκουσα και κάποιον όστις, θέλων να εξάρη εμφαντικώτερον την σιωπήν
των προσώπων του ορχηστικού δράματος, έλεγεν ότι και αυτή συμβολίζει έν εκ των
δογμάτων του Πυθαγόρου. {79}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ενώ δε εκ των άλλων έργων τα μεν υπόσχονται το
τερπνόν, τα δε το χρήσιμον, μόνον η όρχησις παρέχει και τα δύο• είνε δε το
χρήσιμον πολύ ωφελιμώτερον όταν συνοδεύεται υπό του τερπνού. Πόσον τωόντι πλέον
ευχάριστον είνε να βλέπη τις χορόν παρά νέους πυγμαχούντας και καθημαγμένους,
των οποίων το αίμα τρέχει, και άλλους παλαίοντας και κυλιομένους εις τον
κονιορτόν, πράγματα τα οποία η όρχησις πολλάκις εκτελεί κατά τρόπον
ακριβέστερον, ωραιότερον και τερπνότερον. Η συνεχής κίνησις του χορού, αι
συστροφαί και αι περιστροφαί αυτού, τα πηδήματα και του σώματος οι υπτιασμοί διά
μεν τους θεατάς είνε τερπνά, διά δε τους χορεύοντας υγιεινότατα• διότι εκ των
ασκήσεων εκείνην εγώ τουλάχιστον θεωρώ ως την ωραιοτέραν και ευρυθμοτέραν, η
οποία μαλάσσει το σώμα και το λυγίζει και το ελαφρώνει και του δίδει την
ευκολίαν εις την αλλαγήν στάσεων και συγχρόνως του παρέχει όχι μικράν δύναμιν.
Πώς λοιπόν να μη είνε κάτι τι παναρμόνιον η όρχησις,η οποία οξύνει την ψυχήν και
εξασκεί το σώμα, τέρπει τους βλέποντας και διδάσκει πολλά εκ των παλαιών
συμβάντων διά των αυλών και των κυμβάλων και της ευρυθμίας των μελών, διά της
γοητείας των οφθαλμών και της ακοής;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και αν θέλης ν' ακούσης μίαν ωραίαν φωνήν,
πού αλλού δύνασαι να εύρης συναυλίαν πολυφωνοτέραν και αρμονικωτέραν; Αλλ' εάν
περισσότερον σου αρέσουν οι ήχοι του αυλού και της σύριγγος, και τούτους δύνασαι
αφθόνως ν' απολαύσης εις την όρχησιν. Παραλείπω ότι ο χαρακτήρ σου θα βελτιωθή
εις αυτά τα θεάματα, όταν θα βλέπης τους θεατάς να εκδηλούν μίσος κατά των κακών
πράξεων και να δακρύουν διά τ' αδικήματα. Εν γένει το θέαμα είνε ηθοπλαστικόν
διά τους θεατάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' ο μεγαλείτερος έπαινος διά τον χορόν είνε
ότι κατορθώνει να δίδη εις τα μέλη συγχρόνως ευκαμψίαν και δύναμιν, πράγμα τόσον
παράδοξον,ως εάν τις κατώρθωνε να ενώση εις έν σώμα την δύναμιν του Ηρακλέους
και την αβρότητα της Αφροδίτης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τώρα δε θα προσπαθήσω να σου υποδείξω διά του
λόγου και οποίος πρέπει να είνε ο άριστος ορχηστής κατά τε την ψυχήν και το
σώμα. Αλλ' όσον αφορά την ψυχήν, ανέφερα ήδη τα περισσότερα• ότι πρέπει να έχη
μνημονικόν, να είνε ευφυής και νοήμων και οξύς εις την αντίληψιν και προ πάντων
ταχύς εις το ν' αυτοσχεδιάζη, προσέτι δε να δύναται να κρίνη ποιήματα και
άσματα, να διακρίνη τας καλλιτέρας μελωδίας και να διορθώνη τα πλημμελή και
ελαττωματικά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Το δε σώμα του νομίζω ότι πρέπει να σου
παρουσιάσω σύμφωνον προς τον κανόνα του Πολυκλείτου. Ούτε πάρα πολύ υψηλός
πρέπει να είνε, ούτε πάρα πολύ μικρόσωμος και νανώδης, αλλ' εντελώς σύμμετρος,
ούτε πολύσαρκος—πράγμα ανάρμοστον εις την όρχησιν και τας υποκρίσεις αυτής—ούτε
καθ' υπερβολήν ισχνός, το οποίον ενθυμίζει τους σκελετούς και τους νεκρούς. Θα
σου αναφέρω δε ποίας αποδοκιμασίας επροκάλεσαν τα ελαττώματα ταύτα μεταξύ θεατών
ικανών να κρίνουν τα τοιαύτα. Οι Αντιοχείς είνε λαός ευφυέστατος και αγαπά
εξαιρετικώς τον χορόν μετά τόσης δε προσοχής και ακριβείας παρακολουθούν τα
τοιαύτα θεάματα,ώστε ουδέν σφάλμα δύναται να διαφύγη την προσοχήν των. Όταν δέ
ποτε ενεφανίσθη επί της σκηνής μικρόσωμος ορχηστής και παρίστα τον Έκτορα,πάντες
συγχρόνως ανεφώνησαν• Συ είσαι ο Αστυάναξ, ο Έκτωρ δε που είνε; Άλλοτε, όταν
κάποιος καθ' υπερβολήν υψηλός επεχείρησε να παραστήση διά της ορχήσεως τον
Καπανέα προσβάλλοντα τα τείχη των Θηβών, Διασκέλισε, του εφώναξαν το τείχος, δεν
έχεις ανάγκην από κλίμακα. Εις άλλον παχύν και πολύσαρκον, ο οποίος επεχείρει να
κάμη μεγάλα πηδήματα, εφώναξαν• Σε παρακαλούμεν μη μας χαλάσης την σκηνήν.Εξ
εναντίας εις άλλον καθ' υπερβολήν ισχνόν εφώναξαν «Περαστικά», ως να ήτο
άρρωστος. Αυτά δεν τα ανέφερα διά να γελάσωμεν, αλλά διά να σου δείξω ότι και
λαοί ολόκληροι αποδίδουν μεγάλην σπουδαιότητα εις την ορχηστικήν και δύνανται να
κρίνουν ορθώς τα καλά και τα ελαττώματα αυτής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα πρέπει πάντως να είνε ευκίνητος ο
χορευτής, να έχη το σώμα χαλαρόν και συγχρόνως στερεόν, ούτως ώστε να λυγίζεται
όταν είνε ανάγκη και να στέκεται αλύγιστον οσάκις πρέπει. Ότι δε η όρχησις δεν
στερείται και των αθλητικών κινήσεων, αλλ' έχει και τας ωραιοτέρας αθλητικάς
στάσεις του Ερμού, του Πολυδεύκους και του Ηρακλέους,δύνασαι να το ίδης αν
προσέξης εις εκάστην των ορχηστικών μιμήσεων.Κατά τον Ηρόδοτον, πλέον αξιόπιστος
είνε η όρασις από την ακοήν• αλλ'εις την όρχησιν και η όρασις και η ακοή είνε
αναγκαίαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τόσην δε επίδρασιν έχει εις την ψυχήν η
όρχησις, ώστε, αν μεταβή κανείς ερωτευμένος εις το θέατρον, σωφρονίζεται βλέπων
ποία κακά αποτελέσματα έχει ο έρως• εάν δε κατέχεται υπό λύπης, αναχωρεί εκ του
θεάτρου φαιδρότερος, ως να έπιε φάρμακον το οποίον δίδει την λήθην ή όπως ο
ποιητής το λέγει, νηπενθές και άχολον {80}. Απόδειξις δε ότι η όρχησις
αναπαριστά τα αισθήματα των ανθρώπων και ότι οι θεαταί αναγνωρίζουν έκαστος τα
αισθήματά του εις τα παριστώμενα είνε ότι οι βλέποντες δακρύουν πολλάκις οσάκις
ο χορός παριστά τίποτε θλιβερόν.Και αυτή η βακχική όρχησις, η οποία συνειθίζεται
και εκτιμάται προ πάντων εις την Ιωνίαν και τον Πόντον, καίτοι είνε σατυρική,
τόσον έχει υποδουλώση τους εκεί ανθρώπους, ώστε κατά την ωρισμένην εποχήν
αφήνουν πάσαν άλλην ασχολίαν και επί ημέρας κάθηνται και βλέπουν τιτάνας και
κορύβαντας, σατύρους και βουκόλους ορχουμένους. Εκτελούν δε τους χορούς τούτους
οι ευγενέστατοι και οι πρωτεύοντες εις εκάστην των πόλεων, και όχι μόνον δεν
εντρέπονται διά τούτο, αλλά και υπερηφανεύονται περισσότερον παρά διά τας
ευγενείας, τα αξιώματα και τα προγονικά των κατορθώματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού ωμίλησα περί των προτερημάτων των
ορχηστών, άκουσε τώρα και τα ελαττώματά των. Και τα μεν σωματικά υπέδειξα ήδη•
νομίζω δε ότι κατά τον αυτόν τρόπον δυνάμεθα να υποδείξωμεν και τα πνευματικά
αυτών ελαττώματα. Πολλοί εξ αυτών από αμάθειαν — διότι αδύνατον να είνε όλοι
σοφοί — περιπίπτουν εις μεγάλα σφάλματα κατά την όρχησιν. Και άλλοι μεν κάμνουν
κινήσεις παραλόγους, αι οποίαι, κατά το λεγόμενον,δεν έχουν σχέσιν προς την
χορδήν• {81} και άλλα λέγει η κίνησις του ποδός, άλλα δε ο ρυθμός. Άλλοι δε
χορεύουν μεν κατά τον ρυθμόν, αλλά εις τα παριστώμενα συγχέουν τας εποχάς• και
ως παραδείγματα θα αναφέρω πράγματα τα οποία είδα. Κάποιος ο οποίος εχόρευε την
γέννησιν του Διός και συγχρόνως την τεκνοφαγίαν του Κρόνου, συνέχεε το θέμα του
προς τα παθήματα του Θυέστου. Άλλος υποκρινόμενος την Σεμέλην κεραυνοβολουμένην,
την παρωμοίαζε προς την Γλαύκην, η οποία είνε μεταγενεστέρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά τα σφάλματα των τοιούτων δεν πρέπει ν'
αποδίδωνται εις την όρχησιν, ούτε πρέπει εξ αιτίας αυτών να περιφρονούμεν την
τέχνην,αλλ' αυτούς μεν να θεωρούμεν αμαθείς, να επαινούμεν δε εκείνους οίτινες
χορεύουν κανονικώς και κατά τον ρυθμόν της τέχνης εκτελούν τα διάφορα θέματα. Εν
γένει δε ο χορευτής πρέπει να καταβάλλη πάσαν φροντίδα, ώστε παν ό,τι εκτελεί να
είνε εύρυθμον, εύσχημον,σύμμετρον, συνεπές προς εαυτό, μη δυνάμενον να
παρερμηνευθή και κατακριθή, χωρίς καμμίαν έλλειψιν και αποτελούμενον εκ των
αρίστων ασκήσεων• ο ίδιος δε να έχη την μνήμην οξείαν, να έχη γνώσεις μεγάλας
και βαθείας και να γνωρίζη μεγάλως την ανθρωπίνην ψυχήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τότε ο έπαινος των θεατών θα είνε εντελής, όταν
έκαστος εκ των παρακολουθούντων την όρχησιν αναγνωρίζει εις αυτήν τα αισθήματά
του και ως εις καθρέπτην βλέπει τον εαυτόν του εις τον ορχηστήν και όσα πάσχει
και όσα συνειθίζει να πράττη. Όταν οι θεαταί βλέπουν έκαστος τας κινήσεις της
ψυχής των και αναγνωρίζουν εαυτούς, αισθάνονται τόσην τέρψιν, ώστε δεν δύνανται
να κρατηθούν, αλλ' επαινούν και επευφημούν ενθουσιωδώς• διότι αποτέλεσμα του
θεάματος εκείνου είνε το Δελφικόν «Γνώθι σεαυτόν»• απέρχονται δε εκ του θεάτρου,
αφού έμαθαν ποία πρέπει να προτιμούν και ποία ν' αποφεύγουν και εδιδάχθησαν όσα
προηγουμένως δεν εγνώριζαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όπως δε εις τους λόγους, και εις την όρχησιν
συμβαίνει η λεγομένη κακοζηλία• δηλαδή οι ορχούμενοι υπερβαίνουν το μέτρον της
μιμήσεως και την εντείνουν πέραν του δέοντος• εάν δε πρόκηται να παραστήσουν τι
μέγα, το παριστούν υπερμέγεθες• εάν πρόκηται να παραστήσουν τίποτε αβρόν,
γίνονται καθ' υπερβολήν θηλυπρεπείς, τα δε ανδροπρεπή ωθούν μέχρι του αγρίου και
θηριώδους. Και ενθυμούμαι ότι είδα κάποτε ένα ορχηστήν, ο οποίος προηγουμένως
εθεωρείτο εκ των καλών, ήτο δε τω όντι τεχνίτης και αληθώς άξιος να θαυμάζεται,
αλλά δεν γνωρίζω πώς του συνέβη να εξωκείλη εις άσχημον υπόκρισιν διά της
υπερβολικής μιμήσεως. Ορχούμενος τον Αίαντα, παράφρονα μετά την ήτταν, τόσον
παρεξετράπη, ώστε αντί να φαίνεται ότι υπεκρίνετο την παραφροσύνην,ηδύνατο να
νομισθή ότι είχε παραφρονήση ο ίδιος• ενός εκ των κρατούντων το μέτρον διά του
σιδηρού υποδήματος κατέσχισε το ένδυμα,αρπάσας δε τον αυλόν ενός εκ των αυλητών,
εκτύπησε δι' αυτού κατά κεφαλής τον Οδυσσέα, όστις εστέκετο πλησίον και
υπερηφανεύετο διά την νίκην, και αν η περικεφαλαία δεν τον επροφύλλατεν, αλλ'
εδέχετο ολόκληρον το κτύπημα η κεφαλή, θα εφονεύετο ο ταλαίπωρος Οδυσσεύς,διότι
του έτυχε τοιούτος παράφρων ορχηστής. Αλλά και οι θεαταί όλοι συνεμερίζοντο την
παραφροσύνην του Αίαντος και ανεπήδων και εκραύγαζον και έρριπτον τα ενδύματά
των, καθότι οι μεν ήσαν απλοϊκοί και του όχλου άνθρωποι και δεν είχον αντίληψιν
του μέτρου και του κοσμίου, ούτε ηδύναντο να διακρίνουν το κακόν από το καλόν
και ενόμιζον τας υπερβολάς του ορχηστού ως τελείαν μίμησιν του πάθους, οι δε
μορφωμένοι ενόουν μεν το άτοπον και δυσηρεστούντο διά τα γινόμενα,αλλά δεν
ετόλμων να εκδηλώσουν την αποδοκιμασίαν των και μολονότι έβλεπον ότι τα γινόμενα
δεν παρίστων την παραφροσύνην του Αίαντος,αλλ' ήσαν παραφροσύνη του ορχηστού,
εχειροκρότουν και αυτοί,καλύπτοντες διά των επευφημιών την ασχημίαν της
ορχήσεως. Δεν ηρκέσθη δε εις αυτά μόνον ο εξαίρετος εκείνος ορχηστής, αλλ'
έπραξε και κάτι τι άλλο πολύ γελοιωδέστερον κατέβη εκ της σκηνής και εκάθισεν
εις το μέσον του θεάτρου εις μίαν εκ των θέσεων των ωρισμένων διά τους
συγκλητικούς, μεταξύ δύο πρώην υπάτων, οίτινες κατελήφθησαν υπό φόβου μήπως θα
τους εμαστίγωνεν, όπως τον κριόν τον οποίον ο Αίας κτυπά.Και άλλοι μεν εθαύμαζον
το πράγμα, άλλοι δε εγέλων και μερικοί υπώπτευον μήπως εκ της υπερβολικής
μιμήσεως έπαθε πραγματικώς εκείνο το οποίον υπεκρίνετο. Αλλά λέγεται ότι και ο
ίδιος, όταν συνήλθε,τόσον μετενόησε δι' όσα έπραξεν, ώστε εκ της λύπης του
ησθένησε διότι ενομίσθη ότι αληθώς είχε παραφρονήση. Εξεδήλωσε δε και άλλως την
μεταμέλειάν του, διότι όταν οι θαυμασταί του τον εκάλεσαν να χορεύση εκ νέου τον
Αίαντα, παρουσίασεν άλλον ορχηστήν και είπε προς τους θεατάς• Είνε αρκετόν ότι
παρεφρόνησα μίαν φοράν. Τον ελύπησε δε προ πάντων η επιτυχία ενός ομοτέχνου και
αντιζήλου, όστις αναλαβών να χορεύση τον αυτόν Αίαντα, τόσον κοσμίως και με
τόσην τέχνην υπεκρίθη την παραφροσύνην, ώστε επηνέθη διότι έμεινεν εντός των
κανόνων της ορχήσεως και δεν παρεξετράπη εις υπερβολάς ασχήμους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αρκούμαι εις αυτά, φίλε μου, εκ των πολλών τα
οποία ηδυνάμην να σου είπω περί της αξίας της ορχήσεως, διά να μη αγανακτής και
θεωρής ανεξήγητον την αγάπην την οποίαν τρέφω προς αυτήν. Εάν δε θελήσης να
συμμερισθής μετ' εμού το θέαμα, είμαι βέβαιος ότι θα σε κατακτήση και η αγάπη
σου προς τον χορόν θα φθάση μέχρι μανίας. Και δεν θα ευρεθώ εις την ανάγκην να
σου είπω, όπως η Κίρκη•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Θαύμα μ' έχει ως ούτι πιών τάδε φάρμακ'
εθέλχθης {82},</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">διότι θα μαγευθής χωρίς συγχρόνως ν' αποκτήσης
όνου κεφαλήν ή καρδίαν χοίρου• {83} αλλά το μεν πνεύμα σου θα γίνη ισχυρότερον,
τόσον δε θα ευχαριστηθής, ώστε και εις άλλους θα δώσης να πίουν εκ του
ποτού.Εκείνο που λέγει ο Όμηρος περί της χρυσής ράβδου του Ερμού, ότι και«ανδρών
όμματα θέλγει ων εθέλει»,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">τους δ' αύτε και υπνώοντας εγείρει,
{84}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">τούτο εντελώς εφαρμόζεται και εις την όρχησιν,
η οποία και τους οφθαλμούς θέλγει και το πνεύμα διεγείρει και εξυψώνει μέχρι των
γεγονότων τα οποία αναπαριστά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Τώρα, Λυκίνε, σε πιστεύω και σε ακούω με
όλην μου την προσοχήν.Να ενθυμήσαι δε, φίλε μου, όταν θα πας εις το θέατρον, να
κρατήσης και δι' εμέ μίαν θέσιν, διά να συμμερισθώ και εγώ την σοφίαν την οποίαν
εκείθεν αποκομίζεις.</span><br />
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΕΥΝΟΥΧΟΣ</span></h3>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΜΦΙΛΟΣ. Από που
έρχεσαι, Λυκίνε, και γιατί γελάς; Η αλήθεια είνε ότι πάντοτε είσαι εύθυμος, αλλά
σήμερον η ευθυμία σου είνε, φαίνεται,τόσον εξαιρετική, ώστε δεν δύνασαι να
κρατηθής.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚΙΝΟΣ. Έρχομαι από την αγοράν, Πάμφιλε• θα
γελάσης δε και συ ομοίως αν ακούσης την δίκην εις την οποίαν παρευρέθηκα, δίκην
μεταξύ φιλοσόφων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΜΦ. Και μόνον ότι φιλόσοφοι έχουν δίκας
μεταξύ των είνε αρκετά γελοίον, διότι πρέπει, και αν η αφορμή της διενέξεώς των
είνε σπουδαία, να λύουν τας διαφοράς των ειρηνικώς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚΙΝ. Πώς ήτο δυνατόν να δικασθούν ειρηνικώς
άνθρωποι οι οποίοι άμα αντικρύσθησαν έρριψαν ο ένας εναντίον του άλλου
ολοκλήρους αμάξας ύβρεων, φωνάζοντες και πεισματωδώς αντιλογούντες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΜΦ. Μήπως, Λυκίνε, εφιλονείκουν περί
φιλοσοφικών ζητημάτων, όπως συνήθως συμβαίνει όταν ανήκουν εις αντιθέτους
σχολάς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚΙΝ. Καθόλου, αλλά κάτι άλλο συνέβαινε• διότι
ήσαν ομόφρονες και της αυτής σχολής. Αλλ' εγίνετο δίκη πραγματική ενώπιον
δικαστηρίου αποτελουμένου από τους επιφανεστέρους, πρεσβυτέρους και σοφωτάτους
των πολιτών, ενώπιον των οποίων πας άλλος θα εντρέπετο να είπη την έλαχίστην
άτοπον λέξιν και όχι να φθάση εις τόσην αναισχυντίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΜΦ. Λοιπόν δεν μου λέγεις τώρα ποίον ήτο το
αντικείμενον της δίκης,διά να μάθω και το αίτιον της τόσης σου
ευθυμίας;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Ως γνωρίζεις, ο αυτοκράτωρ έχει ορίση
μισθόν όχι μικρόν διά τους φιλοσόφους κατά σχολάς, τους Στωικούς, τους
Πλατωνικούς και Επικουρίους, προσέτι δε και τους Περιπατητικούς, μισθόν ίσον
δι'όλους. Άμα δε κανείς των μισθοδοτουμένων αποθάνη, ο αντικαταστάτης του
εκλέγεται διά ψηφοφορίας κατόπιν διαγωνισμού υπό των επιφανεστέρων πολιτών και
τα έπαθλα του αγώνος τούτου δεν είνε δέρμα βωδινόν, ούτε ένα σφακτόν, όπως εις
τους ομηρικούς αγώνας, αλλά δέκα χιλιάδες δραχμαί κατ' έτος υπό τον όρον ο ούτω
μισθοδοτούμενος να διδάσκη φιλοσοφίαν τους νέους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΜΦ. Αυτά τα γνωρίζω, ήκουσα δε ότι και
κάποιος εξ αυτών απέθανε προ ολίγου καιρού, ο είς εκ των Περιπατητικών,
νομίζω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Λοιπόν αυτή είνε, Πάμφιλε, η Ελένη διά την
οποίαν οι δύο φιλόσοφοι εμονομάχουν. Αλλ' έως εδώ το μόνον γελοίον ήτο ότι, ενώ
έλεγαν ότι είνε φιλόσοφοι και καταφρονούν τα χρήματα, έπειτα ηγωνίζοντο δι' αυτά
ως υπέρ κινδυνευούσης πατρίδος, θρησκείας και τάφων προγονικών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΜΦ. Το βέβαιον είναι ότι οι Περιπατητικοί δεν
αποκλείουν εις τα δόγματά των την αγάπην των χρημάτων, αλλά θεωρούν τον πλούτον
ως τρίτον αγαθόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚΙΝ. Καλά λέγεις. Αυτά τωόντι λέγουν και
επομένως ο πόλεμος των ήτο υπέρ των πατρίων. Αλλ' άκουσε τώρα και τα κατόπιν.
Πολλοί ήσαν οι λαβόντες μέρος εις τους επιταφίους εκείνους αγώνας• αλλά την
νίκην διεφιλονείκουν δύο, ο γέρων Διοκλής — ξέρεις ποιόν λέγω, εκείνον τον
φιλόνεικον και θυμώδη—και ο Βαγώας ο θεωρούμενος ευνούχος. Κατ' αρχάς επέδειξεν
έκαστος την ρητορικήν του δεινότητα και την γνώσιν των φιλοσοφικών δογμάτων, προ
πάντων δε των Αριστοτελικών θεωριών•εφαίνοντο δε και οι δύο εξίσου δυνατοί. Αλλ'
ο αγών δεν περιωρίσθη μόνον εις τας ιδέας• ο Διοκλής αφήσας την επίδειξιν των
φιλοσοφικών του γνώσεων εστράφη προς το πρόσωπον του Βαγώα και ήρχισε να
επικρίνη τον βίον αυτού• έπειτα δε και ο Βαγώας απαντών επετέθη προσωπικώς κατά
του αντιπάλου του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΜΦ. Αυτό είνε σωστό, Λυκίνε, και αυτά κυρίως
έπρεπε να εξετασθούν εις τον διαγωνισμόν εκείνον και αν εγώ ήμουν κριτής, μου
φαίνεται ότι αυτό κυρίως θα εξήταζα και θα έδιδα την ψήφον μου μάλλον εις
εκείνον του οποίου ο βίος είνε χρηστότερος παρά εις εκείνον ο οποίος είνε εις
τους λόγους δεξιώτερος και ικανώτερος εις τας συζητήσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Καλά λέγεις και εις τούτο συμφωνώ μαζή
σου. Αφού δε έρριψαν εναντίον αλλήλων όλας του κόσμου τας ύβρεις και τας
κατηγορίας, ο Διοκλής είπεν εις το τέλος ότι ουδέ επιτρέπεται εις τον Βαγώαν να
παρουσιάζεται ως φιλόσοφος και να διδάσκη φιλοσοφίαν και να διεκδική αμοιβάς δι'
αυτήν, καθότι είνε ευνούχος. Έλεγε δε ότι όχι μόνον από την φιλοσοφίαν πρέπει να
αποκλείωνται οι τοιούτοι, αλλά και από τους ναούς και από πάσαν συνέλευσιν
ανθρώπων και πάσαν θρησκευτικήν τελετήν, καθότι είνε απαίσιοι και, αν κανείς
εξερχόμενος τους συναντήση, είνε κακόν συναπάντημα. Ο ευνούχος, ως έλεγεν, ούτε
άνδρας, ούτε γυναίκα είνε, αλλά κάτι τι σύνθετον και μικτόν και τερατώδες, έξω
της ανθρωπίνης φύσεως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΜΦ. Αληθώς το θέμα της συζητήσεως ήτο
πρωτότυπον, αρχίζω δε και εγώ να διατίθεμαι ευθύμως από αυτήν την αλλόκοτην
κατηγορίαν. Ο δε άλλος τι είπε; Εσιώπησεν ή διέψευσε την κατηγορίαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚΙΝ. Κατ' αρχάς εφάνη ότι κατελήφθη υπό
εντροπής και δειλίας, όπως συμβαίνει συνήθως εις τους ευνούχους, και επί πολύ
εσιώπα και εκοκκίνιζε και ίδρωνεν επί τέλους δε με φωνήν λεπτήν και γυναικείαν
απήντησεν ότι δεν είχε δίκαιον ο Διοκλής ν' αποκλείη από την φιλοσοφίαν ένα
άνθρωπον διά τον λόγον ότι είνε ευνούχος, αφού και εις γυναίκας επιτρέπεται να
διδάσκωνται και να διδάσκουν φιλοσοφίαν και ως παραδείγματα ανέφερε την
Ασπασίαν, την Διοτίμαν και την Θαργηλίαν και κάποιον ακαδημαϊκόν Κελτόν,
ευνούχον, ο οποίος ολίγον προ των ημερών μας είχε διακριθή ως σοφιστής εις την
Ελλάδα. {85} Ο Διοκλής απήντησεν ότι και εκείνον, αν παρουσιάζετο και είχε τας
αυτάς αξιώσεις, θα απέκλειε, χωρίς να λογαριάση την υπόληψιν την οποίαν είχε
μεταξύ των πολλών. Ανέφερε δε και λόγους διαφόρους οίτινες είχον λεχθή και προς
εκείνον υπό των Στωικών και των Κυνικών σκωπτόντων την σωματικήν του
ατέλειαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Το ζήτημα λοιπόν ετίθετο προς τους δικαστάς αν
έπρεπε να γίνη δεκτός εις τον διαγωνισμόν ευνούχος αξιών να του ανατεθή η
διδασκαλία των νέων. Και ο μεν Διοκλής έλεγεν ότι ο φιλόσοφος πρέπει να έχη και
αρτιότητα σώματος και προ πάντων μεγάλην γενειάδα, η οποία να εμπνέη εις τους
προσερχομένους διά να διδαχθούν εμπιστοσύνην και να είνε αξία των δέκα χιλιάδων
δραχμών τας οποίας θα λαμβάνη από τον αυτοκράτορα• ο ευνούχος όμως είναι
χειρότερος και του βακήλου• {86}διότι ο μεν βάκηλος υπήρξε και επ' ολίγον καιρόν
εις την ζωήν του άνδρας, ενώ του ευνούχου απεκόπησαν ευθύς εξ αρχής τα ανδρικά
γνωρίσματα και μετεβλήθη εις ζώον αμφίβολον, όπως αι κορώναι, αι οποίαι ούτε εις
τας περιστεράς ούτε εις τους κόρακας συγκαταλέγονται.Ο δε άλλος αντέτεινεν ότι ο
αγών δεν ήτο περί σωματικών προτερημάτων,αλλ' έπρεπε να εξετασθούν τα προσόντα
του πνεύματος και του χαρακτήρος και η γνώσις των φιλοσοφικών δογμάτων• και
εκάλει ως μάρτυρα τον Αριστοτέλην, όστις τόσον θαυμασμόν έτρεφε προς τον
ευνούχον Ερμείαν, τον τύραννον της Ατάρνης, ώστε και θυσίας προσέφερεν εις αυτόν
ως θεόν. Ετόλμησε δε ο Βαγώας και να προσθέση ότι ο ευνούχος είνε πολύ
καταλληλότερος διά τους νέους διδάσκαλος,διότι δεν ηδύνατο να κινήση υποψίας,
ούτε να κατηγορηθή ως ο Σωκράτης ως διαφθείρων τους νέους. Επειδή δε ο αντίπαλός
του τον έσκωψε και διά το αγένειον πρόσωπόν του, έδωκε την εξής αστείαν, ως
τουλάχιστον την ενόμιζεν, απάντησιν• Εάν πρέπει να κρίνωμεν τους φιλοσόφους από
τα γένεια, τότε ο τράγος πρέπει να προτιμηθή από όλους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επειτα παρενέβη εις την συζήτησιν κάποιος
τρίτος—του οποίου το όνομα θα μου επιτρέψης ν' αποσιωπήσω—και είπε• Και όμως, ω
άνδρες δικασταί,εάν εκδυθή αυτός ο έχων το πρόσωπον άτριχον και την φωνήν
γυναικείαν και καθ' όλα τα άλλα ομοιάζων προς ευνούχον, θα παρουσιασθή πολύ
ανδρικός. Αν δεν είνε ψευδή όσα λέγονται περί αυτού, και ως μοιχός συνελήφθη
μίαν φοράν, «άρθρα εν άρθροις έχων» {87}, όπως λέγει ο νόμος του Σόλωνος• αλλά
τότε καταφυγών εις τον ευνούχον, ως εις κρησφύγετον, απελύθη, διότι οι δικασταί
επίστευσαν μάλλον εις την μορφήν του παρά εις την κατηγορίαν. Τώρα όμως μου
φαίνεται ότι είνε έτοιμος ν' αλλάξη γνώμην χάριν του μισθού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οι λόγοι ούτοι εκίνησαν γενικόν γέλωτα ως ήτο
επόμενον. Ο δε Βαγώας περισσότερον εταράσσετο, ήλλασσε χρώματα και ελούετο υπό
ψυχρού ιδρώτος. Ευρίσκετο εις αμηχανίαν, διότι και το έγκλημα της μοιχείας δεν
ηδύνατο ν' αποδεχθή και την κατηγορίαν ταύτην εθεώρει χρήσιμον εις τον παρόντα
αγώνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΜΦ. Αληθώς αστεία είνε όλα αυτά και
φαντάζομαι ότι θα εγελάσατε πολύ οι παριστάμενοι. Αλλά πώς ετελείωσεν η υπόθεσις
και τι απεφάσισαν οι δικασταί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Δεν εσυμφώνησαν όλοι, αλλ' οι μεν ήσαν της
γνώμης να τον εκδύσουν και να τον εξετάσουν όπως τους αγοραζομένους μούλους, διά
να πεισθούν αν ηδύνατο να φιλοσοφή διά των όρχεων, οι δε άλλοι επρότειναν κάτι
τι ακόμη αστειότερον, να καλέσουν γυναίκας εκ των εμπορευομένου τον έρωτα και να
του επιβάλουν να συνευρεθή με μίαν εξ αυτών, να παρίσταται δε είς εκ των
δικαστών, ο πρεσβύτερος και αξιοπιστότερος, διά να βεβαιωθή εάν φιλοσοφή.
Έπειτα, επειδή όλων τα εντόσθια είχον αρχίση να πονούν από τους σπασμούς του
γέλωτος,απεφάσισαν να παραπέμψουν την δίκην εις την Ιταλίαν. Τώρα δε, ως
λέγεται, ο Διοκλής γυμνάζεται εις την ρητορικήν και ετοιμάζει την κατηγορίαν και
ανακινεί την υπόθεσιν της μοιχείας. Πράττει δηλαδή ό,τι οι αδέξιοι δικηγόροι•
διότι προσπαθών ν' αποδείξη ότι ο αντίπαλός του είνε ανήρ, ενεργεί κατά του
συμφέροντός του. Ο δε Βαγώας εις άλλα, ως λέγεται, καταγίνεται• εξασκείται εις
τον ανδρισμόν και έχει την υπόθεσίν του διηνεκώς ανά χείρας, ελπίζων ότι εις το
τέλος θα νικήση, αν αποδείξη ότι δεν είνε κατώτερος των επιβητόρων όνων. Αυτή,
φαίνεται, φίλε μου, θεωρείται ως η ορθοτέρα αντίληψις της φιλοσοφίας και ως
αναμφισβήτητος απόδειξις. Ώστε και διά τον υιόν μου, ο οποίος είνε ακόμη πολύ
μικρός, θα ευχηθώ να έχη όχι το πνεύμα, ούτε την γλώσσαν, αλλά το αιδοίον
κατάλληλον διά την φιλοσοφίαν.</span><br />
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΒΙΟΣ ΤΟΥ
ΔΗΜΩΝΑΚΤΟΣ</span></h3>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Και η καθ ημάς εποχή
δεν υπήρξε παντελώς άγονος εις ανθρώπους σπουδαίους και αξιομνημονεύτους, όχι
μόνον διά την υπερφυσικήν σωματικήν δύναμιν, αλλά και διά την τελείαν σοφίαν•
εννοώ δε τον Βοιώτιον Σώστρατον, τον οποίον οι Έλληνες απεκάλουν και εθεώρουν
Ηρακλήν, και κυρίως τον φιλόσοφον Δημώνακτα. Τους εγνώρισα και τους εθαύμασα,
τον δεύτερον δε εξ αυτών, τον Δημώνακτα, και επί πολύ συνανεστράφην. Και όσον
μεν διά τον Σώστρατον εις άλλο βιβλίον {88}έκαμα λόγον περί του τεραστίου
αναστήματός του, περί της υπερβολικής του δυνάμεως, της υπαιθρίου επί του
Παρνασσού ζωής του, πως εκοιμάτο επί των χόρτων και έζη αγρίαν ζωήν και έπραττεν
έργα σύμφωνα προς το όνομά του φονεύων ληστάς, ανοίγων οδούς εις δύσβατα μέρη
και κατασκευάζων γεφύρας εις τας επικινδύνους διαβάσεις.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Είνε δε δίκαιον να γράψω τώρα και περί του
Δημώνακτος το μεν διά να μεταδώσω όσον δύναμαι εις τους μεταγενεστέρους την
μνήμην του, το δε διά να έχουν οι αγαθοί την φύσιν νέοι και προς την φιλοσοφίαν
ρέποντες παράδειγμα τελείας αρετής και εκ της εποχής μας και να μιμούνται
εκείνον όστις, ως εγνώρισα, υπήρξεν άριστος φιλόσοφος, και να μη αποβλέπουν
αποκλειστικώς και μόνον εις τα αρχαία υποδείγματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Δημώναξ κατήγετο εκ Κύπρου, από οικογένειαν
επιφανή, και διά την κοινωνικήν αυτής τάξιν και διά τον πλούτον. Αλλά
περιφρονήσας πάντα ταύτα και ποθήσας αγαθά ευγενέστερα, επεδόθη εις την
φιλοσοφίαν,χωρίς να παρακινηθή υπό του Αγαθοδούλου, ούτε του προ τούτου
υπάρξαντος Δημητρίου, ούτε του Επικτήτου• ήκουσε μεν την διδασκαλίαν όλων
τούτων, προσέτι δε και του Τιμοκράτους του Ηρακλεώτου, ανδρός σοφού
διακρινομένου και κατά την ευφράδειάν και κατά την σοφίαν,αλλ'εξ ιδίας κλίσεως
προς τα καλά και εμφύτου προς την φιλοσοφίαν αγάπης, ήτις εξεδηλώθη από της
παιδικής του ηλικίας, κατεφρόνησεν όλα τα ανθρώπινα αγαθά και εξ ολοκλήρου
αφωσιώθη εις την ελευθερίαν και την παρρησίαν. Υπήρξε δε ο βίος του ευθύς και τα
ήθη του αγνά και ανεπίληπτα και διά τους άλλους ήτο υπόδειγμα ο χαρακτήρ του και
η ειλικρίνεια των φιλοσοφικών του αρχών. Δεν έφθασε δε εις την φιλοσοφικήν
ταύτην τελειότητα χωρίς παρασκευήν και μάθησιν, αλλά και τους ποιητάς εμελέτησε
και τους περισσοτέρους εγνώριζεν από μνήμης και εις το λέγειν είχεν ασκηθή και
τα φιλοσοφικά δόγματα εγνώριζε κατά βάθος. Είχε προσέτι γυμνάση το σώμα του και
εξασκήση προς την καρτερίαν, η δε κυρία φροντίς αυτού ήτο να μη έχη ανάγκην
κανενός•διά τούτο και όταν ενόησεν ότι δεν ηδύνατο πλέον να επαρκή εις εαυτόν,
απήλθεν εκουσίως εκ της ζωής, αφήσας μεγάλην υπόληψιν εις τους αρίστους των
Ελλήνων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν περιωρίσθη δε εις έν είδος φιλοσοφίας, αλλ'
αναμίξας διάφορα δεν εφαίνετο εις ποίον εξ αυτών έδιδε την προτίμησίν του•
φαίνεται όμως ότι κάπως περισσότερον απέκλινε προς την Σωκρατικήν
φιλοσοφίαν,μολονότι κατά το ένδυμα και την απλότητα του βίου εφαίνετο μιμούμενος
τον Διογένην, χωρίς όμως να επιτηδεύη παράξενον τρόπον βίου διά να θαυμάζεται
και κινή την περιέργειαν• Έζη όπως όλοι και συνανεστρέφετο τους πάντας με
αφέλειαν, χωρίς την ελαχίστην έπαρσιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Την ειρωνείαν του Σωκράτους δεν μετεχειρίζετο,
αλλ' αι ομιλίαι του ήσαν πλήρεις αττικής χάριτος, ούτως ώστε οι
συναναστρεφόμενοι αυτόν ούτε τον κατεφρόνουν ως χυδαίον, ούτε τας επιτιμήσεις
του απέφευγον ως άγαν αυστηράς, αλλ' απήρχοντο καταγοητευμένοι,
κοσμιώτεροι,ευθυμότεροι και αισιόδοξοι. Ουδέποτε τον είδε κανείς να φωνάζη, να
φιλονεική με πείσμα ή ν' αγανακτή, και όταν ακόμη ευρίσκετο εις την ανάγκην να
επιπλήξη κανένα• αλλά τα μεν σφάλματα κατέκρινε, προς δε τους σφάλλοντας ήτο
επιεικής, μιμούμενος τους ιατρούς, οι οποίοι θεραπεύουν τα νοσήματα, αλλά δεν
οργίζονται κατά των αρρώστων.Εφρόνει ότι το σφάλμα είνε ανθρώπινον, θείον δε ή
άξιον ανθρώπου ισοθέου το να διορθώνη τους σφάλλοντας. Τοιούτον βίον ζων, διά
μεν τον εαυτόν του δεν είχε καμμίαν ανάγκην, τους φίλους του όμως εβοήθει• και
εις εκείνους μεν εξ αυτών οίτινες ενόμιζον ότι ευτυχούν υπενθύμιζεν ότι διά
πρόσκαιρα αγαθά υπερηφανεύονται, εκείνους δε οι οποίοι εθλίβοντο ένεκα πενίας ή
ελυπούντο δι' εξορίαν ή παρεπονούντο διά γήρας ή διά νόσημα, παρηγόρει με
φαιδρότητα λέγων• Δεν βλέπετε ότι εντός ολίγου θα τελειώσουν αυτά τα οποία σας
λυπούν, θα επέλθη δε λήθη και των ευτυχημάτων και των δεινοπαθημάτων και όλοι θα
φθάσωμεν εις αιωνίαν ελευθερίαν; Εφρόντιζε να συμφιλιώνη αδελφούς διχονοούντας
και να επαναφέρη την ειρήνην μεταξύ των γυναικών και των συζύγων.Συνέβη δε και
ν' απευθύνη με ευφράδειαν παραινέσεις προς λαούς στασιάζοντας και να τους πείση
να έλθουν εις μετριοπαθέστερα αισθήματα χάριν της πατρίδος. Τοιούτος ήτο ο
τρόπος της φιλοσοφίας του, πράος και ήμερος και φαιδρός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τον ελύπει μόνον ασθένεια ή θάνατος φίλου,
διότι ως μέγιστον των ανθρωπίνων αγαθών εθεώρει την φιλίαν. Διά τούτο ήτο φίλος
προς όλους και δεν υπήρχε κανείς τον οποίον να μη εθεώρει οικείον, αφού ήτο
άνθρωπος. Δεν απέφευγε δε την συναναστροφήν κανενός και μόνον από εκείνους
απεμακρύνετο των οποίων η διαφθορά τού εφαίνετο αθεράπευτος.Πάντα δε ταύτα
έπραττε και έλεγε μετά χάριτος και καλωσύνης και, ως ο κωμικός ποιητής είπε,
πάντοτε η πειθώ εκάθητο επί των χειλέων του.Διά τούτο και ο λαός όλος των Αθηνών
και οι άρχοντες τον εθαύμαζον καθ' υπερβολήν και τον εθεώρουν ως πρόσωπον
εξαιρετικόν. Το βέβαιον είνε ότι κατ' αρχάς ηνόχλει τους περισσοτέρους η
ειλικρίνεια του και εκίνησεν εναντίον του μίσος όχι μικρότερον εκείνου το οποίον
κατέστρεψε τον Σωκράτην, συνώμοσαν δε και κατ' αυτού διάφοροι Άνυτοι και Μέλητοι
και του απέδιδον τας αυτάς κατηγορίας, ότι δεν τον είδε κανείς ποτε να προσφέρη
θυσίαν και ότι μόνος εξ όλων δεν είχε μυηθή εις τα Ελευσίνια μυστήρια. Τότε
εφόρεσε καθαρόν ένδυμα, έθεσε στέφανον επί της κεφαλής του και, εμφανισθείς με
θάρρος εις την συνέλευσιν του λαού, απελογήθη διά τα μεν με γλυκύτητα, διά τα δε
τραχύτερον ή όσον ήθελε. Διά την κατηγορίαν ότι δεν προσέφερέ ποτε θυσίαν εις
την Αθηνάν είπε• Μη απορείτε, ω άνδρες Αθηναίοι, εάν δεν της προσέφερα θυσίαν
έως τώρα, διότι ενόμιζα ότι δεν έχει ανάγκην από τας θυσίας μου. Διά δε την
άλλην κατηγορίαν, την περί των μυστηρίων,είπεν ότι δεν ηθέλησε να μυηθή εις αυτά
σκεπτόμενος ότι, αν μεν εις τα μυστήρια εγίνοντο πράξεις κακαί, δεν θα ηδύνατο
να τας αποσιωπήση προς τους αμυήτους, αλλά θα τους απέτρεπεν από αυτά• εάν δε
ήσαν καλά, θα τ' απεκάλυπτεν εις όλους εκ φιλανθρωπίας. Ώστε οι Αθηναίοι,ενώ
είχον ετοιμασθή να τον λιθοβολήσουν, κατεπραΰνθησαν αμέσως και διετέθησαν
συμπαθώς προς αυτόν, έκτοτε δε ήρχισαν να τον σέβωνται και έφθασαν να τον
θαυμάζουν, καίτοι ο προς αυτούς λόγος του ήρχισε με τραχύ προοίμιον• Άνδρες
Αθηναίοι, είπε, έρχομαι προς υμάς στεφανωμένος ως σφάγιον και δύνασθε να
θυσιάσετε και εμέ, διότι προ πολλού δεν ετελέσατε θυσίας υπό αισίους
οιωνούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τώρα θα αναφέρω τινά εξ όσων είπεν ευστόχως και
ευφυώς• νομίζω δε πρέπον ν' αρχίσω από τον Φαβωρίνον {89} και εξ εκείνων τα
οποία προς αυτόν είπεν ο Δημώναξ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν ο σοφιστής εκείνος ήκουσε παρά τινος ότι ο
Δημώναξ έσκωπτε τας ομιλίας του και μάλιστα τας μελωδίας τας οποίους
παρενέβαλλεν εις αυτάς, και κατηγόρει τούτο ως θηλυπρεπές και ανάρμοστον εις την
φιλοσοφίαν, μετέβη προς τον Δημώνακτα και του είπε ποίος ήτο αυτός ο οποίος
εχλεύαζε τους λόγους του. Άνθρωπος, απήντησεν ο Δημώναξ, του οποίου τα ώτα δεν
απατώνται. Επιμένοντος δε του σοφιστού και ερωτώντος τον Δημώνακτα• ποία εφόδια
έχεις, συ ο αστείος διά να διατείνεσαι ότι είσαι φιλόσοφος; Όρχεις, απήντησεν ο
Δημώναξ. Άλλην φοράν ο αυτός ηρώτα τον Δημώνακτα ποίον φιλοσοφικόν σύστημα
προτιμά.Εκείνος δε απήντησε• ποίος σου είπεν ότι φιλοσοφώ; Και απομακρυνόμενος
εγέλασε δυνατά• ερωτήσαντος δε του άλλου διατί γελά,Διότι θέλεις να διακρίνωνται
οι φιλόσοφοι από τα γένεια, ενώ συ είσαι σπανός. Μίαν φοράν ο Σιδώνιος, ο οποίος
υπήρξε σοφιστής εκ των ευδοκίμων εις τας Αθήνας, έλεγε περί του εαυτού του ότι
εδοκίμασε και εγνώρισε πάσαν φιλοσοφίαν• αλλά μάλλον ας επαναλάβωμεν αυτούς τους
λόγους του• εάν ο Αριστοτέλης με καλέση, έλεγε, θα τον ακολουθήσω εις το Λύκειον
αν ο Πλάτων, θα μεταβώ εις την ακαδημίαν• αν ο Ζήνων, θα διατρίψω εις την
Ποικίλην Στοάν αν ο Πυθαγόρας με καλέση, θα σιωπήσω.Τότε εσηκώθη εκ του μέσου
των ακροατών ο Δημώναξ και του είπεν• Ο Πυθαγόρας λοιπόν σε καλεί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν δε ο Πύθων, νεανίσκος ωραίος, και υιός
πλουσίου Μακέδόνος, τον παρηνώχλει και του απηύθυνε μίαν ερώτησιν σοφιστικήν και
επέμενε ζητών την λύσιν, Εκείνο το οποίον γνωρίζω, παιδί μου, του είπε, είνε ότι
είσαι τετραπερασμένος. Επειδή δε ο νέος εθύμωσε διά το διφορούμενον εκείνο
σκώμμα {90} και του είπεν απειλητικώς, θα σου δείξω τώρα αμέσως τον άνδρα, ο
Δημώναξ εγέλασε και ηρώτησεν• ώστε έχεις άνδρα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Είχεν εμπαίξη ένα αθλητήν Ολυμπιονίκην, ο
οποίος παρουσιάσθη με ένδυμα χρωματιστόν, ο δε αθλητής τον εκτύπησε με πέτραν
εις την κεφαλήν, και το αίμα ήρχισε να τρέχη. Οι παρόντες ηγανάκτησαν, ως εάν
αυτοί εκτυπήθησαν, και εφώναζαν να υπάγουν εις τον ανθύπατον, ο δε Δημώναξ, όχι,
είπεν, εις τον ανθύπατον, αλλ' εις τον ιατρόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Άλλοτε εύρε καθ' οδόν δακτύλιον και διά
τοιχοκολλήσεως εις την αγοράν εζήτει εκείνον όστις τον έχασε να προσέλθη, να
είπη το βάρος του δακτυλίου, το είδος και την σφραγίδα του δακτυλιολίθου διά να
τον λάβη• μετέβη λοιπόν κάποιος ευειδής νεανίσκος, διατεινόμενος ότι αυτός
απώλεσε τον δακτύλιον. Αλλ' επειδή ο Δημώναξ είδεν ότι εψεύδετο, του είπε•
Πήγαινε, παιδί μου, και φύλαττε τον δακτύλιον σου, διότι δακτυλίδι δεν
έχασες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κάποιος Ρωμαίος γερουσιαστής, παρεπιδημών εις
τας Αθήνας, παρουσίασεν εις τον Δημώνακτα τον υιόν του, νέον ωραιότατον, αλλά
θηλυπρεπή και μαλθακόν, και του είπε• Σε χαιρετά ο υιός μου. Ωραίος είνε, είπεν
ο Δημώναξ, άξιος σου και όμοιος προς την μετέρα του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έλεγεν ότι κάποιος Κυνικός φιλόσοφος, ο οποίος
είχεν ως ένδυμα δέρμα άρκτου, έπρεπε να ονομάζεται όχι Ονωράτος, όπως ελέγετο,
αλλ'Αρκτεσίλαος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ερωτηθείς υπό τινος πώς ορίζει την ευτυχίαν,
απήντησεν ότι μόνον τον ελεύθερον θεωρεί ευδαίμονα. Αλλ' ελεύθεροι είνε πολλοί,
είπεν ο άλλος. Εκείνον, είπεν ο Δημώναξ, θεωρώ ελεύθερον, όστις ούτε ελπίζει τι,
ούτε φοβείται. Και πώς είνε δυνατόν τούτο, είπεν ο άλλος, αφού όλοι είμεθα
δούλοι αυτών των δύο αισθημάτων; Και όμως, απήντησεν ο Δημώναξ, αν εξετάσης κατά
βάθος τα ανθρώπινα πράγματα, θα ίδης ότι ούτε ελπίδος ούτε φόβου είνε άξια,
καθότι πάντως θα λήξουν και τα λυπηρά και τα ευχάριστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Περεγρίνος ο Πρωτεύς τον επέπληττε, διότι ως
επί το πλείστον εγέλα και έσκωπτε, και του έλεγε• Δημώναξ, δεν γίνεσαι ολίγον
κυνικός;{91}Ο Δημώναξ του απεκρίθη• Και συ Περεγρίνε, δεν γίνεσαι ολίγον
άνθρωπος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν δε κάποιος φυσικός ωμίλει περί των
αντιπόδων, ο Δημώναξ τον παρέλαβε και τον ωδήγησεν εις έν φρέαρ, δείξας δε την
σκιάν ήτις εφαίνετο εις τον νερόν, ηρώτησε• Μήπως τοιούτους εννοείς τους
αντίποδας;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και προς ένα όστις έλεγεν ότι ήτο μάγος
και εγνώριζεν εξορκισμούς διά των οποίων ηδύνατο να πείση οιονδήποτε και να λάβη
παρ' αυτού όσα ήθελε, Και εγώ, είπεν, είμαι ομότεχνός σου, και αν θέλης,
ακολούθησε με εις την αρτοπόλιδα και θα ίδης ότι δι' ενός εξορκισμού και μικρού
μαγικού μέσου θα την πείσω να μου δώση ψωμιά,εννοών ότι το νόμισμα είνε
ισοδύναμον με εξορκισμόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν ο Ηρώδης ο περίφημος επένθει τον αγαπητόν
του μαθητήν Πολυδεύκην, όστις απέθανε προώρως, και διέτασσε να του ετοιμάζουν
όχημα και ίππους, ως εάν επρόκειτο ο νεκρός να τους μεταχειρισθή, και να
παρασκευάζουν δι' αυτόν δείπνον, ο Δημώναξ μετέβη και του είπε•Σου φέρω
επιστολήν από τον Πολυδεύκην. Ο Ηρώδης εχάρη, νομίζων ότι όπως οι άλλοι και ο
Δημώναξ εκολάκευε τας ανοησίας της θλίψεώς του και είπε. Λοιπόν, Δημώναξ, τι
ζητεί ο Πολυδεύκης; Παραπονείται ότι ακόμη δεν επήγες να τον εύρης. Ο ίδιος
πενθών τον αποθανόντα υιόν του έμενε κατάκλειστος• τότε δε μετέβη προς αυτόν ο
Δημώναξ και του είπεν ότι είνε μάγος και ηδύνατο να καλέση την σκιάν του υιού
του εκ του άδου, εάν του ανέφερε και μόνον τρεις ανθρώπους οι οποίοι δεν
έκλαυσαν ποτέ κανένα. Επειδή δε ο Ηρώδης ευρέθη εις απορίαν και επί πολύ δεν
ηδύνατο να δώση απάντησιν— διότι δεν είχε, φαίνεται, κανένα τοιούτον ν'
αναφέρη—Λοιπόν, γελοίε, του είπε, πώς νομίζεις ότι συ μόνος πάσχεις αφόρητα, ενώ
βλέπεις ότι κανείς δεν είνε απηλλαγμένος θλίψεων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έσκωπτε συνήθως και εκείνους οίτινες εις τας
ομιλίας των μετεχειρίζοντο πολύ αρχαίας και ασυνήθεις λέξεις, προς ένα δε εκ
τούτων, όστις εις ερώτησίν του απήντησεν εις υπεραττικίζουσαν γλώσσαν, είπεν•
Εγώ, φίλε μου, σε ηρώτησα σήμερον και συ μου απαντάς από την εποχήν του
Αγαμέμνονος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν είς εκ των φίλων του τον εκάλεσε να
μεταβούν εις τον ναόν του Ασκληπιού και προσευχηθούν, Πολύ κουφόν, είπε,
νομίζεις τον Ασκληπιόν, εάν δεν δύναται να μας ακούση και απ' εδώ
προσευχομένους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν ποτέ είδε δύο φιλοσόφους αμαθεστάτους,
οίτινες συνεζήτουν αλληλοϋβριζόμενοι και ο μεν απηύθυνεν ανοήτους ερωτήσεις, ο
δε άλλος απήντα παραλόγως, Δεν σας φαίνεται, φίλοι μου, είπε προς τους
παρισταμένους, ότι ο μεν είς εκ τούτων αμέλγει τράγον, ο δε άλλος κρατεί από
κάτω κόσκινον διά να δεχθή το γάλα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Αγαθοκλής ο περιπατητικός έλεγεν
υπερηφανευόμενος ότι είνε ο μόνος και ο πρώτος εκ των διαλεκτικών• ο δε Δημώναξ
του είπεν• Αλλ' αν,Αγαθοκλή, είσαι ο πρώτος, δεν είσαι ο μόνος, εάν δε είσαι ο
μόνος δεν είσαι πρώτος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν ο Κέθηγος ο πρώην ύπατος μεταβαίνων εις
την Ασίαν ως πρεσβευτής προς τον πατέρα του, διήλθεν εξ Ελλάδος και έλεγε και
έπραττε πολλά γελοία, κάποιος εκ των φίλων του Δημώνακτος είπε• Μέγα κάθαρμα
είνε αυτός. Μα τον Δία, απήντησεν ο Δημώναξ, ούτε μέγα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν δε είδε τον φιλόσοφον Απολλώνιον
προπεμπόμενον υπό πολυαρίθμων μαθητών — ανεχώρει δε κληθείς υπό του βασιλέως εις
Ρώμην διά να τον έχη σύντροφον και διδάσκαλον,— είπεν• Ιδού ο Απολλώνιος και οι
Αργοναύται του. {92}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ερωτηθείς αν η ψυχή είνε αθάνατος, Όπως και όλα
τα άλλα, απήντησε.Περί δε του Ηρώδου έλεγεν ότι εις αυτόν εφηρμόζετο το λεχθέν
υπό του Πλάτωνος, ότι δεν έχομεν μίαν μόνον ψυχήν, διότι δεν θα ήτο η αυτή ψυχή
ήτις παρέθετε γεύματα εις την Ρηγίλην και τον Πολυδεύκην, ως να ήσαν ζώντες, και
η οποία συνέθετε τόσον ωραίους λόγους. {93} Ετόλμησε δέ ποτε και να ερωτήση
δημοσία τους Αθηναίους, όταν ήκουσε την προκήρυξιν διά την τελετήν των
Ελευσινίων μυστηρίων, διά ποίαν αιτίαν απέκλειον από τα μυστήρια ταύτα τους
βαρβάρους, ενώ ο ιδρύσας αυτά Εύμολπος ήτο βάρβαρος και Θραξ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Παρεσκευάζετο μίαν φοράν να ταξειδεύση εν καιρώ
χειμώνος και είς εκ των φίλων του, Δεν φοβείσαι, του είπε, μήπως ναυαγήση το
πλοίον και σε φαν τα ψάρια; Και δεν θα ήτο αχαριστία, απήντησε, να μη θέλω να με
φάγουν τα ψάρια, αφού εγώ τόσα ψάρια έχω φάγη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ένα ρήτορα, ο οποίος πολύ κακώς ωμίλησε,
συνεβούλευσε να μελετά και να γυμνάζεται• ο δε ρήτωρ είπε• Πάντοτε απαγγέλλω
μόνος μου. Επόμενον λοιπόν είνε να ομιλής τόσον άσχημα αφού έχεις τόσον μωρόν
ακροατήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ιδών δέ ποτε ένα μάντιν, όστις έδιδε τας
μαντείας του επί πληρωμή,Δεν εννοώ, του είπε, διατί ζητείς πληρωμήν• εάν θέλης
να πληρώνεσαι ως δυνάμενος να μεταβάλλης τα προωρισμένα υπό των Μοιρών, όσα και
αν ζητήσης θα είνε ολίγα• εάν δε όλα θα γίνουν όπως ο θεός ώρισε, τι αξίαν έχει
η μαντική σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν δε μίαν φοράν κάποιος Ρωμαίος, γέρων και
σωματώδης, επεδείκνυε προς αυτόν την δεξιότητα του εις τους ξιφισμούς, κτυπών
διά του ξίφους εις πάσσαλον, και τον ηρώτα πώς του εφαίνετο ως
ξιφομάχος,Λαμπρός, του είπε, αν έχης ξύλινον ανταγωνιστήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και εις τας δυσκόλους ερωτήσεις είχε πολύ
ευστόχους απαντήσεις•όταν δε κάποιος τον ηρώτησε διά να γελάση με την αμηχανίαν
του• Εάν καύσω ξύλα χιλίων μνων, Δημώναξ, πόσων μνων καπνός θα γίνη;
Ζύγισε,απήντησεν ο Δημώναξ, την στάκτην και όλον το υπόλοιπον θα είνε
καπνός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κάποιος Πολύβιος, πολύ απαίδευτος και
σολοικίζων εις την γλώσσαν άνθρωπος, είπεν• Ο βασιλεύς μ' ετίμησε με την
Ρωμαϊκήν πολιτείαν,θέλων να είπη με την Ρωμαϊκήν πολιτογράφησιν. Ο δε Δημώναξ
του είπεν•Είθε να σ' έκαμνε μάλλον Έλληνα παρά Ρωμαίον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ιδών ένα εκ των κομψευομένων υπερηφανευόμενον
διά το πλάτος της πορφύρας, ήτις εστόλιζεν ως παρυφή το ένδυμά του, έσκυψε και
του εψιθύρισεν εις το ους, εγγίσας το ένδυμά του• Αυτό πριν από σε το εφόρει
πρόβατον και ήτο πρόβατον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Προκειμένου να λουσθή, εδίσταζε να εισέλθη εις
το νερόν, επειδή ήτο καθ' υπερβολήν ζεστόν• κάποιος δε παριστάμενος τον
κατηγόρησεν ως δειλόν. Δεν μου λες, είπεν ο Δημώναξ, εάν καώ, υπέρ πατρίδος θα
το πάθω;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τι φρονείς περί του κάτω κόσμου; τον ηρώτησέ
τις. Περίμενε, απήντησε,και άμα πάω θα σου γράψω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κάποιος Άδμητος, ασήμαντος ποιητής, έλεγεν ότι
έγραψε μονόστιχον επίγραμμα, το οποίον άφηνε παραγγελίαν να χαραχθή επί της
στήλης του τάφου του• ιδού δε και το επίγραμμα:</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Γαία λαβ' Αδμήτου έλυτρον, βη δ' εις θεόν αυτός
{94}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και ο Δημώναξ γελάσας είπε• Τόσον ωραίον είνε,
Άδμητε, το επίγραμμα,ώστε ήθελα να είχεν ήδη χαραχθή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν τις είδεν εις τας κνήμας του τα συνήθη του
γήρατος αποτελέσματα,ηρώτησε• Τι είνε αυτά, Δημώναξ; Ο δε φιλόσοφος μειδιάσας, Ο
Χάρων μ'εδάγκωσεν, είπεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ιδών ένα Λακεδαιμόνιον να μαστιγώνη τον δούλον
του, Τι κάνεις εκεί;του είπεν• Ομότιμόν σου αναδεικνύεις τον δούλον;
{95}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κάποια Δανάη είχε δίκην με τον αδελφόν της, και
ο Δημώναξ της είπε•Μη φοβηθής να υποβληθής εις κρίσιν, αφού δεν είσαι η Δανάη η
θυγάτηρ του Ακρισίου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κατεδίωκε με τα σκώμματά του προ πάντων
εκείνους οίτινες εφιλοσόφουν προς επίδειξιν και όχι χάριν της αληθείας• ιδών δε
ένα Κυνικόν, όστις εφόρει φιλοσοφικόν τρίβωνα και είχε πήραν, αλλ' αντί
βακτηρίας εκράτει γουδοκόπανον και εκραύγαζε λέγων ότι είνε οπαδός του
Αντισθένους, του Κράτητος και του Διογένους, Μη ψεύδεσαι, του είπε,διότι είσαι
μαθητής του Υπερίδου. {96} Όταν έβλεπε πολλούς των αθλητών να παραβαίνουν τους
κανόνας και να δάκνουν κατά το αγώνισμα του παγκρατίου, έλεγε, Πολύ δικαίως οι
εξυμνούντες τους σημερινούς αθλητάς τους αποκαλούν λέοντας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έξυπνον δε και δηκτικόν ήτο και εκείνο το
οποίον είπε προς τον ανθύπατον, ο οποίος ήτο εκ των θηλυπρεπών, οίτινες μαδούν
τα σκέλη και το σώμα ολόκληρον. Κάποιος Κυνικός είχεν αναβή εις πέτραν και
κατηγόρει τον άνθύπατον διά τούτο και τον απεκάλει κίναιδον, και ο ανθύπατος
οργισθείς ήτο έτοιμος να διατάξη να τον μαστιγώσουν μέχρι θανάτου ή να τον
εξορίση. Ο δε Δημώναξ παρατυχών παρεκάλεσε τον ανθύπατον να τον συγχωρήση,
καθότι ήτο συνήθεια και κανών των Κυνικών να μεταχειρίζωνται θρασείαν γλώσσαν.
Ας είνε, είπεν ο ανθύπατος, προς χάριν σου• αλλ' εάν το επαναλάβη, τι πρέπει να
πάθη; Και ο Δημώναξ απήντησε• Διάταξε τότε να μαδηθή και αυτός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν δε κάποιος, εις τον οποίον ο βασιλεύς
ενεπιστεύθη την διοίκησιν στρατευμάτων και μιας χώρας εκ των μεγαλειτέρων,
ηρώτησε τον Δημώνακτα πώς έπρεπε να κυβερνήση, Χωρίς θυμόν, απήντησεν ο
φιλόσοφος. Να λέγης ολίγα και ν' ακούης πολλά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν άλλος τον ηρώτησεν εάν και αυτός τρώγη
τηγανίτες, Νομίζεις,είπεν, ότι η μέλισσες κατασκευάζουν το μέλι διά τους
μωρούς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ιδών δε εις την Ποικίλην Στοάν ανδριάντα του
οποίου η χειρ είχε αποκοπή, Αργά, είπεν, οι Αθηναίοι ετίμησαν τον Κυναίγειρον με
ανδριάντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν είδε τον Ρουφίνον τον Κύπριον — εννοώ τον
χωλόν Περιπατητικόν —να περιπατή εις το Λύκειον, είπε• Δεν γνωρίζω τίποτε
αναισχυντότερον από χωλόν Περιπατητικόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μίαν φοράν ο Επίκτητος τον επέπληττε και
συγχρόνως τον συνεβούλευσε να συνάψη γάμον και να τεκνοποιήση. Αυτός δε του
απέδωκε την επίπληξιν απαντήσας• Να μου δώσης μίαν από τας θυγατέρας
σου,Επίκτητε. {97}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Άξιον δε απομνημονεύσεως είνε και εκείνο το
οποίον είπε προς τον Αριστοτελικόν φιλόσοφον Ερμίνον• διότι γνωρίζων ότι ήτο
φαυλότατος και έπραττε παντός είδους κακά, τον ήκουε δε να έχη εις το στόμα του
διηνεκώς τον Αριστοτέλην και τας Δέκα Κατηγορίας, {98} του είπεν•Ερμίνε, αληθώς
είσαι άξιος δέκα κατηγοριών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οι Αθηναίοι μιμούμενοι τους Κορινθίους
εσκέπτοντο να ιδρύσουν και αυτοί θέατρον μονομάχων. Αλλ' εμφανισθείς ο Δημώναξ
εις την συνέλευσιν είπε• Πριν λάβετε τοιαύτην απόφασιν, Αθηναίοι, πρέπει να
καταλύσετε τον βωμόν του Ελέου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν ποτέ μετέβη εις Ολυμπίαν, οι Ηλείοι
εψήφισαν να του ιδρύσουν χαλκούν ανδριάντα, αλλ' αυτός τους απέτρεψεν ειπών•
Ούτω θα φανήτε ότι υβρίζετε τους προγόνους σας, αφού μήτε εις τον Σωκράτην, μήτε
εις τον Διογένην έστησαν εκείνοι ανδριάντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ήκουσα δε αυτόν να λέγη και προς ένα νομομαθή,
ότι οι νόμοι κινδυνεύουν να είνε άχρηστοι, είτε διά τους κακούς, είτε διά τους
χρηστούς γίνονται• διότι οι μεν καλοί δεν έχουν ανάγκην νόμων, οι δε κακοί δεν
γίνονται καλλίτεροι υπό των νόμων. Εκ των στίχων δε του Ομήρου επανελάμβανε
συνήθως τον εξής•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κάτθαν' ομώς ότ' αεργός ανήρ ότε πολλά
εοργώς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τον Θερσίτην εθεώρει ως καλόν Κυνικόν ρήτορα.
Ερωτηθείς δε μίαν φοράν, ποίος εκ των φιλοσόφων του αρέσει, είπε• Όλοι είνε
θαυμαστοί•αλλ' εγώ λατρεύω τον Σωκράτην, θαυμάζω τον Διογένην και αγαπώ τον
Αρίστιππον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έζησεν εκατόν σχεδόν έτη, χωρίς νοσήματα και
λύπας, χωρίς να ενοχλήση ή να ζητήση παρά κανενός τίποτε, χρήσιμος εις τους
φίλους και ουδένα αποκτήσας ποτέ εχθρόν. Τόσην δε αγάπην έτρεφον προς αυτόν οι
Αθηναίοι και όλοι οι Ελληνες, ώστε όταν διέβαινεν εσηκώνοντο οι άρχοντες, όλοι
δε εσιώπων. Κατά δε τα τέλη του βίου του, όταν πλέον ήτο υπέργηρως,εδείπνει και
εκοιμάτο απρόσκλητος εις οιανδήποτε οικίαν ήθελεν•εκείνοι δε οίτινες εδέχοντο
την επίσκεψίν του, την εθεώρουν περίπου θείαν εμφάνισιν και ως ευτυχή οιωνόν.
Όταν δε μετέβαινεν εις την αγοράν, αι αρτοπώλιδες εφιλονείκουν μεταξύ των, διότι
εκείνη ήτις θα του έδιδεν άρτον, το εθεώρει ευτυχίαν και όλαι ήθελον να του
δίδουν.Αλλά και τα παιδία τού προσέφερον οπωρικά και τον ωνόμαζον πατέρα.Όταν δέ
ποτε συνέβη εις τας Αθήνας στάσις, εισήλθεν εις την συνέλευσιν του λαού και
μόνον η εμφάνισίς του επέβαλε σιγήν. Ιδών δε ότι ειρήνευσαν, απήλθε χωρίς να
είπη τίποτε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν είδεν ότι δεν ηδύνατο πλέον να επαρκή εις
τας ανάγκας της ζωής,είπε προς τους παρόντας φίλους του τους στίχους διά των
οποίων οι κήρυκες αναγγέλλουν το τέλος των αγώνων•</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Λήγει μεν αγών των
καλλίστων άθλων ταμίας, καιρός δε καλεί μηκέτι μέλλειν {99}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Και παραιτηθείς πάσης τροφής απήλθεν εκ του
βίου φαιδρός, όπως πάντοτε εφαίνετο προς τους συναναστρεφομένους
αυτόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μικρόν προ του θανάτου του, κάποιος τον
ηρώτησε• Περί ταφής τι παραγγέλλεις; Μη σκοτίζεσθε δι' αυτό, είπε, διότι η οσμή
θα με θάψη.— Και δεν είνε εντροπή, είπεν ο άλλος να γίνη το σώμα ενός τοιούτου
ανθρώπου τροφή των ορνέων και των σκύλων; — Τόσω το καλλίτερον,απήντησεν ο
φιλόσοφος, αν γίνω και μετά θάνατον χρήσιμος εις μερικά ζώα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οι Αθηναίοι τον έθαψαν μεγαλοπρεπώς και διά
δημοσίας δαπάνης και επί πολύ τον επένθησαν. Το δε λίθινον κάθισμα, όπου
συνείθιζε να αναπαύεται οσάκις εκουράζετο, επροσκύνουν και εστόλιζον με
στεφάνους προς τιμήν του φιλοσόφου, θεωρούντες ιεράν και την πέτραν επί της
οποίας εκάθητο. Την κηδείαν του συνώδευσαν όλοι, μάλιστα οι φιλόσοφοι, οίτινες
και εσήκωσαν και μετέφεραν το πτώμα του μέχρι του τάφου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά τα ολίγα εκ των πολλών του ανεκδότων
απεμνημόνευσα• αλλά και εκ τούτων δύνανται οι αναγινώσκοντες να κρίνουν οποίος
υπήρξεν ο άνθρωπος εκείνος.</span><br />
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡΩΝ Ή
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΝΤΕΣ</span></h3>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ερμής και
Χάρων.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜΗΣ. Τι γελάς, Χάρων, και διατί αφήκες το
πλοίον σου και ήλθες εδώ,ενώ δεν συνειθίζεις νανεβαίνης εις τον επάνω
κόσμον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡΩΝ Επεθύμησα, ω Ερμή, να ίδω πώς είνε τα
πράγματα της ζωής και τι πράττουν οι άνθρωποι, αλλά προ πάντων τι χάνουν, όταν
πεθαίνουν, και μας έρχωνται κάτω όλοι με κλάμματα• διότι κανείς δεν κάνει αυτό
το ταξείδι χωρίς δάκρυα. Εζήτησα λοιπόν από τον βασιλέα του Άδου άδειαν μιας
ημέρας και, όπως ο Θεσσαλός εκείνος νέος {100}, ανέβηκα εις το φως. Σε συναντώ
δε εις κατάλληλον στιγμήν, διότι δεν αμφιβάλλω ότι θα μου χρησιμεύσης ως ξεναγός
και θα με συνοδεύσης διά να μου δείξης τα καθέκαστα, ώστε να τα ίδω
όλα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δεν έχω καιρόν, πορθμεύ• διότι έχω να
εκτελέσω μίαν παραγγελίαν του Διός διά την γην• ξέρεις δε πόσον οξύθυμος είνε
και φοβούμαι μήπως αν βραδύνω με καταδικάση να μένω παντοτινά κάτω εις το σκότος
ή, όπως προ καιρού τον Ήφαιστον, μ' αρπάξη από το πόδι και με πετάξη κάτω, από
τον ουρανόν κι' έπειτα θα χωλαίνω και θα γελούν και για μένα οι
άλλοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Θα μ' αφήσης λοιπόν να γυρίζω εις την γην
χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω, ενώ είμαι φίλος σου και σύντροφος εις την μεταφοράν
των νεκρών; Αλλ' έπρεπε να θυμάσαι, υιέ της Μαίας, τουλάχιστον ότι ποτέ δεν σ'
έβαλα ν' αδειάζης νερό ή να τραβάς κουπί, αλλά σε αφίνω και ροχαλίζεις
ξαπλωμένος στο κατάστρωμα, ενώ έχεις χέρια τόσον δυνατά, ή αν εύρης κανένα
φλύαρον νεκρόν κάθεσαι και κουβεντιάζετε εις όλον το ταξείδι, εγώ δε, αν και
γέρος, τραβώ μόνος και τα δύο κουπιά. Να χαρής τον πατέρα σου, αγαπητέ μου μικρέ
Ερμή, μη μ' αφήσης, αλλ'οδήγησέ με να δω πώς ζουν οι άνθρωποι, διά να μη γυρίσω
άπρακτος•διότι εάν συ δεν με βοηθήσης δεν θα διαφέρω από τυφλόν• όπως εκείνοι
δεν βλέπουν και σκοντάφτουν εις το σκότος, ούτω και εγώ δεν καλοβλέπω εις το
φως. Έλα λοιπόν, Κυλλήνιε, και δεν θα λησμονήσω ποτέ αυτήν την χάριν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Θα γείνης αφορμή να φάω ξύλο• περί τούτου
είμαι βέβαιος, αλλά τι να κάμω; Όταν ένας φίλος με παρακαλή τόσον επιμόνως,
μπορώ ν'αποφύγω; Αλλά να ίδης όλα τα καθέκαστα ακριβώς είνε αδύνατον,
Χάρων•διότι αυτό θ' απαιτούσε χρονοτριβήν πολλών ετών και εγώ έπειτα θα κηρυχθώ
λιποτάκτης. Αλλά και συ θ' άναγκασθής να διακόψης τα έργα του θανάτου προς
ζημίαν της εξουσίας του Πλούτωνος και επί πολύν καιρόν θα παύσης να μεταφέρης
τους νεκρούς. Ο δε τελώνης Αιακός θα θυμώση,διότι δεν θα εισπράττη πλέον ούτε
ένα οβολόν. Πρέπει να σκεφθούμε λοιπόν πώς θα δυνηθής να ίδης τα κυριώτερα από
τα συμβαίνοντα εις την ζωήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Σε αφήνω να σκεφθής το καλλίτερον, διότι
εγώ δεν γνωρίζω τίποτε και είμαι ξένος εις τον επάνω κόσμον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Πρώτα πρώτα, Χάρων, πρέπει να εύρωμεν ένα
ψηλό μέρος διά να ίδης απ' εκεί τα πάντα. Εάν σου ήτο δυνατόν ν' ανέβης εις τον
ουρανόν, το πράγμα θα ήτο εύκολον• διότι έτσι θα έβλεπες από πάνω παν ό,τι
συμβαίνει εις την γην. Αλλ' επειδή έχεις πάντοτε να κάμης με σκιάς και δεν σου
επιτρέπεται να εισέλθης εις τα ανάκτορα του Διός, πρέπει να εύρωμεν κανένα υψηλό
βουνό.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. θυμάσαι, Ερμή, τι σας λέγω εις τα ταξείδιά
μας; Όταν φυσήση δυνατός άνεμος και μας έρχεται από τα πλάγια εις το πανί και
σηκώνονται κύματα μεγάλα, σεις από άγνοιαν της ναυτικής τέχνης φωνάζετε να
μαζευθή το πανί ή να χαλαρωθή ολίγον η σκότα ή να τραβήξωμεν κατά τον άνεμον,
αλλ' εγώ σας λέγω να μη ανησυχήτε, διότι γνωρίζω τι πρέπει να γείνη. Έτσι και συ
τώρα κάνε ό,τι νομίζεις καλόν, ως να είσαι κυβερνήτης• εγώ δε ως επιβάτης θα
υπακούω με σιωπήν και ησυχίαν εις όλας σου τας διαταγάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Καλά λέγεις• εγώ ξέρω τι πρέπει να γείνη
και θα εύρω το κατάλληλον μέρος διά να επισκοπήσωμεν τα ανθρώπινα πράγματα.
Λοιπόν ο Καύκασος είνε κατάλληλος ή μάλλον ο Παρνασσός• αλλά και από τους δύο
καταλληλότερος είνε ο Όλυμπος. Αλλ' ο Όλυμπος μου ενθυμίζει μίαν καλήν ιδέαν,
πρέπει όμως και συ να βοηθήσης και να κοπιάσης ολίγον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Να διατάσσης μόνον και θα σε υπηρετήσω
όσον δύναμαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ο ποιητής Όμηρος λέγει ότι του Αλπέως οι
γυιοί, οι οποίοι ήσαν δύο όπως ημείς, όταν ακόμη ήσαν παιδιά επεχείρησαν μίαν
φοράν να ξερριζώσουν την Όσσαν και να την θέσουν επάνω εις τον Όλυμπον και
έπειτα το Πήλιον επάνω εις αυτήν, διότι ενόμιζαν ότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα
εσχημάτιζαν κλίμακα αρκετήν διά να φθάσουν εις τον ουρανόν.Και εκείνα μεν τα
παιδάρια ετιμωρήθησαν διά την αναίδειάν των ημείς δε — αφού δεν έχομεν κανένα
κακόν ή ασεβή σκοπόν κατά των θεών —διατί δεν τους μιμούμεθα και να κυλίσωμεν
διάφορα όρη και να τα θέσωμεν το ένα επί του άλλου, ώστε να κατασκευάσωμεν όσον
το δυνατόν υψηλήν σκοπιάν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Και θα δυνηθώμεν, Ερμή, μόνον οι δύο μας
να σηκώσωμεν το Πήλιον και την Όσσαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Γιατί όχι, Χάρων; Ή έχεις την ιδέαν ότι
είμεθα πλέον αδύνατοι από τα παιδαρέλια εκείνα, αφού μάλιστα είμεθα και
θεοί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Όχι• αλλά το πράγμα μου φαίνεται πολύ
μεγάλο και δύσκολο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Επόμενον είνε, διότι είσαι αμαθής, Χάρων,
και δεν έχεις το χάρισμα το ποιητικόν. Ο θαυμάσιος όμως Όμηρος με δύο στίχους
μεταφέρει και αλληλεπιθέτει τα βουνά και εις μίαν στιγμήν μας κάνει κλίμακα διά
τον ουρανόν. Αλλ' απορώ πώς νομίζεις αυτά απίστευτα, αφού γνωρίζεις τον Άτλαντα,
ο οποίος σηκώνει τον κόσμον με όλους ημάς εις τους ώμους του και είνε ένας
μόνον. Θα έχης δε ίσως ακούση και περί του αδελφού μου του Ηρακλέους ότι
αντικατέστησέ ποτε τον Άτλαντα εκείνον και του πήρε το φορτίον του διά να τον
ξεκουράση ολίγον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Τα ήκουσα και αυτά, αλλ' αν είνε αληθινά,
συ, Ερμή, και οι ποιηταί το ξέρετε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αληθέστατα, Χάρων. Διότι διά ποίον λόγον
άνθρωποι σοφοί θα εψεύδοντο; Λοιπόν ας ξεκουνήσωμεν την Όσσαν πρώτον,
ακολουθούντες τας οδηγίας του ποιήματος και του αρχιτέκτονος,</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">αυτάρ επ' Όσση,
Πήλιον εινοσίφυλλον {101}.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Βλέπεις, πόσον εύκολα και πόσον ποιητικώς τα
εκαταφέραμεν; Τώρα θ'ανέβω να ίδω αν είνε ανάγκη να βάλωμεν και άλλο βουνό
απάνω. Μωρέ,πόσον χαμηλότερα είμεθα ακόμη από τον ουρανόν• από τα ανατολικά
μόλις φαίνεται η Ιονία και η Λυδία, από δε τα δυτικά παράλια δεν φαίνεται τίποτε
πέραν της Ιταλίας και Σικελίας και από τον βορράν μόνον τα κάτω του Ίστρου
διακρίνονται, προς νότον δε η Κρήτη ολίγον και αμυδρά φαίνεται. Πρέπει να
μετακινήσωμεν και την Οίτην και έπειτα επάνω εις όλα αυτά να τοποθετήσωμεν και
τον Παρνασσόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Έτσι να κάμωμεν. Πρόσεξε μόνον να μη
υψώσωμεν το έργον μας πέραν του πιθανού και έπειτα καταρρεύση και
συγκρημνισθώμεν, πληρώσωμεν δε την ευπιστίαν μας εις την οικοδομικήν του Ομήρου
με τα κεφάλια μας που θα τσακισθούν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μη σε μέλει και όλα θα πάνε καλά.
Μετακίνησε την Οίτην και επάνω εις αυτήν ας θέσωμεν τον Παρνασσόν. Και τώρα
ανεβαίνω πάλιν διά να ίδω. Λαμπρά• βλέπω τα πάντα. Ανέβα τώρα και συ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Δόσε μου το χέρι σου, Ερμή, διότι δεν μου
είνε εύκολον να σκαρφαλώσω τόσο ψηλά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αφού θέλεις να δης τα πάντα, Χάρων, πρέπει
και να κινδυνεύσης ολίγον. Όταν κανείς είνε περίεργος πρέπει να έχη και το
θάρρος του κινδύνου. Κρατήσου από το χέρι μου και πρόσεξε να μην πατής εις τα
ολισθηρά μέρη. Λαμπρά• ανέβηκες και συ. Αφού δε ο Παρνασσός έχει δύο κορυφάς,
πάρε συ την μίαν και εγώ την άλλην και ας καθήσωμεν• τώρα δε κύτταζε γύρω και
βλέπε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Βλέπω μίαν εκτεταμένην ξηράν και μίαν
μεγάλην λίμνην, η οποία την περιβρέχει, όρη και ποταμούς, μεγαλειτέρους από τον
Κωκυτόν και τον Πυριφλεγέθοντα και ανθρώπους μικρούς—μικρούς και μερικές από της
φωληές των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Είνε πόλεις αυτές που νομίζεις
φωληές.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Το ξέρεις, Ερμή, ότι δεν εκάμαμε τίποτε
και ότι αδίκως μετεκινήσαμεν τον Παρνασσόν ομού με την Κασταλλίαν και την Οίτην
και τα άλλα βουνά;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Διατί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Δεν βλέπω τίποτε καθαρά απ' αυτό το ύψος.
Η επιθυμία μου δεν ήτο να ίδω πόλεις και όρη μόνον όπως εις της ζωγραφιές, αλλά
και ανθρώπους, και να διακρίνω τι κάνουν και ν' ακούσω τι λέγουν, όπως την
πρώτην στιγμήν που με συνήντησες και με είδες να γελώ και με ηρώτησες γιατί
γελούσα• είχα ακούση κάτι το οποίον μου εφάνη πολύ αστείον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Τι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Κάποιος είχε προσκληθή από ένα φίλον του
εις γεύμα διά την επιούσαν, και ενώ έλεγε «μάλιστα, θα έλθω χωρίς άλλο», έπεσε
μία κεραμίδα από την στέγην, τον βρήκε στο κεφάλι και τον αφήκε στον τόπο. Αυτό
μου εφάνη πολύ αστείον, διότι έβλεπα ότι έδιδεν υπόσχεσιν την οποίαν δεν θα
ηδύνατο να εκτελέση. Μου φαίνεται δε ότι καλλίτερα θα κάμωμεν να κατέβωμεν λίγο
χαμηλότερα, διότι θέλω να βλέπω και ν'ακούω συγχρόνως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μη σε μέλει• και δι' αυτό θα φροντίσω• θα
δανεισθώ από τον Όμηρον ένα εξορκισμόν διά να σε κάμω να βλέπης πολύ δυνατά. Να
θυμάσαι μόνον άμα απαγγείλω τους στίχους να παύσης να αμβλυωπής και να βλέπης τα
πάντα καθαρά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Λέγε λοιπόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αχλύν δ' αύ τοι απ' οφθαλμών έλον, ή πριν
επήεν,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">όφρ' ευ γινώσκης ημέν θεον ηδέ και άνδρα
{102}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λοιπόν βλέπεις τώρα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Θαυμάσια. Μπροστά μου ο Λυγγεύς είνε
στραβός. Και τώρα θα σε παρακαλέσω να μου απαντήσης εις μερικάς ερωτήσεις•
θέλεις δε και εγώ να σου ομιλήσω με στίχους του Ομήρου, διά να μάθης ότι κάτι
ξέρω και από Όμηρον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Και πώς ξέρεις εσύ Όμηρον, που ήσουν
πάντοτε ναύτης και κωπηλάτης;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Βλέπω ότι έχεις πολύ κακήν ιδέαν για μας
τους ναυτικούς. Αλλ'εγώ, όταν πέθανε ο ποιητής και τον πήρα, τον ήκουα ν'
απαγγέλλη πολλά εκ των ποιημάτων του και ενθυμούμαι ακόμη μερικά, μολονότι την
ημέραν εκείνην είχαμε τρικυμίαν μεγάλην. Άμα ήρχισε να ψάλλη μίαν ωδήν, η οποία
δεν ήτο πολύ αισία διά το ταξείδι, ο Ποσειδών εμάζευσε τα σύννεφα και ετάραξε
την Αχερουσίαν. Την ανακάτεψε με την τρίαινάν του ως με κουτάλαν. Έγεινε δε
μεγάλη ανεμοζάλη και σκότος εξ αιτίας των στίχων εκείνων και παρ' ολίγον να μας
ανατρέψη το πλοίον και ο ποιητής έπαθε ναυτίαν και εξέρασε πολλάς ραψωδίας ομού
με την Σκύλλαν και την Χάρυβδιν και τον Κύκλωπα. Από τόσα ξεράσματα δεν ήτο
δύσκολον να διατηρώ ακόμη μερικά. Λοιπόν λέγε μου τώρα•</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Τις γαρ όδ' ποτέ
πάχιστος ανήρ ηύς τε μέγας τε, έξοχος ανθρώπων κεφαλήν και ευρέας
ώμους;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Είνε ο αθλητής Μίλων ο Κροτωνιάτης. Τον
χειροκροτούν δε οι Έλληνες διότι εσήκωσεν εις τους ώμους του ταύρον και με το
φορτίον τούτο διατρέχει το στάδιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Και δεν είνε δικαιότερον να χειροκροτούν
εμένα, Ερμή, ο οποίος μετ' ολίγον θα σου συλλάβω αυτόν τον Μίλωνα και θα τον
ρίψω εις το πλοιάριον, όταν θα νικηθή υπό του ακατανικήτου ανταγωνιστού, του
θανάτου, και θα έλθη κάτω, χωρίς μάλιστα καλά καλά να καταλάβη πώς ενικήθη; Και
τότε θα κλαίη ενθυμούμενος τους στεφάνους που λαμβάνει τώρα και τα
χειροκροτήματα. Τώρα υπερηφανεύεται και νομίζει ότι είνε κάτι σπουδαίον, διότι
κατορθώνει να σηκώνη ένα ταύρον και οι θεαταί τον θαυμάζουν διά τούτο. Τι να
υποθέσωμεν; Φαντάζεται άρά γε ότι θ'αποθάνη μίαν ημέραν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Πού να λογαριάζη θάνατον αυτός με την ζωήν
και την δύναμιν που έχει!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Άφησ' τον και έχομε να γελάσωμεν όταν θα
ταξειδεύη μαζή μας και όχι πλέον ταύρον, αλλ' ουδέ κουνούπι θα δύναται να
σηκώση. Αλλά πες μου και τούτο•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τις τ' άρ' όδ' άλλος ο σεμνός ανήρ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Από το ένδυμά του δεν φαίνεται να είνε
Έλλην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Είνε ο Κύρος, ο υιός του Καμβύσου, ο
οποίος αφήρεσεν από τους Μήδους την κυριαρχίαν και την έδωκεν εις τους Πέρσας.
Αυτός προ ολίγου καιρού ενίκησε τους Ασσυρίους και κατέκτησε την Βαβυλώνα• τώρα
δε φαίνεται ότι παρασκευάζει εκστρατείαν εναντίον της Λυδίας, διά να καθαιρέση
και τον Κροίσον και γίνη κύριος όλης της Ασίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Και ο Κροίσος που είνε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Κύτταξε εκεί που φαίνεται μία μεγάλη
ακρόπολις με τριπλούν τείχος• είνε αι Σάρδεις• βλέπεις δε τώρα και τον Κροίσον
ξαπλωμένον επάνω εις χρυσήν κλίνην και συνδιαλεγόμενον με τον Σόλωνα τον
Αθηναίον. Θέλεις ν' ακούσωμεν τι λέγουν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Μάλιστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΟΙΣΟΣ. Είδες, ω ξένε Αθηναίε, τα πλούτη μου
και τους θησαυρούς και πόσον χρυσόν άκοπον έχω και την άλλην μου πολυτέλειαν.
Τώρα σε παρακαλώ να μου πης ποίον εξ όλων των ανθρώπων νομίζεις ως τον πλέον
ευτυχή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Τι άρά γε θ' απαντήση ο Σόλων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μη ανησυχής και δεν θα πη τίποτε
ανόητον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛΩΝ. Οι ευτυχείς, Κροίσε, είνε ολίγοι• εγώ δε
ως τους πλέον ευτυχείς νομίζω τον Κλέοβιν και τον Βίτωνα, τους υιούς της Αργείας
ιερείας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Εννοεί βέβαια εκείνους οι οποίοι απέθανον
συγχρόνως προ καιρού,αφού εζεύχθησαν εις την άμαξαν και έσυραν την μητέρα των
μέχρι του ναού της Αρτέμιδος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΟΙΣ. Ας παραδεχθώμεν ότι αυτοί έχουν τα
πρωτεία της ευτυχίας.Δεύτερος ποίος έρχεται;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Τέλλος ο Αθηναίος, ο οποίος αφού έζησε
καλώς, απέθανεν υπέρ της πατρίδος του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΟΙΣ. Εγώ δε, κάθαρμα, δεν σου φαίνομαι
ευτυχής;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Αυτό δεν θα φανή, Κροίσε, πριν φθάσης εις
το τέλος του βίου σου•διότι μόνον ο θάνατος τα ξεκαθαρίζει αυτά τα ζητήματα και
μόνον εκείνος είνε ευτυχής ο οποίος κατορθώνει να είνε μέχρι τέλους
τοιούτος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Εύγε, Σόλων, που δεν μας λησμονείς, αλλά
λέγεις ότι το ζήτημα της ευτυχίας πρέπει να λύεται κοντά εις το πλοίον μου. Αλλά
ποίοιείνε εκείνοι οι άνθρωποι, τους οποίους ο Κροίσος ξαποστέλλει κάπου,και τι
σηκώνουν εις τους ώμους των;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Είνε πλίνθοι χρυσαί, τας οποίας αποστέλλει
ως προσφοράς εις τον Πύθιον Απόλλωνα διά τους χρησμούς που μετ' ολίγον θα φέρουν
την καταστροφήν του• διότι αγαπά και εκτιμά πολύ την μαντικήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Μπα! αυτό το κίτρινο πράγμα που στίλβει
και έχει μίαν λάμψιν κοκκινωπήν είνε ο χρυσός; Τον έχω ακούση πολλάκις και τώρα
μόνον τον βλέπω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αυτός είνε, Χάρων, περί του οποίου όλοι
ομιλούν και όλοι τον επιδιώκουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Αλλά δεν βλέπω τι καλόν έχει αυτό το
πράγμα, εκτός μόνον ότι δίδει βάρος εις αυτόν που το έχει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δεν ξέρεις πόσοι πόλεμοι έγιναν δι' αυτό,
πόσαι επιβουλαί και ληστείαι, επιορκίαι και φόνοι, πόσα μακρυνά ταξείδια έγιναν
χάριν αυτού και πόσοι άνθρωποι έχασαν την ελευθερίαν των εξ αιτίας
του!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Δι' αυτό το μέταλλον, Ερμή, το οποίον πολύ
ολίγον διαφέρει από τον χαλκόν; Τον χαλκόν τον γνωρίζω, διότι ως ξέρεις, λαμβάνω
από έκαστον εκ των ερχομένων εις τον Άδην ένα οβολόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ναι• αλλ' ο χαλκός είνε πολύς και δεν του
αποδίδουν μεγάλην σημασίαν οι άνθρωποι, ενώ ο χρυσός είνε ολίγος και τον εξάγουν
από πολύ βάθος οι μεταλλευταί. Από την γην όμως εξάγεται και αυτός, καθώς ο
μόλυβδος και τα άλλα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Πολύ ανοήτους μου παριστάς τους ανθρώπους,
αφού τόσον αγαπούν αυτό το κίτρινον και βαρύ πράγμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Βλέπεις όμως ότι ο Σόλων εκείνος δεν
φαίνεται να το αγαπά, αφού,ως είδες, εμπαίζει τον Κροίσον και τα πλούτη διά τα
οποία ο βάρβαρος υπερηφανεύεται. Αλλά μου φαίνεται ότι κάτι θέλει πάλιν να τον
ερωτήση. Ας ακούσωμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Δεν μου λέγεις, Κροίσε, νομίζεις ότι ο
Πύθιος Απόλλων έχει ανάγκην αυτών των πλίνθων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΟΙΣ. Βέβαια• διότι δεν υπάρχει εις τους
Δελφούς άλλο τοιούτον αφιέρωμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Ώστε φρονείς ότι ο θεός θα είνε ευτυχής αν
μετά των άλλων αποκτήση και πλίνθους χρυσάς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΟΙΣ. Διατί όχι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Τότε, κατά την ιδέαν σου, Κροίσε, θα
επικρατή πολλή πενία εις τον ουρανόν, αφού οι θεοί ευρίσκονται εις την ανάγκην
να ζητούν χρυσόν από την Λυδίαν, αν επιθυμήσουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΟΙΣ. Και πού αλλού υπάρχει τόσος χρυσός όσος
εδώ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Δεν μου λες, σίδηρος δεν παράγεται εις την
Λυδίαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΟΙΣ. Όχι πολύς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Σας λείπει λοιπόν το
καλλίτερον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΟΙΣ. Πώς; είνε καλλίτερος ο σίδηρος από τον
χρυσόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Αν μου απαντήσης χωρίς να θυμώνης, θα το
εννοήσης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΟΙΣ. Ερώτα, Σόλων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Ποίοι είνε καλλίτεροι, εκείνοι οι οποίοι
σώζουν άλλους ή οι σωζόμενοι παρ' εκείνων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΟΙΣ. Βεβαίως οι σώζοντες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Λοιπόν εάν ο Κύρος, όπως λέγεται ότι
σχεδιάζει, εκστρατεύση εναντίον των Λυδών, τότε θα κατασκευάσης χρυσάς μαχαίρας
διά τον στρατόν σου, ή θα σου χρησιμεύση ο σίδηρος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΟΙΣ. Ο σίδηρος, εννοείται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Επομένως, εάν δεν έχης σίδηρον, θα σου
φύγη ο χρυσός και θα πάη αιχμάλωτος εις την Περσίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΟΙΣ. Κουνήσου από τη θέσι σου,
άνθρωπε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Εύχομαι να μη συμβούν αυτά, αλλ'
οπωσδήποτε ομολογείς ότι ο σίδηρος είνε καλλίτερος από τον χρυσόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΟΙΣ. Λοιπόν και εις τον θεόν θέλεις ν'
αφιερώσω πλίνθους σιδηράς,να ζητήσω δε οπίσω τον χρυσόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Ούτε σιδήρου έχει ανάγκην ο θεός, αλλ'
είτε χαλκόν, είτε χρυσόν αφιερώσης, θα γείνη λεία των ανθρώπων, των Φωκέων λόγου
χάριν, των Βοιωτών ή των Δελφών, ή κανενός τυράννου ή ληστού, ο δε Απόλλων
ολίγον ενδιαφέρεται διά τα χρυσά σου αφιερώματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΟΙΣ. Πάντοτε συ μου κατηγορείς τον πλούτον
και τον φθονείς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Βλέπεις, Χάρων, ότι ο Λυδός δεν ανέχεται
την ειλικρίνειαν και την αλήθειαν των λόγων, αλλά του φαίνεται παράδοξον ότι
άνθρωπος πτωχός δεν συστέλλεται και δεν φοβείται ενώπιόν του, αλλ' εκφράζει
ελευθέρως την γνώμην του. Αλλά θα ενθυμηθή τους λόγους του Σόλωνος ολίγον
βραδύτερον, όταν θα τον συλλάβη ο Κύρος και θα τον ρίψη εις την πυράν διότι
ήκουσα προ ημερών την Κλωθώ να αναφέρη τα εις έκαστον μέλλοντα να συμβούν,
μεταξύ δε αυτών ανεφέρετο και ότι ο Κροίσος θα αιχμαλωτισθή υπό του Κύρου, ο δε
Κύρος θα φονευθή υπό της Μασσαγέτιδος εκείνης. Βλέπεις αυτήν την Σκυθίδα η οποία
εκστρατεύει ιππεύουσα λευκόν ίππον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Μάλιστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Είνε η Τόμυρις. Αυτή θα κόψη την κεφαλήν
του Κύρου και θα την βάλη εις ασκόν γεμάτον από αίμα. Βλέπεις και τον υιόν του,
εκείνον τον νέον; Είνε ο Καμβύσης• αυτός θα διαδεχθή εις τον θρόνον τον πατέρα
του και, αφού κάμη μυρία σφάλματα εις την Λυβίαν και την Αιθιοπίαν, εις το τέλος
θα τρελλαθή και θ' αποθάνη, αφού φονεύση τον ιερόν βουν Άπιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Τι αστεία πράγματα. Αλλά τώρα ποίος τολμά
να ατενίση αυτούς τους τόσον αγερώχους; Και ποίος δύναται να πιστεύση ότι
εκείνος μεν θα αιχμαλωτισθή, του δε άλλου η κεφαλή θα ριφθή εις ασκόν γεμάτον
από αίμα; Εκείνος δε Ερμή, ποίος είνε, που φορεί μανδύαν από πορφύραν και
διάδημα ηγεμονικόν και εις τον οποίον ο μάγειρος δίδει δακτύλιον μέσα από το
ψάρι που ξεκοίλιασε,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Νήσω εν αμφιρύτη; βασιλεύς δε τις εύχεται
είναι{103}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Εύγε, Χάρων• βλέπω ότι αρχίζεις να
εφαρμόζης ωραία τους Ομηρικούς στίχους. Αυτός που βλέπεις είνε ο Πολυκράτης ο
τύραννος της Σάμου, ο οποίος νομίζει ότι είνε εις άκρον ευτυχής• αλλά και αυτός
θα προδοθή εις τον σατράπην Οροίτην υπό του δούλου, τον οποίον βλέπεις
παριστάμενον, και θ' ανασκολοπισθή ο δυστυχής και θα χάση την ευτυχίαν του εντός
ολίγου. Και αυτά τα ήκουσα από την ΚλωΘώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Εύγε, Κλωθώ γενναία• κόπτε κεφαλάς και
ανασκολόπιζε, διά να εννοήσουν ότι είνε άνθρωποι• ως τόσω δε ας υψηλοφρονούν διά
να πέσουν από υψηλότερα και να αισθανθούν περισσότερον πόνον εις την πτώσιν των.
Εγώ θα γελάσω τότε που θα βλέπω ένα έκαστον εξ αυτών γυμνόν εις το πλοίον μου
και ούτε παρφύραν, ούτε τιάραν, ούτε θρόνον χρυσούν θα έχουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Τέλος πάντων η τύχη αυτών θα είνε τοιαύτη.
Βλέπεις τώρα τον όχλον, εκ του οποίου άλλοι ταξειδεύουν, άλλοι πολεμούν, άλλοι
δικάζονται ή γεωργούν, δανείζουν ή επαιτούν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Βλέπω πλήθος πολυάσχολον και πολυτάραχον
ζωήν και τας πόλεις των που ομοιάζουν με κυψέλλας, όπου έκαστος έχει το κεντρί
του και τον πλησίον του κεντά, μερικοί δε μεγάλοι, ως σφήκες άγουν και φέρουν
τους άλλους. Το δε άλλο πλήθος που πετά γύρω των αόρατον τι είνε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ελπίδες και φόβοι και μωρίαι και ηδοναί,
φιλαργυρίαι και θυμοί και τα παρόμοια. Εκ τούτων η μωρία ζη κάτω μεταξύ των
ανθρώπων, όπως και το μίσος, η οργή, η ζηλοτυπία, η αμάθεια, η στενοχωρία και η
φιλαργυρία• αι δε ελπίδες και ο φόβος πετούν υπεράνω, και ο μεν επιπίπτει και
τους συνταράσσει και τους κάμνει να μαζεύωνται και να τρέμουν, αι δ' ελπίδες
πετούν πάνω από τας κεφαλάς των και φεύγουν και απομακρύνονται, οσάκις νομίση
τις ότι δύναται να τας συλλάβη και τους αφήνουν με το στόμα ανοικτόν• δηλαδή
παθαίνουν ό,τι βλέπεις τον Τάνταλον να πάσχη κάτω εις τον Άδην με το νερόν. Εάν
δε προσέξης, θα ίδης και τας Μοίρας από πάνω να κλώθουν τα νήματα από τα οποία
κρέμεται η τύχη εκάστου. Τα βλέπεις αυτά τα νήματα που κατεβαίνουν ως ιστοί
αράχνης από ταδράκτια εις κάθε άνθρωπον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Βλέπω κάτι κλωστές πολύ λεπτές, που εις
πολλούς είνε μπλεγμένες και συνδέουν τον ένα με τον άλλον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αυτό σημαίνει ότι είνε γραμμένον ο ένας να
φονεύση τον άλλον και ο άλλος να κληρονομήση εκείνον του οποίου το νήμα είνε
μικρότερον.Κάτι τοιούτον σημαίνει αυτό το μπλέξιμον. Βλέπεις ότι όλοι κρέμονται
από λεπτότατα νήματα• και ο μεν ένας έχει συρθή επάνω και μένει μετέωρος, μετ'
ολίγον δε, όταν εκ του βάρους του θα κοπή η κλωστή, θα πέση και θα κάμη μέγαν
κρότον• ο δε άλλος κρεμάμενος εις μικρόν ύψος και αν κρημνισθή θα πέση χωρίς
κρότον και μόλις οι γείτονες θα πάρουν είδησιν από την πτώσιν του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Πολύ αστεία αυτά, Ερμή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Και όμως δεν δύνασαι να φαντασθής πόσον
πράγματικώς είνε γελοία,Χάρων, και μάλιστα η μεγάλη σημασία την οποίαν αποδίδουν
εις τα πράγματα και αι ελπίδες υπό των οποίων κατέχονται καθ' ον χρόνον
επέρχεται και τους αρπάζει ο θάνατος. Ως βλέπεις, πολλοί αγγελιαφόροι και
υπηρέται του περιπολούν μεταξύ αυτών, πυρετοί διαφόρων ειδών και φθίσεις και
περιπνευμονίαι, φόνοι και ληστείαι, δηλητήρια και δικασταί και τύραννοι. Αυτά
ουδόλως τα σκέπτονται εν όσω ευτυχούν,άμα δε η τύχη των μεταβληθή, αρχίζουν να
κλαίουν και να οδύρωνται. Αν ευθύς εξ αρχής εσκέπτοντο ότι είνε θνητοί και ότι η
ζωή των διαρκεί ολίγον και ως όνειρον, μετά το οποίον θα φύγουν εκ της ζωής και
θ'αφήσουν τα πάντα επί της γης, θα ζούσαν φρονιμώτερα και ολιγώτερον θα
ελυπούντο όταν θ' απέθνησκαν. Τώρα ελπίζοντες ότι αιωνίως θα ζουν και θ'
απολαμβάνουν τα υπάρχοντά των, δυσφορούν όταν έρχεται ο υπηρέτης του θανάτου και
τους δένει με τον πυρετόν ή με την φθίσιν και τους παίρνει, διότι ενόμιζαν ότι
ποτέ δεν θ' απεσπώντο από την ζωήν. Τι θα έκαμνεν εκείνος ο οποίος οικοδομεί
οικίαν με πολλήν σπουδήν και βιάζει τους εργάτας να τελειώσουν το ταχύτερον, εάν
εμάνθανεν ότι μόλις την στεγάση θ' αποθάνη και θα την αφήση εις τον κληρονόμον
του,χωρίς να προφθάση ο κακομοίρης να δειπνήση εντός αυτής; Εκείνος δε ο οποίος
χαίρει διότι η γυναίκα του εγέννησεν αρσενικό παιδί και έχει καλέση διά τούτο
τους φίλους του εις γεύμα και δίδει εις το παιδί το όνομα του πατρός του {104}
θα έχαιρε, νομίζεις, αν εγνώριζεν ότι το παιδί εκείνο θ' αποθάνη όταν γίνη επτά
ετών; Και η αιτία είνε ότι βλέπει μεν τον πατέρα ο οποίος είνε ευτυχής διότι
ενίκησεν ο υιός του εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, δεν βλέπει δε τον γείτονα ο
οποίος κηδεύει το παιδί του και δεν φαντάζεται από ποίαν λεπτήν κλωστήν κρέμεται
η ευτυχία διά την οποίαν χαίρει. Αλλά βλέπεις και εκείνους οι οποίοι φιλονεικούν
διά σύνορα πόσοι είνε, και εκείνους που συναθροίζουν χρήματα, οι οποίοι πριν τ'
απολαύσουν σύρονται εις τον θάνατον υπό των αγγελιαφόρων και των υπηρετών τους
οποίους ανέφερα. •</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Τα βλέπω όλα αυτά και σκέπτομαι και απορώ
ποίαν ευχαρίστησιν ευρίσκουν εις την ζωήν και διατί λυπούνται τόσον διά την
στέρησίν της. Και αυτοί οι βασιλείς των, οι οποίοι θεωρούνται οι πλέον ευτυχείς,
εκτός του ότι και αυτοί έχουν αβεβαίαν και αμφίβολον την τύχην, ως είπες, έχουν
εις την ζωήν των περισσοτέρας δυσαρεσκείας παρά τέρψεις, φόβους, ανησυχίας, μίση
και επιβουλάς, θυμούς και κολακείας, διότι εις όλα αυτά υπόκεινται. Παραλείπω
τας θλίψεις και τα νοσήματα και τα πάθη, τα οποία εξ ίσου με τους άλλους
ανθρώπους κατέχουν και αυτούς. Αφού δε η ζωή αυτών είνε τόσον
αξιοθρήνητος,εύκολον να φαντασθή κανείς τι είνε η ζωή των κοινών ανθρώπων.
Ξέρεις πώς μου φαίνεται, Ερμή, ότι μοιάζουν οι άνθρωποι και η ζωή των όλη;Θα
είδές ποτε τας φυσαλλίδας που σχηματίζει το νερόν το οποίον πέφτει από βρύσιν•
λέγω εκείνας από τας οποίας σχηματίζεται ο αφρός• από αυτάς άλλες είνε μικρές
και αμέσως διαλύονται και χάνονται και άλλες διαρκούν περισσότερον, με την
προσθήκην δε και άλλων φουσκώνουν περισσότερον και αποκτούν μέγαν όγκον, αλλ'
επί τέλους και αυταί σκάζουν, διότι δεν είνε δυνατόν να γείνη άλλως. Τοιαύτη
είνε των ανθρώπων η ζωή• όλοι φουσκώνουν από αέρα πολύν ή ολίγον και οι μεν
διαρκούν επ' ολίγον καιρόν, οι δε μόλις φανούν εξαφανίζονται• διότι όλοι είνε
προωρισμένοι να σκάσουν ως φυσαλλίδες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Η παρομοίωσίς σου, Χάρων, δεν είνε
χειροτέρα από την παρομοίωσιν του Ομήρου, ο οποίος παρομοιάζει τους ανθρώπους με
τα φύλλα του δένδρου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Και όμως, Ερμή, ενώ είνε τοιούτοι, βλέπεις
τι κάνουν και πώς συνερίζονται και φιλονεικούν μεταξύ των διά τα πρωτεία, τας
τιμάς και τας περιουσίας, τα οποία μέλλουν ν' αφήσουν και μόνον ένα οβολόν να
παραλάβουν και να έλθουν προς ημάς κάτω εις τον Άδην. Και αφού ευρισκόμεθα εδώ
υψηλά, θέλεις να φωνάξω με όλην μου την δύναμιν και να τους συμβουλεύσω ν'
αφήσουν τους αδίκους κόπους και να μη λησμονούν τον θάνατον; Θέλεις να φωνάξω• Ω
ανόητοι, διατί χάνεσθε εις αυτά τα μάταια πράγματα; Παύσετε να κοπιάζετε• δεν θα
ζήσετε αιωνίως•τίποτε από όσα νομίζετε σπουδαία δεν είνε παντοτεινόν, ούτε θα
παραλάβετε τίποτε από αυτά μαζή σας όταν θ' αποθάνετε, αλλά θα φύγετε γυμνοί, αι
δε οικοδομαί και τα κτήματα και ο χρυσός θα περιέλθουν εις άλλους και πάντοτε θ'
αλλάσσουν κυρίους. Δεν νομίζεις ότι, αν φωνάξω αυτά και άλλα προς αυτούς, θα
ωφεληθούν και θα γείνουν φρονιμώτεροι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Είσαι πολύ αφελής. Δεν φαντάζεσαι πόσον η
άγνοια και η απάτη τους διαφθείρει, και ούτε με τρύπανον δύνανται ν• ανοιχθούν
τ' αυτιά των• με τόσον κερί τα έχουν βουλώση, όπως ο Οδυσσεύς έφραξε τα ώτα των
συντρόφων του διά να μη ακούσουν το άσμα των Σειρήνων. Και να σκάσης να φωνάζης,
δεν υπάρχει ελπίς να σ' ακούσουν. Εις τον κόσμον η άγνοια έχει το αυτό
αποτέλεσμα το οποίον εις τον Άδην έχει το ύδωρ της Λήθης. Υπάρχουν όμως και
ολίγοι οι οποίοι δεν εδέχθησαν να φράξουν τ' αυτιά των με κερί, αλλά τ' αφήκαν
ανοικτά προς την αλήθειαν και βλέπουν καθαρά τα πράγματα και τα εννοούν όπως
είνε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Λοιπόν εις εκείνους να
φωνάξωμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Περιττόν να τους συμβουλεύσωμεν πράγματα
που τα γνωρίζουν.Βλέπεις ότι έχουν χωρισθή από τους άλλους και καταγελούν τα
συμβαίνοντα και δεν αρέσκονται κατ' ουδένα τρόπον εις αυτά, αλλ' είνε φανερόν
ότι σκέπτονται να φύγουν εκ της ζωής το ταχύτερον και να έλθουν προς ημάς κάτω•
διότι οι άνθρωποι τους μισούν, επειδή κατακρίνουν την αμάθειάν των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Εύγε τους• βλέπω όμως, Ερμή, ότι είνε πολύ
ολίγοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Είνε παράδοξον ότι είνε και τόσοι. Αλλά
καιρός να κατέβωμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Κάτι τι ακόμη επεθύμουν να μάθω, Ερμή, και
διά να μου κάμης πλήρη την χάριν διά την οποίαν σε παρεκάλεσα, θέλω να μου
δείξης τα μέρη εις τα οποία αποθηκεύουν και θάπτουν τα σώματα εκείνων που
πεθαίνουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Τα ονομάζουν μνήματα και τάφους και
μαυσωλεία. Βλέπεις πλησίον των πόλεων εκείνα τα αναχώματα, τας στήλας και τας
πυραμίδας; Όλα αυτά είνε νεκροδοχεία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Και δεν μου λες, διατί στεφανώνουν τους
λίθους και τους χρίουν με αρώματα; Βλέπω και άλλους οι οποίοι έχουν ανάψη πυράν
κοντά στους τάφους και έσκαψαν λάκκον και καίουν πολυτελή φαγητά, εις δε τον
λάκκον χύνουν οίνον και μελίκρατα, ως δύναται κανείς να συμπεράνη.Δεν εννοώ,
φίλε μου, τι δύνανται να ωφελήσουν αυτά τους ευρισκομένους εις τον
Άδην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Πιστεύουν ότι αι ψυχαί έρχονται από τον
κάτω κόσμον και πετούν γύρω εις τας πυράς διά να δειπνούν με την κνίσαν και τον
καπνόν,πίνουν δε από τους λάκκους το μελίκρατον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Εκείνοι πίνουν που είνε μόνον σκελετοί και
έχουν τα κρανία κατάξηρα; Αλλ' είνε γελοίον να σου το λέγω, αφού κάθε μέρα τους
οδηγείς και τους ξέρεις. Γνωρίζεις επίσης ότι, αφού άπαξ έλθουν κάτω,δεν είνε
δυνατόν πλέον να επιστρέψουν. Θα ήτο πολύ ευχάριστος η θέσις σου, Ερμή, και πολύ
αναπαυτικόν το έργον σου εάν συ, που τους οδηγείς κάτω, ήσουν αναγκασμένος να
τους επαναφέρης διά να πίνουν. Ω ανόητοι άνθρωποι, που δεν εννοείτε ποία σύνορα
ανυπέρβλητα υπάρχουν μεταξύ των νεκρών και των ζώντων και ότι,</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">κάτθαν' ομώς ό τ'
άτυμβος ανήρ ός τ' έλλαχε τύμβου, εν δε ιή τιμή Ίρος κρείων τ' Αγαμέμνων•
Θερσίτη δ' ίσος Θέτιδος παις ηϋκόμοιο. πάντες δ' εισίν όμως νεκύων αμενηνά
κάρηνα, γυμνοί τε ξηροί τε κατ' ασφοδελόν λειμώνα {105}.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μπα! βλέπω ότι είσαι πολύ δυνατός εις τον
Όμηρον. Αλλ' αφού μου ενθύμησες τον Αχιλλέα, θα σου δείξω τον τάφον του. Τον
βλέπεις εκεί κοντά εις την θάλασσαν; Εκεί είνε το Σίγειον, ακρωτήριον της
Τρωάδος•απέναντι έχει ταφή ο Αίας εις το Ροίτειον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Δεν είνε μεγάλοι οι τάφοι των. Και τώρα
δείξε μου τας περιφήμους πόλεις, περί των οποίων γίνεται λόγος και κάτω εις τον
Άδην, την Νινευή του Σαρδαναπάλου, την Βαβυλώνα, τας Μυκήνας, τας Κλεωνάς και
την Ίλιον. Από την τελευταίαν είχα άλλοτε πολλούς επιβάτας και επί δέκα έτη δεν
μ' αφήκαν να τραβήξω έξω και να καλαφατήσω το πλοιάριον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Η Νινευή, Χάρων, κατεστράφη προ πολλού και
ούτε ίχνος αυτής σώζεται, ούτε δύναται κανείς να διακρίνη πού ήτο. Η δε Βαβυλών
είνε εκείνη εκεί με τους ωραίους πύργους και το μέγα περιτείχισμα, η οποία και
αυτή μετ' ολίγον καιρόν θα εξαφανισθή όπως η Νινευή• τας δε Μυκήνας και τας
Κλεωνάς εντρέπομαι να σου δείξω, διότι είμαι βέβαιος ότι, άμα επιστρέψης εις τον
Άδην, θα πνίξης τον Όμηρον διά τας υπερβολάς των ποιημάτων του. Φαίνεται όμως
ότι άλλοτε ήσαν ευτυχείς,τώρα δε απέθαναν και αυταί• διότι αποθνήσκουν και αι
πόλεις, όπως οι άνθρωποι και, το πλέον παράδοξον, οι ποταμοί• του Ινάχου λ. χ.
ούτε η κοίτη φαίνεται πλέον εις το Άργος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Και τι γίνονται τώρα οι μεγάλοι σου
έπαινοι, Όμηρε, και τα πομπώδη ονόματα, Ίλιος ιρή και ευρυάγυια και εϋκτείμεναι
Κλεωναί{106}; Αλλά δεν μου λες, ποίοι είνε εκείνοι που πολεμούν και διατί
αλληλοσκοτώνονται; Τους διέκρινα ενώ μιλούσαμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Είνε οι Αργείοι και οι Λακεδαιμόνιοι.
Εκείνος δε ο ημιθανής είνε ο στρατηγός των τελευταίων Ορυάδας, ο οποίος επί του
τροπαίου της νίκης γράφει με το αίμα του την επιγραφήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Και διατί πολεμούν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Διά την πεδιάδα εις την οποίαν γίνεται η
μάχη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Ω της ανοησίας των! Λησμονούν ότι και αν
ολόκληρον την Πελοπόννησον αποκτήση έκαστος εξ αυτών, θα λάβη παρά του Αιακού
μόλις ενός ποδός τόπον• αυτήν δε την πεδιάδα άλλοτε άλλοι κατά καιρούς θα
γεωργούν, οι οποίοι με το άροτρον θ' αποσπάσουν και θα καταρρίψουν το
τρόπαιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αυτά είνε τέλος πάντων• ημείς δε τώρα
κατεβαίνωμεν και αφού επαναφέρωμεν τα όρη εις την προτέραν θέσιν ας επανέλθωμεν
έκαστος εις το έργον του• μετ' ολίγον δε πάλιν θα έλθω κάτω με νεκρούς και θα
συναντηθώμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Σ' ευχαριστώ, Ερμή, και θα σε θεωρώ
ευεργέτην. Χάρις εις εσέ έκαμα ταξείδι ωφέλιμον. Τι είνε οι δυστυχείς άνθρωποι!
Φροντίζουν και ομιλούν διά τόσα και τόσα και μόνον περί του Χάρονος δεν γίνεται
λόγος.</span><br />
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΑΛΕΞΙΣ ΜΕ ΤΟΝ
ΗΣΙΟΔΟΝ</span></h3>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚΙΝΟΣ. Ότι είσαι
ποιητής άριστος, Ησίοδε, και ότι το χάρισμα τούτο έλαβες παρά των Μουσών μετά
της δάφνης, και συ το αποδεικνύεις διά των ποιημάτων σου—διότι όλα είνε ένθεα
και σεμνά—και ημείς το πιστεύομεν. Έν μόνον είνε απορίας άξιον• διατί είπες ότι
έλαβες το θεσπέσιον χάρισμα της ποιήσεως παρά των θεών διά να δοξάζης και
εξυμνής τα παρελθόντα και προλέγης τα μέλλοντα. Το πρώτον εξεπλήρωσες εντελώς
διηγούμενος την γέννεσιν των θεών μέχρι των αρχαιοτάτων εξ αυτών, δηλαδή του
χάους, της γης, του ουρανού και του έρωτος, προσέτι δε και γυναικών αρετάς {107}
και γεωργικάς συμβουλάς {108} και όσα αναφέρονται εις τας Πλειάδας και περί των
εποχών της αροτριάσεως, του θερισμού και της ναυσιπλοίας και περί όλων εν γένει
των τοιούτων. Το άλλο όμως το οποίον ήτο και χρησιμώτερον εις τους ανθρώπους
πάρα πολύ και περισσότερον ωμοίαζε προς δώρον των θεών, δηλαδή την πρόρρησιν των
μελλόντων, ουδόλως εξετέλεσες, αλλά καθ' ολοκληρίαν το ελησμόνησες και εις ουδέν
μέρος της ποιήσεώς σου μιμείσαι τον Κάλχαντα, τον Τήλεμον, τον Πολύειδον ή τον
Φινέα, οι οποίοι και χωρίς να λάβουν το χάρισμα τούτο παρά των Μουσών, όμως
επροφήτευον και δεν εδυσκολεύοντο να προλέγουν το μέλλον εις τους έχοντας
ανάγκην.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Ώστε κατ' ανάγκην έν εκ των τριών τούτων πρέπει
να υποθέσωμεν ότι σου συνέβη• ή ότι εψεύσθης, αν και είνε σκληρόν να το είπωμεν,
ότι σου υπεσχέθησαν αι Μούσαι και την δύναμιν να προλέγης τα μέλλοντα• ή ότι
αυταί μεν σου έδωσαν ό,τι υπεσχέθησαν, συ δε εκ φθόνου αποκρύπτεις και φυλάττεις
διά τον εαυτόν σου το δώρον χωρίς να το μεταδίδης εις τους έχοντας ανάγκην• ή
έγραψες μεν και τοιαύτα πολλά, αλλά δεν τα παρέδωκες εις τους ανθρώπους, τις
οίδε διά ποίον άλλον καιρόν επιφυλάττων την χρήσιν αυτών. Διότι δεν τολμώ να
είπω ότι αι Μούσαι εκ των δύο τα οποία σου υπεσχέθησαν το μεν σου εδώκαν,
ανεκάλεσαν δε το άλλο ήμισυ της υποσχέσεως, δηλαδή την γνώσιν των
μελλόντων,μολονότι αυτήν ξαναφέρει πρώτην το ποίημα εις την
υπόσχεσιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Παρά τίνος άλλου να ερωτήση κανείς και μάθη
ταύτα, Ησίοδε, ή παρά σου του ιδίου; Όπως οι θεοί είνε «δοτήρες εάων» {109},
πρέπει και υμείς οι φίλοι και μαθηταί των να μας εξηγείτε μετά πάσης αληθείας
παν ό,τι γνωρίζετε και να μας λύετε πάσαν απορίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΣΙΟΔΟΣ. Θα ηδυνάμην, φίλε μου, ν' απαντήσω
ευκόλως και εις όλα, ότι τίποτε εξ όλων των ποιημάτων μου δεν ανήκει εις εμέ,
αλλά προέρχεται εκ των Μουσών και έπρεπε παρ' εκείνων να ζητής τον λόγον διά τον
οποίον ελέχθησαν άλλα και άλλα παρελείφθησαν. Εγώ δι' όσα ιδιαιτέρως γνωρίζω,
εννοώ το βόσκημα, την επίβλεψιν των ποιμνίων, το άρμεγμα και όλα εν γένει τα
αναγόμενα εις τα έργα και τας ασχολίας των ποιμένων,δίκαιον είνε να απολογηθώ,
αι δε θεαί παρέχουν τας δωρεάς των εις όσους θέλουν και καθ' όσον νομίζουν ότι
είνε αρκεταί. Αλλ' όμως δεν δυσκολεύομαι και περί της ποιήσεως ν' απολογηθώ•
νομίζω δηλαδή ότι δεν πρέπει ν' απαιτήτε παρά των ποιητών άκραν ακριβολογίαν και
να είνε μέχρι συλλαβής εντελή όσα λέγουν• όχι να κρίνετε αυστηρώς αν εις τον
δρόμον της ποιήσεως συμβή μικρά τις παράλειψις, αλλά να γνωρίζετε ότι και πολλά
ημείς οι ποιηταί χάριν των μέτρων και της ευφωνίας παρεισάγομεν, αλλά δε και
αυτή η ποίησις δεν γνωρίζω πώς παρεδέχθη,επειδή είνε στιλπνά και εύκολα εις την
επανάληψιν. Συ δε μας αφαιρείς το μέγιστον εκ των αγαθών τα οποία έχομεν, δηλαδή
την ελευθερίαν και την ποιητικήν άδειαν και τα μεν άλλα καλά της ποιήσεως δεν
βλέπεις,αλλά παρατηρείς μικρολογήματά τινα, και μικροελαττώματα και επιζητείς
αφορμάς διά να μας κατακρίνης. Αλλά δεν είσαι μόνος, ούτε κατ' εμού μόνον έχουν
απευθυνθή τοιαύται κατηγορίαι, αλλά και πολλοί άλλοι καταφέρονται και κατά του
ομοτέχνου μου Ομήρου και διά να τον κατηγορήσουν ευρίσκουν αφορμήν από τοιαύτα
μικρολογήματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά τέλος πάντων διά ν' αποκρούσω κατ' ευθείαν
και διά μιας την κατηγορίαν, σε παραπέμπω ν' αναγνώσης τα «Έργα μου και τας
Ημέρας»•εκεί δε θα ιδής πώς μαντικώς και προφητικώς προλέγω τα αποτελέσματα των
ορθώς και εγκαίρως πραττομένων και τας ζημίας των παραλειπομένων.Εκεί θα ιδής
ότι, εάν δεν ακολουθήσης τας συμβουλάς μου,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">οίσεις εν φορμώ, παύροι δε σε θηήσονται
{110},</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">και όσα αγαθά απολαμβάνουν οι καλώς
γεωργούντες. Δεν είνε λοιπόν αυτή χρησιμωτάτη εις τους ανθρώπους
μαντική;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΥΚ. Ωμίλησες ως αληθής ποιμήν, θαυμαστέ
Ησίοδε, και φαίνεσαι επιβεβαιών την έμπνευσιν των Μουσών, αφού ούτε ν'
απολογηθής υπέρ των ποιημάτων σου δύνασαι. Αλλ' εγώ δεν επερίμενα αυτήν την
μαντικήν παρά σου και των Μουσών. Εις αυτά είνε πολύ μαντικώτεροι από σας οι
γεωργοί και άριστα δύνανται να μας προείπουν ότι, αν μεν βρέξη ο θεός τα σπαρτά
θα είνε καλά, εάν δε επικρατήση ξηρασία και διψάσουν τα χωράφια, είνε αδύνατον
ν' αποφύγωμεν την σιτοδείαν• επίσης ότι δεν πρέπει να σπείρωμεν κατά τα μέσα του
θέρους, διότι η σπορά θα είνε όλως ανωφελής και ματαία, ούτε να θερίζωμεν χλωρά
τα στάχια, άλλως θα εύρωμεν τον καρπόν αμέστωτον. Επίσης δεν είνε ανάγκη
μαντείας διά να γνωρίζωμεν ότι, εάν δεν σκεπάσωμεν τον σπόρον και δεν ακολουθή
τον γεωργόν υπηρέτης ο οποίος να σύρη το χώμα με δίκελλαν επ' αυτών, θα έλθουν
τα πτηνά και θα φάγουν προκαταβολικώς όλην την ελπίδα του θέρους. Εάν αυτά
ονομάση τις παραινέσεις και συμβουλάς, δεν θα ευρίσκεται έξω της αληθείας, αλλά
μου φαίνεται ότι πάρα πολύ απέχουν της μαντικής, της οποίας έργον είνε να
προλέγη τα άδηλα και παντελώς άγνωστα, όπως εκείνο το οποίον προείπον εις τον
Μίνωνα, ότι το τέκνον του θα επνίγετο εις τον πίθον του μέλιτος, όπως η
αποκάλυψις προς τους Αχαιούς της αιτίας διά την οποίαν ήτο ωργισμένος εναντίον
των ο Απόλλων και ότι η πολιορκία του Ιλίου θα διήρκει δέκα έτη. Αυτά είνε
μαντικά. Αλλ' αν θεωρηθούν μαντικά και εκείνα τα οποία ανέφερες, τότε και εγώ
είμαι μάντις• διότι και χωρίς την βοήθειαν της Κασταλλίας και άνευ δάφνης και
τρίποδος Δελφικού δύναμαι να προείπω και να προφητεύσω ότι, αν κανείς εξέλθη και
περιπατή γυμνός εις ώραν ψύχους,βροχής ή χαλάζης, θα πάθη σοβαρόν κρυολόγημα και
ότι — τούτο δε είνε έτι προφητικώτερον — θα επακολουθήση πυρετός, και άλλα πολλά
τοιαύτα τα οποία και ν' αναφέρη τις είνε γελοίον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ώστε άφησε τας τοιαύτας απολογίας και μαντείας•
εκείνο δε το οποίον είπες κατ' αρχάς ίσως πρέπει να παραδεχθώμεν, ότι δεν είχες
συνείδησιν και γνώσιν των λεγομένων, αλλά μία έμπνευσις θεία σου υπηγόρευε τους
στίχους, χωρίς και εκείνη να έχη μεγάλην πεποίθησιν εις όσα έλεγεν• άλλως δεν θα
εξετέλει τινάς εκ των υποσχέσεων και δεν θ' άφηνεν άλλας
ανεκπληρώτους.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΤΕΛΟΣ Ε'
ΤΟΜΟΥ</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Η Σειρά των Αρχαίων
Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά
χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό,
η αρχαία ελληνική σκέψη(ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και
πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές
του τόπου,στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο.Ο
Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο
Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο
Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα,στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά,
Ραγκαβή, Μωραϊτίδη,Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη,
Καζαντζάκη,Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως,
Τσοκόπουλου,Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου
τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην
Ελλάδα,</span></div>
<h1 style="margin-top: 60pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman';">ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ
Ο.Ε.ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 - ΤΗΛ. 614.686, 634.506</span></h1>
<h4 style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ.
10</span></h4>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">{1} Ο αυτοκράτωρ
Μάρκος Αυρήλιος.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">{2} Ο Λουκιανός έγραψε φαίνεται εκ μνήμης τον
αριθμόν τούτον, διότι ο Ηρόδοτος λέγει ότι ο Αργανθώνιος έζησεν 120
έτη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{3} Έζη κατά τον πρώτον μ Χ. αιώνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{4} Λαοί της ευδαίμονος Αραβίας, της οποίας η
πρωτεύουσα πόλις ωνομάζετο Ομάνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{5} Ευριπίδου, Αποσπάσματα «Φρύξου» : Την πόλιν
της Σιδώνος εγκαταλιπών ποτε ο Κάδμος…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{6} Και αν εγράφη το δεύτερον τούτο μέρος της
περί Μακροβίων πραγματείας, δεν διεσώθη μέχρις ημών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{7} 165 μ. χ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{8} Ο Κρόνιος, προς ον η επιστολή αύτη
απευθύνεται, ήτο πιθανώς φιλόσοφος Επικούρειος, άγνωστος εις ημάς
άλλοθεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{9} Οδυσσείας Δ: «Θα προσπαθήση να μεταμορφωθή
εις όλα τα ερπετά όσα τρέχουν επί της γης, εις νερόν και το θεόδοτον
πυρ».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{10} Ο Πολύκλειτος είχε κατασκευάση άγαλμα του
Ερμού τόσον τέλειον εις τας αναλογίας, ώστε ωνομάσθη Κανών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{11} Η ραφανίδωσις ήτο μία εκ των ποινών
αίτινες εφηρμόζοντο κατά των μοιχών εις την Ελλάδα και ιδίως εις Αθήνας. Τους
μοιχούς ταις ραφανίσιν ήλαυνον κατά τας έδρας• Ησύχιος. Ίδε Αριστοφ. «Νεφέλας»:
Τι δ' ήν ραφανιδωθή γε πειθόμενός σοι, τέφρα τε τιλθή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{12} Ενταύθα το κείμενον είχε χάσμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{13} Τινές θεωρούν πιθανωτέραν την γραφήν
«μάγον» αντί «μέγαν».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{14} Το μέρος τούτο παρουσιάζει ασυναρτησίαν,
εξ ης δύναται τις να εικάση ότι η ευσέβεια των Χριστιανών αντιγραφέων επέφερε
μεταβολάς εις το κείμενον και εξήλειψε περικοπάς τας οποίας εθεώρησε
βλασφήμους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{15} Η πατρίς του Περεγρίνου ωνομάζετο Πάριον
και έκειτο εις τον Ελλήσποντον παρά την Λάμψακον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{16} Φυτόν της Αιγύπτου καλαμοειδές.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{17} Ίσως εννοεί Ηρώδην τον Αττικόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{18} Αι προβλέψεις του Λουκιανού
επραγματοποιήθησαν εν μέρει• οι Παριανοί έστησαν ανδριάντας του Περεγρίνου,
οίτινες εχρησμοδότουν και εθαυματούργουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{19} Αλλ' όταν ο Πρωτεύς ο μέγιστος των Κυνικών
ανάψη πυρ προ του ναού του εριγδούπου Διός και πηδήσας εις την φλόγα ανέλθη εις
τον υψηλόν Όλυμπον, πρέπει πάντες εκ συμφώνου οι άνθρωποι να τον τιμούν ως
μέγιστον ήρωα, φύλακα της νυκτός, σύνθρονον του Ηφαίστου και του
Ηρακλέους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{20} Όταν ο πολυώνυμος Κυνικός πηδήση εις φλόγα
μεγάλην, ωθούμενος υπό δοξομανίας, πρέπει τότε και οι κατεργαρέοι οίτινες τον
ακολουθούν να μιμηθούν τον θάνατον του απερχομένου αρχικατεργάρη. Εάν δε κανείς
εκ δειλίας προσπαθήση να αποφύγη τον θυμόν του Ηφαίστου, πρέπει πάντες οι
Έλληνες να ρίψουν λίθους κατ' αυτού διά να μη μένη ψυχρός και όμως εξακολουθεί
να λέγη φλογερούς λόγους και γεμίζη την πήραν του με χρυσόν αποκτώμενον διά της
τοκογλυφίας εις την ωραίαν πόλιν των Πατρών, όπου έχει περιουσίαν δεκαπέντε
ταλάντων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{21} Παρωδία στίχου της Ηλιάδος : Ο Νέστωρ
ήκουσε την βοήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{22} Διαμέρισμα ωρισμένον διά τους Ελλανοδίκας
και άλλους επισήμους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{23} Οπισθία στοά του ναού του Διός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{24} Η στοά αυτή είχεν ηχώ επτάκις
επαναλαμβάνουσαν την φωνήν</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{25} Τους επτά σοφούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{26} Ενοεί τον εκ Σάμου Πυθαγόραν, τον εξ
Εφέσου Ηράκλειτον και τον εξ Αβδήρων Δημόκριτον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{27} Θυμόμελι. είδος μίγματος εκ θύμου και
μέλιτος</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{28} Ο Πάρις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{29} Πλάτ. Πολιτ. Ε. σελ. 459.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{30} Οι κελευσταί έψαλλον ενθαρρύνοντες τους
ερέτας, οίτινες εκωπηλάτουν κατά τον ρυθμόν του άσματος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{31} Μισώ όσον τον Άδην εκείνον όστις εις μεν
την ψυχήν έχει την φιλαργυρίαν εις δε τους λόγους την περιφρόνησιν των
χρημάτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{32} Εις αμοιβήν της φιλοξενίας εφάνη αχάριστος
εις τον φιλοξενούντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{33} Μέθυσε, όστις έχεις την αναίδειαν του
σκύλλου και την δειλίαν της ελάφου, άχρηστε εις τον πόλεμον και εις τα
συμβούλια, Θερσίτη κακόγλωσσε, φλυαρέστερε όλων των φλυάρων, τολμάς ν'
αυθαδιάζης προς τους βασιλείς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{34} Ησιόδ. Θεογονία : Έμπροσθεν κυνόμορφος,
όπισθεν δε λέων και κατά το μέσον χίμαιρα αποπνέουσα φοβεράν δυσοσμίαν και
έχουσα την λύσσαν αγρίου σκύλλου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{35} Εδώ ο Λουκιανός σχηματίζει δύο
λογοπαίγνια, το μεν διά του ονόματος του Χρυσίππου, το δε διά του ονόματος του
Κλεάνθους το οποίον διαστρέφεται επί τούτω εις Κλεμάνθην. Υπάρχει δε και γραφή
Κρεμάνθης και Κρεμάντης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{36} Κωμωδία του Θεοπόμπου, ποιητού ολίγον
μεταγενεστέρου του Αριστοφάνους, υπό τον τίτλον Τρικάρανος
(Τρικέφαλος).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{37} Κωμωδία του Αριστοφάνους, αναφερομένη υπό
του Αθηναίου. Το όνομα σημαίνει τον έχοντα τρεις φαλλούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{38} Υπαινίσσεται χαριτολογών την συνήθειαν της
κλεψύδρας ήτις εκανόνιζε την διάρκειαν της ομιλίας των ρητόρων. Ίδε «Δις
κατηγορούμενος».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{39} Το σοφιστικόν ύφος του λόγου τούτου δίδει
πολλάς υπονοίας ότι δεν είνε έργον του Λουκιανού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{40} Τα όπλα τα οποία, κατά τον Όμηρον, του
εκόμισεν η μήτηρ του Θέτις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{41} Οι βασιλείς των Περσών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{42} Ότι παράγει καλά παλληκάρια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{43} Ο εκ Κολοφώνος Νίκανδρος ήτο συγχρόνως
ποιητής, ιατρός,γραμματικός περίφημος και ιερεύς του Απόλλωνος κατά τους χρόνους
του Αττάλου, τελευταίου βασιλέως της Περγάμου {154 π. Χ.) Εκ των πολυαρίθμων
εμμέτρων και πεζών έργων του διεσώθησαν μόνον δύο ποιήματα, εκ των οποίων το μεν
περιγράφει τα δηλητηριώδη ερπετά και υποδεικνύει φάρμακα κατά των δηγμάτων
αυτών, το δε πραγματεύεται περί δηλητηρίων και αντιφαρμάκων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{44} Οι αυλούντες κυκλικά μέλη, τα οποία, όπως
τα κυκλικά ποιήματα,περιελάμβανον ολόκληρον κύκλον της μυθολογίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{45} Ο Κράτων ήτο κυνικός φιλόσοφος, εις τούτο
δε αναφέρεται ο αστεϊσμός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{46} Επιστρέφει ευχαριστημένος και με γνώσεις
περισσοτέρας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{47} Το κείμενον λέγει• «μη ώρασιν ικοίμην»
δηλαδή κατά λέξιν• «να μη φθάσω εις τας ώρας», το οποίον κατά τον Σχολιαστήν
σημαίνει, κάτι ανάλογον προς το σημερινόν «Να μη δω σωτηρία ψυχής».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{48} Όπως συνείθιζον οι θηλυπρεπείς και
διεφθαρμένοι, οι πιττούμεννοι. (Ίδε «Δραπέτας» και «Ψευδολογιστήν»).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{49} Όπως οι διερχόμενοι πλησίον των
Σειρήνων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{50} Λόγος του Αινείου: Μολονότι είσαι
χορευτής, Μηριόνη, το δόρυ μου θα σε ξαπλώση κάτω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{51} Ο Νεοπτόλεμος ωνομάζετο Πυρρός, δηλαδή
ξανθός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{52} Ο παίζων το όργανον εις τον χορόν και ο
διευθύνων ορχήστραν είχον κρόταλον προσδεδεμένον εις τον πόδα με τον οποίον
εκτύπων το μέτρον</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{53} Όρμος σημαίνει περιδέραιον. Ο χορός ούτος
κατά τον μύθον,επενοήθη υπό του Δαιδάλου, και εχορεύθη υπ' εκείνων τους οποίους
ο Θησεύς απηλευθέρωσεν εκ του λαβυρίνθου της Κρήτης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{54} Η γυμνοπαιδία, κατά τον Αθήναιον, ήτο
αρκετά ομοία προς την τραγικήν όρχησιν την λεγομένην εμμέλειαν, είχον δε και τα
δύο ταύτα είδη του χορού πολλήν σεμνότητα και ευγένειαν. Η γυμνοπαιδία εχορεύετο
υπό δύο χορών ή δύο ομάδων χορευτών, εξ ων η μεν απετελείτο εξ εφήβων, η δε εξ
ανδρών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{55} Κυβιστήρες ελέγοντο οι βαδίζοντες διά των
χειρών και με την κεφαλήν προς τα κάτω προς επίδειξιν δεξιότητος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{56} Νεαροί χορευταί περιεστρέφοντο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{57} Δηλαδή ηγουμένους του χορού. σύροντας τον
χορόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{58} «Προύκρινε προορχηστήρα η
πόλις».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{59} «Ειλατίωνι την εικόνα ο δάμος ευ
ορχησαμένω ταν μάχαν».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{60} Άμεμπτον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{61} Εκ της Οδυσσείας : Εις άλλον μεν έδωκεν ο
Ζευς την δύναμιν του πολέμου, εις άλλον δε την τέχνην του χορού και το θελκτικόν
άσμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{62} Τα αβρά των πόδια κινούνται με ρυθμόν
πέριξ της κυανής πηγής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{63} Η Νεάπολις, αποικία των
Κυμαίων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{64} Επί Αυγούστου εισήχθη εις την Ρώμην η
παντομιμική όρχησις των περιφήμων χορευτών Βαθύλου και Πυλάδου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{65} Θερμαϋστρίς ήτο είδος χορού με βιαιοτάτας
κινήσεις δι' ο και ο Αθήναιος την αποκαλεί χορόν μανιώδη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{66} Η επινόησις του χορού τούτου απεδίδετο εις
τον Θησέα. Ελέγετο ότι ούτος μετά την εκ Κρήτης διάσωσίν του απέβη εις την Δήλον
και,αφού προσέφερεν ευχαριστήριον θυσίαν, εχόρευσε μετά των νέων τους οποίους
είχεν ελευθερώση εκ του Λαβυρίνθου χορόν του οποίου οι ελιγμοί παρίστων πώς
εξήλθεν εκ του Λαβυρίνθου. Ο Πλούταρχος, όστις διηγείται ταύτα, λέγει ότι επί
των ημερών του εξηκολούθουν οι κάτοικοι της Δήλου να χορεύουν ακόμη τον
γέρανον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{67} Του Έρωτος και του Αντέρωτος. Ο πρώτος,
κατά τον Πλάτωνα, ούτε πατέρα έχει ούτε μητέρα, κατά δε την κοινήν δοξασίαν,
είνε υιός της Αφροδίτης και του Άρεως. Ο δεύτερος εγεννήθη εκ των ιδίων. Η Θέτις
είχεν είπη εις την Αφροδίτην ότι το τέκνον το οποίον θα απέκτα δεν θα εμεγάλωνε
ποτέ, καίτοι δεν θ' απέκτα άλλο. Αλλ' η Αφροδίτη απέκτησε και νέον υιόν εκ του
Άρεως, τον οποίον ωνόμασεν Αντέρωτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{68} Ο Τιτυός επεχείρησε να βιάση την Λητώ, με
την οποίαν ήτο ερωτευμένος, και προσεπάθησε να την εμποδίση να καταφύγη εις την
νήσον Δήλον, όπου εζήτει άσυλον διά ν' αποφύγη την καταδίωξιν της Ήρας και
δυνηθή να γεννήση ησύχως το εκ του Διός τέκνον της. Ίδε τόμ.β' σελ.
13.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{69} Ο Ζευς θέλων να εξακριβώση που ήτο τα
κέντρον της γης, απέλυσε συγχρόνως δύο αετούς, τον μεν προς ανατολάς, τον δε
προς δυσμάς,οίτινες επανελθόντες συνηντήθησαν εις τους Δελφούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{70} Ο Αλειρρόθιος, υιός του Ποσειδώνος και της
νύμφης Ευρύτης,εβίασε την Αλκίππην, θυγατέρα του Άρεως, όστις τον εφόνευσεν
εκδικούμενος την τιμήν της θυγατρός του• ο Ποσειδών ενήγαγε τον Άρην εις τον
Άρειον Πάγον, ενώπιον των δώδεκα θεών, οίτινες ηθώωσαν αυτόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{71} Περσεφόνης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{72} Χωρικός της Αττικής, φιλοξενήσας τον
Διόνυσον, όστις εις αμοιβήν της φιλοξενίας του έδωκεν ασκόν οίνου και τον
εδίδαξε να καλλιεργή την άμπελον. Αλλ' ο οίνος υπήρξεν η αιτία του θανάτου του.
Έδωκεν εις τους εργάτας του να πίουν, ούτοι δε καταληφθέντες υπό βακχικής μανίας
και νομίζοντες ότι τους εδηλητηρίασε τον εφόνευσαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{73} Ο Ακάμας ήτο υιός του Θησέως και της
Φαίδρας και εραστής της Φυλλίδος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{74} Πόλις και άστυ κατ' εξοχήν εκαλούντο αι
Αθήναι, όπως η Ρώμη,βραδύτερον δε το Βυζάντιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{75} Οβιδίου «Μεταμορφώσεις» Γ', εις την
αρχήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{76} Διάλογοι θαλασσίων θεών τόμ. β' σελ.
5.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{77} Εκείνου όστις ήρπασε την Ευρώπην και του
άλλου τον οποίον ερωτεύετο η Πασιφάη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{78} Κατά τον Αριστοτέλην, η ευτυχία συνίσταται
από τα πνευματικά χαρίσματα, το σωματικόν κάλλος και τον πλούτον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{79} Ο Πυθαγόρας υπέβαλε τους μαθητάς του εις
πενταετή σιωπήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{80} Ο Όμηρος εις την Οδύσσειαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{81} Μηδέν προς την χορδήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{82} Απορώ πώς χωρίς να πίης αυτά τα φάρμακα
εμαγεύθης.83} Όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{84} Γοητεύει τους οφθαλμούς οιωνδήποτε
ανθρώπων θέλει, εκτός δε τούτου και τους κοιμωμένους εξυπνά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{85} Ίδε περί αυτού κατωτέρω εις τον «Βίον του
Δημώνακτος».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{86} Βάκηλοι ελέγοντο οι ευνούχοι ιερόδουλοι
της Κυβέλης και εν γένει οι ευνούχοι και θηλυδρίαι. Ίδε ανωτέρω «Ψευδολογιστήν»
όπου λέγει:«Καν εί τις βάκηλον ή ευνούχον ίδοι».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{87} Ο σχολιαστής λέγει περί της φράσεως
ταύτης• «κακέμφατον τούτο και, ώς φασιν οι ιδιώται, φύσιν προς
φύσιν».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{88} Το έργον τούτο του Λουκιανού δεν
διεσώθη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{89} Ούτος είνε ο ανωτέρω αναφερόμενος Κελτός
σοφιστής. Περί αυτού ελέγετο ότι η φύσις τον είχε προικίση δι' αμφοτέρων των
φύλων και ότι ήτο ερμαφρόδιτος. Άλλοι τον εθεώρουν απλώς ευνούχον. Έζησεν επί
του αυτοκράτορος Αδριανού, με τον οποίον ήλθέ ποτε εις φιλονεικίαν πολύ ζωηράν,
χωρίς ο Αδριανός να μνησικακήση εναντίον του. Διά τούτο ο Φαβωρίνος έλεγαν ότι
εξεπλήσσετο δια τρία πράγματα• ότι ήτο Κελτός και ωμίλει Ελληνικά, ότι ήτο
ευνούχος και κατηγορήθη διά μοιχείαν,ότι αντέτεινε προς ηγεμόνα και έζη
ακόμη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{90} Δύσκολον ν' αποδοθή κατά λέξιν το
λογοπαίγνιον. Κατά το κείμενον ο Δημώναξ είπε : «Εν οίδα, ότι περαίνει». Το
τελευταίον δε ρήμα σημαίνει φθάνω εις συμπέρασμα και ασελγαίνω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{91} Ου κυνάς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{92} Ενόει ότι ο Απολλώνιος μετέβαινε διά να
κατακτήση το χρυσούν δέρας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{93} Η Ρηγίλη ήτο σύζυγος του Ηρώδου. Απέθανε
νεωτάτη, ο δε Ηρώδης ανήγειρε προς τιμήν της μνήμης της το Ωδείον, το οποίον
ωνόμασε«θέατρον επί Ρηγίλη».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{94} Η γη εκράτησε το σώμα του Αδμήτου, αυτός
δε προς τον θεόν ανέβη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{95} Διότι οι ελεύθεροι Λακεδαιμόνιοι είχον ως
άσκησιν την μαστίγωσιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{96} Λογοπαίγνιον, όπως και το προηγούμενον
περί της Δανάης• διότι το γουδοκόπανον ελέγετο ύπερον, είς δ' εκ των αρχαίων και
γνωστοτέρων ρητόρων ελέγετο Υπερίδης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{97} Διότι και ο Επίκτητος ήτο
άγαμος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{98} Τας δέκα διαιρέσεις ή τάξεις της
λογικής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{99} Τελειώνει ο αγών, όστις περιλαμβάνει τα
ευγενέστερα ανδραγαθήματα. Καιρός ν'απέλθωμεν• ας μη βραδύνωμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{100} Ο Πρωτεσίλαος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{101} Και έπειτα ας θέσωμεν επί της Όσσης, το
δασώδες Πήλιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{102} Σου αφήρεσα από τους οφθαλμούς το σκότος
το οποίον τους εσκέπαζεν, ώστε να διακρίνης και τους θνητούς και τους
θεούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{103} Εις μίαν γην περιβρεχομένην υπό της
Θαλάσσης. Φαίνεται ότι είνε βασιλεύς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{104} Την δευτέραν μετά την γέννησιν ημέραν
εδίδετο εις το νεογνόν τα όνομα του πάππου του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{105} Παρωδία διαφόρων στίχων του Ομήρου:
Ομοίως αποθνήσκουν και εκείνος ο οποίος έμεινεν άταφος και εκείνος ο οποίος έχει
τάφον• ο πτωχός Ίρος εξισούται εις τον θάνατον με τον μέγαν Αγαμέμνονα και ο
Θερσίτης με τον υιόν της καλλιπλοκάμου Θέτιδος. Πάντες έχουν ομοίως άσαρκα
κρανία, γυμνοί δε και σκελετώδεις κάθηνται εις τον ασφοδελόσπαρτον
λειμώνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{106} Η ιερά και με πλατείας οδούς Ίλιος και αι
καλοκτισμέναι Κλεωναί</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{107} Εις το ποίημα «Κατάλογος γυναικών», το
οποίον απωλέσθη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{108} Εις το ποίημα «Έργα και
Ημέραι».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{109} Δοτήρες αγαθών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{110} θα εσοδεύσης εις το καλάθι και ολίγοι θα
ίδουν την εσοδείαν σου.</span><br />
<div class="MsoNormal">
<b><span style="color: red; font-size: 16pt;">ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ
ΠΕΜΠΤΟΥ ΤΟΜΟΥ </span></b></div>
</dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-76419043586467190052012-10-24T10:16:00.001-07:002012-10-24T10:16:17.894-07:00ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ: ΑΠΑΝΤΑ (4ος Τόμος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ: ΑΠΑΝΤΑ
(4<sup>ος</sup> Τόμος)</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=76Lucianus.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="381" src="http://fih.gr/images/76Lucianus.jpg" width="239" /></a>
</dt>
<dt><span style="font-size: 14pt;">Ο Λουκιανός ήταν Σύρος στην καταγωγή.
Γεννήθηκε στα Σαμόσατα, πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον πάνω Ευφράτη της Συρίας,
γύρω στο 120 μ.Χ. Εκεί έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση και πέρασε τα παιδικά του
χρόνια. Επειδή είχε δείξει από μικρός κάποιο ταλέντο στην τέχνη, οι γονείς του
τον έστειλαν μαθητευόμενο σε κάποιο θείο του γλύπτη. Η μαθητεία του δεν κράτησε
πολύ· ο νεαρός Λουκιανός έσπασε από αδεξιότητα μια πλάκα και ο θείος του τον
επέπληξε αυστηρά. Έτσι, εγκατέλειψε το εργαστήρι του θείου του και επέστρεψε στο
σπίτι των γονιών του. Η έντονη φιλομάθειά του τον έκανε να στραφεί στα γράμματα
(στο έργο του Περὶ τοῦ ἐνυπνίου αφηγείται πώς ενισχύθηκε αυτή του η απόφαση μετά
από όνειρο που είδε τη νύχτα της επιστροφής του στο σπίτι). Αφού μελέτησε τα
ελληνικά, ξεκίνησε να μάθει τη ρητορική τέχνη στις ρητορικές σχολές της Ιωνίας.
Στην Αντιόχεια άσκησε τη δικανική ρητορεία, που θεωρούνταν το κατώτερο είδος
ρητορικής. Στη Σμύρνη σπούδασε τη σοφιστική (ή επιδεικτική) ρητορική, κυρίως ως
μέσον προσπορισμού χρημάτων. Κατόπιν άρχισε να ταξιδεύει, επιδεικνύοντας τις
ρητορικές του ικανότητες, σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας, της
Μακεδονίας, της Ιταλίας και της Γαλατίας. Ωστόσο, δεν έμενε ικανοποιημένος με τη
ρητορική, και τελικά απογοητεύτηκε, θεωρώντας την ρηχή. Σε ηλικία 40 ετών,
παράτησε την τέχνη του σοφιστή και στράφηκε στη φιλοσοφία. Σημαντική επίδραση
είχε πάνω του η διδασκαλία του Πλατωνικού φιλοσόφου Νιγρίνου, τον οποίον
εθαύμαζε. Πνεύμα κατεξοχήν ανήσυχο, εντρύφησε σχεδόν σε όλες τις φιλοσοφικές
σχολές, αλλά τα φιλοσοφικά ρεύματα των Επικούρειων και των Κυνικών ήταν που
προσέλκυσαν κυρίως τη συμπάθειά του. </span>
</dt>
<dt><b><span style="font-size: 14pt;">(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό
κείμενο).</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ</span></b>
<br /><br />
<dl>
<dt style="margin-top: 24pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 24pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 24pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ ΑΠΑΝΤΑ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΙΩ.
ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΎ ΑΠΑΝΤΑ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 48pt;"><span style="font-family: Times New Roman; font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΔΙΣ
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ Ή ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ</span> </dt>
</dl>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ Εις τ' ανάθεμα οι
φιλόσοφοι όσοι λέγουν ότι μόνον οι θεοί είνε ευτυχείς• εάν εγνώριζαν πόσα
υποφέρομεν ένεκα των ανθρώπων, δεν θα μας εζήλευαν δια το νέκταρ και την
αμβροσίαν, πιστεύοντες εις τον Όμηρον,άνθρωπον τυφλόν και αγύρτην, ο οποίος μας
λέγει ευδαίμονας και διηγείται τα συμβαίνοντα εις τον ουρανόν, ενώ ούτε τα επί
της γης ηδύνατο να βλέπη. Ιδού ποία είνε η ευτυχία μας. Αρχίζω από τον Ήλιον, ο
οποίος άμα ξημερώση είνε αναγκασμένος να ζεύξη το άρμα του και καθ' όλην την
ημέραν να διατρέχη τον ουρανόν, ενδεδυμένος πυρ και ακτινοβολών και ούτε να ξύση
τ' αυτί του, κατά το λεγόμενον, έχει καιρόν• διότι ολίγον αν απροσεκτήση, θ'
αφηνιάσουν οι ίπποι και εξερχόμενοι από τον δρόμον των θα κατακαύσουν τα πάντα.
Επίσης η Σελήνη κατά την νύκτα περιφέρεται άγρυπνος και φέγγει εις τους
κωμάζοντας και τους αργά επιστρέφοντας από τα γεύματα. Ο δε Απόλλων, ο οποίος
εξέλεξεν έργον πολυάσχολον,κινδυνεύει να κουφαθή από τας ενοχλητικάς απαιτήσεις
των εχόντων ανάγκην της μαντικής• και οτέ μεν είνε ανάγκη να ευρίσκεται εις τους
Δελφούς,άλλοτε δε εις τον Κολοφώνα• εκείθεν μεταβαίνει με σπουδήν εις τον Ξάνθον
και τρέχων ευρίσκεται εις την Κλάρον, έπειτα δε εις την Δήλον ή εις τας
Βραγχίδας και εν γένει πρέπει να είνε παρών παντού όπου η ιέρεια, αφού πίη το
ιερόν ύδωρ και μασήση φύλλα δάφνης και διασείση τον τρίποδα, τον καλέση να
παρευρεθή. Πρέπει να σπεύση χωρίς να παραμελήση διά να υπαγορεύση τους χρησμούς,
άλλως κινδυνεύει να χάση την φήμην του.Παραλείπω όσα οι άνθρωποι μηχανεύονται
διά να δοκιμάζουν την αλήθειαν της μαντικής του, ψήνοντες αναμεμιγμένα κρέατα
αμνών και χελωνών• ώστε εάν δεν είχεν οξείαν την όσφρησιν, θα απήρχετο εμπαίζων
αυτόν ο Λυδός. {1} Ο δε Ασκληπιός ενοχλούμενος υπό των ασθενούντων ευρίσκεται
εις την ανάγκην να βλέπη φρικτά πράγματα και να εγγίζη αηδή και να λυπήται διά
τας ξένας συμφοράς. {2} Και τι να είπω περί των ανέμων οίτινες είνε
καταδικασμένοι να υπηρετούν την γεωργίαν, να κινούν τα πλοία και να φυσούν διά
να ευκολύνουν το λίκμισμα εις τ' αλώνια; ή διά τον ύπνον όστις κατέρχεται προς
όλους, ή τα όνειρα τα οποία διανυκτερεύουν μετά του ύπνου και του εμπνέουν
προφητικάς ιδέας; Όλους αυτούς τους κόπους υποφέρουν οι θεοί χάριν των ανθρώπων
και διά να υπηρετούν έκαστος την επί της γης ζωήν.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Και των μεν άλλων οι κόποι είνε υποφερτοί, αλλ'
εγώ ο πάντων βασιλεύς και πατήρ πόσας αηδίας υποφέρω, πόσας ασχολίας έχω και εις
πόσας φροντίδας είνε διηρημένη η προσοχή μου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εν πρώτοις πρέπει να επιτηρώ τας εργασίας των
άλλων θεών, όσοι μετέχουν εις την εξουσίαν μου, διά να μη εργάζωνται αμελώς και
κακώς• έπειτα δε και ο ίδιος έχω μυρίας άλλας ασχολίας, εις τας λεπτομερείας των
οποίων μόλις επαρκώ• διότι το έργον μου δεν περιορίζεται μόνον εις τα κυριώτερα
της διοικήσεως, να πέμπω βροχάς και χαλάζας και ανέμους και αστραπάς,και έπειτα
ν' αδιαφορώ διά τας λεπτομερείας, αλλ' είμαι ηναγκασμένος και ταύτα να πράττω
και συγχρόνως να προσέχω παντού και τα πάντα να επιτηρώ,όπως ο βουκόλος της
Νεμέας,{3} τους κλέπτας, τους επιόρκους, τας θυσίας,εάν κανείς έκαμε σπονδήν,
πόθεν έρχεται η κνίσα και ο καπνός, ποίος άρρωστος ή ταξειδεύων με εκάλεσε, και,
εκείνο το οποίον είνε υπέρ όλα επιπονώτατον, συγχρόνως να παρευρίσκωμαι εις την
εκατόμβην, ήτις θύεται εις την Ολυμπίαν, και εις την Βαβυλώνα διά να επιτηρώ
τους πολεμούντας,να ρίπτω χάλαζαν εις την χώραν των Γετών και να συμποσιάζω εις
την χώραν των Αιθιόπων. Αλλά και μεθ' όλα ταύτα δεν αποφεύγω τας μεμψιμοιρίας,
και πολλάκις εν ώ οι άλλοι θεοί και οι άνθρωποι κοιμώνται καθ' όλην την νύκτα,
δι' εμέ τον Δία δεν υπάρχει νήδυμος ύπνος. Διότι και ολίγον αν κλείσω τους
οφθαλμούς, ευθύς ο φίλος της αληθείας Επίκουρος θα αποδείξη ότι οι θεοί δεν
προνοούμεν διά τα επί γης πράγματα• και ο κίνδυνος δεν είνε μικρός εάν
πιστεύσουν αυτά οι άνθρωποι• οι ναοί μας θα μείνουν αστεφάνωτοι, αι αγυιαί δεν
θ' αναδίδουν πλέον κνίσαν θυσιών, σπονδαί δεν θα τελούνται, οι βωμοί θα μείνουν
ψυχροί και εν γένει θα παύσουν αι θυσίαι και αι προσφοραί και νηστικοί θα
μείνωμεν και πεινώντες οι θεοί.Διά τούτο, καθώς οι κυβερνήται των πλοίων,
στέκομαι όρθιος και μόνος εις την πρύμνην και κρατώ το πηδάλιον, και οι μεν
άλλοι επιβάται διασκεδάζουν και άμα νυστάξουν κοιμούνται, εγώ δε άγρυπνος και
νηστικός σκέπτομαι και φροντίζω δι' όλους και ως μόνην αμοιβήν και απόλαυσιν έχω
την τιμήν ότι θεωρούμαι κύριος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ώστε ευχαρίστως θα ηρώτων τους φιλοσόφους,
οίτινες μόνους τους θεούς θεωρούν ευτυχείς, πότε με τόσας ασχολίας νομίζουν ότι
ευρίσκομεν καιρόν ν' απολαμβάνωμεν το νέκταρ και την αμβροσίαν. Ορίστε, ένεκα
των πολλών μας ασχολιών αφήκαμεν εκκρεμείς τόσας παλαιάς υποθέσεις, τας οποίας
καλύπτουν η μούχλα και αι αράχναι, και μάλιστα αγωγάς τας οποίας έχουν κινήσει
επιστήμαι και τέχναι εναντίον μερικών ανθρώπων και εκ των οποίων τινές είνε πολύ
παλαιαί. Οι δε ενδιαφερόμενοι φωνάζουν εξ όλων των μερών και αγανακτούν και
ζητούν την διεκπεραίωσιν των υποθέσεων και κατηγορούν εμέ διά την βραδύτητα,
διότι αγνοούν ότι η εκκρεμότης δεν προήλθεν εξ ολιγωρίας, αλλ' εκ της ευτυχίας
την οποίαν νομίζουν ότι απολαμβάνομεν,καθότι ευτυχίαν αποκαλούν τας
ασχολίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜΗΣ. Και εγώ, ω Ζευ, έχω ακούσει εις την γην
πολλούς να μεμψιμοιρούν,αλλά δεν ετόλμησα να σου το είπω. Αφού όμως μόνος σου
ωμίλησες, σου το λέγω. Όλοι αγανακτούν και παραπονούνται, πατέρα• και φανερά μεν
δεν τολμούν να εκφράζωνται, αλλά κρυφά μουρμουρίζουν διά την εκκρεμότητα των
υποθέσεων, εν ώ έπρεπε προ πολλού να έχουν τελειώσει αυταί αι υποθέσεις και να
γνωρίζη έκαστος τι να κάμη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τι φρονείς λοιπόν; Να ορίσωμεν μίαν
δικάσιμον και να τους καλέσωμεν να δικασθούν ή να το αναβάλωμεν διά το ερχόμενον
έτος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜΗΣ. Όχι, αμέσως να γείνη ό,τι θα
γείνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Καλά λοιπόν. Συ να κατεβής και να
διακηρύξης ότι την τάδε ημέραν θα δικασθούν αι εκκρεμείς υποθέσεις και να έλθουν
όλοι όσοι έχουν τοιαύτας εις τον Άρειον Πάγον, όπου η Δικαιοσύνη θα κληρώση τους
δικαστάς αναλόγως των υποθέσεων εξ όλων των Αθηναίων. Εάν δε κανείς νομίση ότι η
απόφασις η οποία θα εκδοθή δεν είνε δικαία, θα έχη το δικαίωμα να κάμη έφεσιν
εις εμέ και να δικασθή εκ νέου η υπόθεσις ως να μη είχε δικασθή καθόλου. Συ δε,
κόρη μου, να καθήσης πλησίον των σεμνών θεαινών,{4} να κληρώσης τους δικαστάς
και να επιτηρής την διεξαγωγήν των δικών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Πάλιν θα πάω εις τον κόσμον διά να
με διώξουν εκ νέου οι άνθρωποι και να με σκάση με τους εμπαιγμούς της η
Αδικία;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τώρα πρέπει να έχης καλλιτέρας ελπίδας,
διότι πιστεύω ότι θα τους έχουν πείσει οι φιλόσοφοι να σε προτιμούν από την
Αδικίαν, μάλιστα, ο υιός του Σωφρονίσκου ο τόσον επαινέσας το δίκαιον και
αποδείξας ότι είνε το μέγιστον των αγαθών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Πολύ τον ωφέλησαν όσα είπε περί εμού, αφού
παραδοθείς εις τους ένδεκα και ριφθείς εις την φυλακήν κατεδικάσθη να πίη ο
δυστυχής το κώνειον και ούτε να θυσιάση πετεινόν εις τον Ασκληπιόν του
επέτρεψαν.Τόσον υπερίσχυσαν οι κατήγοροί του, οι οποίοι υπεστήριζαν την Αδικίαν
εναντίον αυτού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Έως τότε η φιλοσοφία ήτο ακόμη ξένη προς
τους περισσοτέρους και ολίγοι ήσαν οι φιλοσοφούντες, ώστε δεν είνε παράδοξον ότι
οι δικασταί παρεσύρθησαν υπό του Ανύτου και του Μελήτου. Σήμερον όμως δεν
βλέπεις πόσα φιλοσοφικά ενδύματα, πόσαι βακτηρίαι και πείραι υπάρχουν εις τας
Αθήνας; Παντού φαίνονται μακραί γενειάδες και βιβλία κρατούμενα εις την
αριστεράν και όλοι φιλοσοφούν υπέρ σου, είνε δε γεμάτοι οι περίπατοι από
φιλοσόφους οίτινες διηρημένοι εις ίλας και φάλαγγας αντιμάχονται• και δεν
υπάρχει κανείς όστις δεν θέλει να θεωρήται ως τρόφιμος της αρετής.Πολλοί
αφήσαντες τας τέχνας τας οποίας είχον, εφορτώθησαν την πείραν και το φιλοσοφικόν
ένδυμα και μαυρίσαντες το σώμα των εις το καύμα του ηλίου έγειναν φιλόσοφοι
αυτοσχέδιοι από υποδηματοποιών ή κτιστών, τώρα δε σε περιτριγυρίζουν και
εξυμνούν την αξίαν σου. Τόσοι δε είνε οι φιλόσοφοι,ώστε, κατά την παροιμίαν,
ευκολώτερον είνε να πέση κανείς εις πλοίον και να μη συναντήση ξύλον παρά να
κυττάξη γύρω του και να μη ίδη φιλόσοφον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Αλλ' αυτοί με τρομάζουν με τας φιλονεικίας
των και με την σύγχισιν των γνωμών των εις όσα λέγουν περί εμού. Λέγεται δε ότι
και οι περισσότεροι εξ αυτών εις μεν τους λόγους προσποιούνται ότι είνε με το
μέρος μου, εις τα πράγματα όμως με αποστρέφονται τελείως και είνε βέβαιον ότι θα
με διώξουν αν τύχη να κτυπήσω τας θύρας των• διότι προ πολλού ήδη έχουν
εγκολπωθή την Αδικίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Δεν είνε όλοι κακοί, κόρη μου• αρκετόν δε
θα είνε και αν επιτύχης ολίγους καλούς. Αλλά πηγαίνετε τώρα, διά να προφθάσουν
να δικασθούν ολίγαι υποθέσεις σήμερον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Πάμε λοιπόν. Ας ακολουθήσωμεν την οδόν
ήτις αρχίζει από το Σούνιον και διέρχεται ολίγον κατωτέρω του Υμηττού και
αριστερά της Πάρνηθος διά να φθάση εκεί όπου φαίνονται δύο υψώματα. Φαίνεσαι ότι
ελησμόνησες προ πολλού τον δρόμον. Αλλά τι έπαθες; Διατί δακρύζεις και
παραπονείσαι; Μη φοβείσαι• ο κόσμος δεν είνε όπως τον ήξευρες• απέθαναν όλοι
εκείνοι οι Σκείρωνες, οι Πιτυοκάμπται, οι Βουσίριδες και Φαλάριδες τους οποίους
εφοβείσο άλλοτε• τώρα η Σοφία, η Ακαδημία και η Στοά επικρατούν εις όλα και
παντού σε ζητούν και περί σου ομιλούν και χάσκοντες περιμένουν να σε ίδουν
επιστρέφουσαν πάλιν προς αυτούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Συ μόνον, Ερμή, δύνασαι να μου είπης την
αλήθειαν, διότι τους συναναστρέφεσαι και διατρίβεις μετ' αυτών εις τα
γυμναστήρια και την αγοράν — καθότι και αγοραίος είσαι και κηρύττεις εις τας
συνελεύσεις —εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται και αν είνε δυνατή η διαμονή μου
μεταξύ αυτών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μα τον Δία, θα ήτο άδικον να μη σου είπω
την αλήθειαν, αφού είσαι αδελφή μου• πολλοί εξ αυτών έχουν ωφεληθή όχι ολίγον
από την φιλοσοφίαν•αν όχι άλλο, από εντροπήν προς το φιλοσοφικόν των σχήμα
ολιγώτερον παρεκτρέπονται. Αλλ' όμως θα συναντήσης και κακούς μεταξύ αυτών —
διότι πρέπει να σου είπω όλην την αλήθειαν —- μερικούς δε ημισόφους και
ημιφαύλους. Η φιλοσοφία όταν τους παρέλαβε, τους έβαψε με το χρώμα της-και όσοι
μεν απερρόφησαν άφθονον την βαφήν, εμορφώθησαν εντελώς χρηστοί και απηλλαγμένοι
από άλλα χρώματα και προς υποδοχήν σου είνε ούτοι ετοιμότατοι• όσοι δε ένεκα του
παλαιού ρύπου δεν ηδυνήθησαν ν'απορροφήσουν κατά βάθος και άφθονον την βαφήν,
από μεν τους άλλους είνε καλλίτεροι, είνε όμως ατελείς και λευκόμαυροι, ως
στιγματισμένοι, και παρδαλοί το χρώμα. Μερικοί δε και μόνον διότι ήγγισαν απ'
έξω εις τον λέβητα με το άκρον του δακτύλου και επασαλείφθησαν με την καπνιάν
νομίζουν ότι αρκετά και αυτοί μετεχρωματίσθησαν. Αλλά συ, εννοείται, θα
συναναστρέφεσαι με τους καλλιτέρους. Ενώ όμως ομιλούμεν, επλησιάσαμεν εις την
Αττικήν ώστε ας αφήσωμεν δεξιά το Σούνιον και ας διευθυνθώμεν προς την
Ακρόπολιν. Και τώρα ότε εφθάσαμεν, συ μεν κάθησαι εδώ επί του βράχου και βλέπε
προς την Πνύκα έως ου διαλαλήσω την παραγγελίαν του Διός• εγώ δε θ' αναίβω εις
την Ακρόπολιν διά να δυνηθώ ούτω ευκολώτερον να τους καλέσω και να με ακούσουν
όλοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Μη φύγης, ω Ερμή, πριν μου είπης ποιος
είνε αυτός που έρχεται προς τα εδώ, ο κερασφόρος και μαλλιαρός εις τους μηρούς
και τα πόδια, ο οποίος κρατεί φλογέραν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Πώς, δεν γνωρίζεις τον Πάνα τον ζωηρότερον
εκ των ακολούθων του Διονύσου; Αυτός άλλοτε έμενεν εις το Παρθένιον {5} αλλά
κατά την εκστρατείαν του Δάτιδος και την απόβασιν των βαρβάρων εις τον
Μαραθώνα,ήλθεν απρόσκλητος, ως σύμμαχος των Αθηναίων, έκτοτε δε εξέλεξεν ως
κατοικίαν το σπήλαιον εκείνο το οποίον ευρίσκεται υπό την Ακρόπολιν και κατοικεί
εκεί ολίγον υπεράνω του Πελασγικού, πληρώνων τον φόρον των μετοίκων• και τώρα
άμα μας είδε έρχεται ως γείτων εδώ να μας χαιρετήση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Χαίρετε, ω Ερμή και Δικαιοσύνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Χαίρε και συ, Παν μουσικώτατε και
χορευτικώτατε εξ όλων των Σατύρων, εις τας Αθήνας δε και
πολεμικώτατε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Και ποίος καιρός σας έφερεν εδώ, ω
Ερμή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Η Δικαιοσύνη θα σου διηγηθή τα πάντα• εγώ
δε ανεβαίνω εις την Ακρόπολιν διά το διαλάλημα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Ο Ζευς, ω Παν, με έστειλε να διεκπεραιώσω
τας εκκρεμείς δίκας. Συ δε πώς τα περνάς εις τας Αθήνας;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Η αλήθεια είνε ότι δεν με τιμούν όσον
πρέπει, αλλά πολύ ολιγώτερον αφ' ό,τι ήλπιζα και μάλιστα αφού τους έσωσα από
τέτοιον κίνδυνον από μέρους των βαρβάρων. Εν τοσούτω δύο ή τρεις φορές κατ' έτος
ανεβαίνουν και μου θυσιάζουν ένα διαλεκτόν τράγον βαρβάτον, ο οποίος μυρίζει
πολλήν βαρβατίλαν, και έπειτα περιδρομιάζουν τα κρέατα και μ' έχουν θεατήν της
διασκεδάσεώς των, από την οποίαν απολαμβάνω εγώ μόνον τον θόρυβον. Αλλά με
διασκεδάζουν κάπως τα γέλοια και τα παγνίδια των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Και κατά τα άλλα έγειναν εναρετώτεροι υπό
των φιλοσόφων οι Αθηναίοι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Ποίους λέγεις φιλοσόφους; Μήπως εκείνους
τους κατσουφιασμένους, οι οποίοι περπατούν πάντοτε κοπάδια και έχουν γένεια
όμοια με τα δικά μου,εκείνους τους φλυάρους;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Ακριβώς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Δεν καταλαβαίνω τι λέγουν, ούτε εννοώ την
σοφίαν των• διότι εγώ είμαι βουνήσιος και δεν έμαθα αυτά τα ευγενικά λόγια των
ανθρώπων των πόλεων. Μπορεί να βγη από την Αρκαδίαν ρήτωρ ή φιλόσοφος; Η σοφία η
δική μου φθάνει μέχρι του πλαγιαύλου και της φλογέρας• κατά τα αλλά είμαι
αιγοβοσκός και χορευτής, εάν παρουσιασθή δε ανάγκη και πολεμιστής. Τους ακούω
όμως να φωνάζουν πάντοτε και να συζητούν διά κάποιαν αρετήν, διά ιδέας και φύσιν
και ασώματα, πράγματα τα οποία ούτε ξέρω ούτε εννοώ. Εις την αρχήν η συζήτησίς
των είνε ειρηνική• αλλ' όσω προχωρούν δυναμώνουν την φωνήν και καταντούν να
κραυγάζουν• επειδή δε καθένας επιμένει με πείσμα εις την γνώμην του• και όλοι
θέλουν συγχρόνως να μιλούν, τα πρόσωπά των κοκκινίζουν, οι λαιμοί πρίσκονται και
η φλέβες φουσκώνουν,καθώς των αυλητών όταν με δύναμιν φυσούν εις τον στενόν
αυλόν. Ούτω γίνεται σύγχυσις εις την οποίαν λησμονούν τι ήρχισαν να συζητούν,
και αφού υβρισθούν μεταξύ των φεύγουν και με το δάκτυλον οι περισσότεροι
σκουπίζουν τα ιδρωμένα μέτωπά των• εκείνος δε φαίνεται νικητής ο οποίος
ανεδείχθη πλέον φωνακλάς και αδιάντρωπος και φεύγει τελευταίος. Αλλ'όμως ο πολύς
λαός τους σέβεται και τους ακούει, όταν μάλιστα δεν έχει τίποτε καλλίτερον να
κάμη, και το θράσος και ο θόρυβός των φαίνεται ότι ευχαριστεί τον όχλον. Εγώ
όμως απ' αυτά που έβλεπα και ήκουα συνέλαβα την ιδέαν ότι είνε ασκοί φουσκωμένοι
με αλαζονίαν και μου έκανε κακόν ότι ομοιάζομεν κατά τα γένεια. Εάν δε από τις
φωνές και τα λόγια των εκείνα γίνεται καμμία ωφέλεια εις τον λαόν, δεν γνωρίζω.
Αλλ' εάν πρέπει να είπω την αλήθειαν χωρίς να κρύψω τίποτε — διότι ως βλέπεις
κατοικώ εις μέρος υψηλόν — πολλάκις, έτυχε να ίδω πολλούς από αυτούς αργά το
βράδυ…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Φθάνει, Παν. Δεν σου φαίνεται ότι ήρχισεν
ο Ερμής να διαλαλή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Α, βέβαια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ακούσετε, πολίται• σήμερον εβδόμην του
μηνός Ελαφηβολιώνος θα συστήσωμεν δικαστήριον διά να δικάση τας εκκρεμείς δίκας.
Όσοι δε έχουν τοιαύτας υποθέσεις να έλθουν εις τον Άρειον Πάγον, όπου η
Δικαιοσύνη θα κληρώση τους δικαστάς και θα συμπαρεδρεύση. Οι δικασταί θα
εκλεγούν εξ όλων των Αθηναίων, ο μισθός θα είνε τρεις οβολοί και ο αριθμός των
δικαστών ανάλογος προς το δικαζόμενον έγκλημα. Όσοι δε απέθαναν πριν ή δικασθούν
αι αγωγαί των, και αυτούς ας τους στείλη επάνω ο Αιακός. Και εάν κανείς νομίση
ότι εδικάσθη αδίκως, θα δύναται να εφεσιβάλη την υπόθεσιν και η έφεσις θα γείνη
εις τον Δία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Πωπώ θόρυβος! Τι αναφωνητό είνε αυτό;
Κύτταξε πώς τρέχουν και τραβούν ο ένας τον άλλον προς την ανωφέρειαν του Αρείου
Πάγου. Αλλά και ο Ερμής επιστρέφει• ώστε πηγαίνετε να φροντίσετε διά τας δίκας,
να κληρώσετε τους δικαστάς και να κρίνετε κατά τους νόμους σας, εγώ δε θα
επιστρέψω εις τη σπηλιά μου να παίξω κάποιον σκοπόν ερωτικόν, με τον οποίον
συνειθίζω να πειράζω την Ηχώ. Από λόγους ρητόρων και δικηγόρων έχω παραχορτάσει,
διότι ακούω κάθε μέρα εκείνους που δικάζονται εις τον Άρειον Πάγον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Βέβαια, διότι ως βλέπεις, έρχονται σωρηδόν
και ως σμήνη σφηκών βομβούν γύρω εις τον βράχον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Επί τέλους σε συνέλαβα,
αχρείε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΛ. Τώρα δε γλυτώνεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΛ. Θ' αποδείξω τα μεγάλα σου
εγκλήματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΛ. Να προτιμηθή η δική μου
υπόθεσις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΛ. Ακολούθει, κακούργε, εις το
δικαστήριον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΛ. Μη με πνίξης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Ξέρεις τι πρέπει να κάμωμεν, ω Ερμή; Τας
μεν άλλας δίκας ν'αναβάλωμεν δι' αύριον, σήμερον δε να κληρώσωμεν μόνον εκείνας
εις τας οποίας ενάγονται άνθρωποι υπό διαφόρων τεχνών, επιτηδευμάτων ή
επιστημών. Δόσε μου αυτάς τας δικογραφίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Η Μέθη κατά της Ακαδημίας περί του
Πολέμωνος επί εξανδραποδισμώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Κλήρωσε επτά δικαστάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Η Στοά κατά της Ηδονής επί αδικία, διότι
απεπλάνησε τον εραστήν της Διονύσιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Πέντε είνε αρκετοί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Η Τρυφή κατά της Αρετής διά τον
Αρίστιππον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Πέντε και τούτους ας τους
δικάσουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Η Αργυραμοιβική κατά του Διογένους επί
δραπετεύσει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Μόνον τρεις κλήρωσε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Η Ζωγραφική κατά του Πύρρωνος επί
λιποταξία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Εννέα ας δικάσουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Θέλεις, Δικαιοσύνη, να κληρώσωμεν και
αυτάς τας δύο αγωγάς αίτινες προ ολίγου καιρού υπεβλήθησαν εναντίον του
ρήτορος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Ας δικάσωμεν πρώτον τας παλαιάς, αυταί δε
θα έλθουν έπειτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Και όμως είνε όμοιαι και αυταί, και το
αδίκημα αν και δεν είνε παλαιόν είνε παρόμοιον με τα άλλα τα οποία θα δικαστούν•
ώστε ομού με αυτά πρέπει να δικασθή και τούτο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Μου φαίνεται, Ερμή, ότι θέλεις να κάμης
χάριν εις κάποιον• όμως αφού το θέλεις ας δικασθούν και αυταί, αλλά μόνον αυταί•
διότι όσαι εκληρώθησαν είνε αρκεταί. Δος μου τας μηνύσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Η Ρητορική κατά του Σύρου επί κακοποιήσει.
Ο Διάλογος κατά του αυτού επί εξυβρίσει. {6}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Και ποίος είνε αυτός; Δεν βλέπω να είνε
γραμμένον το όνομά του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ας μείνη ούτω, κατά του ρήτορος του Σύρου•
η έλλειψις του ονόματος δεν είνε σπουδαίον εμπόδιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Ωραίο αυτό, να κληρώσωμεν εις τας Αθήνας
και εις τον Άρειον Πάγον δίκας ξένας αι οποίαι έπρεπε να δικασθούν πέραν του
Ευφράτου. Εν τοσούτω ας κληρωθούν ένδεκα δικασταί και δια τας δύο αυτάς
δίκας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Εύγε, Δικαιοσύνη, που φροντίζεις να μη
γείνουν πολλαί αι δικαστικαί δαπάναι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Οι κληρωθέντες να δικάσουν την Ακαδημίαν
και την Μέθην ας καθήσουν πρώτοι• συ δε γέμισε την κλεψύδραν. Τον λόγον έχεις συ
πρώτη η Μέθη.Αλλά διατί σιγείς και αποφεύγεις να ομιλήσης; Πλησίασε, ω Ερμή, να
μάθης τι έχει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Λέγει ότι δεν δύναται να αναπτύξη την
αγωγήν της, διότι ο οίνος έχει δεσμεύσει την γλώσσαν της και φοβείται μήπως
προκαλέση τον γέλωτα του δικαστηρίου. Βλέπεις δε ότι μόλις στέκεται εις τα πόδια
της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Λοιπόν ας της διορίσωμεν ένα συνήγορον από
αυτούς τους δικηγόρους,από τους οποίους πολλοί είνε έτοιμοι να σκάσουν διά να
πάρουν τρεις οβολούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αλλά κανείς δεν θα θελήση να συνηγορήση
εις το φανερόν υπέρ της Μέθης. Μου φαίνεται όμως ότι εκείνο το οποίον προτείνει
η Μέθη είνε σωστόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Τι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Η Ακαδημία είνε εξησκημένη εις το να
υποστηρίζη πάντοτε δύο αντιθέτους γνώμας. Αυτή λοιπόν, λέγει η Μέθη, ας ομιλήση
πρώτον υπέρ εμού και έπειτα ομιλεί και διά λογαριασμόν της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Αυτά είνε παράξενα, αλλ' ας είνε. Αφού σου
είνε εύκολον, Ακαδημία,ανάπτυξε και την κατηγορίαν και την
υπεράσπισιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΚΑΔ. Ακούσετε, άνδρες δικασταί, πρώτον τας
αιτιάσεις της Μέθης, αφού εις αυτήν ανήκει τώρα ο λόγος. Η δυστυχής Μέθη ηδικήθη
μεγάλως υπ' εμού της Ακαδημίας, διότι τον μόνον δούλον τον οποίον είχε πιστόν
και αφοσιωμένον εις αυτήν και ο οποίος ενόμιζεν ότι τίποτε εξ όσων έπραττε δεν
ήτο αισχρόν, της τον αφήρεσα. Εννοεί τον Πολέμωνα εκείνον όστις εν καιρώ ημέρας
διέτρεχε μεθυσμένος την αγοράν, συνοδευόμενος υπό τραγουδιστριών και άδων από
πρωίας έως εσπέρας, αιωνίως μεθύων και κραιπαλών και στεφανωμένος με άνθη. Και
ότι αυτά είνε αληθή μαρτυρούν όλοι οι Αθηναίοι, οίτινες ουδέποτε είδον τον
Πολέμωνα αμέθυστον. Όταν δε ο δυστυχής ούτος ήλθε και ετραγούδησεν εις τας θύρας
της Ακαδημίας, όπως συνείθιζε να τραγουδή εις τα πρόθυρα όλων, τον ήρπασε και
αφού τον απέσπασε διά της βίας από τας χείρας της Μέθης και τον παρέλαβε πλησίον
της τον ηνάγκασε να πίνη μόνον νερόν, τον εδίδαξε την εγκράτειαν,απέσπασε τους
στεφάνους από την κεφαλήν του και αντί να κατακλίνεται και να πίνη, του εδίδαξε
λόγους σκοτεινούς και ανιαρούς, οι οποίοι κουράζουν το πνεύμα του με σκέψεις.
Ούτω δε αντί του ερυθήματος το οποίον ήνθει προηγουμένως εις τας παρειάς του,
έγινεν ο άθλιος ωχρός και ισχνός το σώμα. Ελησμόνησεν όλα τα άσματα και νηστικός
ενίοτε και διψών κάθηται μέχρι του μεσονυκτίου και λέγει τας φλυαρίας τας οποίας
εγώ η Ακαδημία διδάσκω. Το δε χειρότερον είνε ότι και κατηγορεί την Μέθην
παρακινούμενος υπ' εμού και πολλά λέγει εναντίον της.{7} Αυτά περίπου θα είχε να
είπη η Μέθη. Τώρα θα απολογηθώ και διά τον εαυτόν μου και από της στιγμής ταύτης
το νερόν της κλεψύδρας ας τρέξη δι' εμέ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Τι άρά γε έχει ν' απαντήση εις αυτά; Εν
τοσούτω χύσε και δι' αυτήν ίσην ποσότητα νερού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΚΑΔ. Όσα η συνήγορος είπεν υπέρ της Μέθης, ω
άνδρες δικασταί, φαίνονται πολύ ορθά όπως ελέχθησαν• αλλ' εάν δόσετε ευνοϊκήν
ακρόασιν και εις όσα μέλλω να είπω εγώ, θα πεισθήτε ότι ουδόλως την ηδίκησα. Ο
Πολέμων ούτος,τον οποίον λέγει δούλον της, ήτο εκ φύσεως αγαθός και χωρίς
καμμίαν ροπήν να γείνη μέθυσος, αλλ' εσυγγένευε και ωμοίαζε προς εμέ κατά τον
χαρακτήρα. Αυτή όμως με την συνδρομήν και της Ηδονής, ήτις συνήθως συνεργάζεται
με αυτήν, επρόλαβε και τον ήρπασε όταν ακόμη ήτο νέος και τρυφερός και τον
διέφθειρε τον δυστυχή με νυκτερινάς διασκεδάσεις και εταίρας, ούτως ώστε έχασε
σχεδόν εξ ολοκλήρου την εντροπήν. Εκείνα τα οποία προ μικρού ενόμιζεν ότι έλεγεν
υπέρ εαυτής, μάλλον υπέρ εμού πρέπει να τα θεωρήσετε ως λεχθέντα. Τω όντι ο
δυστυχής από πρωίας περιεφέρετο στεφανωμένος και μεθυσμένος μέσα εις την
αγοράν,συνοδευόμενος υπό μουσικής, ουδέποτε συνερχόμενος εκ της μέθης,τραγουδών
ενώπιον των θυρών όλων, γενόμενος ύβρις διά τους προγόνους του και την πόλιν
όλην και αφορμή γέλωτος διά τους ξένους. Όταν λοιπόν ήλθε προς εμέ, έτυχε να
ομιλώ, όπως συνειθίζω να ομιλώ προς τους φίλους μου,ενώ αι θύραι ήσαν ανοικταί,
περί αρετής και σωφροσύνης. Αυτός δε εμφανισθείς με στεφάνους και αυλούς, κατ'
αρχάς εφώναζε και προσεπάθει να ταράξη την διδασκαλίαν με τον θόρυβον• επειδή δε
ουδόλως επροσέξαμεν εις αυτόν, μετ' ολίγον (διότι δεν ήτο εντελώς μεθυσμένος)
ήρχισε να συνέρχεται και να προσέχη εις τα λεγόμενα• και αφήρεσεν από την
κεφαλήν του τους στεφάνους, διέταξε την αυλητρίδα να σιωπήση και διά το κόκκινον
ένδυμα το οποίον εφόρει εντρέπετο• και ως να εξύπνησε από βαθύν ύπνον,και την
κατάστασίν του έβλεπε και τον παρελθόντα βίον του κατεδίκαζε.Τότε το ερύθημα της
μέθης εξέλιπε από το πρόσωπόν του, εκοκκίνιζε δε από εντροπήν διά τας πράξεις
του και επί τέλους αποδράσας όπως ήτο, ήλθε προς εμέ, χωρίς ούτε να τον
παρακινήσω ούτε να τον εξαναγκάσω, ως αυτή λέγει, αλλ' εκουσίως, διότι ενόμιζεν
ότι πλησίον μου είνε καλλίτερα. Σας παρακαλώ δε να τον καλέσετε διά να το
βεβαιωθήτε πως μετεβλήθη εξ αιτίας μου. Τον παρέλαβα εις γελοίαν κατάστασιν και
μη δυνάμενον να λαλήση ούτε να σταθή εκ της οινοποσίας, τον επανέφερα εις την
φρόνησιν και την εγκράτειαν και από ουτιδανόν τον έκαμα σεμνόν και σώφρονα και
τον ανέδειξα άξιον πολλής εκτιμήσεως εκ μέρους των Ελλήνων. Και αυτός δε
μ'ευγνωμονεί διά τούτο και οι συγγενείς του. Ταύτα είχα να είπω. Υμείς δε
κρίνετε τώρα με ποίαν εξ ημών των δύο ήτο προτιμότερον εις αυτόν να
συναναστρέφεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Λοιπόν μη βραδύνετε, αλλά ψηφοφορήσετε•
σηκωθήτε. Έχομεν και άλλους να εξετάσωμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Η Ακαδημία έλαβεν όλας τας ψήφους εκτός
μιας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Διόλου παράδοξον ότι ευρέθη και ένας με το
μέρος της Μέθης.Καθήσετε τώρα όσοι εκληρώθητε διά να δικάσετε την διένεξιν της
Στοάς και της Ηδονής περί του εραστού. Εχύθη το νερόν. Συ η ζωγραφιστή και
ποικιλόχρωμος έχεις τον λόγον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΤΟΑ. Δεν αγνοώ, άνδρες δικασταί, ότι η
αντίδικός μου έχει το πλεονέκτημα του κάλλους, βλέπω δε ότι και πολλοί εξ υμών
στρέφετε προς αυτήν τα βλέμματα και της μειδιάτε, εμέ δε καταφρονείτε, διότι έχω
την κόμην σύρριζα κομμένην και το βλέμμα μου είνε αρρενωπόν και φαίνομαι
σκυθρωπή. Αλλ' αν θελήσετε να με ακούσετε, ελπίζω ότι θα είπω πράγματα
δικαιότερα από όσα θα σας είπη αυτή. Την κατηγορώ δε ακριβώς διότι όπως είνε ως
εταίρα καλλωπισμένη και με τα θέλγητρα του προσώπου της κατώρθωσε να δελεάση τον
εραστήν μου Διονύσιον, άνδρα φρόνιμον τότε, και να μου τον αποσπάση. Η δίκη,
ήτις εδικάσθη προ ολίγου μεταξύ Ακαδημίας και Μέθης, είνε αδελφή της παρούσης.
Πρόκειται δηλαδή να εξετασθή αν πρέπει να ζώμεν ως χοίροι κάτω βλέποντες χωρίς
να σκεπτώμεθα τίποτε ευγενές ούτε υψηλόν, ή να θεωρούμεν το ευχάριστον κατώτερον
του ηθικού και ελεύθεροι ελευθέρως να φιλοσοφούμεν και μήτε τον πόνον ως τι
ακατανίκητον να φοβούμεθα, ούτε το ευχάριστον ως κτήνη να προτιμώμεν και την
ευτυχίαν να ζητούμεν εις το μέλι και τας ισχάδας.{8} Διότι τοιαύτα δολώματα
παρουσιάζει η Ηδονή προς τους ανοήτους και φοβερίζουσα με τον κόπον, προσελκύει
τους περισσοτέρους, μεταξύ δε αυτών έκαμε και τον ταλαίπωρον εκείνον ν'
αποσκιρτήση από ημάς. Και προς τούτο εξέλεξε τον καιρόν κατά τον οποίον ήτο
άρρωστος• διότι ουδέποτε αν ήτο υγιής θα επείθετο εις τους λόγους εκείνης. Αλλά
διατί εγώ ν' αγανακτώ κατ' αυτής,αφού ούτε τους θεούς σέβεται, αλλά συκοφαντεί
την πρόνοιαν αυτών; Ώστε δίκαιον θα είνε να την καταδικάσετε και επί ασεβεία.
Ήκουσα δε ότι ούτε παρεσκευάσθη διά ν' απολογηθή, αλλ' εκάλεσε τον Επίκουρον διά
να ομιλήση αντ' αυτής. Βλέπετε πώς εμπαίζει το δικαστήριον. Αλλά να την
ερωτήσετε τι θα εγίνοντο ο Ηρακλής και ο συμπολίτης σας Θησεύς εάν πειθόμενοι
εις τας παρακινήσεις της Ηδονής απέφευγον τους κόπους• αναμφιβόλως η γη θα ήτο
πλήρης αδικίας, αν εκείνοι δεν εκοπίαζον. Αυτά μόνον λέγω, διότι δεν μου αρέσουν
οι μακροί λόγοι. Εάν δε θελήση να μου απαντήση εις ολίγας ερωτήσεις τας οποίας
θα της απευθύνω, θα σας αποδείξω αμέσως την μηδαμινότητά της. Αλλ' ας είνε• τώρα
ενθυμούμενοι τον όρκον σας ψηφίσετε κατά συνείδησιν, χωρίς να πιστεύσετε εις τον
Επίκουρον, όστις αρνείται την πρόνοιαν των θεών διά τα επί της γης
συμβαίνοντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αποσύρθητι και τώρα λέγε συ, Επίκουρε,
υπέρ της Ηδονής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ. Δεν θα μακρηγορήσω, άνδρες δικασταί,
διότι δεν έχω και ανάγκην πολλών λόγων. Αλλ' εάν τω όντι η Ηδονή εξηνάγκασε τον
Διονύσιον,τον οποίον η Στοά λέγει εραστήν της, διά μαγειών ή φαρμάκων, να
απαρνηθή την Στοάν, να στραφή δε προς αυτήν, δικαίως πρέπει να θεωρηθή ως
μάγισσα και να καταδικασθή ως αδικούσα, αφού μαγεύει τους ξένους εραστάς. Εάν
όμως κανείς είνε ελεύθερος και ζη εις ελευθέραν πόλιν και χωρίς να παραβή τους
νόμους σιχαθή αυτήν διά την αηδίαν της και νομίση ως μωρολόγημα εκείνο το οποίον
αυτή λέγει, ότι, η ευδαιμονία προέρχεται εκ των μόχθων• εάν εγκατέλειψε τους
σκολιούς και προς λαβυρίνθους ομοιάζοντας εκείνους λόγους και εδραπέτευσεν
ευχαρίστως προς την Ηδονήν,κόψας ως δεσμά τας πλεκτάνας των λόγων• εάν σκεφθείς
ανθρωπίνως και όχι βλακωδώς, εθεώρησε την κακοπάθειαν, όπως και είνε, κακήν,
γλυκείαν δε την ηδονήν, έπρεπε να τον αποπέμψωμεν ως ναυαγόν πλησιάζοντα εις
λιμένα και επιθυμούντα γαλήνην; Έπρεπε να τον ρίψωμεν εκ νέου εις τους μόχθους
και να τον παραδώσωμεν τον δυστυχή πάλιν εις τας στερήσεις, μάλιστα δε όταν ως
ικέτης προς τον βωμόν του ελέου κατέφυγεν εις την Ηδονήν; Πρέπει να τον
εξαναγκάσωμεν να ανέλθη με ιδρώτα πολύν την πολυθρύλητον ανωφέρειαν της αρετής
και αφού κακοπαθήση καθ' όλον του τον βίον να ευτυχήση μετά θάνατον; Αλλά ποίος
δύναται να κρίνη δικαιότερον από αυτόν τον Διονύσιον, ο οποίος αφού εγνώρισε τας
ιδέας της Στοάς καλλίτερα από κάθε άλλον και μόνον το καλόν ενόμιζε πριν αγαθόν,
ενόησεν έπειτα ότι ο κόπος ήτο πράγμα κακόν και εκ των δύο δοκιμασθέντων εξέλεξε
το καλλίτερον; Διότι υποθέτω ότι έβλεπε τούτους να διδάσκουν πολλά περί
καρτερίας και ανοχής των κακοπαθειών, ιδιαιτέρως δε να περιποιούνται την Ηδονήν,
να επιδεικνύουν αυστηρότητα με τους λόγους, κατ' οίκον δε να ζουν κατά τους
νόμους της Ηδονής• να εντρέπωνται μεν να φανούν παραβαίνοντες την αυστηρότητα
των αρχών των και προδίδοντες το δόγμα των, πάσχοντες δε οι ταλαίπωροι το πάθημα
του Ταντάλου και, όταν δύνανται κρυφίως και ασφαλώς να παραβούν τας αρχάς των,
απλήστως γευόμενοι την ηδονήν. Εάς κανείς έδιδεν εις αυτούς τον δακτύλιον του
Γύγου, τον οποίον να φορούν και να γίνωνται αόρατοι, ή τον πίλον του Πλούτωνος,
{9} είμαι βέβαιος ότι θα εγκατέλιπον ευχαρίστως τας κακοπαθείας και θα έτρεχον
προς την Ηδονήν, μιμούμενοι όλοι τον Διονύσιον, ο οποίος μέχρις ου ασθενήση
ήλπιζεν ότι θα τον ωφέλουν αι περί της καρτερίας διδασκαλίαι• αλλ' όταν ησθένησε
και κατελήφθη υπό αλγηδόνων και ησθάνθη την πραγματικότητα του πόνου, είδεν ότι
το σώμα του είχεν εναντίας προς την Στοάν φιλοσοφικάς γνώμας και δόγματα και εις
αυτό μάλλον παρά εις τους Στωικούς επίστευσε και ενόησεν ότι ήτο άνθρωπος και
είχεν ανθρώπινον σώμα. Έκτοτε δε έπαυσε να το μεταχειρίζεται ως ανδριάντα, {10}
πιστεύων ότι εκείνος ο οποίος κατηγορεί την ηδονήν και επαινεί τας
κακοπαθείας,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">λόγοισι χαίρει, τον δε νουν εκείσ'
έχει.{11}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ετελείωσα• υμείς δε τώρα
αποφασίσετε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΤΟΑ. Όχι ακόμη, αλλ' επιτρέψατε να του
απευθύνω ολίγας ερωτήσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΠΙΚ. Ερώτησε και θ' απαντήσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΤΟΑ. Νομίζεις ότι η σκληραγωγία είνε τι
κακόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΠΙΚ. Μάλιστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΤΟΑ. Η ηδονή δε καλόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΠΙΚ. Βεβαίως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΤΟΑ. Και πώς; Γνωρίζεις τι είνε διάφορον και
αδιάφορον και προηγμένον και αποπροηγμένον; {12}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΠΙΚ. Μάλιστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Άκουσε, Στοά• οι δικασταί λέγουν ότι δεν
εννοούν αυτά τα λεπτολογήματα, ώστε παύσετε, διότι θα ψηφοφορήσουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΤΟΑ. Θα ήμουν βεβαία περί της νίκης, εάν με
άφιναν να τον ερωτήσω περί του τρίτου σχήματος των αναποδείκτων. {13}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Ποιος εκέρδισε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Η Ηδονή παμψηφεί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΤΟΑ. Κάνω έφεσιν εις τον Δία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Σου εύχομαι επιτυχίαν. Συ δε, Ερμή, κάλεσε
άλλους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Η Αρετή κατά της Τρυφής διά τον
Αρίστιππον. Και αυτός ο Αρίστιππος ας έλθη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΡΕΤΗ. Πρέπει να ομιλήσω πρώτη εγώ, διότι εις
εμέ ανήκει ο Αρίστιππος,ως φαίνεται από τους λόγους και τα έργα του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΥΦΗ. Όχι, εγώ• διότι εις εμέ ανήκει ο
άνθρωπος, ως φαίνεται από τους στεφάνους, το κόκκινον ένδυμα και τα
αρώματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Άδικα φιλονικείτε, διότι η δίκη σας θα
αναβληθή έως ου ο Ζευς εκδώση την απόφασίν του περί του Διονυσίου. Η υπόθεσίς
σας είνε ομοία με εκείνην, ώστε, εάν η Ηδονή κερδίση, και ο Αρίστιππος θα
παραχωρηθή εις την Τρυφήν• εάν δε νικήση η Στοά, και ο Αρίστιππος θα επιδικασθή
εις την Αρετήν. Ώστε άλλοι ας έλθουν. Και να μη δοθή αμοιβή εις τους κληρωθέντας
διά την αναβληθείσαν υπόθεσιν, αφού έμεινεν αδίκαστος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Εις μάτην λοιπόν έκαμαν τον κόπον άνθρωποι
γέροντες ν' αναβούν τόσω μεγάλον ανήφορον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. θα είνε αρκετόν να λάβουν το τρίτον της
αμοιβής. Πηγαίνετε τώρα και μη θυμώνετε• θα δικάσετε και πάλιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Καιρός να έλθη ο Διογένης ο Σινωπεύς και
συ η Αργυραμοιβική έχεις τον λόγον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓΕΝΗΣ. Αν δεν παύση να μ' ενοχλή αυτή, θα
δικασθώ όχι πλέον δι'απόδρασιν, αλλά διά μεγάλα και βαρέα τραύματα• θα την
αρχίσω αμέσως τώρα στο ξύλο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Τ' είν' αυτά; Έφυγεν η Αργυραμοιβική και ο
Διογένης την καταδιώκει με την βακτηρίαν υψωμένην. Άσχημα την έχει η δυστυχής.
Τον Πύρρωνα κάλεσε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Η Ζωγραφική είνε εδώ, αλλ' ο Πύρρων δεν
ήλθε καθόλου και ήτο επόμενον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Διατί ήτο επόμενον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Διότι δεν παραδέχεται ως αληθή καμμίαν
κρίσιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Λοιπόν ας δικασθή ερήμην και ας
καταδικασθή. Τώρα κάλεσε τον Σύρον λογογράφον, μολονότι αι αγωγαί, αι οποίαι
έχουν δοθή εναντίον του, είνε ολίγου καιρού και δεν ήτο καμμία ανάγκη να
δικασθούν τώρα• αλλ' αφού απεφασίσθη, εισάγαγε πρώτον την δίκην της Ρητορικής.
Μπα! πόσοι ήλθαν διά ν' ακούσουν την συζήτησιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Τούτο ήτο επόμενον, επειδή η υπόθεσις δεν
είνε παλαιά, αλλά νέα και πρωτοφανής, διότι χθες μόλις, ως είπες, εδόθη η αγωγή,
και η ελπίς ν'ακούσουν την Ρητορικήν και τον Διάλογον ν' αναπτύσσουν την
κατηγορίαν έκαστος ιδιαιτέρως, ν' απολογήται δε και προς τους δύο ο
Σύρος,προσείλκυσε πολλούς εις το ακροατήριον. Αλλά τέλος πάντων
άρχισε,Ρητορική.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΡΗΤΟΡΙΚΗ. Εν πρώτοις, ω άνδρες Αθηναίοι,{14}
εύχομαι εις τους θεούς όλους και τας θεάς, όσην αγάπην τρέφω προς την πόλιν και
προς όλους υμάς, άλλην τόσην να εύρω εκ μέρους σας εις τον προκείμενον
αγώνα•έπειτα δε θα τους παρακαλέσω να σας οδηγήσουν, όπως είνε και δίκαιον, να
μη επιτρέψετε εις τον αντίδικον να με διακόπτη, αλλά να με αφήση ν'αναπτύξω την
κατηγορίαν όπως θέλω και όπως την έχω κατά νουν. Διότι δεν δύναμαι να σκέπτωμαι
τα αυτά, {15} όταν αποβλέπω εις όσα έχω πάθει παρ'αυτού και συγχρόνως εις τους
λόγους τους οποίους θ' ακούω. Ως θα ίδετε,οι λόγοι τους οποίους θα σας είπη θα
είνε ομοιότατοι προς τους ιδικούς μου, η διαγωγή του όμως είνε τοιαύτη, ώστε
πρέπει να λάβω μέτρα διά να μη πάθω χειρότερα. Αλλά διά να μη μακρηγορώ εις το
προοίμιον και το ύδωρ της κλεψύδρας να χύνεται εις μάτην, αρχίζω την κατηγορίαν.
Εγώ λοιπόν, ω άνδρες δικασταί, εύρον τον αντίδικον τούτον πολύ μικρόν την
ηλικίαν,βάρβαρον έτι κατά την γλώσσαν και σχεδόν ενδεδυμένον κατά τον Ασσυριακόν
τρόπον με κάνδυν. Επλανάτο εις την Ιωνίαν και δεν εγνώριζε εις τι να επιδοθή,
εγώ δε παραλαβούσα αυτόν τον εσπούδασα• και επειδή μου εφαίνετο ευμαθής και
αφοσιωμένος εις εμέ—διότι ακόμη ήτο συνεσταλμένος και μ'επεριποιείτο και μόνην
εμέ εθαύμαζε—αφήκα τους άλλους οίτινες με επεζήτουν και οι οποίοι ήσαν πλούσιοι
και ευγενούς καταγωγής και παρεδόθην εις τον αχάριστον τούτον, καίτοι πτωχόν και
αφανή και νεώτατον, και προίκα του έδωκα όχι μικράν πολλούς και θαυμασίους
λόγους.Έπειτα τον κατέταξα εις τους ομοφύλους μου, τον ενέγραψα μεταξύ αυτών και
τον έκαμα αστόν. Τούτο δε βλέποντες όσοι είχον αποτύχει εις την εύνοιάν μου
επνίγοντο υπό του πείσματος. Και όταν ηθέλησε να ταξειδεύση και επιδείξη την εκ
του γάμου ευτυχίαν του, ούτε τότε τον εγκατέλειψα,αλλά πανταχού τον ηκολούθουν,
άνω και κάτω περιαγομένη υπ' αυτού και διά των φροντίδων μου να τον στολίζω και
να τον οδηγώ συνετέλουν εις το να γίνεται ένδοξος και εξακουστός. Και όσα μεν
έπραξα υπέρ αυτού εις την Ελλάδα και την Ιωνίαν είνε ίσως μικρά• και εις την
Ιταλίαν δε όταν ηθέλησε να ταξειδεύση, διέπλευσα μετ' αυτού το Ιόνιον πέλαγος
και τελευταίον τον συνώδευσα μέχρι της Κελτικής, όπου έγεινα αφορμή να κερδίση
πολλά. Επί πολύν καιρόν μου ήτο πιστός και με ηγάπα, χωρίς καμμίαν νύκτα να
λείψη από την κατοικίαν μας. Αλλ' όταν αρκετά εχόρτασε και ενόμισεν ότι
εξησφάλισε την δόξαν του, υπερηφανεύθη και ήρχισε να έχη υπερβολικήν ιδέαν περί
του υποκειμένου του• τότε δε με παρημέλησε ή μάλλον εντελώς με εγκατέλειψε και
ηγάπησε τον γενειοφόρον Διάλογον τον ένεκα της μορφής του ονομαζόμενον υιόν της
Φιλοσοφίας• και τον ηγάπησε με πολύν έρωτα, καίτοι πρεσβύτερον αυτού, και με
αυτόν συζεί• και δεν εντρέπεται διότι εστένευσε την ελευθερίαν και την άνεσιν
του ιδικού μου ύφους και περιωρίσθη εις μικράς και κωμικάς ερωτήσεις, αντί δε να
λέγη ό,τι θέλει μεγαλοφώνως, συμπλέκει και συλλαβίζει μικράς τινας φράσεις διά
τας οποίας δεν υπάρχει ελπίς να δρέψη πολυφώνους επευφημίας ή χειροκροτήματα,
αλλά μόνον το μειδίαμα των ακροατών, χειρονομίαν μικράν ή νεύμα επιδοκιμαστικόν
ή στεναγμόν διά τα λεγόμενα. Ιδού τι επροτίμησε και περιεφρόνησεν εμέ. Λέγουν δε
ότι ούτε με τον νέον του φίλον ζη ομαλώς, αλλά και προς αυτόν φέρεται
υβριστικώς. Δεν είνε λοιπόν αχάριστος και ένοχος κατά τους νόμους περί κακώσεως,
αυτός ο οποίος την νόμιμον σύζυγόν του, παρά της οποίας τόσα έλαβε και εξ αιτίας
της οποίας έγεινεν ένδοξος, τόσον ατίμως εγκατέλειψε και επεθύμησε νέους
έρωτας,και αυτά εις εποχήν καθ' ήν μόνον εμέ θαυμάζουν όλοι και καυχώνται ότι με
έχουν προστάτιδα; Αλλ' εγώ, ενώ τόσοι με επιζητούν και κτυπούν την θύραν μου και
με καλούν μεγαλοφώνως με το όνομά μου, αντέχω εις τον πειρασμόν και ούτε ανοίγω
ούτε θέλω να δίδω προσοχήν εις τους λόγους των διότι βλέπω ότι δεν φέρουν τίποτε
περισσότερον από τον κενόν θόρυβον της φωνής. Ούτος δε ουδέ μετά τοιαύτην
αφοσίωσιν επανέρχεται προς εμέ, αλλ'είνε προσηλωμένος εις τον ερώμενον. Και τι,
θεέ μου, ελπίζει από αυτόν,όστις δεν έχει τίποτε περισσότερον από το φιλοσοφικόν
ένδυμα το οποίον φορεί; Τελειώνω εδώ, άνδρες δικασταί, και σας παρακαλώ εάν ο
αντίδικος θελήση να απολογηθή κατά τον ιδικόν μου τρόπον, να μη του το
επιτρέψετε— διότι θα είνε αχαριστία να μεταχειρισθή εναντίον μου την ιδικήν μου
μάχαιραν — αλλά κατά τον τρόπον του φίλου του Διαλόγου ν' απολογηθή, εάν
δύναται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αυτό είναι αδύνατον• δεν πρέπει μόνον
αυτός να απολογηθή κατά το ύφος του Διαλόγου, αλλά λόγον ας εκφωνήση και
αυτός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΥΡΟΣ. Αφού, ω άνδρες δικασταί, η αντίδικος δεν
θέλει να μου επιτρέψη να μεταχειρισθώ λόγον μακρόν, καθότι παρ' αυτής εδιδάχθην
να ομιλώ, δεν θα σας είπω πολλά• αλλ' αφού ανασκευάσω τα κυριώτερα της
κατηγορίας, θα σας αφήσω να κρίνετε περί όλων υμείς. Πάντα όσα σας αφηγήθη περί
εμού είνε αληθή• διότι τωόντι με εξεπαίδευσε και συνεταξείδευσε μετ' εμού και
εις τους Ελληνας με κατέταξε και κατά τούτο τουλάχιστον γνωρίζω χάριν εις τον
γάμον. Αλλ' ακούσατε τώρα και τα αίτια διά τα οποία την εγκατέλειψα και απέκλινα
προς τον Διάλογον και μη υποθέσετε ότι εξ ανάγκης και συμφέροντος ψεύδομαι.
Επειδή την έβλεπα ότι έπαυσε να σωφρονή και να διατηρή το σεμνόν ήθος, το οποίον
είχε όταν εκείνος ο Παιανιεύς {16} την ενυμφεύθη, και εστολίζετο και την κόμην
της εκτένιζεν ως εταίρα και εψιμυθίωνε το πρόσωπόν της και υπέβαφε τους
οφθαλμούς, ήρχισα να την υποπτεύω και την κατεσκόπευα διά ν' ανακαλύψω τας
απιστίας της. Καθ'εκάστην δε νύκτα ο δρόμος μας εγέμιζεν από μεθυσμένους
εραστάς, οίτινες ήρχοντο να της τραγουδούν και έκρουον την θύραν μας, τινές δε
και χωρίς συστολήν και φόβον εισώρμων εις την οικίαν μας. Και αυτή εγέλα και
ηυχαριστείτο με τα συμβαίνοντα• πολλάκις δε ή επρόβαλλεν από τον ηλιακωτόν και
ήκουε τους εραστάς άδοντας με βραχνήν φωνήν άσματα άσεμνα ή και ημιανοίγουσα τας
θύρας και νομίζουσα ότι διέφευγε την προσοχήν μου, παρεδίδετο εις τας ασελγείς
αυτών επιθυμίας και εμοιχεύετο παρ'αυτών. Εγώ δε μη υποφέρων ταύτα, δεν ηθέλησα
μεν να την καταγγείλω επί μοιχεία, αλλά κατέφυγα εις τον Διάλογον, τον οποίον
είχα γείτονα και τον παρεκάλεσα να με δεχθή πλησίον του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά είνε τα μεγάλα αδικήματα τα οποία έπραξα
εγώ εναντίον της Ρητορικής. Αλλά και αν δεν είχα καμμίαν τοιαύτην αφορμήν
εναντίον της θα ήμουν δικαιολογημένος, αφού είμαι σχεδόν τεσσαρακοντούτης, ν'
απαλλαγώ από τον θόρυβον και τας δίκας και ν' αφήσω τους δικαστάς ησύχους, να
παύσω τας κατηγορίας εναντίον των τυράννων και τα εγκώμια των ανδραγαθούντων και
ν' αποσυρθώ εις την Ακαδημίαν ή το Λύκειον, να συμπεριπατώ με τον καλόν τούτον
Διάλογον και να συνδιαλέγωμαι ησύχως μετ' αυτού χωρίς να έχωμεν ανάγκην
επευφημιών και χειροκροτημάτων.Καίτοι έχω να είπω πολλά ακόμη, παύω• σεις δε
ψηφίσατε κατά τον όρκον σας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Ποίος εκέρδισε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Παμψηφεί ο Σύρος, πλην μιας
ψήφου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΚ. Κάποιος ρήτωρ θα είνε αυτός ο οποίος
κατεψήφισε. Τώρα ο Διάλογος ας ομιλήση περί της αυτής υποθέσεως. Σεις δε οι
δικασταί μείνατε και θα λάβετε διπλασίαν αμοιβήν διά τας δύο δίκας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΑΛΟΓΟΣ. Εγώ, ω άνδρες δικασταί, δεν ήθελα να
σας απευθύνω μακρούς λόγους, αλλά να σας ομιλήσω διά βραχειών φράσεων όπως
συνειθίζω. Αλλ'αφού άλλως ορίζουν τα έθιμα των δικαστηρίων, θα αναπτύξω ούτω την
κατηγορίαν, καίτοι είμαι εντελώς άπειρος και άτεχνος εις αυτό το είδος του
λόγου. Τούτο δε ας θεωρηθή και ως προοίμιον της προς υμάς αγορεύσεώς μου. Τα
αδικήματα και αι ύβρεις τας οποίας έχω υποστή παρά του αντιδίκου είνε τα
ακόλουθα• ενώ πριν ήμουν σοβαρός και συνεζήτουν περί θεών, περί φύσεως και περί
κινήσεως του σύμπαντος και αεροβάτουν υψηλά, υπεράνω των νεφών, εκεί όπου ο
μέγας Ζευς φέρεται εις τον ουρανόν καθήμενος επί πτερωτού άρματος, αυτός από τον
ουρανόν με έσυρε κάτω, μου συνέτριψε τα πτερά και μ' έφερεν εις το αυτό επίπεδον
με τον όχλον. Μου αφήρεσε το σοβαρόν και σεμνόν προσωπείον το οποίον εφόρουν και
μου εφόρεσεν άλλο κωμικόν και σατυρικόν και σχεδόν γελοίον. Έπειτα συνδυάσας το
σκώμμα,τον ίαμβον και τον κυνισμόν, τον Εύπολιν και τον Αριστοφάνην, έργον
έχοντας να διακωμωδούν τα σεμνά και να χλευάζουν τα ορθά, τους συγκατέκλεισε
μετ' εμού. Επί τέλους δε ανακαλύψας και κάποιον Μένιππον εκ των παλαιών κυνικών,
κύνα αληθινόν, πολύ γαυγιστήν, άγριον και ύπουλον συγχρόνως, καθ' όσον εγέλα και
εδάγκωνε, τον έκαμε και τούτον σύντροφόν μου. Πώς λοιπόν να μη τον κατηγορώ ότι
με εξύβρισε κατά τρόπον ανυπόφορον, αφού με ηνάγκασε να εξέλθω εκ των συνηθειών
μου και με έκαμε κωμικόν και γελωτοποιόν, αναγκάζων με να υποκρίνωμαι υποθέσεις
αλλοκότους; Το δε μεγαλείτερον εξ όλων των αδικημάτων τα οποία μου έκαμε, είνε
ότι με έφερεν εις μίαν αμφίβολον κατάστασιν, και ούτε πεζός είμαι, ούτε επί των
μέτρων ιππεύω, αλλ' ως ιπποκένταυρος κάμνω εντύπωσιν τέρατος συνθέτου και
παραδόξου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Τι θ' απαντήσσης λοιπόν εις αυτά, Σύρε;
ΣΥΡ. Ο αγών τον οποίον αγωνίζομαι ενώπιόν σας, ω άνδρες δικασταί, είνε δι' εμέ
απροσδόκητος•διότι τα πάντα ηδυνάμην να περιμένω, αλλ' όχι και ν' ακούσω τον
Διάλογον να είπη τοιαύτα περί εμού. Εγώ τον παρέλαβα καθ' ον χρόνον εφαίνετο εις
τους πολλούς σκυθρωπός και υπό των πολλών και συνεχών ερωτήσεων απεξηραμένος•
και διά τούτο εθεωρείτο μεν σεβάσμιος αλλά και ουδόλως ευχάριστος και ουδεμίαν
χάριν είχε διά ν' αρέση εις τους πολλούς. Και πρώτον τον συνείθισα να βαδίζη επί
της γης κατά τον ανθρώπινον τρόπον,έπειτα δε αφού του απέπλυνα τον πολύν του
ρύπον και τον ηνάγκασα να μειδιά, τον κατέστησα πλέον ευχάριστον την όψιν. Εκτός
τούτου του έδωκα σύντροφον την κωμωδίαν και ούτω τον έκαμα πλέον αγαπητόν εις
τους ακροατάς, οίτινες προηγουμένως εφοβούντο τας ακάνθας του και τον απέφευγον,
όπως αποφεύγουν να πιάσουν εχίνον. Αλλ' εγώ γνωρίζω διατί προ πάντων λυπείται
διά την μεταβολήν διότι δεν κάθημαι να μικρολογώ μετ'αυτού περί διαφόρων
αφηρημένων λεπτολογιών, ως λόγου χάριν αν η ψυχή είνε αθάνατος{17}, πόσας
κοτύλας{18} της ύλης, ήτις δεν είνε επιδεκτική αναμίξεως και διατηρείται πάντοτε
εις την αυτήν κατάστασιν, έχυσεν ο θεός εις τον κρατήρα, εις τον οποίον ανέμιξε
πάντα τα στοιχεία όταν κατεσκεύασε τον κόσμον {19}, και αν η ρητορική είνε εικών
μέρους της πολιτικής και της κολακείας το τέταρτον{20}. Διότι του αρέσει, δεν
γνωρίζω διατί, να λεπτολογή περί των τοιούτων, όπως οι ευχαριστούμενοι να ξύουν
την ψώραν των. Η ασχολία αύτη του φαίνεται ευχάριστος και υπερηφανεύεται αν
λέγεται ότι δεν είνε εύκολον εις τον καθένα να εννοή όπως αυτός τας ιδέας. {21}
Αυτά λοιπόν απαιτεί και παρ' εμού και ζητεί τα πτερά τα οποία είχεν άλλοτε και
προς τα επάνω παρατηρεί και τα προ των ποδών του δεν βλέπει. Διά τα άλλα δεν
πιστεύω να δύναται να με κατηγορήση, διότι και το ελληνικόν του ένδυμα δεν του
αφήρεσα διά να τον ενδύσω βαρβαρικόν, ενώ θεωρούμαι βάρβαρος. Αν έπραττα τίποτε
τοιούτον και του έκλεπτα το εθνικόν του ένδυμα, δικαίως θα ηδύνατο να με
κατηγορήση ως αδικούντα και παρανομούντα. Απελογήθην όπως ηδυνάμην•υμείς δε
ψηφίσετε όπως και προηγουμένως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Περίεργον, και τώρα έλαβες και τας δέκα
ψήφους• εκείνος δε ο οποίος προηγουμένως σε κατεψήφισε και πάλιν έδωκε
καταδικαστικήν ψήφον.Φαίνεται ότι το έχει συνήθειαν και δεν θα παύση να
καταψηφίζη πάντα τον οποίον θεωρεί καλλίτερόν του {22}. Και τώρα σεις οι
δικασταί πηγαίνετε εις το καλόν, αύριον δε θα δικάσωμεν τας λοιπάς
δίκας.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΠΕΡΙ
ΠΑΡΑΣΙΤΟΥ</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ότι η παρασιτική είνε
τέχνη</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧΙΑΔΗΣ. Δεν μου εξηγείς, Σίμων, διατί ενώ
όλοι οι άλλοι άνθρωποι,ελεύθεροι και δούλοι, γνωρίζουν έκαστος μίαν τέχνην διά
της οποίας και εις τους εαυτούς των και εις τους άλλους γίνονται χρήσιμοι, συ
δεν έχεις κανέν έργον διά του οποίου να γίνεσαι ωφέλιμος εις τον εαυτόν σου ή
εις τους άλλους;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡΑΣΙΤΟΣ. Δεν εννοώ, Τυχιάδη, τι θέλεις να πης
με αυτήν την ερώτησιν και προσπάθησε να εξηγηθής σαφέστερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Γνωρίζεις καμμίαν τέχνην, ως παραδείγματος
χάριν μουσικήν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Όχι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Μήπως ιατρικήν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Ούτε αυτήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Γεωμετρίαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Καθόλου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Μήπως γνωρίζεις ρητορικήν: Διά την
φιλοσοφίαν δεν σ' ερωτώ διότι είσαι μακράν αυτής όσον και η κακία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Και ακόμη περισσότερον αν είνε δυνατόν
ώστε μη νομίσης ότι θα εντραπώ αν με κατηγορήσης δι'αυτήν την άγνοιαν, διότι
ομολογώ και αναγνωρίζω ότι είμαι κακός και χειρότερος αφ' όσον δύνασαι να
φαντασθής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Καλά. Αυτάς τας επιστήμας δεν ηδυνήθης
ίσως να μάθης ένεκα της δυσκολίας των• αλλά μήπως γνωρίζεις καμμίαν από τας
λαϊκάς τέχνας, την κτιστικήν λόγου χάριν ή την υποδηματοποιίαν; Διότι δεν είσαι
τόσον εύπορος ώστε ουδέ τοιούτου τινός επαγγέλματος να μη έχης
ανάγκην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Καλά λέγεις, Τυχιάδη, αλλ' ουδ' από αυτάς
τας τέχνας γνωρίζω καμμίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Ποίαν λοιπόν άλλην τέχνην
γνωρίζεις;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Ποίαν; Γνωρίζω, μίαν την οποίαν εγώ θεωρώ
από τας ευγενεστέρας και την οποίαν άμα ακούσης πιστεύω ότι θα επαινέσης. Εις
την πρακτικήν της τουλάχιστον εξάσκησιν έχω την ιδέαν ότι είμαι τέλειος• αλλ'
ίσως θα δυσκολευθώ να σου αναπτύξω την θεωρίαν της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Ποίαν εννοείς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Δεν έχω ακόμη παρασκευασθή αρκετά διά να
συζητώ περί της τέχνης μου επιστημονικώς. Ώστε αρκεί ότι έμαθες ότι γνωρίζω μίαν
τέχνην διά να μη με κατηγορείς διά τούτο• ποία δε είνε αυτή θα το μάθης άλλην
φοράν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Δεν δύναμαι να περιμένω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Το είδος της τέχνης θα σου φανή ίσως
παράδοξον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Ακριβώς διά τούτο έχω περιέργειαν να την
ακούσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Άλλην φοράν, Τυχιάδη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Όχι τώρα να μου πης, εκτός αν εντρέπεσαι
διά το επάγγελμά σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Η παρασιτική.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Και δύναται κανείς, εκτός αν είνε τρελλός,
να την ονομάση τέχνην αυτήν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Γιατί όχι; Εάν δε σου φαίνωμαι παράφρων,
ν' αποδώσης εις την παραφροσύνην το ότι δεν γνωρίζω καμμίαν άλλην τέχνην και να
μη με κατηγορής δι' αυτό. Διότι λέγουν ότι η θεότης αύτη ναι μεν
κακομεταχειρίζεται εκείνους τους οποίους κατέχει, αλλ' ως διδάσκαλος ή
παιδαγωγός, αναλαμβάνει την ευθύνην των κακών τα οποία πράττουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Λοιπόν, Σίμων, η παρασιτική είνε
τέχνη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Τέχνη βέβαια και δημιουργός της είμαι
εγώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Είσαι λοιπόν παράσιτος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Το ομολογώ χωρίς εντροπήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Και δεν εντρέπεσαι να ομολογής ότι είσαι
παράσιτος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Καθόλου. Θα εντρεπόμην αν δεν το
ωμολόγουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Ώστε, όταν θέλωμεν να σε γνωρίσωμεν εις
κανένα εξ εκείνων οίτινες δεν σε γνωρίζουν, πρέπει να σε είπωμεν
παράσιτον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Πολύ μάλλον πρέπει να λέγεται περί εμού
τούτο παρά ότι ο Φειδίας ήτο αγαλματοποιός• διότι υπερηφανεύομαι διά την τέχνην
μου όχι ολιγώτερον παρ' όσον ο Φειδίας διά τον Δία του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Μου έρχεται να ξεκαρδισθώ όταν σκέπτωμαι
κάτι τι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Τι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Εάν όταν σου γράφωμεν, πρέπει ν' αρχίζωμεν
την επιστολήν, όπως συνειθίζεται, με την επιγραφήν «Προς τον Σίμωνα τον
παράσιτον».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Θα μευχαριστήσης ούτω περισσότερον παρά
τον Δίωνα αν τον γράψης φιλόσοφον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Τέλος πάντων πώς ευχαριστείσαι να σε
αποκαλούν ουδόλως ή ολίγον με μέλει• αλλά σκέψου και το άλλο άτοπον το οποίον θα
συμβή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Ποίον άτοπον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Εάν κατατάξωμεν εις τας άλλας τέχνας την
παρασιτικήν, όταν ερωτώμεν διά μίαν τέχνην ποίου είδους είνε θα λέγωμεν, όπως η
γραμματική, η ιατρική, και η παρασιτική.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Εγώ λοιπόν, Τυχιάδη, αυτήν θεωρώ τέχνην
περισσότερον από κάθε άλλην και αν έχης όρεξιν να με ακούσης, θα σου εξηγήσω την
γνώμην μου,μολονότι, ως προ ολίγου σου είπα, δεν είμαι καθόλου δι' αυτό
παρεσκευασμένος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Αδιάφορον, όσον ολίγα και αν είπης, θα
είνε αρκετά, αρκεί να είνε αληθινά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Λοιπόν αφού θέλεις, ας εξετάσωμεν κατά
πρώτον τι είνε εν γένει τέχνη• ούτω δε θα φθάσωμεν εις τα ιδιαίτερα είδη, των
τεχνών, διά να ίδωμεν εάν η παρασιτική ορθώς δύναται να συγκαταλεχθή εις
αυτάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Λοιπόν, λέγε τι είνε τέχνη. Βεβαίως
γνωρίζεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Βεβαίως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Αφού το ξέρεις λοιπόν, λέγε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Τέχνη είνε, κατά τον ορισμόν τον οποίον
έχω ακούσει από ένα σοφόν,άθροισμα γνώσεων αι οποίαι τείνουν προς ένα σκοπόν
ωφέλιμον διά τον βίον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Ο ορισμός είνε ορθός και καλά τον
ενθυμείσαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Εάν λοιπόν έχη όλα αυτά η παρασιτική, τι
άλλο δύναται να είνε παρά τέχνη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Τέχνη βέβαια αν συντρέχουν
αυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Έλα τώρα να συγκρίνωμεν προς τα διάφορα
είδη της τέχνης την παρασιτικήν και να ίδωμεν εάν ταιριάζη με αυτά και δεν
ομοιάζη με τας ραγισμένας πηλίνας χύτρας αι οποίαι κρουόμεναι αναδίδουν ήχον
χαλασμένον. Πρέπει λοιπόν και αυτή, όπως πάσα τέχνη, να είνε άθροισμα γνώσεων.
Πρώτη τοιαύτη γνώσις είνε να δοκιμάζη και να διακρίνη ο παράσιτος ποίος είνε
κατάλληλος διά να τον τρέφη και εις ποίον αν προσκολληθή ως παράσιτος δεν θα
μετανοήση. Δεν πιστεύω να λέγωμεν ότι είνε τέχνη να διακρίνη κανείς τα κίβδηλα
νομίσματα και τα γνήσια, και δεν είνε τέχνη να διακρίνη τους κιβδήλους και τους
αγαθούς ανθρώπους,μάλιστα όταν γνωρίζωμεν ότι οι άνθρωποι δεν διακρίνονται μεθ'
όσης ευκολίας τα νομίσματα. Τούτο λέγει και ο σοφός Ευριπίδης όταν παραπονείται
ότι</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ανδρών δ' ότω χρή
τον κακόν διειδέναι, ουδείς χαρακτήρ εμπέφυκε σώματι. {23}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Εκ τούτου φαίνεται ότι και μεγαλειτέρα είνε η
τέχνη του παρασίτου, αφού και τα τόσον άδηλα και δυσνόητα περισσότερον από την
μαντικήν εννοεί και μαντεύει. Έπειτα το να γνωρίζη να λέγη λόγους καταλλήλους
και να πράττη ό,τι απαιτείται διά ν' αποκτήση την εμπιστοσύνην και την εύνοιαν
εκείνου ο οποίος τον τρέφει, δεν σου φαίνεται ότι είνε μεγάλη σύνεσις και
εμπειρία;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Βεβαίως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Το ότι δε από τα συμπόσια απέρχεται
χορτασμένος περισσότερον από τους άλλους και αφού διεκρίθη περισσότερον από τους
μη έχοντας την τέχνην του, νομίζεις ότι δεν απαιτεί τέχνην και
σοφίαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Καθόλου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Και ότι γνωρίζει να διακρίνη τας ποιότητας
των φαγητών και την τέχνην ή την ατεχνίαν ενός εδέσματος νομίζεις ότι δεν
απαιτεί γνώσεις και μάλιστα όταν ο σοφώτατος Πλάτων λέγει ότι, αν ο μέλλων να
λάβη μέρος εις συμπόσιον δεν γνωρίζη μαγειρικήν, η κρίσις του περί του γεύματος
δεν έχει κύρος;{24} Ότι δε η τέχνη του παρασίτου δεν σύγκειται μόνον από
γνώσεις, αλλά γνώσεις πρακτικάς αι οποίαι ομού συμβάλουν προς ένα σκοπόν,
απόδειξις είνε ότι οι άλλοι τεχνίται πολλάκις επί ημέρας και μήνας και έτη
ολόκληρα παύουν να εξασκούν την τέχνην των και όμως δεν την χάνουν• αλλ' όταν
του παρασίτου αι γνώσεις παύσουν να εξασκούνται καθ' εκάστην, όχι μόνον η τέχνη
χάνεται, αλλά και αυτός ο τεχνίτης. Ότι λοιπόν ο σκοπός της είνε η ωφέλεια θα
είνε τρέλλα να το αμφισβητήση κανείς. Εγώ τουλάχιστον δεν νομίζω τίποτε
χρησιμώτερον εις την ζωήν από το να τρώγη κανείς και να πίνη, ούτε είναι δυνατόν
άνευ τούτου η ζωή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Αναμφιβόλως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Αλλ' ούτε προς το κάλλος και την σωματικήν
ρώμην έχει αναλογίας η παρασιτική, ώστε να μη δύναται να θεωρηθή τέχνη, αλλά μία
τοιαύτη δύναμις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Αυτό είνε αληθές.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Αλλ' ούτε ατεχνία είνε• διότι η ατεχνία
δεν προσφέρει ποτέ τίποτε χρήσιμον εις εκείνον ο οποίος την έχει. Παραδείγματος
χάριν, εάν αναλάβη τις να κυβερνήση πλοίον εν καιρώ χειμώνος, χωρίς να γνωρίζη
την ναυτικήν τέχνην, δύναται να σωθή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Βεβαίως όχι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Και τούτο διότι δεν κατέχει την τέχνην δι'
ης θα δυνηθή να σωθή. Ή δεν λέγω σωστά;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Πολύ σωστά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Λοιπόν και ο παράσιτος δεν θα εσώζετο υπό
της παρασιτικής εάν αυτή ήτο ατεχνία. Ή όχι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Βέβαια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Λοιπόν η τέχνη σώζει, η ατεχνία δε
όχι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Αναμφιβόλως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Η παρασιτική επομένως είνε
τέχνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Τέχνη, ως φαίνεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Αλλά και πλοιάρχους καλούς και αμαξηλάτας
εμπείρους γνωρίζω πολλούς, οίτινες κατέπεσαν από τα οχήματα και άλλοι μεν
κατετραυματίσθησαν άλλοι δε εντελώς εφονεύθησαν• παρασίτου όμως ναυάγιον
τοιούτον δεν έχει κανείς ν' αναφέρη. Λοιπόν, εάν ούτε ατεχνία είνε η παρασιτική
ούτε φυσική δύναμις, αλλά σύστημα πρακτικών γνώσεων,αναγνωρίζεται από ημάς
σήμερον ότι είνε τέχνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Ούτω τουλάχιστον φαίνεται. Υπολείπεται
τώρα να μας δώσης και ένα καλόν ορισμόν της παρασιτικής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Πολύ καλά. Μου φαίνεται ότι ως εξής
δύναται ακριβώς να ορισθή• η παρασιτική είνε τέχνη των ποτών και των φαγητών και
εκείνων τα οποία πρέπει να λέγη τις διά να έχη αυτά τα αγαθά• σκοπός δε αυτής
είνε η ευχαρίστησις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Θαυμάσια μου φαίνεται ότι ώρισες την
τέχνην σου. Αλλά να προσέξης μήπως έλθης εις σύγκρουσιν με μερικούς εκ των
φιλοσόφων όσον αφορά τον σκοπόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Μου είνε αρκετόν εάν η ευτυχία και η
παρασιτική έχουν τον αυτόν σκοπόν. Θα αποδειχθή δε τούτο ως εξής. Ο σοφός Όμηρος
θαυμάζων τον βίον του παρασίτου ως ευτυχή και ζηλευτόν λέγει•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ου γαρ έγωγέ τί φημι τέλος χαριέστερον
είναι,<br />ή ότ' αν ευφροσύνη μεν έχη κατά δήμον άπαντα,<br />παρά δε πλήθωσι
τράπεζαι<br />σίτου και κρειών, μέθυ δ' εκ κρητήρος αφύσσων<br />οινοχόος φορέησι
και εγχείη δεπάεσσι. {25}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα δε ως να μη εθαύμασε ταύτα επαρκώς,
προσθέτει διά να εκφράση έτι μάλλον την γνώμην του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">τούτο τι μοι κάλλιστον ενί φρεσίν είδεται
είναι. {26}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και εξ όσων λέγει δεν φαίνεται να εννοή παρά
την ευτυχίαν των παρασίτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και δεν έβαλεν εις του τυχόντος ανθρώπου το
στόμα τους λόγους τούτους,αλλά τους απέδωκεν εις τον φρονιμώτατον των Ελλήνων.
Εάν δε ο Οδυσσεύς ήθελε να επαινέση την ευτυχίαν ως την εννοούν οι Στωικοί, θα
έλεγεν αυτά όταν παρέλαβε τον Φιλοκτήτην από την Λήμνον, είτε όταν εξεπόρθησε το
Ίλιον, όταν εκράτησε τους Έλληνας οίτινες είχον τραπή εις φυγήν ή όταν εισήλθεν
εις την Τροίαν αφού εμαστιγώθη μόνος του {27} και εφόρεσε ράκη πενιχρά και
στωικά {28}• αλλά τότε δεν είπεν ότι αυτή είνε η πλέον ευχάριστος κατάστασις.
Και όταν ακόμη έζη πλησίον της Καλυψούς βίον επικούρειον και ηδύνατο να ζη
αργός, να εντρυφά και ν' απολαμβάνη τον έρωτα της θυγατρός του Άτλαντος και
πάσαν άλλην απόλαυσιν, ουδέ τότε είπεν ότι αυτή η ζωή ήτο η πλέον ευχάριστος,
αλλά το είπε περί της ζωής των παρασίτων. Τότε δε οι παράσιτοι ωνομάζοντο
δαιτυμόνες. Τι λέγει λοιπόν; Διότι αξίζει και πάλιν ν' αναφέρωμεν τους στίχους,
καθότι μόνον αν τους ακούση κανείς πολλάκις δύναται να συλλάβη την έννοιάν
των«δαιτυμόνες καθήμενοι εξείης» {29} και έπειτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">παρά δε πλήθωσι τράπεζαι σίτου και
κρειών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' ο Επίκουρος πολύ αναιδώς έκλεψε τον σκοπόν
της παρασιτικής και τον έκαμε σκοπόν της ευτυχίας, όπως την εννοεί. Ότι δε
πρόκειται περί κλοπής και ουδόλως ενδιαφέρει τον Επίκουρον το ευχάριστον, αλλά
τον παράσιτον,θα σου το αποδείξω. Εγώ θεωρώ ευχάριστον πρώτον να μένη το σώμα
ατάραχον, έπειτα δε να μη θορυβήται και να μη ταράσσεται και η ψυχή.Αυτά λοιπόν
και τα δύο τα απολαμβάνει ο παράσιτος, ο δε Επίκουρος ούτε το έν, ούτε το άλλο•
διότι καταγινόμενος εις ερεύνας περί του σχήματος της γης, περί της απειρίας των
κόσμων, περί του μεγέθους του ηλίου και της αποστάσεως των άστρων, περί των
πρώτων στοιχείων και περί των θεών,εάν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν, και περί των
ζητημάτων τούτων πάντοτε φιλονεικών και συζητών προς διαφόρους δεν έχει μόνον
τας κοινάς ενοχλήσεις, αλλά και τας ενοχλήσεις του σύμπαντος. Ο παράσιτος όμως
νομίζει ότι όλα καλώς έχουν και πιστεύει ότι δεν ηδύναντο να είνε καλλίτερα ή
όπως είνε• και χωρίς να ενοχλήται από τοιαύτας σκέψεις,τρώγει και κοιμάται
ανάσκελα και ξαπλώνει πόδια και χέρια, όπως ο Οδυσσεύς όταν απέπλευσεν εκ της
Σχερίας διά την πατρίδα του. Όχι δε μόνον υπ' αυτήν την έποψιν ουδέν κοινόν έχει
το ευχάριστον με τον Επίκουρον, αλλά και υπό άλλην έποψιν• ο Επίκουρος δηλαδή,
οίος δήποτε και αν είνε ο σοφός όστις ονομάζεται ούτω, έχει ή δεν έχει να τρώγη•
εάν μεν δεν έχη, δεν είνε δυνατόν να ζη ευχαρίστως, αλλ' ούτε καν να ζη• εάν δε
έχη, έχει είτε εξ ιδίων είτε διότι λαμβάνει παρ' άλλου• και αν άλλος του δίδη να
τρώγη είνε παράσιτος και όχι ό,τι λέγει• εάν δε ζη εξ ιδίων,δεν ζη
ευχαρίστως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Διά ποίον λόγον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Διότι εάν ζη εξ ιδίων, η τοιαύτη ζωή,
Τυχιάδη, παρακολουθείται από πολλάς ενοχλήσεις• και θα σου τας αναφέρω. Ο θέλων
να ζήση κατά τρόπον ευχάριστον πρέπει να ικανοποιή όλας του τας ορέξεις ή
όχι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Είμαι σύμφωνος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Λοιπόν, εις εκείνον ο οποίος έχει πολλά,
ίσως τούτο είνε εύκολον,εις εκείνον δε ο οποίος έχει ολίγα ή τίποτε, δεν είνε
δυνατόν• ώστε πτωχός δεν δύναται να γείνη σοφός, ούτε να φθάση εις τον σκοπόν,
δηλαδή εις το ευχάριστον. Αλλ' ουδ' ο πλούσιος, ο δυνάμενος εκ της περιουσίας
του να ικανοποιή αφθόνως τας επιθυμίας του, θα δυνηθή να κατορθώση τούτο. Διατί
δε τούτο; Διότι εκείνος ο οποίος ζη εκ της περιουσίας του,κατ' ανάγκην δοκιμάζει
πολλάς ενοχλήσεις• άλλοτε μεν θυμώνει με τον μάγειρον διότι κακώς παρεσκεύασε το
φαγητόν, ή αν δεν φιλονεικήση με τον μάγειρον, θα φάγη κακώς παρασκευασθέντα
φαγητά τα οποία δεν θα είνε ευχάριστα• άλλοτε δε θα φιλονεική με τον οικονόμον
του διότι δεν οικονομεί καλώς. Ή δεν λέγω σωστά;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Μα τον Δία, είμαι σύμφωνος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Εις τον Επίκουρον λοιπόν είνε επόμενον να
συμβαίνουν όλαι αυταί αι ενοχλήσεις, ώστε ουδέποτε να επιτύχη τον σκοπόν της
φιλοσοφίας του• ο παράσιτος όμως ούτε μάγειρον έχει με τον οποίον να θυμώση,
ούτε κτήμα,ούτε οικονόμον, ούτε χρήματα, διά την απώλειαν των οποίων να
λυπηθή,αλλά και χωρίς αυτά έχει να τρώγη και να πίνη χωρίς να έχη και καμμίαν
ενόχλησιν εξ εκείνων τας οποίας οι άλλοι κατ' ανάγκην έχουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ότι λοιπόν η παρασιτική είνε τέχνη, ικανώς
απεδείχθη και εκ τούτων και εκ των άλλων. Υπολείπεται τώρα ν' αποδείξωμεν ότι
είνε και η αρίστη, και τούτο όχι απλώς, αλλά πρώτον ότι εν γένει είνε ανωτέρα
όλων των τεχνών,έπειτα δε και από εκάστην χωριστά. Τα γενικά της πλεονεκτήματα
είνε τα εξής• πάσα τέχνη απαιτεί σπουδήν, κόπον, φόβον και ξύλον, πράγματα τα
οποία δεν υπάρχει κανείς όστις να τα θεωρή ευχάριστα• την παρασιτικήν όμως
τέχνην μόνην δύναται να μάθη κανείς δίχως κόπον. Είδες ποτέ κανένα να φεύγη από
γεύμα κλαίων, όπως βλέπομεν μερικούς να φεύγουν εκ των σχολείων; Και είδες
κανένα να πηγαίνη σκυθρωπός εις δείπνον όπως όσοι πηγαίνουν εις τα σχολεία; Ο
παράσιτος μεταβαίνει εκουσίως εις το δείπνον, διότι πολύ αγαπά την τέχνην του,
οι δε μανθάνοντες τας άλλας τέχνας τας μισούν, ώστε μερικοί και δραπετεύουν διά
να τας αποφύγουν.Αλλά δεν σκέπτεσαι και τούτο, ότι οι πατέρες και αι μητέρες
ανταμείβουν τα τέκνα των, τα οποία προκόπτουν εις τας τέχνας εκείνας, καθ' ον
τρόπον ανταμείβονται καθ' εκάστην και οι παράσιτοι; Καλά έγραψε το παιδί,λέγουν•
δόστε του να φάγη• δεν έγραψε καλά• μη του δώσετε. Ούτω το πράγμα και ως αμοιβή
και ως τιμωρία φαίνεται σπουδαίον. Αι άλλαι τέχναι διά να δώσουν καρπούς
απαιτούν προηγουμένως μάθησιν και κόπον, διότι«είνε πολύς και ανηφορικός ο
δρόμος όστις φέρει εις αυτάς», όπως λέγει διά την αρετήν ο Ησίοδος• η δε
παρασιτική μόνη εκ των τεχνών απολαμβάνει συγχρόνως με την μάθησιν, και άμα
αρχίση, φθάνει και εις τον σκοπόν της.Εκ των άλλων τεχνών, όχι μερικαί, αλλά
όλαι ως σκοπόν έχουν να μας θρέψουν, ο δε παράσιτος ευθύς άμα αρχίση την τέχνην
του, έχει εξ αυτής την τροφήν του• ή νομίζεις ότι ο γεωργός γεωργεί χάριν της
γεωργίας και ο τέκτων κτίζει χάριν της τεκτονικής; Και ο παράσιτος δεν επιδιώκει
τίποτε άλλο, αλλά το αυτό είνε και έργον αυτού και σκοπός του έργου του.Είνε δε
πασίγνωστον ότι εν ώ οι εξασκούντες τας λοιπάς τέχνας κοπιάζουν καθ' όλον τον
καιρόν και μόνον μίαν ή δύο ημέρας κατά μήνα εορτάζουν,και αυταί αι πόλεις μόνον
κατά μήνα ή κατ' έτος άγουν εορτήν και λέγουν ότι τότε διασκεδάζουν, διά τον
παράσιτον και αι τριάκοντα ημέραι του μηνός είνε εορταί• όλαι δι' αυτόν είνε
αφιερωμέναι εις τους θεούς.Προσέτι όσοι καταγίνονται να μάθουν τας άλλας τέχνας,
τρώγουν και πίνουν ολίγον, όπως οι άρρωστοι, δεν επιτρέπεται δε να διασκεδάζη
κανείς και να μανθάνη. Και αι μεν άλλαι τέχναι δεν δύνανται να υπηρετούν τον
κατέχοντα αυτάς χωρίς όργανα• ούτε να αυλή κανείς δύναται χωρίς αυλούς, ούτε να
ψάλλη χωρίς λύραν, ούτε να ιππεύη χωρίς ίππον• η δε παρασιτική είνε τόσον καλή
και εύχρηστος τέχνη, ώστε ο τεχνίτης δύναται να την εξασκή και χωρίς κανέν
όργανον. Επίσης εν ώ διά να μάθωμεν τας άλλας τέχνας πληρώνομεν, δι' αυτήν
πληρωνόμεθα. Και αι μεν άλλαι τέχναι έχουν διδασκάλους, η δε παρασιτική κανένα,
αλλά καθώς η ποιητική, κατά τον Σωκράτην, και αυτή είνε θείον δώρον. Σκέψου δε
και τούτο, ότι τας μεν τέχνας δεν δυνάμεθα να εξασκούμεν όταν οδοιπορούμεν ή
ταξειδεύωμεν,αυτήν δε εξασκούμεν και εις οδοιπορίας και εις ταξείδια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Πολύ σωστά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Εκτός τούτου, Τυχιάδη, αι άλλαι τέχναι μου
φαίνονται ότι ζηλεύουν την παρασιτικήν, ενώ αυτή δεν ζηλεύει καμμίαν
άλλην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Και δεν νομίζεις ότι αδικούν οι
λαμβάνοντες τα ανήκοντα εις άλλους;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Πώς όχι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Λοιπόν, πώς μόνος ο παράσιτος δύναται να
σφετερίζεται τα ανήκοντα εις άλλους και να μη αδική;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Αυτό δεν δύναμαι να το εξηγήσω. Αλλ' ενώ
των άλλων τεχνών η αφετηρία και η καταγωγή είνε ευτελείς και ταπειναί, της
παρασιτικής η αρχή είνε πολύ ευγενής• διότι εάν εξετάσης καλά την φιλίαν, θα
εύρης ότι είνε αρχή της παρασιτικής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Πώς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Διότι ουδείς καλεί εις δείπνον εχθρόν ή
άγνωστον άνθρωπον ή μετρίως γνώριμον, αλλά πρέπει να γείνη προηγουμένως φίλος
διά να συμμερισθή τας σπονδάς και την τράπεζαν και κοινωνήση εις τα μυστήρια
αυτής. Εγώ τουλάχιστον ήκουσα πολλάκις μερικούς να λέγουν πώς δύναται να είνε
αυτός φίλος μου, αφού ούτε έφαγε, ούτε έπιε ποτέ μαζή μου; Δηλαδή μόνον τον
συμπίνοντα και συντρώγοντα θεωρούν πιστόν φίλον. Ότι δε αυτή είνε η βασιλικωτάτη
των τεχνών θα το εννοήσης όχι ολιγώτερον και εκ τούτου• τας άλλας τέχνας
εξασκούν οι τεχνίται κοπιάζοντες και ιδρώνοντες, και είτε όρθιοι είτε καθήμενοι
εργάζονται ως δούλοι των τεχνών, ο δε παράσιτος εξασκεί την τέχνην του ως
βασιλεύς, ξαπλωμένος. Και είνε ανάγκη να αναφέρω, διά να παραστήσω την ευτυχίαν
του, ότι μόνος, κατά τον σοφόν Όμηρον, «ούτε φυτεύει χερσί φυτόν, ούτε αροί,
αλλά τα γ' άσπαρτα και ανήροτα πάντα» νέμεται{30}; Αλλά και ενώ τον ρήτορα, τον
γεωμέτρην και τον χαλκέα ουδέν εμποδίζει να εξασκή την τέχνην του, είτε κακός
είνε είτε μωρός, ουδείς δύναται να παρασιτή εάν είνε μωρός ή φαύλος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Μπα! μπα! Πολύ την ανυψώνεις την
παρασιτικήν, και μου φαίνεται ότι θα με κάμης ν' αφήσω το επάγγελμά μου και να
γείνω παράσιτος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Λοιπόν ότι είνε ανωτέρα από όλας ομού τας
τέχνας, μου φαίνεται ότι το απέδειξα. Τώρα δε ας εξετάσωμεν κατά τι υπερτερεί
και εκάστην χωριστά. Αλλά να την συγκρίνωμεν με τας βαναύσους τέχνας και ανόητον
είνε και αναξιοπρεπές. Θα περιορισθώ να αποδείξω ότι είνε ανωτέρα των καλλιτέρων
και μεγαλειτέρων τεχνών. Νομίζω δε ότι άμα αποδείξω ότι η παρασιτική είνε
ανωτέρα της ρητορικής και της φιλοσοφίας, τας οποίας διά την ευγένειάν των και
επιστήμας ονομάζουν τινές, θα γείνη προφανές ότι και των άλλων τεχνών εξέχει,
όπως η Ναυσικάα των υπηρετριών της. Γενικώς λοιπόν είνε ανωτέρα και των δύο, και
της ρητορικής και της φιλοσοφίας,πρώτον κατά την υπόστασιν• καθότι αυτή μεν
υπάρχει, εκείναι δε όχι•διότι περί της ρητορικής δεν υπάρχει μία και η αυτή
γνώμη, αλλ' οι μεν την θεωρούν τέχνην, οι δε ατεχνίαν, άλλοι κακοτεχνίαν και
άλλοι άλλο.Ομοίως και η φιλοσοφία δεν είνε εις όλα και καθ' όλα η αυτή• διότι
άλλην γνώμην έχει περί των πραγμάτων ο Επίκουρος, άλλην οι Στωικοί, άλλην η
Ακαδημία, άλλην οι Περιπατητικοί και τέλος πάντων έκαστος έχει άλλην ιδέαν περί
της φιλοσοφίας• και μέχρι τούδε τουλάχιστον ούτε μία εκ των γνωμών τούτων
επεκράτησε, ούτε μία φαίνεται να είνε η τέχνη των. Τι δε δύναταί τις να
συμπεράνη εκ τούτου είνε φανερόν. Ούτε κατ' αρχήν δύναται να θεωρηθή υπάρχουσα
μία τέχνη η οποία δεν έχει υπόστασιν. Ορίστε η αριθμητική είνε μία και η αυτή•
δύο και δύο και διά τους Έλληνας και διά τους βαρβάρους κάνουν τέσσερα•
φιλοσοφίας όμως βλέπομεν πολλάς και διαφόρους και ούτε εις τας αρχάς, ούτε εις
τους σκοπούς συμφωνούν όλαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Έχεις δίκαιον η φιλοσοφία λέγουν ότι είνε
μία, αυτοί δε την διαιρούν εις πολλάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Και διά μεν τας άλλας τέχνας δύναται να
φανή κανείς επιεικής, και αν έχουν μερικάς ασυμφωνίας και αι ιδέαι των δεν είνε
σταθεραί πάντοτε.Αλλά διά την φιλοσοφίαν πώς δυνάμεθα να ανεχθώμεν να μη είνε
μία και μόνη και να μη αντιφάσκη προς εαυτήν; Και όμως η φιλοσοφία δεν είνε
μία•υπάρχει απειρία φιλοσοφιών. Αλλά πολλαί δεν δύνανται να είνε, αφού η
φιλοσοφία είνε μία. Και περί της υποστάσεως της ρητορικής τα αυτά δύναταί τις να
είπη• διότι όταν περί ενός θέματος δεν λέγουν τα αυτά όλοι οι ρήτορες, αλλά
γίνεται περί αυτό πόλεμος αντιθέτων γνωμών, τούτο αποτελεί μεγίστην απόδειξιν
ότι ουδέ κατ' αρχήν υπάρχει εκείνο το οποίον δεν εννοείται καθ' ένα και τον
αυτόν τρόπον• διότι όταν ζητούμεν τι είνε η ρητορική και δεν κατορθώνομεν να
συμφωνήσωμεν ότι είνε μία και η αυτή,τούτο αναιρεί αυτήν την ύπαρξιν του
ζητουμένου. Η παρασιτική όμως δεν είνε τοιαύτη, αλλά και μεταξύ των Ελλήνων και
μεταξύ των βαρβάρων είνε μία και κατά τον αυτόν τρόπον εξασκείται και δεν
δύναταί τις να είπη ότι άλλως οι μεν και άλλως οι δε παρασιτούν, ούτε υπάρχουν
παράσιτοι διάφορων συστημάτων,όπως οι Στωικοί ή Επικούρειοι, έχοντες διάφορα
δόγματα, αλλ' όλοι συμφωνούν προς όλους και κατά τα έργα και κατά τον σκοπόν.
Ώστε εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι η παρασιτική κατά τούτο πλησιάζει να είνε και
σοφία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Πολύ καλά μου φαίνεται ότι τα είπες αυτά.
Αλλ' ότι και κατά τα άλλα η φιλοσοφία είνε υποδεεστέρα της τέχνης σου πώς το
αποδεικνύεις;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Εν πρώτοις πρέπει να είπω ότι την
φιλοσοφίαν ουδέποτε ηγάπησε παράσιτος, εν ώ αναφέρονται πάρα πολλοί φιλόσοφοι οι
οποίοι ηγάπησαν την παρασιτικήν και μέχρι σήμερον υπάρχουν τοιούτοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Δύνασαι να μου αναφέρης φιλοσόφους οίτινες
επεδόθησαν εις την παρασιτικήν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Ερωτάς; Και συ τους γνωρίζεις, αλλά
υποκρίνεσαι ότι τους αγνοείς,ωσάν τούτο να είνε δι' αυτούς εντροπή και όχι
τιμή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Όχι, σε βεβαιώ, αλλά σοβαρώς πιστεύω ότι
δεν έχεις να αναφέρης τοιούτους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Φαίνεται ότι δεν ανέγνωσες ποτέ βίους
φιλοσόφων, άλλως θα ενόεις αμέσως ποίους θέλω να είπω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Τέλος πάντων επιθυμώ ν' ακούσω ποίοι
είνε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Θα σου τους αναφέρω και θα ιδής ότι δεν
είνε οι χειρότεροι, αλλά μάλιστα οι καλλίτεροι, ως εγώ νομίζω, και εκείνοι τους
οποίους ολιγώτερον φαντάζεσαι ως τοιούτους. Λοιπόν ο Αισχίνης ο μαθητής του
Σωκράτους, εκείνος ο οποίος έγραψε τους εκτενείς και χαριτωμένους διαλόγους,
επήγε κάποτε εις την Σικελίαν και είχε μαζή του τα συγγράμματά του διά να δυνηθή
δι' αυτών να γνωρισθή με τον Διονύσιον τον τύρανον. Ανέγνωσε δε τον «Μιλτιάδην»
και επειδή το έργον ήρεσεν εις τον τύραννον, παρέμεινεν εις την Σικελίαν ως
παράσιτος του Διονυσίου,εγκαταλείψας τον Σωκράτην και την διδασκαλίαν του. Αλλά
και ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος δεν σου φαίνεται ότι είνε εκ των δοκίμων
φιλοσόφων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Βεβαίως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Και αυτός λοιπόν κατά την αυτήν εποχήν
διέτριβεν εις τας Συρακούσας ως παράσιτος του Διονυσίου. Εξ όλων δε των
παρασίτων αυτός ήτο ο πλέον ευνοούμενος του τυράννου, διότι ήτο και ο
ευφυέστερος εις την τέχνην και ο Διονύσιος απέστελλε προς αυτόν καθ' εκάστην
τους μαγείρους του διά να διδάσκωνται παρ' αυτού. Δικαίως δε ο Αρίστιππος
θεωρείται ως κόσμημα της παρασιτικής τέχνης. Ο δε μέγας και πολύς Πλάτων σας
μετέβη και αυτός εις την Σικελίαν προς τοιούτον σκοπόν και αφού επί ολίγας
ημέρας εκάθησεν εις την τράπεζαν του τυράννου, εξέπεσεν ένεκεν ελλείψεως
ευφυίας.Επιστρέψας δε εις τας Αθήνας εμελέτησε και παρεσκευάσθη, και έπειτα
έκαμε δεύτερον ταξείδιον εις Σικελίαν, αλλά και πάλιν εξ αμαθίας απέτυχεν ως
παράσιτος. Το ατύχημα δε τούτο του Πλάτωνος εις την Σικελίαν φαίνεται όμοιον
προς την συμφοράν του Νικίου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Και ποίος το αναφέρει αυτό,
Σίμων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Εκτός πολλών άλλων ο Αριστόξενος ο
μουσικός, πολύ σημαντικός συγγραφεύς. Και αυτός δε ήτο παράσιτος του Νηλέως. Ότι
δε ο Ευριπίδης ήτο παράσιτος του Αρχελάου μέχρι του θανάτου του και ο Ανάξαρχος
του Αλεξάνδρου βεβαίως θα το γνωρίζης. Ο δε Αριστοτέλης μόνον ολίγον και
επιπολαίως κατέγινεν εις την παρασιτικήν, όπως και εις τας άλλας τέχνας.Σου
ανέφερα λοιπόν αρκετούς φιλοσόφους οι οποίοι επεδόθησαν με ζήλον εις την
παρασιτικήν, αλλ' ουδείς δύναται ν' αναφέρη ένα παράσιτον όστις ηθέλησε να γίνη
φιλόσοφος. Εάν δε η ευτυχία είνε το να μη πεινά τις, να μη διψά και να μη
κρυώνη, αυτήν την ευτυχίαν μόνον ο παράσιτος την έχει.Φιλοσόφους δύνασαι να
εύρης πολλούς ριγούντας και πεινώντας, παράσιτον όμως όχι• ή δεν είνε παράσιτος,
αλλά δυστυχής ο πτωχός άνθρωπος ο όμοιος με φιλόσοφον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Πολύ σωστά τα είπες αυτά. Αλλ' ότι κατά
πολύ υπερέχει η παρασιτική της φιλοσοφίας και της ρητορικής πώς το
αποδεικνύεις;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Εις τον βίον των ανθρώπων, φίλτατε,
υπάρχουν δύο καταστάσεις, η κατάστασις της ειρήνης και η κατάστασις του πολέμου•
εις τους δύο δε τούτους καιρούς διακρίνονται αι τέχναι και οι εξασκούντες αυτάς
οποίοι είνε. Αν θέλης λοιπόν, ας εξετάσωμεν πρώτον την εν καιρώ πολέμου
κατάστασιν και ποίοι κατ' αυτήν είνε προ πάντων χρήσιμοι ιδιαιτέρως έκαστος και
όλοι ομού εις την πατρίδα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Η σύγκρισις την οποίαν επιχειρείς είνε
πολύ τολμηρά και μου έρχονται γέλοια όταν φαντάζωμαι την θέσιν ενός φιλοσόφου
ανταγωνιζομένου προς ένα παράσιτον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Λοιπόν διά να μη απορής υπερβολικά και να
μη σου φαίνεται το πράγμα γελοίον, ας υποθέσωμεν ότι μας αναγγέλλεται αιφνιδία
εισβολή εχθρών εις την χώραν μας και είνε ανάγκη να τους αποκρούσωμεν και να μη
τους αφήσωμεν να καταστρέφουν τα περίχωρα, ο δε στρατηγός παραγγέλλει να
στρατολογηθούν όλοι οι έχοντες την στρατεύσιμον ηλικίαν. Προσέρχονται λοιπόν
όλοι και μεταξύ τούτων μερικοί φιλόσοφοι, ρήτορες και παράσιτοι.Εν πρώτοις ας
τους εκδύσωμεν• διότι είνε ανάγκη οι μέλλοντες να οπλισθούν να γυμνωθούν
προηγουμένως. Παρατήρει λοιπόν ένα ένα και εξέταξε τα σώματά των. Άλλους μεν εξ
αυτών θα ίδης ισχνούς και ωχρούς και τρέμοντας, ως να είνε ήδη τραυματίαι
λησμονημένοι εις το πεδίον της μάχης. Δεν είνε επομένως γελοίον και να το λέγη
τις ότι δύνανται ν'ανθέξουν εις αγώνα και μάχην και συμπλοκάς και δρόμον και
κονιορτόν και τραύματα άνθρωποι όπως αυτοί που έχουν ανάγκην θεραπείας; Στρέψου
τώρα προς τον παράσιτον και παρατήρησε πώς είνε. Αυτός πρώτον είνε παχύς και
έχει το χρώμα ευχάριστον ούτε μαύρος είνε ως δούλος, ούτε λευκός ως γυναίκα. Το
ήθος του είνε αρρενωπόν και το βλέμμα του ζωηρόν και αγριωπόν, όπως το ιδικόν
μου• διότι δεν πρέπει οι μεταβαίνοντες εις τον πόλεμον να έχουν βλέμμα δειλόν
και γυναικώδες. Λοιπόν ο τοιούτος οπλίτης δεν θα είνε καλός και ζων και αν
αποθάνη ενδόξως; Αλλά τις η ανάγκη να λέγωμεν τούτο εξ εικασίας, αφού έχομεν
ωρισμένα παραδείγματα και βέβαια γεγονότα ν' αναφέρωμεν; Εν γένει δύναταί τις να
είπη ότι εν καιρώ πολέμου κανείς ποτε ρήτωρ ή φιλόσοφος δεν είχε το θάρρος να
εξέλθη εκ του τείχους• εάν δε κανείς ηναγκάσθη να λάβη μέρος εις
μάχην,ελιποτάκτησε και έφυγε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Πολύ εκπληκτικά πράγματα λέγεις, και όσα
υπόσχεσαι να είπης, δεν είνε ολιγώτερον καταπληκτικά. Λέγε όμως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Από τους Ρήτορας λοιπόν ο Ισοκράτης όχι
μόνον εις πόλεμον δεν επήγε, αλλ' ούτε εις δικαστήριον ετόλμησε ποτέ να ομιλήση
εκ δειλίας,υποθέτω, ήτις και την φωνήν του διέκοπτε. Θέλεις και αλλά
παραδείγματα;Μήπως ο Δημάδης, ο Αισχίνης και ο Φιλοκράτης, άμα ανηγγέλθη ότι ο
Φίλιππος θα εκήρυττε πόλεμον κατά των Αθηνών, δεν επρόδωσαν την πόλιν και δεν
παρέδωκαν τους εαυτούς των εις τον Φίλιππον εκ φόβου και πάντοτε εξηκολούθουν να
υπηρετούν τους σκοπούς αυτού; Και αν κανείς άλλος Αθηναίος είχε τα αυτά
φρονήματα και αυτόν τον είχαν φίλον. Ο Υπερίδης δε και ο Δημοσθένης και ο
Λυκούργος, οι θεωρούμενοι ως οι γενναιότεροι και οι οποίοι πάντοτε εθορύβουν εις
τας συνελεύσεις του λαού και κατεφέροντο κατά του Φιλίππου, τι γενναίον έπραξαν
εις τον κατ' αυτού πόλεμον; Ο μεν Υπερίδης και ο Λυκούργος όχι μόνον δεν έλαβον
μέρος εις καμμίαν εκστρατείαν, αλλ' ούτε ετόλμησαν να ξεμυτίσουν από τας πύλας
της πόλεως•εκάθηντο εντός των τειχών και, ενώ επολιορκούντο, συνέθετον ψηφίσματα
και νομοσχέδια. Ο δε επιφανέστερος εξ αυτών, εκείνος ο οποίος έλεγε διηνεκώς εις
τας συνελεύσεις «ο Φίλιππος ο Μακεδών είνε αχρείος, από την χώραν του οποίου
ούτε δούλον δεν πρέπει να αγοράζη κανείς», ετόλμησε να μεταβή μέχρι Βοιωτίας,
αλλά πριν να συγκρουσθούν τα δύο στρατεύματα και έλθουν εις χείρας, έρριψε την
ασπίδα του και έφυγε. Ή δεν τα ήκουσες άλλοτε ποτέ από κανένα αυτά, τα οποία όχι
μόνον εις τους Αθηναίους είνε πολύ γνωστά, αλλά και εις τους Θράκας και τους
Σκύθας, οπόθεν το κάθαρμα εκείνο κατήγετο;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Τα γνωρίζω• αλλ' αυτοί ήσαν ρήτορες και
είχαν εξασκηθή εις τους λόγους, όχι δε και εις την ανδρείαν. Περί των φιλοσόφων
όμως τι δύνασαι να είπης; Διότι δεν πιστεύω να δύνασαι να τους κατηγορήσης και
τούτους όπως εκείνους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Αυτοί πάλιν, Τυχιάδη, οι οποίοι
καθημερινώς ομιλούν περί ανδρείας και κατατρίβουν εις το στόμα των το όνομα της
αρετής, θ' αποδείξω ότι είνε και από τους ρήτορας πολύ δειλότεροι και
μαλθακώτεροι. Και εν πρώτοις δεν δύναται κανείς να αναφέρη φιλόσοφον όστις
εφονεύθη εις τον πόλεμον διότι είτε δεν έλαβον καθόλου μέρος εις εκστρατείαν, ή
αν έλαβον, όλοι ελιποτάκτησαν. Ο Αντισθένης, ο Διογένης, ο Κράτης, ο Ζήνων,ο
Πλάτων, ο Αισχίνης, ο Αριστοτέλης και όλον το πλήθος των φιλοσόφων τούτων ούτε
είδον παράταξιν μάχης• ο μόνος δε όστις ετόλμησε να λάβη μέρος εις την μάχην του
Δηλίου, ο σοφώτερος μεταξύ αυτών Σωκράτης,ετράπη εις φυγήν και διά της Πάρνηθος
ήλθε και κατέφυγεν εις την παλαίστραν του Ταυρέου• διότι του εφαίνετο πολύ
περισσότερον ευχάριστον να κάθηται μετά των παιδαρίων να φλυαρή και προβάλη
σοφιστικάς ερωτήσεις εις τους συναντωμένους παρά να συμπλακή με
Σπαρτιάτην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Αυτά, φίλε μου, τα ήκουσα και από άλλους,
οίτινες μάλιστα δεν τα έλεγαν με σκοπόν να τους κατηγορήσουν και τους εμπαίξουν•
ώστε δεν δύναμαι να υποπτεύσω ότι τους συκοφαντείς διά να υποστηρίξης την τέχνην
σου. Αλλά τώρα, αν θέλης, έλα να μου παραστήσης και πώς είνε ο παράσιτος εις τον
πόλεμον και εν γένει αν μεταξύ των αρχαίων οίτινες διεκρίθησαν εις τον πόλεμον
αναφέρεται κανείς παράσιτος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Πρέπει να μη έχη κανείς, φίλε μου, καθόλου
αναγνώσει τον Όμηρον και να είνε εντελώς αμαθής, διά να μη γνωρίζη ότι οι
άριστοι των ηρώων τους οποίους αναφέρει ήσαν παράσιτοι. Και ο Νέστωρ εκείνος,
από την γλώσσαν του οποίου ο λόγος έτρεχεν ως μέλι, ήτο παράσιτος αυτού του
Αγαμέμνονος,και ούτε τον Αχιλλέα, όστις όχι μόνον εφαίνετο, αλλά και ήτο
ανδρειότατος και εναρετώτατος, ούτε τον Διομήδην, ούτε τον Αίαντα ο βασιλεύς
ηγάπα και εθαύμαζεν όσον τον Νέστορα• διότι ούτε δέκα Αίαντας,ούτε δέκα Αχιλλείς
ηύχετο να είχε, ενώ έλεγεν ότι προ πολλού θα είχε κυριεύσει την Τροίαν εάν είχε
δέκα στρατιώτας, όπως τον παράσιτον εκείνον, καίτοι γέροντα. Και τον Ιδομενέα
τον έγγονον του Διός είχεν ομοίως παράσιτον ο Αγαμέμνων, κατά τον
Όμηρον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Αυτά τα γνωρίζω και εγώ, αλλά δεν εννοώ
πώς οι άνδρες εκείνοι ήσαν παράσιτοι του Αγαμέμνονος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Να ενθυμηθής τους στίχους τους οποίους ο
Αγαμέμνων λέγει προς τον Ιδομενέα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Ποίους;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. σον δε πλείον δέπας αιεί έστηχ' ώσπερ εμοί
πιέειν ότε θυμός ανώγοι. {31}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εδώ το «αιεί πλείον δέπας» δεν σημαίνει ότι το
ποτήρι ήτο πάντα πλήρες διά τον Ιδομενέα, είτε μαχόμενον είτε κοιμώμενον, αλλ'
ότι μόνος αυτός είχε το προνόμιον να συνδειπνή καθ' όλην του την ζωήν μετά του
βασιλέως και όχι όπως οι άλλοι του στρατιώται οίτινες μόνον είς τινας ευκαιρίας
εκαλούντο. Τον Αίαντα λόγου χάριν, όταν ανδρείως εμονομάχησε μετά του Έκτορος,
«εις Αγαμέμνονα δίον άγον»,{32} ως λέγει ο Όμηρος, διά να λάβη την τιμήν να
παρακαθήση εις το δείπνον του βασιλέως. Ο δε Ιδομενεύς και ο Νέστωρ καθ' εκάστην
συνεδείπνουν μετά του βασιλέως, όπως είπα. Και μου φαίνεται ότι ο Νέστωρ υπήρξε
πολύ επιτήδειος και ευφυής παράσιτος των βασιλέων διότι δεν ήρχισε την τέχνην
από του Αγαμέμνονος, αλλά πολύ πρότερον από του Καινέως και του Εξαδίου•
φαίνεται δε ότι δεν έπαυσε να παρασιτή έως ότου ο Αγαμέμνων απέθανε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Αυτός ομολογουμένως είνε ένδοξος
παράσιτος• αλλ' αν γνωρίζης και άλλους, σε παρακαλώ να τους αναφέρης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Μήπως, Τυχιάδη, και ο Πάτροκλος δεν ήτο
παράσιτος του Αχιλλέως,μολονότι ουδενός των άλλων Ελλήνων ήτο κατώτερος και κατά
το σωματικόν κάλλος και κατά τας αρετάς; Εγώ μάλιστα, συμπεραίνων από τα έργα
του,ουδ' αυτού του Αχιλλέως τον νομίζω κατώτερον• διότι και τον Έκτορα, όταν
ούτος διέρρηξε τας πύλας του Ελληνικού στρατοπέδου και έφθασε μαχόμενος μέχρι
των πλοίων, εξεδίωξε και έσβυσε το πλοίον του Πρωτεσιλάου το οποίον είχε
πυρποληθή, καίτοι ευρίσκοντο επ' αυτού άνδρες οίτινες δεν ήσαν οι χειρότεροι των
Ελλήνων, ο Τελαμόνιος Αίας και ο Τεύκρος, ο μεν λαμπρός οπλίτης, ο δε άλλος
τοξότης. Εφόνευσε δε ο παράσιτος του Αχιλλέως πολλούς εκ των βαρβάρων και μεταξύ
αυτών τον υιόν του Διός Σαρπηδόνα. Αλλά και απέθανε κατά τρόπον εξαιρετικόν•
διότι τον μεν Έκτορα εφόνευσεν ο Αχιλλεύς, είς ένα, και τον Αχιλλέα ο Πάρις, τον
δε παράσιτον εφόνευσεν ένας θεός και δύο άνθρωποι {33}. Και κατά τας τελευταίας
του στιγμάς δεν εξέπεμψε κραυγάς, όπως ο γενναιότατος Έκτωρ,ο οποίος επρόσπεσεν
εις τον Αχιλλέα και τον ικέτευε ν' αποδώση τον νεκρόν του εις τους οικείους του,
αλλ' ωμίλησεν ως εμπρέπει εις ένα παράσιτον. Τι δε είπε;</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">τοιαύτα δ' είπερ μοι
εείκοσιν αντεβόλησαν, πάντες κ' αυτόθ' όλοντο εμώ υπό δουρί δαμέντες
{34}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Αρκετά αυτά. Αλλά θέλω να μου εξηγήσης πώς
ο Πάτροκλος δεν ήτο φίλος, αλλά παράσιτος του Αχιλλέως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Θα σου παρουσιάσω τον ίδιον τον Πάτροκλον
λέγοντα ότι ήτο παράσιτος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Αυτό δεν ηδυνάμην να το
φαντασθώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Άκουσε λοιπόν τους στίχους τους οποίους
βάζει εις το στόμα του ο Όμηρος•</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">μη εμά σων
απάνευεσθε τεθήμεναι οστέ' Αχιλλεύ, αλλ' ομού, ως ετράφημεν εν υμετέροισι
δόμοισι {35}.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Και μετ' ολίγον πάλιν λέγει ο ίδιος• και «με
δεξάμενος ο Πηλεύς»,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">έτρεφεν ενδυκέως και σον θεράποντ' ονόμηνε.
{36}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δηλαδή τον είχε παράσιτον• διότι εάν ήθελε να
λέγη φίλον τον Πάτροκλον,δεν θα τον ωνόμαζε θεράποντα, αφού ο Πάτροκλος ήτο
ελεύθερος και όχι δούλος. Ποίους λοιπόν λέγει θεράποντας αν όχι τους μήτε
δούλους, μήτε φίλους; Αναμφιβόλως τους παρασίτους. Ούτω και τον Μηριόνην
ονομάζει θεράποντα του Ιδομενέως. Πρέπει δε να παρατηρήσης ότι και ενταύθα τον
μεν Ιδομενέα, αν και υιόν του Διός, ο Όμηρος δεν ονομάζει «ατάλαντον Άρηϊ»,
δηλαδή ίσον προς τον Άρην, εν ώ το επίθετον τούτο δίδει εις τον Μηριόνην τον
παράσιτόν του. Αλλά μήπως και ο Αριστογείτων, ο οποίος ήτο μικράς τάξεως και
πτωχός, ως ο Θουκυδίδης λέγει, δεν ήτο παράσιτος του Αρμοδίου και συγχρόνως
εραστής; Διότι επόμενον είνε οι παράσιτοι να είνε και ερασταί εκείνων οι οποίοι
τους τρέφουν. Αυτός πάλιν ο παράσιτος έσωσε την πόλιν των Αθηναίων από την
τυραννίαν και της απέδωκε την ελευθερίαν, και τώρα εις την αγοράν υπάρχει
χαλκούς ανδριάς του ομού με το άγαλμα του φίλου του. Αυτοί λοιπόν και οι δύο,
καίτοι υπήρξαν τοιούτοι, ήσαν παράσιτοι. Συ δε πώς φαντάζεσαι ότι φέρεται εις
τον πόλεμον ο παράσιτος; Εν πρώτοις δεν εννοεί να μεταβή εις την μάχην αν
προηγουμένως δεν προγευματίση, το οποίον είνε και του Οδυσσέως η γνώμη.Ούτος
τωόντι λέγει, ότι οι μέλλοντες να πολεμήσουν πρέπει να γευματίζουν προηγουμένως
και αν ακόμη η μάχη αρχίση από της αυγής. Ενώ δε οι άλλοι στρατιώται εκ δειλίας
χρονοτριβούν ο ένας να προσαρμόζη εις την κεφαλήν του την περικεφαλαίαν, ο δε
άλλος να φορή θώρακα και άλλος φανταζόμενος τους κινδύνους του πολέμου τρέμει, ο
παράσιτος γευματίζει με φαιδρόν πρόσωπον, και όταν αρχίση η μάχη, μάχεται μεταξύ
των πρώτων• εκείνος δε ο οποίος τον τρέφει τον ακολουθεί, και αυτός, όπως ο Αίας
τον Τεύκρον,τον καλύπτει διά της ασπίδος και γυμνόνων τον εαυτόν του προστατεύει
αυτόν από τα βέλη• διότι περισσότερον ενδιαφέρεται να σώση εκείνον παρά τον
εαυτόν του. Εάν δε συμπέση να πέση εις την μάχην παράσιτος, βεβαίως δεν θα
εντραπή δι' αυτόν ο λοχαγός ή οι συστρατιώται του, διότι θα είνε μεγαλόσωμος
νεκρός και θα φαίνεται ως να έχη γύρει εις καλόν συμπόσιον.Φαντάσου τώρα και
πλησίον του τον νεκρόν ενός φιλοσόφου, ισχνόν,ρυπαρόν, με μακρά γένεια, αδύνατον
άνθρωπον, ο οποίος και προ της μάχης ήτο νεκρός. Τις δεν θα περιφρονήση πόλιν
έχουσαν τόσον ελεεινούς υπερασπιστάς; Και ποίος δεν θα υποθέση όταν θα βλέπη
τοιούτους ανθρωπάκους ωχρούς και μαλλιαρούς πεσμένους εις το πεδίον της μάχης,
ότι η πόλις των μη έχουσα συμμάχους απέλυσε τους φυλακισμένους κακούργους διά να
τους μεταχειρισθή εις τον πόλεμον; Τοιούτοι είνε οι παράσιτοι εις τον πόλεμον,
συγκρινόμενοι προς τους ρήτορας και τους φιλοσόφους. Εν καιρώ δε ειρήνης
φαίνεται ότι τόσον διαφέρει η παρασιτική της φιλοσοφίας όσον αυτή η ειρήνη
διαφέρει από τον πόλεμον. Και πρώτον αν θέλης ας επισκοπήσωμεν τα διάφορα κέντρα
της ειρήνης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Δεν καταλαμβάνω τι εννοείς με τούτο, αλλ'
ας εξετάσωμεν όμως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Λοιπόν εγώ ονομάζω κέντρα ειρήνης την
αγοράν, τα δικαστήρια, τας παλαίστρας και τα γυμναστήρια, τα κυνήγια και τα
συμπόσια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Πολύ καλά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Ο παράσιτος λοιπόν δεν συχνάζει εις την
αγοράν και εις τα δικαστήρια, διότι τα μέρη ταύτα αρμόζουν μάλλον εις τους
συκοφάντας και διότι τα συμβαίνοντα εις αυτά τα μέρη δεν ταιριάζουν προς την
μετριοπάθειαν και την αξιοπρέπειάν του• επιδιώκει όμως τας παλαίστρας και τα
γυμναστήρια και τα συμπόσια, και είνε το κόσμημά των μόνος αυτός.Διότι ποίος
φιλόσοφος ή ρήτωρ εμφανιζόμενος γυμνός εις παλαίστραν δύναται να συγκριθή κατά
το σώμα προς τον παράσιτον ή ποίος εξ εκείνων παρουσιαζόμενος εις γυμναστήριον
δεν είνε μάλλον καταισχύνη του μέρους;Αλλά και εις έρημον μέρος ουδείς φιλόσοφος
ή ρήτωρ δύναται ν' αντικρύση άφοβος θηρίον το οποίον έρχεται κατ' επάνω του, ενώ
ο παράσιτος τα περιμένει άφοβος και ατάραχος τα δέχεται, διότι εις τα γεύματα
έχει συνειθίσει να μη τα φοβήται• και ούτε έλαφος ούτε αγριόχοιρος εξηγριωμένος
τον τρομάζει• αλλά και αν ο αγριόχοιρος του επιτεθή με τα δόντια του και αυτός
με τα δόντια αντεπιτίθεται. Τους λαγούς δε καταδιώκει καλίτερα και από
λαγωνικόν. Αλλ' εις συμπόσιον ποιος δύναται να ανταγωνισθή προς παράσιτον είτε
χαριεντιζόμενον είτε τρώγοντα; Και ποίος περισσότερον αυτού διασκεδάζει τους
συμπότας; Αυτός ο οποίος άλλοτε μεν τραγουδεί, άλλοτε δε αστειεύεται ή άνθρωπος
ο οποίος δεν γελά, αλλ' είνε τυλιγμένος εις τον μανδύαν του και βλέπει προς τα
κάτω,ως να παρίσταται εις πένθος και όχι εις συμπόσιον; Εις εμέ τουλάχιστον
φαίνεται ότι εις το συμπόσιον ο φιλόσοφος είνε όπως σκύλος εις
λουτρόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' ας αφήσωμεν αυτά και ας έλθωμεν εις τον
ιδιαίτερον βίον του παρασίτου και εξετάζοντες τα καθέκαστα ας τα συγκρίνωμεν
προς τον βίον του φιλοσόφου. Και εν πρώτοις θα ίδωμεν τον παράσιτον να περιφρονή
πάντοτε την δόξαν και ν' αδιαφορή τελείως διά την ιδέαν την οποίαν έχουν περί
αυτού οι άνθρωποι. Οι ρήτορες όμως και οι φιλόσοφοι, όχι μερικοί αλλά όλοι,
κατατρώγονται υπό αλαζονίας και της δοξομανίας και δεν βασανίζονται μόνον διά
την δόξαν αλλά και διά κάτι το οποίον είνε ακόμη αισχρότερον, τα χρήματα. Ο
παράσιτος αδιαφορεί διά τα χρήματα περισσότερον αφ' όσον οι άλλοι διά τα χαλίκια
της ακρογιαλιάς, και ο χρυσός δεν έχει δι' αυτόν μεγαλειτέραν αξίαν από τα
κάρβουνα. Οι ρήτορες όμως και, το χειρότερον, όσοι λέγουν ότι είνε φιλόσοφοι,
τόσον εξευτελίζονται χάριν του χρυσού, ώστε εκ των σήμερον περιφημοτέρων
φιλοσόφων —περί των ρητόρων ούτε λόγος να γίνεται— είς μεν, εκτελών χρέη
δικαστού εδωροδοκήθη διά να παρανομήση, άλλος δε, χωρίς να αισχύνεται,λαμβάνει
μισθόν διδασκαλίας παρά του αυτοκράτορος, και μολονότι είνε γέρων, ταξειδεύει
προς αργυρολογίαν και υπηρετεί ως μισθοφόρος δούλος,Ινδός ή Σκύθης, και ουδέ διά
το όνομα το οποίον ούτω λαμβάνει εντρέπεται. Εκτός δε τούτου θα τους ίδης
κατεχομένους και από άλλα πάθη,από λύπας και θυμούς και φθόνους και παντοειδείς
επιθυμίας. Ο παράσιτος όμως είνε απηλλαγμένος όλων τούτων• είνε τόσον ανεξίκακος
ώστε δεν οργίζεται, δεν έχει δε και λόγους διά να οργίζεται• και αν τύχη ποτέ
ν'αγανακτήση, δεν κάνει τίποτε κακόν και δυσάρεστον, αλλά μάλλον γέλωτα και
ευχαρίστησιν προξενεί η οργή του εις εκείνους με τους οποίους ευρίσκεται.
Λυπείται δε και ολιγώτερον από κάθε άλλον, και τούτο το οφείλει εις την τέχνην
του, η οποία συντελεί ώστε να μη έχη κανένα λόγον διά να λυπηθή• διότι ούτε
χρήματα έχει, ούτε σπήτι, ούτε υπηρέτην, ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, ώστε αν
πάθουν τίποτε κακόν κατ' ανάγκην να λυπηθή. Ούτε δόξαν δε επιθυμεί ούτε χρήματα,
αλλ' ούτε τίποτε από τα ωραία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Αλλά, Σίμων, υποθέτω ότι θα λυπήται όταν
του λείπη τροφή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Δεν σκέπτεσαι, Τυχιάδη, ότι δεν δύναται να
είνε και να λέγεται παράσιτος εκείνος ο οποίος δεν έχει να φάγη; Ομοίως δεν είνε
ανδρείος ο μη έχων ανδρείαν, ουδέ ο φρόνιμος είνε τοιούτος δι' έλλειψιν φρενών.
Εδώ δε ομιλούμεν περί παρασίτου όστις είνε και όχι περί παρασίτου όστις δεν
είνε. Εάν δε ο ανδρείος δεν δύναται να είνε τοιούτος παρά μόνον διά της ανδρείας
και ο φρόνιμος διά της φρονήσεως, και ο παράσιτος μόνον διότι παρασιτεί είνε
παράσιτος• και εάν δεν παρασιτή, πρόκειται περί άλλου και ουχί περί
παρασίτου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Ώστε ουδέποτε έχει έλλειψιν τροφής ο
παράσιτος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Εννοείται• ώστε ούτε διά τούτο, ούτε δι'
άλλο τι του δίδεται αφορμή να λυπήται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και όλοι, φιλόσοφοι και ρήτορες,
κατέχονται υπό φόβων• τουλάχιστον οι περισσότεροι εξ αυτών βαδίζουν κρατούντες
ράβδον, και βεβαίως, εάν δεν εφοβούντο, δεν θα ήσαν ούτω ωπλισμένοι• και τας
θύρας των δε μανδαλώνουν δυνατά φοβούμενοι μήπως εισέλθη κανείς την νύκτα και
τους κακοποιήση. Ο δε παράσιτος απλώς κλείει την θύραν του δωματίου του,μόνον
και μόνον διά να μη ανοιχθή υπό του ανέμου• και αν την νύκτα ακούση θόρυβον,
μένει ατάραχος ως να μη ήκουσε τίποτε. Και όταν οδοιπορή εις έρημον μέρος,
πηγαίνει άοπλος διότι πουθενά δεν φοβείται τίποτε.Φιλοσόφους δε έχω ίδη πολλάκις
εγώ να είνε ωπλισμένοι με τόξα και χωρίς να υπάρχη κανείς κίνδυνος• και ράβδους
κρατούν και όταν ακόμη πηγαίνουν εις το λουτρόν ή διά να προγευματίσουν. Ο
παράσιτος δεν δύναται να κατηγορηθή διά μοιχείαν, διά βίαν ή αρπαγήν ή άλλο
οτιδήποτε αδίκημα. Ο τοιούτος δεν θα ήτο παράσιτος, αλλ' εγκληματίας και κατά
των άλλων και κατά του εαυτού του• διότι εάν μοιχεύση, θα παύση να ονομάζεται
παράσιτος και θα λάβη το όνομα του αδικήματος. Καθώς δε ο κακός δεν ονομάζεται
αγαθός, αλλά φαύλος, νομίζω ότι και ο παράσιτος, εάν αδικήση,αποβάλλει την
υπόστασίν του και αναλαμβάνει την υπόστασίν του αδικήματος το οποίον έπραξε.
Αδικήματα δε τοιαύτα ρητόρων και φιλοσόφων πάμπολλα όχι μόνον γνωρίζομεν ως
συμβάντα επί των ημερών μας, αλλά και εις τα βιβλία ευρίσκομεν πολλά
απομνημονευθέντα. Υπάρχει απολογία του Σωκράτους, του Αισχίνου, του Υπερίδου και
του Δημοσθένους και σχεδόν των περισσοτέρων ρητόρων και σοφών, αλλά παρασίτου
απολογίαν δεν έχει κανείς ν' αναφέρη, ούτε δίκην εναντίον παρασίτου. Αλλά μόνον
ο βίος του παρασίτου είνε καλλίτερος από τον βίον τώς ρητόρων και των
φιλοσόφων,μήπως δε ο θάνατός του είνε χειρότερος; Εξ εναντίας είνε πολύ
ευδαιμονέστερος• γνωρίζομεν ότι πάντες ή οι πλείστοι εκ των φιλοσόφων απέθαναν
κατά τον χειρότερον τρόπον, άλλοι μεν καταδικασθέντες διά τας μεγαλειτέρας
κατηγορίας να πίουν δηλητήριον, άλλοι δε κατακαέντες και αποτεφρωθέντες, άλλοι
υπό δυσουρίας βασανισθέντες, και άλλοι εξορισθέντες• παρασίτου δε θάνατον ουδείς
έχει να αναφέρη τοιούτον, αλλά πάντες αποθνήσκουν ευχαριστημένοι, αφού έζησαν
τρώγοντες και πίνοντες.Εάν δε και κανείς, φαίνεται ότι δεν απέθανε με φυσικόν
θάνατον, ούτος θ'απέθανεν εκ δυσπεψίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Αρκετά καλά υπερήσπισες τους παρασίτους
εναντίον των φιλοσόφων.Υπολείπεται τώρα να αποδείξης εάν τούτο είνε καλόν και
ωφέλιμον δι'εκείνον όστις τρέφει τον παράσιτον• διότι εις εμέ φαίνεται ότι οι
πλούσιοι τους τρέφουν κατά χάριν και διά να τους ευεργετήσουν και το τοιούτον
αποτελεί εξευτεσμόν διά τον τρεφόμενον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Πολύ ανόητος είσαι, Τυχιάδη, αν δεν
γνωρίζης ότι ο πλούσιος άνθρωπος και τους θησαυρούς του Γύγου αν έχη, όταν τρώγη
μόνος είνε πτωχός, και όταν περιπατή χωρίς να συντροφεύεται υπό παρασίτου πτωχός
φαίνεται. Και καθώς ο στρατιώτης χωρίς όπλα δεν έχει επιβολήν και το χωρίς
πορφύραν ένδυμα φαίνεται ευτελέστερον και ο άνευ φαλάρων ίππος ταπεινότερος, και
ο πλούσιος ο οποίος δεν έχει παράσιτον φαίνεται ταπεινός και ευτελής. Τω όντι δε
διά μεν τον πλούσιον ο παράσιτος είνε στόλισμα, ενώ διά τον παράσιτον ο πλούσιος
δεν είνε ποτέ κόσμημα. Αλλ'ούτε καταισχύνη είνε δι' αυτόν, όπως λέγεις, το να
τρέφεται παρ'εκείνου• τάχα ούτω παρίσταται εκείνος καλλίτερος και ο άλλος
υποδεέστερος• διά τον πλούσιον είνε ωφέλιμον να τρέφη τον παράσιτον,διότι εκτός
του ότι ο παράσιτος είνε δι' αυτόν στολισμός, και εκ της συνοδείας του έχει
πολλήν ασφάλειαν• ούτε να επιτεθή κανείς κατά, του πλουσίου αποτολμά ευκόλως,
όταν βλέπη παριστάμενον τούτον, αλλ' ούτε να δηλητηριασθή κανείς είνε εύκολον
όταν έχη παράσιτον. Διότι ποίος θα ετόλμα να επιβουλευθή την ζωήν του πλουσίου
όταν γνωρίζη ότι προ αυτού τρώγει και πίνει ο παράσιτος; Ώστε ο πλούσιος όχι
μόνον τιμάται υπό του παρασίτου, αλλά και σώζεται από τους μεγαλειτέρους
κινδύνους. Ούτω δε ο παράσιτος από αφοσίωσιν αψηφεί πάντα κίνδυνον και δεν
συγκαταβαίνει όχι μόνον να τρώγη μετά του πλουσίου, αλλά και εκτίθεται εις τον
κίνδυνον ν'αποθάνη διά να συντρώγη μετ' αυτού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Μου φαίνεται, Σίμων, ότι ανέπτυξες όλα τα
προτερήματα της τέχνης σου χωρίς να παραλείψης τίποτε, και αντί, όπως είπες, να
είσαι αμελέτητος, φαίνεσαι τουναντίον ως να έχης μεγάλως εξασκηθή εις αυτήν την
συνηγορίαν. Τώρα δε θέλω να μάθω εάν το όνομα της παρασιτικής δεν είνε εξ
εκείνων τα οποία δεν περιποιούν τιμήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Θα σου απαντήσω και θα κρίνης• αλλά προς
τούτο θα σου απευθύνω ερωτήσεις εις τας οποίας θέλω να μου απαντήσης. Ειπέ μου
λοιπόν τι ενόουν οι παλαιοί διά της λέξεως σίτος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Την τροφήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Το δε σιτούμαι τι σημαίνει παρά
τρώγω;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Μάλιστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Λοιπόν ομολογείς ότι το παρασιτείν δεν
είνε διάφορον από το σιτείσθαι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Με μόνην την διαφοράν, Σίμων, ότι το
παρασιτείν θεωρείται αισχρόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Τώρα να μου απαντήσης ποίον σου φαίνεται
προτιμότερον και ποίον εκ των δύο θα επροτίμας, να ταξειδεύης ή να
συνταξειδεύης;{37}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Βέβαια να συνταξειδεύω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Να τρέχης μόνος ή να τρέχης με
άλλον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Να τρέχω με άλλον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Να ιππεύης μόνος ή να ιππεύης με
άλλον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Να ιππεύω με άλλον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Ν' ακοντίζης μόνος ή ν' ακοντίζης με
άλλον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Ν' ακοντίζω με άλλον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Λοιπόν ομοίως δεν θα επροτίμας και αντί να
τρώγης μόνος να τρώγης με άλλον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Αναγκάζομαι να συμφωνήσω μαζί σου. Και του
λοιπού θα έρχωμαι, όπως τα παιδιά, κάθε πρωί και κάθε βράδυ να με διδάσκης την
τέχνην σου. Και είνε δίκαιον να μου την διδάξης τελείως, αφού είμαι ο πρώτος σου
μαθητής. Λέγουν δε ότι και αι μητέρες αγαπούν περισσότερον τα πρώτα των
τέκνα.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΑΝΑΧΑΡΣΙΣ</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ή περί
ασκήσεων.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧΑΡΣΙΣ. Και δεν μου λέγεις, σε παρακαλώ,
Σόλων, διατί τα κάνουν αυτά οι νέοι εδώ; Άλλοι συμπλέκονται και
τρικλοποδίζονται, άλλοι συσφίγγονται, ώστε να φοβήται κανείς ότι θα πνίξουν ο
ένας τον άλλον,και λυγίζονται, και εις την λάσπην χώνονται και συγκυλίονται σαν
γουρούνια. Εν τοσούτω εις την αρχήν όταν εγδύθηκαν — διότι τους έβλεπα
—αλείφθησαν με λάδι και έτριψαν ο ένας τον άλλον φιλικώτατα• έπειτα δεν γνωρίζω
τι έπαθαν και ώρμησαν με την κεφαλήν χαμηλωμένην και ήρχισαν ν'αλληλοσπρώχνωνται
και να συγκρούουν τα μέτωπα, καθώς οι κριοί. Και να!εκείνος άρπαξε τον άλλον από
τα πόδια και τον έρριψε κάτω• έπειτα έπεσε πάνω του και δεν τον αφήνει
νανασηκωθή, αλλά τον ωθεί κάτω και τον βυθίζει στην λάσπην. Τώρα δε αφού τον
εκαβαλίκευσε και τον κρατή μεταξύ των σκελών του, επέρασε τον βραχίονα του κάτω
από τον λαιμόν του και τον πνίγει τον δυστυχή, αυτός δε τον κτυπά ελαφρά εις τον
ώμον τον παρακαλεί, υποθέτω, να τον αφίση, διά να μη πνιγή εντελώς. Και ουδέ
χάριν του ελαίου, με το οποίον έχουν αλειφθή, φροντίζουν να μη λερωθούν,αλλά το
ελαιόχρισμα εσκεπάσθη από τον βόρβορον, εις τον οποίον κυλίονται, και όπως είνε
καταλασπωμένοι και συγχρόνως ιδρωμένοι και γλιστρούν ως χέλυα και ξεφεύγουν από
τα χέρια, εις εμέ τουλάχιστον δίδουν όρεξιν να γελώ. Άλλοι εις το ασκέπαστον
μέρος του περιβόλου κάνουν τα ίδια, όχι όμως εις την λάσπην αυτοί, αλλ' εις
λάκκον γεμάτον άμμον την οποίαν τινάζουν ο ένας εις τον άλλον κ' επάνω των, ως
πετεινοί, διά να πιάνωνται, υποθέτω, καλλίτερα εις τας συμπλοκάς, καθότι η άμμος
αφαιρεί την ολισθηρότητα και το πιάσιμον εις το στεγνόν γίνεται ασφαλέστερον.
Άλλοι όρθιοι και σκονισμένοι και αυτοί ορμούν ο είς εναντίον του άλλου και
κτυπιούνται και λακτίζονται. Ένας από αυτούς φαίνεται ότι πτύει τα δόντια του
μαζή με το αίμα και την άμμον που έχει γεμίσει το στόμα του του κακομοίρη. Ως
βλέπεις, έφαγε γροθιά στο σαγώνι.Αλλά και ο άρχων ο οποίος παρίσταται, δεν τους
χωρίζει και δεν τους διατάσσει να παύσουν το τσάκωμα—από το κόκκινον ένδυμά του
συμπεραίνω ότι θα είνε κανείς από τους άρχοντας της πόλεως {38} — αλλ' εξ
εναντίας τους παρακινεί και επαινεί εκείνον που εκτύπησε τον άλλον. Άλλοι εις
άλλα μέρη ευρίσκονται εις μεγάλην κίνησιν και ενώ φαίνονται ότι τρέχουν,πηδούν
και μένουν εις το αυτό μέρος ή πηδούν υψηλά και λακτίζουν τον αέρα. Θέλω λοιπόν
να μάθω ποίον καλόν σκοπόν δύνανται να έχουν αυτά. Εις εμέ φαίνεται μάλλον ως
τρέλλα το πράγμα και δεν θα δυνηθή κανείς εύκολα να με πείση ότι είνε στα καλά
των αυτοί που τα κάνουν αυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛΩΝ. Επόμενον είνε, Ανάχαρσι, να σου κάνουν
τοιαύτην εντύπωσιν αυτά που γίνονται εδώ, διότι είνε διά σε παράξενα και πολύ
διαφέρουν από τα Σκυθικά έθιμα, όπως και πολλά από εκείνα τα οποία διδάσκεσθε
και συνειθίζετε σεις επόμενον είνε να φανούν αλλόκοτα και εις ημάς τους Έλληνας,
αν κανείς από ημάς, όπως συ τώρα, έλθη εις την πατρίδα σου και τα ίδη. Αλλά μη
ανησυχής, φίλε μου, διότι ούτε τρελλοί είνε αυτοί που βλέπεις, ούτε από έχθραν
αλληλοκτυπούνται και κυλίονται εις την λάσπην ή σκονίζονται, αλλά το πράγμα έχει
σκοπόν πρακτικόν και συγχρόνως τερπνόν και δίδει εις τα σώματα όχι μικράν
ευρωστίαν και δύναμιν. Εάν δε κάμης,όπως ελπίζω, καιρόν εις την Ελλάδα, δεν θα
βραδύνης να γίνης και συ ένας από τους λασπωμένους και σκονισμένους εκείνους•
τόσον ευχάριστον και συγχρόνως ωφέλιμον θα σου φανή το πράγμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Θεός φυλάξοι. Αυτά τα ωφέλιμα και τερπνά
να τα κρατήσετε διά τον εαυτόν σας. Εμέ δε αν τολμήση κανείς να με μεταχεισθή με
τοιούτον τρόπον, θα μάθη ότι δεν έχω για τα μάτια στο πλευρό μου τον ακινάκην.
{39} Αλλά δεν μου λες τι όνομα δίδετε εις αυτά που γίνονται εδώ και τι θα πούμε
ότι κάνουν αυτοί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛΩΝ. Ο τόπος αυτός ονομάζεται γυμναστήριον
και είνε αφιερωμένος εις τον Λύκειον Απόλλωνα. Βλέπεις δε εκεί και το άγαλμά
του. Παρίσταται ακουμβημένος εις μίαν στήλην και εις μεν το αριστερό χέρι κρατεί
το τόξον, εις δε το δεξιόν στηρίζει το κεφάλι του ως ν' αναπαύεται από κόπωσιν.
Εκ των ασκήσεων δε εκείνη που γίνεται εις την λάσπην λέγεται πάλη• αλλά και
εκείνοι που είνε εις την άμμον παλαίουν και αυτοί• οι άλλοι δε εκείνοι που
αλληλοκτυπούνται όρθιοι λέγομεν ότι παγκρατιάζουν.Έχομεν δε και άλλας ασκήσεις,
πυγμής, δίσκου και αλμάτων, των οποίων όλων προκηρύσσομεν αγώνας και όποιος
νικήση θεωρείται άριστος μεταξύ των συμπολιτών του και λαμβάνει τα
βραβεία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Τα δε βραβεία τι είνε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Εις μεν τους Ολυμπιακούς αγώνας είνε
στέφανος από αγριελιάν, εις δε τα Ίσθμια από πεύκον• εις τα Νέμεα ο στέφανος,
είνε πλεγμένος από σέλινα• εις τους Πυθικούς τα βραβεία είνε μήλα εκ των ιερών
δένδρων του Απόλλωνος• ημείς δε εις τους Παναθηναϊκούς ως βραβεία δίδομεν έλαιον
εκ της ιεράς ελαίας.{40} Αλλά διατί εγέλασες, Ανάχαρσι; Μήπως αυτά σου
φαίνονται, ασήμαντα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Όχι, αλλά σπουδαιότατα και άξια διά να
υπερηφανεύωνται διά την γενναιωδορίαν των εκείνοι που τα χορηγούν• και να
δικαιολογούνται οι αγωνιζόμενοι διά να τ' αποκτήσουν. Πολύ λογικόν και φυσικόν
διά μήλα και σέλινα να υποβάλλωνται εις τόσους κόπους και να κινδυνεύουν να
πνιγούν και να τσακισθούν, ως να ήτο δύσκολον να προμηθευθή μήλα όποιος τα
επιθυμεί, ή να στεφανωθή με σέλινον ή πεύκον, χωρίς διά τούτο να πασαλείψη το
πρόσωπόν του με πηλόν, ούτε να λακτίζεται εις την κοιλιά υπό των ανταγωνιστών
του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Αλλά, φίλε μου, ημείς δεν αποδίδομεν
σημασίαν εις τα διδόμενα δώρα καθ' εαυτά. Διότι αυτά είνε σύμβολα της νίκης και
χρησιμεύουν απλώς διά να φαίνεται ποίοι ενίκησαν αλλ' η δόξα η οποία τα
παρακολουθεί, έχει την μεγαλειτέραν αξίαν διά τους νικητάς, και χάριν αυτής
αξίζει και να λαμβάνουν λακτίσματα εκείνοι που επιδιώκουν διά των κόπων την
καλήν φήμην• διότι ακόπως δεν αποκτάται, αλλά πρέπει όποιος την επιθυμεί αυτήν,
να υποφέρη κατ' αρχάς πολλούς μόχθους και τότε μόνον να περιμένη το ωφέλιμον και
το ευχάριστον ως καρπόν των κόπων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Δεν εννοώ, Σόλων, πώς ονομάζεις ωφέλιμον
και ευχάριστον το ότι θα τους ίδουν όλοι στεφανωμένους και θα τους επαινέσουν
διά την νίκην, αφού προηγουμένως τους ελεεινολογήσουν διά τα κτυπήματα, και πώς
θα ευτυχήσουν διότι ως αμοιβήν των κόπων θα λάβουν μήλα και σέλινα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Σου είπα ότι δεν γνωρίζεις ακόμη τα δικά
μας• αλλ' αφού περάση ολίγος καιρός, θ' αλλάξης γνώμην, όταν θα πηγαίνης εις τας
πανηγύρεις και θα βλέπης τόσον πλήθος ανθρώπων συναθροιζόμενον διά να
παρακολουθή αυτά τα αγωνίσματα και να γεμίζουν τα στάδια από μυριάδας θεατών, οι
οποίοι θα επευφημούν τους αγωνιζομένους, εκείνος δ' εξ αυτών ο οποίος θα νικήση,
να θεωρήται ίσος με θεόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Αυτό ακριβώς, Σόλων, μου φαίνεται και το
πλέον αξιοθρήνητον, ότι δεν θα παθαίνουν αυτά ενώπιον ολίγων, αλλ' ενώπιον τόσου
πλήθους θεατών και μαρτύρων της προσβολής, εκείνων δηλαδή οι οποίοι θα τους
επαινούν διότι θα τους βλέπουν καταιματωμένους ή πνιγομένους από τους αντιπάλους
των διότι αυτά είνε τα ευτυχήματα τα οποία συντροφεύουν την νίκην των.Εις τον
τόπον μας όμως ημών των Σκυθών εάν κανείς κτυπήση κανένα πολίτην ή πέση επάνω
του και τον ρίψη κάτω ή του σχίση τα ενδύματα, του επιβάλλουν μεγάλας τιμωρίας
οι γέροντες και αν τούτο συμβή ενώπιον ολίγων και όχι εις τόσον πολυάνθρωπα
θέατρα, όπως μου παριστάς εκείνα που είνε εις τον Ισθμόν και την Ολυμπίαν. Δεν
μου φαίνονται δε μόνον αξιολύπητοι οι αγωνισταί, αλλά και διά τους θεατάς, που,
ως λέγεις, είνε οι καλλίτεροι εξ όλης της Ελλάδος, απορώ πώς αφήνουν τας
εργασίας των και χάνουν τον καιρόν των εις τοιαύτα πράγματα. Διότι ουδέ τούτο
δύναμαι να εννοήσω πώς τέρπονται να βλέπουν ανθρώπους να κτυπιούνται και να
δέρνωνται, να ρίπτουν ο ένας τον άλλον κάτω και να σακατεύωνται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Αν ήτον, Ανάχαρσι, η εποχή των Ολυμπιακών,
των Ισθμικών ή των Παναθηναϊκών αγώνων, τα ίδια τα πράγματα θα σ' εδίδασκαν ότι
δεν αποδίδομεν εις μάτην σπουδαιότητα εις αυτά• διότι με λόγους δεν δύναται
κανείς να σου δώση να αισθανθής την τέρψιν των εκεί γινομένων, όπως αν κάθεσαι ο
ίδιος μεταξύ των θεατών και βλέπης την ανδρείαν των αγωνιστών και κάλλη σωμάτων
και θαυμασίας ευρωστίας και τέχνην εξαίρετον και δύναμιν ακαταμάχητον και τόλμην
και φιλοτιμίαν και ψυχικόν σθένος ακατανίκητον και προσπάθειαν αδάμαστον διά την
νίκην. Είμαι δε βέβαιος ότι δεν θα έπαυες να επαινής, να επευφημής και να
χειροκροτής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Και να γελώ, Σόλων, και να περιπαίζω•
διότι όλα όσα ανέφερες, η ανδρεία, η ευρωστία, τα κάλλη και η τόλμη, βλέπω να
εξαντλούνται χωρίς σπουδαίον λόγον, χωρίς ούτε η πατρίδα σας να κινδυνεύη, ούτε
η χώρα σας να λεηλατήται, ούτε φίλοι ή συγγενείς σας να σύρωνται εις
αιχμαλωσίαν.Ώστε τόσον γελοιωδέστεροι θα είνε, αφού, ως λέγεις, είνε άριστοι
άνδρες,να υποβάλλωνται άδικα εις τόσους κινδύνους και ταλαιπωρίας και να
καταισχύνουν το κάλλος και την ανδρείαν με το λασποκύλημα και τα μελανιάσματα
των κτυπημάτων, διά να λάβουν μήλον και αγριελιάν εάν νικήσουν. Διότι δεν μπορώ
να τα λησμονήσω αυτά τα αστεία βραβεία. Αλλά δεν μου λες όλοι οι αγωνισταί τα
λαμβάνουν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Όχι, μόνον ένας εξ όλων, εκείνος ο οποίος
αναδεικνύεται πρώτος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Λοιπόν, Σόλων, διά τοιαύτην αβεβαίαν και
αμφίβολον νίκην τόσο κοπιάζουν, ενώ γνωρίζουν ότι πάντοτε ένας θα είνε ο
νικητής, οι δε νικημένοι πλήθος, οι οποίοι χωρίς κανέν όφελος θα κτυπηθούν ή και
θα πληγωθούν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Φαίνεται, Ανάχαρσι, ότι ποτέ δεν εσκέφθης
πώς πρέπει να είνε η καλή πολιτεία, άλλως δεν θα κατηγόρεις τα καλλίτερα των
εθίμων. Αν δέ ποτε θελήσης να μάθης πώς καλλίτερα δύναται να διοικηθή μία πόλις
και πώς οι πολίται της δύνανται να γίνουν άριστοι, θ' αναγνωρίσης τότε και το
ωφέλιμον των ασκήσεων τούτων και θα επιδοκιμάσης την σπουδαιότητα την οποίαν
αποδίδομεν εις αυτάς• και θα μάθης ότι πολύ το χρήσιμον υπάρχει εις αυτούς τους
κόπους, οίτινες σήμερον σου φαίνονται ματαιοπονία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Και βέβαια, Σόλων, δεν ήλθα εδώ δι' άλλο
τίποτε από την Σκυθίαν,δεν διέτρεξα τόσην ξηράν και δεν επέρασα την τρικυμιώδη
Μαύρην Θάλασσαν παρά διά να μάθω τους νόμους των Ελλήνων και σπουδάσω τα έθιμά
σας και μελετήσω το καλλίτερον πολίτευμα. Διά τούτο και σε μεταξύ όλων των
Αθηναίων εδιάλεξα ως φίλον και επροτίμησα την φιλοξενίαν σου, καθότι άκουσα να
φημίζεσαι ότι και νόμους έγραψες και των αρίστων εθίμων και έργων έγινες
εισηγητής και εν γένει ότι είσαι σοφός εις το να καταρτίσης ένα πολίτευμα. Ώστε
έχω όλην την όρεξιν να διδαχθώ από σε και να γίνω μαθητής σου• και ευχαρίστως θα
κάθωμαι πλησίον σου νηστικός και διψασμένος διά να σε ακούω με στόμα ανοικτόν
όσην ώραν θα εξακολουθής να μου ομιλής περί πολιτείας και νόμων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Δεν είνε εύκολον, φίλε μου, να ομιλήση
κανείς διά μιας, περί όλων αυτών. Πρέπει να ομιλήσωμεν διά κάθε θέμα χωριστά και
ούτω βαθμηδόν θα μάθης τι ιδέας και νόμους έχομεν περί θεών, περί γονέων, περί
γάμων και λοιπών. Θα περιορισθώ λοιπόν σήμερον να σου αναπτύξω τας ιδέας μας
περί της ανατροφής των νέων και πώς τους μεταχειριζόμεθα, όταν αρχίσουν να
εννοούν το καλόν και να δυναμόνουν σωματικώς και να δύνανται να υποφέρουν
κόπους. Ούτω θα μάθης διά ποίον σκοπόν ωρίσαμεν δι' αυτούς αυτάς τας ασκήσεις
και τους αναγκάζομεν να υποβάλλωνται εις σωματικούς κόπους, όχι μόνον χάριν των
αγώνων, διά να κατορθόνουν να λαμβάνουν τα άθλα — διότι εις αυτά πολύ ολίγοι εξ
όλων φθάνουν—αλλά διότι εκ τούτων και αυτοί και η πόλις αποκτούν κάτι
μεγαλείτερον και πολυτιμώτερον.Υπάρχει και άλλος κοινός αγών δι' όλους τους
καλούς πολίτας και στέφανος όχι από πεύκον ή αγριελιάν ή σέλινα, αλλά περί του
πώς δύνανται να ευδαιμονήσουν οι άνθρωποι, δηλαδή πώς να εξασφαλισθή η ελευθερία
ενός εκάστου και της κοινής πατρίδος, ο πλούτος, η δόξα και η απόλαυσις των
εορτών τας οποίας οι πατέρες μας έχουν καθιερώσει, και η διάσωσις των ανηκόντων
εις έκαστον, εν γένει δε τα κάλλιστα αγαθά τα οποία δύναται κανείς να ζητήση
παρά των θεών. Όλα αυτά είνε πλεγμένα ομού εις τον στέφανον και τα κερδαίνομεν
εις τον αγώνα, εις τον οποίον αυταί αι ασκήσεις και οι κόποι φέρουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Απορώ πώς, αφ' ού είχες να μου αναφέρης
τοιαύτα και τόσον σπουδαία άθλα, μου ωμίλεις περί μήλων και σελίνων, περί κλάδων
ελιάς και πεύκου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Αλλ' ουδ' αυτά θα σου φάνουν μικρά άμα
εννοήσης τι θέλω να είπω.Διότι εκ της αυτής σκέψεως προέρχονται και είνε όλα
αυτά μικρά μέρη του μεγαλειτέρου εκείνου αγώνος και του ανεκτιμήτου στεφάνου τον
οποίον ανέφερα. Αλλά δεν γνωρίζω πώς η ομιλία με παρέσυρε και ωμίλησα πρώτα περί
των γινομένων εις τον Ισθμόν, εις την Ολυμπίαν και την Νεμέαν. Δεν είνε όμως
δύσκολον, αφ'ού και ασχολίαν δεν έχομεν και συ, ως λέγεις,είσαι πρόθυμος ν'
ακούσης, να επανέλθωμεν εις την αρχήν και τον κοινόν αγώνα, διά τον οποίον, ως
είπα, γίνονται όλα αυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Αυτό είνε το καλλίτερον, Σόλων, και ούτω
η συζήτησίς μας θα προχωρήση μεθοδικώτερα και ίσως ταχύτερα θα πεισθώ να μη γελώ
αν ίδω κανένα από τους αγωνιστάς σας να υπερηφανεύεται διότι εστεφανώθη με
αγριελιάν ή με σέλινον. Αλλ' αν θέλης, ας πάμε εις εκείνο το σκιασμένον μέρος
και ας καθήσωμεν εις τα πέτρινα καθίσματα, διά να μη μας ενοχλούν η φωνές
εκείνων που παρακολουθούν την πάλην. Έπειτα πρέπει και να ομολογήσω ότι μ'
ενοχλεί πολύ και ο ήλιος, όπως μούρχεται φλογερός στο γυμνό κεφάλι• διότι
ενόμισα ότι έπρεπε ν' αφήσω το σκιάδι μου στο σπίτι,διά να μη φαίνωμαι μόνος εγώ
μεταξύ σας διαφορετικός εις την ενδυμασίαν.Διερχόμεθα την θερμοτέραν εποχήν του
έτους, όταν το άστρον, που σεις ονομάζετε κύνα, κατακαίει τα πάντα και ξηραίνει
τον αέρα• επειδή δε είνε και μεσημέρι και ο ήλιος βρίσκεται πάνω από τα κεφάλια
μας, δίδει ανυπόφορη κάψα. Δι' αυτό και θαυμάζω με σένα πώς, ενώ είσαι
ηλικιωμένος άνθρωπος, ούτε ιδρόνεις, όπως εγώ, ούτε φαίνεσαι να ενοχλήσαι και
δεν ζητείς σκιάν διά να προφυλαχθής, αλλά δέχεσαι τον ήλιον ατάραχος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Αυτοί οι μάταιοι κόποι, Ανάχαρσι, τα συχνά
κυλίσματα εις την λάσπην και αι κακοπάθειαι εις την άμμον και εις τον ανοικτόν
αέρα μας δίδουν αυτήν την δύναμιν να μη φοβούμεθα του ηλίου τα βέλη• και δεν
έχομεν ανάγκην πίλου, όστις να εμποδίζη τας ακτίνας να φθάνουν μέχρι της
κεφαλής. Αλλά πάμε. Δεν εννοώ δε να ακούσης ως νόμους και να πιστεύσης χωρίς
αντίρρησιν αυτά που θα σου πω• αλλ' οσάκις νομίσης ότι λέγω τίποτε που δεν είνε
σωστό ν' αντιλέγης αμέσως και να με διορθόνης. Διότι τοιουτοτρόπως θα συμβή έν
εκ των δύο• ή συ θα πεισθής καλλίτερα αφού εξαντλήσης όλας σου τας αντιρρήσεις ή
εγώ θ' αναγνωρίσω ότι αι ιδέαι μου δεν είνε ορθαί. Και διά τούτο όλη η πόλις θα
σου γνωρίζη την μεγαλειτέραν χάριν• διότι όσον περισσότερον με διδάξης και με
μεταπείσης προς το καλλίτερον, τόσον περισσότερον θα ωφελήσης την πόλιν. Διότι
εγώ δεν θα κρύψω τίποτε από τους συμπολίτας μου, αλλ' ευθύς θα το καταστήσω
κοινόν. Θ' ανέβω εις την Πνύκα και θα είπω προς όλους• Άνδρες Αθηναίοι,σας έκαμα
τους νόμους τους οποίους ενόμιζα ότι θ' αποβούν περισσότερον ωφέλιμοι εις την
πόλιν αλλ' ο ξένος αυτός—και θα δείξω εσένα, Ανάχαρσι —είνε μεν Σκύθης, αλλά
σοφός, και μ' έκαμε ν' αλλάξω γνώμας και μ'εδίδαξεν άλλα καλλίτερα και
θετικώτερα πράγματα• ώστε προτείνω να τον ανακηρύξετε ευεργέτην σας και να του
στήσετε χάλκινον ανδριάντα πλησίον των Επωνύμων{41} ή της Αθηνάς εις την πόλιν.
Και να είσαι βέβαιος ότι δεν θα εντραπή η πόλις των Αθηναίων να διδαχθή παρά
βαρβάρου και ξένου πράγματα ωφέλιμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Αυτό θα είνε εκείνο που άκουα να λέγουν
για σας τους Αθηναίους,ότι ομιλείτε με ειρωνείαν. Διότι πώς είνε δυνατόν εγώ
άνθρωπος που ζω νομαδικήν ζωήν και πλανώμαι από μέρους εις μέρος, που επέρασα
την ζωήν μου πάνω στ' αμάξι και δεν έχω κατοικίαν και ούτ' εκατοίκησα, ούτε είδα
ποτέ μου έως τώρα πόλιν, να ομιλήσω περί του πώς πρέπει να κυβερνηθή καλά μία
πόλις και να δώσω μαθήματα εις ανθρώπους αυτόχθονας, που κατοικούν από τόσον
καιρόν εις αυτήν την αρχαιοτάτην πόλιν; Πώς είνε δυνατόν να δώσω μαθήματα
μάλιστα εις εσένα, Σόλων, που, ως λέγεται, το έχεις κάμει από τη νεότητά σου
έργον και σπουδήν πώς πρέπει να κυβερνάται μία πόλις και ποίοι νόμοι δύνανται να
συντελέσουν εις την ευτυχίαν της; Λοιπόν δεν μπορώ παρά να σε ακούσω με
πεποίθησιν, ως νομοθέτην, και θα κάμω παρατηρήσεις εις ό,τι νομίσω από τα
λεγόμενά σου ότι δεν είνε σωστό, μόνον και μόνον διά να εννοήσω καλλίτερα. Και
τώρα είμεθα καλά που εφύγαμεν από τον ήλιον και ήλθαμεν εις το σκιασμένον μέρος•
έχομεν δε και καθίσματα αναπαυτικά και κατάλληλα αυτές τις κρύες πέτρες. Λέγε
μου λοιπόν τώρα από την αρχήν, διατί άμα οι νέοι εξέλθουν από την παιδικήν
ηλικίαν, αρχίζετε να τους γυμνάζετε εις τους κόπους και πώς από την λάσπην και
τας ασκήσεις αυτάς γίνονται εξαίρετοι πολίται και κατά τι το σκόνισμα και η
κουτρουβάλες συντελούν διά να γίνουν ανδρείοι και ενάρετοι. Διότι αυτό ίσα ίσα
επιθυμούσα από την αρχήν να μάθω. Τα άλλα θα μου τα πης κατόπιν καθένα με τη
σειρά του και στην ώρα του. Αλλά να μη λησμονής Σόλων, ότι μιλάς σ' ένα
βάρβαρον• εννοώ δηλαδή να μη μου λες μπλεγμένα και πολλά, διότι φοβούμαι ότι όσο
να καταλάβω τα ύστερα θα λησμονώ τα πρώτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Συ, Ανάχαρσι, θα κανονίσης καλλίτερα το
πράγμα αν, όπου τα λεγόμενα σου φαίνονται δυσκολονόητα ή ότι οι λόγοι τραβούν
εις πολύ μάκρος, με διακόπτης και κάνης τας παρατηρήσεις που θέλεις. Εάν όμως τα
λεγόμενα δεν είνε έξω του θέματος και δεν απομακρύνωνται από τον σκοπόν μας, δεν
πειράζει, μου φαίνεται, και αν είνε μακρά. Ούτω γίνεται και εις την βουλήν του
Αρείου Πάγου, η οποία δικάζει εδώ τας ποινικάς υποθέσεις.Όταν οι Αρειοπαγίται
ανεβαίνουν εις τον βράχον και συνεδριάζουν διά να δικάσουν κανένα φόνον ή τραύμα
εκ προμελέτης ή πυρκαϊάν, δίδουν τον λόγον και εις τους δύο διαδίκους και
ομιλούν ο είς μετά τον άλλον, ο μεν κατηγορών, ο δε απολογούμενος ή διορίζουν
δικηγόρους διά να ομιλήσουν αντ' αυτών. Εφ' όσον δε περιορίζονται εις το θέμα,
οι δικασταί τους ακούουν ήσυχοι και τους αφήνουν να εξακολουθούν• αλλ' αν κανείς
εκ των διαδίκων κάμη προοίμιον διά να διαθέση ευνοϊκώς υπέρ αυτού τους δικαστάς
ή αν επιχειρήση να κινήση οίκτον ή αγανάκτησιν διά μέσων απατηλών από εκείνα τα
οποία πολλά επινοούν οι ρήτορες διά να κερδίσουν την ψήφον των δικαστών,
παρευθύς πλησιάζει ο κήρυξ και επιβάλλει σιωπήν. Δεν επιτρέπει να φλυαρούν προς
το δικαστήριον και να επισκοτίζουν την αλήθειαν με τους λόγους, αλλά πρέπει οι
Αρεοπαγίται να βλέπουν γυμνά τα πράγματα. Ώστε και σένα τώρα, Ανάχαρσι, σε κάνω
εγώ Αρεοπαγίτην και κατά τον νόμον του δικαστηρίου μου άκουε και διάτασσε
σιωπήν, οσάκις νομίσης ότι καταχρώμαι την ανοχήν σου• αλλ' εφ' όσον ομιλώ εντός
του θέματος, ας μου επιτραπή και να μακρύνω την ομιλίαν. Άλλως τε τώρα είμεθα
εις πυκνήν σκιάν και η παράτασις της συνδιαλέξεως δεν θα είνε κουραστική, όπως
όταν ήμεθα εις τον ήλιον, και εργασίαν δεν έχομεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Πολύ σωστά αυτά, Σόλων, και από τώρα σου
γνωρίζω όχι ολίγην χάριν,διότι εν τω μεταξύ μου έμαθες και τι γίνεται εις τον
Άρειον Πάγον. Και αληθινά είνε αξιοθαύμαστα αυτά και άξια καλών και εναρέτων
δικαστών,οίτινες εννοούν να δικάζουν σύμφωνα με την αλήθειαν. Και τώρα λοιπόν
λέγε, και εγώ ο Αρεοπαγίτης — αφού αυτό το αξίωμα μου έδωκες — θα σε ακροασθώ
κατά τον τρόπον του Δικαστηρίου εκείνου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Εν πρώτοις πρέπει να σου είπω συντόμως τι
ιδέας έχομεν περί πόλεως και πολιτών. Πόλιν ημείς δεν νομίζομεν τας οικοδομάς,
όπως τα τείχη,τους ναούς και τους ναυστάθμους. Αυτά αποτελούν σώμα σταθερόν και
ακίνητον, το οποίον χρησιμεύει εις ασφαλή διαμονήν των πολιτών• εις τούτους δε
αποδίδομεν όλην την σημασίαν της πόλεως• διότι αυτοί την πληρούν και την
διευθύνουν και εκτελούν παν ό,τι γίνεται και την φυλάττουν• είνε με άλλους
λόγους όπως η ψυχή εις το σώμα εκάστου εξ ημών. Με αυτήν την ιδέαν φροντίζομεν,
ως βλέπεις, και διά το σώμα της πόλεως και το κατακοσμούμεν, ώστε να φαίνεται
όσον το δυνατόν ωραιότερον, εσωτερικώς με οικοδομήματα και απ' έξω με τείχη τα
οποία το περιφράσσουν προς μεγαλειτέραν ασφάλειαν. Αλλά κυρίως και απαραιτήτως
φροντίζομεν ώστε οι πολίται να γίνωνται ενάρετοι κατά τας ψυχάς και δυνατοί κατά
τα σώματα• διότι οι τοιούτοι και εν καιρώ ειρήνης θα είνε καλοί πολίται και θα
συντελούν προς το κοινόν συμφέρον και εν καιρώ πολέμου θα δύνανται να σώσουν την
πόλιν και να διατηρήσουν την ελευθερίαν αυτής και την ευτυχίαν. Την πρώτην
ανατροφήν των αναθέτομεν εις τας μητέρας, εις τροφούς και παιδαγωγούς, διά να
τους εισάγουν εις τον δρόμον της αρετής και των ευγενών τρόπων. Όταν δε αρχίσουν
να εννοούν τα καλά και τα πρέποντα και αναπτύσσεται εις τας ψυχάς των η εντροπή,
ο φόβος και η ευγενής φιλοδοξία, συγχρόνως δε τα σώματά των έγιναν στερεώτερα
και δυνατώτερα και φαίνωνται ικανά να υποφέρουν κόπους, τους παραλαμβάνομεν και
προσθέτομεν εις την ανατροφήν των άλλα μαθήματα διά τας ψυχάς των και άλλας
ασκήσεις διά τα σώματά των, ώστε να συνειθίζουν εις τας κακοπαθείας. Δεν
ενομίσαμεν ότι πρέπει ν' αρκεσθώμεν εις ό,τι έκαστος είνε εκ φύσεως είτε κατά το
σώμα είτε κατά την ψυχήν,αλλά τους υποβάλλομεν εις μαθήματα και εκπαίδευσιν,
ούτως ώστε και όσοι είνε εκ φύσεως καλοί να γίνωνται καλλίτεροι και όσοι δεν
είνε καλοί να βελτιούνται. Μιμούμεθα τους γεωργούς, οι οποίοι εφ' όσον μεν τα
φυτά είνε μικρά και τρυφερά, τα σκεπάζουν και τα περιφράσσουν διά να μη τα
βλάπτουν οι άνεμοι• άμα δε μεστώση το βλάστημα, το κλαδεύουν και το παραδίδουν
εις τους ανέμους να το σαλεύουν και το ταράσσουν και ούτω τα κάνουν καρπιμώτερα.
Τας ψυχικάς λοιπόν δυνάμεις εξεγείρομεν κατ' αρχάς με την μουσικήν και την
αριθμητικήν και διδάσκομεν τους νέους γράμματα να τα γράφουν και να τα
απαγγέλλουν μεγαλοφώνως. Όταν δε προοδεύσουν,διδάσκομεν αυτούς γνώμας και
πράξεις παλαιών και σοφών ανδρών και διηγήσεις ωφελίμους στιχουργημένας διά να
τας απομνημονεύουν ευκολώτερον. Αυτοί δε ακούοντες ανδραγαθήματα και πράξεις
ενδόξους,αρχίζουν να τας ζηλεύουν ολίγον κατ' ολίγον και κινούνται προς
μίμησιν,διά να εγκωμιάζωνται και θαυμάζωνται και αυτοί υπό των
μεταγενεστέρων,όπως ο Ησίοδος και ο Όμηρος έψαλλαν την δόξαν των παλαιών ηρώων.
Όταν πλησιάζουν προς την ηλικίαν κατά την οποίαν θ' αποκτήσουν πολιτικά
δικαιώματα και θα λάβουν μέρος εις την διαχείρησιν των κοινών —αλλ' αυτά ίσως
είνε έξω του θέματος, διότι δεν επρόκειτο να είπωμεν διατί εξασκούμεν τας ψυχάς
των, αλλά διατί τους υποβάλλομεν εις τους κόπους των σωματικών ασκήσεων, ώστε
μόνος μου επιβάλλω εις τον εαυτόν μου σιωπήν, χωρίς να περιμένω τον κήρυκα, ούτε
σε τον Αρεοπαγίτην, ο οποίος από εντροπήν, υποθέτω, με ανέχεσαι να φλυαρώ επί
τόσην ώραν έξω του προκειμένου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ: Ειπέ μου, Σόλων, εις εκείνους οι οποίοι
δεν λέγουν εις τον Άρειον Πάγον τα πλέον αναγκαία, αλλά τα αποσιωπούν, δεν
επιβάλλει η βουλή κανένα πρόστιμον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Διατί μ' ερωτάς αυτό; Δεν είνε δυνατόν να
το γνωρίζουν οι Αρεοπαγίται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Διότι παραλείπεις τα καλλίτερα και εκείνα
τα οποία θα είνε εις εμέ τα πλέον ευχάριστα ν' ακούσω, δηλαδή τα αφορώντα την
ψυχήν, και εννοείς να περιορισθής εις τα ολιγώτερον αναγκαία, δηλαδή εις τας
ασκήσεις και τα γυμνάσια των σωμάτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Αλλ' ενθυμούμαι, φίλε μου, τι είπαμεν εξ
αρχής και δεν θέλω να είπω πολλά και περί πολλών, διά να μη σε σκοτίσω και σου
φέρω εις σύγχυσιν την μνήμην. Αλλ' όμως θα ομιλήσω και δι' αυτά συντόμως όσον το
δυνατόν•διότι διά να γίνη περί αυτών ακριβής λόγος, πρέπει ιδικώς να ομιλήσωμεν
περί αυτών. Διά να μορφώνωμεν λοιπόν τους χαρακτήρας και τα ήθη των νέων, τους
διδάσκομεν τους κοινούς νόμους, οι οποίοι είνε με μεγάλα γράμματα γραμμένοι και
εκτεθειμένοι εις δημόσια μέρη, ώστε να δύνανται όλοι να τους αναγινώσκουν, και
ορίζουν ποία πρέπει να πράττωμεν και ποία ν' αποφεύγωμεν και τους παραδίδομεν
εις την διδασκαλίαν χρηστών ανθρώπων, από τους οποίους μανθάνουν να λέγουν τα
πρέποντα και να πράττουν τα δίκαια και να φέρωνται προς αλλήλους ως ίσοι και να
μη επιθυμούν τα κακά, αλλά να επιδιώκουν τα καλά, ν' αποφεύγουν δε εις όλα την
βίαν και αυθαιρεσίαν. Τους διδασκάλους δε τούτους ονομάζομεν σοφιστάς και
φιλοσόφους. Αλλά και εις το θέατρον οδηγούμεν τους νέους και τους διδάσκομεν
δημοσία διά των κωμωδιών και τραγωδιών, εις τας οποίας βλέπουν αρετάς και κακίας
παλαιών ανθρώπων, και ούτω συνειθίζουν ώστε τας μεν κακίας ν' αποφεύγουν, προς
δε τας αρετάς να ρέπουν. Διά τούτο και επιτρέπομεν εις τους κωμωδούς να
εμπαίζουν και να κατηγορούν τους πολίτας, τους οποίους βλέπουν ότι πράττουν
αισχρά και ανάξια διά την πόλιν. Τούτο δε και δι' αυτούς είνε καλόν, διότι
κατακρινόμενοι γίνονται καλλίτεροι, και διά τους άλλους, διότι τους κάμνει να
φοβούνται και να προσέχουν μήπως πάθουν τα όμοια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Τους είδα, Σόλων, αυτούς τους οποίους
λέγεις κωμωδούς και τραγωδούς, αν είνε εκείνοι οι οποίοι φορούν βαρειά και υψηλά
υποδήματα,έχουν στολισμένον το ένδυμά των με χρυσάς ταινίας και φορούν εις την
κεφαλήν περικεφαλαίας γελοιωδεστάτας και πολύ πλατείας, οι οποίοι ομιλούν
μεγαλοφώνως και δεν γνωρίζω πώς κατορθώνουν να περιπατούν ασφαλώς με εκείνα τα
υποδήματα. Νομίζω δε ότι τότε η πόλις εώρταζε τα Διονύσια. Οι κωμωδοί είνε πλέον
κοντοί από εκείνους και βαδίζουν χαμηλώτερα και ανθρωπινότερα και φωνάζουν
ολιγώτερον, αλλά φορούν κράνη πολύ κωμικώτερα, διά τούτο δε και όλοι που ήσαν
εις το θέατρον,εγελούσαν δι' αυτούς. Εκείνους όμως τους υψηλούς τους ήκουον όλοι
σκυθρωποί• τους ελυπούντο, υποθέτω, διότι τους έβλεπαν να σύρουν τοιαύτα βάρη
ωσάν κατάδικοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Δεν ελυπούντο αυτούς, φίλε μου, αλλά θα
παριστάνετο ίσως το έργον κανενός ποιητού ο οποίος διηγείτο προς τους θεατάς
καμμίαν αρχαίαν συμφοράν και έλεγε θλιβερά πράγματα, τα οποία επροκάλουν τα
δάκρυα των ακροατών. Θα είδες δε και μερικούς οι οποίοι έπαιζαν αυλόν και άλλους
οι οποίοι συγχρόνως έψαλλαν σχηματίζοντες κύκλον. Ουδέ αυτά τα άσματα και τα
αυλήματα, Ανάχαρσι, είνε άσκοπα και ανωφελή• διότι δι' όλων αυτών και άλλων
παρομοίων παροτρύνομεν τας ψυχάς και τας κάμνομεν καλλιτέρας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τα δε σώματα, διά να έλθωμεν εις εκείνο το
οποίον κυρίως επεθύμεις ν'ακούσης, γυμνάζομεν ως εξής. Όταν πλέον δεν είνε
τρυφερά και εντελώς αμέστωτα, όπως είπα, κατά πρώτον τα γυμνώνομεν και τα
συνειθίζομεν εις τον αέρα όλων των εποχών του έτους, ούτως ώστε μήτε η ζέστη να
τα ενοχλή, μήτε από το ψύχος να καταβάλλωνται, έπειτα δε τα αλείφομεν με έλαιον
και τα τρίβομεν δυνατά, διά να γίνωνται ευτονώτερα• διότι θα ήτο παράλογον να
νομίζωμεν ότι τα δέρματα, όταν αλειφθούν με έλαιον και τριφθούν, σχίζονται
δυσκολώτερα και γίνονται διαρκέστερα, μολονότι ήδη είναι νεκρά, το δε σώμα, το
οποίον είναι ακόμη ζωντανόν, δεν γίνεται καλλίτερον υπό του ελαίου. Επενοήσαμεν
δε διάφορα γυμνάσια και διωρίσαμεν διδασκάλους εκάστου εξ αυτών και άλλους μεν
διδάσκομεν ν'αγωνίζωνται εις την πυγμαχίαν, άλλους δε εις το παγκράτιον, ώστε να
συνειθίζουν και τους κόπους να υποφέρουν και να μη φοβούνται τα κτυπήματα, ούτε
να υποχωρούν διά τον φόβον των πληγών. Εκ τούτου έχομεν δύο αποτελέσματα
ωφελιμώτατα• οι νέοι γίνονται εις τους κινδύνους ορμητικοί και άφοβοι και
συγχρόνως εύρωστοι και δυνατοί. Εκείνοι δε που βλέπεις να παλαίουν σκυμμένοι,
μανθάνουν και να πίπτουν με ασφάλειαν και να σηκώνωνται ευκόλως και ν' αντέχουν
εις ωθισμούς και περισφίγξεις και λυγισμούς και πιέσεις του λαιμού και να
δύνανται να υψώνουν και να κρατούν υψηλά τον αντίπαλον. Δεν είνε δε και αυτά
περιττά, αλλά δίδουν έν μέγα και κυριώτατον πλεονέκτημα• τα σώματά των αποκτούν
αντοχήν και δύναμιν αλλ' έχουν και άλλην ωφέλειαν όχι μικράν• αποκτούν πείραν
ήτις θα χρησιμεύση εις αυτούς εις τον πόλεμον διότι είναι φανερόν ότι ο
κατ'αυτόν τον τρόπον γυμνασμένος, εάν συμπλακή προς εχθρόν, ευκολώτερα θα τον
καταρρίψη με υποσκελισμόν, και, αν πέση, θα δυνηθή ευκολώτατα να ανασηκωθή.
Διότι όλα αυτά, Ανάχαρσι, εις εκείνον τον σκοπόν αποβλέπουν,τον πόλεμον, και
νομίζομεν ότι οι ασκηθέντες κατ' αυτόν τον τρόπον θα γίνουν πολύ καλλίτεροι διά
τον πόλεμον όταν προηγουμένως καταμαλάξωμεν γυμνά τα σώματά των και τα
εξασκήσωμεν, γίνονται ρωμαλεώτερα και δυνατώτερα, δι' αυτούς μεν ελαφρά και
νευρώδη, διά δε τους αντιπάλους βαρεία και δυσκίνητα. Εύκολον να εννοήσης,
υποθέτω, τι θα είνε με τας πανοπλίας αυτοί οι οποίοι και γυμνοί δύνανται να
προξενήσουν φόβον εις τους εχθρούς και οι οποίοι δεν επιδεικνύουν πολυσαρκίαν
πλαδαράν και λευκήν ή ισχνότητα ωχράν, όπως είνε των γυναικών τα σώματα, τα
οποία μαραίνονται εις την σκιάν και τρέμουν και περιλούονται αμέσως υπό ιδρώτος
και ασθμαίνουν υπό την περικεφαλαίαν, μάλιστα εάν ο ήλιος καίη όπως τώρα. Εις τι
δύνανται να χρησιμεύσουν αν διψούν και δεν δύνανται να υποφέρουν τον κονιορτόν
και ταράσσωνται αν ίδουν αίμα και αποθνήσκουν πριν να φθάσουν εντός βολής και
συμπλακούν με τους εχθρούς; Αυτοί δε οι δικοί μας είνε κόκκινοι και
χρωματισμένοι υπό του ηλίου και αρρενωποί,με το ήθος θαρραλέον και θερμόν και
ανδρικόν. Και έχουν τόσην ευεξίαν,ώστε ούτε ζαρωμένοι, ούτε οστεώδεις είνε, ούτε
υπερβολικάς σάρκας έχουν,αλλ' είνε σύμμετροι, διότι, το περιττόν και άχρηστον
μέρος των σαρκών αποβάλλουν με τους ιδρώτας• εκείνο δε το οποίον δίδει δύναμιν
και τόνον διαφυλάττουν καθαρόν από κάθε νοσηρόν στοιχείον• ό,τι γίνεται κατά το
λίκμισμα του σίτου, τούτο γίνεται και εις τα σώματα με τας ασκήσεις• τα άχυρα
και η σκόνη απορρίπτονται, ο δε καρπός χωρίζεται και συσσωρεύεται
καθαρός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ούτω και η υγεία διατηρείται και η αντοχή εις
τους κόπους είνε μακρά• ο κατ' αυτόν τον τρόπον γυμνασμένος αργότερα από κάθε
άλλον θα ιδρώση και σπανιώτερα θα ασθενήση. Και διά να επανέλθω εις το
παράδειγμα του λικμίσματος, αν κανείς βάλη φωτιά εις τον σίτον και εις το άχυρον
αυτού,νομίζω ότι πολύ ταχύτερα θ' ανάψη το άχυρον, ο δε σίτος δεν θ' αναφλεχθή
διά μιας, αλλ' ολίγον κατ' ολίγον• δεν θ' αναδώση μεγάλην φλόγα, αλλ'αφού επί
τινα ώραν καπνίση, θα καή επιτέλους και αυτός. Ούτε νόσημα λοιπόν, ούτε κόπος
δύναται να καταβάλη εύκολα τοιούτον σώμα, διότι και τα εσωτερικά είνε καλά
παρασκευασμένα προς αντοχήν και τα εξωτερικά είνε πολύ καλά και δυνατά φραγμένα
ώστε μήτε να δύναται να εισέλθη μήτε να δύναται να μείνη είτε ζέστη, είτε ψύχος,
τα οποία να βλάψουν το σώμα.Όταν δε εκ των κόπων επέρχεται εξάντλησις, η
εσωτερική ζωτικότης, η οποία προ πολλού έχει παρασκευασθή και αποταμιεύεται διά
παρουσιασθησομένην ανάγκην, έρχεται και διαχύνεται εις τα μέλη και δίδει εις
αυτά νέαν ακμήν και καθιστά τους άνδρας περισσότερον ακαταπονήτους•διότι η
μεγάλη προπόνησις και η άσκησις εις τους κόπους δεν καταναλίσκει την δύναμιν,
αλλά την αυξάνει• όσον δε αναρριπίζεται, τόσον περισσοτέρα γίνεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και εις το τρέξιμον τους γυμνάζομεν, ούτως
ώστε και εις τον πολύν δρόμον ν' αντέχουν και εις τον ολίγον να είνε ταχύτατοι
και ελαφροί. Και δεν τρέχουν επί στερεού εδάφους, το οποίον να παρέχη
αντίστασιν, αλλ'εις άμμον βαθείαν, όπου το πόδι δεν ευρίσκει στερεάν βάσιν, αλλά
βυθίζεται, διότι η άμμος φεύγει υπό την πίεσίν του. Τους γυμνάζομεν επίσης να
δύνανται να πηδούν τάφρον, εάν παρουσιασθή ανάγκη, ή και άλλο εμπόδιον, και όταν
ασκούνται εις τούτο, κρατούν συγχρόνως εις τα χέρια των μολύβδινα βάρη. Έπειτα
αμιλλώνται εις το να ρίπτουν κατά μήκος το ακόντιον. Είδες δε εις το
γυμναστήριον και ένα άλλο όργανον χάλκινον και στρογγυλόν, ομοιάζον με μικράν
ασπίδα, χωρίς λαβήν και λουριά.Εδοκίμασες να το σηκώσης και σου εφάνη βαρύ και
δυσκολόπιαστον, ένεκα της λειότητός του. Αυτό το ρίπτουν εις ύψος και εις
μήκος,φιλοτιμούμενοι ποίος να το ρίψη μακρύτερα και περάση τους άλλους• ο κόπος
δε αυτός δυναμώνει τους ώμους και δίδει τόνον εις τα άκρα των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η δε λάσπη και η σκόνη, τα οποία εξ αρχής σου
εφάνησαν γελοιωδέστερα,άκουσε, αγαπητέ, εις τι χρησιμεύουν. Πρώτον διά να
πίπτουν εις τα μαλακά και όχι εις σκληρόν έδαφος• έπειτα και τα σώματά των
γίνονται ολισθηρότερα όπως ιδρώνουν μέσα εις τον πηλόν, διά το οποίον και συ
τους παρωμοίασες με χέλια. Δεν είνε δε και τούτο περιττόν και γελοίον, αλλά
συντελεί όχι ολίγον εις το να γίνωνται δυνατώτεροι και νευρωδέστεροι,αφού ούτω
αναγκάζονται να καταβάλλουν μεγάλην δύναμιν, διά να συλλαμβάνουν ο είς τον άλλον
και να συγκρατούνται, όπως είνε τόσον ολισθηροί. Και μη σου φαίνεται ότι είνε
μικρόν και εύκολον να σηκώσης ένα εκ του πηλού ιδρωμένον και αλειμμένον με
έλαιον, ενώ αυτός καταβάλλει προσπάθειαν να διαφύγη από τα χέρια σου. Όλα δε
αυτά, ως είπα προηγουμένως, χρησιμεύουν εις τους πολέμους, όταν παρίσταται
ανάγκη είτε φίλον πληγωθέντα να σηκώσουν ή και εχθρόν συλληφθέντα να κρατήσουν
και τον μεταφέρουν σηκωτόν. Και διά τούτο τους γυμνάζομεν πολύ εις τα
δυσκολώτερα και επιπονώτερα, ώστε να δύνανται ευκολώτερον να υποφέρουν τα
μικρότερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όσον δε αφορά την σκόνην, την θεωρούμεν
χρήσιμον διά το αντίθετον, διά να μη διολισθαίνουν και διαφεύγουν όταν
συμπλέκωνται• όταν δηλαδή γυμνασθώσιν εις τον πηλόν να συγκρατούν το διαφεύγον
ένεκα ολισθηρότητας, συνειθίζουν και να διαφεύγουν αυτοί από τα χέρια όταν
συλληφθούν και όταν ακόμη συγκρατούνται δυνατά. Αλλά φαίνεται ότι η σκόνη
συγκρατεί και τον ιδρώτα ο οποίος τρέχει άφθονος, και συντελεί εις το να διαρκή
επί πολύ η δύναμις και εμποδίζει να βλάπτωνται υπό των ρευμάτων του ανέμου τα
οποία τους προσβάλλουν καθ' ην ώραν έχουν ανοικτούς και χαλαρούς τους πόρους του
δέρματος. Εκτός δε τούτου απορροφά και αποκαθαίρει τον ρύπον και καθιστά το σώμα
στιλπνότερον. Θα ήθελα να σου παρουσιάσω πλησίον ενός εκ των λευκών και εις την
σκιάν ζώντων ένα οιονδήποτε εκλέξης εκ των γυμναζομένων εις το Λύκειον και,αφού
του αποπλύνω την σκόνην και τον πηλόν, να σ' ερωτήσω προς ποίον εκ των δύο θα
επεθύμεις να γίνης όμοιος• διότι είμαι βέβαιος ότι αμέσως και με το πρώτον
βλέμμα και πριν τους δοκιμάσης και τους συγκρίνης εκ των έργων, θα επροτίμας να
είσαι μάλλον όπως ο δεύτερος σκληραγωγημένος και γερός παρά μαλακός, όπως ο
πρώτος, πλαδαρός και λευκός ένεκα ελαττώσεων και φυγής προς τα μέσα του
αίματος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά είνε, Ανάχαρσι, εις τα οποία ημείς
γυμνάζομεν τους νέους με την πεποίθησιν ότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα γίνουν
καλοί φύλακες της πόλεως και ότι εξ αιτίας αυτών θα ζήσωμεν με ελευθερίαν, ότι
θα νικώμεν τους εχθρούς εάν επιδράμουν, θα είμεθα δε επίφοβοι εις τους
περιοίκους, ώστε να υποτάσσωνται και να έχωμεν υποτελείς τους περισσότερους εξ
αυτών. Εν καιρώ δε ειρήνης πάλιν είνε ούτω πολύ χρησιμώτεροι και καλλίτεροι,
διότι δεν ρέπουν εις τίποτε κακόν, ούτε ένεκα αργίας γίνονται αυθάδεις, αλλά
διέρχονται τον καιρόν των και απασχολούνται εις αυτά. Αυτό δε είναι εκείνο το
οποίον ωνόμασα κοινόν αγαθόν και μεγίστην της πόλεως ευτυχίαν,όταν και διά την
ειρήνην και διά τον πόλεμον η νεότης είνε παρασκευασμένη να επιδιώκη μόνον τα
καλλίτερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Λοιπόν, Σόλων, εάν έλθουν εναντίον σας
εχθροί, αλείφεσθε με έλαιον και πασπαλίζεσθε και έπειτα εξέρχεσθε εναντίον αυτών
και επιτίθεσθε με τους γρόνθους, αυτοί δε καταλαμβάνονται υπό πανικού και
τρέπονται εις φυγήν, φοβούμενοι μήπως, ενώ έχουν το στόμα ανοικτόν, τους ρίψετε
άμμον ή τους τρικλοποδήσετε ή τους ρίψετε κάτω και αφού τους περιπλέξετε εις τα
σκέλη σας, προσπαθήτε να τους πνίξετε με το σφίξιμον του τραχήλου.Αυτοί τοξεύουν
και ρίπτουν ακόντια, αλλά σεις δεν φοβείσθε να σας τρυπήσουν τα βέλη, διότι
είσθε μαυρισμένοι από τον ήλιον και έχετε άφθονον αίμα• δεν είσθε άχυρον και
σκόνη του αλωνιού σεις, ώστε να σας καταβάλλουν γρήγορα τα κτυπήματα, αλλά πολύ
αργά και μόνον όταν φθάσουν εις πολύ βάθος τα τραύματα θα χύσετε ολίγον αίμα.
Αυτά μου φαίνεται ότι λέγεις, εκτός αν δεν ενόησα καλά τους λόγους σου. Ή μήπως
θα φορέσετε τότε τας πανοπλίας εκείνας των κωμωδών και των τραγωδών, και, αν
παρουσιασθή ανάγκη να εκστρατεύσετε, θα βάλετε εκείνας τας περικεφαλαίας που
χάσκουν, διά να είσθε φοβερώτεροι εις τους εχθρούς, ως φαντάσματα,και θα
υποδυθήτε τα υψηλά εκείνα υποδήματα; διότι και αν παραστή ανάγκη να φύγετε θα
είνε ελαφρά και αν καταδιώκετε, οι εχθροί δεν θα δύνανται να διαφύγουν, καθότι
θα τρέχετε κατόπιν αυτών με τόσον μεγάλα βήματα.Αλλά δεν σκέπτεσαι μήπως όλα
αυτά τα ωραία λόγια είνε κοροφέξαλα και όλα αυτά τα γυμνάσια είνε παιγνίδια, εις
τα οποία χάνουν τον καιρόν των και συνειθίζουν εις την οκνηρίαν τα παιδιά; Εγώ
νομίζω ότι, αν θέλετε να είσθε ελεύθεροι και ευτυχείς, έχετε ανάγκην άλλων
γυμνασίων και άλλης ασκήσεως πραγματικής, της ασκήσεως εις τα όπλα• και τότε δεν
θ'αγωνίζεσθε μεταξύ σας ως να παίζετε, αλλά με τους εχθρούς, και θ'αποκτάτε το
θάρρος και την ανδρείαν εις τους κινδύνους• ώστε αφήσετε την σκόνην και το
έλαιον και διδάσκετε τους νέους να τοξεύουν και ν'ακοντίζουν και μη τους δίδετε
ακόντια ελαφρά, ώστε να τα παρασύρη ο άνεμος, αλλά λόγχην βαρειάν, η οποία να
φεύγη με συριγμόν εις τον αέρα,και λιθάρι όσον δύναται να πιάση το χέρι και
πέλεκυν και ασπίδα εις την αριστεράν και θώρακα και κράνος. Όπως είσθε τώρα, μου
φαίνεται ότι σας σώζει η προστασία κανενός εκ των θεών και δεν σας κατέστρεψαν
ακόμη ολίγοι ελαφρώς ωπλισμένοι εχθροί οι οποίοι να επιδράμουν αιφνιδίως εις την
χώραν σας. Και διά να σε πείσω δι' αυτά που σου λέγω, δεν έχω παρά να τραβήξω
αυτό το μικρόν ξίφος που έχω εδώ εις το πλευρόν μου και μόνος να εφορμήσω
εναντίον όλων αυτών των νέων. Εις μίαν στιγμήν θα γίνω κύριος του γυμναστηρίου,
διότι όλοι θα τραπούν εις φυγήν και κανείς δεν θα τολμήση να αντικρύση το ξίφος,
αλλά θα τρέξουν πίσω από τους ανδριάντας και τους στύλους να κρυφθούν, εγώ δε θα
γελώ όπως θα τους βλέπω να δακρύουν οι περισσότεροι και να τρέμουν. Και τότε θα
ίδης ότι δεν θα κοκκινίζουν πλέον τα σώματά των όπως τώρα, αλλ' αμέσως θα γίνουν
όλοι ωχροί• ο φόβος θ' αλλάξη το χρώμα των. Έχετε πολύν καιρόν ειρήνην,η οποία
σας έχει τόσον ξεσυνειθίση εις τον κίνδυνον, ώστε δύσκολα θα δυνηθήτε ν'
αντικρύσετε το λοφίον μιας εχθρικής περικεφαλαίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Αυτά δεν θα έλεγαν, Ανάχαρσι, οι Θράκες οι
οποίοι εξεστράτευσαν εναντίον μας με τον Εύμολπον και αι γυναίκες σας που ήλθαν
με την Ιππολύτην εναντίον των Αθηνών, ούτε οι άλλοι όσοι μας εδοκίμασαν εις τον
πόλεμον. Επειδή γυμνάζομεν τα σώματά των νέων γυμνά, δεν πρέπει να υποθέτης ότι
και γυμνούς τους οδηγούμεν εις τους κινδύνους του πολέμου.Αλλ' όταν
τελειοποιηθώσιν εις αυτάς τας ιδιαιτέρας ασκήσεις, εξασκούνται κατόπιν και εις
τα όπλα και ούτω είνε εις θέσιν να τα μεταχειρισθούν καλλίτερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Και πού το έχετε αυτό το γυμναστήριον των
όπλων; διότι εγώ αν και εγύρισα όλην την πόλιν δεν είδα πουθενά
τοιούτον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Αν μείνης περισσότερον καιρόν μαζή μας,
Ανάχαρσι, θα ίδης ότι καθένας από ημάς έχει πάρα πολλά όπλα, τα οποία
μεταχειριζόμεθα όταν παρουσιάζεται ανάγκη. Έχομεν δε και περικεφαλαίας και
φάλαρα και ίππους και σχεδόν το τέταρτον των πολιτών είνε ιππείς. Αλλά να
οπλοφορούμεν πάντοτε και να έχωμεν εις την οσφύν ξίφος θεωρούμεν περιττόν εν
καιρώ ειρήνης. Και πρόστιμον δε επιβάλλεται εις εκείνον όστις οπλοφορεί εντός
της πόλεως και κρατεί έξω όπλα χωρίς να υπάρχη ανάγκη. Σεις είσθε
δικαιολογημένοι αν ζήτε πάντοτε ένοπλοι• διότι αφού κατοικείτε εις μέρος
ατείχιστον, εύκολον είνε να υποστήτε επίθεσιν και οι εχθροί είνε παρά πολλοί και
δεν γνωρίζετε πότε θα έλθη κανείς να σας φονεύση την νύκτα ενώ κοιμάσθε επάνω
εις τ' αμάξια σας. Επειδή δε ζήτε χωρίς νόμους και όπως έκαστος θέλει, δικαίως
δυσπιστείτε ο ένας προς τον άλλον και η ανάγκη των όπλων είνε παντοτεινή, και
πρέπει να τα έχετε πρόχειρα, εάν παρουσιασθή κίνδυνος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Λοιπόν, Σόλων, όταν δεν υπάρχη καμμία
ανάγκη, θεωρείτε περιττόν να οπλοφορήτε και προσέχετε τα όπλα διά να μη
φθείρωνται εις τα χέρια σας,τα έχετε δε φυλαγμένα διά να τα μεταχειρισθήτε όταν
παρουσιασθή ανάγκη.Αλλά τότε διατί, χωρίς να υπάρχη καμμία επείγουσα ανάγκη και
κίνδυνος,κουράζετε τα σώματα των νέων με κτυπήματα και τα εξαντλείτε με
ιδρώτας,και δεν οικονομείτε διά μέλλουσαν ανάγκην τας δυνάμεις των, αλλ' ασκόπως
εις την λάσπην και την σκόνην τας δαπανάτε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Φαίνεται, Ανάχαρσι, ότι έχεις περί της
σωματικής δυνάμεως την ιδέαν την οποίαν έχεις περί του οίνου ή του νερού ή άλλου
υγρού και φοβείσαι μήπως εξιδρωθή, όπως εξ αγγείου κεραμικού, και εξαντληθή, μας
αφήση δε το σώμα κενόν και ξηρόν. Αλλά δεν είνε το αυτό πράγμα• η δύναμις όσον
περισσότερον εξαντλείται εις τους κόπους, τόσω περισσότερον αυξάνει.Συμβαίνει
εις αυτήν ό,τι και εις τον μύθον της Ύδρας, αν έτυχε ν'ακούσης, ότι αντί της
μιας κεφαλής την οποίαν της έκοπταν, εφύτρωναν δύο άλλαι. Εάν όμως μείνη
αγύμναστος και άτονος και δεν έχη αποταμίευμα αρκετόν, τότε ευκόλως βλάπτεται
και καταμαραίνεται υπό των κόπων, όπως συμβαίνει εις την φωτιάν και εις τον
λύχνον• με το φύσημα δύνασαι να αναζωπυρήσης την φωτιάν και να την κάμης να
αναδώση φλόγας• αλλ' αν φυσήσης λύχνον όστις δεν έχει αρκετόν έλαιον, το οποίον
να δίδη εις την φλόγα δύναμιν αντιστάσεως, ο λύχνος θα σβύση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Αυτά, Σόλων, δεν τα πολυεννοώ, είνε πολύ
λεπτά διά το μυαλό μου και χρειάζεται οξεία αντίληψις και σκέψις διά να
εννοηθούν. Αλλά θα σε παρακαλέσω να μου εξηγήσης διατί εις τους αγώνας της
Ολυμπίας, του Ισθμού, των Δελφών και τους άλλους, όταν, όπως λέγεις,
συναθροίζωνται πολλοί διά να βλέπουν τους νέους ν' αγωνίζωνται, δεν
συναγωνίζεσθε ποτέ με όπλα, αλλά παρουσιάζονται εις το μέσον οι αγωνισταί γυμνοί
και αγωνίζονται με λακτίσματα και κτυπήματα και όσοι νικήσουν λαμβάνουν μήλα και
κλάδον αγριελιάς; Είμαι περίεργος να το μάθω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Διότι νομίζομεν, Ανάχαρσι, ότι η προθυμία
των εις τας ασκήσεις θα γίνη μεγαλειτέρα, όταν βλέπουν τους αριστεύοντας να
τιμώνται και ν'ανακηρύσσωνται εν τω μέσω όλων των Ελλήνων. Και επειδή θα
παρουσιασθούν γυμνοί ενώπιον τόσων ανθρώπων, φροντίζουν περί της ευρωστίας των,
ώστε να μη εντρέπωνται όταν γυμνωθούν και έκαστος επιμελείται να γίνεται
δυνατός• και όσον το δυνατόν ικανώτερος διά την νίκην. Και τα άθλα, όπως
προηγουμένως είπα, δεν είνε μικρά• δεν είνε μικρόν κέρδος να επαινεθούν παρά των
θεατών, να γίνουν πασίγνωστοι και να δακτυλοδεικτούνται ως οι άριστοι μεταξύ των
συναγωνιστών. Αλλά και πολλοί εκ των θεατών, οι οποίοι έχουν ακόμη ηλικίαν
κατάλληλον διά να επιδοθούν εις ασκήσεις,αποκομίζουν εκ των θεαμάτων τούτων όχι
μικρόν έρωτα προς την ανδρείαν και τους κόπους. Αλλά τι νομίζεις, Ανάχαρσι; Εάν
κανείς αφαιρέση από την ζωήν των ανθρώπων την αγάπην προς την δόξαν, τι άλλο
αγαθόν μας μένει;Και ποίος θα επεθύμει πλέον να πράξη τίποτε γενναίον; Τώρα
δύνασαι να συμπεράνης από αυτά πώς θα φερθούν εις τον πόλεμον, όταν πρόκειται
περί σωτηρίας της πατρίδος, των τέκνων, των γυναικών και της θρησκείας, και θα
έχουν όπλα αυτοί οι οποίοι χάριν ενός κλάδου αγριελιάς και μήλων δεικνύουν
γυμνοί τόσην προθυμίαν διά να νικήσουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά τι θα πης, εάν ίδης τους αγώνας των
ορτικιών και των πετεινών, οι οποίοι γίνονται εδώ, και το ζωηρότατον ενδιαφέρον
το οποίον μας κινούν;Θα γελάσης βέβαια και μάλιστα αν μάθης ότι υπάρχει νόμος, ο
οποίος κανονίζει αυτά τα θεάματα, και επιβάλλεται εις όλους τους ενηλίκους να
παρίστανται και να βλέπουν τα πουλιά εκείνα να διαπληκτίζωνται μέχρις εσχάτης
εξαντλήσεως; Αλλ' ουδ' αυτό είνε γελοίον• διότι ολίγον κατ'ολίγον εμπνέει εις
τους ανθρώπους το θάρρος διά τους κινδύνους• τους κάνει να φιλοτιμούνται, να μη
φαίνωνται ανανδρώτεροι και ατολμώτεροι των πετεινών και να μη δεικνύουν
ολιγωτέραν αντοχήν εις τα τραύματα ή τους κόπους ή άλλην δύσκολον επιχείρησιν.
Αλλά ν' αγωνίζονται οι νέοι με όπλα και να τους βλέπωμεν να πληγώνωνται δεν το
επιτρέπομεν, διότι είναι θηριώδες και καθ' υπερβολήν σκληρόν. Είνε δε προσέτι
ανωφελές να φονεύωνται οι ανδρειότεροι, οίτινες περισσότερον δύνανται να
χρησιμεύσουν εναντίον των εχθρών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επειδή δε λέγεις ότι σκοπεύεις να επισκεφθής
και την άλλην Ελλάδα, να ενθυμήσαι, αν καμμιά φορά μεταβής εις την Λακεδαίμονα,
να μη εμπαίξης και αυτούς, ούτε να νομίσης ότι αδίκως κοπιάζουν όταν ή
διαφιλονικούντες μίαν σφαίραν εις το στάδιον, εφορμούν εναντίον αλλήλων και
αλληλοκτυπούνται ή όταν εις ένα χώρον, τον οποίον περιβάλλει τάφρος με νερόν,
χωρίζονται εις δύο φάλαγγας και πολεμούν μεταξύ των, γυμνοί και αυτοί, έως ότου
η μία φάλαγξ η οποία φέρει το όνομα του Λυκούργου, ή η άλλη η οποία ονομάζεται
εκ του Ηρακλέους, κατορθώση να απωθήση και ρίψη τους αντιθέτους εις τον νερόν•
διότι μετά το αποτέλεσμα τούτο επέρχεται ειρήνη και ουδείς πλέον κτυπά τον
άλλον. Θα τους ίδης δε και ξυλοκοπουμένους επάνω εις βωμόν και να τρέχη το αίμα
των υπό τα κτυπήματα, οι δε πατέρες και αι μητέρες, αι οποίαι παρευρίσκονται, να
μη λυπούνται, αλλά και ν' απειλούν τα τέκνα των εάν τα βλέπουν να μη αντέχουν
εις τα κτυπήματα και να τα παρακαλούν να δείξουν όσον το δυνατόν μεγαλειτέραν
αντοχήν εις τους πόνους και τον βασανισμόν.Υπάρχουν και παραδείγματα πολλών οι
οποίοι απέθαναν εις αυτήν την άσκησιν, διότι δεν ηθέλησαν να φανούν ότι απέκαμαν
ενώπιον των συγγενών των και να δείξουν αδυναμίαν. Αυτών δε τους ανδριάντας θα
ίδης τιμωμένους εις δημόσια μέρη της Σπάρτης. Όταν λοιπόν θα βλέπης αυτά, να μη
υποθέσης ότι ετρελλάθηκαν, ούτε να είπης ότι χωρίς καμμίαν ανάγκην βασανίζονται,
ενώ ούτε τύραννος, ούτε εχθροί τους εξαναγκάζουν διότι και ο ιδικός των
νομοθέτης ο Λυκούργος θα σου είπη πολλάς ευλόγους δικαιολογίας διά τας οποίας
τους μεταχειρίζεται κατ' αυτόν τον τρόπον•δεν είνε εχθρός, ούτε εκ μίσους τους
μεταχειρίζεται ούτω, ούτε καταναλίσκει ασκόπως την νεότητα της πόλεως, αλλά
θέλει να είνε καρτερικώτατοι και να δύνανται να υποφέρουν πάσαν δοκιμασίαν οι
μέλλοντες να σώζουν την πατρίδα. Αλλά και αν δεν σου δώση αυτάς τας εξηγήσεις ο
Λυκούργος, νομίζω ότι και μόνος σου εννοείς ότι και αν συλληφθή ο τοιούτος εις
τον πόλεμον, δεν θα μαρτυρήση κανέν εκ των μυστικών της Σπάρτης επειδή θα τον
εξαναγκάσουν με βασανιστήρια οι εχθροί, αλλ' ενώ θα τον ξυλοκοπούν, αυτός θα
περιγελά τους βασανιστάς του και θ' αμιλλάται προς εκείνον όστις θα τον κτυπά
ποίος ν' αποκάμη ταχύτερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Και δεν μου λες, Σόλων, και ο ίδιος ο
Λυκούργος εξυλίζετο κατ'αυτόν τον τρόπον όταν είχε την ηλικίαν εκείνην ή, όταν
δεν εφοβείτο πλέον να εφαρμοσθούν και εις αυτόν οι νόμοι του, εκ του ασφαλούς
ενομοθέτησε τα τοιαύτα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Ήτο γέρων όταν έγραψε τους νόμους αυτούς,
μετά την επιστροφήν του από την Κρήτην διότι είχε ταξιδεύση εις την νήσον
εκείνην, περί της οποίας ήκουεν ότι έχει αρίστους νόμους, τους οποίους έγραψεν ο
Μίνως ο υιός του Διός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Διατί λοιπόν και συ, Σόλων, δεν εμιμήθης
τον Λυκούργον να μαστιγώνης τους νέους; Διότι και αυτό είνε καλόν και ανάλογον
με τα άλλα που κάνετε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Αι ασκήσεις τας οποίας έχομεν, Ανάχαρσι,
μας είνε αρκεταί, διότι ταιριάζουν προς τον χαρακτήρα μας, δεν μας πολυαρέσει δε
να μιμούμεθα τα ξένα έθιμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Όχι, αλλά εννοείς, πιστεύω, πόσον ανόητον
είνε να ξυλοκοπήται κανείς γυμνός και να έχη τα χέρια σηκωμένα προς τα επάνω,
χωρίς τούτο να προξενή καμμίαν ωφέλειαν εις ένα έκαστον ή εις την πόλιν γενικώς.
Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι, αν επισκεφθώ ποτε την Σπάρτην καθ' όν καιρόν
γίνονται αυτά, δεν θα βραδύνουν να με λιθοβολήσουν• διότι θα γελώ όταν θα βλέπω
να τους δέρνουν ως να είνε κλέπτες ή λωποδύτες ή να έκαμαν άλλου είδους έγκλημα.
Μου φαίνεται ότι μία πόλις, η οποία κάνει τόσον γελοία πράγματα εναντίον της
ιδικής της νεολαίας, δεν είνε καλά στα μυαλά της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΟΛ. Μη κατηγορής ερήμην, φίλε μου, και μη
νομίζης ότι μόνον συ σκέπτεσαι ορθώς• διότι θα ευρεθή και εις την Σπάρτην
κάποιος ο οποίος θα υποστηρίξη τα έθιμα εκείνα με λογικά επιχειρήματα. Αλλά
τέλος πάντων,αφού εγώ σου εξέθηκα τα δικά μας και συ φαίνεσαι ότι δεν τα
επιδοκιμάζεις πολύ, νομίζω ότι δεν θα είνε άδικον να ζητήσω να μου διηγηθής τώρα
και συ κατά ποίον τρόπον σεις οι Σκύθαι εξασκήτε τους δικούς σας νέους, κατά
ποίον τρόπον τους ανατρέφετε και πώς γίνονται καλοί και ανδρείοι
πολίται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΑΧ. Πολύ δικαία η απαίτησίς σου, Σόλων, και
ευχαρίστως θα σου διηγηθώ και εγώ τα έθιμα των Σκυθών, τα οποία ίσως δεν είνε
ευγενή, ούτε όμοια προς τα δικά σας, αφού ούτε απλούν ράπισμα ανεχόμεθα, διότι
είμεθα δειλοί• αλλά τέλος πάντων θα τα διηγηθώ όπως είνε. Ας αναβάλλωμεν όμως,αν
θέλης, δι' αύριον αυτήν την ομιλίαν, ώστε και εγώ να λάβω καιρόν και με την
ησυχίαν μου να συνάξω εις την μνήμην μου όσα πρέπει να είπω. Και τώρα ας
πηγαίνωμεν, διότι εβράδυασε.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΠΑΙΔΕΥΤΟΝ ΚΑΙ
ΠΟΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΓΟΡΑΖΟΝΤΑ{42}</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' αυτό το οποίον
πράττεις τώρα είνε εναντίον προς εκείνο το οποίον επιδιώκεις• διότι νομίζεις
ότι, επειδή σπεύδεις και αγοράζεις τα καλλίτερα βιβλία, θα συγκαταλεχθής με τους
διακρινομένους εις τα γράμματα• αλλά τούτο εξ εναντίας αποδεικνύει και κάνει
φανερωτέραν την απαιδευσίαν σου• διότι δεν αγοράζεις τα καλλίτερα, αλλά
πιστεύεις εις εκείνους οι οποίοι τα επαινούν όπως τύχη και ακολουθείς τους
ψευδομένους περί των βιβλίων και είσαι ασφαλής θησαυρός διά τους
βιβλιοκαπήλους.Αλλά πώς είνε δυνατόν να εννοήσης ποία είνε αρχαία και μεγάλης
αξίας,ποία δε κακά και αξιοπεριφρόνητα, εκτός μόνον αν συμπεραίνης τούτο εκ του
ότι είνε καταφαγωμένα και κατακομμένα και ως συμβούλους εις την εξέτασιν
παραλαμβάνης τους σκόρους; Διότι κατά ποίον άλλον τρόπον δύνασαι ασφαλώς και
ακριβώς να κρίνης το περιεχόμενον αυτών;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά παραδέχομαι προς στιγμήν ότι δύνασαι να
διακρίνης όσα ο Καλλίνος τόσον καλλιτεχνικώς, ή ο περίφημος Αττικός μετ'
επιμελείας αντέγραψαν{43}• τι όφελος θα έχης εκ του αποκτήματος, αφού ούτε το
κάλλος των βιβλίων γνωρίζεις, ούτε αν τα μεταχειρισθής δύνασαι να απολαύσης το
κάλλος αυτών περισσότερον παρ' όσον ο τυφλός απολαμβάνει το κάλλος της εφηβικής
μορφής; Συ δε βλέπεις μεν με ανοικτούς οφθαλμούς τα βιβλία και μάλιστα κατά
κόρον και αναγινώσκεις τινά εξ αυτών με τόσην ταχύτητα και τόσας παραλείψεις,
ώστε ο οφθαλμός προλαμβάνει το στόμα. Αλλά τούτο δεν είνε αρκετόν έφ' όσον δεν
εννοείς τας αρετάς και τα ελαττώματα των περιεχομένων και δεν αντιλαμβάνεσαι την
γενικήν έννοιαν και την κατασκευήν της φράσεως, ούτως ώστε να εννοής εις ποία
ακολουθεί τον ορθόν κανόνα ο συγγραφεύς και πόσα είνε κίβδηλα και νόθα και
παραχαραγμένα. Τι λοιπόν; Θα είπης ότι και αυτά τα γνωρίζεις χωρίς να τα μάθης;
Πώς, εκτός αν έλαβες παρά των Μουσών κλάδον δάφνης όπως κάποιος ποιμήν• {44}
αλλ' υποθέτω ότι ούτε εξ ονόματος γνωρίζεις τον Ελικώνα όπου λέγεται ότι
κατοικούν αυταί αι θεότητες, ούτε κατά τους παιδικούς σου χρόνους κατέγινες εις
αυτά τα πράγματα• εκ μέρους σου δε και μόνον ν' αναφέρης το όνομα των Μουσών
είνε ασεβές. Διότι εκείναι δεν εθεώρησαν μεν ανάξιον αυτών να εμφανισθούν εις
άνδρα σκληραγωγημένος δασύτριχον και ηλιοκαή, αλλά προς άνθρωπον οποίος είσαι συ
—και δι' όνομα της Λιβανίτιδος {45} μη με αναγκάσης ν' αναφέρω από τούδε τα
πάντα φανερά ούτε να πλησιάσουν θα κατεδέχοντο κατ' ουδένα τρόπον αντί δε να
δώσουν δάφνην, με μυρίκην ή και φύλλα ακαλήφης {46} θα εμαστίγωνον και
θ'απεδίωκον τον τοιούτον, ώστε να μη μολύνη τον Ολμειόν {47} ή την κρήνην του
Ίππου, της οποίας τα νερά επιτρέπεται να πίνουν μόνον τα διψώντα ποίμνια ή
ποιμένες έχοντες τα στόματα αγνά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' όσον και αν είσαι αναίσχυντος και θρασύς
εις τα τοιαύτα, δεν θα τολμήσης να είπης ότι εσπούδασες ή ότι εκοπίασες ποτέ εις
την μελέτην των βιβλίων, ότι υπήρξε διδάσκαλός σου ο δείνα ή ότι με τον τάδε
συνεσπούδασες. Ελπίζεις όμως τώρα ότι αρκεί μόνον η απόκτησις πολλών βιβλίων διά
να καλύψουν όλας σου αυτάς τας ελλείψεις. Αλλ' υπόθεσε ότι ηγόρασες και έχεις
όλους τους λόγους του Δημοσθένους, όπως ιδιοχείρως τους έγραψεν ο ρήτωρ, και τας
ιστορίας του Θουκυδίδου, όπως ευρέθησαν οκτάκις αντιγεγραμμέναι και
καλλιγραφημέναι παρά του Δημοσθένους και αυταί, προσέτι δε όλα εκείνα τα βιβλία
τα οποία ο Σύλλας έστειλεν εξ Αθηνών εις την Ιταλίαν• κατά τι θα είσαι διά ταύτα
περισσότερον μορφωμένος, και αν ακόμη τα στρώνης και κοιμάσαι επάνω ή τα
συγκολήσης και τα φορής ως ενδύματα και περιφέρεσαι με αυτά; Κατά την παροιμίαν
ο πίθηκος είνε πίθηκος και με χρυσά στολίδια. Και συ λοιπόν κρατείς και
αναγινώσκεις πάντοτε βιβλία, από δε τα αναγινωσκόμενα ουδέν εννοείς,αλλ' είσαι
όνος ο οποίος ακούεις λύραν και κινείς τα ώτα. Αν η απόκτησις βιβλίων ανεδείκνυε
και πεπαιδευμένον τον κάτοχον αυτών, το πράγμα αληθώς θα είχε μεγάλην αξίαν και
θα το είχατε μόνον σεις οι πλούσιοι, διότι μόνον σεις θα ηδύνασθε να αγοράζετε
την παιδείαν, υπερβαίνοντες ημάς τους πτωχούς. Τότε δε ποίος θα ηδύνατο να
συναγωνισθή εις τα γράμματα και με τους εμπόρους και τους βιβλιοπώλας, οι οποίοι
έχουν και πωλούν τόσα βιβλία; Αλλ' αν θελήσης να τους εξετάσης θα ίδης ότι και
αυτοί δεν είνε πολύ καλλίτεροί σου κατά την πνευματικήν μόρφωσιν, αλλά
βαρβαρίζουν εις την γλώσσαν, όπως συ, είνε δε ανόητοι κατά την σκέψιν, πράγμα
επόμενον δι' εκείνους οίτινες δεν ησκήθησαν να διακρίνουν τα καλά από τα άσχημα.
Ενώ δε συ έχεις δύο ή τρία τα οποία ηγόρασες παρ' αυτών, αυτοί και νύκτα και
ημέραν τα έχουν εις τα χέρια των. Προς ποίον σκοπόν λοιπόν τα αγοράζεις, εκτός
εάν νομίζης ότι και αυταί των βιβλίων αι αποθήκαι είνε σοφαί, αφού περιέχουν
τόσων αρχαίων συγγράμματα; Αλλ' εάν θέλης,απάντησέ μου εις μερικά ερωτήματα• ή
μάλλον, επειδή τούτο σου είνε αδύνατον, απάντησε διά νευμάτων καταφατικών ή
αρνητικών εις τας ερωτήσεις μου. Εάν κανείς χωρίς να γνωρίζη να παίζη αυλόν
απέκτα τους αυλούς του Τιμοθέου ή του Ισμηνίου, τους οποίους ο Ισμήνιος ηγόρασεν
εις την Κόρινθον επτά τάλαντα, έπεται ότι διά τούτο και θα ηδύνατο να παίζη
αυλόν; Ή το απόκτημα θα του ήτο ανωφελές, αφού δεν θα ηδύνατο να το μεταχειρισθή
κατά τους κανόνας της τέχνης; Σωστά ένευσες αρνητικώς•διότι και τους αυλούς του
Μαρσίου ή του Ολύμπου αν αποκτήση, δεν δύναται να αυλήση εκείνος ο οποίος δεν
έμαθε. Νομίζεις δε ότι, εάν κανείς αποκτήση τα τόξα του Ηρακλέους και δεν είνε
Φιλοκτήτης, ώστε να δύναται να τα εντείνη και να τοξεύη ευστόχως, θ' αναδειχθή
καλός τοξότης; Όχι ένευσες και διά τούτο. Ομοίως και ο μη γνωρίζων ναυτικά και ο
μη εξασκηθείς εις την ιππασίαν, εάν ο μεν πρώτος παραλάβη πλοίον τελείως
κατασκευασμένον και κατά το κάλλος και κατά την στερεότητα, ο δε δεύτερος
αποκτήση ίππον Μηδικόν ή Θεσσαλικόν ή κοππαφόρον {48} μου φαίνεται ότι και οι
δύο θα αποδειχθούν μη δυνάμενοι να μεταχειρισθούν ο μεν το πλοίον, ο δε τον
ίππον. Συμφωνείς και εις τούτο; Άκουσε τώρα και κάτι άλλο και συμφώνησε και εις
αυτό. Εάν κανείς, όπως συ αγράμματος,αγοράζη πολλά βιβλία, δεν δίδει αφορμήν
σκωμμάτων εναντίον του δι'αμάθειαν; Διατί διστάζεις να συμφωνήσης και εις τούτο;
Μου φαίνεται ότι η απόδειξις είνε σαφής και εκείνοι οι οποίοι τον βλέπουν έχουν
ευθύς πρόχειρον την φράσιν: «Ποία σχέσις μεταξύ σκύλου και λουτρού;».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Υπήρξε κάποιος όχι προ πολλού καιρού εις την
Ασίαν, πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος έπαθε το δυστύχημα να του αποκοπούν και οι
δύο πόδες διότι επάγωσαν,υποθέτω, όταν ποτέ του συνέβη να οδοιπορήση εις τα
χιόνια. Αυτός λοιπόν,αφού του συνέβη το δυστύχημα τούτο, διά να διορθώση κάπως
την δυστυχίαν του,κατεσκεύασε ξυλίνους πόδας και με αυτούς εβάδιζεν,
υποστηριζόμενος συγχρόνως υπό των δούλων του. Είχε δε την γελοίαν μανίαν να
αγοράζη τα ωραιότερα υποδήματα και να τα φορή πάντοτε καινουργή και ήτο η
μεγαλειτέρα του φροντίς να έχη στολισμένα με ωραιότατα υποδήματα τα ξύλα, τα
δήθεν πόδια. Δεν είσαι λοιπόν και συ όμοιος, ο οποίος, ενώ έχεις χωλόν και
σαθρόν το πνεύμα,αγοράζεις χρυσά υποδήματα με τα οποία μόλις θα ηδύνατο να
περιπατήση άλλος έχων άρτια τα πόδια; Επειδή δε μεταξύ των άλλων και τον Όμηρον
έχεις αγοράση πολλάκις, σου συνιστώ να πάρης και ν' αναγνώσης την δευτέραν
ραψωδίαν της Ιλιάδος και τα μεν άλλα να παρατρέξης, διότι δεν έχουν τίποτε το
κοινόν προς σε• αλλ' ο Όμηρος παρεισάγει ένα γελοιωδέστατον άνθρωπον,
κακοπλασμένον και ελαττωματικόν κατά το σώμα,εις τον οποίον να σταματήσης.
Εκείνος λοιπόν ο Θερσίτης, όπως είνε, εάν φορέση την πανοπλίαν του Αχιλλέως,
νομίζεις ότι διά τούτο θα γίνη αμέσως ωραίος και δυνατός, ώστε να δύναται και να
υπερπηδήση τον ποταμόν {49}και να θολώση το ρεύμα του με το αίμα των Φρυγών, και
να φονεύση τον Έκτορα και προ αυτού τον Λυκάονα και τον Αστεροπαίον, αφού ούτε
να σηκώνη επί των ώμων του το δόρυ του Αχιλλέως δύναται; Βέβαια δεν θα είπης ότι
αυτά είνε δυνατά• αλλά και γελοίος θα γίνη όπως θα χωλαίνη κάτω από την ασπίδα
και θα πίπτη εκ του βάρους• και οσάκις θ' ανυψώνη την κεφαλήν, θα παρουσιάζη υπό
το κράνος τους στραβίζοντας οφθαλμούς του, και τον θώρακα θα ανυψώνη το κύρτωμα
των ώμων του και τας περικνημίδας θα σύρη κάτω, γελοιοποιών ούτω και εκείνον ο
οποίος κατεσκεύασε την πανοπλίαν και εκείνον ο οποίος την έχει. Δεν βλέπεις
λοιπόν ότι και εις εσέ συμβαίνει το αυτό όταν κρατής βιβλίον πολυτελέστατον, το
οποίον έχει επένδυμα από πορφύραν, χρυσούν δε τον ομφαλόν {50} και το
αναγινώσκης βαρβαρίζων, διαστρέφων και προσβάλλων αυτό, και οι μεν πεπαιδευμένοι
σε εμπαίζουν, οι δε φίλοι σου και οι κόλακες σε επαινούν, αλλά και αυτοί κρυφίως
και μεταξύ των γελούν πολλάκις διά την μωρίαν σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Θα σου διηγηθώ τώρα και κάτι το οποίον συνέβη
εις τους Δελφούς. Κάποιος Ταραντίνος, Ευάγγελος ονομαζόμενος, ο οποίος ήτο εκ
των πρώτων πολιτών του Τάραντος, εφιλοδόξησε να νικήση εις τα Πύθια. Και εις μεν
τους γυμνικούς αγώνας ενόησεν αμέσως ότι του ήτο αδύνατον να διαγωνισθή,καθότι
ούτε εις την δύναμιν, ούτε εις την ταχύτητα διεκρίνετο. Εις την κιθάραν όμως και
το άσμα επίστευσεν ότι θα ενίκα ευκόλως, πεισθείς υπό των αλιτηρίων οίτινες τον
περιεστοίχιζον και οι οποίοι επήνουν και επευφήμουν οσάκις και το ελάχιστον
έπαιζεν εις την κιθάραν. Μετέβη λοιπόν εις τους Δελφούς λαμπροστολισμένος, φορών
εκτός άλλων κοσμημάτων χρυσοκέντητον ένδυμα και στέφανον εκ δάφνης χρυσής
ωραιότατον, όστις αντί καρπού είχε σμαράγδους ισομεγέθεις με τον καρπόν της
δάφνης. Αλλά και η κιθάρα του ήτο κάτι τι έκτακτον εις κάλλος και πολυτέλειαν,
διότι ήτο όλη από χρυσόν καθαρόν, ήτο δε καταστόλιστος με ποικίλματα και
διαφόρους πολυτίμους λίθους και εις το μέσον είχε σκαλισμένον μεταξύ των Μουσών
τον Απόλλωνα και τον Ορφέα• και εθαύμαζον μεγάλως όσοι την έβλεπον. Όταν δ' επί
τέλους έφθασεν η ημέρα του αγώνος, παρουσιάσθησαν τρεις διά ν' αγωνισθούν και ο
κλήρος ώρισε να ψάλλη δεύτερος ο Ευάγγελος, μετά τον Θέσπιν τον Θηβαίον ο οποίος
δεν ηγωνίσθη άσχημα.Εισήλθε λοιπόν ακτινοβολών όλος από χρυσόν, από σμαράγδους,
βηρίλλους και υακίνθους, και μεταξύ του χρυσού διεφαίνετο ταιριαστόν το χρώμα
του πορφυρού ενδύματος. Με όλα αυτά εξέπληξε προκαταβολικώς τους θεατάς και
ενέπνευσεν εις αυτούς υπερβολικάς ελπίδας• αλλ' επειδή έπρεπε τέλος πάντων και
να τραγουδήση και να παίξη κιθάραν, ήρχισε να κρούη κάτι τι χωρίς αρμονίαν, κάτι
συγκεχυμένον, έσπασε δε και τρεις συγχρόνως χορδάς,διότι έπληξε δυνατώτερον του
δέοντος την κιθάραν. Όταν δε ήρχισε και να ψάλλη κάτι τι άμουσον με φωνήν
λεπτήν, όλοι οι θεαταί ήρχισαν να γελούν,οι δε αγωνοθέται αγανακτήσαντες διά το
θράσος του, τον εμαστίγωσαν και τον εξεδίωξαν εκ του σταδίου. Έγινε δε ακόμη
γελοιωδέστερος όταν εφάνη κλαίων ο χρυσούς Ευάγγελος και συρόμενος διά μέσου της
σκηνής υπό των μαστιγοφόρων, με τους μηρούς καταιματωμένους, και συλλέγων από το
έδαφος τα κοσμήματα της κιθάρας• διότι και αυτά είχον αποκολληθή και πέση,επειδή
η κιθάρα εξυλοκοπείτο μετ' αυτού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ολίγον κατόπιν αυτού εισήλθε κάποιος Εύμηλος εξ
Ηλείας, ο οποίος εκράτει παλαιάν κιθάραν, με ξυλίνους κόλλοπας {51}, το δε
ένδυμά του, ομού με τον στέφανον, μόλις θα είχεν αξίαν δέκα δραχμών• αλλ' αυτός
ετραγούδησε καλά και εκιθάρισε με τέχνην δι' ο και ανεκηρύχθη νικητής και
επευφημήθη• και κατεγέλα τον Ευάγγελον, ο οποίος εις μάτην έκαμεν επίδειξιν με
την κιθάραν και τα κοσμήματα, λέγεται δε ότι και είπε προς αυτόν: «Συ μεν,
Ευάγγελε, έχεις επί της κεφαλής σου χρυσήν δάφνην διότι είσαι πλούσιος, εγώ όμως
έχω την δάφνην των Δελφών. Τούτο δε μόνον εκέρδισες από τον πολυτελή σου
στολισμόν, ότι ούτε σε λυπούνται διά την ήτταν σου οι θεαταί, αλλά και σε μισούν
διά την αφιλόκαλλον και περιττήν σου πολυτέλειαν». θα ήτο ακριβώς όμοιός σου ο
Ευάγγελος ούτος, εάν συ δεν ήσουν αδιάφορος διά τον γέλωτα των
θεατών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν νομίζω δε άκαιρον να σου διηγηθώ και μίαν
παλαιάν ιστορίαν της Λέσβου. Όταν αι γυναίκες της Θράκης κατεσπάραξαν τον Ορφέα,
λέγουν ότι η κεφαλή του, η οποία ερρίφθη ομού με την λύραν εις τον Έβρον,
εξεβλήθη εις τον Μέλανα κόλπον και έπλεεν ομού με την λύραν• και η μεν κεφαλή
διηγούνται ότι έψαλλεν ένα θρήνον διά τον θάνατον του Ορφέως, η δε λύρα συνώδευε
με τους ήχους τους οποίους εσχημάτιζον αι πνοαί του ανέμου πλήττουσαι τας
χορδάς• και ούτω έφθασεν εις την Λέσβον, όπου οι κάτοικοι την μεν κεφαλήν έθαψαν
εκεί όπου τώρα είναι ο ναός του Βάκχου, την δε λύραν ανέθηκαν εις τον ναόν του
Απόλλωνος, όπου επί πολύ εσώζετο. Μετά καιρόν ο Νέανθος, ο υιός του τυράννου
Πιττακού μαθών την ιστορίαν της λύρας, ότι κατεγοήτευε και θηρία και φυτά και
λίθους, εξηκολούθει δε και μετά τον θάνατον του Ορφέως και χωρίς κανείς να την
εγγίζη να εκπέμπη μελωδίας, επεθύμησε να την σφετερισθή• και δωροδοκήσας διά
πολλών χρημάτων τον ιερέα, τον έπεισε να του δώση την λύραν του Ορφέως και εις
την θέσιν της να βάλη άλλην λύραν ομοίαν. Αφού δε την έλαβε, την μεν ημέραν δεν
ενόμισεν ασφαλές να την μεταχειρισθή, αλλά νύκτα και κρύπτων αυτήν υπό το ένδυμα
του εξήλθε μόνος εις το προάστειον και ήρχισε να κρούη και να πλήττη τας χορδάς.
Ήλπιζεν ο άμουσος και άτεχνος νέος ότι,καίτοι δεν εγνώριζε μουσικήν, θα έπαιζε
θεσπεσίας μελωδίας με τας οποίας θα κατέθελγε τους πάντας και θα εγίνετο ευτυχής
και περίφημος κληρονόμος της μουσικής του Ορφέως αλλά το μόνον αποτέλεσμα ήτο να
συναθροίσουν οι ήχοι του τους σκύλους —ήσαν δε πολλοί εις το μέρος
εκείνο—οίτινες τον κατεσπάραξαν, και ούτω μόνον κατά τούτο το πάθημα εξωμοιώθη
προς τον Ορφέα και μόνον τους σκύλλους προσείλκυσε και εξώργισεν εναντίον
του.Κατ' αυτόν δε τον τρόπον απεδείχθη σαφέστατα ότι η θέλγουσα δεν ήτο η λύρα,
αλλά η τέχνη και το άσμα τα οποία μόνα είχε λάβη εξαίρετα παρά της μητρός του ο
Ορφεύς•{52} η λύρα του δε δεν ήτο καθόλου καλλιτέρα από τας άλλας λύρας. Αλλά
προς τι να σου αναφέρω τον Ορφέα ή τον Νέανθον, αφού και εις την εποχήν μας
υπήρξε και υπάρχει ίσως ακόμη κάποιος, ο οποίος ηγόρασεν αντί τριών χιλιάδων
δραχμών τον πηλόπλαστον λύχνον του Στωικού Επικτήτου; Ήλπιζε, φαίνεται, και
αυτός ότι, εάν κατά τας νύκτας αναγινώσκη εις το φως του λύχνου εκείνου, εντός
ολίγου θα του έλθη ως όνειρον η σοφία του Επικτήτου και ότι θα γίνη όμοιος με
τον θαυμαστόν εκείνον γέροντα. Προ ολίγου δε καιρού άλλος ηγόρασεν αντί ενός
ταλάντου την βακτηρίαν του Κυνικού Πρωτέως {53} την οποίαν ούτος αφήκεν όταν
ανέβη εις την πυράν• έχει δε το κειμήλιον τούτο και το επιδεικνύει όπως οι
Τεγεάται το δέρμα του Καλυδωνίου κάπρου, οι Θηβαίοι τα οστά του Γηρυόνου και οι
Μεμφίται τους πλοκάμους της Ίσιδος• αυτός δε ο κάτοχος του θαυμασίου εκείνου
αντικειμένου υπερέβη και σέ κατά την αμάθειαν και την χυδαιότητα. Βλέπεις εις
ποίαν αθλίαν κατάστασιν έχεις φθάση, έχων πραγματικώς ανάγκην βακτηρίας διά να
σου κτυπούν την κεφαλήν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λέγεται ότι και ο Διονύσιος ο τύραννος
κατεγίνετο να συγγράφη τραγωδίας πολύ ανοήτους και γελοίας, ώστε ο Φιλόξενος
{54} πολλάκις δι' αυτάς ερρίφθη εις τα λατομεία, διότι δεν ηδύνατο να κρατή τον
γέλωτα όταν ήκουε τας γελοίας εκείνας τραγωδίας. Ο Διονύσιος λοιπόν μαθών ότι
εμπαίζεται, εφρόντισε διά πολλής δαπάνης ν' αγοράση την πλάκα εις την οποίαν ο
Αισχύλος έγραφε, νομίζων ότι ούτω θα εγίνετο και αυτός μέγας ποιητής• αλλ' όμως
έγραφε πολύ γελοιωδέστερα πράγματα εις την πλάκα εκείνην, όπως λόγου χάριν το
εξής• «Ήλθεν, η Δωρίδιον η γυναίκα του Διονυσίου»• και τούτο• «Αλλοίμονον, πόσον
χρησίμην γυναίκα απώλεσα». Από την πλάκα του Αισχύλου εξήλθε και το ακόλουθον
«Αυτοί εαυτούς εμπαίζουν οι μωροί θνητοί».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τούτο θα ηδύνατο να είπη διά σε πολύ ευστόχως ο
Διονύσιος και θα ήξιζε δι' αυτό να του χρυσώση κανείς εκείνην την πλάκα. Διότι
με ποίαν ελπίδα και συ καταγίνεσαι διηνεκώς να ξετυλίσσης, να κολλάς και να
περικόπτης τα βιβλία, να τ' αλείφης με κρόκον και έλαιον του κέδρου, να τα
περιβάλλης με δέρματα και να τα στολίζης με ομφαλούς, ως να πρόκειται να
απολαύσης τίποτε εξ αυτών; Πολύ ωφελήθης ήδη εκ της αποκτήσεώς των, αφού τοιαύτα
λέγεις… αλλά μάλλον δεν λέγεις τίποτε και είσαι των ιχθύων αφωνότερος. Αλλά και
ο βίος σου είνε τοιούτος, ώστε ούτε ν' αναφέρη κανείς τας πράξεις σου είνε
ευπρεπές και, ως λέγεται, όλοι σε μισούν αγρίως διά την αισχρότητά σου, και αν
τα βιβλία έχουν ως αποτέλεσμα να μορφώνουν τους ανθρώπους ούτω, πρέπει να
φεύγωμεν και ν' απομακρυνώμεθα όσω το δυνατόν περισσότερον απ' αυτά. Αφού δε δύο
είνε τα καλά τα οποία δύναται κανείς ν' αποκτήση εκ των συγγραμάτων των αρχαίων,
να ομιλή καλώς και να πράττη τα πρέποντα μιμούμενος τα άριστα και αποφεύγων τα
χειρότερα, όταν ούτε τα μεν ούτε τα δε φαίνεται κανείς ωφελούμενος εκ των
βιβλίων, εις τι άλλο χρησιμεύουν τα βιβλία τα οποία αγοράζει παρά ως κατοικίαι
των ποντικών και των σκόρων και διά να τιμωρούνται ως οι αμελούντες δούλοι; Δεν
σκέπτεσαι δε εις ποίαν ελεεινήν θέσιν θα ευρεθής εάν σε συναντήση κανείς
κρατούντα βιβλία —πάντοτε δε κάτι κρατείς—και, σ'ερωτήση τίνος ρήτορος ή
συγγραφέως ή ποιητού είνε; Συ γνωρίζων από την επιγραφήν δεν θα δυσκολευθής ν'
απαντήσης• αλλ' έπειτα, ως συνήθως συμβαίνει, η ομιλία θα προχωρήση, και εκείνος
μεν θα επαινέση ή θα κατηγορήση κάτι εκ των περιεχομένων του βιβλίου, συ δε θα
ευρεθής εις αμηχανίαν και δεν θα έχης τίποτε να είπης. Δεν θα ευχηθής λοιπόν
τότε ν'ανοίξη η γη να σε καταπιή, διότι, ως ο Βελλεροφόντης, θα περιφέρης
βιβλίον το οποίον θα μαρτυρή εναντίον σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο δε Δημήτριος ο Κυνικός, όταν είδεν εις την
Κόρινθον κάποιον αμαθή ν'αναγινώσκη βιβλίον καλλιτεχνικώτατον, τας Βάκχας,
νομίζω, του Ευριπίδου,και ευρίσκετο εις το μέρος όπου ο άγγελος διηγείται τα
παθήματα του Πενθέως και την πράξιν της Αγαύης, ήρπασε το βιβλίον και το έσχισε
λέγων«Είνε προτιμώτερον διά τον Πενθέα να σπαραχθή μίαν φοράν από εμέ παρά
πολλάκις από σένα».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πολλάκις εσκέφθηκα, αλλά μέχρι σήμερον δεν
ηδυνήθην να εννοήσω, διατί καταβάλλεις τόσην επιμέλειαν εις την αγοράν των
βιβλίων. Διότι και εκείνοι οι οποίοι ελάχιστα σε γνωρίζουν δεν δύνανται να
υποθέσουν ότι τ'αγοράζεις προς χρήσιν σου και ωφέλειαν• είνε το αυτό ως ν'
αγοράζη φαλακρός κτένι ή καθρέπτην ο τυφλός ή αυλητήν ο κωφός ή παλλακίδα ο
ευνούχος ή ο χερσαίος κώπην ή ο πλοίαρχος άροτρον. Αλλά μήπως το πράγμα σου
χρησιμεύει ως επίδειξις πλούτου και θέλεις να δείξης ότι δεν σου χρησιμεύουν μεν
εις τίποτε, αλλ' εξοδεύεις εκ των πολλών σου περισσευμάτων; Αλλ' όμως εξ όσων
και εγώ, όστις είμαι Σύρος, γνωρίζω,εάν δεν κατώρθωνες να εισχωρήσης δι' απάτης
εις την διαθήκην του γέροντος εκείνου, θ' απέθνησκες τώρα εκ πείνης και θα
εξέθετες τα βιβλία εις δημοπρασίαν. Πρέπει λοιπόν να παραδεχθώ ότι επείσθης υπό
των κολάκων ότι δεν είσαι μόνον ωραίος και αξιαγάπητος, αλλά και σοφός και ρήτωρ
και συγγραφεύς ανώτερος παντός άλλου και αγοράζεις τα βιβλία διά να επιβεβαιώνης
τους επαίνους των. Λέγεται δε ότι και επί υποσχέσει γευμάτων αναγινώσκεις εις
αυτούς λόγους τους οποίους έχεις συγγράψη και εκείνοι, ως χερσαίοι βάτραχοι
διψώντες, σε επευφημούν και δεν πίνουν αν δεν βραχνιάσουν προηγουμένως από τους
επαίνους. Διότι δεν εννοώ πώς τόσον εύκολα αφήνεις να σε σύρουν από την μύτην
και πιστεύεις εις παν ό,τι σου λέγουν οι κόλακες, και έφθασες μάλιστα μέχρι του
να πεισθής ότι ομοιάζεις με κάποιον βασιλέα,{55} όπως ο ψευδαλέξανδρος και ο
γναφεύς ο οποίος επέρασεν ως Φίλιππος και ο ψευδονέρων ο οποίος παρουσιάσθη προ
ολίγων γενεών και άλλοι τους οποίους το ψεύδος έκαμε περιφήμους. Αλλά δεν είνε
παράδοξον ότι συ ο ανόητος και αμαθής άνθρωπος έπαθες τοιούτον τι, και όταν
περιπατής, κρατείς προς τα οπίσω την κεφαλήν και μιμείσαι το βάδισμα, το ήθος
και το βλέμμα εκείνου προς τον οποίον ετέρπεσο να λέγης ότι ομοιάζεις, αφού
λέγεται ότι και ο Πύρρος ο Ηπειρώτης, ο οποίος κατά τα άλλα ήτο θαυμάσιος
άνθρωπος, εσύρθη εις παρομοίαν παγίδα υπό των κολάκων, ώστε επίστευεν ότι ήτο
όμοιος προς τον Αλέξανδρον τον μέγαν;Και όμως ήτο εντελώς αντίθετος και, όπως
λέγουν οι μουσικοί, δις διαπασών ήτο η διαφορά των. Είδα την εικόνα του Πύρρου
και εβεβαιώθην περί τούτου, και όμως είχε πεισθή ότι ήτο πανομοιότυπον του
Αλεξάνδρου.Αφού δε είχε τοιαύτην ιδέαν περί του εαυτού του ο Πύρρος, ουδείς εκ
των περί εαυτόν ετόλμα να τον διαψεύση και όλοι συνεμερίζοντο την πεποίθησίν
του, έως ότου εις την Λάρισαν μία γραία του διέλυσε την πλάνην. Ο Πύρρος της
έδειξεν εικόνας του Φιλίππου, του Περδίκκα, του Αλεξάνδρου, του Κασσάνδρου και
άλλων βασιλέων και την ηρώτησε προς ποίον εξ αυτών ωμοίαζεν είχε δε πλήρη
πεποίθησιν ότι η γραία θα τον παρωμοίαζε προς τον Αλέξανδρον• αλλ' αυτή, αφού
εδίστασεν επί πολύ, του είπεν: «Ομοιάζεις με τον Βατραχύονα τον μάγειρον»• διότι
υπήρχεν εις την Λάρισαν κάποιος Βατραχύων μάγειρος, ομοιάζων προς τον Πύρρον.
Και συ λοιπόν δεν γνωρίζω προς ποίον εκ των κιναίδων των συναναστρεφομένων τους
ορχηστάς ομοιάζεις• αλλ' ότι θεωρείσαι υπό πάντων ότι έχεις πάθη μανίαν
πραγματικήν δι' εκείνην την ομοιότητα, γνωρίζω ασφαλώς. Καθόλου παράδοξον λοιπόν
ότι, αφού τόσον απατάσαι εις την ομοιότητα της μορφής,θέλεις και να εξομοιούσαι
προς τους πεπαιδευμένους και πιστεύεις εκείνους οίτινες σου κάμνουν σχετικούς
επαίνους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά διατί φλυαρώ ματαίως; Ο λόγος διά τον
οποίον δεικνύεις τόσον ενδιαφέρον διά τα βιβλία είνε προφανής και εγώ από
χονδροκεφαλιάν εβράδυνα να το εννοήσω. Είνε κατεργαριά ευφυής, κατά την ιδέαν
σου, και βασίζεις εις αυτήν μεγάλας ελπίδας, εάν φθάση η φήμη σου μέχρι του
βασιλέως ο οποίος είνε σοφός άνθρωπος και τιμά μεγάλως την παιδείαν. Εάν μάθη
ότι αγοράζεις βιβλία και έχεις μεγάλην βιβλιοθήκην, ελπίζεις ότι εντός ολίγου θα
δύνασαι να έχης παν ό,τι θέλεις παρ' αυτού. Αλλ' ω κίναιδε, νομίζεις ότι είνε
τόσον ναρκωμένος υπό μανδραγόρου {56}, ώστε αυτά μεν ν' ακούη, εκείνα δε να μη
γνωρίζη, δηλαδή οποίος είνε ο βίος σου κατά την ημέραν, τι μεθύσια κάνεις, πώς
διέρχεσαι τας νύκτας και με ποίους και πόσους ακολασταίνεις; Δεν γνωρίζεις ότι
οι βασιλείς έχουν πολλά ώτα και πολλούς οφθαλμούς; Η δε ατιμία σου είνε τόσον
γνωστή ώστε και τυφλοί και κωφοί να την γνωρίζουν• διότι και μόνον αν ομιλήσης,
και μόνον αν εκδυθής διά να λουσθής ή μάλλον και χωρίς να εκδυθής, αν
θέλης,μόνον δε οι δούλοί σου αν εκδυθούν, νομίζεις ότι δεν θα φανερωθούν αμέσως
τα νυκτερινά σου μυστικά; Αλλ' ειπέ μου και τούτο• εάν ο Βάσσος,ο οποίος είνε
καθηγητής σας εις την αισχρότητα, ή ο Βάτταλος ο αυλητής ή ο κίναιδος Ημιθέων ο
Συβαρίτης, ο οποίος σας συνέγραψε τους θαυμαστούς κανόνας, δηλαδή πώς πρέπει να
γίνεσθε λείοι και ν' αφαιρήτε τας τρίχας και να παθαίνετε και να ποιήτε τα
ακατανόμαστα εκείνα, είπε μου, εάν κανείς εκ τούτων φορέση λεοντήν και βαδίζη
κρατών ρόπαλον, τι υποθέτεις ότι θα νομίσουν όσοι τον βλέπουν; ότι είνε Ηρακλής;
Όχι βέβαια, εκτός αν είνε μισόστραβοι. Διότι άπειρα είνε όσα θα διαψεύδουν αυτόν
τον αρρενωπόν ιματισμόν• το βάδισμα, το βλέμμα, η φωνή, ο λιγυσμένος τράχηλος,
το ψιμμύθιον, η μαστίχη και το κοκκινάδι, με τα οποία σεις στολίζεσθε, και εν
γένει, κατά την παροιμίαν, ευκολώτερον δύνασαι να κρύψης πέντε ελέφαντας εις την
μασχάλην σου παρά ένα φαυλόβιον του είδους σου. Αφού δε η λεοντή δεν δύναται να
κρύψη ένα τοιούτον, συ νομίζεις ότι θα κρυφθής κάτω από βιβλίον; Αλλά δεν είνε
δυνατόν, διότι θα σας προδώσουν και θα σας αποκαλύψουν τα άλλα σας γνωρίσματα.
Μου φαίνεται δε ότι αγνοείς εντελώς ότι την καλήν υπόληψιν δεν πρέπει να την
ζητής από τους βιβλιοπώλας, αλλ' από αυτόν τον καθημερινόν σου βίον.Νομίζεις ότι
οι βιβλιογράφοι Αττικός και Καλλίνος θα σου χρησιμεύσουν ως συνήγοροι και
μάρτυρες υπερασπίσεως εις την κοινήν κατάκρισιν; Όχι, αλλ'άνθρωποι σκληροί θα σε
συντρίψουν, αν οι θεοί θέλουν, και θα σε ρίψουν εις την εσχάτην πενίαν. Και αν
έχης ακόμη ολίγην σύνεσιν, πρέπει να δώσης εις κανένα από τους πεπαιδευμένους τα
βιβλία τα οποία έχεις και μετ' αυτών την νεόκτιστον οικίαν σου, να πληρώσης δε
και εις τους δουλεμπόρους μέρος από τα πολλά τα οποία εις αυτούς οφείλεις. Διότι
αι δύο σου μεγάλαι φροντίδες υπήρξαν μέχρι τούδε αυταί, ν' αποκτάς βιβλία
πολυτελή και ν' αγοράζης δούλους νέους υπέρ την ηβικήν ηλικίαν και ήδη δυνατούς,
πράγμα διά το οποίον πολύ φροντίζεις και επιδιώκεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αδύνατον δε αν πτωχύνης να επαρκής και εις τας
δύο αυτάς ανάγκας. Άκουσε λοιπόν την συμβουλήν μου και σκέψου ότι μία καλή
συμβουλή είνε πολύτιμον δώρον. Σε συμβουλεύω ν' αφήσης την φροντίδα περί
πραγμάτων τα οποία ουδόλως σου ταιριάζουν και να περιορισθής να θεραπεύης την
άλλην σου μανίαν και ν' αγοράζης τους υπηρέτας εκείνους, μήπως αν σου λείψουν οι
δικοί σου, προστρέχεις εις άλλους εκ των ελευθέρων, οι οποίοι είνε κίνδυνος να
σου πάρουν τα πάντα, διά να μη αποκαλύψουν όσα έπραξαν μετά σου κατόπιν του
συμποσίου, όπως τα αίσχιστα τα οποία περί σου διηγείτο πρό τινος καιρού άμα
εξελθών εκ της οικίας σου κάποιος φαύλος, όστις και αποδείξεις των λόγων του
εδείκνυεν. Εγώ δε δύναμαι και να παρουσιάσω ως μάρτυρας τους τότε παρόντας, διά
να μάθης πώς ηγανάκτησα και παρ' ολίγον να τον δείρω οργιζόμενος προς χάριν σου,
μάλιστα όταν επεκαλέσθη ως μάρτυρα δι' αυτάς τας αισχρότητας και άλλον
διηγούμενον τα ίδια. Δι'αυτά λοιπόν οικονόμει και φύλαττε τα χρήματά σου, διά να
δύνασαι να πράττης και να παθαίνης τα ειρημένα εντός της οικίας σου και με
πολλήν ασφάλειαν. Διότι ποίος δύναται να σε μεταπείση ν' αποβάλλης αυτάς τας
έξεις; Τούτο είνε τόσον δύσκολον όσον να ξεσυνειθίση ο σκύλλος ο οποίος έμαθε να
τρώγη δέρματα. Ευκολώτερον είνε να συνειθίσης το άλλο, δηλαδή να παύσης να
αγοράζης βιβλία. Αρκετήν μάθησιν και σοφίαν απέκτησες και παρ' ολίγον να
γνωρίζης εκ στήθους όλα τα παλαιά συγγράμματα• γνωρίζεις όλην την ιστορίαν, όλας
τας τέχνας και τα κάλλη των λόγων όπως και τα ελαττώματα αυτών και την χρήσιν
των αττικών λέξεων. Έχεις γίνη πάνσοφος και έξοχος κατά την παιδείαν διά το
πλήθος των βιβλίων τα οποία έχεις.Αφού ευχαριστείσαι εις την απάτην, δεν
πειράζει αν και εγώ διασκεδάσω ολίγον με αυτήν σου την αδυναμίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά ήθελα να σ' ερωτήσω, αφού έχεις τόσα και
τόσα βιβλία, τι προ πάντων αναγινώσκεις; Τα έργα του Πλάτωνος, του Αντισθένους
του Αρχιλόχου ή του Ιππώνακτος; Ή αυτά τα περιφρονείς, προτιμάς δε τους ρήτορας;
Ειπέ μου,αναγινώσκεις και τον κατά Τιμάρχου λόγον του Αισχίνου; Ή αυτά όλα τα
γνωρίζεις εκ πείρας; Θα έχεις βέβαια επαναλάβη εις την ζωήν σου τας σκηνάς του
Αριστοφάνους και του Ευπόλιδος. Ανέγνωσες και ολόκληρον την κωμωδίαν, τους
«Βάπτας»; {57}. Και δεν εταράχθης, ούτε εκοκκίνησες όταν ανεγνώρισες τον εαυτόν
σου εις τας σκηνάς του έργου εκείνου; Ό,τι προ πάντων πρέπει να θαυμάση κανείς
εις εσέ είνε, πώς ενώ έχεις τοιαύτην διαφθοράν ψυχής, εγγίζεις τα βιβλία και πώς
με τοιαύτας χείρας τα ξεδιπλώνεις. Πότε δε αναγινώσκεις; την ημέραν; Αλλ' ουδείς
σε είδε ποτέ να πράττης τούτο. Μήπως την νύκτα; Αφού προηγουμένως ασχοληθής εις
τας ηδονάς σου εκείνας, ή προ των έργων; Εν πάση περίπτώσει δεν πρέπει να τολμάς
τοιαύτα πράγματα πριν ή επέλθη σκότος. Αφησε δε τα βιβλία και περιορίσου μόνον
εις τας ιδιαιτέρας σου τέρψεις, μολονότι έπρεπε και από εκείνας να παραιτηθής,
εντρεπόμενος την Φαίδραν του Ευριπίδου, ήτις αγανακτεί υπέρ των γυναικών και
λέγει:</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ουδέ σκότος
φρίσσουσι τον συνεργάτην τέρεμνά τ' οίκων μήποτε φθογγήν αφή. {58}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Εάν όμως είσαι αποφασισμένος να επιμείνης εις
την μανίαν σου,εξακολούθει ν' αγοράζης βιβλία, έχε τα κλεισμένα εις την οικίαν
σου και απολάμβανε την δόξαν των αποκτημάτων τούτων. Και τούτο σου είνε
αρκετόν.Αλλά μη τα εγγίζης, μη τα αναγινώσκης, ούτε φέρε εις την γλώσσαν σου
λόγους αρχαίων συγγραφέων και ποιήματα τα οποία ουδέν κακόν σου έκαμαν.Γνωρίζω
ότι εις μάτην σου δίδω τας συμβουλάς αυτάς και κατά την παροιμίαν επιχειρώ να
λευκάνω τον Αιθίοπα• διότι συ θα εξακολουθής να αγοράζης και να μη χρησιμοποιής
τα βιβλία• και θα εμπαίζεσαι υπό των πεπαιδευμένων, οίτινες αρκούνται εις την
ωφέλειαν την οποίαν απολαμβάνουν εκ του λόγου και της διανοίας των συγγραφέων
και ουχί εκ της πολυτελείας και της εξωτερικής ωραιότητος των
βιβλίων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Συ νομίζεις ότι θα διορθώσης την αμάθειάν σου
και θα την συγκαλύψης με την δόξαν της κατοχής και ότι θα καταπλήξης τον κόσμον
με το πλήθος των βιβλίων και δεν γνωρίζεις ότι και οι αμαθέστεροι εκ των ιατρών
πράττουν κάτι τι παρόμοιον. Φροντίζουν να έχουν εργαλειοθήκας από
ελεφαντοκόκκαλον και αργυράς βεντούζας και νυστέρια χρυσοκόλλητα. Αλλ'όταν
επιστή ανάγκη να τα μεταχειρισθούν, δεν γνωρίζουν πώς να τα πιάσουν, και τότε
έρχεται είς εκ των πεπειραμένων ιατρών, ο οποίος έχει μαχαιρίδιον τελείως
ακονισμένον, αλλά κατά τα αλλά ευτελές, και με αυτό απαλάττει από το νόσημα τον
άρρωστον. Διά να σε παρομοιάσω δε και προς άλλους γελοιωδεστέρους, σου αναφέρω
τους κουρείς, εκ των οποίων όσοι μεν είνε καλοί τεχνίται έχουν μόνον έν
ξυράφιον, ψαλλίδια και μικρόν κάτοπτρον• οι δε αμαθείς και άπειροι επιδεικνύουν
πλήθος ξυραφιών και μεγάλους καθρέπτας, με τούτο όμως δεν κατορθώνουν να
κρύπτουν την αμάθειάν των. Παθαίνουν δε το κωμικώτατον, ότι οι περισσότεροι
πηγαίνουν και κουρεύονται εις τους άλλους κουρείς και έπειτα εισέρχονται και
διευθετίζουν τα μαλλιά των εις τα ιδικά των κάτοπτρα. Και συ λοιπόν, εάν άλλος
σου ζητήση βιβλία, δύνασαι ούτω να τα χρησιμοποιήσης, αλλ' ο ίδιος να τα
μεταχειρισθής δεν είνε δυνατόν. Αλλ' ούτε εδάνεισες κανένα ποτέ βιβλίον, αλλά
μιμείσαι τον σκύλλον της παροιμίας ο οποίος κάθηται εις την φάτνην και ούτε
αυτός τρώγει την κριθήν, ούτε τον ίππον ο οποίος δύναται αφήνει να
φάγη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά επί του παρόντος και μόνον διά τα βιβλία
είχα να σου είπω μετά πάσης ειλικρινείας• διά δε τα άλλα, όσα αισχρά και
επαίσχυντα πράττεις,θα γίνη λόγος και πάλιν και πολλάκις.</span><br />
<h1 style="margin-top: 96pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman';">ΟΤΙ
ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΩΜΕΝ ΕΥΚΟΛΑ ΤΗΝ ΔΙΑΒΟΛΗΝ</span></h1>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Φοβερόν πράγμα είνε η
άγνοια και πολλών κακών γίνεται πρόξενος εις τους ανθρώπους, διότι ρίπτει επί
των πραγμάτων ως μίαν ομίχλην και την αλήθειαν αμαυρόνει και την διαγωγήν
εκάστου ανθρώπου επισκοτίζει.Ομοιάζομεν επομένως όλοι προς τους πλανωμένους εις
το σκότος ή μάλλον παθαίνομεν όμοια με τους τυφλούς• και άλλοτε μεν προσκόπτομεν
εις τα αντικείμενα, χωρίς να δυνάμεθα να προσέχωμεν, άλλοτε δε χωρίς ανάγκην τα
υπερβαίνομεν• και ό,τι μεν είνε πλησίον και προ των ποδών μας δεν βλέπομεν, το
δε μακράν ευρισκόμενον και πολύ απέχον φοβούμεθα ως να μας ενοχλή. Εν γένει δε
εις πάσαν μας πράξιν δεν κατορθώνομεν ν' αποφεύγωμεν τα σφάλματα και ως επί το
πλείστον ολισθαίνομεν. Διά τούτο η άγνοια έχει δώση ήδη εις τους τραγικούς
ποιητάς μυρίας υποθέσεις δραμάτων, όπως τα δυστυχήματα των Λαβδακιδών και των
Πελοπιδών και τα παρόμοια• διότι αι πλείσται των συμφορών αι οποίαι
αναβιβάζονται εις την σκηνήν, δύναται κανείς να εύρη ότι προξενούνται υπό της
αγνοίας, ως υπό κακοποιού τινος πνεύματος. Λέγω δε αυτά αποβλέπων, και εις άλλα,
αλλά προπάντων εις τας μη αληθείς και εναντίον οικείων και φίλων διαβολάς, ένεκα
των όποιων και οικογένειαι έγιναν άνω κάτω και πόλεις κατεστράφησαν εξ
ολοκλήρου,πατέρες έγιναν θηρία κατά των τέκνων και αδελφοί κατά των αδελφών και
τέκνα κατά των γονέων και ερασταί κατά των ερωμένων• πολλαί δε φιλίαι
διερρήχθησαν και οικογένειαι περιήλθον εις διχόνοιαν, ένεκα της ευπιστίας εις
τας διαβολάς.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Διά να υποπίπτωμεν λοιπόν όσον το δυνατόν
ολιγώτερον εις αυτάς, θέλω να δείξω διά του λόγου, ως επί εικόνος, τι είνε η
διαβολή, πώς αρχίζει και ποία αποτελέσματα έχει. Αλλ' ο Απελλής ο Εφέσιος {59}μ'
επρόλαβεν ήδη εις την σύνθεσιν αυτής της εικόνος• διότι και αυτός συκοφαντηθείς
προς τον Πτολεμαίον {60} ως λαβών μέρος μετά του Θεοδότου εις την συνωμοσίαν της
Τύρου, ενώ ο Απελλής ούτε την Τύρον είχεν ίδη ποτέ ούτε τον Θεοδόταν, περί του
οποίου απλώς εγνώριζεν εξ ακοής ότι ήτο είς των υπάρχων του Πτολεμαίου και του
ήτο ανατεθειμένη η διοίκησις της Φοινίκης. Αλλά κάποιος αντίζηλος εις την
τέχνην, Αντίφιλος {61}ονομαζόμενος, κινούμενος υπό φθόνου διά την παρά του
βασιλέως εύνοιαν προς τον Απελλήν και ζηλεύων αυτόν διά την τέχνην, τον
κατηγόρησε προς τον ηγεμόνα ως ένοχον εις όλα και ότι κάποιος τον είδεν εις την
Φοινίκην να συντρώγη με τον Θεοδόταν και καθ' όλον το δείπνον να κρυφομιλή προς
αυτόν• και το συμπέρασμά του ήτο ότι η αποστασία της Τύρου και η κατάληψις του
Πηλουσίου ήσαν αποτελέσματα της συμβουλής του Απελλού. Ο δε Πτολεμαίος, ο οποίος
και κατά τα άλλα δεν ήτο και πολύ συνετός άνθρωπος, αλλ' είχεν ανατραφή με
κολακείαν ηγεμονικήν, τόσον εξηρεθίσθη και συνεταράχθη υπό της απροσδόκητου
εκείνης διαβολής, ώστε χωρίς να σκεφθή όπως έπρεπε και εννοήση το απίθανον της
διαβολής, ότι ο διαβάλλων ήτο αντίζηλος εις την τέχνην προς τον διαβαλλόμενον
και ότι ο ζωγράφος ήτο ανίκανος να πράξη τοιαύτην προδοσίαν και μάλιστα αφού
είχεν ευεργετηθή παρ' αυτού και περισσότερον από κάθε άλλον ζωγράφον τιμηθή,αλλά
και χωρίς καθόλου να εξετάση εάν ο Απελλής εταξείδευσεν εις την Τύρον, κατελήφθη
ευθύς υπό οργής και εγέμισεν από κραυγάς τα ανάκτορα,καταβοών εναντίον του
αχαρίστου, του επιβούλου και συνωμότου. Και αν είς εξ εκείνων οίτινες είχον
συλληφθή διά την συνωμοσίαν δεν ηγανάκτει διά την αναισχυντίαν του Αντιφίλου και
δεν ελυπείτο τον δυστυχή Απελλήν και δεν εμαρτύρει ότι ο άνθρωπος εις ουδεμίαν
σχέσιν ήλθε με αυτούς, θα εκαρατομείτο και θα ετιμωρείτο διά τα γενόμενα εις την
Τύρον διά τα οποία ήτο εντελώς αθώος. Λέγεται δε ότι ο Πτολεμαίος τότε από τόσην
εντροπήν κατελήφθη διά την πλάνην του, ώστε εις μεν τον Απελλήν εδώρησεν εκατόν
τάλαντα, τον δε Αντίφιλον του παρέδωκεν ως δούλον. Ο Απελλής τότε εις ανάμνησιν
των κινδύνων τους οποίους διέτρεξεν, εζωγράφισε μίαν εικόνα διά να εκδικηθή την
διαβολήν. Δεξιά κάθηται άνθρωπος με πολύ μεγάλα ώτα σχεδόν όπως του Μίδου, ο
οποίος εκτείνει την χείρα του προς την Διαβολήν ερχομένην προς αυτόν και
ευρισκομένην ακόμη εις απόστασιν.Εκατέρωθεν αυτού στέκονται δύο γυναίκες, η
Άγνοια, υποθέτω, και η Υποψία. Εκ του άλλου δε μέρους έρχεται η Διαβολή, γύναιον
υπερβολικά ωραίον, θυμωμένον δε και τεταραγμένον, ως να κατέχεται υπό λύσσης και
οργής• και εις μεν την αριστεράν κρατεί δάδα φλεγομένην, με την δεξιάν δε σύρει
από την κόμην ένα νέον ο οποίος υψώνει προς τον ουρανόν τας χείρας και
επικαλείται μάρτυρας τους θεούς. Του συμπλέγματος τούτου προηγείται άνθρωπος
ωχρός και δύσμορφος, ο οποίος έχει το βλέμμα άγριον και ομοιάζει προς εκείνους
τους οποίους μακρά ασθένεια έχει εξαντλήση.Και μαντεύει κανείς ότι ούτος παριστά
τον Φθόνον. Αλλά συμπαρίστανται και δύο άλλαι γυναίκες, αι οποίαι ενθαρρύνουν
και περιποιούνται την Διαβολήν και διευθετούν τα ενδύματά της. Κατά την εξήγησιν
δε την οποίαν μου έδωκεν ο ερμηνευτής της εικόνος, εκ τούτων η μεν μία ήτο η
Επιβουλή,η δε άλλη η Απάτη. Κατόπιν ήρχετο μία άλλη της οποίας ο ιματισμός ήτο
πολύ πένθιμος• εφόρει μαύρα και είχε τας παρειάς κατασπαραγμένας, νομίζω δε ότι
αυτή ελέγετο Μεταμέλεια• και εστρέφετο προς τα οπίσω δακρύουσα και με εντροπήν
μεγάλην και συνεσταλμένη έβλεπε προς την πλησιάζουσαν Αλήθειαν. Κατ' αυτόν τον
τρόπον ο Απελλής παρέστησε δια της ζωγραφικής τον κίνδυνον τον οποίον
διέτρεξεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τώρα δε ας προσπαθήσωμεν και ημείς κατά μίμησιν
του Εφεσίου ζωγράφου να παραστήσωμεν τα χαρακτηριστικά της διαβολής, αφού
προηγουμένως την καθορίσωμεν, διότι ούτω η εικών μας θα γίνη περισσότερον
παραστατική. Η διαβολή λοιπόν είνε κατηγορία η οποία γίνεται εν απουσία και
αγνοία του κατηγορουμένου και πιστεύεται μονομερώς και χωρίς ν' ακουσθή
αντίρρησις και απολογία. Τοιαύτη είνε η κακία περί της οποίας πρόκειται να
ομιλήσωμεν. Επειδή δε, όπως εις τας κωμωδίας, τρία είνε τα πρόσωπα μεταξύ των
οποίων γίνεται η διαβολή, ο διαβάλλων, ο διαβαλλόμενος και εκείνος προς τον
οποίον γίνεται η διαβολή, ας εξετάσωμεν έκαστον εξ αυτών ιδιαιτέρως και τον
τρόπον κατά τον οποίον έκαστος ενεργεί. Και εν πρώτοις, αν θέλετε, ας
παρουσιάσωμεν τον πρωταγωνιστήν του δράματος,δηλαδή τον εργάτην της διαβολής.
Ότι δεν είνε αγαθός άνθρωπος ούτος είνε εις όλους ευνόητον διότι ουδείς αγαθός
δύναται να γίνη κακών αίτιος εις άλλον• εξ εναντίας το γνώρισμα των αγαθών
ανθρώπων είνε τα ευεργετήματα τα οποία κάμνουν προς τους φίλους και δεν αποκτούν
την καλήν υπόληψιν εκ των αδικημάτων τα οποία κινούν την οργήν και το μίσος των
άλλων. Έπειτα ότι ο τοιούτος είνε άδικος, παράνομος και ασεβής και επιζήμιος εις
εκείνους τους οποίους συναναστρέφεται, είνε εύκολον να εννοηθή. Διότι τις
δύναται να αρνηθή ότι η ισότης εις όλα και το ν' αρκήται κανείς μόνον εις ό,τι
του ανήκει είνε έργον δικαιοσύνης, η δε ανισότης και η πλεονεξία είναι αδικία;
Εκείνος δε ο οποίος κρυφίως μεταχειρίζεται την διαβολήν κατά των απόντων, πώς
δεν είναι πλεονέκτης, αφού σφετερίζεται ολόκληρον τον ακροατήν, του
προκαταλαμβάνει τα ώτα και τα αποφράσσει και τα καθιστά εντελώς απρόσιτα εις την
απολογίαν, διότι τα έχει ήδη προκαταβολικώς γεμίση με την
συκοφαντίαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Το τοιούτον είνε εσχάτη αδικία, ως θα έλεγον
και οι άριστοι των νομοθετών, όπως ο Σόλων και ο Δράκων, οι οποίοι υπεχρέωσαν
τους δικαστάς να υπόσχωνται με όρκον ότι θα ακροαστούν ες ίσου και τα δύο
διάδικα μέρη και ότι θα δείξουν ίσην ευμένειαν προς τους δικαζομένους, έως ου
συγκρίνοντες την απολογίαν προς την κατηγορίαν, ίδουν ποία είνε η δικαιοτέρα.
Πριν δε παραβληθή η απολογία προς την κατηγορίαν, οι νομοθέται απεφάνθησαν ότι η
κρίσις θα είνε ασεβής και ανόσιος. Δυνάμεθα να είπωμεν ότι και αυτοί οι θεοί θα
αγανακτήσουν, εάν εις τον κατήγορον παρέχωμεν πάσαν ελευθερίαν να λέγη ό,τι
θέλει, προς δε τον κατηγορούμενον κλείωμεν τα ώτα μας ή του επιβάλλωμεν σιωπήν
και τον καταδικάζωμεν μόνον επί τη βάσει της κατηγορίας. Ώστε ορθώς δύναταί τις
να είπη ότι αι διαβολαί δεν γίνονται κατά τον νόμον και κατά τον δικαστικόν
όρκον. Εάν δε υπάρχη κανείς όστις φρονεί ότι δεν πρέπει να πιστεύωμεν εις τους
νομοθέτας, οίτινες συμβουλεύουν να γίνωνται αι κρίσεις με τοιαύτην δικαιοσύνην
και αμεροληψίαν, νομίζω ότι δύναμαι να επικαλεσθώ την γνώμην ενός ποιητού, του
αρίστου, ο οποίος ορθώτατα απεφάνθη ή μάλλον ενομοθέτησε περί τούτων. Ο ποιητής
ούτος {62} λέγει•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">μήτε δίκην δικάσης, πριν άμφω μύθον ακούσης.
{63}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγνώριζεν, υποθέτω, και ούτος ότι εκ των πολλών
αδικημάτων τα οποία συμβαίνουν εις τον κόσμον, ουδέν είνε χειρότερον και
αδικώτερον από το να καταδικασθούν άνθρωποι χωρίς να κριθούν και χωρίς ν'
απολογηθούν• εις τούτο δε τείνουν όλαι αι προσπάθειαι του συκοφάντου, ο οποίος
εκθέτει τον διαβαλλόμενον άκριτον εις την οργήν εκείνου προς τον οποίον γίνεται
η συκοφαντία• και επειδή η κατηγορία γίνεται κρυφίως, στερεί τον διαβαλλόμενον
του δικαιώματος της απολογίας. Διότι είνε χωρίς θάρρος και δειλοί εν γένει οι
τοιούτοι άνθρωποι και δεν πράττουν τίποτε φανερά,αλλά ενεδρεύοντες τοξεύουν εκ
του αφανούς, ώστε να μη είνε δυνατή καμμία αντίστασις και αντεπίθεσις, αλλ' οι
αντίπαλοι να φονεύωνται χωρίς να γνωρίζουν τον επιτιθέμενον και τας διαθέσεις
του. Τούτο είνε η μεγίστη απόδειξις ότι οι διαβάλλοντες δεν λέγουν τίποτε
αληθές• διότι εάν τις έχη συναίσθησιν ότι αι κατηγορίαι τας οποίας απευθύνει
εναντίον ενός άλλου είνε αληθείς, τον κατηγορεί και φανερά και δεν φοβείται την
απολογίαν και την υπεράσπισίν του, όπως ουδείς, ο οποίος δύναται να νικήση
φανερά, θα μεταχειρισθή ποτε ενέδραν και απάτην εναντίον των εχθρών. Δύναται δε
κανείς να ίδη τους τοιούτους προ πάντων εις τας βασιλικάς αυλάς, ευνοουμένους
των αρχόντων και ηγεμονευόντων, εκεί όπου ο φθόνος είνε πολύς, απειράριθμοι δε
αι υποψίαι και πολυαριθμώταται αι αφορμαί των κολακειών και των συκοφαντιών•
διότι πάντοτε, όπου υπάρχουν μεγαλείτεραι ελπίδες, εκεί και οι φθόνοι είνε
φοβερώτεροι και τα μίση πλέον επικίνδυνα και αι ζηλοτυπίαι ανηθικώτεραι εις τα
μέσα τα οποία μεταχειρίζονται• όλοι αλληλοεπιτηρούνται και, καθώς οι
μονομαχούντες,προσέχουν ν' ανακαλύψουν μέρος τι απροφύλακτον του σώματος διά να
κτυπήσουν εκεί. Επειδή έκαστος θέλει να είνε πρώτος, απωθεί και παραγκωνίζει τον
πλησίον και, αν δύναται, υποσκελίζει και ανατρέπει τον προ αυτού ευρισκόμενον.
Ούτω δε ο μεν τίμιος ευθύς και ευκόλως ανατρέπεται και παραγκωνίζεται και επί
τέλους εκδιώκεται ατιμωτικώς, ο δε κόλαξ και εις τας τοιαύτας κακοηθείας
επιτηδειότερος επιτυγχάνει και καθ' όλα επικρατεί• διότι εκείνο το οποίον είπεν
ο Όμηρος είνε μεγάλη αλήθεια•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ξυνός Ενυάλιος και τύν κτανέοντα κατέκτα.
{64}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επειδή λοιπόν εις τον ανταγωνισμόν των δεν
πρόκειται περί μικρών,επινοούν παντός είδους πλεκτάνας εναντίον αλλήλων, εκ των
οποίων η μάλλον επικίνδυνος και ταχύτερον φθάνουσα εις αποτέλεσμα είνε η
συκοφαντία, η οποία αρχίζει από φθόνον ή μίσος σκόπιμον και επιφέρει
αποτελέσματα τραγικά και πλήρη από συμφοράς. Δεν είνε δε μικρόν ούτε απλούν
τούτο, ως δύναταί τις να νομίση, αλλ' έχει ανάγκην πολλής τέχνης,όχι μικράς
οξυνοίας και εξαιρετικής επιμελείας. Διότι δεν θα έβλαπτε τόσον η διαβολή, εάν
δεν εγίνετο κατά τρόπον κινούντα την εμπιστοσύνην ούτε θα ενίκα την ισχυροτέραν
όλων αλήθειαν, εάν δεν είχε πολύ θέλγητρον και πιθανότητα και δεν μετεχειρίζετο
μυρία άλλα μέσα, διά να εξαπατά τους δεχομένους την συκοφαντίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Διαβάλλεται ως επί το πλείστον εκείνος ο οποίος
έχει μεγάλας ευνοίας και αξιώματα και ο οποίος διά τούτο φθονείται υπό των
αντιζήλων, τους οποίους υπερέβη. Όλοι διευθύνουν κατ' αυτού τα βέλη των
θεωρούντες αυτόν κώλυμα και εμπόδιον εις την πρόοδόν των και έκαστος νομίζει ότι
αυτός θα γίνη πρώτος εάν τον κορυφαίον εκείνον κατανικήση και ρίψη εκ της
ευνοίας. Συμβαίνει και εδώ κάτι παρόμοιον προς ό,τι γίνεται εις τους αγώνας των
δρομέων• και εκεί ο μεν καλός δρομεύς, ευθύς άμα δοθή το σύνθημα, προσέχει μόνον
εις τον δρόμον του και όλαι του αι προσπάθειαι τείνουν προς το τέρμα• ελπίζων δε
μόνον εις τους πόδας του διά την νίκην, ουδόλως ενοχλεί τον πλησίον του
τρέχοντα, ούτε μελετά τίποτε κακόν εναντίον των άλλων αγωνιστών ο δε κακός και
αγύμναστος ανταγωνιστής, μη ελπίζων να νικήση διά της ταχύτητος των ποδών
του,καταφεύγει εις την πανουργίαν και μόνον δι' έν πράγμα σκέπτεται, πώς να
κρατήση ή να εμποδίση τον προτρέχοντα και δυνηθή να προηγηθή αυτός,καθότι εάν
δεν επιτύχη τούτο, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να νικήση. Ομοίως γίνεται και εις
τας ευνοίας των μεγάλων• εκείνος ο οποίος έχει την πρώτην θέσιν εις αυτάς
περιβάλλεται υπό επιβουλών, και καταλαμβανόμενος απροφύλακτος, ανατρέπεται υπό
των εχθρών, εν μέσω των οποίων ευρίσκεται,ενώ ούτοι αγαπώνται μεταξύ των και η
κοινή προσπάθεια δια να βλάψουν τους άλλους τους συνδέει ως φιλία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Διά να γίνεται δε πιστευτή η διαβολή δεν είνε
τυχαίον και εύκολον επινόημα, αλλ' εις αυτό συνίσταται όλη η τέχνη των και
προσέχουν μεγάλως να μη αποδώσουν εις τον συκοφαντούμενον ιδιότητα ή πράξιν η
οποία δεν του ταιριάζει και δύναται να φανή ξένη προς αυτόν. Ως επί το πλείστον
φροντίζουν να μετατρέψουν προς το κακόν τα προτερήματα του διαβαλλομένου και
ούτω αι κατηγορίαι των γίνονται πιθαναί• τον ιατρόν λ. χ. διαβάλλουν ως
δηλητηριαστήν, τον πλούσιον ως επιδιώκοντα να γίνη τύραννος και τον αυλικόν ως
προδίδοντα τον ηγεμόνα του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ενίοτε δε και εκείνος προς τον οποίον γίνεται η
διαβολή παρέχει τας αφορμάς της συκοφαντίας και οι κακοήθεις εκείνοι άνθρωποι
διά να επιτύχουν ασφαλέστερον του λέγουν πράγματα τα οποία δύνανται να εύρουν
ηχώ εις τον χαρακτήρα του. Εάν εννοήσουν ότι είνε ζηλότυπος, ο τάδε, του λέγουν,
έκαμε νεύμα προς την γυναίκα σου κατά το δείπνον και στραφείς προς αυτήν
εστέναξε, η δε Στρατονίκη {65} δεν τον έβλεπεν με δυσαρέσκειαν. Εν γένει δε αι
προς αυτόν διαβολαί έχουν χαρακτήρα ερωτικόν και μοιχικόν. Εάν είνε ποιητής και
έχη μεγάλην ιδέαν περί του εαυτού του, μάθε, του λέγουν, ότι ο Φιλόξενος
εχλεύασε τα ποιήματά σου και τα κατηγόρησε ότι είνε άμμετρα και κακοσύνθετα.
Προς δε τον ευσεβή και φιλόθεον ο φίλος του συκοφαντείται ως άθεος και ανόσιος,
ότι περιφρονεί τα θεία και αρνείται την θείαν πρόνοιαν• αυτός δε εξοργίζεται
αμέσως, ως είνε επόμενον, και αποστρέφεται τον φίλον του, χωρίς να περιμείνη την
ακριβή απόδειξιν της κατηγορίας. Εν γένει επινοούν και λέγουν εκείνα προ πάντων
τα οποία γνωρίζουν ότι δύνανται να κινήσουν την οργήν του ακούοντος• γνωρίζοντες
δε πού έκαστος δύναται ευκολώτερον να πληγωθή, τοξεύουν και ακοντίζουν εις το
σημείον τούτο, και η απότομος οργή θα τον ταράξη τόσον, ώστε να μη του δώση
καιρόν και ηρεμίαν προς εξέτασιν της αληθείας• και αν ο κατηγορηθείς θελήση να
απολογηθή, να τον εύρη τόσον προκατειλημμένον υπό της πιθανότητος της
κατηγορίας, ώστε να μη του επιτρέψη να δικαιολογηθή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αποτελεσματικώτατον δε είνε το είδος της
συκοφαντίας το οποίον εναντιούται προς την επιθυμίαν του ακούοντος. Ούτω συνέβη
όταν κάποιος διέβαλε τον Πλατωνικόν Δημήτριον προς τον Πτολεμαίον τον
επονομασθέντα Διόνυσον, ότι ο Δημήτριος έπινε νερόν και μόνος εκ των άλλων δεν
εφόρεσε γυναικεία ενδύματα κατά την εορτήν των Διονυσίων• και εάν, όταν εκλήθη
υπό του Πτολεμαίου, δεν εφρόντιζεν από πρωίας να πίη δημοσία και φορέσας εσθήτα
του Τάραντος {66} να παίξη κύμβαλον και να χορεύση, θα εθανατώνετο ίσως ως μη
επιδοκιμάζων τον βίον του βασιλέως, αλλά κατακρίνων και πολεμών τας ηδονάς
αυτού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Διά δε τον Αλέξανδρον η μεγαλειτέρα και η πλέον
επιτυχής διαβολή ήτο αν κατηγορείτο κανείς ότι δεν εσέβετο και δεν επροσκύνα τον
Ηφαιστίωνα.Όταν δηλαδή απέθανεν ο Ηφαιστίων, ο Αλέξανδρος ηθέλησε να προσθέση
εις την άλλην του δόξαν και την χειροτονίαν ενός θεού και ανεκήρυξε θεόν τον
αποθανόντα φίλον του. Ευθύς δε αι πόλεις ανήγειραν ναούς και τεμένη και βωμούς,
θυσίαι δε και εορταί ετελούντο εις τον νέον τούτον θεόν και ο μεγαλείτερος όρκος
δι' όλους ήτο να ορκίζωνται εις τον Ηφαιστίωνα. Εάν δε κανείς εμειδία διά τα
γινόμενα ή δεν εδείκνυε μεγάλην ευσέβειαν, η τιμωρία του ήτο θάνατος. Οι δε
κόλακες, εκμεταλλευόμενοι την παιδαριώδη ταύτην επιθυμίαν του Αλεξάνδρου, την
εξηρέθιζον και την ενίσχυον,διηγούμενοι εμφανίσεις του Ηφαιστίωνος εις τα όνειρά
των και εν καιρώ ημέρας, αποδίδοντες εις αυτόν θεραπείας και διαφημίζοντες την
μαντικήν του δύναμιν• του απένεμον δε θυσίας ως θεού συμπαρέδρου του Διός και
αποτρέποντος τους κινδύνους. Ο δε Αλέξανδρος ετέρπετο ν' ακούη ταύτα,επί τέλους
δε επίστευσε και ο ίδιος και υπερηφανεύετο επί τη ιδέα ότι δεν ήτο μόνον υιός
θεού, αλλά και θεούς άλλους ηδύνατο να δημιουργή. Ουκ ολίγοι εκ των φίλων του
Αλεξάνδρου κατά την εποχήν εκείνην απήλαυσαν τους πικρούς καρπούς της
θεοποιήσεως του Ηφαιστίωνος, διότι εσυκοφαντήθησαν ότι δεν ετίμων εκείνον τον
οποίον όλοι οι άλλοι εθεώρουν θεόν, και διά τούτο απεδιώχθησαν και εξέπεσαν από
την εύνοιαν του βασιλέως. Τότε και ο εκ Σάμου Αγαθοκλής, στρατηγός του
Αλεξάνδρου και ευνοούμενος παρ' αυτού, παρ' ολίγον να ριφθή εις τους λέοντας,
διότι εσυκοφαντήθη ότι διερχόμενος πλησίον του τάφου του Ηφαιστίωνος
εδάκρυσε.Αλλά τον εβοήθησεν, ως λέγεται, ο Περδίκκας, ο οποίος ωρκίσθη προς τον
Αλέξανδρον εις όλους τους θεούς και εις τον Ηφαιστίωνα ότι, ενώ εκυνήγει,
ενεφανίσθη προς αυτόν ολοφάνερα ο θεός και του παρήγγειλε να είπη προς τον
Αλέξανδρον να μη κακοποιήση τον Αγαθοκλήν, καθότι δεν εδάκρυσεν εξ απιστίας,
ούτε διότι εθεώρει ως νεκρόν τον Ηφαιστίωνα, αλλά διά την ανάμνησιν της παλαιάς
των φιλίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η κολακεία και η διαβολή τότε μάλιστα εύρεν
έδαφος όταν προσηρμόσθη εις το πάθος του Αλεξάνδρου• διότι καθώς εις τας
πολιορκίας οι πολιορκούντες δεν διευθύνουν τας προσπαθείας των εις τα υψηλά και
απόκρημνα μέρη του τείχους, αλλ' εάν ανακαλύψουν μέρος τι αφύλακτον, χαλασμένον
ή χαμηλόν,εις τούτο επιτίθενται με όλας των τας δυνάμεις, καθότι εκείθεν
δύνανται ευκολώτερα να εισχωρήσουν και κυριεύσουν την πόλιν, ούτω και οι
συκοφάνται ό,τι βλέπουν ασθενές και χαλαρόν και ευκολοδιάβατον μέρος εις την
ψυχήν, τούτο προσβάλλουν και προς αυτό διευθύνουν τας πολιορκητικάς των μηχανάς
και επί τέλους εκπορθούσι την πόλιν χωρίς κανείς ν'αντισταθή, ούτε να εννοήση
την έφοδον. Και άμα εισέλθουν εντός των τειχών πυρπολούν και καίουν τα πάντα,
σφάζουν και εξορίζουν. Τοιαύτη είνε η οικτρά τύχη ψυχής κατακυριευομένης και
υποδουλομένης. Ως μηχανήματα δε πολιορκητικά κατά του ακούοντος χρησιμεύουν εις
αυτούς η απάτη, το ψεύδος, η επιορκία, η επίμονος ενέργεια, η αναισχυντία και
πλείσται άλλαι ραδιουργίαι• η μεγαλειτέρα δε εξ όλων τούτων είνε η κολακεία, η
οποία είνε συγγενής ή μάλλον αδελφή της συκοφαντίας. Διότι όσον γενναίος και αν
είνε κανείς και έχη ψυχήν με αδαμάντινον περίβλημα,δεν θα δυνηθή να μη υποχωρήση
εις τας επιθέσεις της κολακείας και μάλιστα όταν η διαβολή υποσκάπτη και αφαιρή
τα θεμέλια του τείχους το οποίον την προστατεύει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και η μεν εξωτερική επίθεσις είνε τοιαύτη.
Εσωτερικώς δε πολλοί προδόται συμβοηθούν και καλούν και τας πύλας ανοίγουν και
κατά πάντα τρόπον υποβοηθούν εις το να κυριευθή ο προς ον απευθύνεται η διαβολή.
Οι προδόται δε ούτοι είνε πρώτον η αγάπη προς το νέον, ήτις είνε φυσική εις τους
ανθρώπους, και το αψίκορον, έπειτα δε η κλίσις προς τας παραδόξους διηγήσεις.
Διότι δεν γνωρίζω πώς τερπόμεθα όλοι από τα κρυφίως λεγόμενα και πλήρη υπονοιών.
Γνωρίζω ανθρώπους των οποίων την ακοήν γαργαλίζουν τόσον ευχαρίστως αι διαβολαί,
όσον τα πτερά με τα οποία ξύουν τα ώτα των. Όταν λοιπόν με την συμμαχίαν όλων
τούτων επιπέσωσιν οι συκοφάνται,νικούν κατά κράτος και κυριεύουν, άλλως τε δε η
νίκη των δεν δύναται να είνε δύσκολος, καθ' όσον ουδείς αντιπαρατάσσεται και
ανθίσταται εις τας επιθέσεις των διότι όπως οι κάτοικοι πόλεως κυριευομένης εν
καιρώ νυκτός, οι συκοφαντούμενοι φονεύονται κοιμώμενοι. Και το λυπηρότερον εξ
όλων είνε ότι ο συκοφαντηθείς, μη γνωρίζων τα γενόμενα, πηγαίνει προς τον φίλον
του χαρούμενος, διότι έχει την συνείδησιν καθαράν, και ομιλεί και φέρεται όπως
πάντοτε, ενώ ο δυστυχής είνε κατά παντοίους τρόπους παγιδευμένος• ο δε φίλος του
εάν μεν είνε γενναιόψυχος, ελεύθερος τον χαρακτήρα και ειλικρινής, αφήνει αμέσως
ελευθέραν διέξοδον εις την οργήν και την αγανάκτησίν του• και, δίδων ούτω
αφορμήν εις την απολογίαν,εννοεί ότι αδίκως εθύμωσε κατά του φίλου του• εάν δε
είνε ταπεινού και αγενούς χαρακτήρος, υποδέχεται μεν και προσμειδιά βεβιασμένως,
αλλ'ενδομύχως μισεί και κρυφίως τρίζει τους οδόντας και, όπως ο ποιητής λέγει,
«βυσσοδομεύει την οργήν».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν μου φαίνεται πράγμα αδικώτερον και
δουλοπρεπέστερον από τούτο, να καταπίνη κανείς και να τρέφη κρυφίως την χολήν
και το μίσος και να το αφήνη ν' αυξάνη κρυφίως εις την ψυχήν του• και άλλα μεν
να φρονή, άλλα δε να λέγη και να παίζη με ιλαρόν και εύθυμον πρόσωπον τραγωδίαν
εμπαθεστάτην και πλήρη από δηλητήριον. Συμβαίνει δε τούτο κυρίως όταν ο
συκοφαντών θεωρείται προ πολλού φίλος του συκοφαντουμένου και εν τοσούτω τον
κατηγορεί• τότε δεν θέλουν ν' ακούσουν τίποτε από τους συκοφαντουμένους και
επιχειρούντας ν' απολογηθώσι, διότι η φαινομενική παλαιά φιλία τους έχει
προδιαθέση να θεωρούν την κατηγορίαν αξιόπιστον και αναμφισβήτητον• και δεν
σκέπτονται ότι και μεταξύ εκείνων τους οποίους συνδέει μεγάλη φιλία γεννώνται
πολλάκις πολλαί αφορμαί μίσους,αι οποίαι διαφεύγουν την προσοχήν των άλλων.
Ενίοτε δε οι ένοχοι διά να προλάβουν την εναντίον των κατηγορίαν σπεύδουν και
κατηγορούν τους άλλους. Εν γένει ουδείς θα ετόλμα να συκοφαντήση εχθρόν• ακριβώς
διότι η έχθρα του θα επρόδιδε την συκοφαντίαν• συκοφαντούνται συνήθως οι
θεωρούμενοι φίλοι. Φροντίζουν δε συγχρόνως οι συκοφαντούντες να δεικνύουν
ενδιαφέρον δι' εκείνους προς τους οποίους απευθύνεται η διαβολή, οίτινες ούτω
πείθονται ότι χάριν του συμφέροντός των ουδέ των φιλτάτων αυτών εφείσθησαν οι
κατήγοροι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Υπάρχουν δε και άνθρωποι οίτινες και αν κατόπιν
εννοήσωσιν ότι αδίκως κατηγορήθησαν προς αυτούς οι φίλοι των, όμως εξ εντροπής
δι' όσα επίστευσαν δεν τολμούν πλέον να τους πλησιάσουν, ούτε να τους
ατενίσουν•φαίνονται ως να θεωρούν εαυτούς προσβληθέντας διότι ηπατήθησαν και
κατηγόρησαν αθώους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λοιπόν ο βίος των ανθρώπων έχει γεμίση από
συμφοράς εκ των διαβολών, αι οποίαι τόσον ευκόλως και ανεξετάστως πιστεύονται. Η
Άντεια, αφού πρώτη επεχείρησε να προσελκύση εις τον έρωτά της τον Βελλεροφόντην,
λέγει προς τον σύζυγόν της•</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">τεθναίης, ω Προίτ' ή
κάκτανε Βελλεροφόντην ός μ' έθελεν φιλότητι μιγήμεναι ουκ εθελούση,
{67}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ενώ αυτή επροκάλεσε και ο ήρως την
επεριφρόνησεν. Εκινδύνευσε δε ο νέος να φονευθή εις την πάλην του προς την
Χίμαιραν και να τιμωρηθή ούτω διά την σωφροσύνην του και τον σεβασμόν του προς
τον φιλοξενούντα, διότι η κακοήθης εκείνη γυνή τον εσυκοφάντησεν. Η δε Φαίδρα,
ομοίως κατηγορήσασα τον προγονόν της Ιππόλυτον, κατώρθωσε να τον καταρασθή ο
πατήρ του, ενώ,ως οι θεοί γνωρίζουν, ουδέν ανόσιον έπραξεν ο δυστυχής
νέος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά θα παρατηρήση τις ότι ενίοτε, όταν ο
διαβάλλων είνε κατά τα άλλα δίκαιος και φαίνεται συνετός, είνε αξιόπιστος και
κατ' ανάγκην δίδομεν προσοχήν και πίστιν εις τους λόγους του, καθότι τον
θεωρούμεν ανάξιον να πράξη τοιούτον κακούργημα. Υπήρξεν άλλος δικαιότερος από
τον Αριστείδην;Όμως και εκείνος επολέμησε τον Θεμιστοκλήν και εξηρέθιζε τον λαόν
εναντίον του, διότι, ως ο ίδιος ωμολόγησε, δεν ήτο ολιγώτερον του αντιπάλου του
ευαίσθητος εις τα θέλγητρα της φιλοδοξίας. Και ήτο μεν δίκαιος ως προς τους
άλλους, αλλ' ήτο άνθρωπος και αυτός και είχε χολήν και δεν ήτο απηλλαγμένος του
μίσους όπως και της αγάπης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και αν αληθεύη η ιστορία του Παλαμήδους, ο
φρονιμώτατος εκ των Αχαιών και κατά τα άλλα άριστος φαίνεται ότι εκ φθόνου
επεβουλεύθη την ζωήν ανδρός συγγενούς και φίλου, ο οποίος συνεξεστράτευσε διά να
εκτεθή μετ'αυτού εις τους αυτούς κινδύνους• τόσον είνε φυσικόν εις όλους τους
ανθρώπους να υποπίπτωσιν εις αυτά τα πάθη. Και τι να είπωμεν περί του Σωκράτους,
όστις αδίκως κατηγορήθη προς τους Αθηναίους ως ασεβής και διαφθορεύς; είτε περί
του Θεμιστοκλέους και του Μιλτιάδου, οίτινες μετά τόσας νίκας εθεωρήθησαν
ύποπτοι προδοσίας; Τα παραδείγματα είνε άπειρα και τα περισσότερα
γνωστά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τι πρέπει λοιπόν να πράττη ο φρόνιμος άνθρωπος,
όστις αμφιβάλλει περί της αγαθότητας ή της ειλικρινείας ενός φίλου του; Μου
φαίνεται ότι πρέπει ν' ακολουθήση την συμβουλήν την οποίαν ο Όμηρος δίδει εις
τον μύθον των Σειρήνων, παραγγέλλων να αποφεύγωμεν τας ολεθρίας ηδονάς των
διηγήσεων, να φράσσωμεν τα ώτα και να μη τα τείνωμεν ανοικτά και απροφύλακτα εις
τους κόλακας• αλλ' αφού καταστήσωμεν αυστηρόν θυρωρόν το λογικόν προς όλα τα
λεγόμενα, τα μεν καλά να δεχώμεθα, τα δε κακά ν'αποκλείωμεν και αποδιώκωμεν
διότι είνε γελοίον εις μεν τας οικίας μας να έχωμεν θυρωρούς, τα δε ώτα μας και
τον νουν ν' αφήνωμεν ανοικτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν λοιπόν έρχεται κανείς και μας λέγη
τοιαύτα, πρέπει να εξετάζωμεν το πράγμα καθ' εαυτό, χωρίς ούτε εις την ηλικίαν
του λέγοντος ν'αποβλέπωμεν, ούτε εις τον άλλον του βίον, ούτε εις την
πειστικότητα των λόγων του. Διότι όσον πειστικότερος είνε τόσον επιμελέστερον
πρέπει να εξετασθούν τα λεγόμενά του. Δεν πρέπει να εμπιστευώμεθα εις ξένην
κρίσιν αντί δε να παραδίδωμεν την εμπιστοσύνην μας εις το μίσος του άλλου,πρέπει
να επιφυλάττωμεν εις εαυτούς την εξέτασιν της αληθείας και ν'αφήνωμεν εις τον
διαβάλλοντα τον φθόνον• αφού δε φανερά εξετάσωμεν τα λεγόμενα και υπό των δύο,
τότε να δώσωμεν το μίσος ή την αγάπην μας.Αλλ' αν χωρίς τας προφυλάξεις ταύτας
και με την πρώτην εντύπωσιν της κατηγορίας αποφασίσωμεν, το πράγμα θα είνε
παιδαριώδες, ταπεινόν και πολύ άδικον. Αλλ' ως είπαμεν εις την αρχήν, όλων
τούτων αιτία είνε η άγνοια και ότι εκάστου η ψυχή και η γνώμη ευρίσκεται εις το
σκότος• και αν κανείς εκ των θεών απεκάλυπτε τι έχομεν όλοι εις την καρδίαν και
τον νουν, η διαβολή θα έφευγε και θα έπιπτεν εις το βάραθρον, διότι πλέον δεν θα
είχε θέσιν εις τον κόσμον, αφού τα πράγματα θα εφωτίζοντο υπό της
αληθείας.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ
ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΟΣ</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝΙΣΚΟΣ. Εγώ, ω Ζευ,
δεν θα σ' ενοχλήσω να σου ζητώ πλούτον και χρυσόν ή να με κάμης βασιλέα, τα
οποία συνήθως επιθυμούν και ζητούν παρά σού οι άλλοι και εις εσέ δεν είνε πολύ
εύκολον να τα δώσης• διότι βλέπω ότι ως επί το πλείστον παρακούεις εις τας ευχάς
των. Μίαν μόνην χάριν και αυτήν ευκολωτάτην θα ήθελα να μου κάμης.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ποίαν χάριν; διότι έχω διάθεσιν να σ'
ευχαριστήσω και μάλιστα αφού, ως λέγεις, θα ζητήσης μικρά πράγματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝΙΣ. Να μου απαντήσης εις μίαν ερώτησιν όχι
δύσκολον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Αληθώς η ευχή σου είνε μικρά και εύκολος,
ώστε ερώτα ό,τι θέλεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝΙΣ. Ιδού τι θέλω• θα ανέγνωσες βέβαια και συ
τα ποιήματα του Ομήρου και του Ησιόδου• ειπέ μου λοιπόν εάν είνε αληθή εκείνα
που αναφέρουν περί της Ειμαρμένης και των Μοιρών, ότι δεν δύναται κανείς ν'
αποφύγη όσα αυταί ορίσουν εις έκαστον όταν γεννάται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Αληθέστατα• διότι δεν υπάρχει τίποτε το
οποίον να μη ώρισαν αι Μοίραι, αλλά πάντα όσα γίνονται στρέφονται εις το αδράκτι
των και εξ αρχής έχουν αποφασισμένον το αποτέλεσμα και δεν είνε δυνατόν να γίνη
άλλως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝΙΣ. Λοιπόν, όταν ο ίδιος Όμηρος εις άλλο
μέρος των ποιημάτων του λέγει</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">μη και υπέρ μοίραν δόμον Αϊδος εισαφίκηαι
{68}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">και αλλά τοιαύτα, πρέπει να είπωμεν ότι δεν
ξέρει τι λέγει;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Εννοείται• διότι δεν είνε δυνατόν να γίνη
τίποτε έξω από τον νόμον των Μοιρών, τίποτε αντίθετον προς ό,τι εκλώσθη. Αλλ' οι
ποιηταί όσα μεν ψάλλουν όταν ευρίσκωνται υπό την έμπνευσιν των Μουσών είνε
αληθή• αλλ'όταν τους αφήσουν αι Μούσαι και συνθέτουν μόνοι τα ποιήματά
των,σφάλλουν και λέγουν αντίθετα προς ό,τι προηγουμένως είπον. Είνε όμως
δικαιολογημένοι, αφού είνε άνθρωποι, να μη γνωρίζουν την αλήθειαν, όταν
απομακρύνεται η θεότης η οποία προηγουμένως τους ενέπνεε και ελάλει
δι'αυτών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝΙΣ. Καλά αυτά. Αλλά σε παρακαλώ να μου
απαντήσης και εις τούτο• δεν είνε τρεις αι Μοίραι, η Κλωθώ, η Λάχεσις και η
Άτροπος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Βεβαίως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝΙΣ. Τότε η Ειμαρμένη και η Τύχη—διότι και
αυταί είνε πολύ φημισμέναι—τι είνε και ποίαν δύναμιν έχουν η καθεμία από αυτάς;
Έχουν ίσην δύναμιν με τας Μοίρας ή μήπως είνε και κατά τι ανώτεραι από αυτάς;
Διότι ακούω να λέγουν όλοι ότι τίποτε δεν είνε δυνατώτερον από την Τύχην και την
Ειμαρμένην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Δεν επιτρέπεται να τα γνωρίζης όλα,
Κυνίσκε. Αλλά διατί με ηρώτησες περί των Μοιρών;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝΙΣ. Όχι, πρέπει προηγουμένως να μου
απαντήσης εάν και αυταί μας εξουσιάζουν και εξαρτώμεθα αναγκαίως από το νήμα
των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Βεβαίως. Αλλά διατί
εμειδίασες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝΙΣ. Εθυμήθηκα εκείνα τα οποία λέγει ο Όμηρος
εκεί όπου σε παριστά εις την συνέλευσιν των θεών να δημηγορής και προκαλής τους
άλλους θεούς, διατεινόμενος ότι δύνασαι να κρεμάσης τα πάντα από μίαν χρυσήν
αλυσίδα• και έλεγες ότι συ μεν θα κρεμάσης εκ του ουρανού την αλυσίδα, όλοι δε
οι θεοί συγχρόνως, εάν θέλουν να κρεμασθούν εις αυτήν και να προσπαθήσουν να σε
σύρουν, δεν θα δυνηθούν, ενώ συ, αν θέλησης, ευκόλως όλους</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">αυτήκεν γαίη ερύσαι αυτή τε θαλάσση.
{69}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν ήκουα αυτούς τους στίχους, σ' εθαύμαζα διά
την δύναμίν σου και έτρεμα• αλλά τώρα βλέπω ότι και συ ομού με την αλυσίδα και
τας απειλάς σου κρέμεσαι, κατά την ομολογίαν σου, από το λεπτόν νήμα των Μοιρών.
Μου φαίνεται λοιπόν ότι δικαιότερον θα εκαυχάτο η Κλωθώ, η οποία και σε ακόμη
κρατεί κρεμάμενον εις το αδράκτι της, όπως το ψάρι εις το καλάμι του
ψαρά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Δεν εννοώ πού τείνουν αυταί σου αι
ερωτήσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝΙΣ. Ιδού πού τείνουν• και σ' εξορκίζω εις
τας Μοίρας και την Ειμαρμένην να μη θυμώσης και να μη με κακομεταχειρισθής,
διότι σου ομιλώ με ειλικρίνειαν. Εάν τα πράγματα είνε όπως τα λέγεις και αι
Μοίραι έχουν εξουσίαν επί όλων και ουδέν και παρ' ουδενός δύναται να μεταβληθή
εξ εκείνων τα οποία αυταί άπαξ απεφάσισαν, τότε διά ποίον λόγον οι άνθρωποι σας
προσφέρομεν θυσίας και εκατόμβας και ζητούμεν από σας την ευτυχίαν μας; Διότι
δεν εννοώ τι δυνάμεθα να περιμένωμεν από σας, αφού ούτε από τους κακούς δυνάμεθα
να σωθώμεν διά των ευχών, ούτε κανέν ευεργέτημα είνε δυνατόν να λάβωμεν παρά των
θεών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Γνωρίζω πόθεν προέρχονται αυτά τα ευφυή
σου ερωτήματα• είνε των αναθεματισμένων σοφιστών, οίτινες λέγουν ότι οι θεοί δεν
προνοούμεν περί των ανθρώπων. Και λέγουν τα τοιαύτα από ασέβειαν, αποτρέπουν δε
και τους άλλους να μας προσφέρουν θυσίας και να μας απευθύνουν ευχάς, ως
πράγματα τάχα μάταια και ανωφελή• διότι ούτε φροντίζομεν διά τας πράξεις
σας,ούτε έχομεν καμμίαν εξουσίαν επί των πραγμάτων του κόσμου. Αλλά θα πληρώσουν
ακριβά αυτάς τας βλασφημίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝΙΣ. Σου ορκίζομαι εις το αδράκτι της
Κλωθούς, ω Ζευ, ότι δεν σου έκαμα τας ερωτήσεις αυτάς επειδή επείσθην εις τα
λεγόμενα παρ' εκείνων,αλλά δεν γνωρίζω πώς η ομιλία μας προχωρούσα έφθασεν εις
το συμπέρασμα ότι είνε περιτταί αι θυσίαι. Εάν δε θέλης, θα σου απευθύνω εκ νέου
συντόμους τινάς ερωτήσεις και σε παρακαλώ να μου απαντήσης όσον το δυνατόν
ακριβέστερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ερώτα, αφού έχεις καιρόν να χάνης εις
τοιαύτας φλυαρίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Λέγεις ότι τα πάντα προέρχονται εκ των
Μοιρών;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Μάλιστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Και δύνασθε οι θεοί ν' αλλάσσετε και
ανακλώθετε τας αποφάσεις των Μοιρών;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ουδόλως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Θέλεις λοιπόν να είπω τι προκύπτει εκ
τούτου ή είνε φανερόν και χωρίς να το είπω;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Είνε φανερόν. Αλλ' αυτοί οι οποίοι
θυσιάζουν δεν το πράττουν από ανάγκην και προς ανταπόδοσιν, ως ν' αγοράζουν τα
ευεργετήματα τα οποία λαμβάνουν από ημάς, αλλά τιμούν την υπεροχήν
μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Μου είνε αρκετόν αυτό, αφού και συ
ομολογείς ότι από τας θυσίας δεν προέρχεται καμμία ωφέλεια, αλλ' είνε μόνον τιμή
εκ μέρους των ανθρώπων προς την θείαν υπεροχήν. Αν ήτο όμως εδώ κανείς εκ των
σοφιστών εκείνων,θα σε ηρώτα ίσως πώς λέγεις ότι οι θεοί υπερέχουν, ενώ είνε
δούλοι όπως οι άνθρωποι και ευρίσκονται υπό την εξουσίαν των αυτών κυριών των
Μοιρών. Διότι δεν αρκεί ότι είνε αθάνατοι διά να είνε δι' αυτό και καλλιτέρα η
θέσις των• εξ εναντίας διά τούτο η τύχη των είνε χειροτέρα,διότι τους μεν
ανθρώπους ελευθερώνει ο θάνατος, διά σας δε το πράγμα τραβά εις μέγα μάκρος, η
δουλεία σας γίνεται αιωνία και στρέφεται εις ατελεύτητον κλωστήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Αλλ' αυτή η αιωνιότης, Κυνίσκε, και το
ατελεύτητον είνε ευδαιμονία δι' ημάς, διότι έχομεν όλα τα αγαθά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Όχι όλοι, αλλά και μεταξύ σας υπάρχουν
περιορισμοί και μεγάλη ανισότης• συ είσαι ευτυχής, διότι είσαι βασιλεύς και
δύνασαι να ανασύρης την γην και την θάλασσαν όπως τον κάδον από το πηγάδι• αλλ'
ο Ήφαιστος είνε χωλός και βάναυσος και καταδικασμένος να εργάζεται εις την
φωτιάν•ο δε Προμηθεύς και εσταυρώθη κάποτε. Περί δε του πατρός σου τι να
είπω,αφού και τώρα ακόμη ευρίσκεται δέσμιος εις τον Τάρταρον; Λέγουν δε ότι και
ερωτεύεσθε και πληγώνεσθε και ενίοτε γίνεσθε δούλοι εις τους ανθρώπους• ως
παράδειγμα δε αναφέρω τον αδελφόν σου που έγινε δούλος εις τον Λαομέδοντα, και
τον Απόλλωνα που εχρημάτισε δούλος του Αδμήτου. Αυτά δεν μου φαίνονται ν'
αποτελούν μεγάλην ευτυχίαν• αλλά φαίνεται ότι και από σας άλλοι μεν είνε
ευτυχείς και έχουν καλήν μοίραν, άλλοι δε το εναντίον. Παραλείπω ότι και
ληστεύεσθε καθώς ημείς και οι ναοί σας συλούνται υπό των ιεροσύλων και από
πλουσιώτατοι γίνεσθε εις μίαν στιγμήν πτωχότατοι• πολλοί δε που είσθε χρυσοί ή
άργυροι διελύθητε διά του πυρός εις χωνευτήριον και επωλήθητε ως μέταλλον, διότι
φαίνεται ούτω σας είχαν ορίση αι Μοίραι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Πρόσεξε, Κυνίσκε, διότι αυτά τα οποία
λέγεις είνε υβριστικά και θα μετανοήσης μίαν ημέραν δι' αυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Μη χάνης τας απειλάς σου, ω Ζευ, αφού
γνωρίζεις ότι δεν θα πάθω τίποτε παρά μόνον ό,τι η Μοίρα απεφάσισε πριν με
απειλήσης• διότι βλέπω ότι και αυτοί οι ιερόσυλοι δεν τιμωρούνται όλοι, αλλ' οι
περισσότεροι σας διαφεύγουν, επειδή φαίνεται ότι δεν ήτο πεπρωμένον να
συλληφθούν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Δεν είπα εγώ ότι θα είσαι κανείς εξ
εκείνων οι οποίοι καταγίνονται ν' αποδείξουν διά της διαλεκτικής ότι δεν υπάρχει
θεία πρόνοια;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝΙΣ. Πάρα πολύ τους φοβάσαι, ω Ζευ, δεν
γνωρίζω διατί• διότι παν ό,τι σου λέγω υποπτεύεις ότι το έμαθα από αυτούς. Αλλ'
εγώ —διότι από ποίον άλλον παρά από σε δύναμαι να μάθω την αλήθειαν—θα ήθελα να
σου απευθύνω και μίαν άλλην ερώτησιν• τι είνε αυτή η Πρόνοια; Μοίρα ή άλλη
θεότης ανωτέρα, η οποία διευθύνει και τας Μοίρας;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Σου το είπα και προηγουμένως ότι δεν
επιτρέπεται να γνωρίζης τα πάντα. Αλλ' ενώ εις την αρχήν είπες ότι θα μου
απευθύνης μίαν ερώτησιν,δεν παύεις να με ζαλίζης με λεπτολογίας• βλέπω δε ότι ο
σκοπός σου είνε ν' αποδείξης ότι δεν προνοούμεν καθόλου διά τα ανθρώπινα
πράγματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Δεν το λέγω εγώ αυτό, αλλά συ προ ολίγου
είπες ότι αι Μοίραι διατάσσουν τα πάντα, εκτός εάν τώρα μετενόησες δι' όσα είπες
και τα αναιρείς και θέλεις να σφετερισθής όσα απέδωκες εις την
Ειμαρμένην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Όχι, αλλ' η Μοίρα εκτελεί δι' ημών τα
καθέκαστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Εννοώ• λέγετε ότι είσθε ένα είδος υπηρετών
και βοηθών των Μοιρών.Αλλά και πάλιν αυταί είνε που προνοούν, σεις δε είσθε ως
σκεύη και εργαλεία των Μοιρών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Πώς δηλαδή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Όπως το σκεπάρνι και το τρύπανον διά τον
ξυλουργόν βοηθεί μεν εις την τέχνην, αλλά κανείς δεν δύναται να είπη ότι αυτά
είνε οι τεχνίται,ούτε το πλοίον είνε έργον του σκεπαρνιού ή του τρυπάνου, αλλά
του ναυπηγού. Αναλόγως λοιπόν αυτή που ναυπηγεί τα πάντα είνε η Ειμαρμένη,σεις
δε είσθε τρύπανα και σκεπάρνια των Μοιρών και επομένως οι άνθρωποι έπρεπε να
προσφέρουν θυσίας εις την Ειμαρμένην και παρ' αυτής να ζητούν τα αγαθά, αλλ'
αντί τούτου τιμούν τους θεούς με θυσίας και λιτανείας.Αλλά και την Ειμαρμένην
δεν είνε ανάγκη να τιμούν και να σέβωνται, διότι δεν νομίζω να είνε δυνατόν και
εις αυτάς ακόμη τας Μοίρας ν' αλλάξουν και να μεταβάλουν τίποτε εξ όσων έχουν
αποφασισθή εξ αρχής περί ενός εκάστου. Διότι η Άτροπος δεν θα επέτρεπε να στρέψη
κανείς αντιθέτως το αδράχτι και ν' αναλύση της Κλωθούς το έργον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ώστε τώρα, Κυνίσκε, διατείνεσαι ότι ούτε
τας Μοίρας πρέπει να σέβωνται οι άνθρωποι. Φαίνεται ότι θέλεις να εξευτελίσης τα
πάντα. Αλλ'ημείς οι θεοί, αν όχι δι' άλλο, αλλά τουλάχιστον διότι μαντεύομεν και
προλέγομεν όσα υπό των Μοιρών έχουν προορισθή, δικαίως τιμώμεθα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Είνε πολύ ανωφελές, ω Ζευ, να προβλέπη
κανείς τα μέλλοντα, αφού πάντως είνε αδύνατον να τ' αποφύγη• ή μήπως θέλεις να
είπης ότι εκείνος ο οποίος θα μάθη από πρόρρησιν ότι, μέλλει να φονευθή διά
σιδήρου δύναται να αποφύγη τον θάνατον εάν ζήση κατάκλειστος; Αδύνατον διότι η
Μοίρα θα τον κάμη να εξέλθη και θα τον στείλη εις το κυνήγι, όπου θα συναντήση
το βέλος ή την λόγχην από την οποίαν θα φονευθή. Και ο Άδραστος έρριψε την
λόγχην του εναντίον ενός αγριοχοίρου και τον μεν αγριόχοιρον απέτυχε, εφόνευσε
δε τον υιόν του Κροίσου, διότι η λόγχη είχεν απαράβατον εντολήν των Μοιρών να
διευθυνθή προς τον νεανίσκον.Αλλά και ο χρησμός ο δοθείς εις τον Λάιον δεν είνε
γελοίος;</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">μη σπείρε τέκνων
άλλοκα δαιμόνων βία ει γαρ τεκνώσεις παίδ', αποκτενή σ'ο φυς• {70}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">διότι περιττή μου φαίνεται ήτο η συμβουλή διά
πράγματα τα οποία πάντως θα συνέβαινον όπως συνέβησαν. Ο χρησμός δεν ημπόδισε
και να τεκνοποιήση και να φονευθή υπό του υιού του. Ώστε δεν βλέπω διατί ζητείτε
αμοιβήν διά την μαντικήν σας. Παραλείπω ότι συνειθίζετε να δίδετε ως επί το πολύ
χρησμούς αμφιβόλους, επιδεκτικούς αντιθέτων εξηγήσεων και σκοτεινούς,όπως
εκείνος ο οποίος προέλεγεν ότι όστις διαβή τον Άλυν θα καταλύση μέγα κράτος,
χωρίς να καθορίζη τίνος εκ των δύο αντιπάλων, του Κροίσου ή του Κύρου, το κράτος
ενόει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Ο Απόλλων, Κυνίσκε, είχε κάποιαν αφορμήν
να είνε θυμωμένος κατά του Κροίσου, διότι απεπειράθη να τον απατήση και του
έψησε συγχρόνως κρέατα αμνού και χελώνης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Έπρεπε να μη θυμώνη αφού είνε θεός• αλλά
και διότι εξηπατήθη ο Λυδός υπό του χρησμού ήτο πεπρωμένον, νομίζω, και διά να
μη εννοήση σαφώς τα μέλλοντα η Ειμαρμένη το είχε προαποφασίση• ώστε και η
μαντική σας είνε έργον εκείνης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Και εις ημάς δεν αφήνεις τίποτε, αλλ' εις
μάτην λοιπόν είμεθα θεοί και ούτε πρόνοιαν τινά εις τα πράγματα του κόσμου
εξασκούμεν, ούτε των θυσιών είμεθα άξιοι, ως αληθινά τρύπανα και σκεπάρνια; Αλλ'
έχεις δίκαιον να με καταφρονής, διότι ενώ έχω, ως βλέπεις, τον κεραυνόν έτοιμον,
σε ανέχομαι να λέγης τόσα εναντίον μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Κτύπα, ω Ζευ, εάν μου είνε πεπρωμένον ν'
αποθάνω κεραυνόπληκτος,και δεν θα κατηγορήσω σε διά το κτύπημα, αλλά την Κλωθώ,
η οποία διά σου θα με πλήξη. Ούτε τον κεραυνόν θα θεωρήσω αίτιον του τραύματος.
Αλλά θ'απευθύνω μίαν ερώτησιν εις εσέ και την Ειμαρμένην, συ δε θα μου αποκριθής
και αντ' εκείνης• διότι η απειλή σου μου έφερεν εις την μνήμην αυτήν την σκέψιν.
Διατί, σας παρακαλώ, αφήνετε τους ιεροσύλους και τους ληστάς και τόσους
υβριστάς, βιαστάς και επιόρκους και αντ' αυτών πολλάκις κεραυνοβολείτε μίαν
δρυν, μίαν πέτραν ή πλοίου ιστόν, το οποίον δεν κάνει τίποτε κακόν, ενίοτε δε
και αγαθόν τινα και ευσεβή οδοιπόρον;Διατί σιωπάς, ω Ζευ; Ή ούτε τούτο δεν
επιτρέπεται να γνωρίζω;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Όχι βέβαια. Είσαι πολύ περίεργος και δεν
γνωρίζω από πού μου εκουβάλησες όλας αυτάς τας αυθάδεις απορίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Ώστε να μη σας ερωτήσω, σε και την
Πρόνοιαν και την Ειμαρμένην,διατί ο Φωκίων, ο οποίος ήτο έντιμος άνθρωπος,
απέθανεν εις τόσην πενίαν και στέρησιν και ο Αριστείδης προ αυτού, ο Καλλίας δε
και ο Αλκιβιάδης,νέοι διεφθαρμένοι, είχαν μεγάλα πλούτη και ο Μειδίας ο αυθάδης
και ο Χάροψ ο Αιγινήτης, άνθρωπος κίναιδος, ο οποίος εφόνευσε την μητέρα του διά
της πείνης; Διατί ο Σωκράτης παρεδόθη εις τους ένδεκα, ο δε Μέλητος δεν
παρεδόθη; Διατί ο Σαρδανάπαλος εβασίλευεν ενώ ήτο θηλυπρεπής, τόσοι δε χρηστοί
άνδρες εκ των Περσών εθανατώνοντο υπ' αυτών κατά σκληρότατον τρόπον, διότι δεν
επεδοκίμαζον τα γινόμενα; Και διά να μη σας αναφέρω τα σύγχρονα λεπτομερώς, και
σήμερον οι μεν φαύλοι και οι πλεονέκται ευτυχούν, οι δε τίμιοι και αγαθοί
άνθρωποι ζουν πτωχοί και βασανίζονται υπό μυρίων νοσημάτων και
δυστυχημάτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Δεν γνωρίζεις, Κυνίσκε, ποίας τιμωρίας
υποφέρουν οι κακοί μετά θάνατον και πόση ευδαιμονία επιφυλάσσεται εις τους
αγαθούς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. θέλεις να μου επαναλάδης τα λεγόμενα περί
Άδου, περί των Τιτυών και των Ταντάλων. Αλλ' εγώ, εάν τίποτε από αυτά αληθεύη,
θα το μάθω όταν αποθάνω• επί του παρόντος δε θα ήθελα τον ολίγον καιρόν που θα
ζήσω να ευτυχώ και μετά θάνατον ας μου σπαράσσουν το ήπαρ δεκαέξ γύπες• να μη
διψώ όμως εδώ όπως ο Τάνταλος και να περιμένω να ξεδιψάσω εις τας νήσους των
Μακάρων, αναπαυόμενος μετά των ηρώων εις το λιβάδι των Ηλυσίων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τι λέγεις; δυσπιστείς ότι υπάρχουν
κολάσεις και αμοιβαί και δικαστήριον, εις το οποίον εξετάζονται αι πράξεις ενός
εκάστου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Ακούω ότι υπάρχει κάποιος Μίνως εκ Κρήτης,
ο οποίος δικάζει αυτά τα πράγματα. Αλλά δεν μου απαντάς και εις μίαν ερώτησιν,
την οποίαν θα ήθελα να απευθύνω προς αυτόν, αφού λέγεται ότι είνε υιός
σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τι ήθελες να τον ερωτήτης,
Κυνίσκε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Ποίους προ πάντων τιμωρεί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τους κακουργούντας, δηλαδή τους φονείς,
ιεροσύλους και άλλους τοιούτους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Ποίους δε αποστέλλει εις την διαμονήν των
ηρώων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Τους αγαθούς και ευσεβείς και εκείνους
οίτινες έζησαν με αρετήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Και διατί τούτο;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Διότι οι μεν είνε άξιοι αμοιβής, οι δε
άξιοι τιμωρίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Εάν δε κανείς έπραξεν ακουσίως καμμίαν
κακήν πράξιν, φρονείς ότι πρέπει και ούτος να τιμωρήται;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Καθόλου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Επομένως και αν κανείς χωρίς να το θέλη,
έπραξε το καλόν, ούτε αυτός πρέπει να ανταμειφθή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Βεβαίως δεν είνε άξιος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Κανένα λοιπόν, ω Ζευ, δεν πρέπει ν'
ανταμείβη, ούτε να τιμωρή ο δικαστής του Άδου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Πώς κανένα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Διότι δεν πράττομεν τίποτε οι άνθρωποι με
την θέλησίν μας, αλλ'υπακούομεν εις μίαν ανάγκην αναπόφευκτον, εάν είνε αληθή
εκείνα τα οποία προηγουμένως ωμολόγησες, ότι η Μοίρα είνε πάντων η αιτία• και αν
φονεύη κανείς, αυτή φονεύει, και αν ιεροσυλή, εκτελεί της Μοίρας προσταγήν.Ώστε
εάν ο Μίνως θέλη να είνε δίκαιος δικαστής, πρέπει να τιμωρήση την Ειμαρμένην
αντί του Σισύφου και την Μοίραν αντί του Ταντάλου. Διότι τι έπταισαν εκείνοι,
αφού εξετέλεσαν διαταγάς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΥΣ. Εις τοιαύτας ερωτήσεις δεν αξίζει να σου
δοθή απάντησις• είσαι θρασύς και σοφιστής και σε αφήνω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΝ. Ήθελα κάτι ακόμη να σ' ερωτήσω• πού μένουν
αι Μοίραι και πώς κατορθώνουν να επαρκούν εις τόσας φροντίδας και τόσας
λεπτομερείας, και μάλιστα αφού είνε μόνον τρεις. Διότι μου φαίνεται ότι ζουν
πολύ κοπιώδη και όχι ευτυχή ζωήν, αφού έχουν τόσας δυσκόλους ασχολίας, και
αληθώς δύναται και περί αυτών να λεχθή ότι δεν εγεννήθησαν με καλήν μοίραν. Εγώ
τουλάχιστον, αν μου εδίδετο να εκλέξω, δεν θ' αντήλλασσα την ζωήν μου με την
ιδικήν των, αλλά θα επροτιμούσα να ζήσω ακόμη πτωχότερος παρά να κάθωμαι και να
κλώθω με αδράκτι φορτωμένον τόσας φροντίδας και να επιβλέπω τα καθέκαστα εις τον
βίον των ανθρώπων• Αλλ' αν δεν σου είνε εύκολον να μου απαντήσης και εις αυτά, ω
Ζευ, αρκούμαι και εις όσα μου είπες• διότι είνε αρκετά διά να σαφηνίσουν το
ζήτημα της Ειμαρμένης και της Προνοίας• τα λοιπά δε ίσως δεν ήτο πεπρωμένον να
μάθω.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΡΗΤΟΡΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
{71}</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ερωτάς, νεανίσκε, πώς
δύνασαι να γίνης ρήτωρ και ν' αποκτήσης το ευγενέστατον και τόσον τιμώμενον
όνομα του σοφιστού• διότι, ως λέγεις,θα σου είνε ανυπόφορος η ζωή, εάν δεν
δυνηθής ν' αποκτήσης τοιαύτην δύναμιν λόγου, ώστε να είσαι ακατανίκητος και
απαράμιλλος και να θαυμάζεσαι υπό πάντων και όλοι να σε προσβλέπουν και να σε
θεωρούν περισπούδαστον μεταξύ των Ελλήνων και να προστρέχουν πανταχόθεν διά να
σε ακούσουν. Επιθυμείς λοιπόν να μάθης ποίοι είνε οι δρόμοι οίτινες οδηγούν προς
την τοιαύτην επιτυχίαν• αλλ' ευχαρίστως, φίλε μου, θα σου δώσω την συμβουλήν την
οποίαν ζητείς, αφού μάλιστα είσαι νέος και έχων τας ευγενεστέρας φιλοδοξίας δεν
γνωρίζεις πώς να τας πραγματοποιήσης.Εις τοιαύτην περίπτωσιν η συμβουλή είνε
πράγμα ιερόν. Ώστε άκουσε την γνώμην μου και έχε μεγάλην πεποίθησιν ότι πολύ
ταχέως θα καταστής δυνατός και να εννοής τα πρέποντα και να τα εκφράζης μ'
ευφράδειαν,αρκεί μετά τούτο να εμμείνης εις όσα θα σε συμβουλεύσω, να τα μελετάς
επιμελώς και μετά προθυμίας να οδεύσης έως ου φθάσης εις το τέρμα του δρόμου. Ο
σκοπός δεν είνε μικρός ούτε ανάξιος πολλής επιμελείας, αλλ' εξ εναντίας αξίζει
πολλούς κόπους και αγρυπνίας και πολλάς άλλας κακοπαθείας. Σκέψου πόσοι οι
οποίοι πριν ήσαν μηδαμινοί έγιναν ένδοξοι και πλούσιοι και μάλιστα ευγενέστατοι
διά της ρητορικής.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά μη φοβηθής ούτε να σε αποθαρρύνη το
μέγεθος των δυσχερειών με την ιδέαν ότι έχεις να υποφέρης μυρίους κόπους διά να
φθάσης εις τον σκοπόν•διότι εγώ δεν θα σε οδηγήσω από δρόμον τραχύν και ορεινόν,
εις τον οποίον θα χύσης πολύν ιδρώτα, ώστε να υπάρχη φόβος ότι εις το μέσον
θ'αποκάμης και θα γυρίσης• διότι τότε δεν θα διέφερα από τους άλλους οι οποίοι
ακολουθούν τον μακρόν εκείνον και ανηφορικόν και κοπιώδη δρόμον,εις τον οποίον
οι περισσότεροι αποκάμνουν και απελπίζονται. Η ιδική μου συμβουλή έχει τούτο το
ιδιαίτερον και εξαιρετικόν, ότι θα σε οδηγήση από οδόν λίαν ευχάριστον και
συγχρόνως συντομωτάτην, κατάλληλον δι' ιππασίαν και κατηφορικήν, διά της οποίας
με πολλήν ευθυμίαν και καλοπέρασιν, διά μέσου λειμώνων ευανθών και σκιάς πυκνής,
με όλην την άνεσιν, χωρίς να ταχύνης το βήμα και χωρίς να ιδρώσης, θα φθάσης εις
το άκρον και εις την επιτυχίαν εντελώς άκοπα, θ' απολαύσης, όπως εις τα
συμπόσια, ξαπλωμένος και χωρίς να πνευστιάσης• και από του ύψους θα βλέπης
εκείνους οι οποίοι θα ευρίσκωνται ακόμη εις την βάσιν της ανωφερείας, μετά
δυσκολίας ανέρποντες εις δυσβάτους και ολισθηρούς κρημνούς, ενίοτε δε και
κρημνιζόμενοι κατακέφαλα και καταπληγωνόμενοι εις τας τραχείας πέτρας.Ενώ δε
αυτοί θα βασανίζωνται κατ' αυτόν τον τρόπον, συ θα ευρίσκεσαι προ πολλού επάνω,
στεφανωμένος και ευδαιμονέστατος και θα έχης ήδη αποκτήση σχεδόν κοιμώμενος όλα
τα αγαθά όσα δύναται κανείς να ελπίζη από την ρητορικήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η υπόσχεσις, ως βλέπεις, είνε πολύ μεγάλη• σ'
εξορκίζω δε εις τον φίλιον Δία να μη δυσπιστήσης διότι σου υπόσχομαι τοιαύτην
επιτυχίαν με τόσην ευκολίαν. Εάν ο Ησίοδος, μόνον διότι έλαβεν ολίγα φύλλα εκ
του Ελικώνος,έγινεν αμέσως από ποιμένος ποιητής και έλαβε παρά των Μουσών το
χάρισμα και την δύναμιν να ψάλλη των θεών και των ηρώων την καταγωγήν, είνε
αδύνατον να γίνη κανείς εντός ολίγου καιρού ρήτωρ, το οποίον είνε πολύ κατώτερον
της ποιητικής τέχνης, εάν μάθη την προς τούτο ταχυτέραν οδόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ως παράδειγμα θα σου διηγηθώ την ευφυά
επινόησιν ενός Σιδωνίου εμπόρου,η οποία απέτυχε και απέβη ανωφελής ένεκεν
απιστίας. Κατ' εκείνην την εποχήν ήτο κύριος της Περσίας ο Αλέξανδρος, ο οποίος
μετά την μάχην των Αρβήλων είχε καθαιρέση τον Δαρείον• έπρεπε δε να διατρέχουν
καθ' όλας τας διευθύνσεις το κράτος οι γραμματοκομισταί διά να κομίζουν τας
διαταγάς του Αλεξάνδρου. Αλλ' η οδός η από Περσίας εις Αίγυπτον ήτο πολύ μακρά,
διότι έπρεπε να παρακάμπτουν όρη, έπειτα δε διά της Βαβυλωνίας να μεταβαίνουν
εις την Αραβίαν και κατόπιν να διέρχωνται εκτεταμένην έρημον διά να φθάνουν εις
την Αίγυπτον. Το διάστημα ήτο δι' άνδρα ευκίνητον είκοσι το ολιγώτερον ημερών.
Τούτο εστενοχώρει τον Αλέξανδρον, καθότι,μαθών ότι οι Αιγύπτιοι παρεσκεύαζον
στασιαστικόν κίνημα, δεν ηδύνατο ν'αποστείλη ταχέως οδηγίας εις τους σατράπας
του. Τότε λοιπόν ο Σιδώνιος έμπορος, εγώ, ειπέ, βασιλεύ, υπόσχομαι να σου δείξω
οδόν σύντομον μεταξύ Περσίας και Αιγύπτου• εάν οι αγγελιαφόροι σου περάσουν
επάνω από τα όρη—και προς τούτο θα χρειασθούν μόνον τρεις ημέρας—θα φθάσουν
τάχιστα εις την Αίγυπτον. Και είχε δίκαιον. Ο Αλέξανδρος όμως δεν επίστευσεν,
αλλ'εθεώρησεν απατεώνα τον έμπορον. Ούτω, όταν η επαγγελία είνε
παράδοξος,φαίνεται εις τους πολλούς απίθανος. Πρόσεξε λοιπόν μήπως και συ πάθης
το αυτό• διότι άμα δοκιμάσης, θα πεισθής ότι ουδέν θα σε εμποδίση να γίνης ρήτωρ
και ουδέ μίαν ολόκληρον ημέραν θα χρειασθής διά να υπερβής το όρος μεταξύ
Περσίας και Αιγύπτου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Θα μιμηθώ δε τον γνωστόν Κέβητα και διά του
λόγου θα συνθέσω εικόνα διά να σου παραστήσω και τας δύο οδούς• διότι δύο είνε
οι δρόμοι οι οποίοι φέρουν προς την ρητορικήν, με την οποίαν μου φαίνεσαι
υπερβολικά ερωτευμένος. Λοιπόν να φαντασθής την ρητορικήν ότι κάθηται επί υψηλού
μέρους και ότι είνε ωραιοτάτη και σεμνή• και εις μεν την δεξιάν κρατεί το κέρας
της Αμαλθείας υπερπλήρες από παντοίους καρπούς, εις δε τα αριστερά της να
φαντασθής τον Πλούτον παριστάμενον ολόχρυσον και αξιέραστον. Εκτός δε τούτου η
Δόξα και η Ισχύς να την συντροφεύουν και οι Έπαινοι γύρω της όμοιοι με μικρούς
Έρωτας να πετούν και να περιπλέκωνται. Εάν συνέβη να ίδης πουθενά τον Νείλον
παριστάμενον διά της ζωγραφικής,—τον παριστούν δε ξαπλωμένον επί κροκοδείλου ή
ιπποπόταμου, εξ ων πολλοί ευρίσκονται εις αυτόν, και γύρω του πολλά μικρά παιδία
παίζοντα, τα οποία ονομάζουν οι Αιγύπτιοι πήχεις—τοιούτοι είνε και πέριξ της
ρητορικής οι έπαινοι. Πλησίασε τώρα συ ο εραστής ο επιθυμών το ταχύτερον να
φθάσης εις την κορυφήν, διά να νυμφευθής την επ' αυτής καθημένην και αποκτήσης
όλα εκείνα, τον πλούτον, την δόξαν και τους επαίνους• διότι όλα εκείνα κατά τον
νόμον, γίνονται κτήματα εκείνου ο οποίος θα την νυμφευθή. Όταν πλησιάσης εις το
όρος, κατ' αρχάς μεν απελπίζεσαι ότι θα δυνηθής να φθάσης εις την κορυφήν• η
εντύπωσις είνε ομοία προς εκείνην την οποίαν έκαμεν εις τους Μακεδόνας η Άορνος
πέτρα όταν την είδον απόκρημνον εξ όλων των μερών, τόσον ώστε ουδέ εις πτηνά ήτο
εύκολον να φθάσουν επάνω και μόνον ένας Διόνυσος ή Ηρακλής ηδύνατο να την
κυριεύση. Αυτή είνε η πρώτη σου εντύπωσις• αλλά μετ' ολίγον βλέπεις δύο δρόμους,
εκ των οποίων ο είς είνε μάλλον ατραπός στενή,πετρώδης και πλήρης ακανθών, εις
την οποίαν μαντεύεις πολλήν δίψαν και ιδρώτα. Ο Ησίοδος επρόλαβεν ήδη και την
περιέγραψε κάλλιστα, ώστε είνε περιττόν να την περιγράψω και εγώ. Η δε άλλη οδός
είνε ανθηρά και δροσερά, όπως ολίγον προηγουμένως είπα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά δεν θέλω διά της επαναλήψεως των αυτών
πραγμάτων να σε εμποδίζω και να σε κάνω να χρονοτριβής, ενώ από τούδε δύνασαι να
γίνης ρήτωρ. Τούτο μόνον νομίζω αναγκαίον να προσθέσω ότι η τραχεία εκείνη και
ανηφορική οδός δεν παρουσιάζει πολλά ίχνη οδοιπόρων, και αν φαίνωνται μερικά,
είνε πολύ παλαιά. Εγώ ο δυστυχής ανέβηκα από εκείνην και υπέφερα πολλά χωρίς
ανάγκην. Την άλλην, η οποία είνε ομαλή και δεν έχει καμμίαν τραχύτητα,την είδα
μακρόθεν χωρίς να περάσω εξ αυτής• διότι ήμουν νέος και δεν διέκρινα το
καλλίτερον, αλλ' ενόμιζα ότι ο ποιητής εκείνος, ο οποίος λέγει ότι εκ των κόπων
φύονται να αγαθά {72} έλεγε την αλήθειαν. Αλλ' η αλήθεια δεν ήτο αυτή• διότι
βλέπω τους περισσοτέρους εκ των ρητόρων να επιτυγχάνουν διά της προτιμήσεως
αυτής της οδού εις το στάδιόν των. Όταν θα φθάσης λοιπόν εις την αρχήν της
αναβάσεως, καλώς γνωρίζω ότι θ'απορήσης και από τούδε ευρίσκεσαι εις αμφιβολίαν
περί του ποίαν οδόν να ακολουθήσης. Αλλ' εγώ θα σου είπω τι πρέπει να πράξης διά
να φθάσης ευκολώτατα εις την ακροτάτην κορυφήν, να ευτυχήσης, να νυμφευθής την
ρητορικήν και να γίνης εις όλους θαυμαστός. Αρκεί ότι εγώ έσφαλα και εκοπίασα
ματαίως. Διά σε ας φύωνται όλα άσπορα και ακαλλιέργητα, όπως επί των χρόνων του
Κρόνου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ευθύς λοιπόν θα παρουσιασθή ενώπιον σου
άνθρωπος δυνατός,σκληραγωγημένος, με το βάδισμα αρρενωπόν, ηλιοκαής, θαρραλέος,
το βλέμμα και έξυπνος, ο οποίος είνε οδηγός της τραχείας εκείνης οδού και ο
οποίος θ' αρχίση να σου λέγη ματαίας τινάς φλυαρίας διά να σε πείση να τον
ακολουθήσης. Θα σου δείξη τα ίχνη του Δημοσθένους και του Πλάτωνος καί τινων
άλλων, τα οποία είνε μεν μεγάλα και υπερβαίνουν τα σημερινά, αλλ'έχουν αμαυρωθή
υπό του χρόνου και μόλις φαίνονται• και θα σου είπη ότι θα ευτυχήσης και θα
γίνης ο εκλεκτός της ρητορικής, εάν ακολουθήσης την οδόν εκείνην και βαδίσης
όπως οι περπατούντες επί των σχοινίων. Θα σου είπη ότι απαιτείται μεγάλη
προσοχή, διότι, εάν ολίγον τι παραπατήσης ή αν κλίνης προς το έν ή το άλλο μέρος
και χάσης την ισορροπίαν, θα εκτραπής εκ της καλής οδού η οποία φέρει προς τον
γάμον• θα σε συμβουλεύση έπειτα να μιμηθής τους αρχαίους και θα σου δώση παλαιά
υποδείγματα λόγων, δυσκολομίμητα, οποία είνε τα έργα της παλαιάς τέχνης,του
Ηγησίου λ. χ. του Κριτίου και του Νησιώτου, σφικτά, νευρώδη και σκληρά και με
αυστηράν ακρίβειαν γραμμών, και θα σου είπη ότι είνε αναγκαίον και απαραίτητον
να κουρασθής, ν' αγρυπνίσης, να πίνης μόνον νερόν και να επιμείνης• διότι είνε
αδύνατον άνευ τούτων να διανύσης την οδόν. Το δε περισσότερον ανιαρόν είνε ότι
και τον καιρόν της οδοιπορίας θα σου ορίση πάρα πολύν, έτη πολλά• δεν αριθμεί με
ημέρας και μήνας,αλλά με ολοκλήρους Ολυμπιάδας, ούτως ώστε και μόνον να τον
ακούη κανείς κουράζεται και απελπίζεται εκ των προτέρων και στέλλει εις τον
κόρακα την επιδιωκομένην εκείνην ευτυχίαν. Επί πλέον ζητεί και αμοιβήν όχι
μικράν διά τας τόσας κακοπαθείας και δεν δέχεται να σε οδηγήση, εάν προηγουμένως
δεν πληρωθή καλά. Αυτά θα είπη ο φαντασμένος εκείνος και αληθώς αρχαίος και
κρονόληρος άνθρωπος, ο οποίος θα σου υποδεικνύη προς μίμησιν νεκρούς και θα σε
συμβουλεύη να ανασκάπτης λόγους προ πολλού θαμμένους εις την γην, ως τι μέγιστον
αγαθόν• θα σε συμβουλεύη να μιμήσαι τον υιόν του μαχαιροποιού {73} και τον άλλον
εκείνον τον υιόν κάποιου γραφέως Ατρομήτου{74}, και ταύτα εν καιρώ ειρήνης, ότε
μήτε του Φιλίππου εκστρατεία απειλείται, ούτε ο Αλέξανδρος προστάζει, διά να
θεωρήται, όπως άλλοτε, χρήσιμος η ρητορική εκείνων• αλλά και δεν γνωρίζει ότι
σήμερον ευρέθη άλλη οδός σύντομος και εύκολος, η οποία οδηγεί κατ' ευθείαν εις
την ρητορικήν. Συ όμως ούτε να πεισθής, ούτε προσοχήν να δώσης εις αυτόν, διά να
μη σε συντρίψη πουθενά και να μη σε κάμη να γηράσης προώρως εκ των
κόπων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' εάν πάντως είσαι ερωτευμένος και θέλης το
ταχύτερον να συνέλθης με την ρητορικήν, ενώ ακόμη ευρίσκεσαι εις την ακμήν σου,
και μάλιστα να την ίδης να τρέχη προς εσέ, αυτόν τον δασύτριχον και καθ'
υπερβολήν ανδροπρεπή οδηγόν άφησε ν' αναβαίνη ο ίδιος και να οδηγή όσους άλλους
κατορθώνει να εξαπατά, ν' ασθμαίνη και να πνίγεται εις τον ιδρώτα. Να στραφής δε
προς την άλλην οδόν, όπου θα εύρης μεταξύ πολλών άλλων και ένα πάνσοφον και
ωραιότατον άνδρα, ο οποίος έχει χορευτικόν το βάδισμα,γυρμένην την κεφαλήν,
γυναικείον το βλέμμα, μελιτώδη την φωνήν και αποπνέει αρώματα. Θα τον ίδης να
ξύνη την κεφαλήν δια του άκρου του δακτύλου του και να διευθετίζη ολίγας μεν
ακόμη, σγουράς όμως και υακινθίνας τρίχας και θα τον νομίσης ως Σαρδανάπαλον
αβρότατον ή Κινύραν ή ως αυτόν τον Αγάθονα της τραγωδίας τον αξιέραστον ποιητήν.
Σου αναφέρω ταύτα διά να δυνηθής να τον γνωρίσης ευκόλως και να μη σου διαφύγη
πόοσωπον τόσον έξοχον και προσφιλές εις την Αφροδίτην και τας Χάριτας.Αλλά τι
λέγω; Και κλειστούς εάν έχης τους οφθαλούς και αυτός πλησίαση και είπη τι,
ανοίξας το μελίρρητον εκείνο στόμα, και εκπέμψη την συνήθη του φωνήν, θα
εννοήσης ότι δεν είνε κανείς όμοιος με ημάς τους άλλους θνητούς, «οι αρούρης
καρπόν έδομεν> {75}, αλλά πνεύμα ουράνιον με δρόσον ή με αμβροσίαν
τρεφόμενον. Εις τούτον λοιπόν άμα προσέλθης και παραδόσης τον εαυτόν σου, εντός
ολίγου θα γίνης ρήτωρ και περίφημος και, όπως αυτός λέγει, βασιλεύς των λόγων θα
καταστής ακόπως και θα διευθύνης τα τέθριππα του λόγου. Άμα σε παραλάβη, θα σε
διδάξη τα προκαταρκτικά• αλλά μάλλον ας αφήσω αυτόν να σου είπη τι Θα σε διδάξη•
διότι είνε γελοίον να ομιλώ αντί τοιούτου ρήτορος• εγώ, ο οποίος είμαι ίσως
ανίκανος να διερμηνεύσω τόσον μεγάλα και σπουδαία πράγματα και υπάρχει φόβος να
πέσω και να συντρίψω κάπου τον ήρωα τον οποίον υποκρίνομαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Να ομιλήση λοιπόν προς σε ως εξής περίπου, αφού
θωπεύση την κόμην η οποία του υπολείπεται και υπομειδιάση το γλυκερόν και απαλόν
μειδίαμα το οποίον συνειθίζει και μιμηθή την Αυτοθαΐδα την κωμικήν, την Μαλθάκην
ή την Γλυκέραν {76} εις την γλυκύτητα της φωνής• διότι το αρρενωπόν είνε
αγροίκον και δεν αρμόζει εις τον αβρόν και εράσμιον ρήτορα. Θα είπη λοιπόν με
πολλήν μετριοφροσύνην περί του εαυτού του. Μήτοι, αγαπητέ, σε απέστειλεν ο
Πύθιος Απόλλων προς εμέ ως τον άριστον των ρητόρων, όπως,ότε ο Χαιρεφών ηρώτησεν
αυτόν, απήντησε ποίος ήτο ο σοφώτατος τον χρόνων εκείνων; {77} Εάν δεν συνέβη
τούτο, αλλ' υπό της φήμης ωδηγήθης να έλθης, ακούων τους πάντας να ομιλούν μετά
μεγάλου θαυμασμού δι' ημάς, να μας υμνούν, να καταπλήσσωνται και να πτήσσουν
ενώπιον μας, δεν θα βραδύνης να εννοήσης προς ποίον δαιμόνιον άνδρα έρχεσαι. Εάν
δε περιμένης να ίδης κανένα ανάλογον προς τούτον ή εκείνον, ουδένα τοιούτον θα
ίδης, αλλ' άνδρα πολύ ανώτερον και υπερβαίνοντα πάσαν προσδοκίαν,όσον ο Τιτυός,
ο Ώτος ή ο Εφιάλτης {78} διαφέρουν από τους κοινούς ανθρώπους• τοσούτον η φωνή
μου θέλει σου φανή ανωτέρα της φωνής των άλλων όσον η σάλπιγξ υπερέχει τους
αυλούς και οι τέτυγες τας μελίσσας και οι χοροί την μουσικήν ήτις δίδει τον
τόνον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού δε θέλεις και συ να γίνης ρήτωρ και τούτο
παρ' άλλου δεν δύνασαι να διδαχθής ευκολώτερον, ακολούθει μόνον, αγαπητέ, όσα θα
είπω και μιμού πάντα και τους κανόνας, τους οποίους θα ορίσω, ακριβώς φύλαττε.
Αλλά προχώρει αμέσως χωρίς να διστάσης, ούτε να πτοηθής επειδή δεν εξησκήθης εις
τα προεισαγωγικά της ρητορικής, εκείνα τα οποία άλλοι διδάσκαλοι μετά πολλού
κόπου διδάσκουν εις τους ανόητους και ματαίους• ουδεμίαν ανάγκην αυτών έχεις•
αλλά με ανίπτους πόδας, κατά την παροιμίαν, είσελθε και μη φοβείσαι ότι, και αν
ακόμη ούτε τα γράμματα γνωρίζεις να γράφης,θα επιτύχης ολιγώτερον διότι αυτά δεν
έχουν σχέσιν με την ρητορικήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και εν πρώτοις θα σου είπω ποία εφόδια πρέπει
να έχης διά την πορείαν και ποίας προμηθείας πρέπει να κάμης διά να δυνηθής το
ταχύτερον να διανύσης την οδόν. Έπειτα καθ' οδόν και ενώ θα προχωρούμεν άλλα μεν
θα σου δεικνύω, άλλα δε θα σε συμβουλεύω, και πριν ή δύση ο ήλιος θα σε αναδείξω
ρήτορα ανώτερον όλων και οποίος είμαι εγώ, ο οποίος αναντιρρήτως κατέχω την
κορυφήν και το μέσον και την αρχήν μεταξύ των καταγινομένων εις τους λόγους. Ως
μέγιστον λοιπόν εφόδιον κόμιζε την αμάθειαν και μετ' αυτής θράσος και τόλμην και
αναισχυντίαν• την εντροπήν δε ή την χρηστότητα, την μετριοφροσύνην και το
ερύθημα να τ' αφήσης εις την κατοικίαν σου• διότι είνε ανωφελή και μάλιστα
αντίθετα προς τον σκοπόν. Αλλά και βοήν παράλαβε όσον το δυνατόν ισχυροτέραν και
τόνον φωνής αναίσχυντον και βάδισμα όπως το ιδικόν μου. Αυτά μόνον είνε λίαν
αναγκαία και ενίοτε μόνον αυτά είνε αρκετά. Και το ένδυμά σου να είνε ανθηρόν
και λευκόν, προερχόμενον εκ της Τάραντος, ώστε να διαφαίνεται το σώμα, τα δε
υποδήματά σου να είνε αττικά και γυναικεία, ανοικτά εις διάφορα μέρη ή εμβάδες
της Σικυώνος με λευκά κοσμήματα, να έχης δε πολλούς ακολούθους και πάντοτε να
κρατής βιβλίον. Αυτά απαιτούνται εκ μέρους σου• τα δε άλλα καθ' οδόν και ενώ θα
προχωρής θα βλέπης και θα ακούης. Και τώρα άκουσε τι πρέπει να κάμης διά να σε
αναγνωρίση η ρητορική και να σε πλησίαση και να μη σε αποστραφή και σε αποπέμψη
ως αμύητόν τινα και κατάσκοπον των μυστηρίων. Εν πρώτοις πρέπει να επιμεληθής το
εξωτερικόν σου και να φροντίσης να είσαι ωραία ενδεδυμένος• έπειτα δε να εκλέξης
δεκαπέντε ή το πολύ είκοσι αττικάς λέξεις και αφού τας μάθης τελείως να τας έχης
προχείρους και εις το άκρον της γλώσσης, όπως το άττα και κάτα και μων και
αμηγέπη και λώστε και τα τοιαύτα και οιονδήποτε λόγον σου να τον αλατίζης με
αυτά• διά δε τα άλλα ουδόλως να σκοτίζεσαι αν είνε ανόμοια με τας λέξεις εκείνας
και ετερογενή και αταίριαστα• το εξωτερικόν ένδυμα μόνον να είνε ωραίον και
εύχρωμον και είνε αδιάφορον αν το εσωτερικόν είνε από χονδροειδές ύφασμα. Έπειτα
να έχης προμήθειαν αχρήστων, παραξένων και σπανίως απαντωμένων εις τους παλαιούς
λέξεων τας οποίας να πετάς εις πάσαν ευκαιρίαν• διότι ούτω ο πολύς λαός θα σε
προσέχη και θα σε θεωρή θαυμαστόν και ανώτερον κατά την παιδείαν, εάν λ. χ. το
αποξύω λέγης αποστλεγγίζω, το ηλίω θέρεσθαι λέγεις ηλιθερείσθαι (θερμαίνεσθαι
εις τον ήλιον), τον αρραβώνα προνόμιον, την αυγήν ακροκνεφές. Ενίοτε δε να
κατασκευάζης και ο ίδιος νέας και αλλοκότους λέξεις και νομοθέτει να λέγεται ο
δεινός εις την απαγγελίαν εύλεξις, ο συνετός σοφόνους, ο ορχηστής χειρόσοφος. Αν
σολοικίσης δε ή βαρβαρίσης, μόνην επανόρθωσιν να έχης την αναισχυντίαν και
πρόχειρον αμέσως το όνομα ποιητού ή συγγραφέως ούτε υπάρχοντος, ούτε υπάρξαντος
ποτέ, ο οποίος ούτω συνείθιζε να λέγη και ήτο σοφός ανήρ και εγνώριζε τελείως
την γλώσσαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τα παλαιά συγγράμματα περιττόν να αναγινώσκης,
ούτε τον φλύαρον Ισοκράτην, ούτε τον άχαριν Δημοσθένην, ούτε τον ψυχρόν Πλάτωνα,
αλλ'εκείνα τα οποία εγράφησαν ολίγον προ ημών και τα οποία λέγονται μελέται{79}
διά να δύνασαι ν' αντλής εξ αυτών οσάκις παρουσιάζεται ανάγκη, όπως εξ αποθήκης
και κατά προαίρεσιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν δε παρουσιασθή ανάγκη να ομιλήσης δημοσία
και οι παρόντες σου προτείνουν θέμα ομιλίας, όλα όσα είνε δύσκολα να τα παριστάς
ως εύκολα και να τα εκφαυλίζης, λέγων ότι δεν εξέλεξαν τίποτε σοβαρόν• άμα δε
εκλέξουν το θέμα, μη διστάσης και μη βραδύνης ν' αρχίσης, αλλά λέγε ό,τι σου
έλθη εις την γλώσσαν και μη φροντίζης διά την σειράν, ώστε το πρώτον να είνε
πρώτον και το δεύτερον μετ' αυτό και το τρίτον έπειτα• αλλ'εκείνο το οποίον θα
σου έλθη πρώτον λέγε το εις την αρχήν, αδιαφορών αν η περικνημίς θα τύχη εις το
μέτωπον, εις την κνήμην δε η περικεφαλαία.Αλλά σπεύδε και λέγε αδιάκοπα και να
μη σιωπάς μόνον. Και αν τύχη να ομιλής περί αδικήματος ή μοιχείας γενομένης εις
τας Αθήνας, να διηγηθής τι γίνεται εις τας Ινδίας και τα Εκβάτανα. Εις όλα δε
αυτά να αναμιγνύης τον Μαραθώνα και τον Κυναίγειρον, διότι άνευ αυτών δεν
δύναται να γίνη τίποτε. Και πάντοτε κάτι να αναφέρης περί της τομής του όρους
Άθω υπό του Ξέρξου, περί της γεφυρώσεως του Ελλησπόντου, περί του σκοτισμού του
ηλίου υπό των Περσικών βελών• και ο Ξέρξης να τρέπεται εις φυγήν και ο Λεωνίδας
να θαυμάζεται και τα γράμματα του Οθρυάδου ν' αναγινώσκωνται• η Σαλαμίς και το
Αρτεμίσιον και αι Πλαταιαί ν' αναφέρωνται πολλάκις και συχνά, επί όλων δε τούτων
αι ολίγαι εκείναι αττικαί λέξεις να σκορπίζωνται ως άνθη και συχνά να
επαναλαμβάνεται το άττα και το δήπουθεν και αν δεν υπάρχει καμμία ανάγκη, διότι
ωραία είνε και όταν ασκόπως λέγωνται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εάν δέ ποτε παρουσιασθή και ευκαιρία άσματος,
δύνασαι να ψάλλης τα πάντα και οτιδήποτε να μεταβάλλης εις μελωδίαν. Αν δέ ποτε
δεν ευρίσκης τίποτε κατάλληλον διά να το ψάλλης, ν' απαγγείλης την φράσιν «ω
άνδρες δικασταί» με μελωδίαν, και τούτο θα είνε αρκετόν διά να δώση την
εντύπωσιν της αρμονίας. Συχνά να επαναλαμβάνης το επιφώνημα «οίμοι των κακών»,
κτύπα τον μηρόν σου, κάμνε λαρυγγισμούς και απόπτυε θορυβωδώς ενώ ομιλείς και
κίνει τα οπίσθια ενώ βαδίζεις. Και αν οι ακροαταί δεν σ'επευφημούν, ν' αγανακτής
και να τους υβρίζης• εάν δ' εγείρωνται εξ εντροπής και ετοιμάζωνται να εξέλθουν,
διάτασσε να καθήσουν και εν γένει να τους μεταχειρίζεσαι ως τύραννος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Διά να θαυμάζουν δε και κατά ποσόν των λόγων
σου, ν' αρχίζης από τα Τρωικά, και μάλιστα, εάν θέλης, από τους γάμους του
Δευκαλίωνος και της Πύρρας, και να φθάνης εις τα σύγχρονα• διότι όσοι θα εννοούν
θα είνε ολίγοι και αυτοί θα σιωπήσουν φοβούμενοι την γλώσσαν σου• αλλά και αν
είπουν τι, θα θεωρηθή ότι το λέγουν εκ φθόνου• οι δε πολλοί θα θαυμάζουν την
στάσιν σου, την φωνήν, το βάδισμα, τας κινήσεις, την μελωδίαν, το υπόδημα και το
άττα σου εκείνο, και βλέποντες τον ιδρώτα τον οποίον θα χύνης και την
πνευστίασίν σου, δεν θα δύνανται ν' αμφιβάλλουν ότι είσαι μέγας ήρως του λόγου.
Άλλως τε και το να ομιλής εκ του προχείρου και ταχέως δικαιολογεί και κρύπτει
πολλά και θαυμάζεται υπό των πολλών, ώστε πρόσεξε να μη γράψης ποτέ και να μη
προπαρασκευάζης τους λόγους σου,διότι τότε υπόκεινται εις έλεγχον
ακριβή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οι δε φίλοι σου ας επικροτούν πάντοτε και ας
πληρώνουν ούτω τα γεύματα τα οποία παρέχεις• εάν ίδουν ότι τα χάνεις, να σε
βοηθούν και να σου δίδουν καιρόν να εύρης την φράσιν σου κατά τα διαλείμματα των
επευφημιών, διότι και περί τούτου πρέπει να φροντίζης, να έχης εις το
ακροατήριον φίλους και υποστηρικτάς. Αυτήν την συνδρομήν θα σου παρέχουν οι
φίλοι ενώ θα ομιλής• μετά ταύτα δε θα σε συνοδεύουν απερχόμενον και ομιλούντα
περί του λόγου τον οποίον απήγγειλες. Και αν συναντήσης τινά,να ομιλής περί του
εαυτού σου μετά θαυμασμού, ν' αυτοεπαινήσαι κατά κόρον και να γίνεσαι φορτικός
εις τον συναντώμενον. «Τι είνε ο Δημοσθένης απέναντί μου;» Ή «ίσως διαγωνίζομαι
προς ένα εκ των παλαιών ρητόρων• τους συγχρόνους ούτε τους λαμβάνω υπ' όψιν» και
τα τοιαύτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά το μεγαλείτερον και αναγκαιότατον προς την
επιτυχίαν ολίγον έλειψε να παραλείψω• να εμπαίζης όλους τους άλλους ρήτορας• και
αν μεν κανείς εξ αυτών ομιλήση καλώς, να παριστάς τον λόγον του ως ξένον και όχι
ιδικόν του• εάν δε τα καταφέρη μετρίως, όλα του ας είνε ελαττωματικά.Και εις τας
δημοσίας διαλέξεις πρέπει να εισέρχεσαι τελευταίος, διότι τούτο δίδει
επισημότητα• ενώ δε σιωπούν όλοι ακροώμενοι, ρίπτε ένα έπαινον παράξενον, ο
οποίος ν' αποστρέψη και ταράξη την προσοχήν των άλλων, ώστε να αισθάνωνται όλοι
ναυτίαν και να φράσσουν τα ώτα διά να μη ακούουν τας αηδείς σου υπερβολάς.Να μη
χειρονομής δε πολλάκις προς εκδήλωσιν της εντυπώσεώς σου, διότι τούτο είνε
ευτελές, ούτε να σηκωθής περισσότερον της μιας φοράς ή δύο το πολύ• και
υπομειδία διά τα πλείστα εκ των λεγομένων, ώστε να φαίνεσαι ότι δεν σου αρέσουν,
ευκόλως δε ευρίσκει κανείς αφορμάς κατηγοριών και ευκολώτερον πιστεύονται αι
κατακρίσεις από τους επαίνους. Κατά τα άλλα απαιτείται προ πάντων θάρρος• η
τόλμη, η αναισχυντία και το ψεύδος να σου είνε πρόχειρα, τον όρκον να έχης
πάντοτε επί των χειλέων και φθόνον δι' όλους και μίσος και βλασφημίαν και
διαβολάς πιθανάς. Αυτά θα σε καταστήσουν εντός ολίγου περίφημον και
περίβλεπτον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ταύτα διά τον δημόσιόν σου και φανερόν βίον•
εις δε την ιδιαιτέραν σου ζωήν ως κανόνα να έχης να πράττης τα πάντα, να παίζης
κύβους, να μεθύης,να λαγνεύης, και να μοιχεύης ή τουλάχιστον να καυχάσαι ότι
είσαι τοιούτος, και αν δεν πράττης τίποτε, και να διηγήσαι προς όλους σχετικάς
ιστορίας και να επιδεικνύης ερωτικάς επιστολάς υπό γυναικών δήθεν γραφείσας•
διότι πρέπει να φροντίζης να φαίνεσαι αξιέραστος και να πιστεύεται ότι αγαπάσαι
υπό των γυναικών• και τούτο θα σχετισθή υπό των πολλών με την ρητορικήν και θα
λέγεται ότι και εις τους γυναικωνίτας ακόμη επιτυγχάνης. Μη εντραπής δε να
φαίνεσαι ότι έχεις και άνδρας εραστάς, καίτοι είσαι με γένεια και μάλιστα
φαλακρός. Πρέπει να έχης και τοιούτου είδους φίλους• και εάν δεν εύρης έξω, να
μεταχειρισθής τους δούλους σου. Διότι και αυτά συντελούν πολύ εις την ρητορικήν
επιτυχίαν•η αναισχυντία και το θράσος γίνονται μεγαλείτερα. Βλέπεις πόσον αι
γυναίκες είνε πλέον φλύαροι και υπερβαίνουν τους άνδρας εις τας ύβρεις;Λοιπόν
εάν παθαίνης ό,τι και αυταί, θα υπερτερήσης τους άλλους ρήτορας•αλλά πρέπει ν'
αποψιλώνης και άλλα μεν μέρη του σώματος, μάλιστα δε εκείνα τα οποία γνωρίζεις.
Και το στόμα σου ακόμη να είναι έτοιμον διά πάσαν ευκαιρίαν και η γλωσσά σου ας
χρησιμεύη και διά τους λόγους και εις παν ό,τι άλλο δύναται• δύναται δε όχι
μόνον να σολοικίζη και να βαρβαρίζη, να φλυαρή ή να επιορκή, να υβρίζη ή να
συκοφαντή και να ψεύδεται, αλλά και την νύκτα να υποβοηθή εις άλλας ανάγκας και
μάλιστα αν είνε τόσοι πολλοί οι έρωτες, ώστε να μη επαρκής• εις τοιαύτην
περίπτωσιν πρέπει να αναμιγνύεται εις όλα, να γίνεται επινοητική και να μη
σιχαίνεται τίποτε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εάν, παιδί μου, μάθης καλώς αυτά,—είνε δε
εύκολον, διότι δεν έχουν τίποτε το δυσμάθητον—σου υπόσχομαι μετά πεποιθήσεως ότι
εντός ολίγου θα γίνης άριστος ρήτωρ και όμοιος προς εμέ. Τα δε κατόπιν, όσα
αγαθά θ'αποκτήσης εκ της ρητορικής, είνε περιττόν να σου τα λέγω. Βλέπεις εμέ, ο
οποίος είχα πατέρα αφανή και όχι ελεύθερον, και είχε δουλεύση περισσότερον από
τον Ξόιν και Θμούιν, {80} μητέρα δε ράπτριαν εις έν σταυροδρόμιον. Εγώ δε, ο
οποίος κατά την εφηβικήν μου ηλικίαν δεν εθεωρούμην άσχημος, κατ' αρχάς
υπηρέτουν μόνον διά να τρέφωμαι ένα ελεεινόν και φιλάργυρον εραστήν• όταν δε
ενόησα ότι αυτή η οδός είνε εύκολος και ηκολούθησα αυτήν, έφθασα εις την
κορυφήν, διότι—και ας με συγχώρηση η αγαπητή Αδράστεια {81}—είχα άφθονα τα
εφόδια τα οποία ανέφερα, το θράσος, την αμάθειαν και την αναισχυντίαν, και η
πρώτη μου φροντίς ήτο ν' αφήσω το όνομα Ποθεινός και να γίνω ομώνυμος προς τους
υιούς του Διός και της Λήδας. {82} Έπειτα συνοικίσας με μίαν γραίαν ετρεφόμην
υπ' αυτής, προσποιούμενος ότι ήμουν ερωτευμένος με την εβδομηκοντούτιδα εκείνην
γυναίκα, η οποία είχε μόνον τέσσαρα δόντια ακόμη και αυτά σφραγισμένα με χρυσόν.
Αλλ' η πενία με ηνάγκαζε να υποβάλλωμαι εις την βαρείαν εκείνην εργασίαν και η
πείνα συνετέλει να μου φαίνωνται γλυκύτατα τα ψυχρά φιλήματα τα οποία ελάμβανα
από την νεκροφόραν εκείνην. Παρ' ολίγον δε να κληρονομήσω όλα όσα είχε, εάν είς
αχρείος δούλος δεν την ειδοποίει ότι είχον αγοράση δηλητήριον διά ν'απαλλαγώ απ'
αυτήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εξεδιώχθην με λακτίσματα, αλλ' όμως και τότε
δεν περιέπεσα εις στερήσεις, αλλ' έγεινα ρήτωρ και δικηγορώ και ως επί το
πλείστον προδίδω τους πελάτας μου και υπόσχομαι εις τους ανοήτους ότι έχω
εξασφαλίση υπέρ αυτών τους δικαστάς• και ναι μεν νικώμαι ως επί το πλείστον,
αλλ' όμως οι φοίνικες και οι στέφανοι δεν λείπουν από την θύραν μου• {83} αυτά
τα δολώματα μεταχειρίζομαι διά να προσελκύω τους δυστυχείς διαδίκους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και το να μισούμαι υπό πάντων και να είμαι
περίφημος διά τον μοχθηρόν μου χαρακτήρα περισσότερον παρά διά την ευφράδειάν
μου και να με δακτυλοδεικτούν λέγοντες ότι είμαι ο τελειότερος εις πάσαν
κακίαν,δεν μου φαίνεται να είνε μικρόν. Αυτά σε συμβουλεύω, τα οποία
συνεβούλευσα πολύ πρότερον εις τον εαυτόν μου και, μα την πάνδημον Αφροδίτην,
δεν μετενόησα, αλλ' εξ εναντίας είμαι λίαν ευχαριστημένος.Αρκετά σου
είπα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού είπη ταύτα ο λαμπρός εκείνος άνθρωπος, θα
παύση• συ δε, εάν πεισθής εις τους λόγους του, θα φθάσης ευκόλως εις την
εκπλήρωσιν των πόθων σου•και ουδέν θα σ' εμποδίση, αν ακολουθήσης τους κανόνας
του, να διαπρέπης εις τα δικαστήρια, να είσαι δημοφιλής και αξιέραστος και να
έχης ερωμένην όχι γραίαν κωμικήν, όπως ο διδάσκαλός σου, αλλά γυναίκα
ωραιοτάτην, την Ρητορικήν• και θα δύνασαι να λέγης περί του εαυτού σου
δικαιότερον ή όπως ο Πλάτων είπε περί του Διός, ότι φέρεσαι επί πτερωτού
οχήματος. Εγώ δε, ο οποίος είμαι ταπεινός και δειλός, θα αποσυρθώ εκ του σταδίου
και θα παύσω να σχετίζωμαι την ρητορικήν, διότι δεν έχω τα ιδικά σας προσόντα
αλλά και ήδη έχω παύση, ώστε ακόπως ν' ανακηρύττεσθε θριαμβευταί και να
θαυμάζεστε• αλλά τούτο μόνον να μη λησμονήτε, ότι δεν ενικήσατε με την ταχύτητά
σας, αλλ' εφθάσατε ταχύτερα εις τον σκοπόν,διότι ηκολουθήσατε την εύκολον και
πλαγίαν οδόν.</span><br />
<h1 style="margin-top: 60pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman';">ΙΚΑΡΟΜΕΝΙΠΠΟΣ Ή ΥΠΕΡΝΕΦΕΛΟΣ</span></h1>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝΙΠΠΟΣ. Λοιπόν από
της γης μέχρι της σελήνης, όπου έκαμα τον πρώτον σταθμόν, είνε τρεις χιλιάδες
στάδια• από την σελήνην έως εις τον ήλιον πεντακόσιοι περίπου παρασάγγαι• και
απ' εκεί έως εις τον ουρανόν και την ακρόπολιν του Διός το διάστημα δι' ένα
ευκίνητον αετόν θα είνε μιας ημέρας.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣ. Δι' όνομα των Χαρίτων, Μένιππε, τι
σημαίνουν αυτοί οι αστρονομικοί υπολογισμοί και τι μετράς μόνος σου; Διότι προ
πολλού σε παρακολουθώ να διατρέχης ηλίους και σελήνας και να μετράς σταθμούς και
παρασάγγας ατελειώτους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Μη εκπλήττεσαι, φίλε μου, διότι ασχολούμαι
με αυτά τα μετεωρολογικά και ουράνια• λογαριάζω το διάστημα του ταξειδίου το
οποίον έκαμα προ ολίγου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Και όπως οι Φοίνικες, υπελόγιζες τον
δρόμον σου από την κίνησιν των άστρων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Όχι, αλλ' εις αυτά τα άστρα
εταξείδευσα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Διάβολε, πολύ μακρόν όνειρον θα είδες,
αφού ελησμόνησες και εκοιμήθης ολοκλήρους παρασάγγας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Σου φαίνεται ότι διηγούμαι όνειρον, ενώ
εγώ προ ολίγου ήλθα από τα ανάκτορα του Διός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Πώς είπες; Συ ο Μένιππος μας έπεσες από
τον ουρανόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Βέβαια εγώ έρχομαι σήμερον από εκείνον τον
μέγαν Δία, αφού ήκουσα και είδα θαυμάσια πράγματα. Αν δεν με πιστεύης, και η
απιστία σου με κάνει να χαίρω έτι περισσότερον, διότι σημαίνει ότι η ευτυχία μου
είνε τόσον μεγάλη, ώστε καταντά απίστευτος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Και πώς είνε δυνατόν, Θείε και ολύμπιε
Μένιππε, εγώ, ο οποίος εγεννήθηκα από ανθρώπους και ζω επί της γης, να
δυσπιστήσω προς άνδρα υπερνέφελον και, διά να είπω ως ο Όμηρος, ένα εκ των
ουρανιώνων; Αλλ' αν θέλης, εξήγησέ μου κατά ποίον τρόπον ανέβης εκεί επάνω και
πού ευρήκες σκάλαν τόσο μεγάλην. Διότι κατά την όψιν δεν ομοιάζεις πολύ μ'
εκείνον τον νεαρόν Φρύγα, ώστε να υποθέσω ότι και σένα ανήρπασε μεταμορφωθείς
εις αετόν ο Ζευς διά να του χρησιμεύης ως οινοχόος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ότι με εμπαίζεις το καταλαμβάνω και δεν
απορώ εάν η παράδοξος ιστορία μου σου φαίνεται ως μύθος. Μάθε όμως ότι ούτε
κλίμακα εχρειάσθηκα διά την ανάβασιν, ούτε εξ έρωτος με ανήρπασεν αετός. Είχα
δικά μου πτερά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Τούτο υπερβαίνει και όσα διηγούνται περί
Δαιδάλου, αφού εκτός των άλλων και χωρίς να το φανταζώμεθα μας έγινες από
άνθρωπος γεράκι ή καρακάξα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Σωστά το εμάντευσες, φίλε μου, διότι και
εγώ εμηχανεύθηκα το πτέρωμα εκείνο του Δαιδάλου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Και δεν εφοβήθης, τολμηρότατε των ανθρώπων
όλων, μήπως καταπέσης κάπου εις την θάλασσαν και γίνης αφορμή ν' αποκτήσωμεν και
Μενίππειον πέλαγος, όπως το Ικάριον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Καθόλου• ο Ίκαρος είχε τα πτερά κολλημένα
με κερί, επομένως δεν εβράδυνε να τα λυώση ο ήλιος και ούτω εμάδησε και
κατέπεσε. Αι δικαί μου όμως αι πτέρυγες δεν ήσαν από κερί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Τι λες; Αρχίζω σιγά σιγά να πιστεύω αυτά
τα οποία διηγείσαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Άκουσε τι έκαμα• συνέλαβα ένα μεγάλον
αετόν και ένα γύπα από τους πλέον δυνατούς και τους έκοψα τα πτερά ομού με τους
ώμους…. αλλά μάλλον πρέπει να σου διηγηθώ πώς μου ήλθεν εξ αρχής η ιδέα, αν έχης
καιρόν να με ακούσης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Ευχαρίστως, αφού από τώρα είμαι μετέωρος
και κρέμομαι από τα χείλη σου και ανυπομόνως περιμένω το τέλος της διηγήσεως.
Μάλιστα σε παρακαλώ να μη με αφήσης κρεμάμενον από τ' αυτιά εις το μέσον της
διηγήσεως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Άκουσε λοιπόν, διότι δεν είνε ευγενές ν'
αφήση κανείς ένα φίλον του με το στόμα ανοικτόν και μάλιστα, όπως συ λέγεις,
κρεμάμενον από τ'αυτιά. Εγώ εξετάζων τα πράγματα του κόσμου δεν εβράδυνα να εύρω
γελοία και ευτελή και αβέβαια όλα τα ανθρώπινα, δηλαδή τα πλούτη, τας εξουσίας
και τας βασιλείας• και περιφρονήσας αυτά, έκρινα ότι η περί τούτων ασχολία
γίνεται εμπόδιον εις την μελέτην των αληθώς σπουδαίων ζητημάτων κ' επροσπαθούσα
να ανυψώσω την σκέψιν μου και να την στρέψω προς το σύμπαν. Αλλ' εδώ έπεσα εις
μεγάλην απορίαν• εν πρώτοις δεν ηδυνάμην να εννοήσω πώς έγινεν ο λεγόμενος υπό
των σοφών κόσμος• ούτε τον δημιουργόν του ημπορούσα να εύρω, ούτε την αρχήν και
τον σκοπόν του. Έπειτα όταν εξήταζα τα καθέκαστα εις έτι μεγαλειτέραν απορίαν
έπεφτα• έβλεπα με απορίαν τα άστρα όπως είνε σκορπισμένα εις τον ουρανόν και
απόθουν να μάθω τι πράγμα να είνε ο ήλιος• προπάντων δε παράδοξος και αλλόκοτος
μου εφαίνετο η σελήνη και εσκεπτόμην ότι αι μεταβολαί των σχημάτων της θα είχαν
μυστηριώδη τινά αιτίαν. Αλλά και η ταχεία αστραπή και η κρατούσα βροντή και η
βροχή, η χιών και η χάλαζα, η οποία πίπτει με τόσην ορμήν,δεν μου εφαίνοντο
ολιγώτερον προβληματικά και σκοτεινά. Ενόμισα λοιπόν ότι το καλλίτερον το οποίον
είχα να κάμω ήτο ν' αποταθώ εις τους φιλοσόφους και ζητήσω παρ' αυτών την λύσιν
των αποριών μου• διότι τους εφανταζόμην ότι είνε κάτοχοι πάσης αληθείας.
Εδιάλεξα τους σοφωτέρους εξ αυτών, ως ηδύνατο κανείς να συμπεράνη από την
σκυθρωπότητα και την ωχρότητα του προσώπου και από το μέγεθος της γενειάδος των.
Και τωόντι αμέσως μου έκαμαν την εντύπωσιν ανθρώπων οι οποίοι λέγουν υψηλά
πράγματα και γνωρίζουν τα θαυμάσια του ουρανού. Εις τούτους παρεδόθην με την
υπόσχεσιν μεγάλου ποσού χρημάτων, των οποίων μέρος μεν κατέβαλα αμέσως,μέρος δε
θα έδιδα όταν θ' απέκτων την όλην σοφίαν, και εζήτησα να με κάμουν αστρονόμον
και να με διδάξουν την τάξιν του σύμπαντος. Αλλ' αυτοί όχι μόνον δεν με
απήλλαξαν από την παλαιάν άγνοιαν, αλλά και εις μεγαλειτέρας αμφιβολίας μ'
έρριψαν με τας αρχάς, τα τέλη, τας ατόμους,τα κενά, τας ύλας και ιδέας και άλλα
τοιαύτα κολοκύθια, τα οποία μου έρριπταν κατά κεφαλής. Αλλ' εκείνο προ πάντων το
οποίον με εθύμωνεν ήτο ότι εις όσα έλεγαν δεν συνεφώνουν μεταξύ των, αλλ' αι
γνώμαι των αντεμάχοντο και ήσαν εντελώς αντίθετοι• και όμως απήτουν να πεισθώ
εις όσα έλεγαν και έκαστος ήθελε να μ' ελκύση προς την γνώμην του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Παράδοξον αυτό• άνθρωποι σοφοί να μη
συμφωνούν περί των μεγάλων αληθειών και να έχουν περί αυτών διαφόρους
γνώμας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Θα γελάσης πολύ, φίλε μου, όταν ακούσης
ποίαν αλαζονείαν έχουν και πόσην αγυρτείαν εις όσα λέγουν. Ενώ έζησαν πάντοτε
επί της γης και ουδόλως υπερέχουν ημάς τους άλλους οι οποίοι βαδίζομεν εδώ κάτω,
αλλ'ούτε η όρασίς των είνε οξυτέρα και μερικοί μάλιστα από γήρας και οκνηρίαν
δεν καλοβλέπουν, όμως έλεγαν ότι βλέπουν τα πέρατα του ουρανού,εμετρούσαν το
μέγεθος και την απόστασιν του ηλίου, έφθαναν εις τα διαστήματα τα υπεράνω της
σελήνης και ως να έπεσαν από τα άστρα ωμίλουν διά τα μεγέθη και τα σχήματά των.
Ενώ δε πολλάκις δεν είνε εις θέσιν να ειπούν ακριβώς πόσα στάδια είνε από τα
Μέγαρα μέχρι των Αθηνών, ετόλμων να λέγουν πόσων πήχεων είνε η απόστασις μεταξύ
σελήνης και ηλίου και υπελόγιζον της ατμοσφαίρας τα ύψη και της θαλάσσης τα βάθη
και τας περιόδους της γης ανεμέτρουν. Προσέτι έγραφαν κύκλους και εσχημάτιζον
τρίγωνα επί τετραγώνων και σφαίρας διαφόρους με τα οποία δήθεν καταμετρούν τον
ουρανόν. Έπειτα δε πώς να μη τους θεωρώ ανοήτους και τυφλωμένους από αλαζονείαν
όταν περί πραγμάτων τόσων σκοτεινών δεν ομιλούν με υποθέσεις, αλλ' ισχυρογνωμούν
και αποκρούουν με θυμόν πάσαν άλλην γνώμην και σχεδόν με όρκον υποστηρίζουν ότι
ο ήλιος είνε σίδηρος πεπυρακτωμένος, ότι η σελήνη κατοικείται, ότι τα άστρα
πίνουν υδρατμούς,τους οποίους ο ήλιος ως διά κάδου ανασύρει εκ της θαλάσσης και
τους μοιράζει εξ ίσου εις αυτά. Αλλ' η αντιγνωμία των ευκόλως γίνεται αντιληπτή.
Σκέψου προς θεού αν δύνανται να συμβιβασθώσι τα δόγματά των και αν δεν είνε
εντελώς αντίθετα• εν πρώτοις αι γνώμαι των περί του κόσμου είνε αντιφατικαί• οι
μεν λέγουν ότι ο κόσμος είνε αγέννητος και ανώλεθρος• {84} οι δε ετόλμησαν να
είπουν και ποίος τον εδημιούργησε και κατά ποίον τρόπον κατεσκευάσθη. Εκείνο δε
το οποίον προ πάντων μου εφαίνετο παράδοξον και ακατανόητον είνε ότι, ενώ
ωμίλουν περί ενός δημιουργού του παντός, δεν εξήγουν ούτε πόθεν ήλθεν ούτος,
ούτε που εστέκετο και κατεσκεύαζε τα καθέκαστα, αφού προ της γενέσεως του παντός
αδύνατον να εννοηθή χρόνος και τόπος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Φαίνεται, Μένιππε, ότι είνε πολύ τολμηροί
εις τα τερατολογήματα αυτοί οι σοφοί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Και τι θα έλεγες εάν ήκουες τι λέγουν περί
ιδεών και ασωμάτων {85}ή περί του πέρατος και του απείρου; διότι και αυτή είνε
μία από τας ζωηροτέρας φιλονεικίας των, καθότι οι μεν περιορίζουσι το παν διά
τέλους, οι δε φρονούν ότι δεν έχει τέλος. Αλλά και ότι οι κόσμοι είνε
πολυάριθμοι {86} υπεστηρίζετο υπό τινων εξ αυτών, οίτινες κατηγόρουν τους άλλους
τους διδάσκοντας ότι ο κόσμος είνε ένας. Κάποιος δε άλλος{87} άνθρωπος όχι
ειρηνικός έλεγεν ότι ο πόλεμος είνε πατήρ των όλων.Και πού να σου λέγω τας ιδέας
τας οποίας έχουν περί των θεών; Κατά τους μεν ο θεός ήτο αριθμός,{88} άλλοι δε
ωρκίζοντο εις τους σκύλους, τας χήνας και τους πλατάνους.{89} Τινές
καθαιρέσαντες όλους τους θεούς έδωκαν όλην την εξουσίαν του σύμπαντος εις ένα
και μόνον, ώστε ήρχιζα και να στενοχωρούμαι από έλλειψιν θεών• άλλοι εξ εναντίας
πλέον γενναιόδωροι τους ήθελαν πολλούς, τους διήρουν δε εις τάξεις και απεκάλουν
ένα πρώτον θεόν, τους δε άλλους κατέτασσον εις δευτέραν και τρίτην τάξιν
θεότητος. {90} Προσέτι οι μεν εθεώρουν το θείον κάτι τι ασώματον και άμορφον, οι
δε το εφαντάζοντο με σώμα. {91} Έπειτα δεν ήσαν όλοι της γνώμης ότι οι θεοί
προνοούν διά τα εδώ πράγματα, αλλ' υπήρχον μερικοί οίτινες τους εστέρουν την
όλην φροντίδα περί του κόσμου, όπως ημείς απολύομεν από τας δημοσίας υπηρεσίας
τους φθάνοντας εις βαθύ γήρας ούτω δε τους παρουσιάζομεν ομοίους περίπου προς τα
βωβά πρόσωπα της σκηνής. Μερικοί επροχώρουν ακόμη περισσότερον και ουδόλως
επίστευον εις την ύπαρξιν θεών, αλλ' άφηνον τον κόσμον να γυρίζη αδέσποτος και
ακυβέρνητος. {92}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγώ δε ακούων αυτά δεν ετόλμων να δείξω
απιστίαν προς σοφούς τόσον μεγαλοφώνους και με τόσον σεβασμίας γενειάδας. Και
μου συνέβαινεν ακριβώς εκείνο το οποίον λέγει ο Όμηρος• πολλάκις δηλαδή έκλινα
να πιστεύσω προς ένα εξ αυτών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">έτερος δε με θυμός έρυκεν. {93}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ευρεθείς εις τοιαύτην απορίαν απηλπίσθην ότι θα
μου ήτο δυνατόν επί της γης ν' ακούσω τίποτε αληθές περί των ζητημάτων τούτων
και τότε εσκέφθην ότι διά μιας θα εύρισκα την λύσιν όλων των αποριών μου, εάν
υπήρχε τρόπος ν'αποκτήσω πτερά και ν' ανέβω εις τον ουρανόν. Την ελπίδα δε ότι
θα το επετύγχανα μου έδιδε κυρίως μεν ο πόθος μου, αλλά και ο μυθοποιός Αίσωπος,
όστις παριστά τους αετούς και τους κανθάρους, ενίοτε δε και τας καμήλους {94}
ότι δύνανται να φθάνουν εις τον ουρανόν. Ν' αποκτήσω όμως πτερά δικά μου δεν
έβλεπα να υπήρχε κανείς τρόπος• αλλ' εάν προσήρμοζα επάνω μου πτερά γυπός ή
αετού διότι μόνον αυτά δύνανται ν' ανθέξουν εις το βάρος του ανθρωπίνου σώματος
ίσως το πείραμά μου θα επετύγχανε.Συνέλαβα λοιπόν τα όρνεα και έκοψα σύρριζα του
μεν αετού την δεξιάν πτέρυγα, του δε γυπός την αριστεράν• έπειτα τας έδεσα με
δυνατά λουριά και τας προσήρμοσα εις τους ώμους μου, εις δε τα άκρα των μακρών
πτερών κατεσκεύασα λαβάς διά τα χέρια μου και έπειτα ήρχισα να κάνω δοκιμάς.Κατ'
αρχάς έκανα μικρά αναπηδήματα και συγχρόνως εκίνουν τα χέρια μου και κατώρθωνα
να χαμηλοπετώ, όπως αι χήνες, ανυψούμενος εις τον αέρα και βαδίζων συγχρόνως.
Όταν δε είδα ότι το πράγμα επετύγχανε, έγινα τολμηρότερος εις τας δοκιμάς μου•
ανέβηκα εις την Ακρόπολιν και ερρίφθηκα κάτω από τον κρημνόν προς το θέατρον του
Διονύσου• επέταξα χωρίς κίνδυνον, και τότε ήρχισα να έχω μεγαλειτέρας
φιλοδοξίας. Κατά το επόμενον πείραμα εσηκώθηκα από την Πάρνηθα ή από τον Υμηττόν
κ' επέταξα μέχρι Γερανείας, απ' εκεί δε μέχρι του Ακροκορίνθου, υπεράνω του
οποίου επέρασα. Έπειτα επροχώρησα άνω της Φολόης και του Ερυμάνθου και έφθασα
μέχρι του Ταϋγέτου. Αι ασκήσεις ηύξησαν την τόλμην μου και τώρα πλέον δεν
εζήλευα τα πτηνά, αλλ' είχα φιλοδοξίας ακόμη μεγαλειτέρας. Ανέβηκα εις τον
Όλυμπον και αφού έκαμα μίαν προμήθειαν τροφών όσον το δυνατόν ελαφροτέραν
εξεκίνησα κατ' ευθείαν προς τον ουρανόν. Κατ' αρχάς μ'εζάλιζε το ύψος, αλλ'
έπειτα συνείθισα. Όταν δε έφθασα εις την σελήνην,πολύ υπεράνω των νεφών,
ησθάνθην ότι είχα κουρασθή, μάλιστα εις την αριστεράν πτέρυγα, την γυπίνην.
Επλησίασα λοιπόν εις την σελήνην και εκάθησα διά ν' αναπαυθώ. Παρατηρών δε
άνωθεν έβλεπα, καθώς ο Ζευς του Ομήρου, άλλοτε μεν την χώραν των ιπποτρόφων
Θρακών, άλλοτε δε την χώραν των Μυσών και μετ' ολίγον, κατά βούλησιν, την
Ελλάδα, την Περσίαν ή τας Ινδίας. Όλα δε αυτά τα θεάματα μου επροξένουν ποικίλας
και μεγάλας τέρψεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Και αυτά να μου τα διηγηθής, Μένιππε, διά
να μάθω όλας τας λεπτομερείας του ταξειδίου, ακόμη και αν είνε επουσιώδεις. Εγώ
τουλάχιστον περιμένω ν' ακούσω πολλά περί του σχήματος της γης και όλων των επ'
αυτής πραγμάτων, πώς σου εφαίνοντο όταν τα έβλεπες από πάνω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Η απαίτησίς σου είνε δικαία• λοιπόν να με
ακολουθήσης και διά της ακοής ν' ανέβης μαζί μου μέχρι της σελήνης και απ' εκεί
θα ίδης μετ'εμού πώς είνε όλα τα επί της γης πράγματα. Και εν πρώτοις να
φαντασθής ότι βλέπεις την γην πολύ μικροτέραν από την σελήνην, τόσον ώστε
εγώ,όταν έξαφνα έσκυψα και παρετήρουν επί πολύ, ήμουν εις απορίαν και εσκεπτόμην
πού είνε τα τόσον μεγάλα βουνά και η τόση θάλασσα, και αν δεν διέκρινα τον
κολοσσόν της Ρόδου και τον πύργον της Φάρου, βεβαίως δεν θα εννοούσα ότι αυτό το
οποίον έβλεπα ήτο η γη. Αλλ' αυτά με το ύψος των και ο ωκεανός ο οποίος έστιλβεν
υπό την λάμψιν του ηλίου μ' έκαμαν να εννοήσω ότι ήτο η γη. Αφού δ' επρόσεξα,
ήρχισα να διακρίνω όλην την κίνησιν των ανθρώπων και τον τρόπον κατά τον οποίον
ζουν, όχι μόνον κατά έθνη και πόλεις, αλλά διέκρινα καθαρά και τους
ταξειδεύοντας, τους πολεμούντας, τους γεωργούντας, τους δικαζομένους, τα γύναια,
τα θηρία και εν γένει πάντα όσα τρέφει η ζωοδότειρα γη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Αυτά τα οποία λέγεις είνε εντελώς απίθανα
και αντιφατικά• διότι αφού προ ολίγου μετά δυσκολίας διέκρινες την γην, η οποία
εχάνετο εις την απόστασιν, και αν ο κολοσσός δεν σ' εβοήθει να την διακρίνης, θα
ενόμιζες ίσως ότι βλέπεις άλλο τι, πώς τώρα, ως να έγινες αίφνης Λιγγεύς,
διακρίνεις όλα τα επί της γης, τους ανθρώπους, τα θηρία παρ'ολίγον δε και τας
φωλεάς των κουνουπιών;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Η παρατήρησίς σου είνε σωστή και μου
ενθυμίζει περιστατικόν το οποίον έπρεπεν εξ αρχής ν' αναφέρω, δεν γνωρίζω δε πώς
το παρέλειψα.Όταν ανεγνώρισα την γην, τα δε άλλα δεν ηδυνάμην να διακρίνω ένεκα
της αποστάσεως και διότι η όρασίς μου δεν έφθανε, το πράγμα μ' εστενοχώρησε
μεγάλως και ευρισκόμην εις πολλήν αμηχανίαν. Ενώ δε ευρισκόμην εις αυτήν την
στενοχωρίαν και σχεδόν έκλαια, παρουσιάσθη ο φυσικός Εμπεδοκλής, ο οποίος
εφαίνετο ως καρβουνιάρης στακτωμένος και κατακαμμένος. Εγώ, όταν τον είδα,
πρέπει να το ομολογήσω— εταράχθηκα ολίγον και ενόμισα ότι έβλεπα φάντασμα της
σελήνης, αυτός όμως• Μη φοβείσαι, μου είπε, Μένιππε,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ού τις τοι θεός ειμί, τι μ' αθανάτοισιν
εΐσκεις; {95}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Είμαι ο φυσικός Εμπεδοκλής• όταν δ' ερρίφθηκα
εις τον κρατήρα της Αίτνης, ο καπνός με ήρπασε και μ' έφερεν εδώ πάνω και τώρα
κατοικώ εις την σελήνην και ως επί το πολύ αεροβατώ και τρέφομαι με δρόσον.
Έρχομαι λοιπόν να σου διαλύσω την απορίαν εις την οποίαν ευρίσκεσαι• διότι
μαντεύω ότι είσαι στενοχωρημένος και λυπείσαι, επειδή δεν δύνασαι να βλέπης
καθαρά τι γίνεται επί της γης. Πολύ καλά έκαμες, του είπα,φίλτατε Εμπεδοκλή, και
όταν μετ' ολίγον θα πετάξω πάλιν οπίσω εις την Ελλάδα, θα σου κάμω σπονδάς εις
την καπνοδόχην μου και κατά την πρώτην του μηνός θα προσεύχωμαι ανοίγων τρεις
φορές το στόμα προς την σελήνην.Μα τον Ενδυμίονα, είπεν ο Εμπεδοκλής, δεν ήλθα
χάριν της αμοιβής, αλλά σ' ελυπήθη η ψυχή μου όταν σε είδα στενοχωρημένον.
Λοιπόν ξέρεις τι πρέπει να κάμης διά να γίνης οξυδερκής; Μα τον Δία, του είπα,
δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να μου αφαιρέσης την ομίχλην η οποία μου σπεπάζει
τα μάτια• τώρα μου φαίνεται σαν να είνε κολλημμένα τα μάτια μου από τσίμπλες.
Εις τούτο, μου είπεν, ούτε της ιδικής μου συνδρομής έχεις ανάγκην διότι την
οξυδέρκειαν την έχεις φέρη από την γην. Δεν σ' εννοώ,του είπα. Λησμονείς, είπε,
ότι έχεις επάνω σου την δεξιάν πτέρυγα αετού;Αυτό το ξέρω, απήντησα• αλλά τι
κοινόν υπάρχει μεταξύ πτέρυγος και οφθαλμού; Ότι, είπεν ο Εμπεδοκλής, ο αετός
έχει την όρασιν πολύ οξυτέραν από τα αλλά ζώα, ώστε μόνος αυτός δύναται να βλέπη
ατενώς προς τον ήλιον• διακρίνεται δε ο βασιλικός και γνήσιος αετός εκ τούτου,
αν βλέπη προς τον ήλιον χωρίς να κλείη τα βλέφαρα. Αυτά τωόντι λέγονται,
είπα,και τώρα μετανοώ διότι ήλθα εδώ χωρίς προηγουμένως να βγάλω τα μάτια μου
και να τα αντικαταστήσω με οφθαλμούς αετού. Τώρα ήλθα χωρίς να είμαι καθ' όλα
βασιλικώς παρασκευασμένος, αλλ' ομοιάζω με τους νόθους εκείνους και αμφιβόλου
γνησιότητος αετούς. Και όμως από σε εξαρτάται, είπεν ο Εμπεδοκλής, να γίνη
αμέσως ο είς εκ των οφθαλμών σου βασιλικός• διότι αν θέλησης να πετάξης ολίγον
μόνον με την μίαν πτέρυγα και να κρατής ακίνητον την πτέρυγα του γυπός, ο
αντίστοιχος προς την κινουμένην πτέρυγα οφθαλμός σου, ο δεξιός, θα γίνη
οξυδερκής• ο άλλος όμως δεν υπάρχει τρόπος να μη μείνη ασθενέστερος, αφού ανήκει
εις πτηνόν το οποίον έχει την όρασιν αμβλυτέραν. Αρκετόν είνε, είπα εγώ, και αν
μόνον ο δεξιός μου οφθαλμός γίνη αέτειος, και μόνον με αυτόν θα βλέπω καλά,αφού
πολλάκις, μου φαίνεται, έχω ιδή τους μαραγκούς να παρατηρούν μόνον με τον ένα
οφθαλμόν και ούτω να κάνουν ευθύτερα τα ξύλα που κατεργάζονται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μετά ταύτα εξετέλεσα τας παραγγελίας του
Εμπεδοκλέους• αυτός δε απομακρυνόμενος ολίγον κατ' ολίγον διελύθη ανεπαισθήτως
εις καπνόν. Και αφού επτερύγισα, με περιέβαλεν αμέσως άφθονον φως και τα
αντικείμενα, τα οποία προηγουμένως με διέφευγον, τώρα διεκρίνοντο όλα. Έσκυψα
λοιπόν προς την γην και έβλεπα καθαρά τας πόλεις, τους ανθρώπους και όσα
συνέβαινον, όχι μόνον εις το ύπαιθρον, αλλά και όσα οι άνθρωποι έπραττον εντός
των κατοικιών των, νομίζοντες ότι δεν τους έβλεπε κανείς. Ούτω έβλεπα τον
Πτολεμαίον να συνευρίσκεται με την αδελφήν του,{96} τον Λυσίμαχον {97} να
επιβουλεύεται την ζωήν του υιού του, τον Αντίοχον του Σελεύκου ν' απευθύνη
κρύφια νεύματα προς την Στρατονίκην την μητρυιάν του, τον Θεσσαλόν Αλέξανδρον
φονευόμενον υπό της συζύγου του, τον Αντίγονον μοιχεύοντα την γυναίκα του υιού
του και τον υιόν του Αττάλου δηλητηριάζοντα τον πατέρα του. Εξ άλλου τον Αρσάκην
φονεύοντα την γυναίκα του και τον ευνούχον Αρβάκην ξιφουλκούντα εναντίον του
Αρσάκη.Τον δε Μήδον Σπατίνον έβλεπα να σύρουν εκ του ποδός έξω του συμποσίου οι
ακόλουθοί του και να έχη το μέτωπον πληγωμένον διά χρυσού ποτηριού.Παρόμοια
έβλεπα εις την Λιβύην, εις την Σκυθίαν και την Θράκην να συμβαίνουν εις τα
ανάκτορα, μοιχείας, φόνους, ενέδρας, αρπαγάς,επιορκίας, βασιλείς περιφόβους,
προδιδομένους υπό των οικειοτάτων αυτών.Και οι μεν βασιλείς τοιαύτα θεάματα μου
παρουσίαζον• των δε ιδιωτών αι πράξεις και η διαγωγή ήσαν ακόμη γελοιωδέστεραι•
και μεταξύ αυτών έβλεπα τον Ερμόδωρον τον Επικούρειον να επιορκή διά χιλίας
δραχμάς, τον δε Στωικόν Αγαθοκλέα να δικάζεται με τον μαθητήν του διά την
πληρωμήν των μαθημάτων, τον ρήτορα Κλενίαν να κλέπτη μίαν φιάλην από το
Ασκληπιείον,τον δε Κυνικόν Ηρόφιλον να κοιμάται εις το χαμαιτυπείον. Και τι να
είπω διά τους άλλους, εκείνους οι οποίοι ετρύπων τους τοίχους διά να κλέπτουν,
τους δικαζομένους, τους δανείζοντας, τους απαιτούντας;{98}διότι το θέαμα είχε
μεγάλην ποικιλίαν και περιείχεν από όλα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Καλά έκαμες και μου διηγήθης αυτά,
Μένιππε, διότι φαίνεται ότι θα σε διεσκέδασαν πολύ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Είνε αδύνατον, φίλε μου, να σου διηγηθώ τα
πάντα κατά σειράν, αφού και να τα βλέπω μόνον ήτο κοπιώδες. Αλλά τα κυριώτερα
των συμβαινόντων εφαίνοντο όπως εκείνα τα οποία λέγει ο Όμηρος ότι ήσαν
ζωγραφισμένα επί της ασπίδος. Αλλού μεν ήσαν συμπόσια και γάμοι, αλλού δε δίκαι
και συνελεύσεις, από το άλλο δε μέρος κάποιος ετέλει θυσίας και πλησίον άλλος
εφαίνετο να πενθή. Και όταν εστρεφόμην προς την Γετικήν έβλεπα τους Γέτας να
πολεμούν• όταν δε εστρεφόμην προς τους Σκύθας, τους έβλεπα να πλανώνται με τας
αμάξας των• και όταν εγύριζα προς το άλλο μέρος τον οφθαλμόν, έβλεπα τους
Αιγυπτίους να γεωργούν, τους Φοίνικας να εμπορεύωνται, τους Κίλικας να
ληστεύουν, τον Λάκωνα να μαστιγώνεται και τον Αθηναίον να δικάζεται. Και επειδή
όλα αυτά συνέβαιναν συγχρόνως,δύνασαι να φαντασθής ποίος κυκεών παρουσιάζετο προ
των οφθαλμών μου.Όπως αν κανείς συναθροίση πολλούς χορευτάς, ή μάλλον πολλούς
χορούς,έπειτα δε διατάξη ν' αφήση έκαστος εκ των αδόντων το κοινόν άσμα και να
ψάλλη ιδιαίτερον άσμα, έκαστος δε να φιλοτιμήται να φέρη εις πέρας το ιδικόν του
και να υπερβή τους άλλους κατά την δύναμιν της φωνής,φαντάζεσαι τι έχει να
γίνη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Πολύ γελοία και συγκεχυμένη
συναυλία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Λοιπόν, φίλε μου, τοιούτοι είνε όλοι όσοι
χορεύουν επί της γης και από τοιαύτην δυσαρμονίαν αποτελείται η ζωή των
ανθρώπων. Όχι μόνον αι φωναί των δεν συμφωνούν, αλλά και οι τρόποι των είνε
ανόμοιοι και αντιθέτως κινούνται και αι σκέψεις των συγκρούονται, έως ου ένα
έκαστον εξ αυτών αποπέμψη εκ της σκηνής ο χορηγός λέγων ότι δεν τον χρειάζεται
πλέον• μετά τούτο σιωπούν όλοι ομοίως και παύουν να τραγουδούν παραφώνως το
συγκεχυμένον εκείνο και άτακτον άσμα. Εν γένει πάντα όσα έβλεπα εις το ποικίλον
εκείνο και πολύμορφον θέατρον ήσαν γελοία. Αλλ' εκείνοι προ πάντων μου εκίνουν
τον γέλωτα, οι οποίοι εφιλονείκουν περί συνόρων κτηματικών και όσοι
υπερηφανεύοντο διότι εκαλλιέργουν την πεδιάδα της Σικυώνος ή είχον ιδιοκτησίαν
των τα μέρη του Μαραθώνος τα πλησίον της Οινόης ή επειδή είχον χίλια πλέθρα γης
εις τας Αχαρνάς• διότι, αφού η Ελλάς όλη, όπως την έβλεπα τότε, είχε μέγεθος
τεσσάρων δακτύλων,αναλόγως, υποθέτω, η Αττική ήτο κάτι τι ελάχιστον. Και
εσκεπτόμην πόσον μικρόν και ασήμαντον πράγμα ήτο εκείνο διά το οποίον οι
πλούσιοι εκείνοι υπερηφανεύοντο• διότι και ο έχων τας μεγαλειτέρας εκτάσεις γης
εξ αυτών μου εφαίνετο ως να εκαλλιέργει μίαν εκ των ατόμων του
Επικούρου.Στραφείς έπειτα προς την Πελοπόννησον και ιδών την Κυνοσουρίαν
{99}εθυμήθηκα πόσοι Αργείοι και Λακεδαιμόνιοι εφονεύθησαν εντός μιας ημέρας διά
μίαν έκτασιν γης, η οποία δεν ήτο πολύ μεγαλειτέρα από φακήν της Αιγύπτου. Αλλά
και αν έβλεπα κανένα ο οποίος να υπερηφανεύεται διότι είχεν οκτώ δακτυλίους και
τέσσαρα ποτήρια χρυσά, πολύ θα εγελούσα και με αυτόν. Διότι το Πάγκειον όρος
{100} ολόκληρον με τα μεταλλεία του είχε το μέγεθος ενός κεχριού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦίΛ. Πόσον σε ζηλεύω, Μένιππε, δι' όσα παράξενα
είδες. Αλλά δεν μου λες,σε παρακαλώ, αι πόλεις και οι κάτοικοι των πόσοι
εφαίνοντο από πάνω;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Θα έχης ιδή βέβαια μυρμηκυιάν και τους
μύρμηκας άλλους μεν να περιφέρωνται, άλλους να εξέρχωνται και άλλους να
επιστρέφουν εις την πόλιν των• και ο μεν εξάγει από την μυρμηκυιάν μίαν
ακαθαρσίαν, ο δε ευρών κάπου φλούδαν κουκιού ή μισό σπιρί σίτου το σύρει διά να
το μεταφέρη εις την μυρμηκυιάν. Είνε δε επόμενον ότι αναλόγως του τρόπου κατά
τον οποίον ζουν θα υπάρχουν μεταξύ αυτών και κτίσται και δημαγωγοί και άρχοντες
και μουσικοί και φιλόσοφοι. Λοιπόν αι πόλεις ομού με τους κατοίκους των ωμοίαζαν
πολύ με τας μυρμηκυιάς. Εάν δε σου φαίνεται ότι το παράδειγμα δεν είνε
κατάλληλον και ότι δεν ταιριάζει να παρομοιάσωμεν ανθρώπους προς μύρμηκας, να
ενθυμηθής τους παλαιούς μύθους των Θεσσαλών,κατά τους οποίους οι πολεμικώτατοι
Μυρμιδόνες έγιναν άνθρωποι εκ μυρμήκων. Αφού λοιπόν παρετήρησα τα πάντα επαρκώς
και εγέλασα δι' όλα,ετίναξα τας πτέρυγάς μου και επέταξα•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">δώματ' ες αιγιόχοιο Διός μετά δαίμονας άλλους.
{101}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν είχα δε φθάση εις ύψος σταδίου, ότε ήκουσα
την Σελήνην να μου φωνάζη με γυναικείαν φωνήν• Μένιππε, σε παρακαλώ να μου κάμης
μίαν χάριν, όταν θα ίδης τον Δία, και σου εύχομαι να επιτύχης τον σκοπόν του
ταξειδίου σου. Λέγε, αρκεί να μη μου δώσης τίποτε να σηκόνω. Η παραγγελία
μου,είπεν η Σελήνη, δεν είνε δύσκολος• θα σε παρακαλέσω να πης εκ μέρους μου
προς τον Δία, ότι απέκαμα πλέον ν' ακούω ύβρεις και ανοησίας από τους
φιλοσόφους, οι οποίοι δεν έχουν άλλην ασχολίαν παρά να εξετάζουν με αδιακρισίαν
τα αφορώντά με, τι είμαι, τι μέγεθος έχω και διά ποίον λόγον φαίνομαι μισή ή ως
δρέπανον. Και άλλοι μεν εξ αυτών λέγουν ότι κατοικούμαι, άλλοι δε ότι κρέμαμαι
ως κάτοπτρον επί της θαλάσσης και άλλοι μου αποδίδουν ό,τι τους έλθη εις την
κεφαλήν. Επ' εσχάτων δε ήρχισαν να λέγουν ότι και αυτό το φως μου είνε
κλοπιμαίον και ψεύτικον και ότι μου έρχεται άνωθεν από τον Ήλιον. {102} Και δεν
θα παύσουν,φαίνεται, έως ότου με φέρουν εις έχθραν και διάστασιν προς τούτον τον
αδελφόν μου• δεν νομίζουν, φαίνεται, αρκετά όσα έχουν είπη και περί αυτού, ότι
είνε λίθος και μύδρος διάπυρος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εν τοσούτω πόσας γνωρίζω εγώ από τας
αισχρότητας και ατιμίας τας οποίας πράττουν κατά τας νύκτας αυτοί οι οποίοι κατά
την ημέραν φαίνονται σκυθρωποί και αυστηροί το βλέμμα και σεμνοί κατά το ήθος
και θαυμάζονται υπό των απλών ανθρώπων, και όμως σιωπώ• διότι δεν νομίζω πρέπον
ν'αποκαλύψω και να φωτίσω τας νυκτερινάς εκείνας πράξεις και να εκθέσω τον
ιδιαίτερον βίον εκάστου, αλλά και αν ίδω κανένα εξ αυτών να μοιχεύη ή να κλέπτη
ή να πράττη άλλην απόκρυφον ατιμίαν, ευθύς σύρω νέφος και σκεπάζομαι διά να μη
δείξω εις το πλήθος ανθρώπους γέροντας υβρίζοντας την πυκνήν των γενειάδα και
την αρετήν την οποίαν υποκρίνονται. Αλλά αυτοί δεν παύουν να μ' ενοχλούν με τους
λόγους των και κατά πάντα τρόπον να με υβρίζουν, ώστε, μα την Νύκτα, πολλάκις
εσκέφθην να μετοικήσω και ν' απομακρυνθώ όσον το δυνατόν περισσότερον, διά ν'
αποφύγω την κακογλωσσιάν και την αδιακρισίαν των. Μη λησμονήσης λοιπόν να είπης
αυτά εκ μέρους μου προς τον Δία και προσέτι ότι είνε αδύνατον να μένω εις την
θέσιν την οποίαν μου έχει ορίση, εάν δεν συντρίψη τους φυσικούς εκείνους και
κλείση το στόμα των διαλεκτικών και ρίψη εκ θεμελίου την Στοάν και πυρπολήση την
Ακαδημίαν και παύση τας συζητήσεις των Περιπατητικών•διότι μόνον ούτω θα εύρω
ησυχίαν και θα παύσουν να με καταμετρούν, καθ'εκάστην. Η παραγγελία σου θα
εκτελεσθή, της απήντησα, και εξηκολούθησα την πτήσιν μου προς τα ύψη του
ουρανού,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ένθα μεν ούτε βοών ούτ' ανδρών φαίνετο έργα.
{103}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μετ' ολίγον και η σελήνη μου εφαίνετο μικρά και
την γην απέκρυπτε.Αφήσας δε τον ήλιον δεξιά και πετών διά μέσου των άστρων
έφθασα μετά τρεις ημέρας πλησίον του ουρανού. Και κατ' αρχάς εσκέφθηκα ότι
ηδυνάμην ευθύς και όπως ήμουν να εισέλθω• διότι ενόμιζα ότι ευκόλως θα διέφευγα
την προσοχήν, αφού κατά το ήμισυ ήμουν αετός, εγνώριζα δε ότι προ πολλού ο αετός
ήτο φίλος του Διός• αλλ' έπειτα εσκέφθην ότι θα μ' εννοήσουν,αφού είχα μίαν
πτέρυγα γυπός. Έκρινα λοιπόν ότι το καλλίτερον ήτο να μη εκτεθώ εις τοιούτον
κίνδυνον και πλησιάσας εκτύπησα την θύραν. Ο Ερμής ήκουσε και αφού ηρώτησε το
όνομά μου έτρεξε να ειδοποιήση τον Δία, μετ'ολίγον δε εκλήθην να εισέλθω και
εισήλθα περίφοβος και τρέμων. Ευρήκα όλους τους θεούς συναθροισμένους, δεν ήσαν
δε και αυτοί ήσυχοι• τους είχε ταράξη ολίγον η παράδοξος άφιξίς μου, καθότι
εφοβούντο μήπως μετ'ολίγον ίδουν και τους άλλους ανθρώπους να φθάσουν εις τον
ουρανόν κατά τον αυτόν τρόπον. Ο Ζευς μου έρριψε φοβερόν βλέμμα οργής και μου
είπε•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τις πόθεν είς ανδρών, πόθι τοι πόλις ηδέ
τοκήες; {104}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγώ δε όταν ήκουσα την φωνήν του Διός παρ'
ολίγον ν' αποθάνω εκ του φόβου και έμενα άναυδος και ξεκουφαμένος υπό της
βροντώδους εκείνης φωνής. Όταν δε μετ' ολίγην ώραν συνήλθα διηγήθηκα τα πάντα εξ
αρχής, πώς επεθύμησα να μάθω τι συμβαίνει εις τον ουρανόν, πώς απετάθην προς
τους φιλοσόφους και εις ποίαν ασυμφωνίαν τους ευρήκα, πώς απέκαμα ελκόμενος
αντιθέτως, και κατόπιν την επινόησίν μου και τα πτερά και όλα τα άλλα μέχρις ου
έφθασα εις τον ουρανόν• έπειτα δε ανέφερα και όσα μου παρήγγειλεν η
Σελήνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τότε ο Ζευς εμειδίασε και χαλαρώσας ολίγον το
συνοφρύωμά του, είπε• Τι να λέγωμεν τώρα περί του Ώτου και του Εφιάλτου όταν και
ο Μένιππος ετόλμησε ν' ανέλθη εις τον ουρανόν; {105} Αλλά θα σε φιλοξενήσωμεν
αφού ήλθες, αύριον δε θα σου δώσωμεν τας πληροφορίας διά τας οποίας ήλθες και θα
σε αποπέμψωμεν. Και αφού είπεν αυτά εσηκώθη και επορεύθη προς το μέρος του
ουρανού οπόθεν καθαρώτατα ακούονται τα λεγόμενα εκ της γης,διότι ήτο η στιγμή
κατά την οποίαν έπρεπε ν' ακροασθή τας ευχάς. Ενώ δε επροχώρει με ηρώτα περί των
συμβαινόντων εις την γην• κατ' αρχάς ποία είνε η τιμή του σίτου εις την Ελλάδα,
εάν ο περυσινός χειμών μας έκαμε πολλάς ζημίας και εάν τα λάχανα έχουν ανάγκην
περισσοτέρας βροχής.Έπειτα με ηρώτα εάν ζη κανείς εκ των απογόνων του Φειδίου
και διά ποίον λόγον οι Αθηναίοι έπαυσαν να τελούν την εορτήν των Διασίων επί
τόσα έτη,αν σκέπτωνται να τελειώσουν το Ολύμπιον {106} και αν συνελήφθησαν οι
συλήσαντες τον ναόν της Δωδώνης. Αφού δε του απήντησα εις όλα ταύτα, μου είπε•
Δεν μου λες, Μένιππε, και περί εμού τι ιδέαν έχουν οι άνθρωποι;Ποίαν άλλην,
δέσποτα, απήντησα, παρά ότι είσαι ο βασιλεύς όλων των θεών και τρέφουν διά σε
τον μεγαλείτερον σεβασμόν; Μη αστειεύεσαι, μου είπε,διότι γνωρίζω καλά και χωρίς
να μου το πης πόσον αρέσκονται εις τας μεταβολάς. Άλλοτε μ' εθεώρουν και μάντιν
και ιατρόν και το παν δι'αυτούς ήμουν εγώ,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ήσαν δε πλήρεις του Διός πάσαι αι οδοί και
πάσαι αι αγοραί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και τότε η Δωδώνη και η Πίσσα ήσαν λαμπραί και
περίφημοι εις όλον τον κόσμον και τόσος ήτον ο καπνός των θυσιών, ώστε ούτε τα
μάτια μου ν'ανοίγω δεν με άφηνεν. Αλλ' αφ' ότου ο μεν Απόλλων ίδρυσε το μαντείον
του εις τους Δελφούς, εις την Πέργαμον δε το ιατρείον ο Ασκληπιός και το
Βενδίδιον έγινεν εις την Θράκην, το Ανουβίδειον εις την Αίγυπτον και το
Αρτεμίσιον εις την Έφεσον, όλοι τρέχουν εις αυτά και τελούν πανηγύρεις και θύουν
εκατόμβας, εμέ δε ως να παραγήρασα νομίζουν ότι αρκετά με τιμούν αν κάθε πέντε
έτη μου προσφέρουν μίαν θυσίαν εις την Ολυμπίαν.Και ούτω οι βωμοί μου κατήντησαν
ψυχρότεροι από τους νόμους του Πλάτωνος και τους συλλογισμούς του
Χρυσίππου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Με αυτάς τας ομιλίας εφθάσαμεν εις το μέρος,
όπου έπρεπε να καθήση διά ν' ακούση τας ευχάς των ανθρώπων. Ήσαν δε εκεί θυρίδες
κατά σειράν όμοιαι προς τα στόμια των φρεάτων, αι οποίαι είχαν σκεπάσματα, και
πλησίον εκάστης ήτο θρόνος χρυσούς. Ο Ζευς εκάθησεν επί της πρώτης και αφαιρέσας
το σκέπασμα έδωκεν ακρόασιν εις τας ευχάς των ανθρώπων.Ηύχοντο δε εξ όλων των
μερών της γης και εζήτουν πολλά και διάφορα•διότι έσκυψα και εγώ και ήκουα
συγχρόνως με τον Δία τας ευχάς, αι οποίαι ήσαν τοιαύται• Ω Ζευ, βοήθησε με να
γείνω βασιλεύς. Ώ Ζευ κάμε να φυτρώσουν τα κρεμμύδια και τα σκόρδα μου. Ω θεοί,
θέλω ν' αποθάνη ταχέως ο πατέρας μου. Κάποιος έλεγεν• είθε να κληρονομήσω την
γυναίκα μου.Αλλος δε ηύχετο να μη αποκαλυφθή η παγίς την οποίαν είχε στήση κατά
του αδελφού του• τρίτος εζήτει να κερδίση μίαν δίκην και άλλος ηύχετο να νικήση
εις τα Ολύμπια. Εκ των ταξειδευόντων δε ο μεν ηύχετο να πνεύση βορράς, ο δε να
πνεύση νότος• ο γεωργός εζήτει βροχήν, ο δε γναφεύς ήλιον. Ο δε Ζευς ακροώμενος
και εξετάζων ακριβώς πάσαν ευχήν δεν υπέσχετο τα πάντα,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">αλλ' έτερον μεν έδωκε πατήρ, έτερον δε
ανένευσε, {107}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">τας μεν δικαίας ευχάς έσυρεν άνω του στομίου
και τας ετοποθέτει δεξιά του, τας δε παρανόμους απέπεμπεν απράκτους, τας εφύσα
προς τα κάτω και ούτε να πλησιάσουν προς τον ουρανόν τας άφηνε. Τον είδα δε και
να απορή διά μίαν ευχήν• δύο άνθρωποι εζήτουν τα αντίθετα και υπέσχοντο ίσας
θυσίας, ο δε Ζευς ευρέθη εις αμηχανίαν μη γνωρίζων τίνος εκ των δύο να
εισακούση• έπαθε κάτι ανάλογον προς τους δισταγμούς των Ακαδημαϊκών και δεν
ηδύνατο ν' αποφανθή, αλλά καθώς ο Πύρρων εδίσταζε και εσκέπτετο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού δε αρκετά εφρόντισε διά τας ευχάς, επήγεν
εις τον επόμενον θρόνον και ανοίξας την δευτέραν θυρίδα ήρχισε ν' ακούη τους
όρκους και τους ορκιζομένους. Τακτοποιήσας δε και τούτους και κεραυνοβολήσας τον
Επικούρειον Ερμόδωρον, μετέβη εις τον επόμενον θρόνον διά να φροντίση περί των
μαντείων, των φημών και των οιωνών. Απ' εκεί μετέβη εις την θυρίδα των θυσιών
διά της οποίας ο καπνός ανερχόμενος ανέφερεν εις τον Δία το όνομα εκάστου εκ των
θυσιαζόντων. Αφήσας έπειτα και τούτους,έδωκε διαταγάς εις τους ανέμους και εις
τας ώρας δι' όσα έπρεπε να πράξουν. Σήμερον να βρέξη εις την Σκυθίαν, εις την
Λιβύην ν' αστράψη,εις την Ελλάδα να χιονίση, συ δε ο Βορράς να φυσήσης εις την
Λυδίαν και συ, Νότε, να ησυχάσης• ο δε Ζέφυρος να ταράξη τον Αδρίαν και έως
χίλιοι μέδιμνοι χαλάζης ας σκορπισθούν εις την Καππαδοκίαν. Αφού δε περί όλων
σχεδόν εμερίμνησε, μετέβημεν εις την αίθουσαν του συμποσίου, διότι ήτο καιρός
του δείπνου. Εκεί ο Ερμής με παρέλαβε και με έβαλε να κατακλιθώ πλησίον εις τον
Πάνα, τους Κορύβαντας, τον Άττην και τον Σαβάζιον, τους μετοίκους τούτους και
αμφιβόλους θεούς.{108}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μας παρείχε δε άρτον η Δήμητρα, οίνον ο
Διόνυσος, κρέατα ο Ηρακλής,μύρτα η Αφροδίτη και ο Ποσειδών μαρίδες. Αλλά κρυφίως
εδοκίμασα και την αμβροσίαν και το νέκταρ• διότι ο καλός Γανυμήδης εκ
φιλανθρωπίας, οσάκις ο Ζευς έστρεφεν αλλού τα βλέμματα του, εγέμιζε και μου
έδιδεν ένα ή δύο ποτήρια με νέκταρ. Οι δε θεοί, ως λέγει κάπου ο Όμηρος, ο
οποίος βέβαια θα είδε τα εκεί όπως εγώ, «ούτε σίτον έδουσιν, ούτε πίνουσιν
αίθοπα οίνον», αλλ' ως τροφήν έχουν την αμβροσίαν και με το νέκταρ ευθυμούν• η
τροφή όμως την οποίαν προτιμούν είνε ο καπνός των θυσιών, ο οποίος ανεβαίνει εις
τον ουρανόν ομού με την οσμήν των ψηνομένων κρεάτων, και το αίμα των σφαγίων το
οποίον οι θυσιάζοντες χύνουν γύρω εις τους βωμούς. Αφού δε το δείπνον
ετελείωσεν, ο μεν Απόλλων έπαιξε κιθάραν, ο δε Σειληνός εχόρευσε κόρδακα και αι
Μούσαι ηγέρθησαν και μας έψαλαν μέρη εκ της Θεογονίας» του Ησιόδου και την
πρώτην ωδήν του Πινδάρου.{109}Αφού δε από όλα εχορτάσαμεν και όλοι ήμεθα αρκετά
μεθυσμένοι,ανεπαύθημεν όπως ευρέθη έκαστος,</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">άλλοι μεν ρα θεοί τε
και ανέρες ιπποκορυσταί εύδον παννύχιοι, εμέ δ' ουκ έχε νήδυμος ύπνος,
{110}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">διότι εσκεπτόμην και πολλά άλλα, αλλά προ
πάντων πώς ο Απόλλων τόσον καιρόν δεν έβγαλε γένεια ή πώς νυκτώνει εις τον
ουρανόν αφού ο Ήλιος είνε πάντοτε παρών και συντρώγει με τους άλλους
θεούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα όμως μ' επήρεν ολίγος ύπνος. Ο δε Ζευς
εξύπνησεν από την αυγήν και διέταξε να κληθούν οι θεοί εις συνέλευσιν. Όταν δε
συνήλθον όλοι,ήρχισε να λέγη τα εξής• Την αιτίαν διά την οποίαν σας συνεκάλεσα
έδωκεν ο ξένος ο οποίος μας ήλθε χθες. Προ πολλού εσκεπτόμην να συζητήσωμεν και
να λάβουμεν μίαν απόφασιν διά τους φιλοσόφους, τώρα δε τα παράπονα της Σελήνης
με ηνάγκασαν να μη αναβάλλω περισσότερον αυτήν την σύσκεψιν.Υπάρχει είδος τι
ανθρώπων το οποίον όχι προ πολλού ενεφανίσθη εις τον κόσμον, ανθρώπων οι οποίοι
ρέπουν προς την φιλονεικίαν, είνε κενόδοξοι,οξύθυμοι, λαίμαργοι, μωροί,
φαντασμένοι και πλήρεις θράσους και, διά να μεταχειρισθώ την φράσιν του Ομήρου,
«Ετώσιον άχθος αρούρης».{111} Ούτοι λοιπόν διαιρεθέντες εις συστήματα και
επινοήσαντες διαφόρους σκολιάς σκέψεις ωνομάσθησαν οι μεν Στωικοί, οι δε
Ακαδημαϊκοί, άλλοι Επικούρειοι, άλλοι Περιπατητικοί και άλλοι με πολύ
γελειωδέστερα ονόματα. Έπειτα εστολίσθησαν με το σεπτόν όνομα της αρετής, ύψωσαν
τα φρύδια των, αφήκαν γενειάδας μεγάλας και ούτω περιφέρονται κρύπτοντες υπό
ψευδή εξωτερικήν αυστηρότητα αισχρότατα ήθη και ομοιάζουν πολύ με τους τραγικούς
εκείνους ηθοποιούς, από τους οποίους άμα αφαιρεθή το προσωπείον και η
χρυσοκόσμητος στολή, μένουν ανθρωπίσκοι γελοίοι, οι οποίοι υπηρετούν εις το
θέατρον με μισθόν επτά δραχμών. Ενώ δε είνε τοιούτοι, περιφρονούν όλους τους
ανθρώπους, περί δε των θεών λέγουν αλλόκοτα πράγματα και συναθροίζοντες
ευπείστους και ευαπατήτους νέους ομιλούν προς αυτούς κατά κόρον περί της αρετής
και τους διδάσκουν να κάμνουν συλλογισμούς σκοτεινούς και γριφώδεις. Όταν όμως
μένουν μόνοι των, δεν δύναμαι να σας παραστήσω πόσον τρώγουν, εις ποίας δε
ασελγείας παραδίδονται και πώς γλύφουν των οβολών την βρώμαν, και το φοβερώτερον
είνε ότι, ενώ μήτε εις την δημοσίαν, μήτε εις την ιδιωτικήν ωφέλειαν συντελούν,
αλλά ζουν άχρηστοι και περιττοί,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ούτε ποτ' εν πολέμω εναρίθμιοι ούτ' ενί βοιλή,
{112}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">όμως κατακρίνουν τους άλλους και αναμιγνύοντες
ύβρεις και λόγους πικρούς, επικρίνουν και υβρίζουν τους πάντας• και εκείνος εξ
αυτών θεωρείται πρώτος, ο οποίος έχει την μεγαλειτέραν αναισχυντίαν και το
μεγαλείτερον θράσος εις τας βλασφημίας. Αλλ' αν ερωτήση κανείς ένα εξ αυτών, ο
οποίος φωνάζει περισσότερον και δεικνύει το περισσότερον θράσος και κατακρίνει
τους άλλους, συ δε τι πράττεις και κατά τι, προς θεού,δυνάμεθα να είπωμεν ότι
συντελείς εις την κοινήν ωφέλειαν; θ' απαντήση,εάν θέλη να είπη δίκαια και
αληθή• να ταξιδεύω ή να γεωργώ, ή να υπηρετώ ως στρατιώτης ή να επαγγέλλωμαι
μίαν τέχνην μου φαίνεται περιττόν• το έργον μου είνε να φωνάζω, να είμαι
ρυπαρός, να λούωμαι με ψυχρόν νερόν και να περιφέρωμαι ανυπόδητος τον χειμώνα
και καθώς ο Μώμος να κατηγορώ όσα οι άλλοι πράττουν• και αν κανείς εκ των
πλουσίων κάμνη πολυτελείς προμηθείας διά την τράπεζάν του ή συντηρή εταίραν, το
σχολιάζω και αγανακτώ• εάν δε κανείς εκ των φίλων ή των συναδέλφων μου
κατάκειται άρρωστος και έχει ανάγκην βοηθείας και θεραπείας το αγνοώ. Τοιαύτα
είνε,ω θεοί, αυτά τα θρέμματά μας. Εκείνοι δε εξ αυτών οίτινες ονομάζονται
Επικούρειοι είνε οι πλέον αυθάδεις• υβρίζουν ασυστόλως, κατηγορούν δε φοβερά και
ημάς τους θεούς, λέγοντες ότι ούτε φροντίζομεν διά τα ανθρώπινα, ούτε παντάπασιν
επιτηρούμεν τα συμβαίνοντα εις τον κόσμον•ώστε καιρός να σκεφθήτε σοβαρώς, διότι
αν αυτοί κατορθώσουν να πείσουν τους ανθρώπους, έχετε να πεινάσετε πολύ. Διότι
ποίος πλέον θα σας προσφέρη θυσίαν, αφού δεν θα ελπίζη τίποτε από σας; Ηκούσατε
τι παραπονείται η Σελήνη, όπως διηγήθη χθες αυτός ο ξένος• λοιπόν σκεφθήτε τι
πρέπει να γείνη και διά την ωφέλειαν των ανθρώπων και διά την ασφάλειαν ημών των
θεών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οι λόγοι ούτοι του Διός επρόξένησαν ταραχήν και
θόρυβον εις την συνέλευσιν και ήρχισαν να φωνάζουν όλοι• Κεραύνωσε, κατάκαυσε,
σύντριψε,εις το βάραθρον, εις τον Τάρταρον όπως τους Γίγαντας. Ο Ζευς διέταξε
πάλιν να γείνη ησυχία και είπεν• Ας γείνη λοιπόν όπως θέλετε• όλοι οι φιλόσοφοι
θα συντριβούν ομού με την διαλεκτικήν των• αλλ' επί του παρόντος δεν επιτρέπεται
να τιμωρηθή κανείς• διότι έχομεν, ως γνωρίζετε,ιερομηνίαν του τετραμήνου και ήδη
εκήρυξα διακοπήν πάσης εχθροπραξίας.Κατά το νέον έτος λοιπόν και κατά την αρχήν
της ανοίξεως θα λάβουν τα επίχειρα της κακίας των διά του φοβερού μου
κεραυνού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η και κυανέησιν επ' οφρύσι νεύσε Κρονίων.
{113}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Διά δε τον Μένιππον, είπεν έπειτα, αποφασίζω τα
εξής• να του αφαιρεθούν τα πτερά, διά να μη μας έλθη και πάλιν εδώ, {114} να τον
παραλάβη δε ο Ερμής και να τον κατεβάση εις την γην σήμερον. Και ο μεν Ζευς αφού
είπεν αυτά διέλυσε την συνέλευσιν, εμέ δε έλαβεν ο Κυλλήνιος {115} από το δεξιόν
αυτί και περί την εσπέραν μ' έφερε και με απέθηκεν εις τον
Κεραμεικόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτή, φίλε μου, είνε όλη η ιστορία του
ταξειδίου μου εις τον ουρανόν•και τώρα πηγαίνω να δώσω εις τους φιλοσόφους τους
περιπατούντας εις την Ποικίλην αυτάς τας καλάς ειδήσεις.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΤΕΛΟΣ Δ'
ΤΟΜΟΥ</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Η Σειρά των Αρχαίων
Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά
χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στα ελληνικό αναγνωστικό κοινό,
η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία,ποίηση, δράμα, δικανικός και
πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές
του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο.
Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο
Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο
Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των
Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα,Πολέμη,
Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού,Φιλαδελφέως,
Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων
βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά,συστηματικά, στην
Ελλάδα.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Άπαντα ΤΟΜΟΣ Δ'. Δις
κατηγορούμενος ή δικαστήρια. — Περί παρασίτου, —Ανάχαρσις. — Προς τον απαίδευτον
και πολλά βιβλία αγοράζοντα. — Ότι δεν πρέπει να πιστεύωμεν εύκολα την διαβολήν.
— Ζευς ελεγχόμενος. — Ρητόρων διδάσκαλοι. — Ικαρομένιππος ή
Υπερνέφελος.</span></div>
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ
ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 - ΤΗΛ. 614.686, 634.506</span></h3>
<h5>
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10</span></h5>
<span style="font-size: 16pt;">*** {1} Ο Κροίσος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{2} Η περικοπή αυτή είνε εις Ιονικήν γλώσσαν
και έχει ληφθή αυτολεξεί από τον Ιπποκράτην• «ορή τε δεινά, θιγγάνει τε αηδέων
επ' αλλοτρίησι τε ξυμφορήσιν ιδίας καρπούται λύπας».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{3} Ο Άργος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{4} Των Ερινύων, τας οποίας οι αρχαίοι
απέφευγον να ονομάζουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{5} Όρος της Αρκαδίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{6} Διά του Σύρου ρήτορος, ο Λουκιανός
παρεισάγει εις τον διάλογον εαυτόν, ίνα δικαιολογηθή διότι εγκαταλείψας την
Ρητορικήν επεδόθη εις τον Διάλογον και εδημιούργησε νέον είδος
διαλόγου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{7} Όταν ο μέθυσος Πολέμων εισήλθεν εις την
Ακαδημίαν με την πρόθεσιν να προπηλακίση φιλοσοφίαν και φιλοσόφους εδίδασκεν ο
εκ Χαλκηδόνος Ξενοκράτης. Ούτος δε, χωρίς να δώση προσοχήν εις την αυθάδειαν του
μεθύσου, εξηκολούθησε να ομιλή, και ήτο τόση η πειθώ των λόγων του, ώστε ο
Πολέμων ησθάνθη εντροπήν διά τας ακολασίας του, έγινε μαθητής του Ξενοκράτους
και έπειτα τον διεδέχθη. Απέθανε δε εις βαθύ γήρας και αφήκε πολλά συγγράμματα
τα οποία δεν εσώθησαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{8} Τα εκλεκτά σύκα της Αττικής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{9} Ο πίλος (κυνή) του Πλούτωνος, όπως και ο
δακτύλιος του Γύγου,καθίστα αόρατον εκείνον όστις τον εφόρει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{10} Ήτο έν των δογμάτων της Στοάς να
μεταχειρίζωνται το σώμα ως άγαλμα,δηλαδή, αναίσθητον εις τους πόνους και τας
κακοπαθείας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{11} Ευριπίδου «Φοίνισσαι» 863: Με τους λόγους
επιδεικνύεται ευχαριστημένος, αλλ' η ψυχή του είνε περίλυπος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{12} Προηγμένα κατά τους Στωικούς ελέγοντο τα
σχετικώς καλλίτερα αγαθά του βίου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{13} Είδος συλλογισμού. Ο Απούλιος λέγει ότι
αναπόδεικτον δεν σημαίνει το μη δυνάμενον ν' αποδειχθή, αλλά το μη έχον ανάγκην
αποδείξεως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{14} Το προοίμιον τούτο είνε του Δημοσθένους
εις τον «Περί στεφάνου»λόγον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{15} Η φράσις «ουχί δε ταυτά παρίσταταί μοι
γινώσκειν» είνε εκ του τρίτου Ολυνθιακού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{16 1} Ο Δημοσθένης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{17} Υπαινίσσεται την περί ψυχής συζήτησιν εις
τον «Φαίδωνα» του Πλάτωνος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{18} Κοτύλη μέτρον χωρητικότητος ίσον με 71/2
ουγγίας περίπου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{19} «Τιμαίος».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{20} Υπαινίσσεται τον ορισμόν της ρητορικής εις
τον «Γοργίαν».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{21} «Παρμενίδης».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{22} Εις το κείμενον το καταψηφίζω λέγεται
«φέρει την τετρυπημένην»διότι αι καταδικαστικαί ψήφοι ήσαν τρυπημέναι• τούτο δε
εχρησίμευε διά να τας διακρίνουν οι δικασταί με την αφήν, καθότι αι δίκαι εις
τον Άρειον Πάγον εγίνοντο εν καιρώ νυκτός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{23} Ευριπίδου «Μήδεια» στ. 518. Δεν υπάρχει
γνώρισμα σωματικόν εκ του οποίου να διακρίνομεν τον καλόν από τον κακόν
άνθρωπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{24} «Θεαίτητος».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{25} Οδυσσείας I στ. 5. Δεν νομίζω ζωήν πλέον
ευχάριστον παρά όταν βλέπω ολόκληρον λαόν να ευφραίνεται, να είνε δε στρωμέναι
τράπεζαι πλήρεις άρτων και κρεών, ο δε οινοχόος να αντλή από τους κρατήρας οίνον
και να γεμίζη γύρω τα ποτήρια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{26} Οδυσσείας ΙΕ στ. 244. Δεν μου φαίνεται να
υπάρχη ευτυχία καλλιτέρα από αυτήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{27} Οδυσσείας ΙΕ. στ. 244.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{28} Τα οποία δηλονότι ήσαν ως εκείνα τα οποία
εφόρουν οι Στωικοί φιλόσοφοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{29} Εξείης ίσον εξής, κατά σειράν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{30} Ούτε φυτεύει ούτε αροτριά, αλλ' άσπαρτα
και αγεώργητα απολαμβάνει πάντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{31} Το ποτήρι σου είνε πάντοτε γεμάτον, ώστε
να πίνης εις υγείαν μου οσάκις η καρδιά σου το θέλει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{32} Τον ωδήγησαν εις την σκηνήν του σεπτού
Αγαμέμνονος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{33} Ο Απόλλων, ο Εύφορβος και ο
Έκτωρ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{34} Και είκοσι πολεμισταί τοιούτοι αν εφώρμων
εναντίον μου, όλοι θα έπιπτον υπό το δόρυ μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{35} Τα οστά μου να μη τεθούν χωριστά από τα
δικά σου, Αχιλλεύ, αλλά και να ταφώμεν ομού, όπως ομού ανετράφημεν εις το
μέγαρόν σας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{36} Ο Πηλεύς μ' εδέχθη εις τον οίκον του, με
ανέθρεψεν επιμελώς και με ωνόμαζε θεράποντά σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{37} Πλειν ή παραπλείν. Ομοίως παίζει και εις
τα επόμενα και σοφιστεύει με την πρόθεσιν παρά• τρέχειν και παρατρέχειν,
ιππεύειν και παριππεύειν,ακοντίζειν και παρακοντίζειν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{38} Εννοεί τον διευθύνοντα τας ασκήσεις, τον
λεγόμενον γυμνασίαρχον ή γυμνασιάρχην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{39} Βραχύ ξίφος των Περσών και των
Σκυθών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{40} Το έλαιον τούτο ετίθετο εις ιδιαίτερον
είδος αμφορέων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{41} Επώνυμοι ήσαν οι ήρωες από των οποίων
ωνομάσθησαν αι δέκα φυλαί της Αττικής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{42} Ο σχολιαστής λέγει: Ως δύναταί τις να
συμπεράνη, επειδή εζήτησες από κάποιον βιβλία, Λουκιανέ, και δεν σου έδωκε, τον
αντήμειψες με αυτό το ωραίον και αιώνιον δώρον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{43} Καλλίνος και Αττικός, διάσημοι
καλλιγράφοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{44} Ησιόδου «Θεογονία» στ. 30. Ο αναφερόμενος
ποιμήν είνε αυτός ο ποιητής Ησίοδος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{45} Όνομα της Αφροδίτης ήτις ελατρεύετο επί
του όρους Λιβάνου διά πράξεων ακατανομάστων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{46} Οι μοιχοί εμαστιγούντο με φύλλα
τσουκνίδας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{47} Ποταμός του Ελικώνος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{48} Οι Έλληνες εσφράγιζον τους καλούς ίππους
επί του μηρού ή του ώμου με διάφορα σημεία τα οποία εσήμαινον την αξίαν αυτού.
Εκείνοι δε οι οποίοι ήσαν σφραγισμένοι με το κόππα, σημείον αριθμητικόν {1}, ή
με το σίγμα, διό και σαμπφόροι ωνομάζοντο, ήσαν οι εκλεκτότεροι. Ίδε
Αριστοφάνους Νεφέλας στ. 23.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{49} Τον Σκάμανδρον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{50} Τα βιβλία εγράφοντο επί μακρού φύλλου
περγαμηνής το οποίον εκολλάτο εις κυλινδρικόν ξύλον, εις το οποίον το βιβλίον
ετυλίσσετο. Εις το έν άκρον του κυλίνδρου, όστις απετέλει το κέντρον του
βιβλίου, προσεκολλάτο τεμάχιον ελέφαντος ή μετάλλου, επί του οποίου εχαράσσετο ο
τίτλος του έργου• τούτο δε ωνομάζετο ομφαλός. Το βιβλίον εγράφετο συνήθως επί
της μιας επιφανείας της μεμβράνης, η δε άλλη επιφάνεια εκαλύπτετο δι'υφάσματος ή
δέρματος, το εποίον έδιδε περισσοτέραν στερεότητα εις το βιβλίον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{51} Οι στυλίσκοι με τους οποίους εστρέφοντο
και ετανύοντο αι χορδαί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{52} Ελέγετο ότι ήτο υιός της Μούσης
Καλλιόπης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{53} Ίδε κατωτέρω «Περεγρίνου
τελευτή».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{54} Ο Φιλόξενος κατεδικάσθη να εργάζεται εις
τα λατομεία των Συρακουσών, διότι δεν επήνεσε τα δραματικά έργα του τυράννου.
Όταν δε του απεδόθη η ελευθερία και ο Διονύσιος υπέβαλεν εις την κρίσιν του μίαν
των τραγωδιών του, είπε το περίφημον: - «Ας με οδηγήσουν πάλιν εις τα
λατομεία».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{55} Τον Μάρκον Αυρήλιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{56} Μανδραγόρας είνε φυτόν
ναρκωτικόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{57} Κωμωδία του Ευπόλιδος, η οποία είχε,
φαίνεται, σκηνάς λίαν ασέμνους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{58} Ούτε το συνένοχον σκότος φοβούνται, ούτε
τους τοίχους, οίτινες τους βλέπουν, μήπως τυχόν φωνάξουν και τους
προδώσουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{59} Δεν πρόκειται περί του περιφήμου ζωγράφου,
αλλά περί άλλου συνωνύμου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{60} Πτολεμαίος ο Δ' ο επιλεγόμενος
Φιλόπαππος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{61} Πλίνιος ο πρεσβύτερος αναφέρει περί αυτού
ότι δεν ήτο κακός ζωγράφος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{62} Ο Φωκυλίδης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{63} Μη δικάσης πριν ακούσης και τους
δύο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{64} Εις τον πόλεμον πολλάκις και ο φονεύων
φονεύεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{65} Υπαινιγμός εις ένα ιστορικόν γεγονός
αναφερόμενον εις τον Σέλευκον ούτινος σύζυγος είνε η Στρατονίκη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{66} Ταραντίδιον. κατά τον σχολιαστήν, διαφανές
έστιν ένδυμα ωνομασμένον από της των Τραντίνων χρήσεως και τρυφής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{67} Θ' αποθάνης, ω Προίτε, αν δεν φονεύσης τον
Βελλεροφόντην, όστις χωρίς να θέλη, επεχείρησε να με παρασύρη εις απιστίαν.
Ιλιάδ. Ζ. 165.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{68} Μήπως και παρά τον ορισμόν της μοίρας
καταβής εις τον Άδην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{69} Ομού με την γην και την θάλασσαν θ'
ανασύρης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{70} Μη γονιμοποιήσης γυναίκα παρά την θέλησιν
των θεών• διότι εάν τεκνοποιήσης, θα σε φονεύση ο υιός σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{71} Πιστεύεται ότι η σάτυρα αύτη εγράφη
εναντίον του Πολυδεύκους του συγγράψαντος το «Ονομαστικόν», όστις υπήρξε
διδάσκαλος του αυτοκράτορος Κομμόδου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{72} Ησιόδου «Έργα και ημέραι»</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{73} Τον Δημοσθένην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{74} Τον Αισχύνην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{75} Οι οποίοι τρώγομεν τον καρπόν της
γης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{76} Περίφημοι εταίραι των οποίων τα ονόματα
εδίδοντο εις τα ερωτικά πρόσωπα της μέσης κωμωδίας. Περί αυτών ο Αθήναιος (Βιβλ.
1} αναφέρει περιέργους λεπτομερείας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{77} Εις την ερώτησιν του Χαιρεφώντος η Πυθία
απήντησε το γνωστόν εκείνο Ανδρών απάντων Σωκράτης σοφώτατος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{78} Μυθικοί γίγαντες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{79} Λόγοι απαγγελλόμενοι, δημόσιαι
διαλέξεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{80} Ονόματα Αιγυπτιακών πόλεων, τα οποία
εδίδοντο εις τους εκείθεν καταγομένους δούλους. Φαίνεται δε ότι ο Λουκιανός
θέλει να δείξη διά τούτου ότι ο υπ' αυτού σατυριζόμενος κατήγετο εξ Αιγύπτου και
τωόντι ο Πολυδεύκης ήτο Αιγύπτιος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{81} Θεά ήτις εθεωρείτο τιμωρός των
περιαυτολογούντων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{82} Άλλη ένδειξις, ότι ο Λουκιανός εννοεί τον
ονοματολόγον Πολυδεύκην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{83} Ο ρήτωρ όστις εκέρδιζε δίκην εστόλιζε το
υπέρθυρον της οικίας του με κλάδον φοίνικος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{84} Ούτε αρχήν είχε, ούτε τέλος θα
έχη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{85} Εννοεί τον Πλάτωνα και τον
Αριστοτέλη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{86} Ο Δημόκριτος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{87} Σκώπτει τον Εμπεδοκλή διά την περί του
νείκους θεωρίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{88} Κατά τον Πυθαγόραν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{89} Εννοεί τον Σωκράτην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{90} Τους Σωκρατικούς υπαινίσσεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{91} Εμπαίζει τον Αριστοτέλη και τον
Πλάτωνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{92} Γνώμη του Διαγόρα του επικληθέντος
αθέου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{93} Άλλη δε επιθυμία επεκράτει εις την ψυχήν
μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{94} Εις ένα μύθον ενάγεται κάμηλος
συνδιαλεγομένη με τον Δία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{95} Δεν είμαι Θεός• διατί μ' εκλαμβάνεις ως
ένα εκ των αθανάτων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{96} Ο Πτολεμαίος ο ξάδελφος είχε σύζυγον την
αδελφήν του Στρατονίκην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{97} Ο Λυσίμαχος, είς των διαδόχων του
Αλεξάνδρου, εφόνευσε τον υιόν του συνεπεία διαβολής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{98} Τινές διορθώνουν «απατώντες» ή
«επαιτούντες».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{99} Πεδιάς μεταξύ των κτήσεων των Αργείων και
των Λακεδαιμονίων, διά την κυριότητα της οποίας εμάχοντο οι δύο ούτοι
λαοί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{100} Όρος της Μακεδονίας, πλησίον των
Φιλίππων, το οποίον είχε μεταλλεία χρυσού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{101} Ιλιάδος Α'. Προς τ' ανάκτορα όπου
κατοικεί ο Ζευς μετά των άλλων θεών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{102} Ο Αναξιμένης μαθητής του Αναξιμάνδρου
ανεκάλυψε πρώτος ότι το φως της σελήνης είναι δάνειον και εξήγησε τας
εκλείψεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{103} Ομήρου Οδυσ. Όπου ούτε βοών ούτε ανθρώπων
εφαίνοντο ίχνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{104} Ποίος και πόθεν είσαι, άνθρωπε, ποία η
πατρίς σου και τίνες οι γονείς σου; (στίχος ομηρικός εκ της
Οδυσσείας).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{105} Ο Ώτος και ο Εφιάλτης επεχείρησαν ν'
ανέλθουν εις τον ουρανόν επιθέτοντες όρη επί ορέων, έως ου ο Απόλλων τους
ετόξευσε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{106} Ο ναός του Ολυμπίου Διός, του οποίου το
σχέδιον ήτο τόσον μέγα,ώστε οι Αθηναίοι δι' έλλειψιν χρημάτων δεν ηδύναντο να
τον αποπερατώσουν, έως ου ο Αυτοκράτωρ Αδριανός τον συνεπλήρωσε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{107} Άλλα μεν έδιδεν, αλλά δε ηρνείτο ο πατήρ
των θεών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{108} Οίτινες εξ ανθρώπων έγιναν
θεοί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{109} Άριστον μεν ύδωρ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{110} Και οι μεν άλλοι Θεοί και άνθρωποι
εκοιμώντο καθ' όλην την νύκτα αλλ' εγώ δεν ηδυνάμην να κλείσω μάτι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{111} Περιττόν βάρος της γης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{112} Ούτε εις τον πόλεμον χρησιμεύουν ούτε εις
τα συμβούλια. Εκ της Ιλιάδος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{113} Είπε και ένευσε με τας μαύρας του οφρύς ο
υιός του Κρόνου. Ιλιάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{114} Ο σχολιαστής παρατηρεί πολύ λογικώς• και
τι θα τον ημπόδιζε να προσαρμόση πάλιν πτέρυγας αετού και γυπός και εκ νέου να
πετάξη προς τον ουρανόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{115} Επίθετον του Ερμού ως τιμωμένου εις
Κυλλήνην.</span><br />
<div class="MsoNormal">
<b><span style="color: red; font-size: 16pt;">ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ
ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΤΟΜΟΥ </span></b></div>
</dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-81208368663529868252012-10-24T10:14:00.003-07:002012-10-24T10:14:51.800-07:00ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ: ΑΠΑΝΤΑ (3ος Τόμος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ: ΑΠΑΝΤΑ
(3<sup>ος</sup> Τόμος)</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-size: 16pt;">Αληθής Ιστορία βιβλ. α'• -
Αληθής Ιστορία βιβλ. β'. — Τυραννοκτόνος. — Αποκηρυττόμενος.— Φάλαρις λόγ. α'.—
Φάλαρις λόγ. β'— Αλέξανδρος ή Ψευδόμαντις. — Ο Ηρακλής. — Ο Διόνυσος. —
Ψευδολογιστής. </span></b></span>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=76Lucianus.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="381" src="http://fih.gr/images/76Lucianus.jpg" width="239" /></a><span style="font-size: 14pt;">Ο Λουκιανός ήταν Σύρος στην καταγωγή. Γεννήθηκε στα
Σαμόσατα, πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον πάνω Ευφράτη της Συρίας, γύρω στο 120
μ.Χ. Εκεί έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση και πέρασε τα παιδικά του χρόνια.
Επειδή είχε δείξει από μικρός κάποιο ταλέντο στην τέχνη, οι γονείς του τον
έστειλαν μαθητευόμενο σε κάποιο θείο του γλύπτη. Η μαθητεία του δεν κράτησε
πολύ· ο νεαρός Λουκιανός έσπασε από αδεξιότητα μια πλάκα και ο θείος του τον
επέπληξε αυστηρά. Έτσι, εγκατέλειψε το εργαστήρι του θείου του και επέστρεψε στο
σπίτι των γονιών του. Η έντονη φιλομάθειά του τον έκανε να στραφεί στα γράμματα
(στο έργο του Περὶ τοῦ ἐνυπνίου αφηγείται πώς ενισχύθηκε αυτή του η απόφαση μετά
από όνειρο που είδε τη νύχτα της επιστροφής του στο σπίτι). Αφού μελέτησε τα
ελληνικά, ξεκίνησε να μάθει τη ρητορική τέχνη στις ρητορικές σχολές της Ιωνίας.
Στην Αντιόχεια άσκησε τη δικανική ρητορεία, που θεωρούνταν το κατώτερο είδος
ρητορικής. Στη Σμύρνη σπούδασε τη σοφιστική (ή επιδεικτική) ρητορική, κυρίως ως
μέσον προσπορισμού χρημάτων. Κατόπιν άρχισε να ταξιδεύει, επιδεικνύοντας τις
ρητορικές του ικανότητες, σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας, της
Μακεδονίας, της Ιταλίας και της Γαλατίας. Ωστόσο, δεν έμενε ικανοποιημένος με τη
ρητορική, και τελικά απογοητεύτηκε, θεωρώντας την ρηχή. Σε ηλικία 40 ετών,
παράτησε την τέχνη του σοφιστή και στράφηκε στη φιλοσοφία. Σημαντική επίδραση
είχε πάνω του η διδασκαλία του Πλατωνικού φιλοσόφου Νιγρίνου, τον οποίον
εθαύμαζε. Πνεύμα κατεξοχήν ανήσυχο, εντρύφησε σχεδόν σε όλες τις φιλοσοφικές
σχολές, αλλά τα φιλοσοφικά ρεύματα των Επικούρειων και των Κυνικών ήταν που
προσέλκυσαν κυρίως τη συμπάθειά του. </span>
</dt>
<dt><b><span style="font-size: 14pt;">(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό
κείμενο).</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ</span></b>
<br /><br />
<dl>
<dt style="margin-top: 48pt;"><span style="font-family: Times New Roman; font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΤΟΜΟΣ
ΤΡΙΤΟΣ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ : Αληθής Ιστορία
βιβλ. α'• - Αληθής Ιστορία βιβλ. β'. —Τυραννοκτόνος. — Αποκηρυττόμενος.— Φάλαρις
λόγ. α'.— Φάλαρις λόγ. β'—Αλέξανδρος ή Ψευδόμαντις. — Ο Ηρακλής. — Ο Διόνυσος. —
Ψευδολογιστής.</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 24pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΕΝ
ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ1911</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 24pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ ΑΠΑΝΤΑ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 48pt;"><span style="font-family: Times New Roman; font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΑΛΗΘΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 48pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">Βιβλίον πρώτον.</span> </dt>
</dl>
<span style="font-size: 16pt;">Καθώς οι αθληταί και εν γένει οι καταγινόμενοι
εις τας σωματικάς ασκήσεις δεν φροντίζουν μόνον διά τας ασκήσεις και την ευεξίαν
των,αλλά και διά την έγκαιρον ανάπαυσίν των — την θεωρούν δε ως το σπουδαιότερον
μέρος της σωμασκίας — και όσοι καταγίνονται εις μελέτας νομίζω ότι, αφού
κουρασθούν εις την ανάγνωσιν των σοβαρωτέρων έργων,πρέπει ν' ανακουφίζουν το
πνεύμα των και να το καθιστούν ακμαιότερον διά τον μετέπειτα κόπον. Θα γίνεται
δε όπως πρέπει αυτή η ανάπαυσις,αν περιορίζωνται εις τα αναγνώσματα τα οποία διά
της χάριτος και της ευθυμίας των όχι μόνον ελαφράν ψυχαγωγίαν παρέχουν, αλλά και
ιδέας ευγενείς διεγείρουν• μου επιτρέπεται δε, νομίζω, να έχω τοιαύτην ιδέαν και
περί των συγγραμμάτων μου τούτων. Διότι όχι μόνον το παράξενον της υποθέσεως και
του σκοπού το αστείον και παιγνιώδες θα τους τέρψη, ουδέ διότι ψεύματα διάφορα
με πιθανότητα και αληθοφάνειαν κατεσκευάσαμεν,αλλά και διότι έκαστον εκ των ούτω
ιστορουμένων υπονοεί και διακωμωδεί τινα από τα πολλά τερατώδη και μυθώδη, τα
οποία έγραψαν μερικοί από τους αρχαίους ποιητάς, ιστορικούς και φιλοσόφους, τους
οποίους και με τα ονόματά των θα ηδυνάμην ν' αναφέρω, εάν εκ της αναγνώσεως δεν
εμαντεύοντο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Κτησίας Κτησιόχου ο Κνίδιος έγραψε περί της
χώρας των Ινδών και των κατοίκων πράγματα, τα οποία ούτε ο ίδιος είδεν, ούτε από
άλλον ήκουσε διηγούμενα. {1} Έγραψε δε και ο Ιαμβούλος {2} περί του ωκεανού
πολλά παράδοξα• αλλ' αν και το ψεύδος του δεν κρύπτεται, από την διήγησίν του
όμως δεν λείπει η τέρψις. Πολλοί άλλοι, τα όμοια προτιμήσαντες,περιέγραψαν δήθεν
περιηγήσεις και ταξείδιά των, εις τα οποία μας παρουσιάζουν υπερμεγέθη θηρία και
ανθρώπους αγρίους και ήθη παράξενα.Αρχηγόν δε και διδάσκαλον εις τας τοιαύτας
τερατολογίας έχουν τον Ομηρικόν Οδυσσέα, όταν διηγήται εις τα ανάκτορα του
Αλκινόου την δουλείαν των ανέμων και ομιλή περί μονοφθάλμων ωμοφάγων και αγρίων
ανθρώπων, προσέτι δε περί ζώων πολυκεφάλων και μεταμορφώσεώς των συντρόφων του
διά μαγειών και περί άλλων πολλών τοιούτων, με τα οποία εκίνησε τον θαυμασμόν
των αφελών και ευπίστων Φαιάκων. Όταν λοιπόν ανέγνωσα τας διηγήσεις όλων τούτων
δεν τους κατέκρινα πολύ διά το ψεύδος, διότι έβλεπα ότι ήδη και οι
επαγγελλόμενοι τον φιλόσοφον το μετεχειρίζοντο με πολλήν ελευθερίαν αλλ'
εθαύμαζα πώς επίστευον ότι τα ψεύδη των θα διέφευγαν την αντίληψιν των
αναγνωστών. Διά τούτο και εγώ θέλων από κενοδοξίαν ν' αφήσω κάτι εις τας
επερχομένας γενεάς, διά να μη μείνω μόνος αμέτοχος εις την ελευθερίαν της
διηγήσεως μύθων, μη έχων δε και τίποτε αληθές να εξιστορήσω — διότι δεν μου
συνέβη τίποτε αξιοσημείωτον —- κατέφυγα εις το ψεύδος με περισσοτέραν από τους
άλλους ευθύτητα• διότι λέγω τουλάχιστον μίαν αλήθειαν, ότι θα ψευσθώ.Ούτω δε
πιστεύω ότι θ' αποφύγω και την κατηγορίαν των άλλων, αφού ο ίδιος ομολογώ ότι
δεν λέγω τίποτε αληθές. Γράφω λοιπόν περί πραγμάτων,τα οποία ούτε είδα ούτε
έπαθα ούτε παρ' άλλων έμαθα και τα οποία προσέτι ούτε ποτέ υπήρξαν ούτε και
ηδύναντο να συμβούν διό και συνιστώ εις όσους θα ταναγνώσουν να μη τα πιστεύσουν
κατ' ουδένα τρόπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μίαν φοράν απέπλευσα από τας Ηρακλείους στήλας
και βοηθούμενος υπό ουρίου ανέμου επροχώρησα εις τον Εσπέριον ωκεανόν.{3} Ο
λόγος δε και ο σκοπός του ταξειδίου μου ήτον η περιέργεια και ο πόθος να γνωρίσω
νέα πράγματα και να μάθω που τελειόνει ο ωκεανός και τίνος είδους άνθρωποι
κατοικούν πέραν αυτού. Διά τούτο επήρα εις το πλοίον τρόφιμα πολλά και νερόν
αρκετόν, παρέλαβα δε και πεντήκοντα φίλους και ομηλίκους,έχοντας τους αυτούς
πόθους• προσέτι επρομηθεύθην πολυάριθμα όπλα, διά της υποσχέσεως δε μεγάλου
μισθού ευρήκα ένα άριστον κυβερνήτην και το πλοίον, το οποίον ήτον ελαφρόν
σκάφος, επεσκεύασα, ώστε ν' αντέχη εις μακρόν και επικίνδυνον
ταξείδιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επί μίαν ημέραν και μίαν νύκτα επλέαμεν με τόσο
μικράν ταχύτητα, ώστε η γη διεκρίνετο ακόμη εις τον ορίζοντα• αλλά την επομένην,
κατά την ανατολήν του ηλίου, και ο άνεμος ήρχισε να δυναμώνη και κύματα υψώθησαν
μεγάλα και σκότος έγινε και ουδέ να συστείλωμεν τα ιστία ήτο δυνατόν. Αφεθέντες
λοιπόν εις την διάκρισιν του ανέμου και των ρευμάτων, επαλαίαμεν επί εβδομήκοντα
εννέα ημέρας με την τρικυμίαν•την ογδοηκοστήν δε έξαφνα έλαμψεν ο ήλιος και
βλέπομεν εις όχι μεγάλην απόστασιν νήσον υψηλήν και δασώδη, εις την οποίαν η
προσέγγισις δεν ήτο δύσκολος, διότι ήδη η τρικυμία κατά πολύ είχε
κοπάσει.Προσεγγίσαντες λοιπόν εξήλθαμεν και ένεκα των μακρών κακοπαθειών
εμείναμεν επί πολύ ξαπλωμένοι κατά γης• έπειτα εσηκωθήκαμεν και διηρέθημεν ούτως
ώστε τριάκοντα μεν εξ ημών έμειναν να φυλάττουν το πλοίον, είκοσι δε και εγώ
ανέβημεν να κατασκοπεύσωμεν την νήσον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού δ' επροχωρήσαμεν διά μέσου δάσους έως τρία
στάδια από της παραλίας, βλέπομεν μίαν στήλην από χαλκόν επί της οποίας επιγραφή
με γράμματα Ελληνικά, τα οποία είχον ημιεξαλειφθή και μόλις διεκρίνοντο,έλεγεν•
«έως εδώ έφθασαν ο Ηρακλής και ο Διόνυσος». Εφαίνοντο και δύο ίχνη πλησίον επί
μεγάλης πέτρας, εκ των οποίων το μεν είχεν έκτασιν ενός στρέμματος, το δε
μικροτέραν• υποθέτω δε ότι το μεν μικρότερον ήτο του Διονύσου, το άλλο δε του
Ηρακλέους. Αφού επροσκυνήσαμεν,επροχωρήσαμεν• μετ' ολίγον δε εφθάσαμεν εις
ποταμόν, όστις έρρεεν οίνον, ομοιότατον μάλιστα με τον Χιακόν. Ήτο δε τόσον πολύ
και άφθονον το ρεύμα, ώστε είς τινα μέρη ηδύνατο και πλοία να σηκώση. Βλέποντες
τα σημεία ταύτα επιστεύαμεν έτι μάλλον εις ταναφερόμενα υπό της στήλης,ότι ο
Διόνυσος είχεν έλθει εις την νήσον εκείνην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Θέλων δε να μάθω και από που επήγαζεν ο
ποταμός, επροχώρησα αντιθέτως προς το ρεύμα• και πηγήν μεν αυτού καμμίαν δεν
ευρήκα, αλλά πολλά και μεγάλα κλήματα κατάφορτα με σταφύλια, από δε την ρίζαν
εκάστου έσταζεν οίνος διαυγής κ' εκ των σταγόνων τούτων εσχηματίζετο ο ποταμός.
Ήσαν και ψάρια πολλά εις τον ποταμόν, τα οποία είχαν και το χρώμα και την γεύσιν
του οίνου. Όταν επιάσαμεν κ' εφάγαμεν απ' αυτά τα ψάρια εμεθύσαμεν και όταν τα
εσχίσαμεν τα ευρήκαμεν γεμάτα μούστον. Αλλ'έπειτα εσκέφθημεν να ταναμιγνύωμεν με
ψάρια του νερού και ούτω εμετριάζαμεν την άκρατον οινοφαγίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα επεράσαμεν τον ποταμόν, εις το μέρος
όπου ήτο διαβατός, κ'ευρήκαμεν είδος κλημάτων θαυμαστόν. Από τον κορμόν αυτών, ο
οποίος ήτο παχύς και δυνατός, εξήρχοντο γυναίκες καθ' όλα τέλειαι μέχρι των
λαγόνων. Τοιουτοτρόπως ζωγραφίζουν εις την πατρίδα μας την Δάφνην,όπως
μετεμορφώθη εις δένδρον διά ν' αποφύγη τον Απόλλωνα, καθ' ην στιγμήν ούτος
επεχείρει να την συλλάβη εις την αγκάλην του. Από δε τα άκρα των δακτύλων των
εφύοντο οι κλάδοι φορτωμένοι σταφυλάς. Αλλά και επί των κεφαλών των αντί κόμης
είχον έλικας κλημάτων και φύλλα και σταφυλάς. Όταν επλησιάσαμεν, μας εχαιρέτων
και μας εδεξιούντο• και άλλαι μεν ωμίλουν την Λυδικήν, άλλαι δε την Ινδικήν και
αι περισσότεραι την Ελληνικήν γλώσσαν. Μάς έδιδον και φιλήματα, όσοι δ'εφιλούντο
ευθύς εμέθυον και εγίνοντο έξω φρενών. Δεν επέτρεπον όμως να δρέπωμεν τους
καρπούς και αν επεχειρούμεν να κόψωμεν σταφύλια,ησθάνοντο πόνον κ' εφώναζαν.
Επεθύμουν δε και να έλθουν εις ερωτικήν επιμιξίαν μεθ' ημών αλλά δύο εκ των
συντρόφων μας, οίτινες τας επλησίασαν, δεν απελύοντο πλέον, αλλ' είχον δεθή από
τα αιδοία•συνεκολλήθησαν δε και συνερριζώθησαν και μετ' ολίγον από τους
δακτύλους και αυτών εφύτρωσαν κλάδοι και τους περιέπλεξαν έλικες, δεν θα
εβράδυνον δε να καρποφορήσουν και αυτοί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τους αφήκαμεν και επιστρέψαντες εις το πλοίον
διηγήθημεν εις εκείνους τους οποίους είχαμεν αφήσει εκεί όσα είδαμεν και των
συντρόφων την αμπελομιξίαν. Έπειτα αφού εκάμαμεν προμήθειαν νερού και οίνου εκ
του ποταμού, διενυκτερεύσαμεν εις την παραλίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Την αυγήν απεπλεύσαμεν με άνεμον όχι πολύ
σφοδρόν το δε μεσημέρι, όταν πλέον δεν εφαίνετο η νήσος, ενέσκηψεν αίφνης
κυκλών, ο οποίος περιέστρεψε το πλοίον και το εσήκωσεν εις τον αέρα εις ύψος
τριών περίπου χιλιάδων σταδίων• δεν το αφήκε δε πλέον να κατέλθη εις την
θάλασσαν, αλλά μετέωρον εις το ύψος εκείνο εφέρετο υπό του ανέμου,όστις
εφούσκωνε τα πανιά του. Αφού δ' επί οκτώ ημέρας και άλλας τόσας νύκτας
αεροπορήσαμεν, την ογδόην είδαμεν εις τον αέρα μίαν γην μεγάλην, ως νήσον,
σφαιροειδή και λάμπουσαν, ως να ήτο κατάφορος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πλησιάσαντες εις αυτήν και προσορμισθέντες,
εξήλθαμεν• ευρήκαμεν δε χώραν κατοικουμένην και καλλιεργουμένην. Και την μεν
ημέραν δεν εβλέπαμεν τίποτε έξω του τόπου εκείνου, άμα δ' ενύκτωσεν εφάνησαν και
άλλαι πολλαί νήσοι πλησίον, άλλαι μεγαλείτεραι και άλλαι μικρότεραι,έχουσαι το
χρώμα του πυρός• κάτω δε διεκρίνετο και άλλη γη με πόλεις και ποταμούς, με
θαλάσσας, δάση και όρη. Εσυμπεραίναμεν ότι αυτή ήτον η γη, εις την οποίαν
κατοικούμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Απεφασίσαμεν να προχωρήσωμεν εις το εσωτερικόν,
αλλά καθ' οδόν μας συνέλαβον οι λεγόμενοι Ιππόγυποι• οι δε Ιππόγυποι ούτοι είνε
άνθρωποι ιππεύοντες μεγάλους γύπας και ως ίππους μεταχειριζόμενοι τα όρνεα.Διότι
είνε μεγάλοι οι γύπες και ως επί το πλείστον τρικέφαλοι• θα εννοηθή δε το
μέγεθός των και από την εξής σύγκρισιν• έκαστον πτερόν αυτών είνε μακρότερον και
παχύτερον από ιστόν μεγάλου φορτηγού πλοίου.Εις τους Ιππογύπους τούτους έχει
ανατεθή να πετούν γύρω εις την χώραν και αν συναντήσουν κανένα ξένον να τον
οδηγούν προς τον βασιλέα• άμα δε συνέλαβον και ημάς μας ωδήγησαν προς αυτόν. Ο
δε βασιλεύς όταν μας είδε και από τας μορφάς και την ενδυμασίαν ενόησεν, Έλληνες
λοιπόν είσθε, ξένοι; μας είπε. Απηντήσαμεν καταφατικώς, αυτός δε, Πώς
λοιπόν,είπε, κατωρθώσατε να περάσετε τόσον αέρα και να φθάσετε έως εδώ. Του
διηγήθημεν όλην την ιστορίαν μας• τότε δε και αυτός μας διηγήθη τα δικά του, ότι
και αυτός ήτο άνθρωπος, ονομαζόμενος Ενδυμίων και ανηρπάσθη από την ιδικήν μας
γην ενώ εκοιμάτο, ελθών δε εδώ έγινε βασιλεύς του τόπου. Μας εξήγησεν έπειτα ότι
η γη επί της οποίας ήμεθα ήτο η Σελήνη, την οποίαν βλέπομεν από την Γην. Μας
είπε να είμεθα ήσυχοι και να μη φοβούμεθα κανένα κίνδυνον και μας υπεσχέθη ότι
θα μας παρείχετο παν ό,τι μας ήτο αναγκαίον. «Εάν δε, είπε, φέρω εις καλόν πέρας
τον πόλεμον τον οποίον διεξάγω εναντίον των κατοικούντων εις τον ήλιον, θα
περάσετε την ζωήν σας εδώ με την μεγαλειτέραν ευτυχίαν».Ηρωτήσαμεν ποίοι ήσαν οι
εχθροί και ποία η αιτία του πολέμου. Ο Φαέθων, απήντησεν, ο βασιλεύς των
κατοικούντων εις τον ήλιον — διότι κατοικείται και ο Ήλιος όπως και η Σελήνη—μας
έχει κηρύξει προ πολλού τον πόλεμον. Και η αρχική αιτία ήτον η εξής. Συναθροίσας
άλλοτε ποτέ τους πτωχοτέρους κατοίκους της χώρας μου, απεφάσισα να στείλω
αποικίαν εις τον Εωσφόρον, {4} όστις είνε έρημος και εντελώς ακατοίκητος• αλλ'ο
Φαέθων καταληφθείς υπό φθόνου, ηθέλησε να εμποδίση την αποικίαν και επετέθη κατά
των ημετέρων με τους ιππομύρμηκάς του εις το μεταξύ Σελήνης και Εωσφόρου
διάστημα. Και τότε μεν ενικήθημεν—διότι δεν ειχαμεν ισοπάλους δυνάμεις—-και
ηναγκάσθημεν να υποχωρήσωμεν• αλλά τώρα θέλω να επαναλάβω τον πόλεμον και
ναποστείλω την αποικίαν. Εάν λοιπόν θέλετε, λάβετε μέρος εις την εκστρατείαν
μου, θα δώσω δε εις έκαστον ένα γύπα από τους βασιλικούς και τον λοιπόν
οπλισμόν. Η εκκίνησις γίνεται αύριον. Σύμφωνοι, απήντησα εγώ, ας γείνη όπως
θέλης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εμείναμεν και εδειπνήσαμεν εις τανάκτορα•
αξημέρωτα δε εξυπνήσαμεν και ετάχθημεν εις τας θέσεις μας• διότι οι κατάσκοποι
ανήγγειλαν ότι οι εχθροί πλησιάζουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Το πλήθος του στρατεύματός μας έφθασεν εις
εκατόν χιλιάδας, χωρίς να υπολογίζωνται οι σκευοφόροι, οι μηχανικοί, οι πεζοί
και οι ξένοι σύμμαχοι. Εκ τούτων ογδοήκοντα χιλιάδες ήσαν οι Ιππόγυποι, είκοσι
δε χιλιάδες οι ιππεύοντες λαχανόπτερα, τα οποία, επίσης είνε όρνεα τεράστια,
αντί δε πτερών έχουν εις όλον το σώμα λάχανα, τα δε μακρά πτερά των πτερύγων των
ομοιάζουν με φύλλα μαρουλιών. Μετά τούτους είχον ταχθή οι Κεγχροβόλοι και οι
Σκορδομάχοι. Είχον δε έλθει εις επικουρίαν του Ενδυμίωνος από τα βόρεια μέρη
τριάκοντα χιλιάδες Ψυλλοτοξόται και πεντήκοντα χιλιάδες Ανεμοδρόμοι. Εκ τούτων
οι Ψυλλοτοξόται ιππεύουν μεγάλους ψύλλους, εξ ου και η ονομασία των• είνε δε
μεγάλοι οι ψύλλοι όσον δώδεκα ελέφαντες ομού• οι δε Ανεμοδρόμοι είνε πεζοί, αλλά
πετούν χωρίς πτερά κατά τον εξής τρόπον• φορούν μακρά υποκάμισα, τα οποία
φουσκόνει ο άνεμος ως ιστία και ούτω τρέχουν όπως τα πλοία. Συνήθως δε οι
τοιούτοι εις τας μάχας είνε πελτασταί{5}.Ελέγετο ότι θα μας ήρχοντο και από τα
άστρα τα υπεράνω της Καπαδοκίας εβδομήκοντα χιλιάδες Στρουθοβάλανοι και πέντε
χιλιάδες Ιππογέρανοι.Αυτούς εγώ δεν τους είδα, διότι δεν ήλθαν• διά τούτο και
δεν ετόλμησα να περιγράψω πώς είνε, διότι όσα ήκουσα να λέγωνται περί αυτών ήσαν
τερατώδη και απίθανα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτή ήτο η στρατιωτική δύναμις του Ενδυμίωνος•
οπλισμόν δε είχον όλοι τον ίδιον• περικεφαλαίας από κουκιά• διότι τα κουκιά εκεί
επάνω είνε μεγάλα και σκληρά• θώρακας φολιδωτούς όλους από λούμπινα•
συρράπτοντες τους φλοιούς των λουμπίνων κατασκευάζουν θώρακας• διότι και οι
φλοιοί των λουμπίνων είνε στερεοί και σκληροί, όπως το κέρατον. Αι ασπίδες δε
και τα ξίφη των είνε όπως τα Ελληνικά. Όταν δε ήλθεν η ώρα της
μάχης,παρετάχθησαν ως εξής• Το μεν δεξιόν κέρας κατέλαβον οι Ιππόγυποι και ο
βασιλεύς, έχων πλησίον του τους αρίστους και ημάς μετ' αυτών• εις δε το
αριστερόν ετάχθησαν οι λαχανόπτεροι• και εις το κέντρον οι σύμμαχοι. Οι δε
πεζοί, οι οποίοι ήσαν περί τα εξήκοντα εκατομμύρια,παρετάχθησαν κατά τον εξής
τρόπον. Υπάρχουν εκεί αράχναι πολλαί και μεγάλαι, πολύ μεγαλείτεραι των Κυκλάδων
νήσων εκάστη. Αύται διετάχθησαν να υφάνουν εις τον αέρα ιστόν, όστις να συνδέση
την Σελήνην με τον Εωσφόρον. Άμα δ' εντός ολίγου κατεσκεύασαν το πλέγμα τούτο
και το επέστρωσαν, παρετάχθη επ' αυτού το πεζικόν. Ήσαν δε αρχηγοί των πεζών ο
Νυκτερίων του Ευδιάνακτος και δύο άλλοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Των εχθρών το αριστερόν κέρας κατείχον οι
Ιππομύρμηκες, μεταξύ δε αυτών ήτο ο Φαέθων. Είνε δε οι Ιππομύρμηκες θηρία
μέγιστα και πτερωτά,τα οποία ομοιάζουν προς τους δικούς μας μύρμηκας, χωρίς το
μέγεθος•διότι ο μεγαλείτερος εξ αυτών είχε μέγεθος έως δύο στρεμμάτων• εμάχοντο
δε όχι μόνον οι ιππεύοντες τους μύρμηκας τούτους, αλλά και αυτοί,ιδίως με τα
κέρατά των. Ελέγετο ότι ούτοι ήσαν πεντήκοντα περίπου χιλιάδες. Εις το δεξιόν δε
κέρας αυτών παρετάχθησαν οι Αεροκώνωπες, οι οποίοι επίσης ήσαν έως πεντήντα
χιλιάδες, όλοι τοξόται ιππεύοντες μεγάλους κώνωπας• κατόπιν τούτων οι
Αεροκάρδακες, οι οποίοι ήσαν πεζοί ελαφρώς ωπλισμένοι, αλλά μάχιμοι και αυτοί•
διότι εκ μακράς αποστάσεως εξεσφενδόνιζον φανίδας υπερμεγέθεις, ο δε πληττόμενος
δεν εσώζετο,αλλά μετ' ολίγον απέθνησκεν εκ της δυσωδίας ήτις ανεδίδετο εκ της
πληγής του• ελέγετο δε ότι έχριον τα βέλη των με δηλητήριον μολόχας.Εις
συνέχειαν αυτών ετάχθησαν οι Καυλομύκητες, βαρέως ωπλισμένοι, δέκα χιλιάδες τον
αριθμόν. Ωνομάσθησαν δε Καυλομύκητες, διότι είχον ασπίδας από μανιτάρια και τα
δόρατά των κατεσκευάζοντο από καυλούς σπαραγγιών.Πλησίον αυτών εστάθησαν οι
Κυνοβάλανοι, τους οποίους έπεμψαν προς τον Φαέθοντα οι κάτοικοι του Σειρίου,
πέντε χιλιάδες και αυτοί, άνδρες σκυλοπρόσωποι, οι οποίοι εμάχοντο καθήμενοι
επάνω εις βελανίδια πτερωτά. Ελέγετο δε ότι καθυστερούν εκ των συμμάχων αυτών οι
σφενδονήται, τους οποίους είχον ζητήσει από τον Γαλαξίαν, και οι
Νεφελοκένταυροι• και οι τελευταίοι έφθασαν όταν ήδη η μάχη είχε κριθή,που να μη
έφθαναν• αλλ' οι σφενδονήται δεν ήλθαν, διό λέγεται ότι ο Φαέθων οργισθείς
επυρπόλησε κατόπιν την χώραν των. Τοιαύτη ήτο και του Φαέθοντος η
δύναμις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν δε αι σημαίαι υψώθησαν και ωγκάνισαν και
από τα δύο στρατεύματα οι όνοι, (διότι αυτούς μεταχειρίζονται ως σαλπιγκτάς)
συνεπλάκησαν και εμάχοντο. Και το μεν αριστερόν κέρας των Ηλιωτών ευθύς ετράπη
εις φυγήν, χωρίς ν' αντιστή εις την ορμήν των Ιππογύπων• ημείς δε τους
κατεδιώξαμεν φονεύοντες• το δεξιόν όμως αυτών ενίκα το δικόν μας αριστερόν και
οι Αεροκώνωπες εφορμήσαντες κατεδίωξαν τους ημετέρους μέχρι της γραμμής των
πεζών• αλλ' εδώ με την βοήθειαν και τούτων οι εχθροί απεκρούσθησαν και έφυγαν,
μάλιστα όταν έμαθαν ότι το αριστερόν αυτών είχε νικηθή. Η κατατρόπωσις ούτω
έγινε γενική και πολλοί ηχμαλωτίζοντο, πολλοί δε και εφονεύοντο και το αίμα
έρρεεν άφθονον εις τα νέφη, ώστε να βάφωνται και να φαίνωνται κόκκινα, όπως τα
βλέπομεν από την Γην κατά την δύσιν του Ηλίου• πολύ δε και έσταξε κάτω εις την
Γην, ώστε να σκέπτωμαι μήπως και κατά τους παλαιούς χρόνους συνέβη κάτι τοιούτον
επάνω και ο Όμηρος ενόμισεν ότι ο Ζευς έβρεξεν αίμα διά τον θάνατον του
Σαρπηδόνος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επιστρέψαντες από την καταδίωξιν, εστήσαμεν δύο
τρόπαια, το μεν της πεζομαχίας επί του αραχνοπλέγματος, το δε της αερομαχίας επί
των νεφών. Αλλά μετ' ολίγον ανηγγέλθη ότι επήρχοντο οι Νεφελοκένταυροι,τους
οποίους επερίμενε προ της μάχης ο Φαέθων. Και τωόντι εφάνησαν πλησιάζοντες• και
ήτο το θέαμα πολύ παράδοξον, διότι ήσαν κατά το ήμισυ ίπποι πτερωτοί και κατά το
άλλο ήμισυ άνθρωποι• είχον δε μέγεθος οι μεν άνθρωποι όσον ο κολοσσός της Ρόδου
από του μέσου και άνω {6}οι δε ίπποι όσον φορτηγόν πλοίον εκ των μεγάλων. Δεν
γράφω, τίποτε περί του πλήθους των, διά να μη φανή απίθανον• τόσον πολυάριθμοι
ήσαν. Ως αρχηγόν δε είχαν τον Τοξότην του Ζωδιακού. Όταν έμαθον ότι οι φίλοι των
είχον νικηθή, ειδοποίησαν τον Φαέθοντα να επαναλάβη την επίθεσιν•παραταχθέντες
δε και αυτοί προς μάχην επέπεσαν κατά των Σεληνιτών,τους οποίους ευρήκαν εις
αταξίαν και σκορπισμένους εις την καταδίωξιν και την λαφυραγωγίαν• και τους
έτρεψαν όλους εις φυγήν, αυτόν τον βασιλέα κατεδίωξαν μέχρι της πόλεως και τα
περισσότερα όρνεα κατέσφαξαν. Κατέστρεψαν και τα τρόπαια, κατέλαβαν όλην την
πεδιάδα την οποίαν είχον υφάνει αι αράχναι, εμέ δε και δύο εκ των συντρόφων μου
ηχμαλώτισαν. Κατέφθασε δε και ο Φαέθων και τώρα αυτοί ανήγειραν άλλα τρόπαια.
Ημείς δε εδέθημεν οπισθάγκωνα με τεμάχιον αράχνης και αυθημερόν ωδηγήθημεν εις
τον Ήλιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οι εχθροί δεν έκριναν καλόν να πολιορκήσουν την
πόλιν αλλ'επιστρέψαντες ήρχισαν να κτίζουν τείχος εις τον μεταξύ Ηλίου και
Σελήνης αέρα, το οποίον να εμποδίζη το φως του Ηλίου να φθάνη εις την Σελήνην.
Ήτο δε το τείχος από νέφη• ώστε έγινεν ολική έκλειψις της Σελήνης και υπό νυκτός
διηνεκούς όλη κατελήφθη. Ο δε Ενδυμίων στενοχωρηθείς εκ τούτου έστειλε πρέσβεις
και παρεκάλει να κατεδαφισθή το τείχος και να μη τους αφήσουν να ζουν εις το
σκότος• υπέσχετο δε να πληρώνη φόρους και σύμμαχος να είνε και ποτέ πλέον να μη
πολεμήση κατά των Ηλιωτών• ήτο δε πρόθυμος να δώση και ομήρους διά ταύτα. Ο
Φαέθων έκαμε δύο συμβούλια• και κατά μεν την πρώτην συζήτησιν οι νικηταί δεν
ηθέλησαν να δεχθούν καμμίαν συνθηκολόγησιν και επέμειναν εις την εκδίκησιν• την
επιούσαν όμως ήλλαξαν γνώμην και συνωμολογήθη ειρήνη με την εξής συνθήκην• «Οι
Ηλιώται και οι σύμμαχοι συνεφώνησαν προς τους Σεληνίτας και τους συμμάχους αυτών
ότι οι μεν Ηλιώται θα κατεδαφίσουν το μεταξύ Ηλίου και Σελήνης τείχος και δεν θα
εισβάλουν πλέον εις την Σελήνην, θ' αποδώσουν δε και τους αιχμαλώτους αντί
ωρισμένων λύτρων• οι δε Σεληνίται ότι θ' αφήσουν τους άλλους αστέρας αυτονόμους,
να μη πολεμήσουν δε πλέον κατά των Ηλιωτών, αλλά να συμμαχούν μετ' αυτών κατά
πάσης επιδρομής. Καθ' έκαστον έτος ο βασιλεύς των Σεληνιτών ναποστέλλη προς τον
βασιλέα των Ηλιωτών ως φόρον δέκα χιλιάδας αμφορείς δρόσου και να δώση ως
ομήρους εκ των υπηκόων του δεκάκις χιλίους. Την αποικίαν δε εις τον Εωσφόρον να
κάμουν από κοινού και να λάβουν μέρος όσοι θέλουν. Αι συνθήκαι να χαραχθούν επί
στήλης εξ ηλέκτρου, η οποία να στηθή εις τον αέρα επί των συνόρων των δύο
επικρατειών. Ωρκίσθησαν δε διά την τήρησιν των συμφωνηθέντων από μέρους μεν των
Ηλιωτών ο Πυρωνίδης, ο Θερίτης και ο Φλόγιος• από δε τους Σεληνίτας ο Νύκτωρ, ο
Μήνιος {7} και ο Πολυλαμπής».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ευθύς μετά την συνομολόγησιν της ειρήνης, οι
Ηλιώται κατηδάφισαν το τείχος και ημάς τους αιχμαλώτους απέδοσαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν εφθάσαμεν εις την Σελήνην μας υπεδέχθησαν
και μας ησπάζοντο με δάκρυα και οι σύντροφοί μας και αυτός ο Ενδυμίων. Μας
παρώτρυνε να μείνωμεν πλησίον του και να λάβωμεν μέρος εις την αποικίαν•
υπέσχετο δε να μου δώση εις γάμον το παιδί του, διότι γυναίκες δεν υπάρχουν εις
την Σελήνην. Αλλ' εγώ δεν ηθέλησα να μείνω, επέμεινα δε να με γυρίση κάτω εις
την θάλασσαν. Όταν δε ο Ενδυμίων είδεν ότι ήτο αδύνατον να πεισθώ, μας αφήκε ν'
αναχωρήσωμεν, αφού επί επτά ημέρας εσυμποσιάζαμεν εις τανάκτορά του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κατά την εν τω μεταξύ τούτω διαμονήν μου εις
την Σελήνην έμαθα διάφορα αλλόκοτα και παράδοξα, τα οποία θέλω να διηγηθώ. Και
πρώτον ότι οι Σεληνίται δεν γεννώνται από γυναίκας, αλλ' από αρσενικούς• διότι
μόνον αρσενικούς νυμφεύονται και αι γυναίκες ουδέ κατ' όνομα είνε γνωσταί.Μέχρι
του εικοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του έκαστος χρησιμεύει ως γυνή, έπειτα δε
λαμβάνει θέσιν ανδρός και αυτός. Κυοφορούν δε όχι εις την γαστέρα, αλλ' εις το
παχύ μέρος της κνήμης, το οποίον λέγεται γαστροκνημία• όταν γίνη η σύλληψις,
φουσκώνει η κνήμη, μετά καιρόν δε την σχίζουν και εξάγουν νεκρόν το έμβρυον•
αλλά το εκθέτουν με ανοικτόν το στόμα προς τον άνεμον και ούτω ζωντανεύει. Μου
φαίνεται δε ότι εκ τούτου προήλθε και εις την Ελληνικήν γλώσσαν το όνομα της
γαστροκνημίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' έχω και κάτι άλλο έτι παραδοξότερον να
διηγηθώ. Υπάρχει μεταξύ των Σεληνιτών γένος ανθρώπων ιδιαίτερον, οι λεγόμενοι
Δενδρίται, οι οποίοι γεννώνται ως εξής• κόπτουν τον δεξιόν όρχιν ανθρώπου και
τον φυτεύουν εις την γην• εξ αυτού δε φυτρόνει δένδρον υψηλότατον και σαρκώδες,
όμοιον με φαλλόν{8}, το οποίον έχει κλάδους και φύλλα• οι δε καρποί του είνε
βελανίδια, τα οποία έχουν μέγεθος ενός πήχεος. Όταν τα βελανίδια ωριμάσουν τα
τρυγούν και εξάγουν από αυτά, ως από αυγά, τους ανθρώπους. Οι δε άνθρωποι ούτοι
έχουν πρόσθετα γεννητικά όργανα, οι πλούσιοι από ελεφαντοκόκκαλον, οι δε πτωχοί
ξύλινα και με αυτά βατεύουν και πλησιάζουν τους συνεύνους των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν δε γηράση ο άνθρωπος δεν αποθνήσκει, αλλά
διαλύεται ως καπνός και γίνεται αήρ. Τροφήν δε έχουν όλοι την ιδίαν• ανάπτουν
φωτιάν και ψήνουν επί των ανθράκων βατράχους, οίτινες είνε πολυάριθμοι εις την
σελήνην και πετούν εις τον αέρα. Ενώ δε οι βάτραχοι ψήνονται, κάθηνται γύρω εις
την πυράν, ως περί τράπεζαν, και ροφούν τον αναδιδόμενον καπνόν. Κατ' αυτόν τον
τρόπον ευωχούνται. Ως ποτόν δε έχουν τον αέρα,όστις πιεζόμενος εις δοχείον
αφήνει υγρόν τι ως δρόσον. Δεν ουρούσι δε, ούτε αφοδεύουσιν, αλλ' ούτε είνε
τρυπημένοι όπως ημείς. Η δε συνουσία δεν γίνεται όπως εις την Γην, αλλ' εις τα
κοιλώματα τα υπεράνω των γαστροκνημιών διότι εκεί έχουν οπήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ωραίοι θεωρούνται μεταξύ αυτών οι φαλακροί και
χωρίς μαλλιά, τους δε τρέφοντας κόμην απεχθάνονται. Επί των κομητών όμως όσοι
έχουν μεγάλα μαλλιά εξ εναντίας θεωρούνται ωραίοι. Διότι είχον έλθει και μερικοί
από εκεί, οι οποίοι μας διηγούντο και περί εκείνων. Έχουν και γένεια ολίγον
ανωτέρω των γονάτων. Εις δε τα πόδια δεν έχουν νύχια, αλλ' είνε όλοι
μονοδάκτυλοι. Ως ουρά φυτρόνει εις το άκρον της ράχης των λάχανον, το οποίον
διατηρείται πάντοτε πράσινον και δεν συντρίβεται και όταν πίπτουν ανάσκελα. Από
την μύτην των εξάγουν, όταν απομύττωνται, μέλι πολύ δριμύ• όταν δε εργάζωνται ή
γυμνάζωνται,ιδρόνουν καθ' όλον το σώμα των γάλα, ούτως ώστε και τυρούς
κατασκευάζουν εξ αυτού, αναμιγνύοντες εις το γάλα ολίγον μέλι. Έλαιον δε εξάγουν
από τα κρομμύδια, πολύ παχύ και ευωδιάζον ως μύρον. Έχουν και πολλά αμπέλια τα
οποία παράγουν νερόν• διότι αι ράγες των σταφυλών είνε ως χάλαζα• νομίζω δε ότι
όταν πνέη άνεμος και συνταράσση τα κλήματα εκείνα, τότε πίπτει εδώ κάτω
χάλαζα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οι άνθρωποι εκείνοι μεταχειρίζονται την κοιλίαν
των ως σακκούλαν, εις την οποίαν θέτουν τα χρειώδη, διότι ανοίγει και κλείει
κατά βούλησιν•ούτε έντερα δε, ούτε άλλα σπλάγχνα φαίνονται εντός αυτής, αλλ'
είνε από μέσα όλη τριχωτή, και οσάκις κρυόνουν τα νεογνά των κρύπτονται εις
αυτήν. Το ένδυμα δε των μεν πλουσίων είνε υάλινον μαλακόν, των δε πτωχών
χάλκινον υφασμένον διότι το μέταλλον τούτο είνε άφθονον εις εκείνα τα μέρη και
τον κατεργάζονται αφού τον βρέξουν με νερόν, καθώς τα μαλλιά των προβάτων. Όσον
διά τους οφθαλμούς των διστάζω να είπω πώς είνε, διότι φοβούμαι μήπως νομισθώ
ότι ψεύδομαι• τόσον απίθανον θα φανή το πράγμα• αλλά θα το είπω και αυτό• οι
οφθαλμοί των δύνανται ν'αφαιρούνται και να προσαρμόζωνται εκ νέου εις την θέσιν
των και οποίος θέλει τους αφαιρεί και μένει τυφλός έως ότου θελήση πάλιν να ίδη,
ότε τους θέτει πάλιν εις τας κόγχας των και βλέπει• και πολλοί οι οποίοι χάνουν
τους δικούς των δανείζονται ξένους διά να βλέπουν• άλλοι δε έχουν πολλούς και
αυτοί είνε οι πλούσιοι. Τα ώτα των δε είνε από φύλλα πλατάνου, και μόνον οι
Δενδρίται τα έχουν ξύλινα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και άλλο τι θαυμάσιον είδα εις τα
ανάκτορα. Μέγα κάτοπτρον είνε τοποθετημένον επί του στομίου φρέατος, το οποίον
δεν είνε πολύ βαθύ.Αν λοιπόν καταιβή κανείς εις το φρέαρ, ακούει όλα τα λεγόμενα
εδώ κάτω εις την γην• εάν δε παρατηρήση εις το κάτοπτρον, βλέπει όλας τας πόλεις
και όλα τα έθνη, ως να ευρίσκεται μεταξύ αυτών. Εκεί εγώ είδα τους συγγενείς μου
και ολόκληρον την πατρίδα μου• εάν δε και εκείνοι μ' έβλεπαν δεν δύναμαι να
είμαι βέβαιος. Εκείνος δε ο οποίος δεν πιστεύει εις τανωτέρω, άν ποτε μεταβή και
αυτός εκεί θα μάθη ότι λέγω την αλήθειαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τότε λοιπόν αποχαιρετήσαντες τον βασιλέα και
τους περί αυτόν, επέβημεν εις το πλοίον μας και απεπλεύσαμεν• εις εμέ δε
εδώρησεν ο Ενδυμίων δύο υάλινα υποκάμισα και πέντε χάλκινα, προσέτι δε πανοπλίαν
από φλοιούς λουμπίνων, τα οποία όλα αφήκα εντός του κήτους. Μας έδωκε δε και
χιλίους Ιππογύπους να μας συνοδεύσουν μέχρις αποστάσεως πεντακοσίων
σταδίων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εις την συνέχειαν του ταξειδίου μας επεράσαμεν
πλησίον πολλών και διαφόρων χωρών, εξήλθαμεν δε και εις τον Εωσφόρον, τότε
συνοικιζόμενον, και επήραμεν νερόν. Έπειτα εισήλθαμεν εις τον Ζωδιακόν και
αφήσαντες αριστερά τον Ήλιον, επλέαμεν πολύ πλησίον της Γης• αλλ'ο άνεμος μας
ημπόδισε να προσεγγίσωμεν, παρά την ζωηράν επιθυμίαν των συντρόφων μου, καθότι
εβλέπαμεν ότι και η χώρα ήτο καταπράσινη και γόνιμος με πολλά νερά και
πλούτη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εκεί μας είδον οι μισθοφόροι του Φαέθοντος
Νεφελοκένταυροι και επέταξαν εις το πλοίον μας• αλλά μαθόντες ότι ήμεθα φίλοι
ανεχώρησαν.Είχον δε ήδη φύγει και οι Ιππόγυποι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού εταξειδεύσαμεν επί μίαν νύκτα και μίαν
ημέραν, έχοντες πρώραν προς την Γην, εφθάσαμεν εις την Λυχνόπολιν. Κείται δε η
πόλις αύτη εις το μεταξύ των Πλειάδων και των Υάδων διάστημα, αλλά πολύ
χαμηλότερα του Ζωδιακού. Όταν εξήλθαμεν, δεν είδαμεν κανένα άνθρωπον, αλλά
λύχνους πολλούς, οίτινες επεριπάτουν εις την αγοράν και εις τον λιμένα• και
άλλοι μεν εξ αυτών ήσαν μικροί, και ούτως ειπείν πτωχοί,ολίγοι δε μεγάλοι και
ισχυροί, υπέρλαμπροι και διακρινόμενοι από τους άλλους. Είχον δε έκαστος την
κατοικίαν του και λυχνεώνας και ονόματα όπως οι άνθρωποι. Τους ηκούσαμεν και να
ομιλούν και όχι μόνον δεν μας επείραξαν, αλλά και μας εκάλουν να μας
φιλοξενήσουν• ημείς όμως εφοβούμεθα και ούτε να δειπνήση, ούτε να κοιμηθή κανείς
εξ ημών ετόλμησεν. Εις το μέσον της πόλεως ευρίσκεται το δημόσιον κατάστημα,όπου
μένει καθ' όλην την νύκτα ο άρχων και καλεί έκαστον με το όνομά του• όστις δε
παρακούση καταδικάζεται εις θάνατον ως λιποτάκτης• ο δε θάνατος είνε να σβυσθή.
Ημείς δε παριστάμενοι εβλέπαμεν τα γινόμενα και ηκούσαμεν τους λύχνους ν'
απολογούνται και να δικαιολογούν την βραδύτητά των. Εκεί εγνώρισα και τον ιδικόν
μας λύχνον και αφού τον εχαιρέτισα του εζήτησα πληροφορίας περί της οικογενείας
μου, τας οποίας μου έδωκε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Την νύκτα λοιπόν εκείνην εμείναμεν εις την
Λυχνόπολιν την δ' επιούσαν αποπλεύσαντες επλησιάσαμεν εις τα νέφη, όπου είδαμεν
κ' εθαυμάσαμεν και την πόλιν Νεφελοκοκυγίαν {9}, αλλά δεν εξήλθαμεν εις αυτήν,
διότι ο άνεμος δεν ήτο βοηθητικός. Ελέγετο ότι βασιλεύει εις αυτήν ο Κόρωνος του
Κοτυφίωνος. Εγώ δε ενθυμήθηκα τον ποιητήν Αριστοφάνην, άνθρωπον σοφόν και
φιλαλήθη, προς τον οποίον αδίκως δυσπιστούμεν δι' όσα έγραψε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μετά τρεις ημέρας, εβλέπαμεν ευκρινώς τον
ωκεανόν, αλλά γην πουθενά,εκτός των εναερίων χωρών αλλά και αυταί τώρα είχον
χρώμα πυρός και εφαίνοντο λάμπουσαι• την δε τετάρτην ημέραν κατά την μεσημβρίαν
υποχωρούντος ολίγον κατ' ολίγον του ανέμου, επέσαμεν ελαφρά και χωρίς ορμήν εις
την θάλασσαν. Άμα δε ήλθαμεν εις επαφήν με το νερόν, η χαρά και η ευφροσύνη μας
ήτο μεγάλη• διεσκεδάσαμεν όπως ηδυνάμεθα και πεσόντες εις την θάλασσαν
εκολυμβήσαμεν• διότι έτυχε να είνε γαλήνη και η θάλασσα ήτο
ακύμαντος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά συμβαίνει πολλάκις το τέλος μιας δυστυχίας
να γίνεται αρχή μεγαλειτέρων συμφορών. Αφού επί δύο μόνον ημέρας εταξειδεύσαμεν
με καλόν καιρόν, όταν εξημέρωσεν η τρίτη και ανέτελλεν ο ήλιος, βλέπομεν έξαφνα
θηρία και κήτη μεγάλα, μεταξύ δε αυτών έν μεγαλείτερον από όλα,το οποίον θα
είχεν έως χιλίων πεντακοσίων σταδίων μέγεθος• ήρχετο δε κατ' επάνω μας με το
στόμα ανοικτόν και εκ μακράς αποστάσεως συνετάρασσε την θάλασσαν και αφρός το
περιέλουε• και οι οδόντες του εφαίνοντο πολύ μεγαλείτεροι από τους φαλλούς,
σουβλεροί δε όλοι ως πάσσαλοι και λευκοί ως του ελέφαντος. Τότε ημείς, αφού
εδώκαμεν προς αλλήλους τον τελευταίον αποχαιρετισμόν εσταθήκαμεν και
αγκαλιασμένοι επεριμέναμεν τον θάνατον. Το κήτος δεν εβράδυνε να φθάση και
αμέσως μας ερρόφησε και μας κατέπιε ομού με το πλοίον. Αλλά δεν επρόφθασε να μας
συντρίψη με τα δόντια του, διότι διά των αραιωμάτων της οδοντοστοιχίας του το
πλοίον ωλίσθησε μέσα. Όταν δε ευρέθημεν εντός του κήτους, κατ' αρχάς ήτο σκότος
και δεν εβλέπαμεν τίποτε• έπειτα δε το κήτος ήνοιξε το ρύγχος του και εις το φως
το οποίον εισέδυσεν είδαμεν ότι το εσωτερικόν του θαλασσίου θηρίου ήτο τόσον
πλατύ και υψηλόν, ώστε να δύναται να περιλάβη πόλιν ολόκληρον. Εφαίνοντο δε κάτω
μικρά ψάρια και διάφορα θαλάσσια θηρία μασημένα και καραβόπανα και άγκυραι,
ανθρώπινα κόκκαλα και εμπορευμάτων δέματα, βαθύτερα δε ήτο και γη με υψώματα, η
οποία, ως υποθέτω, είχε σχηματισθή από την λάσπην την οποίαν κατέπινε το κήτος.
Επί της γης εκείνης υπήρχε δάσος και διάφορα δένδρα και λάχανα και εφαίνοντο όλα
ως να εκαλλιεργούντο. Η περιφέρεια δε της γης εκείνης θα ήτο έως διακόσια
τεσσαράκοντα στάδια.Εφαίνοντο και θαλάσσια πτηνά, γλάροι και αλκυόνες, τα οποία
κατεσκεύαζον τας φωλεάς των επί των δένδρων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ευρεθέντες εις την θέσιν εκείνην εκλαύσαμεν επί
πολύ• έπειτα διέταξα τους συντρόφους να στηρίξουν και στερεώσουν το πλοίον μας,
εγώ δε έτριψα τα πυρεία{10} και ήναψα φωτιάν και παρεσκευάσαμεν δείπνον με ό,τι
ευρέθη. Ήσαν δε γύρω μας πολλά και διαφόρων ειδών ψάρια και είχαμεν ακόμη από το
νερόν το οποίον επήραμεν από τον Εωσφόρον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Την επομένην το πρωί, οσάκις ήνοιγε το στόμα
του το κήτος εβλέπαμεν άλλοτε στερεάν, άλλοτε όρη, άλλοτε δε μόνον τον
ουρανόν,πολλάκις δε και νήσους• διότι, ως ησθανόμεθα, το κήτος έτρεχε με ορμήν
προς διάφορα μέρη της θαλάσσης. Αφού δε συνηθίσαμεν εις την διαμονήν εκείνην,
παρέλαβα πέντε από τους συντρόφους και επροχώρησα εις το δάσος, θέλων να
εξερευνήσω τα πάντα. Δεν είχα δε προχωρήσει πέντε σταδίους και συνήντησα ναόν
του Ποσειδώνος, ως εφαίνετο εκ της επιγραφής, και μετ' ολίγον τάφους πολλούς με
στήλας και πλησίον πηγήν με νερόν διαυγές. Συγχρόνως ηκούετο γαύγισμα σκύλου και
καπνός εφαίνετο εις απόστασιν, εξ ου εμαντεύαμεν κάποιαν αγροτικήν
κατοικίαν.Εταχύναμιν λοιπόν το βήμα και μετ' ολίγον βλέπομεν ένα γέροντα και ένα
νέον, οι οποίοι με πολλήν επιμέλειαν ειργάζοντο εις μίαν πρασιάν και διωχέτευαν
εις αυτήν νερόν από την πηγήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η συνάντησις εκείνη μας επροξένησε φόβον
συγχρόνως και χαράν, και εσταθήκαμεν• και εκείνοι δε έπαθαν το ίδιον και μας
παρετήρουν άφωνοι•έπειτα όμως ο γέρων είπεν• Ποίοι είσθε, ξένοι; Μήπως θαλάσσιοι
θεοί ή άνθρωποι δυστυχείς όπως ημείς; Διότι ημείς από άνθρωποι κατοικούντες εις
την στερεάν εγίναμεν τώρα θαλάσσιοι και πλέομεν ομού με αυτό το θηρίον, το
οποίον μας έχει καταπιεί, χωρίς να γνωρίζωμεν ακριβώς την τύχην μας. Είμεθα
νεκροί και νομίζομεν ότι ζώμεν. Εις αυτόν εγώ απήντησα• Και ημείς είμεθα
άνθρωποι νεοφερμένοι, πατέρα• κατεπόθημεν προ ολίγων ημερών με ολόκληρον το
σκάφος μας. Τώρα ήλθαμεν να ίδωμεν τι είνε μέσα εις αυτό το δάσος, το οποίον
εφαίνετο εκτεταμένον και πυκνόν. Φαίνεται δε ότι κάποιος θεός μας ωδήγησε να σε
συναντήσωμεν και να μάθωμεν ότι δεν είμεθα μόνοι φυλακισμένοι μέσα εις αυτό το
θηρίον. Αλλά διηγήσου μας ποίος είσαι και πώς η τύχη σ' έφερεν εδώ.Αυτός όμως
μας είπεν ότι πριν ή μας διηγηθή και μάθη τας δικάς μας περιπετείας, ενόει να
μας προσφέρη τας τιμάς της φιλοξενίας, και μας ωδήγησεν εις την οικίαν του, η
οποία ήτο αρκετά ευρύχωρος δι' αυτόν και τον υιόν του και είχε στρωμνάς εκ
χόρτου και πάντα τα άλλα χρειώδη• μας προσέφερε δε λάχανα, ψάρια και οπωρικά και
προσέτι μας εκέρασεν οίνον• αφού δ' εχορτάσαμεν, μας ηρώτησε περί των παθημάτων
μας. Εγώ του διηγήθην τα πάντα κατά σειράν, την τρικυμίαν και όσα είδαμεν εις
την νήσον και το εναέριον ταξείδι, τον πόλεμον και όλα τα άλλα μέχρις ότου μας
ερρόφησε το κήτος. Με ήκουσε με πολύν θαυμασμόν,έπειτα δε μας διηγήθη τα δικά
του. Είμαι Κύπριος την πατρίδα, ω ξένοι•αναχωρήσας δε χάριν εμπορίου από την
πατρίδα μου ομού με το παιδί μου αυτό που βλέπετε και με πολλούς δούλους,
εταξείδευα προς την Ιταλίαν με πλοίον μεγάλο, το οποίον είχα φορτώσει με πολλά
και διάφορα εμπορεύματα. Θα είδατε ίσως τα συντρίμματά του εις το στόμα του
κήτους. Έως εις την Σικελίαν επήγαμεν καλά• αλλ' εκεί μας πήρε ένας φοβερός
άνεμος, ο οποίος εις τρεις ημέρας μας πήγε εις τον ωκεανόν,όπου μας συνήντησε το
κήτος και μας εκατάπιε όλους με το πλοίον και μόνοι ημείς οι δύο εσώθημεν, οι δε
λοιποί όλοι απέθαναν. Αφού δ'εθάψαμεν τους συντρόφους μας και εκτίσαμεν αυτόν
τον ναόν του Ποσειδώνος, ζώμεν τον βίον που βλέπετε. Καλλιεργούμεν λάχανα και
τρεφόμεθα με ψάρια και οπωρικά. Είνε δε μεγάλο, όπως βλέπετε, το δάσος, έχει και
αμπέλια πολλά, από τα οποία γίνεται εξαίρετο κρασί. Θα είδατε δε ίσως και την
πηγήν η οποία μας δίδει κάλλιστον και ψυχρότατον νερόν. Στρωμνήν κατασκευάζομεν
από φύλλα και ανάπτομεν μεγάλας πυράς. Κυνηγούμεν δε πτηνά από τα εισερχόμενα
εις το κήτος και συλλαμβάνομεν ζωντανά ψάρια, εξερχόμενοι εις τα σπάραχνα του
θηρίου,όπου και λουόμεθα όταν θέλωμεν. Αλλά και λίμνη υπάρχει αλμυρά εις όχι
μακράν απόστασιν, η οποία έχει περίμετρον είκοσι σταδίων και περιέχει παντοειδή
ψάρια• εις αυτήν κολυμβούμεν και πλέομεν με μικρόν σκάφος το οποίον εγώ
κατεσκεύασα. Έχουν δε περάσει από τον καιρόν που μας εκατέπιε το κήτος είκοσι
επτά έτη. Και τα μεν άλλα ίσως είνε υποφερτά•αλλ' έχομεν γείτονας πολύ κακούς
και ανυποφόρους, διότι είνε ακοινώνητοι και άγριοι. Πώς, είπα εγώ, είνε και
άλλοι εις το κήτος;,Πολλοί, είπεν ο γέρων, και αφιλόξενοι και αλλόκοτοι κατά τας
μορφάς.Τα δυτικά και τα προς την ουράν μέρη του δάσους κατοικούν οι Ταριχάνες,
οι οποίοι έχουν μάτια χελιών και πρόσωπα καραβίδων• είνε λαός πολεμικός, θρασύς
και τρώγει ωμά κρέατα• προς δε την αντίθετον πλευράν, την δεξιάν, κατοικούν οι
Τριτωνομένδητες, των οποίων το μεν άνω μέρος ομοιάζει με άνθρωπον, το δε κάτω
προς τους ξιφίας• ούτοι όμως είνε ολιγώτερον των άλλων κακοί. Τα προς ταριστερά
κατέχουν οι Καρκινόχειρες και Θυνοκέφαλοι, οι οποίοι είνε μεταξύ των φίλοι και
σύμμαχοι• τα μεσόγεια δε κατέχουν οι Παγουρίδαι και οι Ψητόποδες,μάχιμοι και
πολύ ωκύποδες. Τα ανατολικά τα προς το στόμιον είνε κατά το πλείστον έρημα και
τα σκεπάζει η θάλασσα• τα κατέχω δε εγώ, αντί φόρου πεντακοσίων στρειδιών τον
οποίον κατ' έτος καταβάλλω εις τους Ψητόποδας. Τοιούτος είνε ο τόπος• πρέπει δε
να σκεφθώμεν μαζή πώς θα δυνηθώμεν ν' ανταγωνισθώμεν προς τόσους λαούς διά να
δυνηθώμεν να ζήσωμεν με ησυχίαν. Πόσοι είνε όλοι αυτοί; ηρώτησα. Περισσότεροι
από χίλιοι, απήντησεν ο γέρων. Και τίνος είδους όπλα έχουν; Μόνον ψαροκόκκαλα.
Τότε θα μας είνε εύκολον να τους πολεμήσωμεν, αφού ημείς έχομεν όπλα και αυτοί
είνε άοπλοι. Και αν τους νικήσωμεν θα περάσωμεν του λοιπού άφοβα και ατάραχα.
Απεφασίσαμεν τον πόλεμον και επιστρέψαντες εις το πλοίον εκάναμεν τας ετοιμασίας
μας. Αιτία δε του πολέμου θα εγίνετο η άρνησις του φόρου, καθότι ήτο ο καιρός
της πληρωμής. Και αυτοί μεν έστειλαν και εζήτουν τον φόρον, αυτός δε απεδίωξε
τους απεσταλμένους με περιφρονητικήν απάντησιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πρώτοι λοιπόν οι Παγουρίδαι, ωργισμένοι
εναντίον του Σκινθάρου (διότι αυτό ήτο το όνομα του γέροντος) εξεστράτευσαν με
πολύν θόρυβον. Ημείς δε περιμένοντες την επίθεσιν, ωπλίσθημεν κ' επεριμέναμεν,
αφού εβάλαμεν είκοσι πέντε άνδρας να ενεδρεύσουν. Είχαμεν δε παραγγείλει εις
τους ενεδρεύοντας ν' αφήσουν τους εχθρούς να περάσουν και τότε να σηκωθούν• ούτω
δε έπραξαν. Επιπεσόντες εκ των όπισθεν τους κατέσφαζαν•και ημείς δε, οι οποίοι
ήμεθα επίσης είκοσι πέντε— διότι και ο Σκίνθαρος και ο υιός του είχον λάβει
μέρος— επετέθημεν εκ του αντιθέτου μέρους και συμπλακέντες προς αυτούς
επολεμήσαμεν λυσσωδώς.Επί τέλους τους ετρέψαμεν εις φυγήν και τους κατεδιώξαμεν
μέχρι των τρωγλών των. Εφονεύθησαν δε από μεν τους εχθρούς εκατόν
εβδομήκοντα,από ημάς δε ο πλοίαρχος, ο οποίος ελογχίσθη εις την ράχην με
κόκκαλον μπαρμπουνιού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εκείνην την ημέραν και την νύκτα εμείναμεν εις
το στρατόπεδον και ως τρόπαιον εστήσαμεν μίαν ραχοκοκκαλιάν δελφίνος, την οποίαν
εκαρφώσαμεν εις την γην. Την επομένην και οι άλλοι μαθόντες τα γενόμενα ήλθαν να
μας πολεμήσουν. Και το μεν δεξιόν κέρας κατείχον οι Ταριχάνες, αρχηγόν έχοντες
τον Πήλαμον, το δε αριστερόν οι Θυνοκέφαλοι και το μέσον οι Καρκινόχειρες. Οι
Τριτωνομένδητες έμενον ήσυχοι και ουδέτεροι. Τους επεριμέναμεν πλησίον του ναού
του Ποσειδώνος και επετέθημεν με πολύν αλαλαγμόν• αντήχει δε το εσωτερικόν του
κήτους, καθώς τα σπήλαια.Κατατροπώσαντες αυτούς, καθότι ήσαν άοπλοι, τους
κατεδιώξαμεν εις το δάσος και εγίναμεν του λοιπού κύριοι του τόπου. Μετ' ολίγον
έστειλαν κήρυκας διά να πάρουν τους νεκρούς των και να ζητήσουν ειρήνην. Ημείς
όμως δεν εκρίναμεν καλόν να συνθηκολογήσωμεν, αλλά την επιούσαν επιτεθέντες εκ
νέου τους κατεσφάξαμεν όλους, εκτός των Τριτωνομενδήτων. Αλλά και αυτοί, όταν
είδαν τα γενόμενα, διέφυγαν από τα σπάραχνα του κήτους και έπεσαν εις την
θάλασσαν. Ημείς δε καταλαβόντες τον τόπον, ο οποίος έμεινεν έρημος από τους
εχθρούς,εζώμεν του λοιπού ησύχως κ' επερνούσαμεν τον καιρόν μας εις ασκήσεις και
κυνήγια, καλλιεργούντες ταμπέλια και συγκομίζοντες τους καρπούς των δένδρων• εν
γένει δε ωμοιάζαμεν με ανθρώπους οίτινες καλοπερνούν χωρίς δεσμά εις φυλακήν
μεγάλην, από την οποίαν η φυγή είνε αδύνατος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επί έν έτος και οκτώ μήνας εζήσαμεν κατ' αυτόν
τον τρόπον. Την δε πέμπτην ημέραν του ενάτου μηνός κατά το δεύτερον του στόματος
άνοιγμα— διότι το κήτος ήνοιγε μίαν φοράν κάθε ώραν το στόμα του, ώστε από τα
ανοίγματα εσυμπεραίναμεν τας ώρας — κατά το δεύτερον λοιπόν, ως είπα,άνοιγμα,
έξαφνα ηκούσθη βοή μεγάλη και θόρυβος και ως ναυτικά παραγγέλματα και
κωπηλασίαι. Εκπλαγέντες ανέβημεν συρόμενοι έως εις το στόμα του θηρίου και
σταματήσαντες οπίσω των οδόντων είδαμεν το παραδοξότερον εξ όλων των θεαμάτων,
τα οποία είδα εις την ζωήν μου•κάτι ανθρώπους υψηλούς έως μισόν στάδιον επάνω
εις νήσους μεγάλας, αι οποίαι έπλεον ως τριήρεις. Και γνωρίζω μεν ότι θα διηγηθώ
πράγματα τα οποία θα φανούν απίθανα, αλλ' όμως θα τα διηγηθώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τα νησιά εκείνα ήσαν επιμήκη, όχι πολύ υψηλά
και είχαν έκαστον περίμετρον εκατόν περίπου σταδίων• επ' αυτών δ' ευρίσκοντο από
τους ανθρώπους εκείνους περί τους εκατόν είκοσι. Εκ τούτων άλλοι καθήμενοι εις
τα πλάγια των νήσων κατά γραμμήν εκωπηλάτουν, μεταχειριζόμενοι ως κουπιά
κυπαρίσσια μεγάλα, με τους κλάδους και τα φύλλα των, όπως ήσαν.Εις δε το οπίσω
μέρος, εις την πρύμνην τρόπον τινά, εστέκετο επί λόφου υψηλού ο κυβερνήτης και
εκράτει χάλκινον πηδάλιον, το οποίον είχε μήκος πέντε σταδίων. Εις την πρώραν
έως τεσσαράκοντα εξ αυτών ωπλισμένοι επολέμουν• και ήσαν καθ' όλα όμοιοι με
ανθρώπους, εκτός της κόμης των, η οποία ήτο φωτιά και ανέδιδε φλόγας• ώστε δεν
είχαν και ανάγκην από περικεφαλαίας. Ως πανιά εχρησίμευον τα δένδρα, τα οποία
ήσαν πολλά και πυκνά εις εκάστην νήσον• ο άνεμος πνέων εις το δάσος το εφούσκωνε
και ώθει την νήσον όπου ήθελεν ο κυβερνήτης. Τους κωπηλάτας διηύθυνε κελευστής
και αι νήσοι εκινούντρ κατά την κωπηλασίαν με ταχύτητα, όπως τα στενόμακρα
πλοία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κατ' αρχάς εβλέπαμεν δύο ή τρεις τοιαύτας
νήσους, αλλ' έπειτα εφάνησαν έως εξακόσιαι και παραταχθείσαι εις δύο γραμμάς
επολέμουν και εναυμάχουν. Πολλαί συνεκρούοντο πρώραν με πρώραν, πολλαί δε και
διαπερασθείσαι κατεβυθίζοντο. Άλλαι συμπλεκόμεναι δυνατά εμάχοντο και δυσκόλως
εχωρίζοντο. Οι παρατεταγμένοι εις την πρώραν εμάχοντο με πολύ θάρρος και
εισπηδώντες εις τα αντίπαλα νησιά εφόνευον• αιχμαλώτους δεν συνελάμβανον. Αντί
σιδηρών χειρών{11} έρριπτον οι μεν προς τους δε πολύποδας μεγάλους δεμένους, οι
οποίοι περιπλεκόμενοι εις τα δένδρα εκράτουν και έσυρον ολόκληρον την νήσον. Ως
βλήματα δε μετεχειρίζοντο και έρριπτον κατ' αλλήλων όστρεα έχοντα μέγεθος αμάξης
και σπόγγους μεγέθους στρέμματος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αρχηγόν είχον οι μεν τον Αιολοκένταυρον, οι δε
τον Θαλασσοπότην.Φαίνεται δε ότι η μάχη έγινεν εξ αιτίας μιας αρπαγής• ελέγετο
ότι ο θαλασσοπότης ήρπασε πολλά κοπάδια δελφίνων του Αιολοκενταύρου. Από τας
κραυγάς των μαχομένων εμάθαμεν την αιτίαν του πολέμου, ως και τα ονόματα των
βασιλέων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επί τέλους ενίκησαν οι με τον Αιολοκένταυρον
και εβύθισαν περί τας εκατόν πεντήκοντα νήσους των αντιπάλων, τρεις δε άλλας
συνέλαβον με τα πληρώματά των. Οι νικηταί τους κατεδίωξαν μέχρι τινός, επειδή δε
επλησίαζε να νυκτώση επέστρεψαν διά τα ναυάγια και τα περισσότερα συνέλεξαν•
ανέσυραν δε και τα δικά των, διότι και δικαί των νήσοι εβυθίσθησαν όχι
ολιγώτεραι των ογδοήκοντα. Ανήγειραν και τρόπαιον της νησομαχίας μίαν των
εχθρικών νήσων, την οποίαν εκάρφωσαν επί της κεφαλής του κήτους. Και εκείνην την
νύκτα έμειναν γύρω εις το κήτος,δέσαντες εις αυτό τα πλοία των και πλησίον αυτού
αγκυροβολήσαντες.Είχον δε αγκύρας μεγάλας υαλίνας, στερεάς. Την επομένην
τελέσαντες θυσίας επί του κήτους και θάψαντες τους νεκρούς των επ'
αυτού,απέπλευσαν χαίροντες και ψάλλοντες άσματα ομοιάζοντα με νικητήρια.Αυτά
έγιναν κατά την νησομαχίαν.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΑΛΗΘΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Βιβλίον
Δεύτερον</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Έκτοτε η εντός του
κήτους ζωή μου έγινεν ανυπόφορος και εζήτουν να εύρω τρόπον διά να δυνηθώμεν να
εξέλθωμεν. Κατ' αρχάς εσκέφθημεν να τρυπήσωμεν το δεξιόν τοίχωμα και ν'
αποδράσωμεν• και ηρχίσαμεν να σκάπτωμεν• αλλ' αφού εις μάτην εφθάσαμεν εις βάθος
πέντε σταδίων,επαύσαμεν να σκάπτωμεν, απεφασίσαμεν δε να καύσωμεν το δάσος,
διότι ούτω ήτο πιθανόν ν' αποθάνη το κήτος και τότε θα μας ήτο εύκολον να
εξέλθωμεν. Αρχίσαντες λοιπόν από τα προς την ουράν μέρη επυρπολούμεν.Αλλ' επί
επτά ημέρας και νύκτας το κήτος εφαίνετο ότι δεν ησθάνετό το κάψιμον• την ογδόην
όμως και την εννάτην εννοήσαμεν ότι είχεν αρχίσει ν' αρρωσταίνη• εβράδυνε ν'
ανοίγη το στόμα και οσάκις το ήνοιγε ταχέως το έκλειε. Την δεκάτην δε και
ενδεκάτην είχεν απονεκρωθή και ήρχιζε ναναδίδη δυσωδίαν. Την δωδεκάτην μόλις
επρόφθάσαμεν να σκεφθώμεν ότι εάν δεν του εθέταμεν σφηνώματα μεταξύ των δύο
σιαγόνων εφ' όσον ακόμη έχασκε, ώστε να μη κλείση εντελώς το στόμα,
εκινδυνεύαμεν να κλεισθώμεν εντός αυτού, όπως ήτο νεκρόν και ναποθάνωμεν. Αφού
λοιπόν υπεστηρίξαμεν την άνω σιαγόνα του με ξύλα μεγάλα, επεσκευάσαμεν το πλοίον
μας και το εφωδιάσαμεν με πολύ νερόν και τα λοιπά χρειώδη. Θα το εκυβέρνα δε ο
Σκίνθαρος.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Την επομένην το μεν κήτος είχεν ήδη τελείως
αποθάνει• ημείς δε σύραντες το πλοίον το επεράσαμεν από τα διαστήματα των
σιαγόνων•έπειτα το εδέσαμεν εις τα δόντια του κήτους και σιγά σιγά το
κατεβάσαμεν εις την θάλασσαν. Ανέβημεν μετά τούτο εις την ράχην του κήτους και
αφού προσεφέραμεν θυσίαν εις τον Ποσειδώνα πλησίον του τροπαίου, εμείναμεν εκεί
επί τρεις ημέρας, διότι ήτο γαλήνη, και την τετάρτην απεπλεύσαμεν. Και
συνηντήσαμεν πολλούς νεκρούς εκ της ναυμαχίας επιπλέοντας• το πλοίον μας
προσέκρουεν εις αυτούς και καταμετρούντες τα σώματα των εθαυμάζαμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επί τινας ημέρας εταξειδεύαμεν με άνεμον
μέτριον, έπειτα όμως έπνευσε σφοδρός βορράς και έγινε δριμύτατον ψύχος, το
οποίον επάγωσεν όλον το πέλαγος, όχι μόνον εις την επιφάνειαν, αλλά και εις
βάθος έως τετρακοσίων οργυιών• ώστε εξελθόντες επεριπατούμεν εις τον
πάγον.Επειδή δε ο άνεμος δεν έπαυε και ήτο ανυπόφορος εκάμαμεν το εξής κατά
πρότασίν του Σκινθάρου. Εσκάψαμεν τον πάγον και κατεσκευάσαμεν σπήλαιον
ευρυχωρότατον κ' εντός αυτού εμείναμεν επί τριάκοντα ημέρας,ανάπτοντες φωτιάν
και τρεφόμενοι από ψάρια τα οποία ευρίσκαμεν εντός του πάγου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' επειδή ήρχισαν να μας λείπουν τα τρόφιμα,
εξήλθαμεν και αποσπάσαντες εκ του πάγου το πλοίον εκάμαμεν πανιά και εσυρόμεθα
επί του πάγου, ως να επλέαμεν ομαλά και ατάραχα. Την πέμπτην ημέραν είχεν ήδη
γίνει καλοκαιρία, ο πάγος διελύετο και η θάλασσα επανήρχετο εις την φυσικήν της
κατάστασιν. Αφού δ' επλεύσαμεν έως τριακοσίους σταδίους, επλησιάσαμεν εις νήσον
μικράν και ακατοίκητον, από την οποίαν επήραμεν νερόν, διότι το είχαμεν ήδη
εξαντλήσει και φονεύσαντες δύο αγρίους ταύρους απεπλεύσαμεν. Οι ταύροι δε
εκείνοι δεν είχον τα κέρατα επί της κεφαλής, αλλά κάτω των οφθαλμών, όπως ήθελεν
ο Μώμος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μετ' ολίγον εισήλθαμεν εις πέλαγος όχι νερού,
αλλά γάλακτος• εφαίνετο δε εντός αυτού νήσος λευκή κατάφυτος από αμπέλους. Ήτο
δε η νήσος εκείνη τυρί τεράστιον, πολύ στερεοποιημένον, ως κατόπιν όταν εφάγαμεν
είδαμεν, και είχε περίμετρον είκοσι πέντε σταδίων. Τα κλήματα ήσαν κατάφορτα από
σταφύλια, τα οποία όμως ως χυμόν είχον όχι οίνον, αλλά γάλα και στίβοντες αυτά
επίναμεν. Εις το μέσον της νήσου υπήρχε ναός της νηρηίδος Γαλατείας, ως εφαίνετο
εκ της επιγραφής. Όσον λοιπόν καιρόν εμείναμεν εκεί μας εχρησίμευεν ως τροφή η
γη, ποτόν δε το γάλα των σταφυλών. Ελέγετο ότι εβασίλευεν εις τα μέρη εκείνα η
Τυρώ η κόρη του Σαλμονέως. Αυτήν την αποζημίωσιν έλαβε παρά του Ποσειδώνος διά
την παρ' αυτού εγκατάλειψίν της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εις την νήσον εκείνην εμείναμεν επί πέντε
ημέρας και την έκτην ανεχωρήσαμεν, ωθούμενοι υπό ελαφρού ανέμου επί λείας
θαλάσσης• την δε ογδόην ημέραν, ότε πλέον είχαμεν εξέλθει από το γάλα και
επλέαμεν εις αλμυρά και κυανά νερά, βλέπομεν ανθρώπους πολλούς να βαδίζουν εις
την επιφάνειαν της θαλάσσης. Ησαν καθ' όλα όμοιοι με ημάς, εκτός των ποδών διότι
είχον πόδας από φελλόν, ένεκα δε τούτου, υποθέτω, και Φελλόποδες ωνομάζοντο. Ο
θαυμασμός μας ήτο πολύς ενώ τους εβλέπαμεν να μη βυθίζωνται, αλλά να στέκωνται
επάνω εις τα κύματα και αφόβως να βαδίζουν. Μας επλησίασαν δε και μας εχαιρέτων
εις Ελληνικήν γλώσσαν και μας έλεγαν ότι επήγαιναν εις την Φελλώ την πατρίδα
των. Και μέχρι τινός συνωδοιπόρουν με ημάς βαδίζοντες πλησίον του πλοίου• έπειτα
επήραν άλλον δρόμον, αφού μας ηυχήθησαν καλό ταξείδι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μετ' ολίγον εφάνησαν πολλαί νήσοι• πλησίον και
προς ταριστερά η Φελλώ,όπου εκείνοι επορεύοντο, πόλις κτισμένη επί μεγάλου και
στρογγυλού φελλού• μακρύτερα και μάλλον δεξιά πέντε πολύ μεγάλαι και υψηλαί, από
τας οποίας ανεδίδοντο μεγάλαι φλόγες• προς την πρώραν μας εφαίνετο άλλη, πλατεία
και χαμηλή, η οποία θα είχεν έκτασιν όχι μικροτέραν των πεντακοσίων σταδίων. Ήδη
ήμεθα πλησίον αυτής και θαυμαστή πνοή, ευώδης και ευχάριστος, ήλθεν εξ αυτής και
μας περιέλουσε, ομοία με την ευωδίαν την οποίαν, κατά τον Ηρόδοτον, αισθάνονται
οι ταξειδεύοντες όταν πλησιάζουν εις την ευδαίμονα Αραβίαν. Αρώματα ρόδων,
ναρκίσσων,υακίνθων, κρίνων και μενεξέδων, προσέτι δε μυρσίνης και δάφνης και
αμπελάνθης υπήρχον εις την ευωδίαν εκείνην. Ευχαριστηθέντες από την γλυκείαν
εκείνην οσμήν και ελπίζοντες ότι μετά τόσας ταλαιπωρίας θ'ανέτελλον επί τέλους
και ευτυχείς ημέραι δι' ημάς, επλησιάσαμεν εις την νήσον. Είδαμεν δε ότι εξ όλων
των μερών είχε λιμένας πολλούς και ασφαλείς και μεγάλοι ποταμοί εκύλιον ησύχως
τα καθαρά νερά των εις την θάλασσαν. Εβλέπαμεν προσέτι λειβάδια και δάση και
πτηνά, εκ των οποίων άλλα μεν εκελάδουν εις τας παραλίας, αλλά δε επί των
κλάδων. Αήρ ελαφρός και καθαρός περιέβαλλε την χώραν• και αύραι γλυκείαι
διαπνέουσαι ήσυχα το δάσος εσάλευον τους κλάδους και το φύλλωμα, ούτως ώστε να
σχηματίζεται μία συνεχής αρμονία, ως εκείναι τας οποίας διαχύνουν εις την
ερημίαν οι αυλοί των βουκόλων. Αλλά και βοή πολύφωνος ηκούετο, όχι όμως
θορυβώδης, αλλ' όπως εις τα συμπόσια, όπου εις τους ήχους των αυλών και της
κιθάρας αναμιγνύονται οι έπαινοι και τα χειροκροτήματα των συμποτών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Με τοιαύτας ευχαρίστους εντυπώσεις εφθάσαμεν•
αφού δ' ερρίψαμεν άγκυραν εξήλθαμεν, αφήσαντες εις το πλοίον τον Σκίνθαρον και
δύο εκ των συντρόφων. Ενώ δε διεβαίναμεν από λειμώνα καταστόλιστον από
άνθη,συνηντήσαμεν τους φρουρούς του τόπου, οι οποίοι μας έδεσαν με
ροδοστεφάνους—διότι αυτοί είνε τα μεγαλείτερα δεσμά εις τον τόπον εκείνον—και
μας ωδήγησαν προς τον άρχοντα της χώρας. Καθ' οδόν μας επληροφόρησαν ότι η νήσος
είνε η λεγομένη των Μακάρων, άρχων δε ο Κρης Ραδάμανθυς. Οδηγηθέντες λοιπόν
ενώπιον αυτού ελάβαμεν τετάρτην θέσιν μεταξύ των μελλόντων να δικασθούν. Ήτο δε
η πρώτη δίκη περί Αίαντος του Τελαμώνος, αν έπρεπε να μένη μετά των ηρώων ή όχι•
διότι κατηγορείτο ότι είχε παραφρονήσει και αυτοκτονήσει. Αφού δε πολλά
ελέχθησαν υπέρ και κατά, ο Ραδάμανθυς απεφάσισε να παραδοθή ο Αίας εις τον Κώον
Ιπποκράτην τον ιατρόν και αφού πίη αρκετόν ελλέβορον και επανέλθη εις τα λογικά
του, να γίνη δεκτός εις την μακαριότητα. Η δευτέρα δίκη ήτον ερωτική μεταξύ
Θησέως και Μενελάου περί της Ελένης,φιλονεικούντων ποίος να συνοική μετ' αυτής.
Ο Ραδάμανθυς απεφάνθη υπέρ του Μενελάου, αφού ούτος τόσα έπαθε και τόσους
κινδύνους διέτρεξεν εξ αιτίας του μετά της Ελένης γάμου• άλλως τε δε ο Θησεύς
είχε και άλλας γυναίκας, την Αμαζόνα και τας θυγατέρας του Μίνωος. Τρίτη
εδικάσθη η περί πρωτείων διένεξις μεταξύ Αλεξάνδρου και Αννίβα του
Καρχηδονίου•και ανεγνωρίσθη η υπεροχή του Αλεξάνδρου, του εστήθη δε θρόνος
πλησίον του βασιλέως των Περσών Κύρου του αρχαιοτέρου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα ήλθε και η σειρά μας• και ο Ραδάμανθυς
μας ηρώτησε πώς ημείς ζώντες εισήλθαμεν εις τον ιερόν εκείνον χώρον ημείς δε
διηγήθημεν όλην μας την ιστορίαν. Μας διέταξε τότε ν' αποσυρθώμεν και έπειτα επί
πολλήν ώραν συνεσκέπτετο με τους συνέδρους του• ήσαν δε ούτοι πολλοί και μεταξύ
αυτών ο Αθηναίος Αριστείδης. Επί τέλους απεφασίσθη διά μεν την περιέργειαν και
την αδιάκριτον επίσκεψίν μας εις την νήσον των Μακάρων να δώσωμεν λόγον αφού
αποθάνωμεν• τώρα δε να μείνωμεν επί ωρισμένον καιρόν εις την νήσον μετά των
ηρώων και έπειτα ναναχωρήσωμεν• μας ώρισε δε την προθεσμίαν της διαμονής όχι
ανωτέραν των επτά μηνών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τότε ελύθησαν μόνα των τα άνθινα δεσμά μας και
ελεύθεροι ωδηγήθημεν εις την πόλιν και εις το συμπόσιον των Μακάρων. Ήτο δε η
πόλις εκείνη όλη χρυσή με τείχη σμαράγδινα και είχεν επτά πύλας, όλας από
κανέλλαν μονοκόμματην. Το έδαφος της πόλεως και όλη η εντός του τείχους γη ήτο
στρωμένη μ' ελεφαντοκόκκαλον• υπήρχον δε ναοί όλων των θεών κτισμένοι με
βήρυλλον λίθον και βωμοί εντός αυτών εκ μεγίστων αμεθύστων μονολίθων, επί των
οποίων τελούν τας μεγάλας θυσίας. Γύρω εις την πόλιν τρέχει ποταμός αρώματος εκ
του εκλεκτοτέρου, ο οποίος έχει πλάτος εκατόν βασιλικών πήχεων, βάθος δε
πεντήκοντα, ώστε και πλωτός είνε. Τα δε λουτρά των εκεί είνε μεγάλα υάλινα
οικοδομήματα, υπό τα οποία καίεται κανέλλα διά να θερμαίνωνται• αντί δε νερού
εις τους λουτήρας υπάρχει δρόσος θερμή. Ως ένδυμα φορούν οι κάτοικοι ιστούς
αράχνης λεπτούς και πορφυρούς. Αλλά δεν έχουν σώματα• είνε άσαρκοι και άυλοι,
μόνον δε μορφήν και ιδέαν παρουσιάζουν• μολονότι όμως είνε ασώματοι, έχουν
υπόστασιν, κινούνται και σκέπτονται και ομιλούν, εν γένει δε φαίνεται ότι η ψυχή
των περιφέρεται γυμνή, περιβεβλημένη ομοίωμα του σώματός των και αν δεν τους
εγγίσετε, δεν εννοείτε ότι δεν είνε σώμα αυτό που βλέπετε. Είνε ως σκιαί όρθιαι,
αλλ' όχι μαύραι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κανείς δεν γηράσκει εις την νήσον των Μακάρων,
αλλά μένει έκαστος εις την ηλικίαν την οποίαν έχει όταν έρχεται. Αλλ' ούτε
νυκτώνει{12} εκεί,ούτε η ημέρα είνε πολύ φωτεινή. Το επικρατούν φως είνε όπως το
λυκαυγές, το μεταξύ της αυγής και της ανατολής του ηλίου. Μίαν δε μόνην ώραν του
έτους γνωρίζουν• έχουν παντοτεινήν άνοιξιν και ο μόνος άνεμος όστις πνέει είνε ο
ζέφυρος. Την χώραν στολίζουν όλων των ειδών τα άνθη, όλα τα φυτά και τα δένδρα
τα ήμερα και τα διά σκιάν χρησιμεύοντα. Τα κλήματα είνε δωδεκάφορα και
καρποφορούν κάθε μήνα•διά δε τας ροιάς, τας μηλέας και τα άλλα οπωροφόρα δένδρα
μας έλεγαν ότι καρποφορούν δέκα τρεις φοράς• διότι ένα μήνα, όστις προς τιμήν
του Μίνωος ονομάζεται Μινώος, καρποφορούν δύο φοράς. Αντί σίτου τα στάχυα
παράγουν άρτον, όστις παρουσιάζεται εις την κορυφήν αυτών ως μανιτάρια. Πλησίον
της πόλεως υπάρχουν πηγαί νερού τριακόσιαι εξήκοντα πέντε, μέλιτος δε άλλαι
τόσαι και αρωμάτων πεντακόσιαι, αλλά μικρότεραι αυταί. Υπάρχουν επίσης επτά
ποταμοί γάλακτος και οίνου οκτώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Το δε συμπόσιον γίνεται έξω της πόλεως εις το
λεγόμενον Ηλύσιον πεδίον, το οποίον είνε ωραιότατον λειβάδι και γύρω εις αυτό
δάσος πυκνόν από παντοειδή δένδρα, τα οποία σκιάζουν τους συμποσιάζοντας. Ως
στρωμνήν έχουν τα άνθη της γης. Τους υπηρετούν δε οι άνεμοι και κομίζουν παν
ό,τι ζητήσουν οι συμπόται και μόνον δεν κερνούν, διότι τούτο είνε περιττόν. Γύρω
εις το μέρος όπου γίνονται τα γεύματα υπάρχουν μεγάλα υάλινα δένδρα από
διαυγεστάτην ουσίαν, καρποί δε των δένδρων τούτων είνε ποτήρια παντοειδή και
κατά τα σχήματα και κατά τα μεγέθη. Ο ερχόμενος λοιπόν εις το συμπόσιον τρυγά έν
ή δύο εκ των ποτηρίων τούτων και τα θέτει πλησίον του, αυτά δε παρευθύς γεμίζουν
οίνον. Κατ' αυτόν τον τρόπον πίνουν. Αντί δε να φορούν στεφάνους,ταηδόνια και τα
άλλα μουσικά πτηνά ανθολογούν με τα ράμφη των, από τα πλησίον λειβάδια και
έπειτα πετούν υπεράνω αυτών και τους ραντίζουν,συγχρόνως δε κελαδούν. Αλλά και
αρωματίζονται κατά τον εξής τρόπον νέφη πυκνά απορροφούν αρώματα εκ των πηγών
και του ποταμού και έπειτα έρχονται και σταματούν υπεράνω του συμποσίου και
ελαφρώς συνθλιβόμενα υπό των ανέμων ρίπτουν λεπτήν, ως δρόσον, ευώδη
βροχήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κατά την διάρκειαν του δείπνου τέρπουν την
ακοήν των μουσική και άσματα. Συνήθως άδονται τα Ομηρικά έπη• εκεί δ' ευρίσκεται
και ο Όμηρος και συντρώγει πλησίον του Οδυσσέως. Οι ωδικοί χοροί αποτελούνται
από παίδας και παρθένους• διευθύνουν δε τους χορούς και άδουν συγχρόνως ο Λοκρός
Εύνομος, ο Λέσβιος Αρίων, ο Ανακρέων και ο Στησίχορος• διότι και ούτος
ευρίσκεται εκεί, συνεφιλιώθη δε ήδη με την Ελένην. Όταν ούτοι παύσουν να άδουν,
δεύτερος χορός παρουσιάζεται αποτελούμενος εκ κύκνων, χελιδόνων και αηδόνων. Άμα
δε και ούτοι κελαδήσουν, όλον το δάσος αυλεί συνοδευόντων των ανέμων. Αλλά την
μεγαλειτέραν ευθυμίαν δίδουν εις αυτούς δύο πηγαί, ευρισκόμεναι πλησίον εις τον
τόπον του συμποσίου• η μία εκ των πηγών τούτων είνε του γέλωτος, η δε άλλη της
ηδονής. Εξ αυτών πίνουν όλοι κατά την αρχήν του γεύματος και ούτω καθ' όλην την
διάρκειαν αυτού γελούν και ευθυμούν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τώρα θα αναφέρω και τους επιφανείς τους οποίους
είδα μεταξύ των Μακάρων• ήσαν εκεί όλοι οι ημίθεοι και οι εκστρατεύσαντες κατά
της Τρωάδος, εκτός του Λοκρού Αίαντος• ελέγετο δε ότι μόνον αυτός εκολάζετο εις
τον χώρον των ασεβών{13}. Εκ των βαρβάρων είδα και τους δύο Κύρους, τον Σκύθην
Ανάχαρσιν και τον Θράκα Δάμολξιν και τον Νουμάν τον Ιταλόν• εκτός δε τούτων τον
Σπαρτιάτην Λυκούργον και τους Αθηναίους Φωκίωνα και Τέλλον και τους σοφούς εκτός
του Περιάνδρου{14}. Είδα δε και τον Σωκράτην του Σωφρονίσκου φλυαρούντα μετά του
Νέστορος και Παλαμήδου• και πλησίον του ήσαν ο Λακεδαιμόνιος Υάκινθος,ο Θεσπιεύς
Νάρκισσος, ο Ύλας και άλλοι πολλοί και ωραίοι. Μου εφάνη δε ότι ήτο ερωτευμένος
με τον Υάκινθον, διότι ως επί το πολύ με αυτόν συνεζήτει και τον ήλεγχε. Ελέγετο
ότι ήτο θυμωμένος εναντίον του ο Ραδάμανθυς και πολλάκις τον εφοβέρισε ότι θα
τον αποπέμψη εκ της νήσου αν εξακολουθή να φλυαρή και δεν θελήση ν' αφήση την
ειρωνείαν και να ευωχήται μετά των άλλων. Μόνον ο Πλάτων δεν ήτο εκεί, ελέγετο
δε ότι διέμενεν εις την πόλιν την οποίαν είχε πλάσσει με την φαντασίαν του και
εις την οποίαν εφήρμοσε το πολιτικόν σύστημα και τους νόμους τους οποίους
συνέγραψε. Οι περισσότερον τιμώμενοι ήσαν ο Αρίστιππος και ο Επίκουρος και οι
μαθηταί των, διότι ήσαν μειλίχιοι, χαριτωμένοι και καλοί συμπόται. Εκεί ήτο και
ο εκ Φρυγίας Αίσωπος, τον οποίον μεταχειρίζονται ως γελωτοποιόν. Ο δε Διογένης ο
Σινωπεύς τόσον μετέβαλε χαρακτήρα, ώστε ενυμφεύθη την εταίραν Λαΐδα, πολλάκις δε
μεθύων χορεύει και πράττει διαφόρους ανοησίας της μέθης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εκ των Στωικών δεν ήτο κανείς εκεί• διότι, ως
ελέγετο, εξακολουθούν ν'αναβαίνουν τον ανηφορικόν δρόμον της αρετής• ηκούσαμεν
δε λεγόμενον και περί του Χρυσίππου ότι δεν θα του επιτραπή να εισέλθη εις την
νήσον πριν ή πίη τετράκις ελλέβορον. Περί των Ακαδημαϊκών ελέγετο ότι ήθελον μεν
να έλθουν, αλλ' εδίσταζον ακόμη και εσκέπτοντο• διότι δεν ηδύναντο να εννοήσουν
ότι υπάρχει τοιαύτη νήσος. Άλλως τε νομίζω ότι εφοβούντο και την κρίσιν του
Ραδαμάνθυος, καθ' ότι είχον αναιρέσει και το κριτήριον. Τινές εν τοσούτω εξ
αυτών ελέγετο ότι είχον αποφασίσει και ηκολούθησαν τους ερχομένους, αλλ' εκ
νωθρότητος καθυστέρησαν και επειδή δεν εννόουν εγύρισαν εκ του μέσου της οδού
{15}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτοί ήσαν οι αξιολογώτεροι εκ των ευρισκομένων
εκεί. Τιμάται δε προ πάντων ο Αχιλλεύς και κατά δεύτερον λόγον ο Θησεύς. Όσον δε
αφορά τα αφροδίσια, αυτά γίνονται φανερά με γυναίκας και αρσενικούς υπό τας
όψεις όλων και ουδόλως θεωρείται τούτο αισχρόν• μόνον δε ο Σωκράτης ωρκίζετο ότι
αι σχέσεις του με τους νέους ήσαν αγναί, αλλ' όλοι τον κατηγόρουν ως επίορκον•
πολλάκις δε ο Υάκινθος ή ο Νάρκισσος ωμολόγουν και αυτός ηρνείτο. Αι γυναίκες
είνε όλαι κοιναί και ουδείς φθονεί τον άλλον, και κατά τούτο όλοι ακολουθούν την
γνώμην του Πλάτωνος. Αλλά και οι νέοι παρέχουν παν ό,τι ζητείται παρ' αυτών και
ουδέποτε αντιλέγουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν είχον περάσει δύο ή τρεις ημέραι από της
αφίξεώς μας ότε επήγα προς τον Όμηρον τον ποιητήν και επειδή και οι δύο δεν
είχαμεν καμμίαν ασχολίαν τον ηρώτησα περί πολλών και περί της πατρίδος του• του
είπα δε ότι τούτο ήτο μέγα ζήτημα εις την Ελλάδα. Μου απήντησεν ότι και αυτός
εγνώριζεν ότι άλλοι μεν τον νομίζουν Χίον, άλλοι δε Σμυρναίον,πολλοί δε και
Κολοφώνιον• αλλά μου είπεν ότι είνε Βαβυλώνιος και εις την πατρίδα του
ονομάζεται όχι Όμηρος αλλά Τιγράνης• επειδή δε βραδύτερον εδόθη ως όμηρος εις
τους Έλληνας, ήλλαξεν ονομασίαν. Τον ηρώτησα προσέτι περί των αμφισβητουμένων
στίχων, εάν έχουν γραφή παρ'αυτού• και αυτός μου απήντησεν ότι όλοι είνε δικοί
του. Εγώ δεν ηδυνήθην τότε να μη κατηγορήσω τας σαχλολογίας των γραμματικών
Ζηνοδότου και Αριστάρχου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού μου είπεν αρκετά περί τούτων, πάλιν τον
ηρώτησα διατί ήρχισε την Ιλιάδα από την μήνιν του Αχιλλέως• αυτός δε μου
απήντησεν ότι αυτή η ιδέα του ήλθε πρώτη και δεν το έκαμεν από σκοπού. Ηθέλησα
να μάθω και τούτο, εάν έγραψε προ της Ιλιάδος την Οδύσσειαν, ως διατείνονται οι
περισσότεροι, αλλ' αυτός εβεβαίωσε το εναντίον. Ότι δε ούτε τυφλός ήτο, το
οποίον επίσης λέγεται περί αυτού, ήτο περιττόν και να το ερωτήσω, διότι
έβλεπε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και άλλοτε πολλάκις μετέβαινα και τον έβρισκα
οσάκις τον έβλεπα ευκαιρούντα• αυτός δε πάντοτε μου απεκρίνετο με προθυμίαν,
μάλιστα μετά την δίκην εις την οποίαν ενίκησε. Διότι είχε καταγγελθή υπό του
Θερσίτου επί εξυβρίσει δι' όσα τον έσκωψεν εις τα ποιήματά του•ενίκησε δε ο
Όμηρος, υπέρ του οποίου συνηγόρησε και ο Οδυσσεύς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κατά τας ημέρας εκείνας ήλθε και ο Πυθαγόρας ο
Σάμιος, αφού υπέστη επτά μετεμψυχώσεις, ζήσας εντός ισαρίθμων ζώων, και
εξετέλεσεν ούτω τας περιόδους τας οποίας εκάστη ψυχή, κατά τας θεωρίας του,
διέρχεται.Ήτο δε χρυσούν ολόκληρον το δεξιόν ήμισυ του σώματός του. Και έγεινε
μεν δεκτός μεταξύ των Μακάρων, αλλ' υπήρχεν ακόμη αμφιβολία περί του πώς έπρεπε
να ονομάζεται, Πυθαγόρας ή Εύφορβος. Ήλθε και ο Εμπεδοκλής,περίκαυστος και έχων
ολόκληρον το σώμα ψημένον• δεν έγεινεν όμως δεκτός καίτοι πολύ ικέτευε. Μετά
τινα καιρόν έγειναν οι αγώνες,οίτινες ονομάζονται Θανατούσια. Ήσαν δε αγωνοθέται
ο Αχιλλεύς και ο Θησεύς, ο μεν πρώτος διά πέμπτην φοράν, ο δε δεύτερος δι'
εβδόμην. Διά να μη μακρηγορήσω δε διηγούμενος τα καθέκαστα, περιορίζομαι εις τα
κυριώτερα των γενομένων. Εις την πάλην ενίκησεν ο Κάρος ο εκ του Ηρακλέους
καταγόμενος και κατέβαλε τον Οδυσσέα. Εις την πυγμήν ανεδείχθησαν ισόπαλοι
Άρειος ο Αιγύπτιος, ο οποίος έχει ταφή εις την Κόρινθον και ο Επειός, οίτινες
ηγωνίσθησαν προς αλλήλους. Διά το παγκράτιον δεν δίδονται βραβεία. Εις δε τον
δρόμον δεν ενθυμούμαι πλέον ποίος ενίκησε. Εκ των ποιητών υπερίσχυε πάρα πολύ
κατά την αλήθειαν ο Όμηρος, ενίκησεν όμως ο Ησίοδος. Τα δε βραβεία ήσαν δι'όλους
στέφανος από πτερά παγωνιών. Μόλις ετελείωσαν οι αγώνες ανηγγέλθη ότι οι
κρατούμενοι εις την κόλασιν ασεβείς, θραύσαντες τα δεσμά των και κατανικήσαντες
την φρουράν, ήρχοντο εις την νήσον των Μακάρων. Είχον δε ως αρχηγούς τον
Ακραγαντίνον Φάλαριν, τον Αιγύπτιον Βούσιριν και Διομήδην τον Θράκα, προσέτι δε
τους ληστάς Σκείρωνα και Πιτυοκάμπτην. Ευθύς ο Ραδάμανθυς παράταξε τους ήρωας
εις την παραλίαν,αρχηγούς δε αυτών διώρισε τον Θησέα, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα
τον Τελαμώνιον, ο οποίος είχεν ήδη θεραπευθή από την παραφροσύνην του• και
συμπλακέντες προς τους επιδρομείς επολέμησαν, ενίκησαν δε οι ήρωες και εις την
νίκην συνετέλεσε προ πάντων ο Αχιλλεύς. Ηρίστευσε δε και ο Σωκράτης, ο οποίος
είχε ταχθή εις το δεξιόν κέρας, και διεκρίθη περισσότερον παρά ότε ζων
επολέμησεν εις το Δήλιον. Διότι όταν επήρχοντο οι εχθροί δεν έφυγεν ούτε έδειξε
την παραμικράν ταραχήν• διά τούτο και κατόπιν του εδόθη εις αμοιβήν ωραίος και
ευρυχωρότατος κήπος εις τα προάστεια όπου συναθροίζων τους φίλους του συνεζήτει•
ωνόμασε δε τον κήπον τούτον Νεκρακαδημίαν. Αφού συνέλαβον τους νικημένους τους
έδεσαν και τους απέστειλαν οπίσω διά να τιμωρηθούν με αυστηρότητα μεγαλειτέραν.
Ύμνησε δε και αυτήν την μάχην ο Όμηρος και όταν ανεχώρουν μου έδωκε τα ποιήματα
να τα φέρω εις τους ζώντας ανθρώπους•αλλά και αυτά εχάθησαν μετά των άλλων μας
πραγμάτων. Ήρχιζαν δε τα ποιήματα ταύτα ως εξής :</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Νυν δε μοι έννεπε, Μούσα, μάχην νεκύων
ηρώων.{16}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έψησαν έπειτα κυάμους, όπως συνηθίζεται εις την
χώραν αυτών μετά το πέρας του πολέμου, και εγευμάτισαν εορτάζοντες τα επινίκια
και η χαρά ήτο μεγάλη• μόνον δε ο Πυθαγόρας δεν έλαβε μέρος εις την εορτήν
ταύτην, αλλ' εκάθητο μακράν νηστικός, αποστρεφόμενος την κυαμοφαγίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Είχον ήδη παρέλθει έξ μήνες και ήμεθα εις τα
μέσα του εβδόμου, ότε συνέβησαν άλλα πράγματα. Ο Κινύρας ο υιός του Σκινθάρου, ο
οποίος είχεν ήδη μεγαλώσει και ήτο ωραίος νέος, ηγάπα από πολλού χρόνου την
Ελένην• και αυτή εφαίνετο ότι ανταπέδιδε το αίσθημα επίσης θερμόν εις τον
νεανίσκον διότι, πολλάκις εις το συμπόσιον αντήλλασσον νεύματα και έπινον εκ του
αυτού ποτηρίου και μόνοι περιεφέροντο εις το δάσος.Βασανιζόμενος λοιπόν υπό του
έρωτος και μη δυνάμενος να τον ικανοποιήση ο Κινύρας εσκέφθη ν' αρπάση την
Ελένην και να φύγη. Ήτο δε και αυτή σύμφωνος να καταφύγουν εις μίαν των
παρακειμένων νήσων, εις την Φελώ ή εις την Τυρόεσσαν. Είχον δε προσλάβει
συνωμότας εις τα σχέδια των τρεις εκ των συντρόφων μου τους πλέον
αποφασιστικούς. Και εις μεν τον πατέρα του δεν είπε τίποτε περί των σκοπών του ο
Κινύρας,διότι εγνώριζεν ότι ο Σκίνθαρος θα τον ημπόδιζεν. Η δε απαγωγή έγεινε
όπως την είχον σχεδιάσει. Όταν ενύκτωσε—εγώ δε ήμουν απών, διότι είχα αποκοιμηθή
εις το συμπόσιον — παρέλαβαν την Ελένην και χωρίς να εννοηθούν από κανένα
εισήλθον εις πλοίον και ανεχώρησαν. Περί δε το μεσονύκτιον εξυπνήσας ο Μενέλαος
και ιδών ότι η σύζυγός του δεν ευρίσκετο εις την κλίνην ήρχισε να κραυγάζη•
έπειτα παραλαβών τον αδελφόν του επήγε προς τον βασιλέα Ραδάμανθυν. Κατά τα
εξημερώματα οι διαταχθέντες ν' αναζητήσουν τους φυγάδας, ανήγγειλαν ότι το
πλοίον εφαίνετο εις μακράν απόστασιν. Τότε ο Ραδάμανθυς διέταξε να εισέλθουν εις
πλοίον μονόξυλον εξ ασφοδέλου πεντήκοντα εκ των ηρώων και να καταδιώξουν τους
φυγάδας• ούτοι δε ανέπτυξαν μεγάλην δραστηριότητα και περί την μεσημβρίαν τους
έφθασαν όταν εισήρχοντο εις τον γαλακτώδη ωκεανόν και ευρίσκοντο πλησίον της
Τυροέσσης• ολίγον ακόμη και θα διέφευγαν. Οι ήρωες έδεσαν το πλοίον με αλυσσίδα
από ρόδα και το έσυραν επιστρέφοντες. Και η μεν Ελένη έκλαιε και εντρέπετο και
εκάλυπτε το πρόσωπον της• ο δε Ραδάμανθυς ανέκρινε τους μετά του Κινύρα και
ηρώτησε μήπως είχον και άλλους συνενόχους• αφού δε ουδένα εμαρτύρησαν, τους
εμαστίγωσαν με μολόχαν, έπειτα τους έδεσεν εκ των αιδοίων• και τους απέπεμψεν
εις την κόλασιν. Απεφασίσθη δε ναποπεμφθώμεν και ημείς εκ της νήσου πριν ή
παρέλθη η προθεσμία μας και μόνον την επομένην ημέραν να μείνωμεν. Τότε εγώ
κατελήφθην υπό απελπισίας και έκλαια σκεπτόμενος ποίαν ευτυχίαν έμελλα ναφήσω
και ναρχίσω πάλιν να πλανώμαι. Αλλ' αυτοί μ' επαρηγόρουν λέγοντες ότι δεν θα
παρήρχοντο πολλά έτη και θα επέστρεφα πάλιν προς αυτούς• και μου έδειξαν έδραν
και σκηνήν προωρισμένην δι' εμέ πλησίον των επιφανεστέρων. Εγώ δε επισκεφθείς
τον Ραδάμανθυν τον παρεκάλουν θερμώς να μου είπη τι έμελλε να μου συμβή και να
μου δώση μίαν συμβουλήν περί του ταξειδίου μου. Αυτός μου απήντησεν ότι θα
επέστρεφα μεν εις την πατρίδα μου, αλλ' αφού επί πολύ ακόμη θα περιεπλανώμην και
θα διέτρεχα πολλούς κινδύνους• τον καιρόν όμως της επανόδου δεν ηθέλησε να μου
ορίση. Έπειτα μου έδειξε τας πλησίον νήσους— εφαίνοντο δε πέντε και μία έκτη εις
μεγαλειτέραν απόστασιν— και μου είπεν ότι εις τας πέντε πλησιεστέρας κολάζονται
οι ασεβείς. Βλέπεις αυτάς εκ των οποίων αναδίδονται αι φλόγες και ο καπνός, μου
είπε• η έκτη δε εκείνη είνε των ονείρων η πόλις• και κατόπιν από αυτήν η νήσος
της Καλυψούς, η οποία όμως δεν φαίνεται απ' εδώ. Αφού δε περάσης αυτάς, θα
φθάσης εις την μεγάλην ήπειρον η οποία είνε η αντίθετος προς εκείνην την οποίαν
κατοικείτε. Εκεί αφού πάθης πολλά και ίδης διάφορα έθνη και συναντήσης
ακοινωνήτους ανθρώπους, θα φθάσης επί τέλους εις την άλλην ήπειρον.Αυτά μου
είπεν έπειτα έσυρεν από την γην ρίζαν μολόχας και μου παρήγγειλε να την
επικαλούμαι οσάκις διατρέχω μεγάλους κινδύνους. Με συνεβούλευσε προσέτι όταν
μίαν ημέραν επανέλθω εις την εδώ γην να αποφεύγω τα εξής• να μη σκαλίζω την
φωτιάν με μάχαιραν, μήτε να τρώγω λούπινα, μήτε να πλησιάζω παίδα ο οποίος
επέρασε τα δέκα οκτώ έτη•αυτά, αν ενθυμούμαι και αποφεύγω θα έχω ελπίδας να
επιστρέψω εις την νήσον των Μακάρων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ήρχισα να ετοιμάζωμαι διά το ταξείδι και όταν
έφθασεν ο καιρός συνέφαγα με τους ήρωας• και την επομένην επήγα προς τον ποιητήν
Όμηρον και τον παρεκάλεσα, να μου κάμη δίστιχον επίγραμμα• όταν δε το έγραψεν
έστησα μίαν στήλην εκ βηρύλλου λίθου πλησίον του λιμένος και εχάραξα επ' αυτής
το επίγραμμα, το οποίον ήτο το εξής :</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λουκιανός τάδε πάντα φίλος μακάρεσσι θεοίσιν
είδέ τε και πάλιν ήλθεν εήν ες πατρίδα γαίαν.{17}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έμεινα και εκείνην την ημέραν και την επομένην
ανεχώρησα, με συνώδευσαν δε μέχρι του πλοίου οι ήρωες. Τότε ο Οδυσσεύς πλησιάσας
κρυφά από την Πηνελόπην μου έδωκε επιστολήν διά να την δώσω προς την Καλυψώ εις
την νήσον Ωγυγίαν, ο δε Ραδάμανθυς μου έδωκε τον πορθμέα Ναύπλιον να μας
συνοδεύση και μας χρησιμεύση διά να μη μας συλλάβουν,εάν προσεγγίσωμεν εις τας
νήσους, ως φυγάδας, ή άλλως παρεξηγούντες τον σκοπόν μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφ' ου δε επεράσαμεν την ευώδη ατμόσφαιραν,
ευθύς προσέβαλε την όσφρησίν μας οσμή πνιγηρά ασφάλτου και θείου και πίσσης
συγχρόνως καιομένων, εκτός δε τούτου κνίσσα δυσάρεστος και ανυπόφορος ως από
σάρκας ανθρώπων ψηνομένας• και ο αήρ ήτο σκοτεινός και ομιχλώδης και έσταζεν
έλαιον πίσσης• ηκούομεν δε και κτυπήματα μαστίγων και οιμωγάς ανθρώπων πολλών.
Επλησιάσαμεν και απέβημεν μόνον εις μίαν εκ των νήσων, η οποία ήτο τοιαύτη• όλαι
αι ακταί της γύρω ήσαν κρημνώδεις και απότομοι, μόνον πέτραι τραχείαι και χωρίς
χώμα, δένδρον δε κανέν, ούτε νερόν υπήρχεν. Ανέβημεν έρποντες εις τους κρημνούς
και επροχωρήσαμεν από μονοπάτι γεμάτον από ακάνθας και τριβόλους και
παρετηρούμεν ότι ο τόπος ήτο υπερβολικά άσχημος. Όταν δε εφθάσαμεν εις την
φυλακήν και το κολαστήριον, μας έκαμε πρώτον εντύπωσιν η φύσις του τόπου, διότι
το μεν έδαφος ήτο όλον φυτευμένον με μαχαίρια και ακάνθας, γύρω δε έτρεχον τρεις
ποταμοί, εκ των οποίων ο μεν εκύλιε βόρβορον, ο δε δεύτερος αίμα, ο δε τρίτος
πυρ, και ήτο πολύ μεγάλος ούτος και αδιάβατος• έτρεχε δε το πυρ εντός αυτού ως
το νερόν και εκυμάτιζεν ως η θάλασσα. Είχε και πολλά ψάρια, εκ των οποίων άλλα
μεν ωμοίαζαν με δαυλούς, τα δε μικρά με άνθρακας πυρακτωμένους και τα ωνόμαζαν
λυχνίσκους. Η είσοδος ήτο στενή και μία δι' όλους• ως θυρωρός δε παρίστατο ο
Τίμων ο Αθηναίος. Χάρις εις τον Ναύπλιον μας επετράπη η είσοδος και είδομεν
κολαζομένους πολλούς βασιλείς και πολλούς κοινούς ανθρώπους, εκ των οποίων και
μερικούς γνωστούς μας• είδαμεν δε και τον Κινύραν κρεμάμενον εκ των αιδοίων και
καπνιζόμενον. Οι οδηγοί διηγούντο ποίος ήτο έκαστος και τας αιτίας διά τας
οποίας εκολάζοντο.Τας μεγαλειτέρας δε εξ όλων τιμωρίας υπέφερον όσοι εψεύσθησαν
όταν έζων και όσοι έγραψαν ψεύδη• μεταξύ αυτών ήτο ο Κτησίας ο Κνίδιος, ο
Ηρόδοτος και άλλοι πολλοί. Βλέπων δε αυτούς εγώ εσχημάτισα τας καλλιτέρας
ελπίδας διά την μετά θάνατον τύχην μου, διότι εγνώριζα ότι δεν είπα ποτέ μου
κανέν ψεύδος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επέστρεψα ταχέως εις το πλοίον, διότι δεν
υπέφερα να βλέπω τα θεάματα εκείνα και αποχαιρετίσας τον Ναύπλιον απέπλευσα.
Μετ' ολίγον εφάνη πλησίον η νήσος των ονείρων, η οποία μόλις διεκρίνετο, ως να
την περιέβαλλεν ομίχλη. Είχε δε και αυτή κάτι παρόμοιον προς τα όνειρα,διότι
όσον επλησιάζαμεν εφαίνετο ως απομακρυνομένη και φεύγουσα. Αλλ'επί τέλους
εφθάσαμεν και εισήλθαμεν εις τον λιμένα τον λεγόμενον Ύπνον και απέβημεν κατά
την εσπέραν πλησίον των πυλών των λεγομένων ελεφαντίνων, όπου υπάρχει ναός του
Αλεκτρυόνος. Εισελθόντες δε εις την πόλιν εβλέπαμεν πολλά και διαφόρων χρωμάτων
όνειρα. Αλλά πρώτον θέλωνα ομιλήσω περί της πόλεως, αφού ουδείς άλλος έγραψε
περί αυτής και ο Όμηρος, ο μόνος, όστις την αναφέρει, δεν έγραψε πολύ ακριβή
πράγματα.Καθ' όλην την περιφέρειαν αυτής υπάρχει δάσος, του οποίου τα δένδρα
είνε μήκωνες υψηλοί και μανδραγόραι {18}, επί των οποίων κάθηται μέγα πλήθος
νυχτερίδων• διότι μόνον αυτό το πτηνόν ζη εις την νήσον.Πλησίον δε ρέει ποταμός,
ο οποίος καλείται Νυκτοπόρος και παρά τας πύλας της πόλεως υπάρχουν δύο πηγαί,
εκ των οποίων η μεν ονομάζεται Νήγρετος, η δε Παννυχία {19}. Το δε τείχος της
πόλεως είνε υψηλόν και με ποικίλους χρωματισμούς ομοιάζον πολύ προς την ίριδα.
Πύλας όμως δεν έχει δύο, όπως είπεν ο Όμηρος, αλλά τέσσαρας, εκ των οποίων αι
μεν δύο βλέπουν προς την πεδιάδα της Βλακείας, και είνε η μία σιδηρά και η άλλη
εκ κεράμου• και εξ αυτών ελέγετο ότι εξέρχονται τα φοβερά, τα σκληρά και απαίσια
όνειρα• αι δε άλλαι δύο βλέπουν προς τον λιμένα και την θάλασσαν και είνε η μία
κερατίνη, από την οποίαν ημείς εισήλθαμεν,η δε άλλη ελεφαντίνη. Όταν δε
εισερχώμεθα εις την πόλιν, δεξιά είνε το Νυκτώον, δήλα δή ναός της Νυκτός, διότι
εξ όλων των θεών αυτή και ο Αλεκτρυών λατρεύονται κυρίως εις αυτήν την πόλιν.
Του δε Αλεκτρυόνος ο ναός ευρίσκεται, ως είπα, πλησίον του λιμένος. Αριστερά
είνε τα ανάκτορα του Ύπνου• διότι ούτος βασιλεύει επί των ονείρων, έχων ως
σατράπας και υπάρχους τον Ταραξίωνα του Ματαιογένους και τον Πλουτοκλέα του
Φαντασίωνος. Εις το μέσον δε της αγοράς υπάρχει πηγή, η οποία ονομάζεται
Καρεώτις και πλησίον δύο ναοί της Απάτης και της Αληθείας. Οι ναοί ούτοι έχουν
και άδυτον και μαντείον, όπου προΐσταται και προφητεύει ο ονειροκρίτης Αντιφών,
ο οποίος έλαβε παρά του Ύπνου αυτήν την τιμήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Των δε ονείρων ούτε η φύσις ούτε η μορφή είνε η
ιδία• αλλ' άλλα μεν ήσαν μακρά και αβρά και ωραία την όψιν, άλλα δε σκληρά και
μικρά και άσχημα• άλλα χρυσά, ως εφαίνοντο, άλλα δε ταπεινά και ευτελή. Ήσαν δε
μεταξύ αυτών και μερικά πτερωτά και τερατώδη και άλλα μετημφιεσμένα ως διά
πομπήν, τα μεν ως βασιλείς, τα δε ως θεοί, άλλα δε άλλως στολισμένα. Εγνωρίσαμεν
και πολλά εξ αυτών, τα οποία ειχαμεν ίδει άλλοτε• και επλησίασαν και μας
ησπάζοντο ως να ήσαν φίλοι, έπειτα μας παρέλαβον και μας απεκοίμισαν κα με
πολλήν λαμπρότητα μας εφιλοξένησαν, υποσχόμενα να μας κάμουν βασιλείς και
σατράπας. Μερικά δε μας μετέφεραν και εις τας πατρίδας μας, μας παρουσίασαν τους
συγγενείς μας και αυθημερόν μας επέστρεψαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επί τριάκοντα ημέρας και νύκτας εμείναμεν εκεί
κοιμώμενοι και τρωγοπίνοντες. Έπειτα αίφνης έγεινε μεγάλη βροντή και
εξυπνήσαντες εκάμαμεν τας προμηθείας μας και απεπλεύσαμεν. Μετά τριών δε ημερών
πλουν εφθάσαμεν εις την Ωγυγίαν νήσον και εξήλθαμεν εις αυτήν. Πριν δώσω την
επιστολήν εφρόντισα να την ανοίξω και ανέγνωσα τα εξής• «Ο Οδυσσεύς προς την
Καλυψώ πέμπει χαιρετισμούς. Μάθε ότι όταν ανεχώρησα από την νήσον σου, επιβάς
εις την σχεδίαν την οποίαν κατεσκεύασα,εναυάγησα και μόλις εσώθην υπό της
Λευκοθέας και κατώρθωσα να φθάσω εις την χώραν των Φαιάκων. Ούτοι μ' εβοήθησαν
να επανέλθω εις τον τόπον μου όπου ευρήκα πολλούς μνηστήρας της γυναικός μου
διασκεδάζοντας με τα υπάρχοντά μου. Τους εφόνευσα όλους, αλλ' έπειτα εφονεύθην
και εγώ υπό του Τηλεγόνου, του εκ της Κίρκης υιού μου, και τώρα ευρίσκομαι εις
την νήσον των Μακάρων και είμαι πολύ μετανοημένος,διότι σε αφήκα και δεν
εδέχθηκα την αθανασίαν, την οποίαν μου επρότεινες. Λοιπόν αν εύρω ευκαιρίαν, θα
αποδράσω και θα έλθω πλησίον σου».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά έλεγεν η επιστολή και προσέτι παρήγγελλεν
εις την Καλυψώ να μας φιλοξενήση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγώ δε προχωρήσας ευρήκα εις μικράν από της
θαλάσσης απόστασιν το σπήλαιον, όπως το περιγράφει ο Όμηρος, και την Καλυψώ
νήθουσαν έρια.Όταν δε έλαβε την επιστολήν και την ανέγνωσε, κατ' αρχάς έκλαυσεν
επί πολύ, έπειτα δε μας εκάλεσε να μας ξενίση, μας παρέθηκε λαμπρόν γεύμα και
μας ηρώτα περί του Οδυσσέως και της Πηνελόπης, οποία είνε κατά την μορφήν και αν
αληθώς είνε φρόνιμη, όπως άλλοτε ο Οδυσσεύς εκαυχάτο περί αυτής• ημείς δε της
εδώκαμεν τας απαντήσεις τας οποίας ενομίζαμεν ότι θα της ήσαν
ευχάριστοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα επιστρέψαντες εις το πλοίον εκοιμήθημεν
εις την παραλίαν. Την αυγήν δε απεπλεύσαμεν και ο άνεμος είχεν αρχίσει να πνέη
σφοδρότερος•αφ' ού δε επί δύο ημέρας υπεφέραμεν από τρικυμίαν συνηντήσαμεν τους
Κολοκυνθοπειρατάς. Είνε δε ούτοι άνθρωποι άγριοι κατοικούντες εις τας πλησίον
νήσους και ληστεύοντες τους ταξιδεύοντας τα μέρη εκείνα. Τα πλοία των είνε
μεγάλα από κολοκύνθας, έχοντα μήκος εξήκοντα πήχεων•άμα ξηράνωσι την κολοκύνθην,
την σκάπτουν και εκβάλλοντες την ψίχαν κατασκευάζουν σκάφος και ως ιστούς
μεταχειρίζονται καλάμους, ως ιστίον δε το φύλλον της κολοκύνθης. Μας προσέβαλαν
λοιπόν από δύο πλοία και πολλούς εξ ημών ετραυμάτισαν πετροβολούντες με
κολοκυθόσπορους. Επί πολύ η μάχη έμενεν αμφίρροπος έως ότου περί την μεσημβρίαν
είδαμεν να έρχωνται κατόπιν των Κολοκυνθοπειρατών οι Καρυοναύται. Ήσαν δε εχθροί
μεταξύ των, ως εφάνη• διότι όταν οι Κολοκυνθοπειραταί είδον ότι επήρχοντο
εκείνοι, αφήκαν ημάς και εστράφησαν κατ' εκείνων και συνήφθη μεταξύ των
ναυμαχία. Ημείς δε υψώσαντες τα ιστία απεμακρύνθημεν και τους αφήκαμεν να
μάχωνται. Ήτο φανερόν ότι θα ενίκων οι Καρυοναύται,καθότι ήσαν και περισσότεροι,
— διότι είχον πέντε πλοία — και τα πλοία των ήσαν ισχυρότερα. Ήσαν δε τα πλοία
των Καρυοναυτών καρυδοφλοιοί•αφού έκοπτον εις δύο τα καρύδια τα εκένουν και τα
μετέτρεπαν εις πλοία, εκάστου δε τοιούτου φλοιού το μήκος ήτο δέκα πέντε
οργυιών.Αφού απεμακρύνθημεν και δεν εφαίνοντο πλέον, εδέσαμεν τας πληγάς των
τραυματιών και του λοιπού εμέναμεν με τα όπλα εις χείρας, φοβούμενοι νέας
επιθέσεις• και οι φόβοι μας δεν ήσαν μάταιοι. Διότι δεν είχε δύσει ακόμη ο ήλιος
όταν από μίαν έρημον νήσον εφάνησαν ερχόμενοι με σπουδήν προς ημάς έως είκοσιν
άνδρες, λησταί και αυτοί, καθήμενοι επί μεγάλων δελφίνων και οι δελφίνες τους
έφερον ασφαλώς και αναπηδώντες εχρεμέτιζον ως ίπποι. Όταν δε επλησίασαν,
χωρισθέντες μας προσέβαλαν και από τα δύο μέρη του πλοίου ρίπτοντες καθ' ημών
σηπίας ξηράς και οφθαλμούς καρκίνων. Ημείς απηντήσαμεν διά των βελών και των
ακοντίων και δεν αντέστησαν επί πολύ, αλλά τραυματισθέντες οι περισσότεροι
έφυγαν προς την νήσον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Περί δε το μεσονύκτιον, επικρατούσης γαλήνης,
προσεκρούσαμεν κατά λάθος εις μίαν φωλεάν αλκυόνος τεραστίου μεγέθους• διότι
είχε περίμετρον εξήκοντα σταδίων. Εκάθητο δε επ' αυτής η αλκυών θερμαίνουσα τα
αυγά της, και δεν ήτο πολύ μικροτέρα της φωλεάς. Όταν δε επέταξε παρ' ολίγον να
βυθίση το πλοίον με τον άνεμον των πτερών της• και έφυγεν εκπέμψασα μίαν θρηνώδη
κραυγήν. Ημείς εξελθόντες παρετηρούμεν την φωλεάν, η οποία ωμοίαζε με σχεδίαν
μεγάλην πλεγμένην από δένδρα μεγάλα. Ήσαν δε εις αυτήν πεντακόσια αυγά και
έκαστον ήτο μεγαλείτερον Χιακού πίθου, διεκρίνοντο δε ήδη εντός αυτών οι νεοσσοί
και έκραζαν.Εθραύσαμεν λοιπόν έν εκ των αυγών με πελέκεις και εξεκολάψαμεν ένα
νεοσσόν άπτερον ο οποίος ήτο μεγαλείτερος από είκοσι γύπας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εξηκολουθήσαμεν τον πλουν• όταν δε
απεμακρύνθημεν έως διακοσίους σταδίους από την φωλεάν μας συνέβησαν θαυμαστά
σημεία και τέρατα.Έξαφνα ο χηνίσκος{20} της πρύμνης ετίναξε τα πτερά του και
έκραξε, ο δε κυβερνήτης Σκίνθαρος, ο οποίος ήτο φαλακρός, απέκτησε μαλλιά και,το
παραδοξότερον εξ όλων ο ιστός του πλοίου εβλάστησε και επέταξε κλάδους και εις
την κορυφήν εκαρποφόρησε• οι δε καρποί του ήσαν σύκα και μαύρα σταφύλια όχι
ώριμα. Αυτά μας ετάραξαν ως ήτο επόμενον και εδεόμεθα ναποτρέψουν οι θεοί τους
κακούς εκείνους οιωνούς. Δεν είχαμεν δε ακόμη απομακρυνθή πεντακόσιους σταδίους,
ότε είδαμεν δάσος μέγα και πυκνόν πεύκων και κυπαρίσσων. Υπεθέσαμεν ότι ήτο ξηρά
και όμως ήτο πέλαγος απύθμενον φυτευμένον με δένδρα χωρίς ρίζας• ήσαν δε ορθά
και ακίνητα τα δένδρα και συγχρόνως εφαίνοντο ως επιπλέοντα. Πλησιάσαντες λοιπόν
και εξετάσαντες, ευρέθημεν εις απορίαν περί του πρακτέου• διότι ούτε διά μέσου
των δένδρων ήτο δυνατόν να πλεύσωμεν — διότι ήσαν πυκνά και συνεπλέκοντο — ούτε
να επιστρέψωμεν εφαίνετο εύκολον. Τότε εγώ ανέβηκα εις το υψηλότερον δένδρον και
παρετήρουν τα πέριξ πώς ήσαν.Είδα δε ότι το δάσος εξετείνετο εις σταδίους
πεντήκοντα ή ολίγον περισσοτέρους, έπειτα δε πάλιν εξηκολούθει θάλασσα.
Εσκέφθημεν λοιπόν να αναβιβάσωμεν, αν ήτο δυνατόν, το πλοίον επί των κορυφών των
δένδρων, αι οποίαι ήσαν πυκναί, και να το περάσωμεν εις την άλλην θάλασσαν• και
ούτω επράξαμεν. Το εδέσαμεν με σχοινί μεγάλον και,αναβάντες εις τα δένδρα, μετά
δυσκολίας το ανεσύραμεν• έπειτα το ετοποθετήσαμεν επί των κλάδων και
αναπτύξαντες τα ιστία επλέαμεν όπως εις την θάλασσαν• το πλοίον ωθούμενον υπό
του ανέμου εσύρετο επί των δένδρων• τότε δε ενθυμήθηκα και ένα στίχον του
ποιητού Αντιμάχου {21}ο οποίος κάπου λέγει:</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τοίσιν δ' υλήεντα διά πλόον ερχομένοισι
{22}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Διελθόντες ούτω το δάσος εφθάσαμεν εις την
θάλασσαν• καταβιβάσαντες δε κατά τον αυτόν τρόπον το πλοίον, επλέαμεν εις καθαρά
και διαυγή νερά,έως ου εφθάσαμεν εις χάσμα μέγα, το οποίον εσχημάτιζον τα νερά
χωριζόμενα. Ήτο όπως τα χάσματα τα οποία βλέπομεν πολλάκις εις την γην και τα
οποία σχηματίζουν οι σεισμοί. Εσπεύσαμεν και συνεστείλαμεν τα ιστία, αλλά μετά
δυσκολίας εσταματήσαμεν το πλοίον, το οποίον παρ'ολίγον να πέση εις το χάσμα.
Εσκύψαμεν άνωθεν και παρατηρούντες είδομεν βάθος έως χιλίων σταδίων πολύ φοβερόν
και παράδοξον• το νερόν εφαίνετο ως να εκόπτετο καθέτως. Αλλ' ενώ παρετηρούμεν
γύρω είδαμεν προς τα δεξιά και εις όχι μεγάλην απόστασιν μίαν γέφυραν την οποίαν
εσχημάτιζε το νερόν, συνδέον τας επιφανείας των δύο θαλασσών και ρέον από της
μιας εις την ετέραν. Επλησιάσαμεν λοιπόν κωπηλατούντες προς το μέρος εκείνο και
μετά πολλής αγωνίας επεράσαμεν, χωρίς να το ελπίζωμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Το αντίπεραν πέλαγος ήτο ήμερον, συνηντήσαμεν
δε και μίαν νήσον μεγάλην, κατοικουμένην και ευπρόσιτον. Οι κάτοικοι της ήσαν
άνθρωποι Βουκέφαλοι έχοντες κέρατα, όπως παριστάνεται ο Μινώταυρος. Εξήλθαμεν
και επροχωρήσαμεν διά να πάρωμεν νερόν και τρόφιμα αν ήτο δυνατόν,διότι είχαμεν
έλλειψιν. Και νερόν μεν ευρήκαμεν πλησίον της παραλίας,αλλά τίποτε άλλο δεν
εφαίνετο• μόνον μυκηθμός πολύς ήρχετο εκ μικράς αποστάσεως• νομίσαντες δε ότι
ήτο αγέλη βοών επροχωρήσαμεν και μετ'ολίγον συνηντήσαμεν τους κατοίκους. Αυτοί
δε άμα μας είδον μας κατεδίωξαν και συνέλαβον τρεις εκ των συντρόφων μου, ημείς
δε οι άλλοι διεσώθημεν εις την θάλασσαν. Έπειτα οπλισθέντες όλοι—διότι δεν
ενομίσαμεν πρέπον να μη εκδικηθώμεν διά τους συντρόφους μας —εφωρμήσαμεν κατά
των Βουκεφάλων καθ' ην ώραν διεμοίραζαν τα κρέατα των φονευθέντων φίλων μας.
Τους κατεδιώξαμεν με κραυγάς και εφονεύσαμεν έως πεντήκοντα, συνελάβαμεν δε και
δύο ζωντανούς και εγυρίσαμεν εις το πλοίον σύροντες τους αιχμαλώτους. Τρόφιμα
όμως δεν ευρήκαμεν. Και οι άλλοι ήσαν της γνώμης να σφάξωμεν τους αιχμαλώτους,
εγώ όμως είχα αντίθετον γνώμην και τους εκράτουν δεμένους έως ου ήλθαν πρέσβεις
εκ μέρους των Βουκεφάλων ζητούντες νανταλλάξωμεν με λύτρα τους κρατουμένους•
εννοήσαμεν από τα νεύματα των και από τους γοερούς μυκηθμούς τους οποίους
εξέπεμπον ότι παρεκάλουν. Τα λύτρα δε ήσαν τυριά πολλά και ψάρια ξηρά, κρομμύδια
και τέσσαρες έλαφοι, αι οποίαι είχον εκάστη τρεις πόδας, τους δύο οπισθίους και
τους δύο εμπροσθινούς εις ένα κολλημένους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Παρεδόσαμεν αντί των λύτρων τους αιχμαλώτους
και αφού εμείναμεν μίαν ημέραν απεπλεύσαμεν. Ήδη δε εφαίνοντο ιχθύες και πτηνά
διάφορα και αλλά διάφορα σημεία εκ των οποίων εσυμπεραίναμεν ότι ήτο πλησίον
ξηρά.Μετ' ολίγον είδαμεν και ανθρώπους οι οποίοι μετεχειρίζοντο νέον τρόπον
ναυτιλίας• διότι οι ίδιοι ήσαν και ναύται και πλοία. Εταξείδευον δε ως εξής•
απλωμένοι ύπτιοι εις την θάλασσαν ώρθωναν τα αιδοία των —τα έχουν δε μεγάλα —
προσδένοντες δε εις αυτά καραβόπανον και κρατούντες τα άκρα αυτού έπλεον
ωθούμενοι υπό του ανέμου ως πλοία. Μετά τούτους εφάνησαν άλλοι, οι οποίοι
καθήμενοι επί φελών, εις τους οποίους είχον ζεύξει δύο δελφίνας, ηνιόχουν• οι δε
δελφίνες προχωρούντες έσυρον τους φελούς ως οχήματα και έτρεχον. Ούτοι ούτε μας
επείραξαν, ούτε μας απέφευγαν, αλλ' έτρεχον αφόβως και ειρηνικώς και εθαύμαζαν
το είδος του πλοίου μας, το οποίον παρετήρουν εξ όλων των μερών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Περί την εσπέραν προσωρμίσθημεν εις νήσον όχι
μεγάλην κατοικουμένην υπό γυναικών, ως ενομίζαμεν, αι οποίαι ωμίλουν Ελληνικά.
Ήλθαν δε και μας υπεδέχθησαν πολύ φιλοφρόνως και ήσαν κατά τρόπον πολύ πορνικόν
στολισμέναι, όλαι δε ευειδείς και νέαι και εφόρουν ένδυμα μακρόν και συρόμενον.
Η νήσος ωνομάζετο Καββαλούσα, η δε πόλις Υδραμαρδία. Αι δε γυναίκες μας
παρέλαβον και μας ωδήγησαν εκάστη εις την κατοικίαν της διά να μας ξενίσουν.
Αλλ' εγώ ο οποίος έμεινα ολίγον οπίσω —- διότι υπώπτευα δυσάρεστα — παρετήρησα
γύρω μετά προσοχής και είδα πολλά οστά και κρανία ανθρώπων σκορπισμένα. Δεν
έκρινα όμως φρόνιμον να φωνάξω τους συντρόφους και να τρέξουν εις τα όπλα. Αλλά
λαβών την μολόχαν έκαμα μεγάλην δέησιν διά να σωθώμεν από τους κινδύνους εις
τους οποίους είχαμεν εμπέσει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μετ' ολίγον ενώ με υπηρέτει η γυνή η οποία μ'
εφιλοξένει, παρετήρησα ότι δεν είχε σκέλη γυναικός, αλλά όνου. Τότε έσυρα το
ξίφος και αφού την συνέλαβα και την έδεσα ήρχισα να την ανακρίνω περί όλων• αυτή
δε ηναγκάσθη να μου ομολογήση ότι ήσαν γυναίκες θαλάσσιαι ονομαζόμεναι
Ονοσκελέαι και ότι τρώγουν τους επισκεπτομένους την νήσον ξένους. Αφού τους
μεθύσωμεν, είπε, κατακλινόμεθα μετ' αυτών και ενώ κοιμούνται τους φονεύομεν.
Ακούσας ταύτα, την αφήκα δεμένην και αναβάς εις την στέγην εφώναζα και εκάλουν
τους συντρόφους μου. Όταν δε ούτοι ήλθαν, διηγήθην τα πάντα, έδειξα εις αυτούς
τα οστά και τους ωδήγησα μέσα προς την δεμένην γυναίκα. Αυτή όμως μετεβλήθη
αμέσως εις νερόν και εξηφανίσθη.Τότε εγώ εβύθισα το ξίφος μου εις το νερόν διά
να ίδω τι θα συνέβαινε•και το νερόν έγεινεν αίμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επεστρέψαμεν μετά σπουδής εις το πλοίον και
ανεχωρήσαμεν και όταν ήρχιζε να φωτίζη, διεκρίναμεν ξηράν και εμαντεύσαμεν ότι
είνε η ήπειρος η αντίθετος προς την ιδικήν μας. Προσκυνήσαντες λοιπόν και
προσευχηθέντες συνεσκεπτόμεθα περί του πρακτέου• και άλλοι μεν ήσαν της γνώμης
να εξέλθωμεν επ' ολίγον και πάλιν να επιστρέψωμεν εις το πλοίον, άλλοι δε
ναφήσωμεν εκεί το πλοίον και να προχωρήσωμεν εις τα μεσόγεια να γνωρίσωμεν τους
κατοίκους. Εν ω δε συνεσκεπτόμεθα περί τούτων, εσηκώθη σφοδρά τρικυμία η οποία
έρριψε το πλοίον μας εις την ακτήν και το συνέτριψεν. Ημείς δε μετά δυσκολίας
κατωρθώσαμεν να εξέλθωμεν κολυμβώντες, φέροντες μόνον τα όπλα μας και ό,τι άλλο
ηδυνήθημεν ν' αρπάσωμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά είνε όσα μου συνέβησαν μέχρι της άλλης γης
εις την θάλασσαν και κατά το ταξείδιον εις τας νήσους και εις τον αέρα και
έπειτα εις το κήτος και αφού εξήλθαμεν εκ του κήτους εις τας νήσους των Μακάρων
και των ονείρων και τελευταίον εις την νήσον των Βουκεφάλων και των Ονοσκελεών.
Όσα δε μας συνέβησαν εις την γην θα διηγηθώ εις τα κατόπιν βιβλία
{23}.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΤΥΡΑΝΝΟΚΤΟΝΟΣ{24}</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ανέβη τις εις την
ακρόπολιν διά να φονεύση τον τύραννον• και αυτόν μεν δεν εύρε• φονεύσας δε τον
υιόν του αφήκε το ξίφος εις το σώμα του.Έπειτα ήλθεν ο τύραννος και ιδών τον
υιόν του νεκρόν εφονεύθη με το αυτό ξίφος. Ο ανελθών και φονεύσας τον υιόν του
τυράννου ζητεί αμοιβήν ως τυραννοκτόνος.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Δύο τυράννους φονεύσας αυθημερόν, ω άνδρες
δικασταί, τον μεν ήδη ηλικιωμένον, τον δε ακμαίον και έτοιμον να συνέχιση τα
πατρικά αδικήματα, έρχομαι να ζητήσω μίαν και διά τους δύο αμοιβήν. Είμαι ο
μόνος εξ όλων των τυραννοκτόνων, όστις δι' ενός κτυπήματος εξώντωσα δύο φαύλους
και εφόνευσα τον μεν υιόν διά του ξίφους, τον δε πατέρα διά της αγάπης του προς
τον υιόν του. Και ο μεν τύραννος ικανώς ετιμωρήθη δι' όσα μας έχει κάμει, διότι
ζων είδε τον υιόν του να προαποθάνη, έπειτα δε και αυτός ηναγκάσθη να γίνη
παραδόξως τυραννοκτόνος του εαυτού του• ο δε υιός του εφονεύθη υπ' εμού,
μ'εβοήθησε δε και μετά θάνατον εις άλλον φόνον• και όταν μεν έζη ελάμβανε μέρος
εις τας αδικίας του πατρός του, όταν δε απέθανεν έγινε πατροκτόνος όπως
ηδύνατο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο καταλύσας λοιπόν την τυραννίαν είμαι εγώ και
το ξίφος μου, το οποίον τα πάντα εξετέλεσεν, ήλλαξα δε την τάξιν των φόνων και
ενεωτέρισα εις τον τρόπον της θανατώσεως των αχρείων, καθότι τον μεν δυνατώτερον
και δυνάμενον ν' αμυνθή εφόνευσα εγώ, τον γέροντα δε μόνον διά της παραχωρήσεως
του ξίφους. Ενόμιζα επομένως ότι και περισσοτέρα τιμή θα μου απενέμετο παρ' υμών
και αμοιβάς θα ελάμβανα ισαρίθμους με τους φονευθέντας, καθότι δεν σας απήλλαξα
μόνον από τα σημερινά παθήματα,αλλά και από τον φόβον των μελλόντων κακών και
σας έδωκα ασφαλή την ελευθερίαν, διότι ουδείς έμεινε διά να κληρονομήση και
συνεχίση την αδικίαν. Και όμως κινδυνεύω, αφού τόσα κατώρθωσα, μόνος εγώ
ναποπεμφθώ παρ' υμών αβράβευτος και μόνος να στερηθώ της αμοιβής των νόμων, τους
οποίους διεφύλαξα. Και ο αντίπαλος μου ούτος μου φαίνεται ότι δεν φροντίζει υπέρ
των κοινών, ως λέγει, και διά τούτο πολεμεί την απαίτησίν μου, αλλά διότι
λυπείται τους φονευθέντας και εκδικείται κατ' εκείνου όστις έγινε του θανάτου
αυτών αίτιος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά θα μου επιτρέψετε, ω άνδρες δικασταί, να
διηγηθώ διά βραχέων τα αδικήματα της τυραννίας, καίτοι καλώς τα γνωρίζετε•
καθότι ούτω θα εννοήσετε το μέγεθος της ευεργεσίας μου και περισσότερον θα
ευχαριστηθήτε, σκεπτόμενοι από ποία κακά εσώθητε. Διότι δεν υπεφέραμεν, όπως
πολλάκις άλλοι, απλήν τυραννίαν και δουλείαν, ούτε είχαμεν να κάμωμεν με τας
ορέξεις μόνον ενός αυθέντου, αλλά μόνοι εξ όσων ποτέ υπέφεραν ομοίαν δυστυχίαν
δύο αντί ενός τυράννους είχαμεν και διττά οι δυστυχείς υπεφέραμεν αδικήματα. Ο
γέρων, είνε αληθές, ήτο κατά πολύ μετριοπαθέστερος, εις τους θυμούς του
ηπιώτερος, εις τας τιμωρίας βραδύτερος και εις τας επιθυμίας νωθρότερος, ίσως
διότι ήδη η ηλικία συνεκράτει την σφοδρότητα των ορμών του και του εχαλιναγώγει
τας ορέξεις των ηδονών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά λέγεται και ότι υπό του υιού του παρεσύρθη
εις την τυραννίαν χωρίς να το θέλη, καθότι αυτός εκ φύσεως δεν ήτο πολύ
τυραννικός, αλλ'έγεινε τύραννος υπακούων εις εκείνον διότι ήτο καθ' υπερβολήν
φιλότεκνος, ως εφάνη άλλως τε, και ο υιός του ήτο το παν δι' αυτόν και εις αυτόν
επείθετο και έπραττε τα αδικήματα τα οποία εκείνος υπηγόρευε και ετιμώρει όσους
εκείνος υπεδείκνυε και εις όλα υπήκουεν εις τας θελήσεις του και ήτο ο υιός
τύραννος του τυράννου, ο δε πατήρ δορυφόρος των επιθυμιών του υιού του. Ο δε
υιός τας μεν τιμάς παρεχώρει εις τον πατέρα λόγω ηλικίας και την εξουσίαν μόνον
κατ'όνομα δεν είχεν• η εκτέλεσις όμως της τυραννίας και η πραγματική υπόστασις
ήτο αυτός. Αυτός παρείχε την πίστιν και την ασφάλειαν εις την μοναρχίαν και
μόνος αυτός είχε την απόλαυσιν των αδικημάτων. Αυτός ήτο ο συγκρατών εις
πειθαρχίαν τους δορυφόρους, ο ενισχύων την φρουράν, ο εμπνέων φόβον εις τους
τυραννουμένους, ο σφάζων τους επικινδύνους, ο εξοντώνων τους εφήβους, ο
προσβάλλων την τιμήν των εγγάμων• υπ' αυτού εγίνοντο αι απαγωγαί των παρθένων
και οσάκις εσφάγησαν άνθρωποι ή εξωρίσθησαν και αφηρέθησαν περιουσίαι και
εβασανίσθησαν και υβρίσθησαν πολίται, πάντα ταύτα ήσαν τολμήματα νεανικά. Ο
γέρων δε εκείνος ηκολούθει εις την πρωτοβουλίαν του υιού και εβοήθει εις τας
αδικίας και επεδοκίμαζε του υιού τας αυθαιρεσίας και το πράγμα έγινεν αφόρητον
διότι όταν τα πάθη προσλαμβάνουν την δύναμιν της εξουσίας δεν έχουν πλέον όρια
εις τα ανομήματά των. Ό,τι δε προ πάντων επροξένει λύπην ήτο ότι προεβλέπομεν
μακράν ή μάλλον ατελεύτητον την δουλείαν και ότι διαδοχικώς η πόλις θα
παρεδίδετο άλλοτε εις άλλον τύραννον και ο λαός θα εγίνετο κληρονομία φαύλων.
Δεν είνε μικρά ελπίς το να σκέπτωνται οι τυραννούμενοι και να λέγουν καθ'εαυτούς
«αλλά μετ' ολίγον θα παύση να μας τυραννή• εντός ολίγου θαποθάνη και
θανακτήσωμεν την ελευθερίαν μας». Δι' αυτούς όμως ουδέν τοιούτον ηδυνάμεθα να
ελπίζωμεν, αλλ' εβλέπαμεν ήδη έτοιμον τον διάδοχον της εξουσίας. Διά τούτο
κανείς εκ των τολμηρών και ομοφρόνων προς εμέ δεν ετόλμα να επιχειρήση τι
εναντίον του τυρράννου, αλλ' η ελευθερία ευρίσκετο εις πλήρη απόγνωσιν και η
τυραννία εφαίνετο ακαταμάχητος, καθότι δεν είχαμεν να πολεμήσωμεν προς ένα, αλλά
προς περισσοτέρους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά όμως δεν εφόβισαν εμέ και ούτε η δυσκολία
της πράξεως με απεθάρρυνε, ούτε ο κίνδυνος με εδειλίασε, μόνος δε, εντελώς μόνος
προς τόσω ισχυράν και πολυάριθμον τυραννίαν, μάλλον δε όχι μόνος, αλλά μετά του
ξίφους, το οποίον μου εχρησίμευσεν ως σύμμαχος και εν μέρει συντυραννοκτόνος,
έκαμα το τόλμημα, αποφασισμένος ν' αποθάνω, αλλά παρηγορούμενος ότι ο θάνατός
του θα είχεν ως αποτέλεσμα την κοινήν απελευθέρωσιν. Συναντήσας δε την πρώτην
φρουράν και τρέψας όχι ευκόλως τους δορυφόρους εις φυγήν, φονεύων πάντα
συναντώμενον και πάντα ανθιστάμενον, έφθασα εις τον κύριον σκοπόν της
επιχειρήσεώς μου, εις την μόνην δύναμιν της τυραννίας και την αφορμήν των
συμφορών μας. Τον εύρον ενός του φρουρίου της ακροπόλεως και μολονότι ημύνθη και
αντέστη γενναίως, τον εφόνευσα και τον εξήπλωσα κατά γης πλήρη
τραυμάτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η τυραννία καθηρέθη ούτω και ο σκοπός μου είχεν
εκτελεσθή. Από της στιγμής εκείνης ήμεθα όλοι ελεύθεροι• υπελείπετο μόνον ο
γέρων ακόμη,άοπλος, απολέσας τους σωματοφύλακας, μη έχων πλέον τον μέγαν
δορυφόρον του, έρημος και μη αξίζων να τον πλήξη χειρ γενναίου ανδρός. Και
τότε,ω άνδρες δικασταί, εσκεπτόμην και έλεγα κατ' εμαυτόν• Όλα έχουν καλώς,τα
πάντα έγειναν και κατωρθώθησαν αλλά κατά τίνα τρόπον θα τιμωρηθή ο
υπολειπόμενος; Εμού και της χειρός μου είνε ανάξιον να τον τιμωρήσω,διότι
κινδυνεύω ούτω, αφ' ου έκαμα τόσω λαμπρόν και γενναίον κατόρθωμα, να το
αμαυρώσω• πρέπει δε να ζητήσω άλλον δήμιον, διότι δεν είνε άξιος, να υποστή την
αυτήν τύχην με τον υιόν του. Ας αφήσω εδώ το ξίφος πλησίον του νεκρού και όταν
θα έλθη και ίδη ας τιμωρηθή μόνος του. Εις το ξίφος αναθέτω την εκτέλεσιν των
λοιπών. Αφ' ου εσκέφθην ταύτα ανεχώρησα, το δε ξίφος μου, όπως προέβλεψα, έπραξε
κατά την παραγγελίαν μου και ετυραννοκτόνησε και έδωκε, τέλος εις το δράμα
μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έρχομαι λοιπόν φέρων εις υμάς την δημοκρατίαν
και κηρύττω εις όλους να αναθαρρήσουν και αναγγέλλω την επάνοδον της ελευθερίας.
Και τώρα απολαύσετε τους καρπούς των έργων μου. Ως βλέπετε, εις την ακρόπολιν
ουδείς υπάρχει πλέον φαύλος, ουδείς διατάσσει, αλλ' είμεθα ελεύθεροι ν'
απονέμωμεν τιμάς, να δικάζωμεν και να συζητούμεν κατά τους νόμους,και όλα αυτά
τα οφείλετε εις εμέ και εις την τόλμην μου, διά τον ένα εκείνον φόνον, μετά τον
οποίον ο πατήρ δεν ηδύνατο να ζήση πλέον. Διά ταύτα ζητώ να μου δοθή παρ' υμών,
η πρέπουσα αμοιβή, όχι διότι είμαι φιλοκερδής ή μικροπρεπής και διότι ευηργέτησα
την πατρίδα αποβλέπων εις την αμοιβήν, αλλά διότι θέλω να επικυρωθούν τα
κατορθώματά μου διά της δωρεάς και να μη διαβληθούν, ούτε να καταστή άδοξον το
κατόρθωμα μου κρινόμενον ως ατελές και ανάξιον βραβεύσεως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο αντίπαλος αντιλέγει ότι δεν είνε δίκαιον να
ζητώ τιμάς και να λάβω αμοιβήν, διότι δεν είμαι τάχα τυραννοκτόνος και δεν
έπραξα ό,τι ο νόμος ορίζει και το έργον μου δεν είνε πλήρες, ώστε να δικαιούμαι
να ζητήσω αμοιβήν. Τον ερωτώ λοιπόν τι ήθελε να πράξω; Δεν ανέβην εις το
φρούριον; Δεν εφόνευσα; δεν ηλευθέρωσα; υπάρχει πλέον κανείς ο διατάσσων; κανείς
ο προστάζων; απειλεί κανείς αυθέντης; με διέφυγε κανείς εκ των κακούργων; Δεν
δύνασαι ν' αρνηθής. Η ειρήνη αποκατέστη παντού και μετ' αυτής οι νόμοι και
ελευθερία πλήρης και δημοκρατία ασφαλής και οικογενειακή τιμή ανύβριστος και οι
παίδες ουδένα διατρέχουν κίνδυνον και αι θυγατέρες των πολιτών είνε ασφαλείς και
η πόλις εορτάζει την κοινήν ευτυχίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ποίος λοιπόν είνε όλων τούτων ο αίτιος; ποίος
είνε ο οποίος έπαυσε τα μεν και εξησφάλισε τα άλλα; Εάν υπάρχη άλλος έχων
δικαίωμα να τιμηθή αντί εμού του παραχωρώ το βραβείον και παραιτούμαι της
αμοιβής. Εάν όμως μόνος εγώ έπραξα τα πάντα, αποτολμήσας, κινδυνεύσας, αναβάς
εις την ακρόπολιν, φονεύσας, τιμωρήσας απ' ευθείας ή δι' άλλου, διατί θέλεις να
ελαττώσης την σημασίαν των κατορθωμάτων μου διατί προσπαθείς να πείσης την πόλιν
να φανή προς εμέ αχάριστος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">—Διότι δεν εφόνευσες τον ίδιον τον τύραννον, ο
δε νόμος δίδει αμοιβήν εις τον τυραννοκτόνον. — Και τι διαφέρει, ειπέ μου, να
φονεύση κανείς αυτόν ή να γείνη αίτιος του θανάτου του; Εγώ νομίζω ότι δεν
υπάρχει καμμία διαφορά• ο δε νομοθέτης αποβλέπει μόνον εις την ελευθερίαν, την
δημοκρατίαν και την απαλλαγήν από τα δεινά της τυραννίας• αυτά τιμά,αυτά έκρινεν
άξια αμοιβής, δεν θα τολμήσης δε να ισχυρισθής ότι δεν έγειναν αυτά εξ αιτίας
μου. Διότι, εάν εφόνευσα εκείνον άνευ του οποίου ο τύραννος δεν ηδύνατο να ζη,
εγώ εφόνευσα τον τύραννον. Είναι ιδικόν μου έργον ο φόνος, διότι εγώ διηύθυνα
την χείρα του. Παύσε λοιπόν να λεπτολογής διά τον τρόπον του θανάτου και μη
εξετάζης πώς απέθανεν, αλλ' αν δεν υπάρχη πλέον και αν εξ αιτίας μου δεν
υπάρχη.Αλλά διά να συκοφαντήσης τους ευεργέτας της πόλεως δύνασαι ίσως να κάμης
ζήτημα και αν όχι με ξίφος, αλλά με λίθον ή ξύλον ή κατ' άλλον τρόπον εφόνευσα
τύραννον. Αλλ' εάν επολιόρκησα τύραννον και διά της πείνης τον έφερα εις την
ανάγκην ν' αυτοκτονήση, θα έλεγες και τότε ότι έπρεπε να τον φονεύσω ιδιοχείρως
ή θα διετείνεσο ότι δεν συνεμορφώθην προς τον νόμον, ενώ ούτω ο κακούργος
απέθανε σκληρότερον θάνατον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έν μόνον πρέπει να εξετάζης, τούτο ν' απαιτής
και περί τούτου να λεπτολογής, αν μένη κανείς εκ των κακών, αν υπάρχη αφορμή
φόβου ή υπόμνησις των συμφορών μας. Εάν δε όλα εκαθαρίσθησαν και παντού επικρατή
ειρήνη, είνε ίδιον συκοφάντου να προσπαθής διά της επικρίσεως του τρόπου καθ' ον
έγειναν τα πράγματα να με στερήσης την αμοιβήν της πράξεώς μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγώ ενθυμούμαι ότι εις τους νόμους αναφέρεται
και τούτο, εκτός εάν από την πολλήν δουλείαν ελησμόνησα τα υπ' αυτών
αναφερόμενα, ότι τα καθιστώντα το έγκλημα του φόνου είνε διττά, πρώτον εάν
κανείς ο ίδιος εφόνευσε και δεύτερον, εάν αυτός μεν δεν εφόνευσεν ούτε
ιδιοχείρως έπραξε τον φόνον, αλλ' ηνάγκασε και έδωκεν αφορμήν του
φόνου.Αμφοτέρους τούτους τιμωρεί εξ ίσου ο νόμος και πολύ δικαίως• διότι η
παρακίνησις δεν είνε ολιγώτερον της πράξεως εγκληματική• είνε λοιπόν περιττή η
εξέτασις του τρόπου καθ' ον έγεινεν ο φόνος. Αφού τον ούτω φονεύοντα νομίζεις
δίκαιον να τιμωρηθή ως φονεύς και δεν νομίζεις ότι πρέπει να απολύεται, πώς δεν
θεωρείς ισότιμον με τους ευεργέτας εκείνον ο οποίος κατά τον αυτόν τρόπον
ευηργέτησε την πόλιν; Αλλ' ουδέ τούτο δύνασαι να είπης, ότι εγώ απλώς εφόνευσα
τον υιόν του τυράννου,επήλθε δε αποτέλεσμα αγαθόν χωρίς εγώ να το θέλω. Διότι,
τι ηδυνάμην να φοβηθώ, αφού ήδη είχε φονευθή ο δυνατώτερος; Διατί δε αφήκα το
ξίφος εις το σώμα του φονευθέντος, εάν δεν προεμάντευα ακριβώς αυτό το οποίον
έγεινεν; Εκτός εάν θα ισχυρισθής ότι ο φονευθείς δεν ήτο τύραννος, ούτε είχεν
αυτήν την ονομασίαν, ούτε ότι θα εδίδατε ευχαρίστως πολλάς αμοιβάς διά ν'
αποθάνη. Αλλά δεν θα είπης τίποτε τοιούτον. Και αφού ο τύραννος εφονεύθη δεν θα
δώσης αμοιβήν εις εκείνον ο οποίος έγεινεν αίτιος του θανάτου αυτού; ω της
μικρολογίας.Τι σε μέλει πώς απέθανεν, αφού απολαμβάνεις ελευθερίαν και τι
περισσότερον απαιτείς από εκείνον όστις σου απέδωκε την δημοκρατίαν;Ως ο ίδιος
λέγεις, ο νόμος εξετάζει μόνον την ουσίαν των πραγμάτων,τας δε λεπτομερείας
παραλείπει και δεν πολυπραγμονεί. Μήπως και εάν εκδιώξη κανείς τύραννον δεν θα
είνε άξιος να λάβη αμοιβήν τυραννοκτόνου; πολύ δικαίως, διότι και εκείνος
ελευθερίαν αντί δουλείας θα μας προσφέρη. Αλλ' εκείνο το οποίον εγώ έπραξα δεν
είνε εξορία ούτε αφίνει τον φόβον και την ανάγκην δευτέρας επαναστάσεως,αλλ'
υπήρξε τελεία καθαίρεσις και εξόντωσις όλου του γένους του τυράννου και το κακόν
απεκόπη εκ της ρίζης. Αλλά σας παρακαλώ να εξετάσετε τα πάντα εξ αρχής μέχρι
τέλους, εάν θέλετε, διά να ίδετε εάν παρελείφθη τι το οποίον απαιτεί ο νόμος και
εάν μου λείπη καμμία εκ των αρετών τας οποίας πρέπει να έχη ο τυραννοκτόνος.
Πρώτον πρέπει να έχη χαρακτήρα γενναίον και φιλοπατρίαν τοιαύτην, ώστε προθύμως
να κινδυνεύη χάριν των κοινών συμφερόντων και χάριν της σωτηρίας των πολλών να
θυσιάζη την ζωήν του. Λοιπόν εφάνην εγώ άνανδρος και απεδειλίασα προβλέπων τους
κινδύνους εις τους οποίους θα εξετιθέμην;Δεν θα τολμήση κανείς να είπη τίποτε
τοιούτον περί εμού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λοιπόν ας μείνωμεν εις το δεδομένον τούτο και
ας υποθέσωμεν ότι μόνον ηθέλησα και απεφάσισα ταύτα και ότι ουδέν καλόν
αποτέλεσμα προήλθεν,αλλά μόνον διότι είχα τοιαύτην προαίρεσιν, αξιώ να λάβω
αμοιβήν ως ευεργέτης της πόλεως. Εγώ μεν δεν ηδυνήθην, άλλος δε μετ' εμέ
εφόνευσε τον τύραννον• λοιπόν δεν νομίζεις ότι θα ήτο παράλογον και άδικον να
μου δοθή η αμοιβή; και μάλιστα αν έλεγα• είχα τον πόθον, το ηθέλησα,το
επεχείρησα, εδοκίμασα και μόνον διότι είχα την προαίρεσιν είμαι άξιος να τιμηθώ
ως τυραννοκτόνος, τι θα απεκρίνεσο τότε; Τώρα όμως δεν λέγω τούτο, αλλά και
ανέβηκα εις το φρούριον και πολύ εκοπίασα προ του φόνου του νέου• διότι μη
υποθέσετε ότι είνε τόσον εύκολον και άκοπον το πράγμα να νικήση κανείς φρουράν
και να υπερισχύση δορυφόρων και να τους τρέψη εις φυγήν, αλλ' αυτό είνε σχεδόν
το μέγιστον εις την τυραννοκτονίαν και το κυριώτερον. Βέβαια αυτός ο τύραννος
δεν είνε τι μέγα και δυσνίκητον και δυσφόνευτον, αλλ' οι φρουρούντες και
υποστηρίζοντες την τυραννίαν. Όστις νικήση αυτούς τα πάντα κατώρθωσε και το
υπολειπόμενον είνε μικρόν. Δεν θα κατώρθωνα να φθάσω μέχρι των τυράννων, εάν δεν
ενίκων τους γύρω αυτών φύλακας και δορυφόρους όλους,αν εκείνους όλους δεν
κατετρόπωνα προηγουμένως. Ουδέν άλλο προσθέτω,αλλ' επαναλαμβάνω• την φρουράν
ενίκησα, τους δορυφόρους κατέκοψα και τον τύραννον αφύλακτον, άοπλον, γυμνόν της
δυνάμεως του κατέστησα. Δεν σου φαίνεται λοιπόν ότι διά ταύτα είμαι άξιος τιμής
ή εξακολουθείς ακόμη να απαιτής παρ' εμού τον φόνον του τυράννου; Αλλ' εάν και
φόνον απαιτής και ο φόνος υπάρχει• δεν είμαι αναίμακτος, αλλ' έκαμα μεγάλην και
γενναίαν σφαγήν νέου ακμαίου και εις όλους φοβερού, εξ αιτίας του οποίου και
ουδείς ετόλμα να επιβουλευθή την ζωήν του τυράννου, όστις εις αυτόν είχε
πεποίθησιν, και ήτο ίσος με πολλούς δορυφόρους. Λοιπόν δεν είμαι άξιος αμοιβής,
αλλά πρέπει αφού τοιαύτα κατώρθωσα να μείνω χωρίς τιμάς; Και αν εφόνευα ένα
δορυφόρον, αν εσκότωνα ένα υπηρέτην του τυράννου, ένα δούλον πιστόν, δεν θα
εφαίνετο και τούτο μέγα, να ανέλθω εις την ακρόπολιν και εκεί μεταξύ των ενόπλων
ανδρών να φονεύσω ένα εκ των φίλων του τυράννου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τώρα δε σκέψου και ποίος ήτο ο φονευθείς• υιός
τυράννου, μάλλον δε τύραννος και αυτός και τύραννος χειρότερος και πλέον
ανυπόφορος,σκληρότερος εις τας τιμωρίας του και βιαιότερος εις τας ύβρεις, το δε
σπουδαιότερον κληρονόμος και διάδοχος όστις επί πολύ θα ηδύνατο να παρατείνη την
δυστυχίαν μας. Θέλεις να δεχθώμεν ότι μόνον τούτο έπραξα και ότι ζη ακόμη ο
τύραννος, διαφυγών τον θάνατον; Λοιπόν διά τούτο ζητώ βραβείον. Τι λέγετε; δεν
θα δώσετε;, Δεν ήτο εκείνος τον οποίον εφοβείσθε; δεν ήτο δεσποτικός; δεν ήτο
σκληρός; δεν ήτο ανυπόφορος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τώρα επικαλούμαι την προσοχήν σας και εις το
εξής σπουδαίον σημείον•και εκείνο το οποίον απαιτεί παρ' εμού ο αντίπαλος άριστα
έπραξα και τον τύραννον εφόνευσα δι' άλλου φόνου, ουχί απλώς, ούτε δι' ενός
τραύματος, το οποίον αυτός θα εθεώρει πολύ ελαφράν τιμωρίαν διά τοιαύτα
αδικήματα, αλλά τον εβασάνισα προηγουμένως με πολλήν λύπην και τον έκαμα να ίδη
εκείνον τον οποίον υπερηγάπα οικτρώς φονευμένον και κυλιόμενον εις το αίμα του,
υιόν εις την ακμήν της νεότητος, αν και φαύλον, και ομοιάζοντα προς αυτόν. Αυτά
είνε διά τους πατέρας τα θανάσιμα τραύματα, αυτά είνε τα ξίφη τα οποία πρέπει να
μεταχειρίζωνται οι δίκαιοι τυραννοκτόνοι και τοιούτος πρέπει να είνε ο θάνατος
των ωμών τυράννων, τοιαύτη η τιμωρία η αρμόζουσα εις τόσα εγκλήματα. Το ναποθάνη
ευθύς και ναγνοή, να μη ίδη κανέν τοιούτον θέαμα, δεν είνε τιμωρία αξία δι' ένα
τύραννον. Διότι δεν ηγνόουν, ούτε εκ των άλλων ηγνόει κανείς πόσην ο τύραννος
έτρεφε προς τον υιόν του αγάπην και ότι δεν θα ήτο ικανός ουδ' επ' ολίγον καιρόν
να ζήση κατόπιν αυτού. Πάντες ίσως οι πατέρες αγαπούν ομοίως τα τέκνα των•αλλ'
αυτός δικαίως τον ηγάπα κάπως περισσότερον των άλλων, διότι έβλεπεν ότι εκείνος
ήτο ο μόνος υποστηρικτής και φύλαξ της τυραννίας,και μόνος προέβαλλε το στήθος
του χάριν του πατρός και παρείχεν εις την εξουσίαν του την ασφάλειαν. Ώστε αν
όχι διά την αγάπην, αλλά διά την απελπισίαν εγνώριζα ότι θα απέθνησκεν ευθύς,
διότι θα ενόμιζε την ζωήν πλέον ανωφελή, αφού θα έχανε την ασφάλειαν την οποίαν
του παρείχεν ο υιός του. Με όλα λοιπόν συγχρόνως τον επολιόρκησα, με την φυσικήν
αδυναμίαν, την λύπην, την απόγνωσιν, τον φόβον, την διάψευσιν των ελπίδων του
διά το μέλλον. Ταύτα μου εχρησίμευσαν ως σύμμαχοι εναντίον του• και ούτω τον
ηνάγκασα να φθάση εις την απόφασιν της αυτοκτονίας. Απέθανε δε άτεκνος,
περίλυπος, κλαίων και οδυρόμενος,πενθών βραχύ μεν πένθος, αλλ' αρκετόν δι' ένα
πατέρα, και το φοβερώτερον εφόνευσεν αυτός εαυτόν, το οποίον είνε ο οικτρότατος
των θανάτων και πολύ φοβερώτερος παρά εάν φονευθή κανείς υπό άλλου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πού είνε το ξίφος μου; μήπως κανείς άλλος το
γνωρίζη; μήπως είνε άλλου τινός όπλον; ποιος το ανεβίβασεν εις την ακρόπολιν;
ποίος το μετεχειρίσθη πριν ή το μεταχειρισθή ο τύραννος; τις το απέστειλε
κατ'εκείνου; ξίφος, σύντροφε και διάδοχε των κατορθωμάτων μου, μετά τόσους
κινδύνους και μετά τόσους φόνους μας περιφρονούν και μας θεωρούν αναξίους
αμοιβής. Και αν μόνον χάριν τούτου εζήτουν παρ' υμών την τιμήν, αν έλεγον άνδρες
δικασταί, ο τύραννος απεφάσισε να αποθάνη και επειδή ευρέθη εκείνην την ώραν
άοπλος, το ξίφος μου τον υπηρέτησε και προς την απελευθέρωσίν μας συνετέλεσε,
δεν θα μ' ενομίζατε άξιον τιμής και αμοιβής μόνον διότι είμαι κύριος πράγματος
τόσον πατριωτικού; Δεν θα με αντημείβατε; δεν θα με κατετάσσατε μεταξύ των
ευεργετών και δεν θα εφυλάσσατε το ξίφος ως κειμήλιον ιερόν; και δεν θα το
επροσκυνείτε μετά των θεών;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και τώρα δυνάμεθα να φαντασθώμεν τι έπραξε και
τι είπεν ο τύραννος προ του θανάτου του. Όταν εγώ τον εφόνευα και του κατέφερα
πολλά τραύματα εις τα φαινόμενα μέρη του σώματος, ώστε να προξενήση μεγαλειτέραν
λύπην εις τον πατέρα του και εις το πρώτον βλέμμα να του σπαράξη την ψυχήν, ο
νέος ανεφώνησε γοερώς επικαλούμενος τον πατέρα του, όχι βέβαια ως βοηθόν και
σύμμαχον, διότι εγνώριζεν ότι ήτο γέρων και αδύνατος, αλλά διά να ίδη την
δυστυχίαν του. Εγώ μετά τούτο έφυγα•αφού έγεινα ποιητής της όλης τραγωδίας,
αφήκα εις τον τραγωδόν τον νεκρόν και την σκηνήν και το ξίφος και τα λοιπά του
δράματος• φθάσας δ' εκείνος και ιδών τον μονογενή υιόν του μόλις αναπνέοντα
ακόμη,καταιματωμένον και κατασφαγμένον και φέροντα τραύματα πολλά και συνεχή,
ανεφώνησε• τέκνον μου εχαθήκαμεν, εφονεύθημεν,ετυραννοκτονήθημεν, Πού είνε ο
φονεύς σου; διατί δεν φονεύει και εμέ;τι με αφίνει αφ' ου ήδη ο θάνατός σου,
τέκνον μου, με φονεύει; ή με περιφρονεί ως γέροντα και με την βραδύτητα θέλει να
με τιμωρήση περισσότερον και παρατείνει τον θάνατόν μου και κάμνει μακρότερον το
μαρτύριόν μου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και ενώ έλεγε ταύτα εζήτει το ξίφος• διότι ήτο
άοπλος, επειδή είχε πεποίθησιν εις την εξ αιτίας του υιού του ασφάλειαν. Αλλ'
ουδέ τούτο του έλειψε, διότι και τούτο ήδη του είχα προπαρασκευάσει και διά την
τραγικήν του απόφασιν το είχα εγκαταλείψει. Αποσπάσας λοιπόν εκ του σώματος του
υιού του το ξίφος είπε• Προ ολίγου με εφόνευσες, τώρα δε ανάπαυσε με, ξίφος, και
δόσε παρηγορίαν εις πατέρα πενθούντα, με γεροντικήν χείρα δυστυχή συνεργάσθητι
και σφάξε, τυραννοκτόνησε και από την θλίψιν απάλλαξε. Είθε να σε συνήντων
πρώτος εγώ και να επρολάμβανα να φονευθώ πρώτος. Θα απέθνησκα ούτω τουλάχιστον
με την ιδέαν ότι μένει εκείνος ο οποίος θα μ' εκδικηθή. Τώρα αποθνήσκω άτεκνος
και ουδέ φονέα ευρίσκω διά να με φονεύση. Και ενώ έλεγε ταύτα συγχρόνως, εβύθιζε
το ξίφος εις το στήθος του τρέμων και μη έχων δύναμιν, έχων την απόφασιν, αλλ'
όχι και την δύναμιν να εκτελέση την απόφασίν του. Πόσαι τιμωρίαι είνε αυτά; πόσα
τραύματα; πόσοι θάνατοι;πόσαι τυραννοκτονίαι; και πόσας δωρεάς
αξίζουν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τέλος πάντων είδατε όλοι τον μεν νέον νεκρόν
κατακείμενον, πράγμα το οποίον δεν ήτο μικρόν και εύκολον έργον, τον δε γέροντα
να τον έχη περιβάλει με τους βραχίονάς του και το αίμα των ν' αναμιγνύεται, ως
σπονδή της ελευθερίας και της νίκης, έργον του ξίφους μου, το οποίον ευρίσκετο
μεταξύ αυτών, άξιον του κυρίου του και μαρτυρούν ότι πιστώς με υπηρέτησεν. Εάν
έπραττα εγώ τούτο θα είχεν ολιγωτέραν σημασίαν, ενώ τώρα το καινοφανές το
καθιστά λαμπρότερον. Ο καταλύσας λοιπόν την τυραννίαν όλην είμαι εγώ•
διαμοιράζεται δε εις πολλούς το έργον, όπως εις τα δράματα• και τα μεν πρώτα
μέρη υπεκρίθην εγώ, τα δεύτερα δε ο υιός του τυράννου και τα τρίτα αυτός ο
τύραννος• το δε ξίφος μας υπηρέτησεν όλους.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">Α Π Ο Κ Η Ρ Υ Τ Τ Ο Μ Ε
Ν Ο Σ {25}</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Νέος τις, τον οποίον ο
πατήρ του είχεν αποκληρώσει, εσπούδασεν ιατρικήν. Έπειτα εθεράπευσε τον πατέρα
του, ο οποίος έπαθεν από παραφροσύνην και οι ιατροί τον είχον απελπίσει, ο δε
πατήρ του τον ανεγνώρισε πάλιν ως υιόν του. Μετά ταύτα έπαθε και η μητρυιά του
τας φρένας και ο πατήρ του τον παρεκάλεσε να την θεραπεύση και επειδή ηρνήθη, ο
πατήρ του τον απεκήρυξεν εκ νέου.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Δεν είνε νέα δι' υμάς, ω άνδρες δικασταί, ούτε
θα σας εκπλήξουν όσα ο πατήρ μου ταύτην την στιγμήν ενεργεί εναντίον μου, ούτε
πρώτην φοράν με καταδιώκει κατ' αυτόν τον τρόπον η οργή του, αλλ' είνε πρόχειρον
εις αυτόν αυτό το μέσον της τιμωρίας και πολύ συχνά έρχεται εις το δικαστήριόν
σας. Αλλά το καινοφανές εις την δυστυχίαν μου τώρα είναι ότι εγώ μεν δεν έπραξα
τίποτε διά το οποίον να κατηγορούμαι, αλλά κινδυνεύω να τιμωρηθώ διά την
επιστήμην μου, επειδή δεν δύναται να υπακούη εις όλας τας διαταγάς του πατρός
μου. Αλλά δύναται να γείνη τι παραλογώτερον από το να θεραπεύη ο ιατρός κατά
διαταγήν, όχι όπως η επιστήμη δύναται, αλλ' όπως ο πατήρ θέλει; Θα ήτο ευχής
έργον αν η ιατρική είχε και φάρμακον το οποίον όχι μόνον τους παράφρονας να
θεραπεύη, αλλά και των αδίκως, οργιζομένων την οργήν να παύη, διά να δυνηθώ να
θεραυπεύσω και τούτο το νόσημα του πατρός μου. Τώρα η μεν παραφροσύνη του
εντελώς έπαυσεν, αλλ' η οργή του επί μάλλον επιτείνεται• και το χειρότερον είνε
ότι διά μεν τους άλλους όλους είνε φρόνιμος, μόνον δε εναντίον εμού ο οποίος τον
εθεράπευσα, μαίνεται.Βλέπετε ποίαν αμοιβήν έλαβα διά την θεραπείαν• με
αποκηρύττει και πάλιν και διά δευτέραν φοράν με αποκληροί. Φαίνεται ότι με
ανεκάλεσε μόνον και μόνον διά να με εκδιώξη εκ νέου και εντός ολίγου και ούτω
ατιμασθώ περισσότερον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγώ, προκειμένου περί πραγμάτων εξαρτωμένων εκ
της θελήσεώς μου και δυνατών, δεν περιμένω να με διατάξη• και όταν έπασχε
προσήλθον εις βοήθειάν του χωρίς να με καλέση. Αλλ' όταν πρόκηται περί νοσήματος
το οποίον δεν επιδέχεται καμμίαν θεραπείαν, ουδέ να επιχειρήσω θέλω,προκειμένου
δε περί της γυναικός εκείνης είμαι δικαίως ακόμη ατολμότερος• διότι σκέπτομαι τι
έχω να πάθω από τον πατέρα μου, εάν αποτύχω, αφού και χωρίς ν' αρχίσω την
θεραπείαν αποκηρύττομαι.Λυπούμαι διά το πάθημα της μητρυιάς μου, ω άνδρες
δικασταί, διότι ήτο αγαθή γυνή, και διά τον πατέρα μου ο οποίος στενοχωρείται
δι' αυτήν,αλλά προ πάντων λυπούμαι διότι φαίνομαι ότι απειθώ και παρακούω εις
τας πατρικάς προσταγάς, μη δυνάμενος να τας εκτελέσω, και ένεκα του ανιάτου της
νόσου και διά την αδυναμίαν της επιστήμης μου. Αλλά μου φαίνεται ότι δεν είνε
δίκαιον να αποκηρύττεταί τις, διότι δεν πράττει όσα δεν δύναται και όσα δεν
υπεσχέθη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εκ των παρόντων δύνασθε να κρίνετε περί των
αιτίων διά τα οποία και προηγουμένως με απεκήρυξεν. Αλλ' εγώ νομίζω ότι αρκετά
απελογήθην διά της κατόπιν διαγωγής μου και διά την σημερινήν του κατηγορίαν θα
προσπαθήσω να απολογηθώ όσον δύναμαι, διηγούμενος μικρά τινα περιστατικά εκ του
βίου μου. Εγώ ο αυθάδης και απειθής υιός, ο οποίος γίνομαι αφορμή καταισχύνης
εις τον πατέρα και φαίνομαι ανάξιος της οικογενείας μου, την πρώτην φοράν, ενώ
τόσα μου κατεβόα και μου απέδιδεν ο πατήρ μου δι' ολίγων απήντησα. Απελθών δε εκ
της πατρικής οικίας εσκεπτόμην ότι η καλλιτέρα κρίσις και ψήφος δι' εμέ θα ήτο ο
κατόπιν βίος μου, εάν εφαίνετο διαψεύδων όλα τα παραπτώματα τα οποία μου
απέδιδεν ο πατήρ μου, αν επεδιδόμην εις τας ευγενεστέρας ασχολίας και
συνανεστρεφόμην τους αρίστους. Προέβλεπα δε και υπώπτευα τα γενόμενα, καθότι ο
πατήρ μου είχε τάσιν εις το να οργίζεται αδίκως και να αποδίδη ψευδή εγκλήματα
εις τον υιόν του• και υπήρχόν τινες,οίτινες ενόμιζον ταύτα αρχήν παραφροσύνης,
προανακρούσματα και ακροβολισμόν νοσήματος, το οποίον δεν θα εβράδυνε να επέλθη
και να εκδηλωθή με μίσος παράλογον και σκληρότητα και βλασφημίας εις πάσαν
στιγμήν και δίκας και οργήν και παντός είδους εξάψεις. Διά τούτο ενόμισα ότι δεν
θα εβράδυνα να λάβω ανάγκην της ιατρικής. Ξενητευθείς λοιπόν και μαθητεύσας
πλησίον των καλλιτέρων ξένων ιατρών και αναπτύξας πολλήν επιμέλειαν και
φιλοπονίαν, έμαθα την επιστήμην. Όταν δε επέστρεψα ευρήκα τον πατέρα μου
πάσχοντα ήδη καθαρώς τας φρένας•και οι εντόπιοι ιατροί τον είχον απελπίσει,
διότι δεν ήσαν εις θέσιν να διαγνώσουν κατά βάθος και ακριβώς τα νοσήματα. Αλλ'
εγώ ως καλός υιός ούτε εμνησικάκησα διά την αποκλήρωσίν μου, ούτε επερίμενα να
με καλέσουν διότι δεν είχα και καμμίαν αφορμήν εναντίον του, αφού παν ό,τι μου
έκαμε δεν προήρχετο απ' αυτού, όπως ήδη είπον, αλλ' εκ του νοσήματος. Μετέβην
λοιπόν απρόσκλητος, αλλά δεν ήρχισα αμέσως την θεραπείαν, διότι ούτω πράττομεν
οι ιατροί και η τέχνη μας διδάσκει να εξετάζωμεν πρώτον εάν το νόσημα είνε
θεραπεύσιμον ή αθεράπευτον και υπερβαίνη τα όρια της επιστήμης• και τότε αν μεν
είναι ιάσιμον επιχειρούμεν την θεραπείαν και πάσαν επιμέλειαν καταβάλλομεν διά
να σώσωμεν τον πάσχοντα• εάν δε ίδωμεν ότι το νόσημα έχει ήδη επικρατήσει και
νικήσει τον οργανισμόν, ούτε δοκιμάζομεν κατ' αυτού τα φάρμακά μας, διότι
ακολουθούμεν παλαιάν τινα παραγγελίαν των προπατόρων της ιατρικής επιστήμης,
οίτινες έλεγον ότι δεν πρέπει να επιχειρούμεν την θεραπείαν νοσημάτων, τα οποία
έχουν ήδη επικρατήσει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ιδών λοιπόν ότι ο πατήρ μου ευρίσκετο ακόμη εις
κατάστασιν παρέχουσαν ελπίδας και ότι το πάθος του δεν ήτο υπέρτερον της
επιστήμης, αφού επί πολύ τον εξήτασα λεπτομερώς και ακριβώς, ήρχισα την
θεραπείαν και με θάρρος του έδιδα φάρμακα, καίτοι πολλοί εκ των παρόντων
εθεώρουν υπερβολικήν την δόσιν του φαρμάκου και εσυκοφάντουν την θεραπείαν και
ήσαν έτοιμοι προς κατηγορίας. Και αυτή δε η μητρυιά μου εφοβείτο και εδυσπίστει,
όχι διότι με εμίσει, αλλά διότι εφοβείτο και εγνώριζεν ακριβώς την δεινήν
κατάστασιν εις την οποίαν ευρίσκετο ο πατήρ μου•συζώσα με τον άρρωστον, εγνώριζε
μόνη αυτή τα καθέκαστα του νοσήματός του. Αλλ' εγώ χωρίς ν' αποδειλιάσω
παντάπασι—διότι εγνώριζα ότι δεν με ηπάτησαν τα συμπτώματα, ούτε η επιστήμη θα
μ' επρόδιδεν—εβεβαίουν την ίασιν από της αρχής της θεραπείας, μολονότι τινές εκ
των φίλων μου με συνεβούλευαν να μη έχω τόσην αυτοπεποίθησιν, μήπως η αποτυχία
γείνη αφορμή μεγαλειτέρας συκοφαντίας εναντίον μου, ότι ηθέλησα να εκδικηθώ τον
πατέρα διά δηλητηρίου, επειδή εμνησικάκουν δι' όσα έπαθα εκ μέρους αυτού. Το
βέβαιον είνε ότι εντός ολίγου εθεραπεύθη και ανέκτησε το λογικόν και την
διαύγειαν του πνεύματος• οι δε συμπολίται εθαύμαζον και η μητρυιά μου
επεδαψίλευεν επαίνους και ήτο φανερά η μεγάλη της χαρά και διά την ιδικήν μου
επιτυχίαν και διά την θεραπείαν του πατρός μου. Ούτος δε—και επικαλούμαι την
μαρτυρίαν του—χωρίς να διστάση και χωρίς να παρακινηθή υπό άλλου, άμα έμαθε τα
γενόμενα ανεκάλεσε την αποκήρυξιν, με ανεγνώρισεν εκ νέου ως υιόν του και με
απεκάλεσε σωτήρα και ευεργέτην, ομολογών δε ότι τώρα εγνώρισε την αξίαν και την
αγαθότητα του χαρακτήρας μου και μετενόει διά την προτέραν προς εμέ διαγωγήν
του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τούτο επροξένησεν ευχαρίστησιν μεν εις πολλούς
αγαθούς ανθρώπους,λύπην δε εις τους μοχθηρούς, οίτινες χαίρουν περισσότερον διά
μίαν αποκήρυξιν παρά διά μίαν υιοθεσίαν. Είδα δε τότε ότι το πράγμα δεν έκαμεν
ομοίαν εντύπωσιν εις όλους, αλλ' ότι τινές ήλλαξαν χρώμα και το βλέμμα των
εταράχθη και το πρόσωπον αυτών έδειξε δυσαρέσκειαν, όπως συμβαίνει εις τον
φθόνον και το μίσος. Αλλ' ημείς δεν εδίδαμεν προσοχήν παρά μόνον εις την χαράν,
διότι επανεβλεπόμεθα και συνεφιλιούμεθα μετά τον μακρόν μας
αποχωρισμόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά μετ' ολίγον ήρχισε και η μητρυιά μου να
πάσχη από νόσημα σοβαρόν και παράδοξον• το παρηκολούθησα δε ευθύς από της αρχής
του• και δεν ήτο απλούν, ουδέ ελαφρόν είδος μανίας, αλλ' ως παλαιόν κακόν το
οποίον υπεκρύπτετο προ πολλού εις την ψυχήν της, εξέσπασε διά μιας και εκδηλωθέν
την κατεκυρίευσεν. Έχομεν πολλά σημεία εκ των οποίων διαγινώσκομεν τους
πάσχοντας από ανίατον παραφροσύνην, έν δε παράδοξον παρετήρησα εις εκείνην την
γυναίκα• προς μεν τους άλλους είνε ημερωτέρα και ενώπιον αυτών το νόσημά της
ησυχάζει• άμα δε ίδη ιατρόν ή και μόνον ακούση το όνομα ιατρού, εξερεθίζεται
μεγάλως, το οποίον είνε σημείον της δεινής και ανιάτου καταστάσεώς
της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ταύτα δε βλέπων εγώ εστενοχωρούμην και
ελυπούμην την γυναίκα, διότι είνε καλή και αδίκως πάσχει. Ο δε πατήρ μου εξ
αμαθείας — διότι ούτε την προέλευσιν, ούτε την αιτίαν, ούτε την σοβαρότητα του
νοσήματος εγνώριζε — μου είπε να την θεραπεύσω και να της δώσω το αυτό φάρμακον
διότι ενόμιζεν ότι έν μόνον είδος παραφροσύνης υπάρχει και ότι το νόσημα της
συζύγου του ήτο το ίδιον με το ιδικόν του και εκ της αυτής θεραπείας είχεν
ανάγκην. Όταν δε του είπα την καθαράν αλήθειαν, ότι είνε αδύνατον να σωθή η γυνή
και ωμολόγησα ότι το νόσημα ήτο υπέρτερον των δυνάμεων μου, κατελήφθη υπό
αγανακτήσεως και οργής και έλεγεν ότι εκουσίως εγκατέλειπα εις την τύχην της την
γυναίκα, ότι ήθελα την καταστροφήν της και διά την αδυναμίαν της τέχνης
κατηγόρει εμέ. Και είνε μεν σύνηθες εις τους λυπουμένους να θυμώνουν κατ'
εκείνων οι οποίοι λέγουν προς αυτούς απεριφράστως την αλήθειαν• αλλ' εγώ θα
προσπαθήσω να δικαιολογηθώ και υπέρ του εαυτού μου και υπέρ της
επιστήμης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και θαρχίσω από τον νόμον, κατά τον οποίον
ούτος θέλει να με αποκηρύξη, διά ναποδείξω ότι δεν έχει τώρα όπως πριν το προς
τούτο δικαίωμα. Δεν επιτρέπει ο νομοθέτης εις όλους, πατέρα, να αποκηρύττωσιν
αδιακρίτως τα τέκνα των οσάκις θέλουν, ουδέ δι'οιανδήποτε αιτίαν, αλλ' όπως εις
τους πατέρας επέτρεψε να αποστρέφωνται τα τέκνα των, ούτω και περί των τέκνων
επρονόησεν, ώστε να μη αδικούνται υπό των πατέρων και διά τούτο δεν αφήκε να
γίνεται με απόλυτον έλευθερίαν και χωρίς δίκην η τιμωρία των τέκνων, αλλ' ώρισε
να κρίνεται εις δικαστήριον και ως κριτάς προσδιώρισε εκείνους οίτινες ούτε από
οργήν, ούτε από διαβολήν θα επηρεασθούν εις την κρίσιν του δικαίου• διότι
εγνώριζε ότι πολλάκις και εις πολλούς παράλογοι αφορμαί προκαλούν την οργήν και
άλλοι μεν παρασύρονται από ψευδείς εισηγήσεις,άλλοι πιστεύουν εις δούλον ή
μοχθηρόν γύναιον. Δεν έκρινε λοιπόν δίκαιον να γίνεται η αποκλήρωσις χωρίς
δίκην, ούτε αυθαιρέτως και διά μιας τα τέκνα να αποπέμπωνται εκ της πατρικής
οικίας, αλλ' ώρισε να χύνεται και νερόν υπέρ αυτών {26}, να έχουν το δικαίωμα
της απολογίας και να μη μένη τίποτε ανεξέταστον. Αφού λοιπόν ο νόμος εις μεν τον
πατέρα δίδει το δικαίωμα της κατηγορίας, την δε κρίσιν, εάν η κατηγορία του είνε
δικαία, αφήνει εις υμάς τους δικαστάς, εκείνο μεν διά το οποίον τώρα με
κατηγορεί και διά το οποίον αγανακτεί, ας το αφήσωμεν κατά μέρος επί του
παρόντος, προ τούτου δε εξετάσετε εάν έχη το δικαιωμα να αποκηρύττη αφού άπαξ
απεκήρυξε και έκαμε χρήσιν του δικαιώματος το οποίον του δίδει ο νόμος και
εξεπλήρωσε την πατρικήν αυτήν εξουσίαν, έπειτα δε πάλιν με ανεγνώρισε και
ανεκάλεσε την αποκήρυξιν. Εγώ υποστηρίζω ότι είνε αδικώτατον το τοιούτον, δήλα
δή να είνε απεριόριστον το δικαίωμα της τιμωρίας των τέκνων και πολλαπλαί αι
τιμωρίαι και ο φόβος αιώνιος, ο δε νόμος οτέ μεν να συμμερίζεται την οργήν του
πατρός, οτέ δε και μετ' ολίγον να ξεθυμώνη μετ' αυτού και πάλιν να επανέρχεται
εις την οργήν και ούτω το δίκαιον να στρέφεται πότε ούτω και πότε άλλως,
αναλόγως προς τας κατά καιρόν διαθέσεις των πατέρων. Βεβαίως διά πρώτην φοράν
είνε δίκαιον να συναγανακτή μετά του πατρός ο νόμος και να του αναγνωρίζη το
δικαίωμα της τιμωρίας των τέκνων αλλ' εάν άπαξ εξαντλήση την εξουσίαν του και
κάμη χρήσιν του δικαιώματος και ικανοποιήση την οργήν του, έπειτα δε,
εάν,μεταπεισθείς ότι το αποκηρυχθέν τέκνον είνε αγαθόν, το υιοθετήση εκ νέου,
πρέπει να μείνη εις αυτό το σημείον και να μη μεταπηδά ούτε να αλλάσση γνώμην
και να μεταβάλη την κρίσιν. Διότι όταν μεν γεννάται το τέκνον ουδέν υπάρχει
γνώρισμα ότι θα γείνη κακόν ή καλόν και διά τούτο επιτρέπεται εις τους πατέρας
να αποβάλλουν τους αναξίους της οικογενείας των, καθότι τους ανέθρεψαν χωρίς να
γνωρίζουν οποίοι θ'απέβαινον. Όταν όμως εν γνώσει και εκουσίως και κατόπιν
δοκιμασίας ανακαλούν τους αποκηρυχθέντας, πώς δύναται να δικαιολογηθή η
μετάγνωσις και η ανάμιξις εκ νέου του νόμου; Ο νομοθέτης δύναται να σου είπη•
εάν αυτός ο υιός σου ήτο κακός και άξιος ν' αποκηρυχθή,διατί ανεκάλεσες την
αποκήρυξιν; διατί τον επανέφερες εις την οικίαν σου; διατί κατήργησες την
απόφασιν του νόμου; Ήσο ελεύθερος και ηδύνασο να μη πράξης ταύτα. Διότι δεν σου
επιτρέπεται να παίζης με τους νόμους, ούτε διά τας ιδιοτροπίας σου να συγκαλής
τα δικαστήρια και να υποβάλης εις κόπους τους δικαστάς και να τους
μεταχειρίζεσαι ως υπηρέτας των ορέξεών σου, ούτως ώστε οτέ μεν να τιμωρούν, οτέ
δε να συμφιλιώνουν, κατά τας διαθέσεις σου. Μίαν φοράν εγέννησες, μίαν φοράν
ανέθρεψες, μίαν φοράν έχεις και το δικαίωμα ν' αποκηρύττης ως αντάλλαγμα τούτων
και τότε εάν δικαίως το απαιτής• αλλά το απεριόριστον και αιώνιον δικαίωμα της
αποκηρύξεως είνε πάρα πολύ και υπερβαίνει την πατρικήν εξουσίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λοιπόν προς Θεού, ω άνδρες δικασταί, μη
επιτρέψετε εις αυτόν, αφού εκουσίως ανεκάλεσε την αποκήρυξιν και κατήργησε την
παλαιάν απόφασιν του δικαστηρίου και έδειξε μεταμέλειαν, πάλιν να επανέλθη εις
την αυτήν τιμωρίαν και ν' ανατρέξη εις την πατρικήν εξουσίαν, η οποία εγένετο
ήδη εκπρόθεσμος και έχασε την δύναμίν της, αφού ενηργήθη ήδη υπ' αυτού και
εξηντλήθη. Βλέπετε ότι και εις τα άλλα δικαστήρια εάν τις νομίζη ότι ηδικήθη υπό
των διά κλήρου εκλεγομένων δικαστών, ο νόμος επιτρέπει να κάμη έφεσιν εις άλλο
δικαστήριον• εάν όμως οι διάδικοι εκουσίως εκλέξουν δικαστάς και αναθέσουν εις
αυτούς, ν'αποφασίσουν διαιτητικώς περί της διενέξεως των, η αναθεώρησις της
δίκης δεν επιτρέπεται. Όταν δε τούτο δεν επιτρέπεται εις εκείνους,οίτινες
εξέλεξαν άλλους διά να κρίνουν, πολύ δικαιότερον είνε να εμμένουν εις εκείνο, το
οποίον οι ίδιοι απεφάσισαν. Ούτω λοιπόν και συ εάν εκείνον τον οποίον απεκήρυξες
ως ανάξιον της οικογενείας σου και ηδύνασο να μη τον ανακαλέσης πλέον, έπειτα
τον έκρινες καλόν και τον εκάλεσες πάλιν πλησίον σου, δεν έχεις πλέον το
δικαιωμα να τον αποκηρύξης. Ότι δεν είνε άξιος να υποστή την αυτήν τιμωρίαν έχει
μαρτυρηθή υπό σου, όστις ήδη ωμολόγησες ότι είνε χρηστός. Κατ' ανάγκην λοιπόν
εις την ανάκλησιν της αποκηρύξεως και την συγχώρησιν δεν χωρεί μετάνοια, μετά
τόσην κρισολογίαν και δύο δίκας, την πρώτην κατά την οποίαν εζήτησες την
αποκήρυξιν και την δευτέραν κατά την οποίαν μετεμελήθης και κατήργησες την
αποκήρυξιν. Αφού ανεκάλεσες τας προηγουμένας σου αποφάσεις, βεβαιοίς τας κατόπιν
αποφάσεις σου. Μένε λοιπόν εις τας τελευταίας και τήρησε την γνώμην σου. Πρέπει
να είσαι πατήρ• διότι τούτο ηθέλησες, τούτο έκρινες, τούτο ενέκρινες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγώ νομίζω ότι και αν δεν ήμην γνήσιον τέκνον
σου, αλλ' υιοθετημένον και ήθελες να με αποκήρυξης, πάλιν δεν θα είχες δικαίωμα•
διότι εκείνος όστις ηδύνατο να μη πράξη τι, δεν δικαιούται, αφού το έπραξε,να το
αναιρέση. Αφού δε εγώ και γνήσιον τέκνον του ήμην, έπειτα δε πάλιν αυτοβούλως
και αυτοπροαιρέτως με υιοθέτησε, πώς είνε δίκαιον να με αποπέμψη εκ νέου και
επανειλημμένως να με στερήση τα υιικά δικαιώματα; Και δούλος αν ήμην, και
νομίσας κατ' αρχάς ότι είμαι φαύλος μ' έβαλες εις τα δεσμά, μεταπεισθείς δε
έπειτα ότι ουδέν κακόν έπραξα, μου έδωκες την ελευθερίαν μου, νομίζεις ότι σου
επετρέπετο να με επαναφέρης εις την αυτήν δουλείαν; Ουδόλως. Διότι περί των
τοιούτων αποφάσεων αξιούν οι νόμοι να είνε ανέκκλητοι και διά παντός να ισχύουν.
Θα ηδυνάμην να είπω πολλά ακόμη περί του ότι δεν επιτρέπεται εις τον πατέρα ν'
αποκηρύττη τον άπαξ αποκηρυχθέντα και εκουσίως συγχωρηθέντα, αλλ' αρκούμαι εις
αυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τώρα δε ας ίδωμεν ποίος είμαι, όταν ο πατήρ μου
θέλη να με αποκηρύξη•και δεν θα είπω ότι την μεν πρώτην φοράν ήμουν χωρίς
επάγγελμα, τώρα δε ιατρός• διότι η επιστήμη ουδόλως θα συντελέση προς
υπεράσπισίν μου•ουδέ ότι τότε μεν ήμουν νέος, τώρα δε έχω ηλικίαν ώριμον, ήτις
είνε εγγύησις ότι δεν δύναται να κάμω παρεκτροπάς και αφροσύνας• διότι και τούτο
ίσως δεν είνε πολύ σημαντικόν. Αλλά την πρώτην φοράν, χωρίς να του κάμω τίποτε
κακόν, ως δύναμαι να βεβαιώσω, αλλά και χωρίς να του κάμω τίποτε καλόν μ'
εξεδίωξε• τώρα δε, ότε είμαι σωτήρ και ευεργέτης του (δύναται να υπάρξη
μεγαλειτέρα αχαριστία;) αφού τον έσωσα και με την βοήθειάν μου διέφυγε τοιούτον
κίνδυνον, με ανταμείβει κατ' αυτόν τον τρόπον παρευθύς διά την θεραπείαν
εκείνην. Χωρίς κανένα λόγον αποπέμπει εκείνον όστις δικαίως ηδύνατο να εκδικηθή
διά την άδικον αποκήρυξίν του, και όχι μόνον δεν εμνησηκάκησεν, αλλά και τον
έσωσε και του επανέφερε το λογικόν. Δεν ήτο μικρά, ουδέ κοινή και τυχαία η προς
αυτόν ευεργεσία μου, ω άνδρες δικασταί, και όμως βλέπετε, τι απολαμβάνω τώρα
παρ' αυτού. Εάν δε αυτός δεν ενθυμήται ένεκα της ασθενείας του τα τότε γενόμενα,
αλλ' υμείς όλοι γνωρίζετε τι έπραττε κατά την ασθένειάν του, πως έπασχε και εις
ποίαν κατάστασιν εγώ τον παρέλαβα, όταν οι άλλοι ιατροί είχον απελπισθή να τον
κάμουν καλά, οι δε συγγενείς του τον απέφευγον και ούτε ετόλμων να τον
πλησιάσουν, και εις τοιαύτην υγείαν τον επανέφερα, ώστε σήμερον να δύναται να
διεξάγη δίκας και να συζητή περί των νόμων. Αλλ' έχεις, πατέρα, πρόχειρον
παράδειγμα διά να καταλάβης εις ποίαν κατάστασιν ήσο τότε• ήσο περίπου εις την
κατάστασιν της γυναικός σου και εγώ σε επανέφερα εις την προτέραν σου φρόνησιν.
Δεν είνε λοιπόν δίκαιον να με ανταμείβης κατ'αυτόν τον τρόπον και μόνον εναντίον
μου να μεταχειρίζεσαι τον νουν τον οποίον με την βοήθειάν μου
ανέκτησες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ότι δε δεν ήτο μικρά η ευεργεσία την οποίαν σου
έκαμα, φαίνεται και εξ εκείνων τα οποία μου κατηγορείς. Αφού με μισείς διότι δεν
θεραπεύω την γυναίκα σου, η οποία ευρίσκεται εις τα έσχατα και πάσχει
δεινώς,έπρεπε μάλλον να με υπεραγαπάς διότι από ομοίαν δυστυχίαν σε έσωσα και να
μου γνωρίζης χάριν διά την τοιαύτην ευεργεσίαν. Συ όμως αχαριστότατα άμα
ανέκτησες το λογικόν με ενήγαγες εις το δικαστήριον και ως αμοιβήν της σωτηρίας
σου με τιμωρείς, επανέρχεσαι εις το αρχαίον μίσος σου και τον αυτόν νόμον
επικαλείσαι. Ωραίαν αμοιβήν δίδεις εις την επιστήμην και κατ' αξίαν πληρώνεις τα
φάρμακα,καταδιώκων τον ιατρόν, αφού σου έδωκε την υγείαν. Υμείς δε, ω άνδρας
δικασταί, θα επιτρέψετε εις αυτόν να τιμωρήση τον ευεργέτην του, να εκδιώξη τον
σωτήρα του, να μισή εκείνον όστις τον εθεράπευσε και να καταδιώκη εκείνον όστις
τον ανέστησε; Βεβαίως όχι, αν είσθε δίκαιοι.Διότι και αν συνέβαινε να είμαι
μέγας πταίστης, μου οφείλει μίαν χάριν όχι μικράν, εις ην αποβλέπων ο πατήρ μου
και ενθυμούμενος, έπρεπε να παύση να μνησικακή και προθύμως να με συγχωρήση και
μάλιστα αφού το καλόν το οποίον του έκαμα είνε τοιούτον, ώστε να υπερβαίνη την
προσβολήν. Νομίζω ότι τοιαύτη είνε η θέσις μου απέναντι τούτου, τον οποίον έσωσα
και όστις μου οφείλει την ζωήν, αφού του απέδωκα την ύπαρξιν και το λογικόν, ότε
ήδη οι άλλοι ιατροί τον είχον απελπίσει και ωμολόγουν ότι η επιστήμη των ήτο
ανίκανος να καταπολεμήση το νόσημά του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τούτο δε μου φαίνεται ότι έτι μάλλον
μεγαλοποιεί την ευεργεσίαν μου,ότι χωρίς να είμαι υιός του τότε και χωρίς να έχω
ανάγκην ή καθήκον να τον θεραπεύσω, αλλ' αν και ανεξάρτητος και ξένος, αφού ο
φυσικός μας δεσμός είχε λυθή, δεν εφάνην αδιάφορος, αλλ' εκουσίως, απρόσκλητος
και αυθόρμητος επήγα προς αυτόν, τον εβοήθησα, τον επεριποιήθην επιμελώς,τον
εθεράπευσα, τον επανέφερα εις την υγείαν και ως πατέρα μου τον έσωσα. Ούτω δε
έκαμα την καλλιτέραν απολογίαν διά την αποκήρυξίν μου και διά της αγάπης έπαυσα
την οργήν του, διά της φιλοστοργίας κατέλυσα τον νόμον και διά μεγάλου
ευεργετήματος εξηγόρασα την επάνοδον εις την οικογένειάν μου. Εις περίστασιν
τόσον κρίσιμον επέδειξα την προς τον πατέρα αφοσίωσίν μου και διά της επιστήμης
μου έγινα άξιος να υιοθετηθώ εκ νέου και εις την δυστυχίαν ανεδείχθην γνήσιος
υιός. Πόσα νομίζετε ότι υπέφερα, πόσον εκοπίασα να είμαι διηνεκώς πλησίον του,
να τον υπηρετώ, να παρακολουθώ το νόσημά του; και άλλοτε μεν υπεχώρουν εις την
ορμήν του πάθους, άλλοτε δε οσάκις ολίγον το νόσημα ενέδιδε,εφήρμοζα κατ' αυτού
τα υποδεικνυόμενα υπό της επιστήμης μέσα. Το δυσκολώτατον δε και κινδυνωδέστατον
πράγμα εις την ιατρικήν είνε να θεραπεύη τις τοιούτους ασθενείς και να τους
πλησιάζη ευρισκομένους εις τοιαύτην κατάστασιν• διότι πολλάκις εις τας στιγμάς
των παροξυσμών του πάθους των μεταδίδουν εις τους περιστοιχούντας αυτούς την
λύσσαν υπό της οποίας κατέχονται. Και όμως όλα ταύτα δεν με απεθάρρυναν, ούτε με
απεδειλίασαν, αλλά μένων διαρκώς πλησίον του πάσχοντος και παλαίων προς το
νόσημα, το κατέβαλα επί τέλους διά των φαρμάκων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οι ακούοντες ταύτα θα είπουν ίσως• και είνε
τάχα μέγας κόπος να δώση κανείς έν φάρμακον εις άρρωστον; Αλλά προ του φαρμάκου
πρέπει να γίνουν πολλά, να προπαρασκευασθή ο άρρωστος διά την πόσιν του φαρμάκου
και να διαθέση καταλλήλως τον οργανισμόν διά την θεραπείαν• προσέτι δε να
επιμεληθή την όλην ιδιοσυγκρασίαν του αρρώστου διά καθαρσίων και ισχναντικών και
διά καταλλήλου διαίτης• και να του επιβάλη κίνησιν όσην απαιτείται και ύπνον και
ανάπαυσιν. Εις αυτά οι μεν άλλοι άρρωστοι ευκόλως πείθονται• οι παράφρονες όμως,
μη διευθυνόμενοι υπό του λογικού, δυσκόλως υποτάσσονται εις τον ιατρόν και εις
την θεραπείαν ανθίστανται. Όταν δε κατορθώσωμεν να φθάσωμεν εις το τέλος της
θεραπείας και αρχίζωμεν να ελπίζωμεν, επέρχεται πολλάκις μικρόν ατάκτημα, το
οποίον ανατρέπει και καταστρέφει διά μιας ό,τι κατωρθώσαμεν με τόσην δυσκολίαν,
το νόσημα ανακτά την δύναμίν του και η επιστήμη μας ηττάται. Θα επιτρέψετε
λοιπόν εις τούτον ναποκηρύξη πάλιν εκείνον όστις υπέφερε πάντα ταύτα και προς
νόσημα τόσον φοβερόν επάλαισε και το πλέον δυσπολέμητον εκ των νοσημάτων
ενίκησε; Θα του επιτρέψετε να ερμηνεύη τους νόμους όπως θέλει εναντίον του
ευεργέτου και θα τον αφήσετε να υβρίζη την φύσιν; Εγώ υπακούων εις την φύσιν, ω
άνδρες δικασταί, σώζω και διαφυλάττω τον πατέρα μου, αδιαφορών αν με αδική•
αυτός δε, ακολουθών ως λέγει τους νόμους, προσπαθεί να καταστρέψη και θέλει να
στερήση της οικογενείας του τον υιόν του,όστις τον ευηργέτησε. Ενώ αυτός είνε
μισότεκνος, εγώ γίνομαι φιλοπάτωρ. Εγώ σέβομαι την φύσιν, αυτός αδιαφορεί προς
την φύσιν και την καθυβρίζει. Ιδού πατήρ, όστις αδίκως μισεί• ιδού υιός όστις
αδικώτερον αγαπά. Διότι αναγκάζομαι υπό του πατρός μου να κατηγορώ τον εαυτόν
μου, ότι ενώ μισούμαι αγαπώ και αγαπώ περισσότερον του δέοντος.Η φύσις μάλλον
εις τους πατέρας επιτάσσει ναγαπούν τους υιούς των παρά εις τους υιούς ναγαπούν
τους πατέρας των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' ο πατήρ μου εκουσίως και τους νόμους
παραβαίνει, οίτινες δεν επιτρέπουν την αποκήρυξιν των τέκνων τα οποία ουδέν
κακόν έπραξαν, και την φύσιν περιφρονεί, ήτις εμπνέει πολύ φίλτρον εις τους
γεννήτορας προς τα τέκνα των• και μολονότι έχει τας μεγαλειτέρας αφορμάς διά να
διάκηται ευμενώς προς εμέ, πολύ απέχει να τρέφη προς εμέ και αυτήν την αγάπην
την οποίαν επιβάλλει η φύσις• ούτε λαμβάνει τουλάχιστον εμέ ως υπόδειγμα και δεν
μιμείται την αγάπην μου. Αλλ' ω δυστυχία μου, με μισεί ενώ τον αγαπώ και με
αποδιώκει ενώ του είμαι αφωσιωμένος• με αδικεί ενώ τον ευεργετώ και ενώ τον
εγκολπούμαι με αποκηρύττει, τους δε φιλόπαιδας νόμους ως μισόπαιδας
μεταχειρίζεται εναντίον μου. Τι πόλεμος είνε αυτός τον οποίον εγείρεις, πάτερ
μου, μεταξύ των νόμων και της φύσεως;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν είνε ταύτα, δεν είνε όπως τα θέλεις• κακώς
ερμηνεύεις ω πάτερ,τους καλώς κειμένους νόμους. Η φύσις και ο νόμος δεν
αντιμάχονται εις την αγάπην, αλλά συμβαδίζουν και συντρέχουν προς άρσιν των
αδικημάτων.Υβρίζεις τον ευεργέτην, αδικείς την φύσιν. Διατί ομού με την φύσιν
αδικείς και τους νόμους; Ενώ οι νόμοι θέλουν να είνε καλοί και δίκαιοι και να
προστατεύουν τα τέκνα, συ απαιτείς παρ' αυτών το εναντίον και διεγείρων αυτούς
εναντίον του τέκνου σου τους διεγείρεις εναντίον όλων και δεν τους αφίνεις να
προστατεύουν την μεταξύ πατέρων και τέκνων αγάπην όπως θέλουν, αφού δεν έγιναν
εναντίον των μη αδικούντων.Εκείνος δε ο οποίος ζητεί παρά των νόμων να τιμωρούν
διά να μη ανταμείψη και δι' όσα ευηργετήθη, σκεφθήτε εις ποίαν υπερβολήν αδικίας
φθάνει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ότι μεν λοιπόν δεν επιτρέπεται εις τούτον να με
αποκηρύξη, αφού ήδη εξήντλησε την πατρικήν εξουσίαν και έκαμε χρήσιν των νόμων,
και ότι ούτε άλλως είναι δίκαιον, μετά την ευεργεσίαν την οποίαν του έκαμα, να
με αποπέμπη και εκδιώκη εκ της οικογενείας, μου φαίνεται ότι ικανώς ήδη
απεδείχθη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τώρα δε ας έλθωμεν και εις την αιτίαν της
αποκηρύξεως και ας εξετάσωμεν τι είνε το έγκλημα. Είνε δε ανάγκη πάλιν να
ανατρέξωμεν εις την γνώμην του νομοθέτου. Και αν προς στιγμήν υποθέσωμεν ότι σου
επιτρέπεται κατ' επανάληψιν ν' αποκηρύττης και ότι έχεις αυτήν την εξουσίαν και
εναντίον ευεργέτου, πάλιν φρονώ ότι ουχί απολύτως, ουδέ δι' όλας τας αίτιας
δύνασαι ν' αποκηρύττης. Ο νομοθέτης δεν είπεν, ότι οία δήποτε και αν είνε η
αιτίασις του πατρός, ο υιός πρέπει να αποκηρύττεται, αρκεί ο πατήρ να το θέλη
και να το ζήτηση δι' αγωγής.Αν ούτως είχε το πράγμα, τις η ανάγκη τότε του
δικαστηρίου; Εξ εναντίας όμως, ω άνδρες δικασταί, ο νομοθέτης σας επιβάλλει να
εξετάσετε εάν η οργή του πατρός έχη μεγάλας και δικαίας αφορμάς ή μη.Λοιπόν
τούτο τώρα εξετάσατε. Θα σας βοηθήσω δε εις τούτο, διηγούμενος όσα συνέβησαν
ευθύς από της θεραπείας του εκ της παραφροσύνης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Άμα ανέκτησε το λογικόν του ο πατήρ μου, η
πρώτη του φροντίς ήτο να ακυρώση την αποκήρυξιν και ήμουν σωτήρ και ευεργέτης
και τα πάντα, εγώ τότε. Εις ταύτα δε νομίζω δεν ηδύνατο να ευρεθή καμμία αφορμή
κατηγορίας εναντίον μου. Αλλά και μετά ταύτα τι εξ όλων των παραπτωμάτων δύναται
να μου αποδώση; Ποίαν περιποίησιν και ποίαν υπηρεσίαν υιικήν παρέλειψα; πότε
διενυκτέρευσα έξω της πατρικής οικίας; δύνασαι να με κατηγορήσης διά πότους
απρεπείς και τρελλάς διασκεδάσεις; Ποίαν ασωτείαν έκαμα; Εις ποίον καταγώγιον
έκαμα ταραχάς; Ποίος με κατηγόρησε; Κανείς. Αλλ' αυτά είνε εκείνα τα οποία ο
νόμος θεωρεί ως τα κυρίως δίδοντα το δικαίωμα της αποκηρύξεως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' επήλθε το νόσημα της μητρυιάς. Λοιπόν
δι'αυτό πταίω εγώ και απαιτείς να δικασθώ ως υπαίτιος του νοσήματος; Όχι,
λέγεις. Αλλά διατί λοιπόν; Διότι κληθείς να την θεραπεύσης δεν θέλεις και
επομένως είσαι άξιος αποκηρύξεως, επειδή απειθείς εις τον πατέρα σου. Αλλ' ας
αναβάλωμεν το ζήτημα εάν μη δυνάμενος να πράξω όσα με διατάσσει δύναμαι να
θεωρηθώ ως απειθών εις την πατρικήν θέλησιν• και περιορίζομαι απλώς να είπω ότι
ο νόμος ούτε εις αυτόν δίδει το δικαίωμα να διατάσση εις εμέ τα πάντα
αδιακρίτως, ούτε εις εμέ επιβάλλει το καθήκον να υπακούω εις όλα ανεξαιρέτως. Εκ
των προσταγμάτων άλλα μεν δεν συνεπάγονται καμμίαν ευθύνην, αλλά δε είνε άξια
οργής και τιμωρίας. Εάν ασθενής ο ίδιος, εγώ δε σε παραμελώ• εάν με διατάσσης να
φροντίσω διά τα οικιακά μας πράγματα, εγώ δε αδιαφορώ•εάν με αποστέλλης να
επιστατήσω εις τας αγροτικάς μας εργασίας, εγώ δε παρακούω. Πάντα ταύτα και τα
προς αυτά όμοια δύνανται να θεωρηθούν ως εύλογοι αφορμαί και να προκαλέσουν
δικαίως τας πατρικάς μομφάς• τα δε άλλα, όπως τα αναγόμενα εις τας τέχνας και
την εξάσκησιν αυτών,ανήκουν εις τα δικαιώματα ημών των τέκνων και μάλιστα εάν ο
πατήρ προσωπικώς δεν αδικήται. Εάν λόγου χάριν ο πατήρ διατάσση τον ζωγράφον
υιόν του, αυτά, υιέ μου, να ζωγραφίζης και αυτά όχι, και εις τον μουσικόν, αυτήν
την αρμονίαν παίζε και όχι την άλλην, και εις τον σιδηρουργόν, αυτά κατασκεύαζε
και όχι τα άλλα, θα θεωρηθή δίκαιον ν'αποκηρύξη τον υιόν του διότι ούτος δεν
εξασκεί την τέχνην κατά την γνώμην εκείνου; Δεν πιστεύω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η δε ιατρική όσον ευγενεστέρα και χρησιμωτέρα
εις την ζωήν των ανθρώπων τέχνη είνε, τόσον και μεγαλειτέραν ελευθερίαν πρέπει
να έχουν οι εξασκούντες αυτήν, μάλιστα δε είνε δίκαιον να έχουν και προνόμιά
τινα, ουδόλως δε να εξαναγκάζωνται, ούτε να διατάσσωνται εις την εκτέλεσιν έργου
ιερού, το οποίον εδιδάχθη υπό των θεών και εξασκείται υπό σοφών ανθρώπων• ούτε
υπό την δουλείαν του νόμου να γίνεται, ούτε υπό το κράτος φόβου και τιμωρίας
δικαστικής, ούτε να εξαρτάται από την ψήφον δικαστών, την απειλήν πατρός ή την
οργήν οίου δήποτε άλλου. Ώστε και αν σου έλεγα σαφώς και κατηγορηματικώς, δεν
θέλω να την θεραπεύσω,μολονότι δύναμαι, αλλ' έχω την επιστήμην μου μόνον διά τον
εαυτόν μου και διά τον πατέρα μου, δι' όλους δε τους άλλους δεν είμαι
ιατρός,ποίος τύραννος θα ήτο τόσω βίαιος ώστε να με αναγκάση να εξασκήσω την
επιστήμην μου χωρίς να το θέλω; Εις το τοιούτον μου φαίνεται μόνον παρακλήσεις
και ικεσίαι χωρούν, όχι δε νόμοι και θυμοί και αγωγαί ενώπιον των δικαστηρίων. Ο
ιατρός πρέπει να πείθεται, όχι να διατάσσεται, να θέλη, όχι να φοβήται, να μη
σύρεται διά της βίας προς τον άρρωστον, αλλά να μεταβαίνη θεληματικώς και
ευχαρίστως. Η ελευθέρα τέχνη είνε απαλλαγμένη πατρικής κηδεμονείας, αφού εις
τους ιατρούς αι πόλεις απονέμουν δημοσίας τιμάς και πρωτοκαθεδρίας και ασυδοσίαν
και προνόμια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά μόνον θα είχα να είπω υπέρ της επιστήμης,
και αν συ μου την είχες διδάξει και πολύ εφρόντισες και εδαπάνησες διά να με
κάμης επιστήμονα,εγώ δε ηρνούμην να εκτελέσω μίαν θεραπείαν, την περί ης ο
λόγος,καίτοι δυνατήν. Τώρα δε πρέπει να σκεφθής πόσον αυθαίρετος είνε η
άπαίτησίς σου να μη με αφίνης ελεύθερον να μεταχειρισθώ κατά βούλησιν πράγμα το
οποίον είνε κτήμα μου απολύτως. Αυτήν την τέχνην εγώ έμαθα όχι ως υιός σου, ούτε
υποκείμενος εις την κηδεμονείαν σου• και εν τοσούτω την έμαθα προς χάριν σου —
και πρώτος συ την επωφελήθης—χωρίς να λάβω παρά σου καμμίαν βοήθειαν διά να
σπουδάσω. Ποίον διδάσκαλον μου επλήρωσες; ποίων φαρμάκων την κατασκευήν; Ουδένα
και ουδέν, αλλά πενόμενος εγώ και στερούμενος τα χρειώδη εσπούδαζα χάρις εις την
συμπάθειαν και τον οίκτον των διδασκάλων μου. Τα μόνα δε εφόδια τα οποία είχα εκ
μέρους του πατρός μου διά να σπουδάσω ήσαν η λύπη, η ερημία, η στέρησις, το
μίσος της οικογενείας και η αποστροφή των συγγενών. Και εις ανταπόδοσιν τούτων
έχεις την αξίωσιν να διευθύνης την επιστήμην μου και να είσαι κύριος εκείνων τα
οποία απέκτησα όταν δεν ευρισκόμην υπό την εξουσίαν σου; Πρέπει να είσαι
ευχαριστημένος διότι χωρίς να σου οφείλω τίποτε σε ευηργέτησα, ενώ δεν είχες το
δικαίωμα να μου απαιτήσης και τότε καμμίαν χάριν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν πρέπει η ευεργεσία μου να μου γείνη του
λοιπού καθήκον, ούτε η εκουσία εκδούλευσις να γείνη αφορμή ώστε να διατάσσωμαι
να την επαναλαμβάνω ακουσίως, ούτε πρέπει να γείνη έθιμον ώστε ο ιατρός ο οποίος
θα θεραπεύση άπαξ ένα να θεραπεύη όλους και πάντοτε όσους θέλει ο πρώτος
θεραπευθείς. Τοιουτοτρόπως θα καθιστώμεν τυράννους ημών τους παρ' ημών
θεραπευομένους και ως αμοιβήν θα έχωμεν να δουλεύωμεν αυτούς και εις πάντα διά
τον οποίον θα μας διατάσσουν. Δύναται να γείνη πράγμα αδικώτερον τούτου; Διότι
σε εθεράπευσα πάσχοντα σοβαρώς,νομίζεις ότι απέκτησες το δικαίωμα να καταχράσαι
την επιστήμην μου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά θα ηδυνάμην να είπω εάν ο πατήρ μου με
διέτασσε να πράξω πράγματα δυνάμενα να γείνουν και εγώ δεν υπήκουα εις όλα, ούτε
εξηναγκαζόμην να υπακούσω. Τώρα δε εξετάσετε και οποία είνε εκείνα τα οποία μου
επέβαλε να πράξω• αφού εθεράπευσες εμέ, λέγει, από την παραφροσύνην, τώρα δε
έπαθε τας φρένας και η σύζυγός του και πάσχει το αυτό νόσημα— διότι αυτήν την
ιδέαν έχει—και όπως δι' εμέ απηλπίσθησαν και δι' αυτήν οι άλλοι ιατροί, συ δε,
όπως απέδειξες, δύνασαι να θεραπεύσης πάσαν ασθένειαν, θεράπευσε και αυτήν και
σώσε την από το νόσημα. Τούτο ούτω απλώς λεγόμενον δύναται να φανή πολύ λογικόν
και μάλιστα εις ανθρώπους απλούς και απείρους της ιατρικής. Αλλ' εάν ακούσετε
πώς δικαιολογώ εγώ την επιστήμην μου, θα μάθετε ότι ούτε τα πάντα είνε δυνατά
εις τους ιατρούς, ούτε τα νοσήματα είνε της αυτής φύσεως όλα, ούτε δι' όλα είνε
μία και η αυτή θεραπεία, ούτε τα φάρμακα έχουν την αυτήν ενέργειαν επί όλων των
νοσημάτων• και τότε θα γείνη φανερόν ότι παρά πολύ διαφέρει από το μη θέλειν το
μη δύνασθαι. Θα μου επιτρέψετε δε την επιστημονικήν ανάπτυξιν ταύτην και θα σας
παρακαλέσω να μη θεωρήσετε απρεπές ούτε άσκοπον και ξένον προς την υπόθεσιν ή
άκαιρον την περί τούτων ομιλίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εν πρώτοις καίτοι τα σώματα φαίνονται ότι έχουν
την αυτήν σύστασιν,δεν έχουν όμως και την αυτήν φύσιν και ιδιοσυγκρασίαν. Αλλά
τα μεν έχουν τας τάδε ιδιότητας• τα δε τας έχουν εις μεγαλείτερον ή ολιγώτερον
βαθμόν. Αι διαφοραί δε αύται δεν υπάρχουν μόνον μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά
και μόνον μεταξύ ανδρών• και τούτων οι οργανισμοί δεν είνε όμοιοι κατά την
κράσιν και την σύστασιν, διάφορα δε κατ' ανάγκην κατά το μέγεθος και κατά το
είδος είνε και τα νοσήματα τα οποία τους καταλαμβάνουν• άλλα μεν εκ των σωμάτων
είνε ευκολοθεράπευτα και το έργον του ιατρού δι' αυτά δεν είνε δυσχερές,άλλα δε
είνε εις βαθμόν απελπιστικόν φιλάσθενα• και ευκόλως καταλαμβανόμενα υπό των
νοσημάτων κυριεύονται υπό τούτων εντελώς. Το να νομίζη λοιπόν κανείς πάντα
πυρετόν ή πάσαν φθίσιν ή περιπνευμονίαν ή παραφροσύνην ότι είνε μία και η αυτή
νόσος εις όλους τους οργανισμούς, σημαίνει ότι δεν σκέπτεται ορθώς και λογικώς,
ούτε είνε εκ των πεπειραμένων περί τα τοιαύτα ανθρώπων. Η αλήθεια είνε ότι τα
αυτά νοσήματα εις άλλους μεν θεραπεύονται ευκόλως, εις άλλους δε δυσκολιότερον ή
ουδόλως. Αν σπείρη τις σίτον εις διαφόρους αγρούς,άλλην μεν απόδοσιν θα έχη εις
γην πεδινήν, παχείαν, ποτιστικήν,ευήλιον και καλώς αεριζομένην, όπου ο καρπός θα
γείνη άφθονος και εκλεκτός, άλλην δε εις λεπτόγειον αγρόν ορεινόν και πετρώδη,
άλλην εις γην κακώς ηλιαζομένην, άλλην εις υπώρειαν και εν γένει διάφορος θα
είνε κατά τόπους η εσοδεία. Ομοίως και τα νοσήματα αναλόγως των οργανισμών εις
τους οποίους εμπίπτουν αυξάνουν και δυναμώνουν ή εξασθενούν. Χωρίς λοιπόν να
υπολογίση και εξετάση τας διαφοράς ταύτας ο πατήρ μου, νομίζει ότι πάσα
παραφροσύνη είναι η αυτή εις όλα τα σώματα και μία η θεραπεία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εκτός τούτου ότι τα γυναικεία σώματα διαφέρουν
μεγάλως των ανδρικών κατά την δύναμιν των νοσημάτων και κατά την πιθανότητα ή το
απίθανον της ιάσεως είναι πρόδηλον. Διότι τα μεν ανδρικά είνε στερεά την
σύστασιν και ισχυρά, γυμνασμένα δε εις κίνησιν και εις την ζωήν του ανοικτού
αέρος• τα δε γυναικεία χαλαρά και άνευρα, αναπτυχθέντα εις την σκιάν και λευκά
ένεκεν ελλείψεως αίματος και ανεπαρκείας θερμαντικού και πληθώρας υγρών• διά
τούτο και ευκολώτερον των ανδρικών ασθενούν και κυριεύονται υπό των νοσημάτων,
δυσκολώτερον θεραπεύονται και πολύ συχνά υποκύπτουν εις την παραφροσύνην. Επειδή
είνε λίαν επιρρεπείς εις οργήν, πολύ ευερέθιστοι και λεπταί, ολίγην δύναμιν
σώματος έχουν, ευκόλως περιπίπτουν εις το νόσημα εκείνο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν είναι επομένως δίκαιον να ζητήται παρά των
ιατρών η αυτή θεραπεία δι' αμφότερα τα φύλα, αφού γνωρίζομεν ότι μέγα χάσμα
υπάρχει μεταξύ των και ότι από της γεννήσεως διαφέρουν και καθ' όλον τον τρόπον
του ζην και καθ' όλας τας πράξεις. Όταν λοιπόν λέγης ότι παρεφρόνησε πρέπει να
προσθέτης και ότι γυνή ήτο εκείνη ήτις παρεφρόνησε, και μη συγχέης πάντα ταύτα
υπό την λέξιν παραφροσύνη η οποία φαίνεται έν και το αυτό πράγμα σημαίνουσα,
αλλά διακρίνων, όπως είναι και εις την φύσιν, εξέταζε τι είναι δυνατόν να γείνη
διά τον άνδρα ή την γυναίκα ιδιαιτέρως• διότι ημείς οι ιατροί, ως ανωτέρω είπα,
τούτο πρώτον εξετάζομεν, την φύσιν και την κράσιν του νοσούντος και ποίας
ιδιότητας έχει κατά το μάλλον ή ήττον, αν επικρατή εις τον οργανισμόν του το
θερμόν ή το ψυχρόν, αν το σώμα είναι νέον ή ηλικιωμένον, μέγα ή μικρόν, παχύ ή
ολιγόσαρκον και όλα τα τοιαύτα. Και εν γένει αν κανείς εξετάση αυτά θα είνε λίαν
αξιόπιστος όταν θα απελπίση ή θα δώση ελπίδας περί της θεραπείας. Αλλά και της
παραφροσύνης τα είδη είνε πολυάριθμα και έχουν πολλάς και διαφόρους αιτίας• δι'
ο ουδέ και ονόματα έχουν όμοια• διότι δεν είναι το αυτό η παράνοια και το
παραλήρημα, η λύσσα και η μανία, αλλά ταύτα πάντα προσδιορίζουν διαφόρους
βαθμούς της νόσου. Και τα αίτια εις μεν τους άνδρας είνε άλλα, εις δε τας
γυναίκας άλλα• και μεταξύ αυτών των ανδρών διά μεν τους νέους είνε άλλα, διά δε
τους γέροντας διαφορετικά. Εις τους νέους αφορμή γίνεται κατά το πλείστον η
πληθώρα των χυμών• τους δε γέροντας πολλάκις είτε διαβολή εξερεθιστική, είτε
οργή παράλογος κατά των οικείων αφού κατά πρώτον τους φέρει εις ταραχήν του
λογικού, ολίγον κατ' ολίγον τους ρίπτει εις μανίαν. Τας δε γυναίκας πολλά είναι
τα αίτια τα οποία τας οδηγούν ευκόλως εις την φρενοπάθειαν, μάλιστα δε το μίσος
εναντίον τινός ή ο φθόνος δι' εχθρόν ευτυχούντα ή λύπη τις ή οργή• ολίγον κατ'
ολίγον ταύτα υποκαίοντα και επί πολύ τρεφόμενα εις την ψυχήν απολήγουν εις
μανίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τοιαύτα, πάτερ, έπαθε και η σύζυγός σου και
ίσως κάτι την είχε λυπήσει προηγουμένως• διότι ουδένα εκείνη εμίσει, αλλά το
πάθος είνε επίμονον και δεν είναι δυνατόν εις ην κατάστασιν ευρίσκεται να
θεραπευτή υπό ιατρού• εάν δε άλλος τις αναλάβη να την θεραπεύση, τότε σου δίδω
το δικαιωμα να με μισής ως ένοχον. Αλλά θα ομολογήσω και κάτι άλλο, ότι και αν
δεν ήτο τόσον απελπιστική η κατάστασίς της, αλλά διεφαίνετο κάποια ελπίς
σωτηρίας, πάλιν θα εδίσταζα να επιχειρήσω την θεραπείαν και να της δώσω φάρμακα,
διότι θα εφοβούμην την τύχην και την δυσφήμισιν. Γνωρίζεις ότι γενικώς
αποδίδεται εις τας μητρυιάς, και αν ακόμη είνε αγαθαί, ότι μισούν τους προγονούς
των, και το μίσος τούτο θεωρείται ως κοινή μανία των γυναικών. Εάν λοιπόν
συνέβαινε να λάβη κακήν τροπήν το νόσημα και τα φάρμακά μου να αποβούν ανωφελή,
ίσως θα εκίνουν υποψίας ότι η θεραπεία μου συνετέλεσε σκοπίμως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τοιαύτη είνε η κατάστασις της συζύγου σου,
πάτερ, και αναγκάζομαι να σου είπω ότι ουδέποτε θα βελτιωθή και αν μυριάκις πίη
το φάρμακον• διά τούτο είνε περιττόν και να επιχειρήσω, εκτός αν μόνον με
εξαναγκάζης διά ναποτύχω και δυσφημισθώ. Άφησε με να με ζηλεύουν οι ομότεχνοι.
Εάν δε με αποκηρύξης πάλιν, εγώ καίτοι θα μείνω έρημος, δεν θα τρέφω εναντίον
σου καμμίαν έχθραν. Και εάν, ο μη γένοιτο, σου επανέλθη το νόσημα—-διότι όταν
λαμβάνουν νέας αφορμάς συνήθως υποτροπιάζουν αυτά τα νοσήματα — τι θα πράξω; Να
είσαι βέβαιος ότι θα σε θεραπεύσω και τότε και ουδέποτε θα παραλείψω το καθήκον
το οποίον η φύσις επιβάλλει εις τα τέκνα, ούτε θα λησμονήσω εγώ ότι είσαι πατήρ
μου. Αλλά και αν θα επανέλθης εις το λογικόν, θα δύναμαι να ελπίσω ότι θα με
αναγνωρίσης πάλιν ως υιόν σου; Ιδού, και με αυτά τα οποία τώρα κάμνεις,
προκαλείς το νόσημα και το εξεγείρεις. Ενώ προ ολίγου χρόνου μόλις εσώθης από
τοιαύτην ασθένειαν, πεισμόνεις και φωνάζεις και, το χειρότερον, θυμόνεις και
εχθρεύεσαι και επικαλείσαι τους νόμους.Αλλοίμονον, πάτερ, τοιαύτα ήσαν και της
προηγουμένης σου παραφροσύνης τα προοίμια.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΦΑΛΑΡΙΣ</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Λόγος
πρώτος</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Μας έπεμψεν, ω Δελφοί,
ο ημέτερος ηγεμών Φάλαρις να φέρωμεν προς τον θεόν τούτον τον ταύρον και να
δώσωμεν προς υμάς εξηγήσεις και περί αυτού και διά την προσφοράν του• ο σκοπός
λοιπόν της αφίξεώς μας είναι ούτος και εκείνα δε τα οποία θέλει να σας
ανακοινώσωμεν ο Φάλαρις είναι τα εξής. Εγώ, λέγει, ω Δελφοί, θα ήθελα με πάσαν
θυσίαν να με γνωρίσουν οι Έλληνες οποίος πραγματικώς είμαι και όχι οποίον με
παρέστησεν εις τους αγνοούντας η φήμη την οποίαν εσχημάτισαν όσοι με μισούν και
με φθονούν αλλά προ πάντων θα επεθύμουν να γνωρισθώ από σας οι οποίοι είσθε
ιερείς και συγκάθεδροι του Πυθίου Απόλλωνος και ούτως ειπείν σύνοικοι και υπό
την αυτήν στέγην ζώντες μετά του θεού. Διότι νομίζω ότι αν απολογηθώ προς υμάς
και σας πείσω ότι αδίκως θεωρούμαι σκληρός, δι' υμών θα απολογηθώ και προς όλους
τους άλλους. Και δι' όσα θα είπω επικαλούμαι μάρτυρα τον θεόν τον οποίον δεν
δύναταί τις να απατήση και διά ψευδών λόγων να παρασύρη• ανθρώπους είναι εύκολον
να εξαπατήση τις, αλλά θεόν και μάλιστα ένα τοιούτον, αδύνατον να
διαλάθη.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Ήμουν πολίτης της Ακράγαντος ουχί εκ των
αφανών, αλλ' εκ των πλέον ευγενών και ανετράφην ως αρμόζει εις ελεύθερον άνδρα
και εξεπαιδεύθην•πάντοτε δε ήμουν περιποιητικός προς την πόλιν και επεζήτουν την
εύνοιαν αυτής, προς δε τους συμπολίτας μου επιεικής και μετριοπαθής,ουδεμίαν δε
βιαιότητα ή σκαιότητα ή ύβριν και αυθαιρεσίας απέδιδε κανείς εις τον πρότερον
εκείνον βίον μου. Αλλ' επειδή έβλεπα τους πολιτικούς αντιπάλους μου ότι με
επεβουλεύοντο και εζήτουν πάντα τρόπον να με καταστρέψουν— ήτο δε διηρημένη η
πόλις μας εις δύο αντιμαχόμενα κόμματα— δεν εύρισκα άλλον τρόπον ασφαλείας και
σωτηρίας και δι' εμέ και διά την πολιτείαν παρά να συγκεντρώσω εις χείρας μου
την εξουσίαν και να χαλιναγωγήσω τους αντιπολιτευομένους, ώστε να παύσουν τας
εναντίον μου επιβουλάς των, την δε πόλιν να επαναφέρω εις την φρόνησιν και την
ησυχίαν. Ευρήκα δε και πολλούς άνδρας μετριοπαθείς και φιλοπάτριδας, οι οποίοι
επεδοκίμασαν την γνώμην μου και ανεγνώρισαν ότι ήτο αναγκαία τοιαύτη μεταβολή.
Τούτους μετεχειρίσθην ως συναγωνιστάς και ευκόλως επέτυχα τον σκοπόν μου. Του
λοιπού οι μεν εχθροί μου έπαυσαν τας ταραχάς και έγιναν ευπειθείς, εγώ διηύθυνα
την πολιτείαν και η πόλις ήτο ήσυχος. Θανατώσεις ή εξορίας ή δημεύσεις ούτε
εναντίον εκείνων οίτινες επεβουλεύθησαν την ζωήν μου έκαμα, καίτοι είναι
αναγκαίον να γίνωνται τα τοιαύτα, μάλιστα κατά την αρχήν μιας δυναστείας• αλλ'
ενόμιζα ότι με φιλανθρωπίαν και πραότητα,με ημερότητα και ισοτιμίαν θα τους
έφερα εις την ευπείθειαν. Ευθύς λοιπόν με τους εχθρούς μου έκαμα ειρήνην και
συνεφιλιώθην, τους πλείστους δ' εξ αυτών μετεχειριζόμην ως συμβούλους και
ομοτραπέζους.Βλέπων δε ότι η πόλις εξ αμελείας των αρχόντων αυτής ευρίσκετο εις
ελεεινήν κατάστασιν, καθότι πολλοί έκλεπτον ή μάλλον διήρπαζον τα κοινά,
κατεσκεύασα υδραγωγεία και κρήνας, την εκόσμησα δι' οικοδομών δημοσίων και την
ενίσχυσα διά τειχών και τας δημοσίας προσόδους ηύξησα ταχέως διά της επιμελείας
της οικονομικής υπηρεσίας και διά την νεολαίαν εφρόντιζα και διά τους γέροντας
επρονόησα και τον λαόν επεριποιούμην με θεάματα, διανομάς βοηθημάτων, πανηγύρεις
και δημόσια γεύματα. Μου επροξένει δε φρίκην και μόνον να ακούσω περί εξυβρίσεως
παρθένων ή διαφθοράς εφήβων ή απαγωγής γυναικών ή αποστολής δορυφόρων προς
σύλληψιν πολίτου ή προς οίαν δήποτε τυραννικήν απειλήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Είχα δε αρχίσει και να σκέπτωμαι να εγκαταλείψω
την αρχήν και να καταθέσω την εξουσίαν, καθότι αι φροντίδες της αρχής είχον
αρχίσει να με κουράζουν και ο φθόνος ο οποίος με περιέβαλλε καθίστα επαχθέστερα
τα βάρη της εξουσίας• αλλ' ήθελα να εύρω τρόπον ώστε μετά την παραίτησίν μου να
μη έχη πλέον η πόλις ανάγκην τοιαύτης υπηρεσίας. Εν ω όμως εγώ με απλότητα
τοιαύτα εσκεπτόμην, οι αντίπαλοί μου συνωμότουν εναντίον μου και συνεσκέπτοντο
περί του πώς να στασιάσουν και με επιβουλευθούν και συνήρχοντο κρυφίως και
συνήθροιζον όπλα και χρήματα και παρά των κατοίκων των γειτονικών πόλεων εζήτουν
συνδρομήν και εις την Ελλάδα απέστελλον πρέσβεις προς τους Λακεδαιμονίους και
Αθηναίους•όσα δε είχαν αποφασίσει περί εμού, εάν με συνελάμβανον και πώς θα με
κατεσπάρασσαν με τας χείρας των και ποία βασανιστήρια θα εφήρμοζον εναντίον μου,
ωμολόγησαν δημοσία όταν διά βασανιστηρίων ανεκρίθησαν.Εάν δε εγώ διέφυγα τας
επιβουλάς των το οφείλω εις τους θεούς οίτινες μου απεκάλυψαν τα τεκταινόμενα
και μάλιστα εις τον Πύθιον Απόλλωνα όστις δι' ονείρων με ειδοποίησε δι'
όλα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και τώρα σας παρακαλώ να έλθετε εις την θέσιν
μου, ω Δελφοί, να φαντασθήτε τον κίνδυνον εις τον οποίον ευρέθην και να μου
είπετε τι έπρεπε να πράξω όταν ανύποπτος και απροφύλακτος παρ' ολίγον να
συλληφθώ υπό των εχθρών μου και αν δεν είχα δίκαιον να ζητήσω τρόπον σωτηρίας.
Προς στιγμήν έλθετε πλησίον μου εις την Ακράγαντα και αφού ίδετε τας συνωμοσίας
και ακούσετε τας απειλάς των να μου είπετε τι έπρεπε να πράξω. Να φερθώ ακόμη
προς αυτούς με φιλανθρωπίαν, να παραβλέψω και να ανεχθώ έως ου μετ' ολίγον με
καταστρέψουν; Θα ήτο ως να προσέφερα τον τράχηλόν μου προς σφαγήν και απεφάσιζα
να ίδω τα τέκνα και ό,τι άλλο έχω φίλτατον να εξοντωθούν προ των οφθαλμών
μου.Δεν αμφιβάλλω ότι θα με ελέγατε ηλίθιον βλέποντές με τοιαύτα σκεπτόμενον και
θα μου εδίδατε την συμβουλήν να λάβω γενναίας και ανδρικάς αποφάσεις και με την
δικαίαν οργήν αδικημένου ανθρώπου να καταδιώξω τους εχθρούς μου και διά παντός
τρόπου να εξασφαλισθώ διά το μέλλον. Τι λοιπόν έπραξα μετά τούτο; Έστειλα και
έφερα ενώπιον μου τους ενόχους, επέτρεψα εις αυτούς ναπολογηθούν, έφερα
αποδείξεις της ενοχής των και απέδειξα σαφώς τα καθέκαστα της επιβουλής των•
αφού δε και αυτοί ηναγκάσθησαν να ομολογήσουν, τους ετιμώρησα όχι τόσον διότι
εκινδύνευσεν η ζωή μου, αλλά διότι δεν με αφήκαν να μείνω εις τας αγαθάς μου
διαθέσεις και τας αποφάσεις τας οποίας εξ αρχής έλαβα.Έκτοτε εξακολουθώ να
προσέχω διά την ασφάλειάν μου, πάντα δε ο οποίος με επιβουλεύεται τιμωρώ. Και οι
άνθρωποι κατηγορούν εμέ ως σκληρόν χωρίς να συλλογίζωνται ποίοι έδωκαν την
αφορμήν. Βλέποντες τας συνεπείας και τας τιμωρίας, αίτινες δίδουν εις αυτούς την
εντύπωσιν της σκληρότητος, με κατηγορούν δι' αυτάς, όπως εάν έβλεπέ τις
ιερόσυλον ριπτόμενον από του βράχου{27}, προς τιμωρίαν, δεν ελάμβανεν υπ' όψει
την ασέβειάν του και δεν εσυλλογίζετο πως εισήλθε την νύκτα εις τον ναόν και
έκλεψε τα αφιερώματα και ύψωσε χείρα ασεβή προς το είδωλον του Θεού, αλλά
κατηγόρει υμάς δι' υπερβολικήν αγριότητα, διότι ενώ είσθε Έλληνες και λέγετε ότι
είσθε θεράποντες του Θεού εδέχθητε να υποστή ανθρωπος Έλλην πλησίον του
ναού—διότι, ως λέγεται, ο βράχος δεν απέχει πολύ από την πόλιν των
Δελφών—τοιαύτην τιμωρίαν. Αλλά νομίζω ότι και σεις θα εγελάτε αν τις έλεγε ταύτα
εναντίον σας και όλοι οι άλλοι θα επεδοκίμαζον την εναντίον των ιεροσύλων
σκληρότητα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εν γένει οι λαοί χωρίς να εξετάζουν οποίος είνε
ο κυβερνών, είτε δίκαιος είτε άδικος, μισούν το όνομα της τυραννίας και τον
τύραννον{28}, είτε Αιακός, είτε Μίνως, είτε Ραδάμανθυς είνε, και ομοίως
επιζητούν να εξολοθρεύσουν όλους. Μη πιστεύοντες ότι δύνανται να υπάρξουν και
καλοί τύραννοι, συμπεριλαμβάνουν και τούτους εις το αυτό όνομα και το αυτό
μίσος. Εγώ τουλάχιστον ακούω ότι και αυτόθι εις την Ελλάδα υπήρξαν πολλοί
τύραννοι σοφοί και υπό όνομα θεωρούμενον κακόν επέδειξαν αγαθόν και ήμερον
χαρακτήρα, υπάρχουν δε και εις τον ναόν σας ανατεθειμένα γνωμικά αυτών, αγάλματα
και άλλα αφιερώματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και οι νομοθέται, ως γνωρίζετε, νομοθετούν
περισσοτέρας ποινάς παρά αμοιβάς, καθότι όλα τα άλλα ουδέν ωφελούν εάν μη
συνυπάρχη ο φόβος και το δέος της τιμωρίας. Εις ημάς δε τους τυράννους είνε πολύ
αναγκαιότερος ο φόβος, καθότι κυβερνώμεν παρά την θέλησιν του λαού και ζώμεν
μεταξύ ανθρώπων οίτινες μας μισούν και μας επιβουλεύονται.Πολλάκις μάλιστα ούτε
ο φόβος μας είνε αρκετός, διότι οι εχθροί μας ενθυμίζουν τον περί της Ύδρας
μύθον. Όσω τιμωρούμεν τόσω περισσότεραι αφορμαί τιμωριών αναφύονται. Και αν
θέλωμεν να διατηρήσωμεν την αρχήν πρέπει να εξακολουθούμεν όπως ηρχίσαμεν να
αποκόπτωμεν τας αναφυομένας αφορμάς και, όπως ο Ιόλαιος, να επικαίωμεν τας
αποκοπτομένας κεφαλάς της Ύδρας. Εκείνος ο οποίος άπαξ θα εισέλθη εις αυτήν την
οδόν, πρέπει να εξακολουθήση, άλλως αν δείξη επιείκειαν θα χαθή. Δύνασθε να
πιστεύσετε ότι υπάρχει άνθρωπος τόσον άγριος και ανήμερος, ώστε να τέρπεται εις
τας μαστιγώσεις και ν' ακούη κραυγάς πόνου και να βλέπη σφαζομένους, εάν δεν έχη
σπουδαίαν αφορμήν να προσφεύγη εις τοιαύτας τιμωρίας; Ποσάκις εγώ εδάκρυσα διότι
εμαστιγούντο άλλοι, ποσάκις δε αναγκάζομαι να θρηνώ και να οδύρωμαι διά την
τύχην μου και ούτω να υποφέρω μεγαλειτέραν και χρονιωτέραν τιμωρίαν εγώ; Διότι
δι' άνθρωπον εκ φύσεως αγαθόν, εξ ανάγκης δε σκληρόν, είνε πολύ λυπηρότερον να
τιμωρή παρά να τιμωρήται. Και αν θέλετε να σας ομιλήσω ειλικρινώς, εάν μου
επροτείνετο να εκλέξω, τι προτιμώ, να τιμωρήσω άλλους αδίκως ή ν'αποθάνω, να
είσθε βέβαιοι ότι δεν θα εδίσταζα να προτιμήσω τον θάνατον παρά να τιμωρήσω
αθώους. Αλλ' εάν τις μου είπη• Προτιμάς, Φάλαρι, να αποθάνης συ αδίκως ή να
τιμωρήσης δικαίως τους εχθρούς σου; Βεβαίως θα προτιμήσω το τελευταίον. Διότι
και πάλιν θα επικαλεσθώ την γνώμην σας,ω Δελφοί, και θα σας ερωτήσω, είνε
προτιμότερον να αποθάνη τις αδίκως ή να σώζη αδίκως εκείνον όστις επεβουλεύθη
την ζωήν του;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν πιστεύω να είνε κανείς τόσον ανόητος ώστε
να μη προτιμά να ζη μάλλον παρά να σώση τους εχθρούς του διά να τον
καταστρέψουν. Εν τοσούτω εγώ και εις πολλούς εξ εκείνων οίτινες συνώμοσαν
εναντίον μου και απεδείχθησαν εχθροί μου εχάρισα την ζωήν• και αναφέρω τον
Άκανθον,όστις ευρίσκεται μεταξύ των απεσταλμένων μου, τον Τιμοκράτην και τον
αδελφόν του Λεωγόραν, εις τους οποίους εχαρίσθην ένεκα της παλαιάς μας
φιλίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά διά να γνωρίσετε καλλίτερα τον χαρακτήρα
μου, πρέπει να ερωτήσετε τους ξένους τους ερχομένους εις την Ακράγαντα, πώς
φέρομαι προς αυτούς και αν μεταχειρίζωμαι φιλανθρώπως τους ερχομένους εις την
πόλιν μας.Θα μάθετε δε παρ' αυτών ότι έχω εις τους λιμένας ανθρώπους επίτηδες
διά να με πληροφορούν ποίοι και πόθεν έρχονται διά να τους φιλοξενώ και τους
προπέμπω κατ' αξίαν. Τινές δε έρχονται και επίτηδες διά να διατρίψουν πλησίον
μου και μεταξύ αυτών είνε οι σοφώτατοι των Ελλήνων,οίτινες δεν αποφεύγουν την
συναναστροφήν μου. Και αυτός ο σοφός Πυθαγόρας ήλθε προς εμέ προ ολίγου καιρού,
όταν δε με εγνώρισε και είδεν ότι εκείνα τα οποία είχεν ακούσει περί εμού δεν
ήσαν ακριβή, με απεχαιρέτισε με επαίνους διά την δικαιοσύνην μου και
συλλυπούμενός με διά τας σκληρότητας εις τας οποίας ήμουν ηναγκασμένος να
προσφεύγω.Νομίζετε λοιπόν ότι εκείνος ο οποίος φέρεται τόσον φιλανθρώπως προς
τους ξένους, είνε δυνατόν να φέρεται αδίκως προς τους ιδικούς του, αν μη λαμβάνη
παρ' αυτών σοβαράς αφορμάς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά είχα να είπω προς υμάς ως απολογίαν•
νομίζω δε ότι είνε αληθή και δίκαια και μάλλον επαίνου παρά μίσους άξια. Τώρα δε
είνε καιρός να σας ομιλήσω περί του αφιερώματός μου, πόθεν και πώς απέκτησα τον
ταύρον τούτον χωρίς να πληρώσω εκείνον ο οποίος τον κατεσκεύασε. Διότι δεν είμαι
τόσον ανόητος ώστε να επιθυμώ την απόκτησιν τοιούτων αντικειμένων. Εκείνος ο
οποίος τον κατεσκεύασεν ήτο Ακραγαντίνος ονόματι Περίλαος, καλός μεν χαλκεύς,
κακός δε άνθρωπος. Ούτος έχων πολύ εσφαλμένην ιδέαν περί των αισθημάτων μου,
ενόμιζεν ότι θα με ευχαριστεί εάν επενόει νέον τι βασανιστήριον, διότι ενόμιζεν
ότι μου ήτο επιθυμία απαραίτητος να βασανίζω ανθρώπους. Κατεσκεύασε λοιπόν αυτόν
τον χάλκινον ταύρον, φυσικώτατον και ωραιότατον και μου τον έφερε• μόνον η
κίνησις και ο μυκηθμός του έλειπε διά να νομισθή ζωντανός. Όταν δε τον είδα
αμέσως ανεφώνησα ότι πρέπει να σταλή ως αφιέρωμα εις τον Πύθιον Απόλλωνα και ότι
είνε άξιον του θεού αφιέρωμα.Αλλ' ο Περίλαος ο οποίος ήτο εκεί μου είπε• Και τι
θα είπης όταν θα ίδης την τέχνην με την οποίαν είνε εσωτερικώς κατασκευασμένος
και τον σκοπόν εις τον οποίον δύναται να χρησιμεύση; Ανοίξας δε τότε τα νώτα του
ταύρου, όταν θέλης, είπε, να τιμωρήσης κανένα θα τον εισάγης εις αυτό το
μηχάνημα και θα τον κλείης εντός αυτού. Έπειτα θα προσαρμόζης αυτούς τους αυλούς
εις τους ρώθωνας του ταύρου και θα διατάσσης ν'ανάπτουν φωτιάν κάτω από την
κοιλίαν του. Τότε ο κλεισμένος εντός του ταύρου θα καταληφθή από τρομερούς
πόνους και θ' αρχίση να φωνάζη, αλλ'αι κραυγαί του θα εξέρχωνται από τους αυλούς
ως παθητικώταται μελωδίαι και ο ταύρος θα εκπέμπη συγκινητικούς μυκηθμούς και
αρμονικάς θρηνωδίας, ούτως ώστε εκείνος μεν θα τιμωρήται, συ δε θα τέρπεσαι υπό
μουσικής. Άμα ήκουσα ταύτα, εσιχάθηκα την πολυμήχανον κακίαν του ανθρωπου και
εμίσησα την καταχθονιότητα του μηχανήματος και απεφάσισα να τιμωρήσω τον
εφευρέτην διά της εφευρέσεώς του. Και του είπα• Εάν,Περίλαε, όλα αυτά δεν είνε
ψεύδη, πρέπει να εισέλθης ο ίδιος εις το μηχάνημα σου, να μιμηθής τας κραυγάς
των βασανιζομένων και ν'αποδείξης την αλήθειαν της τέχνης σου, διά να ίδωμεν αν
αληθώς αι κραυγαί σου θα μεταβληθούν εις μελωδίας. Ο Περίλαος υπήκουσεν, αφού δε
εισήλθεν εις τον ταύρον και τον έκλεισα, διέταξα ν' ανάψουν υπό το μηχάνημα πυρ
και του είπα• Τώρα λάβε την αμοιβήν την οποίαν αξίζει η θαυμαστή σου τέχνη και
ως διδάσκαλος της μουσικής άρχισε πρώτος να παίζης. Και αυτός μεν ετιμωρήθη
δικαίως διά την εφεύρεσίν του• εγώ δε διατάξας να τον εξαγάγουν, ενώ ακόμη έζη
και ανέπνεε, διά να μη μιάνη το κατασκεύασμά του, παρήγγειλα να τον ρίψουν εκ
των κρημνών,καθαρίσας δε τον χάλκινον ταύρον, τον έστειλα προς υμάς διά
ν'αφιερωθή εις τον θεόν, διέταξα δε συγχρόνως να γραφή επ' αυτού όλη η διήγησις,
το όνομα εμού του αφιερούντος και του τεχνίτου Περιλάου, την επίνοιαν τούτου και
την δικαιοσύνην την ιδικήν μου, την δικαίαν τιμωρίαν, την μουσικήν του χαλκέως
και το πρώτον πείραμα της μουσικής ταύτης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Υμείς δε, ω Δελφοί, θα πράξετε έργον
δικαιοσύνης να τελέσετε θυσίαν υπέρ εμού μετά των απεσταλμένων, να τοποθετήσετε
δε τον ταύρον εις καλόν μέρος του ναού ώστε να βλέπουν όλοι πώς φέρομαι εγώ προς
τους κακούς και πώς τιμωρώ τας περιττάς προς κακουργίαν επιθυμίας των.Διότι είνε
αρκετή διά να φανερώση τον χαρακτήρα μου και μόνη η τιμωρία του Περιλάου και η
αφιέρωσις του ταύρου, τον οποίον δεν εφύλαξα δι'άλλων τιμωρουμένων μελωδήματα
και τίποτε άλλο δεν έπαιξα εις αυτό το μουσικόν όργανον παρά μόνον του τεχνίτου
τας κραυγάς και ότι μόνον αυτόν μετεχειρίσθην διά να δοκιμάσω την τέχνην του και
εις αυτόν έπαυσα την βάρβαρον εκείνην και απάνθρωπον μουσικήν. Επί του παρόντος
αρκούμαι εις αυτό το αφιέρωμα, θα κάμω δε και άλλα πολλάκις, όταν δ'θεός
συντελέση ώστε να μη ευρίσκωμαι εις την ανάγκην να τιμωρώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ταύτα, ω Δελφοί, είνε όσα σας γράφει ο Φάλαρις,
αληθή όλα όπως επράχθησαν, είνε δε δίκαιον να πιστεύσετε την μαρτυρίαν μας,
διότι και εις θέσιν είμεθα να τα γνωρίζωμεν και ουδένα λόγον έχομεν να
ψευσθώμεν. Εάν δε πρέπει να προσεύχεσθε και υπέρ ανθρώπου όστις αδίκως θεωρείται
κακός και χωρίς να το θέλη αναγκάζεται να τιμωρή, σας παρακαλούμεν ημείς οι
Ακραγαντίνοι, οι οποίοι είμεθα Έλληνες και Δωριείς την καταγωγήν, να δεχθήτε την
φιλίαν την οποίαν σας προσφέρει ο Φάλαρις, ο οποίος έχει την διάθεσιν να κάμη
πολλάς δωρεάς και εις το κοινόν σας και ιδιαιτέρως εις ένα έκαστον από σας.
Λάβετε λοιπόν τον ταύρον και αναθέσατέ τον και ευχηθήτε και υπέρ της Ακράγαντος
και υπέρ του Φαλάριδος και μήτε ημάς αποπέμψετε απράκτους, μήτε εκείνον
προσβάλλετε και ούτε τον θεόν να στερήσετε ωραιοτάτου και συγχρόνως δικαιοτάτου
αναθήματος.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">Φ Α Λ Α Ρ Ι
Σ</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Λόγος
δεύτερος</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ούτε των Ακραγαντίνων,
ω άνδρες Δελφοί, είμαι απεσταλμένος, ούτε του Φαλάριδος ατομικός φίλος, ούτε με
συνδέει προς αυτόν αγάπη τις ή μελλούσης φιλίας ελπίς• αλλ' αφού ήκουσα όσα
είπον οι πρέσβεις αυτού μετριόφρονα και φρόνιμα, απέβλεψα δε εις το συμφέρον της
θρησκείας και εις το συμφέρον όλων ημών, όχι μόνον διά το παρόν αλλά και διά το
μέλλον, λαμβάνω τον λόγον διά να σας συμβουλεύσω να μη προσβάλετε ένα ηγεμόνα
όστις θέλει να είνε ευσεβής, ούτε ν' απορρίψετε αφιέρωμα το οποίον ήδη προωρίσθη
διά τον θεόν και μάλιστα διότι τούτο θα χρησιμεύση και θα μείνη ως παράδειγμα
τριών εκ των σπουδαιοτάτων πραγμάτων, τέχνης καλλίστης και ιδέας κακίστης και
δικαίας τιμωρίας.Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι και το να διστάσετε όπως δήποτε περί
τούτου και να συσκέπτεσθε εάν πρέπει να δεχθήτε το αφιέρωμα ή να το επιστρέψετε,
είνε ήδη ανόσιον ή μάλλον αποτελεί υπερβολικήν ασέβειαν•διότι είνε καθαρά
ιεροσυλία και πολύ μεγαλειτέρα των άλλων• εάν είνε ιερόσυλοι οι κλέπτοντες τα
ήδη αφιερωμένα εις τον θεόν, είνε πολύ περισσότερον ιερόσυλοι εκείνοι οίτινες
εμποδίζουν και τους σκεπτομένους να αφιερώσουν τι εις το ιερόν. Σας παρακαλώ δε,
διότι είμαι και εγώ Δελφός και εξ ίσου με υμάς μετέχω εις την κοινήν φήμην,εάν
διατηρήται, και εις την δυσφήμισιν εάν τοιαύτη τις δημιουργηθή εκ του ζητήματος,
περί του οποίου πρόκειται, μήτε ν' αποκλείωμεν του ιερού τους ευσεβείς, ούτε την
πόλιν να παριστώμεν εις όλον τον κόσμον ως κατηγορούσαν τα πεμπόμενα προς τον
θεόν αφιερώματα και υποβάλλουσαν τους αφιερούντας εις δίκην και ψήφον• διότι
ουδείς πλέον θα τολμήση ναφιερώση, αφού θα γνωρίζη ότι ο θεός δεν θα δεχθή ό,τι
πρότερον δεν επιδοκιμάσουν οι κάτοικοι των Δελφών.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' ο Πύθιος Απόλλων εξέφερεν ήδη την δικαίαν
περί του αφιερώματος γνώμην• διότι αν εμίσει τον Φάλαριν και απεστρέφετο το
δώρον αυτού, θα του ήτο εύκολον να το βυθίση εις το μέσον του Ιονίου πελάγους
μετά του πλοίου το οποίον το έφερε• εξ εναντίας όμως συνετέλεσεν ώστε να
ταξειδεύση το πλοίον, ως λέγεται, με λαμπρόν καιρόν και να φθάση σώον μετά του
φορτίου του εις την Κίρραν.{29} Εκ τούτου γίνεται φανερόν ότι δέχεται προθύμως
την ευσέβειαν του ηγεμόνος. Πρέπει λοιπόν και ημείς συμφώνως προς την γνώμην του
θεού να ψηφίσωμεν και να προσθέσωμεν τον ταύρον τούτον εις τα άλλα κοσμήματα του
ναού. Διότι θα είνε λίαν άτοπον όταν εστάλη προς τον θεόν δώρον τόσον
μεγαλοπρεπές, να δοθή εκ του ιερού ψήφος καταδικαστική και ως αμοιβή προς τον
αφιερωτήν να σταλή η καταδίκη ότι ούτε να αφιερώση θεωρείται άξιος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εκείνος, ο οποίος υποστηρίζει τα εναντία προς
εμέ, ως εάν προ ολίγου καιρού ήλθεν εξ Ακράγαντος, διηγείται εις βάρος του
τυράννου σφαγάς και βιασμούς και αρπαγάς και απαγωγάς σχεδόν ως αυτόπτης, ενώ
γνωρίζομεν ότι ουδέποτε εισήλθεν εις πλοίον και ουδέποτε απεμακρύνθη των Δελφών.
Αλλά διά τα τοιαύτα ούτε τους παρουσιαζομένους ως παθόντας πρέπει να πιστεύωμεν
όταν τα διηγούνται, — διότι είνε άδηλον αν λέγουν την αλήθειαν — πολύ δε
ολιγώτερον εις εκείνους οίτινες κατηγορούν διά πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουν.
Αλλά και αν τι τοιούτον συνέβη εις την Σικελίαν, δεν ανήκει εις τους Δελφούς να
το εξετάζουν, εκτός εάν αντί ιερέων αξιούμεν τώρα ότι είμεθα δικασταί και αντί
να θυσιάζωμεν και κατά τα άλλα να υπηρετούμεν τον θεόν, να συζητούμεν εάν τινες
των κατοικούντων πέραν του Ιονίου πελάγους τυραννούνται δικαίως ή
αδίκως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ας αφήσωμεν τους άλλους να φροντίζουν διά τας
υποθέσεις των και ημείς ας φροντίζωμεν διά τας ιδικάς μας και να εξετάζωμεν πώς
ήσαν άλλοτε και πώς είνε τώρα και τι είνε το καλλίτερον και συμφερώτερον δι'
ημάς.Ότι κατοικούμεν εις κρημνούς και γεωργούμεν εις πέτρας είνε περιττόν να
περιμένετε να το μάθετε από τον Όμηρον, αφού το βλέπετε με τους οφθαλμούς
σας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εάν επεριμέναμεν να ζήσωμεν από την γην μας θα
είχαμεν την πείναν παντοτεινόν σύντροφον. Ο ναός και ο Πύθιος Απόλλων, το
χρηστήριον και οι θυσιάζοντες και οι προσφέροντες αφιερώματα είνε των Δελφών οι
αγροί και το εισόδημα• εξ αυτών η ευπορία μας, εξ αυτών η τροφή μας — διότι
πρέπει μεταξύ μας να λέγωμεν την αλήθειαν—και όπως λέγουν οι ποιηταί,άσπαρτα και
αγεώργητα φυτρώνουν δι' ημάς τα πάντα, γεωργούντος του θεού, όστις όχι μόνον
ό,τι καλόν παράγεται εις την Ελλάδα μας παρέχει,αλλά και όσα καλά γίνονται εις
την Φρυγίαν, την Λυδίαν, την Περσίαν,την Ασσυρίαν, την Φοινίκην, την Ιταλίαν και
τας υπερβορείους χώρας,όλα εις τους Δελφούς προσκομίζει. Κατόπιν δε του θεού και
εις δευτέραν μοίραν ημείς τιμώμεθα υπό πάντων και ευπορούμεν και ευτυχούμεν.
Ούτω συνέβαινεν εις τους παλαιούς χρόνους, ούτω γίνεται μέχρι σήμερον και δεν
πρέπει να παύσωμεν ούτω να ζώμεν. Δεν αναφέρεται δε ότι εδόθη ποτέ εις τους
Δελφούς ψήφος δι' ανάθημα, ούτε ημποδίσθη τις να θυσιάση ή να αφιερώση. Και διά
τούτο νομίζω ότι έφθασεν εις τόσω μεγάλην ακμήν το ιερόν των Δελφών και έχει
τόσον πλούτον αφιερωμάτων. Δεν πρέπει λοιπόν να νεωτερίσωμεν εις τίποτε και να
εισαγάγωμεν νόμους εναντίους προς τα πάτρια, να λεπτολογώμεν διά τα αναθήματα
και να εξετάζωμεν την προέλευσιν των πεμπομένων, πόθεν και παρά τίνος και οποία
είνε, αλλά να τα δεχώμεθα χωρίς πολυπραγμοσύνην και να τα
αναθέτωμεν,υπηρετούντες και τον θεόν και τους ευσεβείς. Μου φαίνεται
δε,συμπολίται, ότι θα σκεφθήτε άριστα περί του προκειμένου εάν συλλογισθήτε ότι
πρόκειται περί πολλών και μεγάλων πρώτον περί του θεού και του ναού, των θυσιών
και των αναθημάτων, των αρχαίων εθίμων και θεσμών και περί της δόξης του
μαντείου, έπειτα δε υπέρ όλης της πόλεως, των κοινών συμφερόντων και των
συμφερόντων εκάστου εξ ημών των κατοίκων, προ πάντων δε περί της καλής ή κακής
φήμης ημών εις όλον τον κόσμον. Εάν σκέπτεσθε φρονίμως δεν βλέπω τι δύνασθε να
θεωρήσετε μεγαλείτερον και αναγκαιότερον τούτου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν πρόκειται σήμερον περί του Φαλάριδος μόνον,
περί ενός τυράννου,ούτε περί του χαλκίνου τούτου ταύρου, αλλά περί όλων των
βασιλέων και όλων των ηγεμόνων όσοι τώρα ζητούν την γνώμην του μαντείου, και
περί του χρυσού και αργύρου και των άλλων πολυτίμων τα οποία πολλάκις
αφιερούνται εις τον θεόν διότι πρώτον από του θεού πρέπει ν' αρχίσωμεν την
εξέτασιν. Διά ποίον λόγον λοιπόν δεν θα πράξωμεν και εις την προκειμένην
περίπτωσιν ό,τι εγίνετο πάντοτε προκειμένου περί αναθημάτων; ή ποίαν αιτίασιν
έχομεν κατά των παλαιών εθίμων διά να θεσπίσωμεν νέα; Και εκείνο το οποίον
ουδέποτε έγεινεν, αφ' ότου κατοικούμεν εις αυτήν την πόλιν και ο Πύθιος δίδει
χρησμούς και ο τρίπους λαλεί και η ιέρεια εμπνέεται, θα γείνη σήμερον και θα
υποβάλωμεν εις κρίσιν και εξέτασιν τους αφιερωτάς; Ένεκα του παλαιού εθίμου το
οποίον επιτρέπει εις όλους ελευθέρως να αφιερούν βλέπετε από πόσα πλούτη εγέμισε
το ιερόν, καθότι όλοι αφιερώνουν, τινές δε και υπέρ τας δυνάμεις των• εάν δε
γίνετε κριταί και εξετασταί των αναθημάτων, φοβούμαι ότι δεν θα έχωμεν ποίους να
κρίνωμεν, διότι ουδείς θα θελήση να γείνη υπόδικος, να δαπανά και να υποβάλλεται
εις θυσίας διά να δικάζεται έπειτα και να κινδυνεύη. Και θα είνε πλέον υποφερτή
η ζωή εις εκείνον όστις θα κριθή ανάξιος και αφιερώματα να προσφέρη;</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">Α Λ Ε Ξ Α Ν Δ Ρ Ο Σ Ή Ψ
Ε Υ Δ Ο Μ Α Ν Τ Ι Σ</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Συ μεν ίσως, ω φίλτατε
Κέλσε {30} νομίζεις μικρόν και εύκολον εκείνο το οποίον μου παραγγέλλεις, δηλαδή
να σου γράψω βιβλίον περί του βίου και των τεχνασμάτων, των τολμημάτων και των
μαγειών του αγύρτου Αλεξάνδρου του Αβωνοτειχίτου και σου το πέμψω• αλλ' εάν θέλη
τις να περιγράψη τα καθέκαστα ακριβώς, δεν θα είνε ευκολώτερον από το να
ιστορήση τας πράξεις του Αλεξάνδρου, υιού του Φιλίππου• τόσον ούτος υπήρξε μέγας
κατά την κακίαν, όσον εκείνος κατά την αρετήν. Αλλ' όμως εάν μέλλης να αναγνώσης
με επιείκειαν όσα θα σου γράψω και να συμπληρώσης τας ελλείψεις της ιστορίας, θα
αναλάβω τον άθλον και του Αυγείου τον σταύλον, αν όχι όλον, αλλ' όσον δύναμαι θα
προσπαθήσω να καθαρίσω, εξάγων ολίγους κοφίνους, ώστε να δύνασαι εξ εκείνων να
συμπεράνης πόση και πόσον απερίγραπτος ήτον η όλη κόπρος, την οποίαν τρισχίλιοι
βόες επί πολλά έτη θα ηδύναντο να παραγάγωσι.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Εντρέπομαι και διά τους δύο, διά σε και διά τον
εαυτόν μου• διά σε,απαιτούντα να παραδοθή εις τους μεταγενεστέρους διά της
γραφής η μνήμη ανθρώπου τρισκαταράτου και διά τον εαυτόν μου καταγινόμενον εις
τοιούτον έργον και ασχολούμενον διά τας πράξεις ανθρώπου ο οποίος δεν είνε άξιος
να αναγινώσκουν περί αυτού οι μορφωμένοι άνθρωποι, αλλά μάλλον να τον βλέπουν
εις μέγιστον θέατρον σπαρασσόμενον υπό πιθήκων ή αλωπέκων. Αλλ' εάν τις μας
κατηγορήση διά τούτο θα έχωμεν να αντιτάξωμεν άλλο τι παραπλήσιον. Και ο Αριανός
ο μαθητής του Επικτήτου, Ρωμαίος εκ των πρώτων, όστις καθ' όλον του τον βίον
ησχολείτο με την παιδείαν, έπαθέ τι παρόμοιον και δύναται ν' απολογηθή υπέρ
ημών. Αυτός κατεδέχθη να γράψη τον βίον του ληστού Τιλλιβόρου.Ημείς δε θα
ιστορήσωμεν τας πράξεις ληστού πολύ ωμοτέρου, καθόσον δεν ελήστευεν εις τα δάση
και τα όρη, αλλ' εις τας πόλεις, και δεν ελεηλάτει μόνον την Μυσίαν και τα περί
την Ίδην μέρη, ούτε ολίγας χώρας της Ασίας τας ερημοτέρας, αλλά όλον, δύναταί
τις να είπη, το ρωμαϊκόν κράτος εγέμισεν η ληστεία του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και εν πρώτοις θα προσπαθήσω, να σου τον
περιγράψω διά του λόγου, ώστε να τον παραστήσω όσον το δυνατόν ομοιότερον,
καίτοι δεν είμαι πολύ δυνατός εις την περιγραφήν. Κατά το σώμα, διά να σου
παραστήσω και τούτο, ήτο υψηλός, ωραίος και αληθώς θεοπρεπής, λευκός το χρώμα
και με γένεια όχι πολύ πυκνά. Κόμη πρόσθετος ήτο τόσον καλώς προσηρμοσμένη εις
την ιδικήν του ώστε δεν διεκρίνετο ότι ήτο ξένη. Οι οφθαλμοί του είχον πολλήν
ζωηρότητα και λάμψιν γοητευτικήν, η δε φωνή του ήτο μελωδική και λίαν ευάρεστος•
εν γένει δε κατά το εξωτερικόν ήτο τέλειος. Τοιούτος ήτο κατά την μορφήν• όσον
διά την ψυχήν και τον χαρακτήρα του, αλεξίκακε Ηρακλή και Ζευ αποτρόπαιε {31},
και Διόσκουροι σωτήρες, μη δώσετε εις φίλους ή εχθρούς να συναντήσουν τοιούτον
άνθρωπον και να εμπέσουν εις τα δίκτυά του. Κατά την πανουργίαν και την
νοημοσύνην υπερείχε κατά πολύ των άλλων ανθρώπων,επί πλέον δε ήτο υπερβολικά
περίεργος και ευκόλως εμάνθανε και είχε ισχυρόν το μνημονικόν και ζωηράν την
αντίληψιν• αλλά τα προτερήματα ταύτα μετεχειρίζετο προς το κακόν. Έχων δε
τοιαύτην δύναμιν και ικανότητα, εντός ολίγου υπερέβη τους περιφημοτέρους διά την
κακίαν των, τους Κέρκωπας, τον Ευρύβατον, τον Φρυνώνδαν, τον Αριστόδημον και τον
Σώστρατον. Γράφων ποτέ προς τον γαμβρόν του Ρουτιλλιανόν και ομιλών περί του
εαυτού του με την μεγαλειτέραν του μετριοφροσύνην,διετείνετο ότι είνε όμοιος
προς τον Πυθαγόραν. Ζητώ συγγνώμην από τον Πυθαγόραν, ο οποίος ήτο σοφός ανήρ
και θεσπέσιος κατά τας ιδέας• αλλ'εάν ήτο σύγχρονος του ημετέρου Αλεξάνδρου,
είμαι βέβαιος ότι θα εφαίνετο μικρός απέναντι αυτού. Αλλά δι' όνομα των Χαρίτων,
μη νομίσης ότι λέγω ταύτα διά να υβρίσω τον Πυθαγόραν ή ότι θέλω να τους φέρω
εις παραλληλισμόν και να συγκρίνω τας πράξεις των ως ομοίας. Εάν όμως κανείς
συναθροίση όσα κάκιστα και βλασφημότατα ελέχθησαν εναντίον του Πυθαγόρου, τα
οποία εγώ δεν πιστεύω, δεν θα δυνηθούν ταύτα να δώσουν ελαχίστην και αμυδράν
ιδέαν περί της αχρειότητος του Αλεξάνδρου.Πρέπει να φαντασθής μίαν ψυχήν χωρίς
ηθικήν συνείδησιν, θρασείαν και μη γνωρίζουσαν εμπόδια, ακούραστον εις την
εκτέλεσιν των αποφασισθέντων, πειστικήν και προσελκύουσαν την εμπιστοσύνην,
δεξιώς υποκρινομένην την αγαθότητα και κρύπτουσαν τους αληθείς της σκοπούς υπό
εκδηλώσεις αντιθέτους. Πας όστις τον έβλεπε διά πρώτην φοράν απήρχετο με την
εντύπωσιν ότι ήτο ο εντιμότατος των ανθρώπων, ο πραότατος και συγχρόνως, ο
μετριοφρονέστατος και αφελέστατος. Εκτός τούτου έτεινε πάντοτε προς τα μεγάλα
και ουδέν μικρόν επεχείρει, αλλά μόνον περί μεγάλων εσκέπτετο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν ήτο έφηβος, και ήτο πολύ ευειδής νέος, ως
ηδύνατό τις να συμπεράνη εκ των λειψάνων του κάλλους του, επορνεύετο αναιδώς και
αντί χρημάτων προσεφέρετο εις τους βουλομένους. Μεταξύ δε των άλλων εραστών του
κάποιος μάγος εξ εκείνων οίτινες διατείνονται ότι γνωρίζουν θαυματουργούς
μαγείας και εξορκισμούς και υπόσχονται να διευκολύνουν έρωτας, εκδικήσεις κατά
των εχθρών και ευρέσεις θησαυρών και κληρονομιών επιτυχίας—ούτος ιδών ότι ο νέος
ήτον ευφυής και καταλληλότατος προς εξυπηρέτησιν των σκοπών του και ότι δεν
ερωτεύετο ολιγώτερον την κακίαν του παρ' όσον αυτός το κάλλος του, τον εσπούδασε
και τον μετεχειρίζετο ως βοηθόν και συνεργάτην. Ο μάγος εκείνος φανερά ήτο δήθεν
ιατρός, εγνώριζε δε, όπως η γυνή του Αιγυπτίου Θόωνος,φάρμακα πολλά μεν εσθλά
μεμιγμένα, πολλά δε λυγρά,{32} των οποίων όλων κληρονόμος και διάδοχος έγεινεν ο
Αλέξανδρος. Ήτο δε ο διδάσκαλος εκείνος και εραστής την καταγωγήν Τυανεύς, εκ
των μαθητευσάντων πλησίον Απολλωνίου του Τυανέως {33} και γνωριζόντων όλας αυτού
τας αγυρτείας. Βλέπεις εκ ποίας σχολής προήλθεν ο ημέτερος άνθρωπος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Τυανεύς εκείνος απέθανε, ο δε Αλέξανδρος, ο
οποίος είχε γεμίσει γένεια, το δε κάλλος, εκ του οποίου ηδύνατο να ζήση, είχε
χάσει την ανθηρότητά του, περιέπεσεν εις πενίαν• και δεν περιωρίσθη εις μικράς
επιχειρήσεις, αλλά συνεταιρίσθη με κάποιον χρονογράφον εκ Βυζαντίου,από τους
λαμβάνοντας μέρος εις τους δημοσίους αγώνας, πολύ φαυλότερον τον
χαρακτήρα-—ωνομάζετο δε, νομίζω, Κοκκωνάς.—Οι δύο συνέταιροι περιεφέροντο
κάμνοντες μαγείας και αγυρτείας και εκμεταλλευόμενοι την ευπιστίαν των παχέων
ανθρώπων, όπως απεκάλουν, κατά το ιδιαίτερον ιδίωμα των μάγων, τους απλοϊκούς.
Εν τω μεταξύ δε τούτω ανεκάλυψαν και μίαν γυναίκα πλουσίαν, Μακέτιν
ονομαζομένην, η οποία ήτο μεν περασμένη την ηλικίαν, αλλ' ήτο ακόμη φιλάρεσκος•
και επί τινα καιρόν ετρέφοντο παρ' αυτής• και την ηκολούθησαν εκ της Βιθυνίας
εις την Μακεδονίαν.Ήτο δε η γυνή εκείνη εκ της Πέλλης, η οποία άλλοτε επί των
Μακεδόνων βασιλέων ήτο πόλις ακμάζουσα και ευτυχής, τώρα δε είχεν ολίγους και
απόρους κατοίκους. Εκεί είδον όφεις υπερμεγέθεις, λίαν εξημερωμένους και
ακάκους, ώστε εσιτίζοντο υπό γυναικών και εκοιμώντο μετά των παιδίων και
πατούμενοι δεν εξηρεθίζοντο και ενοχλούμενοι δεν ωργίζοντο και γάλα έπινον από
του μαστού, όπως τα βρέφη-—υπάρχουν δε πολλοί εις το μέρος εκείνο, εξ ου και
προήλθε, φαίνεται, ο περί Ολυμπιάδος μύθος,κατά τον οποίον δράκων τοιούτος
συνεκοιμάτο με την σύζυγον του Φιλίππου, όταν αύτη ήτο έγκυος τον Αλέξανδρον. Οι
δύο συνέταιροι ηγόρασαν έν εκ των ερπετών τούτων το καλλίτερον αντί ολίγων
οβολών.Και εντεύθεν, κατά τον Θουκυδίδην, ήρχισεν ο πόλεμος. Οι δύο εκείνοι
φαυλότατοι και θρασύτατοι και προς πάσαν κακουργίαν προθυμότατοι ευκόλως
εννόησαν ότι τους ανθρώπους διευθύνουν δύο μεγάλοι τύραννοι, η ελπίς και ο
φόβος, και ότι ο δυνάμενος να επωφεληθή τούτους καταλλήλως ταχέως θα πλουτήση•
διότι έβλεπον ότι και εις τους δύο, και εις τον φοβούμενον και εις τον
ελπίζοντα, η πρόγνωσις είνε λίαν αναγκαία και επιθυμητή• δι' αυτής δε πάλαι
επλούτησαν και έγειναν περίφημοι οι Δελφοί, η Δήλος, η Κλάρος και αι Βραγχίδαι,
καθότι οι άνθρωποι αναγκάζονται πάντοτε υπό των προειρημένων τυράννων, της
ελπίδος και του φόβου, να τρέχουν εις τα μαντεία και να ζητούν να μάθουν τα
μέλλοντα και προς τούτο να προσφέρουν εκατόμβας και ν' αφιερώνουν χρυσάς
πλίνθους. Ταύτα σκεπτόμενοι και συζητούντες απεφάσισαν να ιδρύσουν μαντείον και
να δίδουν χρησμούς με την πεποίθησιν ότι, εάν η επιχείρησις επετύγχανε, θα
εγίνοντο ταχέως πλούσιοι και ευτυχείς.Τωόντι δε όχι μόνον επέτυχον, αλλά και τ'
αποτελέσματα υπερέβησαν τας προσδοκίας και τας ελπίδας των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα ήρχισαν να σκέπτωνται πρώτον μεν διά την
εκλογήν του μέρους,όπου θα ιδρύετο το μαντείον, έπειτα δε περί της αρχής και του
τρόπου της επιχειρήσεως. Ο Κοκκωνάς υπεστήριζεν ως το καταλληλότερον μέρος την
Χαλκηδόνα, ως τόπον εμπορικόν και γειτονεύοντα προς την Θράκην και την Βιθυνίαν,
μη απέχοντα δε πολύ και της Ασίας και της Γαλατίας και όλων των βορειότερον
κατοικούντων λαών. Αλλ' ο Αλέξανδρος επροτίμα την πατρίδα του, λέγων και δικαίως
ότι διά να επιτύχη εις την αρχήν της τοιαύτη επιχείρησις έχει ανάγκην ανθρώπων
αξέστων και μωρών, τοιούτοι δ' έλεγεν ότι είνε οι Παφλαγόνες οι κατοικούντες
πέραν της Αβωνοτείχου, δεισιδαίμονες κατά το πλείστον και πλούσιοι, οίτινες και
μόνον αν φανή τις αγύρτης, συνοδευόμενος υπό αυλητού ή τυμπανιστού ή κύμβαλα
κροτούντος, και αν ακόμη, κατά το λεγόμενον, μαντεύη με το κόσκινον, χάσκουν
ενώπιόν του και τον θαυμάζουν ως θεόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μετά μικράν περί τούτου φιλονεικίαν,
υπερίσχυσεν η γνώμη του Αλεξάνδρου και μεταβάντες εις την Χαλκηδόνα—διότι ήτον
αναγκαία εις τον σκοπόν των και η πόλις αύτη—έθαψαν εις το ιερόν του Απόλλωνος,
το οποίον είνε αρχαιότατον εις την Χαλκηδόνα, πινακίδας χαλκίνας, επί των οποίων
είχον χαράξει γράμματα λέγοντα ότι εντός ολίγου ο Ασκληπιός μετά του πατρός του
Απόλλωνος μεταναστεύει εις τον Πόντον, όπου θα καταλάβη το τείχος του Αβώνου. Αι
πινακίδες αύται ανεκαλύφθησαν έπειτα τυχαίως δήθεν και συνετέλεσαν να διαδοθή
καθ' όλην την Βιθυνίαν και τον Πόντον και προ πάντων εις το τείχος του Αβώνου η
φήμη αύτη. Οι κάτοικοι δε της τελευταίας πόλεως εψήφισαν αμέσως να εγερθή ναός
και αμέσως ήρχισαν να σκάπτουν τα θεμέλια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τότε ο Κοκκωνάς εγκατελείφθη εις την Χαλκηδόνα,
όπου κατεγίνετο να γράφη χρησμούς επαμφοτερίζοντας, αμφιβόλους, και σκοτεινούς,
εκεί δε μετ' ολίγον απέθανε δηλητηριασθείς υπό εχίδνης, νομίζω. Ο δε Αλέξανδρος
μετέβη εις την πατρίδα του, τρέφων ήδη μακράν κόμην και φορών ένδυμα
πορφυρόλευκον και επ' αυτού άλλο κατάλευκον και κρατών ξιφοδρέπανον, όπως ο
Περσεύς, από του οποίου έλεγεν ότι κατήγετο εκ μητρός• και οι χαμένοι οι
Παφλαγόνες, ενώ εγνώριζον ότι αμφότεροι οι γονείς αυτού ήσαν αφανείς και
ταπεινοί, επίστευον εις χρησμόν,κατασκευασθέντα υπό του Αλεξάνδρου, ο οποίος
έλεγε:</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Περσείδης γενεήν
Φοίβω φίλος ούτος οράται, δίος Αλέξανδρος, Ποδαλειρίου αίμα λελογχώς
{34}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Φαίνεται ότι ο Ποδαλείριος ήτο τόσον ασελγής
και γυναικομανής, ώστε από της θεσσαλικής Τρίκκης κατώρθωσε να γονιμοποιήση την
μητέρα του Αλεξάνδρου ευρισκομένην εις την Παφλαγονίαν. Υπήρχε δε ήδη και
χρησμός, τον οποίον τάχα εξέφερεν η Σίβυλλα: «Κατά τα παράλια του Ευξείνου
Πόντου, πλησίον της Σινώπης, θα γεννηθή υπό την κυριαρχίαν των Αυσωνίων εις τα
μέρη της Τύρσιδος, προφήτης, του οποίου το όνομα αρχίζει από μίαν μονάδα, την
οποίαν ακολουθούν τρεις δεκάδες, έπειτα πέντε άλλαι μονάδες και τρεις εικοσάδες.
Ούτω σχηματίζεται το όνομα ανδρός προστάτου{35}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εισβαλών λοιπόν ο Αλέξανδρος με τοιαύτην
θεατρικήν παρασκευήν εις την πατρίδα του, έγεινε περίβλεπτος και περίφημος. Μη
αρκούμενος δε εις την άλλην αγυρτείαν, υπεκρίνετο και ότι κατελαμβάνετο υπό
ιεράς μανίας και ενίοτε το στόμα του επληρούτο αφρού. Τούτο δε είνε εύκολον να
γίνεται κατά βούλησιν, άμα κανείς μασήση την ρίζαν του βαφικού χόρτου,το οποίον
ονομάζεται στρουθίον. Αλλ' εις τους Παφλαγόνας εφαίνετο και ο αφρός εκείνος ως
θείον τι. Ο Αλέξανδρος είχε προς τούτοις προ πολλού κατασκευάση μίαν κεφαλήν
όφεως από ύφασμα, η οποία είχε τι το παρεμφερές προς την ανθρωπίνην μορφήν και
ήτο χρωματισμένη φυσικώτατα,τη βοηθεία δε ιππείων τριχών ήνοιγε και έκλειε το
στόμα και προέβαλλε γλώσσαν μαύρην και διχασμένην, όπως του δράκοντος, η οποία
ομοίως εσύρετο διά τριχών. Είχον ακόμη και τον εκ Πέλλης όφιν και τον έτρεφον,
διά να εμφανισθή εις τον κατάλληλον καιρόν και να λάβη μέρος ή μάλλον να
πρωταγωνιστήση εις την κωμωδίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν δε έφθασεν ο καιρός διά ν' αρχίσουν, ο
Αλέξανδρος έπραξε το εξής•μεταβάς την νύκτα εις τα θεμέλια του ναού, τα οποία
προ ολίγου είχον σκαφή—υπήρχε δε εντός αυτών νερόν το οποίον ή εκείθεν ανέβρυεν
ή εκ της βροχής προήρχετο—και εκεί έρριψε αυγόν χήνας, εις το οποίον, αφού το
εκένωσεν, είχε θέση ερπετόν αρτιγέννητον. Αφού το έκρυψεν εντός του πηλού,
απήλθε• το δε πρωί έτρεξεν εις την αγοράν γυμνός, φορών μόνον περίζωμα χρυσούν
και κρατών το ξιφοδρέπανον, συγχρόνως δε σείων την λυτήν του κόμην, όπως οι
τελούντες τα όργια της Ρέας• και ενθουσιώντες, ανέβη εις βωμόν υψηλόν και
εκείθεν ηγόρευε προς τα πλήθη και εμακάριζε την πόλιν, εις την οποίαν θα ήρχετο
εντός ολίγου ο θεός,ούτως ώστε θα εγίνετο ορατός εις όλους. Οι παρόντες—είχε δε
προστρέξει σχεδόν όλη η πόλις, μετά των γυναικών, των παιδίων και των
γερόντων—κατελήφθησαν υπό συγκινήσεως και ήρχισαν να εύχωνται και να προσκυνούν.
Αυτός δε επρόφερε λέξεις ακατάληπτους, ως Εβραϊκάς ή Φοινικικάς, και εξέπληττε
τους ανθρώπους μη εννοούντας τι έλεγε, πλην των ονομάτων του Απόλλωνος και του
Ασκληπιού, τα οποία ανεμίγνυεν εις τα ακατάληπτα εκείνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα διηυθύνθη τρέχων προς τον ανεγειρόμενον
ναόν και καταβάς εις το όρυγμα των θεμελίων εις το μέρος όπου θα ήτο η πηγή του
μαντείου,εισήλθεν εις το νερόν ψάλλων ύμνους του Ασκληπιού και του Απόλλωνος και
εκάλει τον θεόν να ευδοκήση να έλθη εις την πόλιν. Έπειτα εζήτησε φιάλην όταν δε
του εδόθη, την εισήγαγεν εις το νερόν και μετά του νερού και του πηλού ανέσυρε
το αυγόν, εις το οποίον ήτο κλεισμένος ο θεός του. Ήτο δε η οπή του αυγού
κλεισμένη με κηρόν λευκόν και ψιμύθιον λαβών δε αυτό εις τας χείρας του είπεν
ότι εκράτει τον Ασκληπιόν. Οι παριστάμενοι παρετήρουν τα γινόμενα και εθαύμαζον
προ πάντων διά την ανακάλυψιν του αυγού εις το νερόν. Αφού δε έσπασε το αυγόν
και εδέχθη εις την παλάμην του το έμβρυον του ερπετού και οι παρόντες το είδον
να κινήται και να περιτυλίσσεται εις τους δακτύλους• του, ήρχισαν να αναφωνούν
και να προσκυνούν τον θεόν και να μακαρίζουν την πόλιν, έκαστος δε εζήτει παρά
του θεού θησαυρούς και πλούτη και υγείαν και πάντα τα άλλα αγαθά. Ο δε
Αλέξανδρος τρέχων πάλιν επέστρεψεν εις την οικίαν του, φέρων και τον
αρτιγέννητον Ασκληπιόν, ο οποίος ούτω εγεννήθη δύο φοράς, ενώ οι άλλοι άνθρωποι
γεννώνται μίαν φοράν, και εγεννήθη όχι εκ της Κορωνίδος, ούτε τουλάχιστον εκ
κορώνης{36}, αλλ' εκ χήνας. Ο δε λαός όλος ηκολούθει και ήσαν όλοι
ενθουσιασμένοι και τρελλοί από υπερβολικάς ελπίδας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επί ημέρας έμεινεν εις την κατοικίαν του,
ελπίζων, όπως και έγεινε,ότι εντός ολίγου η φήμη θα έφερε πολλούς εκ των
Παφλαγόνων εις το τείχος του Αβώνου. Οταν δε υπερεπληρώθη η πόλις από ανθρώπους,
οι οποίοι είχον ήδη χάσει προηγουμένως νουν και καρδίαν και ουδόλως ωμοίαζαν
προς λογικούς ανθρώπους και μόνον κατά την μορφήν διέφερον από τα πρόβατα, ο
Αλέξανδρος καθήμενος με πολλήν ιεροπρέπειαν επί κλίνης εις μίαν μικράν οικίαν
είχεν εις τον κόλπον του τον εκ Πέλλης Ασκληπιόν, ο οποίος ήτο υπερμεγέθης και
ευτραφής, και τον άφινε να περιτυλίσσεται εις τον τράχηλόν του και να μένη έξω η
ουρά του. Ήτο δε τόσον μεγάλος, ώστε μέρος αυτού εσύρετο εις την ποδιάν του και
έφθανε μέχρι του εδάφους. Ο Αλέξανδρος εκράτει εις την μασχάλην του και έκρυπτε
την κεφαλήν του όφεως, ο οποίος δεν έφερεν αντίστασιν, διότι,ως ελέχθη, ήτο πολύ
ανεκτικός και ήμερος, και παρουσίαζε την εξ υφάσματος κεφαλήν ως την κεφαλήν
τάχα του πραγματικού όφεως. Να φαντασθής έπειτα ότι αυτά συνέβαινον εις οικίσκον
ανεπαρκώς φωτιζόμενον και ότι εις αυτόν συνηθροίζετο πλήθος παντοδαπών ανθρώπων
προκατειλημμένων, εχόντων την φαντασίαν εξημμένην και περιμενόντων να ίδουν
θαυμαστά πράγματα. Εις τούτους εισερχομένους επόμενον είνε ότι εφαίνετο
θαυμαστόν πώς το προ ολίγου μικρόν ερπετόν εντός ολίγων ημερών έγεινε τόσον
μεγάλος όφις με μορφήν ανθρωπίνην και συγχρόνως τόσον ήμερος. Δεν έμενον άλλως
επί πολύ, αλλά πριν να ιδούν ακριβώς το επιδεικνυόμενον θαύμα, εξεδιώκοντο υπό
των κατόπιν εισερχομένων αδιακόπως. Είχε δε ανοιχθή άλλη έξοδος κατέναντι της
εισόδου, όπως λέγεται ότι έπραξαν και οι Μακεδόνες εις την Βαβυλώνα κατά την
ασθένειαν του Αλεξάνδρου, ότε ο Μακεδονικός στρατός περικυκλώσας τα ανάκτορα
εζήτει να ίδη τον θνήσκοντα βασιλέα και να του απευθύνη τον τελευταίον
χαιρετισμόν. Την επίδειξιν ταύτην δεν έκαμε μίαν φοράν μόνον ο μιαρός
ψευδόμαντις, αλλά πολλάκις και μάλιστα οσάκις ήρχοντο προς αυτόν επισκέπται
πλούσιοι διά πρώτην φοράν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Διά να είπωμεν την αλήθειαν, φίλε Κέλσε, πρέπει
να δικαιολογήσωμεν τους Παφλαγόνας εκείνους και Ποντικούς, διότι όντες άνθρωποι
χονδροκέφαλοι και απαίδευτοι εξηπατήθησαν, ως βεβαιούμενοι και διά της αφής περί
της πραγματικότητος του όφεως — διότι και την απόδειξιν ταύτην παρείχεν εις τους
βουλομένους ο Αλέξανδρος — και εις αμυδρόν φως βλέποντες την κεφαλήν αυτού να
ανοίγη και να κλείη το στόμα. Μόνον ένας Δημόκριτος ή και αυτός ο Επίκουρος ή ο
Μητρόδωρος ή και άλλος τις εξ εκείνων των οποίων η ισχυρά διάνοια δεν πιστεύει
ευκόλως και αβασανίστως, θα ηδύναντο να δυσπιστήσουν προς το τέχνασμα και να
μαντεύσουν περί τίνος επρόκειτο• και αν δεν ηδύναντο να εύρουν την αλήθειαν,
πάλιν θα εσχημάτιζον την πεποίθησιν ότι τους διέφευγεν ο τρόπος της απάτης, αλλ'
ότι το παν ήτο ψεύδος και αδύνατον να είνε αληθές.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ολίγον κατ' ολίγον όλη η Βιθυνία και η Γαλατία
και η Θράκη προσέτρεξαν, διότι έκαστος εκ των επιστρεφόντων έλεγεν ότι είδε
γεννώμενον τον θεόν και τον ήγγισε με τας χείρας του όταν μετ' ολίγον έγεινε
παμμέγιστος και παρουσίασε μορφήν ανθρωπίνην. Έγειναν δε και εικόνες και
αγάλματα και ξόανα παριστώντα τον ιερόν εκείνον δράκοντα,άλλα μεν εκ χαλκού,
άλλα δε εξ αργύρου, και εδόθη εις τον θεόν το όνομα Γλύκων, συνεπεία εμμέτρου
και θείου παραγγέλματος, το οποίον εξεφώνησεν ο Αλέξανδρος•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ειμί Γλύκων, τρίτον αίμα Διός, φάος
ανθρώποισι.{37}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν δε ο Αλέξανδρος ενόμισεν ότι ήτο καιρός να
αρχίση η εκμετάλλευσις των προπαρασκευών του και έλαβε την έγκρισιν να παρέχη
χρησμούς και να δίδη γνώμας εις τους ζητούντας παρά του εν Κιλικία
Αμφιλόχου—διότι και ούτος μετά τον θάνατον του πατρός του Αμφιάρεω και την
καταστροφήν του εις τας Θήβας, κατέφυγεν εις την Κιλικίαν• και έζησεν ευτυχής
προφητεύων εις τους Κίλικας το μέλλον και λαμβάνων δύο οβολούς δι'έκαστον
χρησμόν— ήρχισε να προλέγη εις όλους τους ερχομένους ότι ο θεός εις ημέραν την
οποίαν ώριζε θα παρείχε χρησμούς. Παρήγγειλε δε εις πάντα βουλόμενον να γράψη
ό,τι εζήτει και ήθελε να μάθη και να περιρράψη και σφραγίση διά κηρού ή πηλού ή
άλλου τοιούτου το γραφέν•αυτός δε θα ελάμβανε τας σημειώσεις ταύτας και θα
κατέβαινεν εις το άδυτον, διότι ήδη ο ναός είχε κτισθή και η σκηνή της κωμωδίας
είχε συμπληρωθή, και αφού θα ήκουε τας απαντήσεις του θεού, θα εκάλει ένα
έκαστον διά κήρυκος και θα του απέδιδε την σημείωσίν του σφραγισμένην,όπως την
έδωκε, και συγχρόνως την απόκρισιν υπογεγραμμένην, όπως ακριβώς απήντησεν ο θεός
εις το ερώτημα εκάστου. Το τέχνασμα δι'άνθρωπον, όπως συ και εγώ, δεν ήτο
δύσκολον να εννοηθή, διά τους απλούς όμως και ανοήτους ανθρώπους εφαίνετο μέγα
και θαυμαστόν.Γνωρίζων διαφόρους τρόπους να ανοίγη τας σφραγίδας, ήνοιγε τας
σημειώσεις, ανεγίνωσκε τας ερωτήσεις και έδιδε τας δεούσας απαντήσεις,έπειτα δε
κλείσας πάλιν και σφραγίσας απέδιδε τα σημειώματα προς μέγαν θαυμασμόν των
λαμβανόντων. Και ηκούοντο όλοι να λέγουν• πώς αυτός εγνώριζεν όσα εγώ του έδωκα
ασφαλώς σφραγισμένα με σφραγίδας των οποίων η απομίμησις είνε δύσκολος, εάν
αληθώς δεν είνε θεός παντογνώστης;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ίσως θα μ' ερωτήσης ποίους τρόπους είχε διά ν'
ανοίγη τας σφραγίδας.Θα σου τους αναφέρω, διά να δύνασαι να ελέγχης τας τοιαύτας
απάτας.Και ιδού ο πρώτος, φίλτατε Κέλσε. Επυράκτωνε βελόνην και αφού δι'αυτής
ανέλυε το υπό την σφραγίδα μέρος του κηρού, αφήρει ευκόλως την σφραγίδα χωρίς να
την καταστρέψη• αφού δε ανεγίνωσκε τα σφραγισμένα ερωτήματα, εθέρμαινε πάλιν διά
της βελόνης τον κηρόν και ούτω ευκόλως εκόλλα εκ νέου την σφραγίδα εις την
προτέραν της θέσιν. Άλλος τρόπος ήτο ο διά του λεγομένου κολλυρίου•
κατασκευάζεται δε τούτο εκ πίσσης Βρυττίας και ασφάλτου και διαφανούς λίθου
τριμμένου και κηρού και μαστίχης• εξ όλων τούτων έπλαττε το κολλύριον και το
εθέρμαινεν εις την φωτιάν, το επέθετεν εις την σφραγίδα, αφού προηγουμένως την
επέχριε με σίελον, και ελάμβανε τον τύπον αυτής. Μετ' ολίγον το κολλύριον
εξηραίνετο και τότε ήνοιγε το σφραγισμένον γράμμα και αφού το ανεγίνωσκε, το
εσφράγιζεν εκ νέου με την επί του κολλυρίου σφραγίδα, η οποία ήτο απαράλλακτος
με την αρχέτυπον σφραγίδα. Αλλ'άκουσε και τρίτην μέθοδον. Ανεμίγνυε ασβέστην εις
κόλλαν, με την οποίαν κολλούν τα βιβλία, και το μίγμα τούτο εφ' όσον ήτο εκόμη
μαλακόν, επέθετεν εις την σφραγίδα και αφήρει τον τύπον αυτής και έπειτα —
ξηραίνεται δε το μίγμα αμέσως και γίνεται στερεώτερον κέρατος ή μάλλον σιδήρου —
το μετεχειρίζετο προς σφράγισιν των αποσφραγιζομένων γραμμάτων. Είχε και πολλάς
άλλας τοιαύτας μεθόδους,αλλά δεν είνε ανάγκη να τας αναφέρωμεν όλας, διά να μη
φανώμεν απειροκάλως λεπτολογούντες και μάλιστα αφού συ εις τα βιβλία τα οποία
συνέγραψες κατά των μάγων, τα οποία είνε κάλλιστα και ωφελιμώτατα συγγράμματα,
ικανά να διαφωτίζουν τους μελετώντας αυτά, αρκετά αναφέρεις περί τούτων και πολύ
περισσότερα των ειρημένων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έδιδε λοιπόν χρησμούς και γνώμας, αλλά με
πολλήν περίσκεψιν, φροντίζων να συνδέη την πιθανότητα μετά της πανουργίας. Εις
άλλων μεν τας ερωτήσεις έδιδε σκολιάς και αμφιβόλους απαντήσεις, εις άλλους δε
λίαν σκοτεινάς• διότι και το σκοτεινόν του εφαίνετο ως προσόν των χρησμών.Και
άλλους μεν απέτρεπεν ή προέτρεπεν, όπως έκρινε καλλίτερον και πιθανώτερον, εις
άλλους δε προέλεγε θεραπείας και συνεβούλευε δίαιτας,διότι, όπως εις την αρχήν
είπα, εγνώριζε πολλά και χρήσιμα φάρμακα.Συνίστα δε προ πάντων τας κυτμίδας,
όνομα ανακουφιστικού τινος φαρμάκου το οποίον είχεν ονομάσει αυτός και το οποίον
κατεσκευάζετο από αίγειον λίπος. Οσάκις ηρωτάτο δι' ελπίδας και πόθους και
κληρονομιάς, ανέβαλλε πάντοτε να δώση οριστικήν απάντησιν και έλεγεν ότι όλα
αυτά θα γίνουν όταν θελήσω εγώ και ο Αλέξανδρος ο προφήτης μου δεηθή και ευχηθή
διά σας. Είχε δε ορισθή και τιμή δι' έκαστον χρησμόν δραχμή μία και δύο οβολοί.
Και μη νομίσης, φίλε μου, ότι ήτο μικρόν και ασήμαντον το εισόδημα τούτο, διότι
εξ αυτού εισέπραττε κατ' έτος έως εβδομήκοντα ή ογδοήκοντα χιλιάδας δραχμών,
καθότι οι συμβουλευόμενοι το μαντείον εζήτουν δέκα και δέκα πέντε χρησμούς εξ
απληστίας. Τα χρήματα δε, τα οποία εισέπραττεν ο Αλέξανδρος, δεν εκράτει μόνον
προς ιδίαν χρήσιν, ούτε τα απεθησαύριζε δι' εαυτόν• αλλ'έχων ήδη πολλούς
συνεργάτας και υπηρέτας, κατασκόπους, χρησμοποιούς και χρησμοφύλακας, γραφείς
και σφραγιστάς και εξηγητάς των χρησμών,έδιδεν εις όλους κατά την υπηρεσίαν
εκάστου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Είχε δε ήδη αποστείλη και μερικούς εις την
αλλοδαπήν διά να διαφημήσουν μεταξύ των εθνών το μαντείον και να διηγούνται ότι
δύναται να προλέγη τα μέλλοντα και ν' ανευρίσκη φυγάδας και ν' αποκαλύπτη
κλέπτας και ληστάς, ν' ανακαλύπτη θησαυρούς και να θεραπεύη πάσχοντας,ενίοτε δε
να επαναφέρη εις την ζωήν και νεκρούς. Προσέτρεχον λοιπόν πανταχόθεν πατείς με
πατώ σε και επολλαπλασιάζοντο αι θυσίαι και τα αφιερώματα και διπλάσια εδίδοντο
εις τον προφήτην και μαθητήν του θεού• διότι απεδίδετο εις τον θεόν και ο εξής
χρησμός•</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Τιέμεναι κέλομαι τον
εμόν θεράπονθ' υποφήτην ου γαρ εμοί κτεάνων μέλεται άγαν, αλλ υποφήτου
{38}.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Επειδή δε πολλοί από τους σωφρονούντας, ως να
ανένηψαν από βαρείαν μέθην, ήρχισαν να εξεγείρωνται κατά του Αλεξάνδρου και
μάλιστα οι οπαδοί του Επικούρου, οίτινες ήσαν πολλοί, και εις τας πόλεις
απεκαλύπτετο ήδη όλη η απάτη και η πλοκή της κωμωδίας, ο προφήτης απήγγειλε
κατηγορητήριον κατ' αυτών και καταδίκην, λέγων ότι ο Πόντος εγέμισεν από αθέους
και Χριστιανούς, οίτινες αποτολμούν να βλασφημούν εναντίον αυτού ασεβέστατα, και
παρήγγειλε να τους λιθοβολούν όσοι θέλουν να έχουν με το μέρος των τον θεόν.
Περί δε του Επικούρου, όταν ηρωτήθη υπό τινος τι πράττει εις τον Άδην ο
φιλόσοφος, εξέδωκε τοιούτόν τινα χρησμόν•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μολυβδίνας έχων πέδας εν βορβόρω κάθηται
{39}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Θαυμάζεις έπειτα διότι έφθασεν εις τοιαύτην
ακμήν το μαντείον, όταν βλέπης ότι αι ερωτήσεις των προσερχομένων εις αυτό ήσαν
τόσον συνεταί και σοφαί; Το πλέον δε άσπονδον μίσος έτρεφε κατά του Επικούρου
και κατ' αυτού διηύθυνε κυρίως τον πόλεμόν του• και πολύ δικαίως. Διότι ποίον
άλλον δύναται να εχθρεύεται περισσότερον άνθρωπος αγύρτης και απατεών, μέγας δε
εχθρός της αληθείας, παρά τον Επίκουρον, σοφόν όστις διέγνωσε την φύσιν των
πραγμάτων και μόνον την υπάρχουσαν εις αυτά αλήθειαν παρεδέχετο; Οι Πλατωνικοί
και οι οπαδοί του Χρυσίππου και του Πυθαγόρα ήσαν φίλοι του και ειρήνην πλήρη
διετήρει προς αυτούς• ο δε άκαμπτος Επίκουρος, όπως τον ωνόμαζεν, δικαίως του
ήτο έχθιστος, διότι κατέσκωπτε και κατεγέλα πάντα ταύτα. Διά τούτο ο ψευδόμαντις
υπέρ πάσας τας πόλεις του Πόντου εμίσει την Άμαστριν, καθότι εγνώριζεν ότι οι
οπαδοί του Λεπίδου και άλλοι ομόφρονες με αυτούς ήσαν πολυάριθμοι εις την πόλιν
εκείνην. Ούτε έδωκε ποτέ χρησμόν εις Αμαστριανόν• και όταν ποτέ ετόλμησε να
προφητεύση προς τον αδελφόν ενός Συγκλητικού,έγεινε καταγέλαστος, διότι ούτε ο
ίδιος ηδυνήθη να κατασκευάση χρησμόν κατάλληλον και πιθανόν, ούτε άλλον εύρε να
τον βοηθήση προς τούτο και εγκαίρως. Ο Αμαστριανός εκείνος παρεπονείτο διά πόνον
του στομάχου, ο δε Αλέξανδρος του παρήγγειλε να τρώγη χοίρειον πόδα
μαγειρευμένον με μολόχαν•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μάλβακα χοιρείον ιερή κυμήνευε
σιπύδνω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πολλάκις, ως ανωτέρω ανέφερα, έδειξε τον όφιν
εις τους προσερχομένους,όχι όμως ολόκληρον, αλλά μόνον την ουράν και το άλλο
σώμα, την δε κεφαλήν εκράτει αθέατον εντός του κόλπου του, θελήσας δε και
περισσότερον να καταπλήξη το πλήθος, υπέσχετο να κάμη τον θεόν και να λαλήση και
να δίδη χρησμούς χωρίς την μεσολάβησιν του προφήτου. Προς τούτο συνέδεσεν
αρτηρίας γερανών τας οποίας συνήρμοσεν εις την ψευδή κεφαλήν του όφεως, και ενώ
κάποιος έξωθεν εφώναζε και απεκρίνετο προς τας ερωτήσεις, η φωνή του εφαίνετο
εξερχόμενη εκ του στόματος της πανίνης εκείνης κεφαλής του Ασκληπιού. Ωνομάζοντο
δε οι χρησμοί ούτοι αυτόφωνοι, και δεν εδίδοντο εις όλους αδιαφόρως, αλλά μόνον
εις τους επιφανείς, πλουσίους και γενναιοδώρους. Εκείνος ο οποίος εδόθη εις τον
Σευηριανόν και τον συνεβούλευε να εισβάλη εις την Αρμενίαν ήτο αυτόφωνος• τον
προέτρεπε δε ως εξής εις την εισβολήν•</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Πάρθους Αρμενίους τε
θοώς υπό δουρί δαμάσσας νοστήσεις Ρώμην και Θύμβριδος αγλαόν ύδωρ στέμμα φέρων
κροτάφοισι μεμιγμένον ακτίνεσσιν {40}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα δε όταν ο ηλίθιος εκείνος Κελτός
πεισθείς εις τον χρησμόν εισέβαλεν εις την Αρμενίαν και εφονεύθη κατακοπείς μετά
της στρατιάς του υπό του Οθρυάδου, ο Αλέξανδρος αφήρεσεν εκ του αρχείου του
μαντείου τον ανωτέρω χρησμόν, αντ' αυτού δε κατέθηκεν άλλον, τον
ακόλουθον•</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Μη συ γ' επ'
Αρμενίους ελάαν στρατόν, ου γαρ άμεινον, μη σοι θηλυχίτων τις ανήρ τόξου άπο
λυγρόν πότμον επιπροϊείς παύση βιότοιο φάους τε {41}.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Μία από τας σοφωτέρας επινοήσεις του ήσαν και
οι μεταχρονικοί χρησμοί,διά των οποίων διώρθωνε όσα σφαλερώς είχε προφητεύσει•
πολλάκις προ του θανάτου υπέσχετο εις τους νοσούντας ότι θα αναρρώσουν, όταν δε
απέθνησκον, άλλος χρησμός διώρθωνε το ψεύδος, λέγων τα αντίθετα•</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Μηκέτι δίζησθαι
νούσοιο λυγρής επαρωγήν• πότμος γαρ προφανής ουδ' εκφυγέειν δυνατόν σοι
{42}.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Γνωρίζων δε ότι οι μάντεις της Κλάρου, των
Διδύμων και της Μαλλού μετεχειρίζοντο ευδοκίμως την αυτήν μέθοδον, τους έκαμε
φίλους και πολλούς των προσερχομένων εις το μαντείον του παρέπεμπε προς αυτούς
με την εξής προσταγήν του θεού δήθεν•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ες Κλάρον ίεσο νυν, τουμού πατρός ως όπ'
ακούσης{43}.<br />ή•<br />Βραγχιδέων αδύτοισι πελάζεο και κλύε χρησμών{44}.<br />Και
τούτο•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ες Μαλλόν χώρει θεσπίσματά τ' Αμφιλόχοιο
{45}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και ταύτα μεν συνέβαινον εντός των ορίων της
Μικράς Ασίας μέχρι της Ιωνίας, της Κιλικίας, Παφλαγονίας και Γαλατίας• αλλ' όταν
η φήμη του Μαντείου έφθασε και μέχρις Ιταλίας και ενέσκηψεν εις την πόλιν των
Ρωμαίων, έγεινεν άμιλλα περί του ποίος πρώτος να συμβουλευθή το μαντείον και
άλλοι μεν μετέβαινον αυτοπροσώπως, άλλοι δε απέστελλον αντιπροσώπους, μάλιστα οι
επιφανέστατοι και κατέχοντες τα μεγαλείτερα αξιώματα εις την πόλιν, μεταξύ των
οποίων ο Ρουτιλλιανός, άνθρωπος κατά μεν τα άλλα καλός και χρηστός και ο οποίος
είχε διακριθή εις πολλά Ρωμαϊκά αξιώματα, αλλ' ως προς τα αφορώντα τους θεούς
πολύ επιπόλαιος και στενοκέφαλος, πιστεύων αλλόκοτα περί αυτών• και μόνον πέτραν
εάν έβλεπε πουθενά αλειμμένην με έλαιον ή στεφανωμένην, έπιπτε κάτω ευθύς και
επροσκύνα και επί πολύ παρέμενε προσευχόμενος και ζητών παρ' αυτής διαφόρους
χάριτας. Ούτος λοιπόν ακούσας να γίνεται λόγος περί του μαντείου, παρ' ολίγον ν'
αφήση την θέσιν του και να μεταβή εις το τείχος του Αβώνου. Μη δυνηθείς όμως να
μεταβή ο ίδιος,απέστειλεν άλλους και άλλους• επειδή δε οι αποστελλόμενοι ήσαν
απλοϊκοί υπηρέται, ευκόλως εξηπατώντο και επανερχόμενοι διηγούντο όσα είδον και
όσα δεν είδον και προσθέτοντες εις όσα ήκουσαν, διά να ευχαριστήσουν
περισσότερον τον κύριόν των. Ούτω δε εξήπτον την φαντασίαν του αθλίου γέροντος
και του διεσάλευον τας φρένας. Επειδή δε ήτο φίλος των περισσοτέρων και
ισχυροτέρων εις την Ρώμην, διηγείτο εις όλους όσα παρά των αποσταλέντων ήκουσε,
προσέθετε δε και ιδικά του.Και τοιουτοτρόπως εγέμισε την πόλιν με τον θαυμασμόν
προς το μαντείον του Αλεξάνδρου και διετάραξε τα πνεύματα και τους περισσοτέρους
των αυλικών παρέσυρε και συνεκίνησε, ευθύς δε και ούτοι έσπευδον να
συμβουλευθούν το μαντείον. Ο δε Αλέξανδρος υποδεχόμενος τους ερχομένους με
φιλοφροσύνην μεγάλην και διά δώρων πολυτελών και φιλοξενίας διαθέτων αυτούς
ευνοϊκώς τους απέπεμπε, όχι μόνον διά να δώσουν τας απαντήσεις εις τα προς το
μαντείον ερωτήματα, αλλά και διά να εγκωμιάσουν τον θεόν και να διηγηθούν
τερατώδη ψεύδη δι' αυτόν και το μαντείον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και κάτι άλλο εμηχανεύθη ο τρισκατάρατος
δολιώτατον και άξιον μεγάλου ληστού. Όταν απεσφράγιζε τα πεμπόμενα ερωτήματα και
αναγινώσκων αυτά εύρισκε τίποτε επιλήψιμον και δυνάμενον να έχη σοβαράς
συνεπείας διά τον ερωτώντα, το εκράτει και δεν το επέστρεφε,διά να τους έχη
υποχειρίους και σχεδόν δούλους διά τον φόβον μήπως αποκαλυφθούν όσα ηρώτησαν.
Εννοείς δε με ποία δώρα εξηγόραζαν την σιωπήν του οι πλούσιοι και οι ισχυροί,
οίτινες εγνώριζον ότι τους εκράτει εις τα δίκτυά του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Θα σου αναφέρω τώρα και μερικούς εκ των
χρησμών, οίτινες εδόθησαν εις τον Ρουτιλλιανόν. Όταν ούτος ηρώτησε περί του υιού
του, τον οποίον είχεν εκ προτέρας γυναικός και όστις διέτρεχε την ηλικίαν καθ'
ην έπρεπε ν' αρχίση η εκπαίδευσίς του, ποίον διδάσκαλον να του δώση, το μαντείον
απήντησε•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πυθαγόρην πολέμων τε διάκτορον εσθλόν
αοιδόν{46}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' επειδή μετ' ολίγας ημέρας το παιδίον
απέθανεν, ο Αλέξανδρος ευρέθη εις αμηχανίαν και δεν είχε τι ν' απαντήση εις
εκείνους οίτινες τον κατηγόρουν• ο καλός όμως Ρουτιλλιανός έφθασε μέχρι του
ν'απολογήται αυτός υπέρ του μαντείου• και έλεγεν ότι ο θεός προείπεν ακριβώς
ό,τι έγεινε και διά τούτο δεν παρήγγειλε να δοθή εις τον υιόν του κανείς εκ των
ζώντων διδασκάλων, αλλ' ο Πυθαγόρας και ο Όμηρος,οίτινες προ πολλού είχον
αποθάνει και τους οποίους ήτο επόμενον να συναντήση εις τον Άδην το παιδίον.
Διατί λοιπόν κατηγορείτε τον Αλέξανδρον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν δε πάλιν ο Ρουτιλλιανός ηρώτησεν εις
ποίους είχε μετεμψυχωθή,έλαβε την εξής απάντησιν•</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Πρώτον Πηλείδης
εγένου, μετά ταύτα Μένανδρος, είθ' ος νυν φαίνη, μετά δ' έσσεαι ηλιάς ακτίς,
ζήσεις δ' ογδώκοντ' επί τοις εκατόν λυκάβαντας{47}.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' αυτός απέθανεν εβδομηκοντούτης, αφού
παρεφρόνησε χωρίς να περιμένη την υπόσχεσιν του θεού. Ήτο δε και ο χρησμός ούτος
εκ των αυτοφώνων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν δε άλλην φοράν ηρώτησε περί γάμου, του
εδόθη σαφής η απάντησις•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Γήμον Αλεξάνδρου τε Σεληναίης τε θύγατρα
{48}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Είχε δε διαδόσει προ πολλού ο Αλέξανδρος ότι
την θυγατέρα του είχεν αποκτήσει εκ της Σελήνης, ήτις τον ερωτεύθη όταν συνέβη
να τον ίδη κοιμώμενον, όπως αυτή συνειθίζη να ερωτεύεται τους ωραίους τους
οποίους βλέπει κοιμωμένους. Ο δε φρονιμώτατος Ρουτιλλιανός χωρίς να βραδύνη
έπεμψεν αμέσως και εζήτησεν εις γάμον την κόρην του Αλεξάνδρου και έγεινεν
εξηκοντούτης γαμβρός και ετέλεσε μεγάλας θυσίας προς την πενθεράν του Σελήνην,
νομίζων ότι έγεινε και αυτός είς εκ των επουρανίων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Αλέξανδρος, αφού ούτω εγνωρίσθη και
επεκράτησεν εις την Ιταλίαν,εγίνετο βαθμηδόν θρασύτερος εις τας επινοήσεις και
τας αγυρτείας του και έπεμπε χρησμολόγους εις Ρωμαϊκάς πόλεις, οίτινες προέλεγον
λοιμούς και πυρκαϊάς και σεισμούς και υπέσχοντο ότι θα εβοήθει ο Αλέξανδρος διά
να μη συμβούν τα δυστυχήματα ταύτα. Εκτός δε άλλων απέστειλεν εις όλα τα έθνη
ένα αυτόφωνον χρησμόν κατά του λοιμού. Ο χρησμός δε ούτος ήτο ο
ακόλουθος•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Φοίβος ακερσεκόμης λοιμού νεφέλην
απερύκει{49}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και έβλεπε κανείς παντού τον στίχον τούτον
γεγραμμένον εις τους πυλώνας των οικιών ως αποτρεπτικόν των επιδημιών. Αλλά το
αποτέλεσμα ήτο αντίθετον ως επί το πλείστον• κατά σύμπτωσιν περίεργον εκείναι
προ πάντων αι οικίαι ηρημώθησαν υπό του θανατικού, επί των οποίων ήτο
γεγραμμένος ο στίχος εκείνος. Μη υποθέσης όμως ότι θέλω ν' αποδώσω τούτο εις τον
στίχον•αναφέρω απλώς την σύμπτωσιν. Αλλ' ίσως και οι πολλοί εμπιστευόμενοι εις
την προστασίαν του στίχου παρημέλουν και διητώντο κακώς, ουδόλως προσπαθούντες
μετά του χρησμού να απομακρύνουν την νόσον, ως να είχον ασφαλές προπύργιον τας
συλλαβάς του στίχου και τον Απόλλωνα τοξεύοντα τον λοιμόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγκαθίδρυσε δε και εις την Ρώμην πολλούς
κατασκόπους εκ των συνεργατών και συνεννοημένων, οι οποίοι τον επληροφόρουν περί
του χαρακτήρος και των διαθέσεων εκάστου, περί των ερωτήσεων τας οποίας έμελλον
ν'απευθύνουν προς το μαντείον και περί των πόθων και των φιλοδοξιών εκάστου,
ώστε να είνε έτοιμος διά τας απαντήσεις και πριν φθάσουν οι απεσταλμένοι να
γνωρίζη τι θα τον ηρώτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τοιαύτα εμηχανεύετο διά την Ιταλίαν εκτός δε
τούτου ίδρυσε μίαν εορτήν με λαμπαδηφορίας και ιεροφαντίας, τελουμένας επί τρεις
συνεχείς ημέρας. Κατά την πρώτην ημέραν εγίνετο προκήρυξις, όπως εις τας Αθήνας,
λέγουσα• Πας Χριστιανός ή Επικούρειος, όστις έρχεται να κατασκοπεύση τα ιερά
όργια, ας φύγη, οι δε πιστεύοντες εις τον θεόν ας μείνωσι και ας τελέσωσι τας
εορτάς ευτυχείς. Έπειτα εξεδιώκοντο οι βέβηλοι και ο Αλέξανδρος ελάμβανε την
πρωτοβουλίαν αναφωνών «Έξω οι Χριστιανοί», το δε πλήθος όλον αντεφώνει• «Έξω οι
Επικούρειοι». Έπειτα ετελείτο ο τοκετός της Λητούς και του Απόλλωνος η γέννησις,
ο γάμος της Κορωνίδος και η γέννησις του Ασκληπιού• την δε δευτέραν ημέραν
εγίνετο η εμφάνισις του Γλύκωνος και η γέννησις του Θεού. Η τρίτη ημέρα ήτο
αφιερωμένη εις τον Ποδαλείριον και εις τον γάμον της μητρός του Αλεξάνδρου• και
επειδή ωνομάζετο Δαδίς, εκαίοντο δάδες. Εις το τέλος παριστάνετο ο έρως της
Σελήνης και του Αλεξάνδρου και εγεννάτο η σύζυγος του Ρουτιλλιανού. Ο Ενδυμίων
Αλέξανδρος κρατών δάδα εξετέλει χρέη ιεροφάντου. Έπειτα κατεκλίνετο εις το μέσον
του ναού και υπεκρίνετο τον κοιμώμενον, τότε δε κατέβαινε προς αυτόν εκ της
οροφής ως εξ ουρανού αντί της Σελήνης κάποια Ρουτιλλία, ωραιοτάτη, σύζυγος ενός
των οικονόμων του Αυτοκράτορος, πραγματικώς ερωτευμένη με τον Αλέξανδρον και
ανταγαπωμένη υπ' αυτού, και υπό τα βλέμματα του γελοίου της συζύγου αντήλασσον
φιλήματα και εναγκαλισμούς• και αν δεν ήτο πολύ το φως ίσως θα συνέβαινε και
τίποτε εκ των μάλλον αποκρύφων. Μετ'ολίγον πάλιν επανήρχετο ο Αλέξανδρος με
στολήν ιεροφάντου και εν μέσω γενικής σιωπής έλεγε μεγαλοφώνως «ιή Γλυκών» {50}•
απήντων δε οι ακολουθούντες, δήθεν Ευμολπίδαι{51} και κήρυκες, οίτινες ήσαν
Παφλαγόνες με υποδήματα εξ ακατεργάστου δέρματος και αναδίδοντες βαρείαν οσμήν
σκόρδου, «ιή Αλέξανδρε».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πολλάκις δε κατά τας δαδουχίας και τας κινήσεις
των μυστικών χορών{52}, ο μηρός αυτού αποκαλυπτόμενος επίτηδες εφαίνετο χρυσούς,
διότι,εννοείται, τον είχε περιενδύσει με δέρμα επίχρυσον, το οποίον απέστιλβεν
εις την λάμψιν των λαμπάδων. Διά τούτο και συζήτησις έγεινέ ποτε μεταξύ δύο
μωροσόφων περί αυτού, εάν ο Αλέξανδρος είχε την ψυχήν του Πυθαγόρου, όπως είχε
και τον χρυσούν αυτού μηρόν, είτε άλλην ανάλογον. Το ζήτημα υπεβλήθη εις τον
Αλέξανδρον, ο δε θεός Γλύκων έλυσε διά χρησμού την απορίαν•</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Πυθαγόρου ψυχή ποτέ
μεν φθίνειν, άλλοτε δ' αύξει• η δε προφητείη δίης φρενός έστιν απορρώξ• και μιν
έπεμψε πατήρ αγαθών ανδρών επαρωγόν• και πάλιν ες Διός είσι Διός βληθείσα
κεραυνώ {53}.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Ενώ δε εις όλους συνεβούλευε να αποφεύγουν τους
παιδικούς έρωτας ως ασεβείς, αυτός ο ενάρετος ανήρ εμηχανεύθη το εξής•
παρήγγελλεν εις τας πόλεις της Παφλαγονίας και του Πόντου ν' αποστέλλουν κατά
τριετίαν προς αυτόν διακόνους διά να υμνούν τον θεόν• έπρεπε δε να εκλέγωνται
και να προτιμώνται οι ευγενέστατοι και ανθηρότατοι, οι διακρινόμενοι διά το
κάλλος των. Τούτους εγκλείων μετεχειρίζετο ως γυναίκας αργυρωνήτους,
συγκοιμώμενρς μετ' αυτών και εις πάσαν ακολασίαν εκτρεπόμενος. Και νόμον δε
έκαμε κατά τον οποίον εις ουδένα υπερβάντα το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας
του επετρέπετο να τον ασπάζεται εις το στόμα προς χαιρετισμόν, αλλ' εις μεν τους
άλλους έδιδε την χείρα του να την ασπάζωνται, μόνον δε τους νεαρούς κατεφίλει
και ούτοι εκαλούντο «οι εντός του φιλήματος». Κατ' αυτόν τον τρόπον εμπαίζων
τους ανοήτους διέφθειρε φανερά γυναίκας και με παίδας συνευρίσκετο.Και έκαστος
εθεώρει ευτύχημα αν και μόνον ητένιζε την γυναίκα του ο Αλέξανδρος• εάν δε
κατεδέχετο και να την φιλήση, ενόμιζεν ότι θα εισήρχετο αθρόα η ευτυχία εις την
οικίαν του. Πολλαί και εκαυχώντο ότι είχον γεννήσει εξ αυτού και οι σύζυγοι των
επεβεβαίουν το πράγμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Θέλω δε να σου διηγηθώ και ένα διάλογον μεταξύ
του Γλύκωνος και κάποιου Σακέρδωτος, κατοίκου της Παφλαγονικής Τίου, του οποίου
την διανοητικήν κατάστασιν θα εννοήσης από τας ερωτήσεις του. Ανέγνωσα δε τον
διάλογον τούτον εις την Τίον, εις την οικίαν του Σακέρδωτος,γεγραμμένον με χρυσά
γράμματα. Ειπέ μου, ηρώτησεν ούτος, δέσποτα Γλύκων, ποίος είσαι; Εγώ, απήντησεν
ο Γλύκων, είμαι νέος Ασκληπιός.Διάφορος από τον παλαιόν; Τι εννοείς; Δεν
επιτρέπεται να το μάθης αυτό, απήντησεν ο Γλύκων. Και πόσα έτη θα μείνης εδώ να
μας δίδης χρησμούς; Χίλια και τρία. Έπειτα πού θα μεταβής; Εις τα Βάκτρα και τα
περίχωρα• διότι πρέπει και οι βάρβαροι να απολαύσουν την παρουσίαν μου. Τα δε
άλλα μαντεία, το μαντείον των Δυδίμων, της Κλάρου και των Δελφών έχουν ακόμη τον
προπάτορά σου τον Απόλλωνα ή είνε ψευδείς οι χρησμοί τους οποίους δίδουν τώρα;
Μη επιμένεις να μάθης και τούτο,διότι δεν είνε επιτετραμμένον. Εγώ δε τι θα
γείνω μετά την παρούσαν ζωήν; Κάμηλος, έπειτα ίππος, έπειτα άνθρωπος σοφός και
προφήτης, όχι κατώτερος του Αλεξάνδρου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τοιαύτα είπε προς τον Σακέρδωτα ο Γλύκων και
εις το τέλος του έδωκε τον εξής έμμετρον χρησμόν, καθότι εγνώριζεν ότι ήτο
οπαδός του Λεπίδου•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μη πείθου Λεπίδω, επεί οι λυγρός οίτος οπηδεί
{54}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Διότι καθ' υπερβολήν εφοβείτο τον Επίκουρον,
όπως προ— είπα, ως αντίτεχνον και εχθρόν της αγυρτείας του. Είς δ' εκ των
Επικουρείων,όστις ετόλμησε να τον ελέγξη επί παρουσία πολλών, διέτρεξε μέγαν
κίνδυνον. Ο Επικούρειος ούτος πλησιάσας του είπε μεγαλοφώνως• Συ δεν είσαι,
Αλέξανδρε, που έπεισες τον δείνα Παφλαγόνα να προσαγάγη τους δούλους του εις τον
διοικητήν της Γαλατίας και να ζητήση την εις θάνατον καταδίκην αυτών, ως φονέων
του υιού του, όστις εσπούδαζεν εις την Αλεξάνδρειαν; Αλλά μάθε ότι ο νέος
εκείνος ζη και επέστρεψε ζων μετά την θανάτωσιν των δούλων, οίτινες υπό σου
παρεδόθησαν εις τα θηρία. Ιδού τι συνέβη. Ο νέος εκείνος αναπλεύσας τον Νείλον
μέχρι του Κλύσματος {55} συνήντησεν εκεί πλοίον έτοιμον ν' αποπλεύση εις τας
Ινδίας και απεφάσισε να μεταβή και αυτός εκεί. Επειδή δε εβράδυνε, οι δυστυχείς
εκείνοι δούλοι του νομίσαντες ότι ή εις τον Νείλον, ενώ εταξείδευεν, επνίγη ή
υπό ληστών εφονεύθη—ήσαν δε πολλοί τότε—επέστρεψαν και ανήγγειλαν την εξαφάνισίν
του. Έπειτα ήλθεν ο χρησμός και η καταδίκη των, μετά την οποίαν ήλθεν ο νέος και
διηγήθη το εις Ινδίας ταξείδι του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά είπεν ο Επικούρειος, ο δε Αλέξανδρος
αγανακτήσας διά την κατηγορίαν και μη υποφέρων τον αληθή εκείνον ονειδισμόν,
διέταξε τους παρόντας να τον λιθοβολήσουν, άλλως και αυτοί θα ήσαν εξ ίσου
ασεβείς και άξιοι να ονομασθούν Επικούρειοι. Και το μεν πλήθος ήρχισε να τον
πετροβολή, αλλά κάποιος Δημόστρατος εκ των προκρίτων του Πόντου παρατυχών εκεί
έσπευσε και τον ενηγκαλίσθη και ούτω έσωσε τον άνθρωπον εκ του θανάτου. Αλλά
πολύ δικαίως θα επάθαινεν αν ελιθοβολείτο• διότι δεν ήτο ανάγκη να δείξη μόνος
αυτός ορθοφροσύνην εν μέσω τόσων παραφρόνων και να εκτεθή εις την άλογον οργήν
των Παφλαγόνων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μίαν ημέραν προ της εκδόσεως των χρησμών,
προσήρχοντο οι θέλοντες να ερωτήσουν το μαντείον και διά του κήρυκος ηρώτων εάν
θα εδίδετο απάντησις εις τα ερωτήματά των• εάν δε εκείνος απήντα έσωθεν «εις
τους κόρακας», ο λαμβάνων τοιαύτην απάντησιν ούτε εις οικίαν εγίνετο πλέον
δεκτός και πάντες του ηρνούντο πυρ και ύδωρ και απεδιώκετο από τόπου εις τόπον
ως ασεβής και άθεος και Επικούρειος• το τελευταίον δε τούτο ήτο ο μεγαλείτερος
ονειδισμός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' έπραξε και κάτι τι γελοιωδέστατον ο
Αλέξανδρος. Ευρών τας «Κυρίας Σκέψεις» του Επικούρου, το κάλλιστον, ως γνωρίζεις
βιβλίον, το οποίον περιέχει την συγκεφαλαίωσιν της σοφίας του φιλοσόφου εκείνου,
τας έφερεν εις το μέσον της αγοράς και τας έκαυσεν επί ξύλων συκής, ως τάχα να
έκαιε εκείνον, την δε στάκτην έρριψεν εις την θάλασσαν,συνοδεύσας την πράξιν
ταύτην με ένα χρησμόν•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πυρπολέειν κέλομαι δόξας αλαοίο γέροντος
{56}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και δεν εσκέφθη ο άθλιος πόσων αγαθών γίνεται
πρόξενος το βιβλίον εκείνο εις τους αναγινώσκοντας και πόσην γαλήνην και
αταραξίαν και ελευθερίαν φρονήματος εμπνέει• διότι απαλάττει από δεισιδαιμονίας
και πίστιν εις φαντάσματα και τερατολογίας και από ματαίας ελπίδας και περιττάς
επιθυμίας, παρέχει δε ορθοφροσύνην και αλήθειαν και πραγματικώς εξαγνίζει την
ψυχήν όχι με δάδα και με σκιλλοκρόμυδον {57}και με άλλας τοιαύτας ανοησίας, αλλά
διά του ορθού λόγου, της αληθείας και της παρρησίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εκτός δε άλλων άκουσε και έν από τα μεγαλείτερα
τολμήματα του μιαρού εκείνου άνθρωπου. Διά του Ρουτιλλιανού, όστις είχε τότε
μεγάλην δύναμιν, εγίνετο ευκόλως δεκτός εις τα ανάκτορα και την αυλήν• ενώ
λοιπόν ο κατά των Γερμανών πόλεμος ευρίσκετο εις την ακμήν του και ο θεός Μάρκος
{58} είχεν ήδη συμπλακή προς τους Μαρκομάνους και Κουάδους, έστειλε χρησμόν,
όστις έλεγε να ριφθοϋν δύο λέοντες ζωντανοί εις τον Ίστρον μετά πολλών αρωμάτων
και να γείνουν συγχρόνως θυσίαι μεγαλοπρεπείς. Αλλά προτιμότερον να παραθέσω
κατά λέξιν τον χρησμόν•</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ες δίνας Ίστροιο
διιπετέος ποταμοίο εσβαλέειν κέλομαι δοιούς Κυβέλης θεράποντας θήρας
ορειτρεφέας, και όσα τρέφει Ινδικός αήρ άνθεα και βοτάνας ευώδεας• αυτίκα δ'
έσται νίκη και μέγα κύδος άμ' ειρήνη ερατεινή {59}.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Αφού δε έγειναν ταύτα, ως διέταξεν, οι λέοντες
κολυμβήσαντες επέρασαν εις την χώραν των εχθρών, όπου οι βάρβαροι τους εφόνευσαν
διά ξύλων,ως σκύλους ή λύκους αγνώστου είδους• μετ' ολίγον δε έπαθαν οι ημέτεροι
το μεγαλείτερον δυστύχημα και περί τας είκοσι χιλιάδες εξ αυτών εχάθησαν
συγχρόνως. Έπειτα ηκολούθησαν τα γενόμενα εις την Ακυληίαν,ήτις εκιδύνευσε να
κυριευθή. Ο δε Αλέξανδρος ως δικαιολογίαν διά τα γενόμενα έφερε την γελοίαν
Δελφικήν εξήγησιν και τον χρησμόν του Κροίσου {60} και έλεγεν ότι ο θεός προείπε
νίκην, αλλά δεν εδήλωσεν αν θα είνε νίκη των Ρωμαίων ή των αντιπάλων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ενώ δε τόσοι πολλοί συνέρρεον, ώστε η πόλις δεν
ηδύνατο πλέον να τους χωρέση και αρκετά τρόφιμα διά τόσον πληθυσμόν δεν είχεν, ο
Αλέξανδρος επενόησε τούς νυκτερινούς καλουμένους χρησμούς. Λαμβάνων τα γραπτά
ερωτήματα εκοιμάτο, ως έλεγεν, επ' αυτών και κατ' όναρ ήκουε τας απαντήσεις του
θεού, τας οποίας και έδιδεν εις τους ερωτώντας, όχι όμως σαφείς κατά το
πλείστον, αλλ' αμφιβόλους και σκοτεινάς, μάλιστα οσάκις το ερώτημα ήτο
σφραγισμένον μετά υπερβολικής επιμελείας. Μη τολμών ν' ανοίξη το ερώτημα, έδιδε
μίαν απάντησιν ήτις έλεγε και δεν έλεγε τίποτε, εθεώρει δε και τούτο ως πρέπον
εις τους χρησμούς, και υπήρχον εξηγηταί διά να ερμηνεύουν τας σκοτεινάς εκείνας
απαντήσεις και ελάμβανον όχι μικράς αμοιβάς παρ' εκείνων εις τους οποίους
εδίδοντο οι τοιούτοι χρησμοί διά την εξήγησιν αυτών. Οι εξηγηταί δε ούτοι
επλήρωνον εις τον Αλέξανδρον έν τάλαντον Αττικόν έκαστος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ενίοτε και χωρίς να ερωτήση κανείς δι' εαυτόν ή
δι' άλλον, ο ψευδόμαντις εξέδιδε χρησμούς, προς έκπληξιν των ανοήτων, οποίος ο
εξής.</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Δίζεαι όστις σην
άλοχον μάλα πάγχυ λεληθώς Καλλιγένειαν υπέρ λεχέων σαλαγεί κατά δώμα; Δούλος
Πρωτογένης, τω δη συ χε πάντα πέποιθας• ώπυες γαρ εκείνον, ο δ' αύθις σην
παράκοιτιν, αντίδοσιν ταύτην ύβρεως ιδίας αποτίνων. Αλλ' επί σοι δη φάρμακ' απ'
αυτών λυγρά τέτυκται, ως μήτ' εισαΐοις μήτ' εισοράοις α ποιούσιν• ευρήσεις δε
κάτω υπό σω λέχει αγχόθι τοίχου προς κεφαλής• και ση θεράπαινα σύνοιδε
Καλυψώ{61}.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Ποίος, και Δημόκριτος ο φιλόσοφος εάν ήτο, δεν
θα εταράσσετο ακούων ονόματα και τόπους ακριβώς αναφερομένους,και ποίαν
περιφρόνησιν θα ησθάνετο κατόπιν όταν θα ενόει το ψεύδος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και εις βαρβάρους πολλάκις επροφήτευσε και
όταν ακόμη τον ηρώτων εις την πάτριον αυτών γλώσσαν Συριακήν ή Κελτικήν, καίτοι
δεν εύρισκεν ευκόλως ομοεθνείς των ερωτώντων διά να τον βοηθήσουν εις την
κατανόησιν της ερωτήσεως και εις την απάντησιν. Διά τούτο και εβράδυνε πολύ να
δίδη τας απαντήσεις, διά να έχη καιρόν εν τω μεταξύ να αποσφραγίζη τα ερωτήματα
και να ευρίσκη τους δυναμένους να του εξηγήσουν τα καθέκαστα. Τοιούτος ήτο ο
χρησμός τον οποίον έδωκεν εις ένα Σκύθην•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μόρφι εβάργουλις εις σκην χνέγχικραγκ λείψει
φάος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Άλλοτε μη ευρίσκων διερμηνέα, είπεν εις
κάποιον, ουχί εμμέτρως, να επιστρέψη εις την πατρίδα του, διότι εκείνος όστις
τον απέστειλεν,εφονεύθη την ημέραν εκείνην υπό του γείτονος Διοκλέους,
καλέσαντος εις επικουρίαν τους ληστάς Μάγνον, Κέλερον και Βούβαλον, οίτινες
συνελήφθησαν ήδη και ερρίφθησαν εις τα δεσμά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Άκουσε τώρα και μερικούς χρησμούς τους οποίους
έδωκεν εις εμέ. Ηρώτησα μίαν ημέραν τον θεόν εάν ο Αλέξανδρος είνε φαλακρός, και
το ερώτημα μου εσφραγίσθη μετ' επιμελείας και κατά τρόπον ώστε να μη δύναται να
παραποιηθή η σφραγίς. Ο δε προφήτης μου έδωκε τον εξής νυκτερινόν
χρησμόν•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Σαβαρδαλάχου μάλαχ Άττις άλλος ην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα πάλιν του έστειλα εις δύο διάφορα
σφραγισμένα δελτία την αυτήν ερώτησιν, ποία ήτο η πατρίς του ποιητού Ομήρου, και
εφρόντισα να μάθη ότι αι ερωτήσεις απηυθύνοντο παρά δύο διαφόρων προσώπων. Και
εις μεν το πρώτον, εξαπατηθείς υπό του υπηρέτου μου, όστις του είπεν ότι εζήτουν
συμβουλήν δι' ένα πόνον τον οποίον είχα εις την πλευράν,απήντησεν•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κυτμίδα χρίεσθαι κέλομαι δροσίην τε κέλητος
{62}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εις δε το δεύτερον, διά το οποίον του είπαν ότι
απεστάλη παρ' ανθρώπου επιθυμούντος να μάθη αν ήτο προτιμότερον να μεταβή διά
θαλάσσης ή διά ξηράς εις την Ιταλίαν, έδωκεν επίσης απάντησιν ουδεμίαν έχουσαν
σχέσιν προς τον Όμηρον•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μη σύγε πλωέμεναι, πεζήν δε κατ' οίμον όδευε
{63}•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πολλά τοιαύτα παιγνίδια του έπαιξα, μεταξύ δε
άλλων και τούτο. Του έστειλα μίαν ερώτησιν και έγραφα επί του δελτίου ως
συνειθίζεται• διά τον δείνα (έγραψα δε έν ψευδές όνομα) χρησμοί οκτώ• και
συγχρόνως απέστειλα τας οκτώ δραχμάς και το επί πλέον της αξίας των χρησμών. Ο
δε Αλέξανδρος εξαπατηθείς εκ της επιγραφής και νομίζων ότι υπήρχον οκτώ
ερωτήσεις, εν ω υπήρχε μία μόνη — ήτο δε αύτη• πότε θα αποδειχθή ο Αλέξανδρος ως
εξαπατών τον κόσμον; — μου έστειλεν οκτώ χρησμούς,οίτινες, κατά το λεγόμενον,
ούτε άκραν είχον, ούτε μέσην, ανόητοι και δυσνόητοι όλοι. Μαθών δε ταύτα κατόπιν
και προσέτι ότι κατέγεινα να αποτρέψω τον Ρουτιλλιανόν από του να νυμφευθή την
κόρην του και να δίδη πίστιν εις τας ελπίδας τας οποίας του έδιδε το μαντείον,
με εμίσησεν ως ην επόμενον, και μ' εθεώρει μέγαν εχθρόν. Και όταν ποτέ ο
Ρουτιλλιανός ηρώτησε περί εμού, του έδωκε την εξής απάντησιν•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Νυκτιπλάνοις οάροις χαίρει κοίταις τε δυσάγνοις
{64}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εν γένει δεν μ' εχώνευε• και όταν μετέβην εις
την πόλιν του και έμαθεν ότι είμαι ο Λουκιανός — με συνώδευον δε και δύο
στρατιώται, είς λογχοφόρος και είς κοντοφόρος, τους οποίους μου είχε δώσει ο
διοικητής της Καπαδοκίας διά να με προπέμψουν μέχρι της θαλάσσης—μ' εκάλεσεν
αμέσως με πολλήν φιλοφροσύνην και ενδείξεις εκτιμήσεως. Μεταβάς τον ευρήκα
μεταξύ πολλών και κατά καλήν μου τύχην είχα συμπαραλάβει και τους στρατιώτας. Ο
ψευδοπροφήτης μου έδωκε ν' ασπασθώ την δεξιάν του,καθώς συνείθιζε• εγώ δε αντί
να φιλήσω τον εδάγκασα τόσον δυνατά, ώστε παρ' ολίγον να του καταστήσω άχρηστον
την χείρα. Τότε οι παρόντες επεχείρησαν να με κτυπήσουν και να με πνίξουν ως
ιερόσυλον, διότι και προ τούτου είχον αγανακτήσει ακούσαντες ότι τον είπα
Αλέξανδρον και όχι προφήτην. Αλλ' αυτός συνεκρατήθη και καθησύχασε τους περί
αυτόν,υπέσχετο δε ότι πολύ ταχέως θα με εξημέρωνε και θα κατεφαίνετο η δύναμις
του Γλύκωνος, όστις ηδύνατο να μετατρέπη εις φίλους και τους πλέον εχθρικώς
διακειμένους. Απομακρύνας δε όλους τους άλλους, μου ωμολόγησεν ότι εγνώριζε
καλώς όσα είχα συμβουλεύσει εις τον Ρουτιλλιανόν - και, διατί, μου είπε, μου
έκαμες αυτά, ενώ με την σύστασίν μου θα ηδύνασο να επιτύχης μεγάλην εύνοιαν παρ'
αυτού; Εγώ τότε εδέχθην ευχαρίστως την φιλοφροσύνην του, καθότι έβλεπα ποίον
κίνδυνον διέτρεχα, και έσπευσα να δείξω ότι επείσθην και ότι έγεινα φίλος του.
Και οι άλλοι εθαύμαζον βλέποντες ότι τόσον ταχέως μετεβλήθην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα δε όταν απεφάσισα ν' αναχωρήσω, μου
έστειλε δώρα πολλά — ήμουν δε τότε μόνος με τον Ξενοφώντα {65} διότι είχα
προαποστείλει εις Άμαστριν τον πατέρα και τους άλλους οικείους μου — και μου
υπέσχετο να μου δώση αυτός πλοίον και ναύτας• και εγώ θεωρήσας την πρότασιν ως
ειλικρινή φιλοφροσύνην την απεδέχθην. Αλλ' όταν ανήχθημεν εις το πέλαγος και
είδα τον πλοίαρχον να δακρύη και να φιλονεική με τους ναύτας, ήρχισα να
υποψιάζωμαι και ν' ανησυχώ. Ο Αλέξανδρος είχε δώσει παραγγελίαν να μας ρίψουν
εις την θάλασσαν και ούτω θα εξεδικείτο και θα απηλάσσετο ευκόλως από ένα
εχθρόν. Αλλ' ο κυβερνήτης με τα δάκρυα του έπεισε τους ναύτας να μη μας
φονεύσουν ούτε άλλως να μας κακοποιήσουν, προς εμέ δε είπε• Εξήντα χρόνια, ως
βλέπεις, έχω ζήσει με τιμήν και ευσέβειαν και δεν ηθέλησα τώρα που έφθασα εις
αυτήν την ηλικίαν και έχω γυναίκα και παιδιά να μολύνω τα χέρια μου με φόνον.Και
μου ωμολόγησε τους όρους υπό τους οποίους μας ανέλαβεν εις το πλοίον του και τας
παραγγελίας του Αλεξάνδρου. Αφού δε μας απεβίβασεν εις τους Αιγιαλούς, τους
οποίους και ο καλός Όμηρος αναφέρει,επέστρεψεν. Εκεί συνήντησα Βοσποριανούς
τινας, τους οποίους ο βασιλεύς Ευπάτωρ απέστελλεν αντιπροσώπους εις την Βιθυνίαν
να κομίσουν τον ετήσιον φόρον• διηγήθην δε εις αυτούς τον κίνδυνον τον οποίον
διετρέξαμεν και συμπαθήσαντες με παρέλαβον εις το πλοίον αυτών και με μετέφεραν
εις την Άμαστριν, αφού παρά τρίχα διέφυγα τον θάνατον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Του λοιπού και εγώ εκήρυξα κατά του
ψευδοπροφήτου φανερόν πόλεμον και πάντα λίθον εκίνουν διά να εκδικηθώ, αφού και
προ της επιβουλής ήδη τον εμίσουν μεγάλως διά την ατιμίαν του• εις τον πόλεμον
δε τούτον είχα πολλούς συναγωνιστάς και μάλιστα τους μαθητάς του Ηρακλεώτου
φιλοσόφου Τιμοκράτους. Αλλ' ο τότε διοικητής της Βιθυνίας και του Πόντου Αύιτος
μας συνεκράτησε με συμβουλάς και παρακλήσεις• διότι ένεκα της φιλίας του προς
τον Ρουτιλλιανόν δεν ηδύνατο, και αν απεδεικνύετο αδικών ο Αλέξανδρος, να τον
τιμωρήση. Ούτω ανέκοψα την ορμήν μου και έπαυσα να καταδιώκω ένοχον υπέρ του
οποίου έβλεπα ότι τόσον ευμενώς ήτο διατεθειμένος ο δικαστής. Δεν είναι δε
μεγάλη μεταξύ των άλλων η θρασύτης του Αλεξάνδρου να ζητήση παρά του
Αυτοκράτορος να μετονομασθή το τείχος του Αβώνου Ιωνόπολις και να κοπή νόμισμα
νέον,το οποίον από μεν την μίαν όψιν να έχη την εικόνα του Γλύκωνος, από δε την
άλλην την μορφήν αυτού του ψευδοπροφήτου με τα στέμματα του πάππου του Ασκληπιού
και το ξιφοδρέπανον του προμήτορος Περσέως; Ενώ δε είχε προείπει ότι θα έζη
εκατόν πεντήκοντα έτη και έπειτα θ' απέθνησκε φονευόμενος υπό κεραυνού, απέθανε
πριν ακόμη συμπληρώσει τα εβδομήκοντα, με αξιοθρήνητον θάνατον• ως άξιος υιός
του Ποδαλειρίου έπαθε σήψιν του ποδός μέχρι βουβώνος και κατεφαγώθη υπό σκωλήκων
ζωντανός. Τότε δε και εφάνη ότι ήτο φαλακρός, διότι ήτο ανάγκη να του βρέχουν οι
ιατροί την κεφαλήν προς κατάπαυσιν των πόνων, πράγμα το οποίον δεν ήτο δυνατόν
αν δεν αφήρει την φενάκην διά να παρουσιάζη γυμνήν την κεφαλήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τοιούτον υπήρξε το τέλος της κωμωδίας του
Αλεξάνδρου και τοιαύτη του όλου δράματος η λύσις, ώστε να δύναται τις να υποθέση
ότι ήτο θεία η τιμωρία, καίτοι εκ τύχης συνέβη. Έπρεπε δε και ο επιτάφιος αυτού
να γείνη άξιος του βίου του και να γείνη αγών διά την διαδοχήν του εις το
μαντείον. Οι συνεργάται εις τας αγυρτείας, όσοι ήσαν κορυφαίοι,ανέθηκαν εις τον
Ρουτιλλιανόν ν' αποφασίση ποίος εξ αυτών έπρεπε να προτιμηθή διά ν'
αντικαταστήση τον Αλέξανδρον και φορέση το ιεροφαντικόν και προφητικόν στέμμα.
Μεταξύ δε των μνηστήρων τούτων ήτο και ο ιατρός Παίτος, άνθρωπος ηλικιωμένος,
όστις έπραττεν ούτω ανάξια και της επιστήμης και της ηλικίας του. Αλλ' ο
αγωνοθέτης Ρουτιλλιανός τους απέπεμψεν αστεφανώτους, επιφυλάττων εις εαυτόν την
διαδοχήν του προφήτου μετά την λήξιν της δημοσίας υπηρεσίας την οποίαν
είχε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ταύτα, φίλτατε, ολίγα εκ πολλών και ως δείγματα
έγραψα και προς χάριν σου, φίλου τον οποίον υπέρ πάντας θαυμάζω και διά την
σοφίαν και διά την αγάπην προς την αλήθειαν και διά την πραότητα του χαρακτήρος,
την μετριοπάθειαν και την γαλήνην του βίου και την ευμένειαν προς τους
πλησιάζοντας αυτόν, αλλά—και τούτο θα σου είνε περισσότερον ευχάριστον—και
εκδικούμενος διά τον Επίκουρον, σοφόν αληθώς ιερόν και θείον, όστις μόνος
διέγνωσε τα αληθή και τα αγαθά και τα μετέδωκεν εις τους άλλους και έγεινε
λυτρωτής των ακροασθέντων την διδασκαλίαν του.Νομίζω δε ότι τ' ανωτέρω θα
χρησιμεύσουν και εις όσους θα τ'αναγνώσουν, διότι και τας αγυρτείας ελέγχουν και
την ορθοφροσύνην υποστηρίζουν.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">Ο Η Ρ Α Κ Λ Η
Σ</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Προλαλιά
{66}.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Οι Κελτοί εις την γλώσσαν αυτών ονομάζουν τον
Ηρακλήν Όγμιον και εξεικονίζουν τον θεόν με μορφήν πολύ αλλόκοτον. Ο Ηρακλής των
ευρίσκεται εις τα έσχατα του γήρατος, είνε φαλακρός, έχει λευκάς τας τρίχας αι
οποίαι του υπολείπονται, έχει το δέρμα ρυτιδωμένον και ηλιοκαές, ώστε να
φαίνεται μαύρος όπως οι γηράσαντες ναυτικοί. Και θα τον ενόμιζες μάλλον Χάρωνα ή
Ιαπετόν ή άλλον εκ των κατοίκων του Άδου παρά Ηρακλήν. Προς τον Ηρακλήν ομοιάζει
μόνον κατά το ένδυμα και τον οπλισμόν• διότι, όπως εκείνος, φορεί την λεοντήν
και εις την δεξιάν κρατεί το ρόπαλον, έχει κρεμασμένην εις τον ώμον την
βελοθήκην και το τόξον παρουσιάζει τεντωμένον η αριστερά του• καθ' όλα δε ταύτα
είνε Ηρακλής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ενόμιζα λοιπόν ότι οι Κελτοί εξεικόνιζον ούτω
τον Ηρακλήν διά να υβρίζουν τους θεούς των Ελλήνων και να εκδικηθούν κατά του
Ηρακλέους,διότι επέδραμέ ποτε και ελεληλάτησε την χώραν αυτών, όταν αναζητών τας
αγέλας του Γηρυόνου διέτρεξε τας πλείστας εκ των δυτικών χωρών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά παρέλειψα να αναφέρω το παραδοξότατον
χαρακτηριστικόν της εικόνος. Ο γέρων εκείνος Ηρακλής σύρει μέγα πλήθος ανθρώπων,
οι οποίοι πάντες είνε δεμένοι εκ των ώτων• και τα δεσμά είνε αλύσεις λεπταί
κατεσκευασμέναι από χρυσόν και ήλεκτρον και όμοιαι με τα ωραιότερα περιδέραια.
Αλλ' ενώ τα δεσμά των είνε τόσον αδύνατα, ούτε ν'αποδράσουν φαίνονται
σκεπτόμενοι, πράγμα το οποίον φαίνεται εύκολον,ούτε φέρουν την παραμικράν
αντίστασιν, και ούτε με τους πόδας αντιπατούν, ούτε κλίνουν το σώμα προς τα
οπίσω διά ν' ανθίστανται εις το τράβηγμα, αλλ' εύθυμοι ακολουθούν και χαίροντες
και τον σύροντα επευφημούν• και με τόσην προθυμίαν τον ακολουθούν, ώστε οι
δεσμοί γίνονται χαλαροί και φαίνονται ότι θα ελυπούντο εάν ελύοντο. Δεν θα
παραλείψω δε να αναφέρω και εκείνο το οποίον εξ όλων μου εφάνη ατοπώτατον.
Επειδή ο ζωγράφος δεν είχε πόθεν να δέση τα άκρα των δεσμών, καθότι η μεν δεξιά
του Ηρακλέους κρατεί το ρόπαλον, η δε αριστερά το τόξον, ετρύπησε το άκρον της
γλώσσης αυτού και εξ εκείνης τους παριστά συρομένους. Στρέφεται δε και μειδιά
προς τους ακολουθούντας δεσμίους ο Ηρακλής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επί πολύ εστεκόμην και παρετήρουν ταύτα
θαυμάζων και απορών και αγανακτών. Κάποιος δε Κελτός παριστάμενος, ο οποίος
εγνώριζε τα ημέτερα, ως εφάνη, εγνώριζε δε κατά βάθος και τα της πατρίδος του,
μου είπεν εις άπταιστον Ελληνικήν γλώσσαν. Εγώ, ξένε, θα σου εξηγήσω της εικόνος
το αίνιγμα, διότι φαίνεται ότι πολύ σ' ετάραξε. Ημείς οι Κελτοί δεν νομίζομεν,
όπως σεις οι Έλληνες, τον Ερμήν ως τον θεόν της ευφραδείας, αλλά την δύναμιν
ταύτην αποδίδομεν εις τον Ηρακλήν, όστις είνε παρά πολύ του Ερμού ισχυρότερος.
Μη απορής δε διότι παριστάνεται γέρων καθότι μόνον η ευγλωττία έχει συνήθως την
ακμήν της εις το γήρας, εάν πρέπει να πιστεύσωμεν τους ποιητάς σας, οίτινες
λέγουν ότι των μεν νεωτέρων ο νους είνε άπηκτος {67} και άστατος, το δε
γήρας</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">έχει τι λέξαι των νέων
σοφώτερον{68}•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ούτω και εκ της γλώσσης του Νέστορος σας έτρεχε
μέλι και των αγορητών της Τρωάδος η φωνή εξήρχετο λειριόεσσα, δηλαδή ευανθής,
διότι λείρια,αν καλώς ενθυμούμαι, ονομάζονται τα άνθη. Ώστε μη απορής εάν ο
γέρων ούτος, ο οποίος προσωποποιεί τον λόγον, έλκει διά της γλώσσης τους
ανθρώπους τους όποιους έχει δέσει εκ των ώτων, αφού γνωρίζεις την μεταξύ των
ώτων και της γλώσσης σχέσιν. Ούτε αποτελεί ύβριν δι' αυτόν το τρύπημα της
γλώσσης του• διότι, ως λέγουν κωμικοί τινες ίαμβοι τους οποίους από σας τους
Έλληνας έμαθα,</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Τοις γαρ λάλουσιν εξ
άκρου η γλώττα πάσίν εστι τετρυπημένη. {69}</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Εν γένει δε περί του Ηρακλέους ημείς φρονούμεν
ότι τα πάντα κατώρθωσε διά του λόγου, ότι υπήρξε σοφός και διά της πειθούς
μάλλον ή της βίας επέτυχεν εις τα πλείστα. Και τα βέλη αυτού είνε οι λόγοι,
πιστεύω,οξείς και εύστοχοι και ταχείς και τας ψυχάς επιτυγχάνοντες• διότι
πτερωτούς αποκαλείτε και σεις τους λόγους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά μου είπεν ο Κελτός εκείνος. Εγώ δε, ενώ
εσκεπτόμην περί της σημερινής εμφανίσεώς μου, αν έπρεπεν εις ηλικίαν τοιαύτην,
και αφού προ τόσου καιρού έπαυσα τας δημοσίας διαλέξεις, να υποβληθώ πάλιν εις
την κρίσιν τόσων δικαστών, ανεμνήσθην εγκαίρως την εικόνα εκείνην.Μέχρι της
στιγμής εκείνης εφοβούμην μήπως εις κανένα εξ υμών φανώ ότι παιδιαρίζω και ότι
πράττω ανάρμοστα εις την ηλικίαν μου, ίσως δε κανείς νέος εκ των αναγινωσκόντων
τον Όμηρον με επιπλήξη λέγων• «σή δε βίη λέλυται»,{70} και «χαλεπόν γήρας
κατείληφέ σε»,{71}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ηπεδανός δε νύ τοι θεράπων, βραδέες δε τοι
ίπποι, {72}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">υπαινισσόμενος διά τούτου και σκώπτων την
βραδύτητα των ποδών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' όταν ενθυμηθώ τον γηραιόν εκείνον Ηρακλήν,
λαμβάνω το θάρρος να πράξω τα πάντα και δεν εντρέπομαι ν' αποτολμώ τοιαύτα, ενώ
είμαι ομήλικος του προσώπου εκείνου της εικόνος. Ώστε η δύναμις, η ευκινησία και
το κάλλος και όλα του σώματος τα χαρίσματα με απεχαιρέτισαν διά παντός και αν ο
Έρως σου, ω Τήιε ποιητά {73}, προκύψη και ίδη το υπόλευκόν μου γένειον και
τανύσας τας χρυσάς του πτέρυγας απομακρυνθή, δεν θα στενοχωρηθώ. Αλλά διά του
λόγου σήμερον θέλω να ανανεωθώ και ν' ανθίσω εκ νέου και ν' ανακτήσω την εαρινήν
μου ακμήν• και να σύρω εκ των ώτων όσους περισσοτέρους δυνηθώ και να τοξεύσω
πολλάκις, ως να μη φοβούμαι μήπως χωρίς να το εννοήσω κενωθή η βελοθήκη. Βλέπετε
πως παρηγορούμαι διά την ηλικίαν και το γήρας μου. Διά τούτο ετόλμησα να σύρω
εις την θάλασσαν το προ πολλού αργούν επί της άμμου πλοιάριόν μου και μετά
πρόχειρον επισκευήν να ανοιχθώ εις πέλαγος. Ας δώσουν δε οι θεοί να πνεύση εκ
μέρους υμών ευμενής άνεμος, καθότι τώρα μάλιστα έχω ανάγκην βοηθητικού και
ευνοϊκού ανέμου όστις να κολπώση τα ιστία μου, και εάν φανώ άξιος των προσδοκιών
σας, να λεχθή και δι' εμέ το Ομηρικόν•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">οίην εκ ρακέων ο γέρων επιγουνίδα
φαίνει{74}.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Προλαλιά.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Όταν ο Διόνυσος
εξεστράτευσε κατά των Ινδών — δεν πιστεύω να εμποδίζη τίποτε διά να σας διηγηθώ
και ένα μύθον βακχικόν—λέγεται ότι τόσον τον κατεφρόνησαν κατ' αρχάς οι εκεί
άνθρωποι, ώστε εγέλων ενώ τον έβλεπον επερχόμενον, μάλλον δε τον ελυπούντο διά
την τόλμην του, υποθέτοντες ότι θα τον εποδοπάτουν μετ'ολίγον οι ελέφαντες, εάν
έφερεν αντίστασιν.Και την περιφρονητικήν ταύτην ιδέαν εσχημάτισαν, υποθέτω,
διότι οι κατάσκοποι των ανήγγελλον αλλόκοτα περί του στρατεύματος αυτού, ως
λόγου χάριν ότι η φάλαγξ και οι λόχοι αυτού απετελούντο από γυναίκας παράφρονας
και μαινομένας, στεφανωμένας με κισσόν, ενδεδυμένας με δέρματα νεαρών ελάφων και
ωπλισμένας με μικρά δόρατα χωρίς σιδηράν αιχμήν, από κισσόν κατεσκευασμένα και
αυτά, και μικράς ασπίδας ελαφράς αι οποίαι εβόμβουν και μόνον αν τας έψαυε
κανείς, — διότι ως ασπίδας εξελάμβανον τα τύμπανα. — Ηκολούθουν δε μόνον ολίγοι
νέοι αγροίκοι και γυμνοί, οίτινες εχόρευον κόρδακα {75} και είχον ουράς και
κέρατα όπως τα μικρά ερίφια. Και ο μεν στρατηλάτης εκάθητο επί άρματος, το
οποίον έσυρον παρδάλεις, και ήτο εντελώς αγένειος, χωρίς τον παραμικρόν χνουν
εις τας παρειάς, κερασφόρος και αυτός, στεφανωμένος με σταφυλάς, έχων την κόμην
περιδεδεμένην με ταινίαν και φορών πορφύραν και χρυσά σανδάλια• ως υποστρατήγους
δε είχε δύο. Εκ τούτων ο μεν ήτο μικρόσωμος γέρων, αρκετά παχύς και προγάστωρ,
με την μύτην σιμήν, με ώτα μεγάλα και όρθια, όστις έτρεμε και εστηρίζετο εις
βακτηρίαν αλλ' ως επί το πλείστον εκάθητο επί όνου, εφόρει δε και ούτος
χρυσοειδές ένδυμα και εφαίνετο ως συνταγματάρχης του στρατηλάτου. Ο δε άλλος ήτο
υπερμεγέθης άνθρωπος και ωμοίαζε προς τράγον κατά τα κάτω άκρα, είχε τριχωτά τα
σκέλη, κέρατα επί κεφαλής και πυκνά γένεια, ήτο οργίλος και βίαιος•και εις μεν
την αριστεράν εκράτει φλογέραν, εις δε την δεξιάν ράβδον καμπύλην, την οποίαν
έχων υψωμένην περιέτρεχεν όλον το στρατόπεδον και ανεπήδα. Και τα γύναια τον
εφοβούντο και έσειον τας λυτάς των κόμας και εφώναζον ευοί•{76} οι δε κατάσκοποι
ενόμιζον ότι τούτο ήτο το όνομά του.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Αι γυναίκες είχον ήδη διαρπάσει τα ποίμνια και
εσπάρασσον ζωντανά τα ζώα, διότι τρώγουν φαίνεται ωμά τα κρέατα. Ταύτα δε
ακούοντες οι Ινδοί και ο βασιλεύς των, εγέλων, ως ήτο επόμενον, και εθεώρουν
περιττόν ν'αντεπεξέλθουν ή να παραταχθούν, απεφάσισαν δε ν' αποστείλουν
κατ'αυτών τας γυναίκας, άμα θα έφθανον πλησίον, διότι εθεώρουν ως εντροπήν και
να φονεύσουν γύναια πάσχοντα τας φρένας και αρχηγόν θηλυπρεπή και μεθυσμένον
μικρόσωμον γέροντα και τον άλλον εκείνον ο οποίος ουδ'αυτός ήτο σωστός
στρατιώτης, και γυμνούς χορευτάς, όλους γελοίους.Αλλ' όταν ανηγγέλθη ότι ο θεός
ήρχισεν ήδη να πυρπολή την χώραν και να κατακαίη τας πόλεις με τους κατοίκους•
ν' ανάπτη δάση και εντός ολίγου να γεμίση φωτιάν τας Ινδίας — διότι Διονησιακόν
όπλον είνε το πυρ,προερχόμενον εκ του πατρικού κεραυνού — τότε ήρχισαν με
σπουδήν να οπλίζωνται. Επέσαξαν και εχαλίνωσαν τους ελέφαντας και τοποθετήσαντες
επ' αυτών τους πύργους αντεπεξήλθον, καταφρονούντες μεν ακόμη τον εχθρόν,
αγανακτούντες όμως και σπεύδοντες να συντρίψουν μεθ' όλου του στρατεύματος αυτού
τον αγένειον εκείνον στρατάρχην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν επλησίασαν και αντικρύσθησαν, οι μεν Ινδοί
τάξαντες επί κεφαλής τους ελέφαντας ηκολούθησαν εις φάλαγγα, ο δε Διόνυσος
κατείχε το μέσον του στρατεύματός του, ενώ του δεξιού την διοίκησιν είχεν ο
Σειληνός,του δε αριστερού ο Παν και ως λοχαγοί και ταξίαρχοι είχον διορισθή
Σάτυροι. Γενικόν δε σύνθημα ήτο το ευοί. Και ευθύς τα τύμπανα ήρχισαν να κροτούν
και τα κύμβαλα εσήμαινον επίθεσιν, κάποιος δε εκ των Σατύρων λαβών κέρας
εσάλπιζεν έγερσιν και ο όνος του Σειληνού εξέπεμψε πολεμικόν ογκηθμόν, αι δε
μαινάδες, ζωσμέναι με όφεις και ουρλιάζουσαι, ώρμησαν κατά των εχθρών και
απεκάλυψαν τας σιδηράς αιχμάς των θύρσων τους οποίους εκράτουν. Οι δε Ινδοί και
οι ελέφαντες των αμέσως αποδειλιάσαντες έφευγον ατάκτως, χωρίς καν να περιμένουν
να φθάσουν οι εχθροί εντός βολής, και επί τέλους κατά κράτος ενικήθησαν και
συνελήφθησαν αιχμάλωτοι υπ' εκείνων τους οποίους προηγουμένως έσκωπτον. Ούτω δε
εδιδάχθησαν υπό πικράς πείρας να μη περιφρονούν τους ξένους στρατούς από τα
πρώτα ακούσματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά θα ερωτήση κανείς• τις ο σκοπός αυτής της
διηγήσεως περί του Διονύσου; Διότι μου φαίνεται—και δι' όνομα των Χαρίτων μη
νομίσετε ότι είμαι μεθυσμένος ή παράφρων και παραβάλλω τα ιδικά μου προς τα των
θεών—ότι οι περισσότεροι των ανθρώπων ευρίσκονται εις τας αυτάς διαθέσεις με
τους Ινδούς, προκειμένου περί λόγων, όπως εκείνος τον οποίον εγώ προτίθεμαι να
σας εκφωνήσω. Νομίζοντες ότι θ' ακούσουν παρ'εμού σατυρικά πράγματα και αστεία
και εντελώς κωμικά, έρχονται με αυτήν την πεποίθησιν, διότι δεν γνωρίζω πώς
έχουν τοιαύτην ιδέαν περί εμού. Και άλλοι μεν ούτε να έλθουν να με ακούσουν
ηθέλησαν, μη θεωρούντες πρέπον να κατέλθουν από τους ελέφαντας των, διά
ν'ακροώνται γυναικεία άσματα και να βλέπουν σκιρτήματα Σατύρων• άλλοι δε
ερχόμενοι ακριβώς προς τοιούτον σκοπόν και αντί κισσού απαντήσαντες σιδηράς
αιχμάς, τόσον εταράχθησαν υπό του απροσδοκήτου, ώστε ούτε να επιδοκιμάσουν τους
λόγους μου τολμούν. Αλλά μετά θάρρους υπόσχομαι εις αυτούς ότι εάν και τώρα,
όπως άλλοτέ ποτε, θελήσουν να μετάσχουν εις την Διονυσιακήν τελετήν την οποίαν
προσφέρω και ενθυμηθούν οι παλαιοί μου συμπόται τας διασκεδάσεις μας των τότε
καιρών και δεν καταφρονήσουν τους Σατύρους και τους Σειληνούς, πίουν δε μέχρι
κόρου εκ του ποτηρίου το οποίον προσφέρω, θα καταληφθούν και αυτοί υπό της
Διονυσιακής μέθης και πολλάκις μετ' εμού θα αναφωνήσουν το ευοί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' αυτοί είνε ελεύθεροι να πράξουν ό,τι
θέλουν. Εγώ δε, επειδή ακόμη ευρισκόμεθα εις τας Ινδίας, θέλω να σας διηγηθώ και
κάτι άλλο περί των εκεί, όχι άσχετον και αυτό και ξένον προς το θέμα. Εις την
χώραν των Ινδών Μαχλαίων, οίτινες κατοικούν εις τα αριστερά του Ινδού ποταμού
μέχρι του Ωκεανού, υπάρχει ιερόν δάσος εις μέρος περίφρακτον και ουχί λίαν
εκτεταμένον, το οποίον κισσός πολύς και κλήματα καθιστώσιν εντελώς σύσκιον. Εκεί
υπάρχουν τρεις πηγαί καλλίστου και διαυγεστάτου ύδατος, εξ ων η μεν είνε
αφιερωμένη εις τον Σάτυρον, η δε εις τον Πάνα και η τρίτη εις τον Σειληνόν. Εις
το άλσος εκείνο εισέρχονται οι Ινδοί μίαν φοράν το έτος και τελούν την εορτήν
του θεού και πίνουν εκ των πηγών, όχι όμως όλοι και εξ όλων, αλλά κατά ηλικίαν•
οι μεν νέοι πίνουν εκ της πηγής των Σατύρων, οι δε άνδρες εκ της Πανικής και οι
έχοντες την ηλικίαν μου εκ της πηγής του Σειληνού. Θα ήτο μακρόν να διηγηθώ τι
συμβαίνει εις τους παίδας, άμα πίουν εκ της πηγής, και ποίας τρέλλας κάμνουν οι
άνδρες οι κατεχόμενοι υπό του Πανικού ενθουσιασμού• αλλ' εκείνα τα οποία
πράττουν οι γέροντες όταν μεθύσουν εκ του νερού εκείνου δεν είνε άκαιρον να τ'
αναφέρω. Άμα πίη ο γέρων και κυριευθή υπό του Σειληνού μένει επί πολύ άφωνος και
όμοιος με άνθρωπον τον οποίον έχει ζαλίσει και βαρύνει ο οίνος• έπειτα αίφνης
ανακτά φωνήν λαμπράν, εύστροφον και μελωδικήν και εξ αφώνου γίνεται λαλίστατος,
τόσον ώστε είνε αδύνατον ν' αποστομωθή και να παύση να ρητορεύη. Αλλ' όσα λέγει
είνε συνετά και σεμνά και οι λόγοι του κατεβαίνουν όπως του Ομηρικού εκείνου
ρήτορος• «νιφάδεσσιν εοικότες χειμερίησι» {77}• και δεν είνε αρκετόν να τους
παρομοιάση τις, διά την ηλικίαν των, προς κύκνους• η ευφράδεια των ενθυμίζει
μάλλον τους τέττιγας, όπως εξακολουθούν να λαλούν επιμόνως και γοργώς μέχρι
βαθείας εσπέρας. Τότε ανανήφοντες εκ της μέθης, σιωπούν και επανέρχονται εις την
προτέραν κατάστασιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά το παραδοξώτερον δεν είπα• εάν ο γέρων
αφήση εν τω μεταξύ ημιτελή την ομιλίαν του και δύσαντος του ηλίου εμποδισθή να
την φέρη εις πέρας, όταν το επόμενον έτος θα πίη εκ νέου εκ της πηγής, θα την
εξακολουθήση εκ του σημείου όπου την αφήκεν όταν εξεμέθυσε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά τα σκώμματα απευθύνω, ως ο Μώμος, προς τον
εαυτόν μου• και μα τον Δία, είνε περιττόν να προσθέσω το επιμύθιον διότι βλέπετε
πόσον ο μύθος μου ταιριάζει. Εάν είπω ανόητα, η μέθη είνε αιτία• εάν δε φανούν
συνετοί οι λόγοι μου, άρα ο Σειληνός μ' ελυπήθη και μ' ενέπνευσε.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΨΕΥΔΟΛΟΓΙΣΤΗΣ
{78}</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Η περί της αποφράδος,
κατά Τιμάρχου.</span></div>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Ότι δεν εγνώριζες την
λέξιν αποφράδα είνε ολοφάνερον. Διότι πώς θα με κατηγορείς δι' αυτό ως
βαρβαρίζοντα εις την γλώσσαν, επειδή είπα περί σου ότι είσαι όμοιος με αποφράδα
— τωόντι δε την ημέραν εκείνην ενθυμούμαι ότι παρωμοίασα την διαγωγήν σου προς
την τοιαύτην ημέραν —εκτός αν σου είνε παντελώς άγνωστος η λέξις; Αλλά την
σημασίαν της λέξεως ταύτης θα σε διδάξω μετ' ολίγον• τώρα δε σου λέγω εκείνο το
οποίον είπεν ο Αρχίλοχος, ότι έπιασες τέττιγα από το πτερόν, εάν έτυχε να
γνωρίζης την ύπαρξιν ενός σατυρικού ποιητού Αρχιλόχου ονομαζομένου και εκ Πάρου
καταγομένου, όστις διεκρίνετο διά την ανεξαρτησίαν του φρονήματος και την
ελευθερίαν της γλώσσης, και δεν εφοβείτο να κατακρίνη ό,τι δήποτε, ούτε
εσκοτίζετο αν θα ελύπει υπερβολικά τους κινούντας την χολήν των στίχων του.
Εκείνος λοιπόν, όταν ποτέ εκακολογήθη υπό τινος, είπεν ότι άσχημα έκαμε να πιάση
τον τέττιγα από το πτερόν. Ο Αρχίλοχος παρωμοίαζε τον εαυτόν του προς τέττιγα,
όστις εκ φύσεως και χωρίς αφορμήν είνε λάλος, όταν δε τον συλλάβουν και από το
πτερόν, φωνάζει ακόμη δυνατώτερα. Και συ τώρα, είπε, δυστυχή άνθρωπε, τι ήθελες
να ερεθίσης εναντίον σου ποιητήν λάλον ζητούντα αφορμήν και υπόθεσιν προς
στιχουργίαν;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Αυτήν την απειλήν σου απευθύνω και εγώ, όχι μα
τον Δία διότι θέλω να συγκρίνω τον εαυτόν μου προς τον Αρχίλοχον— κατά τι; πολύ
απέχω — αλλά διότι γνωρίζω από τον βίον σου πολλά τα οποία είνε άξια σατυρισμού
και διά τα οποία ούτε αυτός ο Αρχίλοχος θα ήτο αρκετός• και αν εκάλει τον
Σιμωνίδην και τον Ιππώναντα εις συνεργασίαν, δεν θα ήσαν αρκετοί να εξεικονίσουν
και μίαν μόνην από τας φαυλότητάς σου. Εις πάσαν διαφθοράν υπερβαίνεις τον
Οροδοικίδην, τον Λυκάμβην και τον Βούπαλον,{79} οίτινες έγιναν αντικείμενα της
σατύρας των ποινών εκείνων. Φαίνεται ότι κάποιος εκ των θεών έφερεν εις τα χείλη
σου τον γέλωτα όταν ελέχθη η αποφράς, και ούτω συ μεν απεδείχθης περισσότερον
και από τους Σκύθας ως εντελώς αμαθής, έδωκες δε δικαίαν αφορμήν επιθέσεως εις
άνδρα ελεύθερον, όστις εξ ιδίας αντιλήψεως σε γνωρίζει καλώς και ουδόλως
συστέλλεται ναποκαλύψη τα πάντα, μάλλον δε είνε έτοιμος να διακηρύξη όσα
πράττεις νύκτα και ημέραν ακόμη και τώρα,εκτός των πολλών τα οποία έπραξες εις
το παρελθόν. Ίσως είνε μάταιον και περιττόν να ομιλή κανείς περί σου με την
ειλικρίνειαν ήτις αρμόζει εις τους μορφωμένους ανθρώπους. Διότι ούτε συ υπάρχει
ελπίς να γίνης καλλίτερος διά της επιτιμήσεως, όπως ο κάνθαρος δεν δύναται να
μεταπεισθή να κυλίη τας ακαθαρσίας αφού άπαξ συνείθισεν εις αυτάς,ούτε υπάρχει
κανείς, υποθέτω, όστις αγνοεί την διαφθοράν σου και τας πράξεις με τας οποίας
υβρίζεις το γήρας σου. Δεν είνε τόσον αφανείς και προφυλαγμέναι από την κοινήν
αντίληψιν αι κακοήθειαί σου• ούτε είνε ανάγκη να σου αφαιρέση κανείς την λεοντήν
διά να φανής ότι είσαι όνος, εκτός αν κανείς μας ήλθε προσφάτως εκ των
Υπερβορείων Χωρών ή είνε τόσον μωρός, ώστε και χωρίς να σε ίδη να μη γνωρίζη και
να εννοή αμέσως ότι είσαι ο θρασύτατος των όνων και να περιμένη να σε ακούση να
ογκανίζης διά να βεβαιωθή τι είσαι. Προ πολλού και προ εμού και πολλάκις έχουν
διατυμπανισθή αι κακοήθειαί σου και έχεις φήμην όχι μικράν δι' αυτάς,
περισσοτέραν και από τον Αριφράδην,{80} τον Συβαρίτην Ημιθέωνα και τον Χίον
Βάσταν τον θεωρούμενον σοφόν εις τα τοιαύτα. Θα τα είπω όμως, αν και θα φανώ ότι
λέγω πασίγνωστα, διά να μη κατηγορηθώ ότι μόνος εγώ δεν τα γνωρίζω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά προτιμώτερον να καλέσωμεν βοηθόν ένα εκ
των προλόγων του Μενάνδρου, τον Έλεγχον, φίλον της Αληθείας και της Παρρησίας,
όστις δεν είνε εκ των ασημοτέρων θεών των αναβαινόντων εις την σκηνήν και είνε
εχθρός μόνον υμών των φοβουμένων την γλώσσαν του. Ο Έλεγχος όχι μόνον γνωρίζει
τα πάντα, αλλά και σαφώς εκθέτει όσα περί υμών γνωρίζει. Θα είνε λοιπόν
ευχάριστον εάν θελήση να προσέλθη και μας διηγηθή την υπόθεσιν του δράματος. Έλα
λοιπόν, άριστε των προλόγων και των σκηνικών θεοτήτων, και φρόντισε να εξηγήσης
προκαταβολικώς εις τους ακροατάς ότι ουχί αδίκως, ούτε εκ φιλοκατηγορίας και
επιπολαιότητος επιχειρώ το κατηγορητήριον τούτο, αλλά και διά προσωπικήν άμυναν
και διότι συμμερίζομαι το κοινόν μίσος διά την κακοήθειαν του ανθρώπου. Αφού
είπης μόνον αυτά και κάμης σαφή εισαγωγήν, ναποσυρθής αμέσως και ναφήσης εις εμέ
τα λοιπά. Θα σε μιμηθώ δε και θα ελέγξω τας περισσοτέρας των αισχρουργιών του
ανθρώπου, ώστε να μη δύναται κανείς να σε κατηγορήση δι' έλλειψιν θάρρους και
αληθείας. Δεν ζητώ, φίλτατε Έλεγχε, να επαινέσης εμέ προς τους ακροατάς, ούτε τα
ελαττώματα εκείνου να εκθέσης. Διότι δεν είνε πρέπον να έλθουν εις το στόμα ενός
θεού λόγοι περί ανθρώπου τόσον καταπτύστου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο άνθρωπος ούτος (ομιλεί ο
Έλεγχος)διατεινόμενος ότι είνε σοφιστής{81}, μετέβη μίαν φοράν εις την Ολυμπίαν
διά να εκφωνήση προς τους πανηγυριστάς λόγον, τον οποίον είχε προ πολλού
συνθέσει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ήτο δε υπόθεσις του λόγου το γεγονός ότι ο
Πυθαγόρας ημποδίσθη υπό τινος Αθηναίου, νομίζω, να λάβη μέρος εις τα Ελευσίνια
μυστήρια ως βάρβαρος, διά τον λόγον ότι αυτός ο Πυθαγόρας έλεγεν ότι άλλοτε ποτέ
υπήρξε και Εύφορβος.{82} Ο λόγος αυτού ήτο, όπως ο κολιός του
Αισώπου,στολισμένος με διάφορα ξένα πτερά. Διά να μη φανή δε ότι έλεγε παλαιά
πράγματα, αλλ' ότι ωμίλει εκ του προχείρου, παρεκάλεσε ένα εκ των φίλων του —
ήτο δε ούτος εκ Πατρών, ασχολούμενος συνήθως με δίκας—όταν ζητήση να του
προβάλουν θέμα περί του οποίου να ομιλήση, να του προτείνη τον Πυθαγόραν. Ούτω
και συνέβη και ο Πατρεύς εκείνος παρέσυρε τους παρόντας ν' ακούσουν ομιλίαν περί
του Πυθαγόρου. Αλλ' όπως ήρχισε να αραδιάζη πράγματα τα οποία προ πολλού είχε
σκεφθή και μελετήση,εφάνη αμέσως πολύ απίθανος αυτοσχεδιαστής, μολονότι η μεγάλη
του αναισχυντία τον υπεβοήθει και τον υπεστήριζε και συνεκάλυπτε την απάτην. Οι
δε ακροαταί εγέλων θορυβωδώς και άλλοι μεν παρατηρούντες τον Πατρέα εκείνον
υπεδήλουν ότι εμάντευσαν την σύμπραξίν του εις την απάτην, άλλοι δε γνωρίζοντες
και αυτά τα λεγόμενα παρά του ρήτορος,κατεγίνοντο καθ' όλην την διάρκειαν του
λόγου να δοκιμάζουν αλλήλους κατά πόσον ηδύναντο ν' αναμνησθούν και διαγνώσουν
τίνος εκ των σοφιστών, οίτινες ολίγον πρότερον είχον διακριθή εις τας καλουμένας
μελέτας, ήτο εκάστη των περικοπών του λόγου. Μεταξύ των γελώντων ήτο και ο
γράψας τον παρόντα λόγον. Και ηδύνατο να μη γελά διά τόσον φανεράν και
απίστευτον και αναίσχυντον απάτην, αφού μάλιστα έχει και εύκολον τον γέλωτα;
Αλλά και πώς να μη γελάση, όταν ο ρήτωρ τρέψας την φωνήν του εις μελωδίαν ήρχισε
να ψάλλη, ως ενόμιζε, θρήνον διά τον Πυθαγόραν; Ο συγγραφεύς του παρόντος
νομίζων ότι έβλεπεν όνον προσπαθούντα, κατά το λεγόμενον, να παίξη κιθάραν,
ανεκάγχασε με όλην του την όρεξιν. Ο δε ρήτωρ στραφείς τον είδε και από της
στιγμής εκείνης ο πόλεμος εκηρύχθη μεταξύ των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κατόπιν ήλθεν η πρώτη του έτους ή μάλλον η
τρίτη ημέρα της μεγάλης νουμηνίας {83} ότε οι Ρωμαίοι, κατ' αρχαίον έθιμον,
κάμνουν ευχάς δι'όλον το έτος και θυσίας, τας οποίας εκανόνισεν ο βασιλεύς
Νουμάς.Πιστεύουν δε ότι οι θεοί κατ' εκείνην την ημέραν εξαιρετικώς εισακούουν
τας ευχάς των ανθρώπων. Κατά τοιαύτην λοιπόν εορτήν,εκείνος ο οποίος εγέλασεν
εις την Ολυμπίαν διά τον ψευδή εκείνον Πυθαγόραν, είδε πλησιάζοντα τον αισχρόν
και φαντασμένον, τον σφετεριστήν των ξένων έργων — συνέπεσε δε να γνωρίζη
ακριβώς και την διαγωγήν αυτού, την ασέλγειαν και την ρυπαρότητα του βίου και
όσα συνελήφθη να πράττη. Και είπε προς ένα εκ των συντρόφων του• Πρέπει
ναποφύγωμεν αυτό το κακόν συναπάντημα, του οποίου η εμφάνισις δύναται να μας
μεταβάλλη αυτήν την ευτυχή ημέραν εις αποφράδα. Τούτο ακούσας ο σοφιστής και
νομίσας την λέξιν αποφράδα, ως ξένην και άσχετον προς την Ελληνικήν γλώσσαν,
ήρχισε να γελά και ενόμισεν ότι εύρε την περίστασιν να εκδικηθή διά τον παλαιόν
εκείνον γέλωτα και προς όλους έλεγεν•Αποφράς; τι είνε αυτό; καρπός ή λάχανον ή
σκεύος; είνε φαγώσιμον ή το πίνουν; Εγώ ούτε το ήκουσα ποτέ, ούτε δύναμαι να
εννοήσω τι σημαίνει.Ενόμιζεν ότι έλεγε ταύτα εναντίον του εχθρού του και εγέλα
πολύ με την αποφράδα και δεν ενόει ότι έδιδε την εσχάτην απόδειξιν της
απαιδευσίας του. Διά τούτο έγραφε τον παρόντα λόγον εκείνος όστις με
προαπέστειλε προς υμάς, διά να δείξη ότι ο περίφημος σοφιστής αγνοεί τα
κοινότατα της Ελληνικής γλώσσης και αυτά ακόμη τα οποία γνωρίζουν οι άνθρωποι
των εργαστηρίων και των καπηλειών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά είπεν ο Έλεγχος. Εγώ δε — διότι τώρα θα
συνεχίσω του δράματος την υπόθεσιν — καθήσας επί του Δελφικού τρίποδος,
δικαιούμαι να είπω τα όσα έπραξες εις την πατρίδα σου, όσα εις την Παλαιστίνην,
οποία εις την Αίγυπτον, εις την Φοινίκην και την Συρίαν, κατόπιν δε εις την
Ελλάδα και την Ιταλίαν και τελευταίον τώρα εις την Έφεσον, όπου η κακοήθεια σου
έφθασεν εις το κατακόρυφον αυτής. Αφού κατά την παροιμίαν είσαι κάτοικος της
Ιλίου και εκάλεσες τραγωδούς διά να σου παίξουν, κατ' ανάγκην θ' ακούσης την
διήγησιν των δυστυχημάτων σου{84}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά προ τούτου ας ομιλήσωμεν περί της
αποφράδος και σ' εξορκίζω εις την πάνδημον Αφροδίτην, τας Γενετυλλίδας και την
Κυβέλην {85} να μου είπης κατά τι σου εφάνη αξιοκατάκριτος και αξία γέλωτος η
λέξις αποφράς. Βέβαια θα την θεωρής ξένην και εισχωρήσασαν εις την γλώσσαν εκ
της προς τους Κελτούς, τους Θράκας ή τους Σκύθας επιμιξίας. Και επειδή γνωρίζεις
τελείως την γλώσσαν των Αθηναίων, απεκήρυξες και απέκλεισες αμέσως την αποφράδα
εκ της ελληνικής γλώσσης και ο γέλως σου αυτήν την αφορμήν είχε, ότι τάχα
βαρβαρίζω και ξενίζω και παραβαίνω τους Αττικούς κανόνας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' οι από σε καλλίτερα γνωρίζοντες τα τοιαύτα
δύνανται να είπουν ότι ουδεμία άλλη λέξις είνε τόσον εντοπία όσον αυτή• και
ευκολώτερον δύνασαι ν' αποδείξης τον Ερεχθέα και τον Κέκροπα ξένους και επήλυδας
εις τας Αθήνας παρά την αποφράδα ότι δεν είνε συγγενής και αυτόχθων της Αττικής.
Πολλά πράγματα λέγουν οι Αθηναίοι ομοίως με τους άλλους ανθρώπους, αλλ' αποφράδα
μόνοι αυτοί λέγουν την κακήν, κατηραμένην και απαισίαν και ομοίαν προς σε
ημέραν: Ιδού έμαθες ήδη τυχαίως τι σημαίνει διά τους Αθηναίους η αποφράς ημέρα•
όταν ούτε αι αρχαί λειτουργούν, ούτε αι δίκαι δικάζονται, ούτε ιεροτελεστίαι
τελούνται και ουδέν εν γένει γίνεται εκ των αισίων, η ημέρα αύτη ονομάζεται
αποφράς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εισήχθη δε το έθιμον τούτο εις άλλους δι' άλλας
αιτίας• είτε διότι ηττήθησαν εις μεγάλας μάχας, ώρισαν έπειτα να μη επιχειρούν
τίποτε κατά τας ημέρας καθ' ας έπαθαν τα ατυχήματα ταύτα και να μη έχη κύρος
καμμία πράξις επίσημος γενομένη κατά τας χρονολογίας ταύτας, είτε διότι… καίτοι
είνε ίσως άκαιρον και πάρωρον να διδάσκη κανείς και να εξηγή τα τοιαύτα εις
άνθρωπον γέροντα, όστις ουδέ τα στοιχειωδέστερα τούτων γνωρίζει. Αλλ' επί του
προκειμένου η λέξις αύτη είνε το παν και ο γνωρίζων αυτήν γνωρίζει παν ό,τι
σχετίζεται με την σημασίαν της. Δεν επιτρέπεται δε η άγνοια της• διότι αν
δικαιολογείται ν' αγνοή κανείς λέξεις αι οποίαι δεν είνε της κοινής χρήσεως και
δεν εννοούνται από τους πολλούς, την αποφράδα όμως και αν θέλη κανείς δεν
δύναται να είπη κατ' άλλον τρόπον• διότι μόνον αυτή η λέξις υπάρχει δι' αυτήν
την έννοιαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έστω, θα παρατήρηση κανείς. Αλλά και εκ των
παλαιών λέξεων άλλαι μεν πρέπει να λέγωνται, άλλαι δε όχι, όσαι δεν είνε γνωσταί
εις τους πολλούς, διά να μη πλήττουν δυσαρέστως την ακοήν εκείνων προς τους
οποίους απευθυνόμεθα. Ίσως δε τωόντι έσφαλα, διότι έπρεπε να σου ομιλήσω εις την
γλώσσαν των Παφλαγόνων ή των Καπαδοκών ή των Βακτρίων,διά να εννοήσης τι σου
έλεγα και να σου είνε ευχάριστα τα λεγόμενα.Αλλ' όταν κανείς απευθύνεται προς
τους άλλους Έλληνας, νομίζω ότι πρέπει να μεταχειρίζεται την Ελληνικήν γλώσσαν.
Καίτοι δε οι Αττικοί με την πάροδον του χρόνου πολλά μετέβαλαν εκ της γλώσσης
των, η λέξις αποφράς παραμένει αμετάβλητος και εξακολουθεί να λέγεται ούτω
πάντοτε υπό πάντων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Θα ανέφερα και εκείνους οίτινες εις το παρελθόν
μετεχειρίσθησαν αυτήν την λέξιν, εάν δεν υπήρχε φόβος να σε φέρω εις απορίαν με
ονόματα ξένα και άγνωστα προς σε ποιητών και ρητόρων και συγγραφέων αλλ' είνε
και περιττόν ν' αναφέρω τους μεταχειρισθέντας την λέξιν, διότι όλοι τους
γνωρίζουν. Εάν δε συ μου αναφέρης ένα εκ των παλαιών όστις δεν έκαμε χρήσιν
αυτής της λέξεως, σου υπόσχομαι χρυσούν, κατά το λεγόμενον,ανδριάντα εις την
Ολυμπίαν. Αλλ' εκείνος ο οποίος εις γεροντικήν και περασμένην ηλικίαν αγνοεί τα
τοιαύτα, βεβαίως δεν θα γνωρίζη και ότι αι Αθήναι είνε πόλις εις την Αττικήν, η
Κόρινθος εις τον Ισθμόν και η Σπάρτη εις την Πελοπόννησον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η μόνη ίσως δικαιολογία ήτις σου υπολείπεται
είνε να είπης ότι την μεν λέξιν εγνώριζες, αλλά την χρήσιν αυτής κατηγόρησες ως
άκαιρον. Αλλά και εις τούτο θα σου δώσω την πρέπουσαν απάντησιν και να προσέξης
εις όσα θα σου είπω, εκτός εάν πολύ ολίγον σε μέλει διά την αμάθειάν σου.Οι
παλαιοί πολλάς τοιαύτας επωνυμίας έδωκαν εις τους ομοίους σου—διότι υπήρχον και
τότε, ως φαίνεται, άνθρωποι βδελυροί κατά τα ήθη και βρωμεροί και με
διεστραμμένον χαρακτήρα•—και κάποιος μεν ωνόμασεν ένα Κόθορνον, προσομοιάσας την
αχαρακτήριστον αυτού διαγωγήν προς τα τοιαύτα υποδήματα{86}, άλλος δε ωνόμασεν
άλλον Ενόχλησιν, διότι ήτο ρήτωρ θορυβώδης και συνετάρασσε τας συνελεύσεις.
Άλλον ωνόμασαν Εβδόμην, διότι, όπως τα παιδία κατά την εβδόμην του μηνός,
εκείνος εις τας συνελεύσεις έπαιζε και εγέλα καθ' ον χρόνον συνεζητούντο αι
σοβαραί υποθέσεις του λαού{87}. Δεν επιτρέπεται λοιπόν και εις εμέ,δι' όνομα του
Αδώνιδος, να παρομοιάσω ένα παγκάκιστον άνθρωπον, ο οποίος έχει όλας τας
κακοηθείας, προς ημέραν δυσώνυμον και απαισίαν;Ημείς και τους χωλούς τον δεξιόν
πόδα αποφεύγομεν, μάλιστα αν τους συναντήσωμεν το πρωί. Και αν τις άμα εξέλθη
από την κατοικίαν του ίδη ευνούχον ή πίθηκον, στρέφεται προς τα οπίσω και
επανέρχεται εις την οικίαν του, διότι μαντεύει ότι δεν θ'αποβούν εις καλόν αι
πράξεις του κατά την ημέραν εκείνην μετά τοιούτον κακόν συναπάντημα. Εις την
αρχήν δε και εις τα πρόθυρα και την πρώτην έξοδον και την πρωίαν, ούτως ειπείν,
του όλου έτους εάν ίδη κανείς κίναιδον, ενεργούντα και πάσχοντα ακατονόμαστα,
πασίγνωστον δι' αυτά και κατεξευτελισμένον και σχεδόν με το όνομα των
αισχρουργιών τούτων ονομαζόμενον, απατεώνα, αγύρτην, επίορκον, εξωλέστατον,
άξιον του κύφωνος και του βαράθρου{88}, δεν πρέπει να τον αποφύγη και να τον
παρομοιάση προς αποφράδα ημέραν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' αρνείσαι ότι είσαι τοιούτος; Όχι δεν θ'
αρνηθής, διότι εγώ γνωρίζω το θάρρος σου, μου φαίνεται δε ότι και υπερηφανεύεσαι
διότι δεν χάνεται η δόξα των έργων σου, αλλ' είσαι εις όλους γνωστός και
περιβόητος. Αλλά και αν θελήσης ν' αρνηθής ότι είσαι τοιούτος, ποίοι θα σε
πιστεύσουν; οι συμπολίται σου; Διότι από αυτούς είνε ορθόν ν'αρχίσωμεν. Αλλ'
εκείνοι γνωρίζουν την πρώτην σου ανατροφήν και πώς παρεδόθης εις τον φαυλότατον
εκείνον στρατιωτικόν και συνδιεφθείρεσο μετ' αυτού, υπηρετών αυτόν καθ' όλους
τους τρόπους, έως ου σ' έκαμε,κατά το λεγόμενον, κουρέλι χιλιοτρύπητον και σ'
επέταξεν εις τον δρόμον. Θα ενθυμούνται προσέτι και τα νεανικά σου κατορθώματα
εις το θέατρον, όπου ελάμβανες μέρος εις τας παραστάσεις των ορχηστών και ήθελες
να είσαι ο αρχηγός των. Πριν ή εμφανισθή άλλος εις την σκηνήν και πριν ή
αναγγελθή το όνομα του έργου, ενεφανίζεσο συ με πολλήν επισημότητα, φορών χρυσά
υποδήματα και ένδυμα ηγεμονικόν, διά να ζητής την επιείκειαν του κοινού,
ελάμβανες στεφάνους και απήρχεσο χειροκροτούμενος και εκ των προτέρων τιμώμενος.
Σήμερον όμως παρουσιάζεσαι ως ρήτωρ και σοφιστής• και αν το μάθουν οι συμπολίται
σου, θα νομίζουν, όπως εις την τραγωδίαν, ότι βλέπουν δύο ήλιους και διπλάς
Θήβας {89}• και όλοι θα λέγουν απορούντες : Εκείνος ο τότε και ο κατόπιν είνε
σήμερον ο ρήτωρ και ο σοφιστής; Διά τούτο και συ κάνεις καλά και δεν πηγαίνεις
εις την πατρίδα σου, αλλ' είσαι εκούσιος εξόριστος, ενώ η πατρίς σου ούτε κατά
τον χειμώνα είνε κακή ως διαμονή, ούτε το θέρος καθ' υπερβολήν θερμή, αλλ' η
ωραιοτέρα και μεγαλειτέρα εξ όλων των πόλεων της Φοινίκης• διότι η ανάμνησις του
παλαιού σου εκείνου βίου και η συναναστροφή με τους γνωρίζοντας τας τότε
περιπετείας σου δεν θα σου είνε καθόλου ευχάριστος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά διατί λέγω ανοησίας; Δύνασαι να εντραπής
κανένα συ; Και τι εκ των αισχροτάτων δύνασαι να θεωρήσης αισχρόν; Πληροφορούμαι
δε ότι έχεις και κτήματα σπουδαία εις την πατρίδα σου, ένα άθλιον πυργίσκον,
προς τον οποίον συγκρινόμενος ο πίθος τους Διογένους θα ήτο του Διός ανάκτορον.
Αλλά τέλος πάντων δεν υπάρχει τρόπος οιοσδήποτε να μεταπείσης τους συμπολίτας
σου ώστε να μη σε νομίζουν τον σιχαμερώτερον των ανθρώπων και όνειδος κοινόν της
πόλεώς των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά μήπως και εις την άλλην Συρίαν θα εύρης
υποστηρικτάς, αν είπης ότι έζησες χωρίς να πράξης τίποτε κακόν και
αξιοκατάκριτον; Η Αντιόχεια γνωρίζει την ιστορίαν της απαγωγής του εκ Ταρσού
νέου εκείνου….Αλλ' είνε αισχρόν ίσως και ν' ανακινή τις τοιαύτα πράγματα.Εν
τοσούτω γνωρίζουν και ενθυμούνται εκείνοι οίτινες σας κατέλαβον καθ' ην στιγμήν
συ μεν ήσο γονατιστός, εκείνος δε γνωρίζεις τι σου έκανε, εάν δεν έχασες εντελώς
την μνήμην, εις το στόμα. Αλλ' ίσως δεν σε γνωρίζουν οι κατοικούντες εις την
Αίγυπτον, οίτινες μετά τα εν Συρία θαυμαστά εκείνα κατορθώματα σε υπεδέχθησαν
φεύγοντα και διότι κατεδιώκεσο και δι' όσα ανέφερα υπό των εμπόρων των
ενδυμάτων, από τους οποίους ηγόρασες πολυτελή ενδύματα και σου εχρησίμευσαν διά
το ταξείδι. Αλλ' η Αλεξάνδρεια δεν γνωρίζει περί σου ολιγώτερα, ούτε μα τον Δία
έπρεπε να έρχεται εις δευτέραν μοίραν μετά την Αντιόχειαν υπ'αυτήν την έποψιν.
Και η ακολασία σου υπήρξεν εκεί αναιδεστέρα και η αισχρουργία σου μανιωδεστέρα
και η φήμη σου διά ταύτα μεγαλειτέρα. Δεν είχες πλέον καμμίαν συστολήν. Είς
μόνον ευρέθη να σε πιστεύση αρνούμενον ότι έπραξες ποτέ όσα η φήμη σου απέδιδε
και σε υπεστήριξε γενόμενος ο τελευταίος σου μισθοδότης. Ήτο εκ των εγκριτοτέρων
Ρωμαίων. Αλλά θα μου επιτρέψης ν' αποσιωπήσω τ' όνομά του, μολονότι όλοι οι προς
ους απευθύνομαι γνωρίζουν ποίον εννοώ. Προς τι δε ν'αναφέρω όσα υπέφερεν εκ της
αναισχυντίας σου κατά την διάρκειαν των σχέσεών σας; Αλλ' όταν σε συνέλαβε
πεσμένον εις τα γόνατα του νεαρού οινοχόου του Οινοποίωνος, τι νομίζεις;
επίστευσεν ότι δεν είσαι τοιούτος, ενώ είχε τας αποδείξεις ενώπιον του; Μόνον αν
ήτο θεότυφλος θα επίστευε. Και εξεδήλωσε την περί σου γνώμην του εκδιώξας σε
παρευθύς εκ της οικίας του και εξαγνίσας αυτήν, ως λέγεται, μετά την έξοδόν
σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η Αχαΐα επίσης και η Ιταλία είνε πλήρεις εκ των
πράξεών σου και της δι' αυτάς φήμης σου• απολάμβανε λοιπόν την δόξαν σου. Και
εις εκείνους οίτινες απορούν δι' όσα τώρα πράττεις εις την Έφεσον λέγω, ότι
αληθώς δεν θα εθαύμαζον, εάν εγνώριζον τον παλαιόν σου βίον• καίτοι εδώ έμαθες
και κάτι νέον• νακολασταίνης και με γυναίκας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ειπέ μου λοιπόν, δεν σου ταιριάζει τελείως το
όνομα αποφράς; Αλλά διατί, προς θεού, έχεις και την αξίωσιν να μας φιλής εις το
στόμα μετά τας αισχρουργίας εκείνας; Διότι τούτο το υβριστικώτατον πράττεις και
μάλιστα εις εκείνους οίτινες είνε ολιγώτερον άξιοι τοιαύτης ύβρεως και προς τους
ακροατάς και μαθητάς σου. Δεν είνε δι' αυτούς αρκετά όσα άλλα δυσάρεστα
υποφέρουν από το στόμα σου, οι βαρβαρισμοί της γλώσσης,η τραχεία φωνή, η
ακρισία, η ασυναρτησία, η παντελής απειροκαλία και τα τοιαύτα; Πρέπει να
λαμβάνουν επί πλέον και φιλήματα από τοιούτον στόμα, αλεξίκακε θεέ; Προτιμώτερον
να φιληθή κανείς από ασπίδα {90} ή έχιδναν• ο κίνδυνος τότε θα είνε μόνον ο
πόνος και η δηλητηρίασις,υπάρχει δε ελπίς ότι αν κληθή ιατρός θ' αποτρέψη τον
κίνδυνον μετά το ιδικόν σου όμως φίλημα και τον εξ αυτού μολυσμόν δύναται τις
πλέον να πλησίαση εις ναόν ή βωμόν; και ποίος εκ των θεών θα εισακούση τας ευχάς
του; πόσων ραντισμών εξαγνιστικών, πόσων ποταμών έχει ανάγκην;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και ενώ είσαι τοιούτος και τοιαύτα πράττεις,
εχλεύαζες τους άλλους διά λέξεις και φράσεις. Εγώ εν τοσούτω θα εντρεπόμην
μάλλον εάν δεν εγνώριζα την αποφράδα παρά διότι την είπα όπως την είπα. Σε δε
ουδείς από ημάς κατηγόρησε διά τους βρωμολόγους και τους τροπομάσθλητας, τα
ρησιμετρώ και αθηνιώ και ανθοκρατώ και σφενδικίζω και χειροβλημάω{91}, τα οποία
μεταχειρίζεσαι εις τους λόγους σου. Ο λόγιος Ερμής ας σε συντρίψη ομού με τους
λόγους σου. Διότι εις ποία βιβλία τα ευρίσκεις αυτά; Αναμφιβόλως τα ξετρυπόνεις
από κάποιον εκ των ασημάντων και λησμονημένων υπό αράχνας και μούχλαν ποιητών ή
ίσως εκ των βιβλίων της Φιλαινίδος {92}, τα οποία έχεις πάντοτε ανά χείρας.Είνε
όμως άξια σού και του στόματός σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού δε ανέφερα το στόμα, τι θα έλεγες αν η
γλώσσα σου σενήγεν εις το δικαστήριον επί αδικήματι ή το ολιγώτερον επί
εξυβρίσει — ας κάμωμεν αυτήν την υπόθεσιν — και σου έλεγε; Εγώ, αχάριστε, σε
παρέλαβα πτωχόν και χωρίς επάγγελμα βιοποριστικόν, και κατ' αρχάς μεν σ' έκαμα
να παρουσιάζεσαι επιτυχώς εις τα θέατρα, άλλοτε ως Νίνος και άλλοτε ως Μητίοχος,
μετ' ολίγον δε και ως Αχιλλεύς. Έπειτα όταν εδίδασκες παιδία να συλλαβίζουν επί
πολύν καιρόν σ' έτρεφα. Και τώρα ότε απαγγέλλεις τους ξένους λόγους ως ιδικούς
σου, έκαμα ώστε να θεωρήσαι ρήτωρ και σου έδωκα δόξαν ήτις ουδόλως σου ανήκει.
Ποίαν λοιπόν τόσο μεγάλην αφορμήν έχθρας έχεις εναντίον μου και με
μεταχειρίζεσαι κατ' αυτόν τον τρόπον και με διατάσσεις να πράττω αίσχιστα
πράγματα και να σε βοηθώ εις καταπτύστους πράξεις; Δεν σε αρκούν όσα με
αναγκάζεις να πράττω την ημέραν, να ψεύδωμαι, να επιορκώ και να εκχύνω την τόσην
σου φλυαρίαν και μωρολογίαν ή μάλλον να εμώ τον βόρβορον των λόγων σου;και ούτε
την νύκτα μ' αφήνης την δυστυχή να ησυχάσω, αλλά μόνη εγώ σου κάνω τα πάντα και
εξευτελίζομαι και μιαίνομαι• και ενώ είμαι γλώσσα με χρησιμοποιείς ως χείρα και
ως ξένην με υβρίζεις και με τόσα κακά με φορτόνεις. Το μόνον έργον μου είνε να
λαλώ, εις άλλα δε μέρη του σώματος ανήκει να κάμνουν και να παθαίνουν τα
τοιαύτα, θα ήτο προτιμώτερον δι' εμέ να με κόψουν όπως της Φιλομήλας την
γλώσσαν.Βεβαίως ευτυχέστεραι από εμέ είνε αι γλώσσαι εκείνων οίτινες τρώγουν τα
τέκνα των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εάν η γλώσσα σου ελάλει δι' εαυτήν και σου
έλεγεν αυτά, προσλαμβάνουσα ως συνήγορον και μάρτυρα και την γενειάδα σου, προς
θεού, τι θα της απεκρίνεσο;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μήπως θα της έλεγες εκείνα τα οποία και προ
ολίγου καιρού είπες προς τον Γλαύκον, όταν ούτος σε κατηγόρει διά μίαν ωρισμένην
αισχρουργίαν σου, ότι διά τούτο έγεινες εντός ολίγου ένδοξος και γνωστός εις
όλους και πώς ήτο δυνατόν να γείνης τόσον περιβόητος διά της ρητορικής σου;Είνε
δε ευχάριστον να γείνη κανείς καθ' οιονδήποτε τρόπον ένδοξος και ονομαστός.
Έπειτα θα αριθμήσης προς αυτήν τας πολλάς σου προσωνυμίας,όσαι εις διάφορα έθνη
σου εδόθησαν. Ακριβώς δε διά τούτο θαυμάζω, πώς εθύμωσες διότι εγώ σε ωνόμασα
αποφράδα και διά τας προσωνυμίας εκείνας δεν ηγανάκτεις. Εις την Συρίαν σε
ωνόμασαν ροδοδάφνην διά λόγον τον οποίον αισχύνομαι, μα την Αθηνάν, να αναφέρω•
ώστε εγώ τουλάχιστον θ'αφήσω το πράγμα ασαφές. Εις την Παλαιστίνην ωνομάσθης
φράκτης, διότι τα γένεια σου, τα οποία εξύριζες τότε, ηνώχλουν ως άκανθαι. Εις
την Αίγυπτον ωνομάσθης πονόλαιμος, και τούτο είνε ευνόητον• διότι ως λέγουν παρ'
ολίγον να πνιγής από ένα ναύτην τριίστου πλοίου ο οποίος εισβαλών σου απέφραξε
το στόμα. Οι χαριέστατοι όμως Αθηναίοι δεν είπον περί σου τίποτε το
αινιγματώδες, αλλ' απλώς σε ετίμησαν με την προσθήκην ενός γράμματος και σε
ωνόμασαν Ατίμαρχον• διότι έπρεπε να έχης και κάτι περισσότερον από τον αρχαίον
ομώνυμόν σου.{93} Εις την Ιταλίαν δε σου εδόθη ηρωικόν επώνυμον• ωνομάσθης
κύκλωψ, επειδή μίαν φοράν εφιλοδόξησες να δώσης αρχαίαν μορφήν και να ραψωδήσης
την αισχρουργίαν κατά τον Όμηρον. Και συ μεν είχες πέσει κάτω μεθυσμένος και
εκράτεις εις την χείρα ποτήριον, ως Πολύφημος πλήρης ασελγών επιθυμιών, νεανίας
δε μισθωτός έχων ορθόν τον μοχλόν και λίαν ακονισμένον ώρμησεν ως Οδυσσεύς
εναντίον σου διά να σου εξορύξη τον οφθαλμόν.</span><br />
<div style="margin: 5pt 30.6pt;">
<span style="font-size: 16pt;">κακείνου μεν άμαρτε,
παραί δε οι ετράπετ' έγχος αιχμή δ' εξεσύθη παρά νείατον
ανθερεώνα{94}.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">Αφού περί σου ομιλώ δεν είνε παράδοξον και
άτοπον να αισχρολογώ. Συ δε, ω Κύκλωψ, ανοίξας το στόμα όσον το δυνατόν
πλατύτερον όχι μόνον εδέχεσο να σου πλήττη ο νέος εκείνος την σιαγόνα, αλλά και
εφαίνεσο θέλων ως η Χάρυβδις να καταπίης ολόκληρον τον Ούτιν ομού με τους
ναύτας, τα πηδάλια και τα ιστία. Ταύτα δε έβλεπον και άλλοι παρόντες.Έπειτα την
επιούσαν εδικαιολογείσο αποδίδων αυτά εις την μέθην και εις τον άκρατον
οίνον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού λοιπόν έχεις τοιούτον και τοσούτον πλούτον
ονομάτων, εντρέπεσαι διά την αποφράδα; Προς θεού, ειπέ μου, τι αισθάνεσαι όταν ο
κόσμος λέγει περί σου ότι λεσβιάζεις και φοινικίζεις; Μήπως και αυτά αγνοείς
όπως την αποφράδα και νομίζεις ίσως ότι σε επαινούν; ή αυτά μεν,επειδή τα
πράττεις συνήθως, τα γνωρίζεις, μόνον δε την αποφράδα ως άγνωστον υβρίζεις και
αποκλείεις του καταλόγου των ονομάτων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λοιπόν τόσον αληθή είνε αυτά διά τα οποία σε
κατηγορώ, ώστε και μέχρι των γυναικωνιτών έχει φθάσει η φήμη σου. Όταν δε προ
καιρού ετόλμησες να ζήτησης εις γάμον μίαν γυναίκα εις την Κύζικον, εκείνη, η
οποία ήτο καλώς περί σου πληροφορημένη, απήντησε• Δεν θέλω άνδρα ο οποίος έχει
και αυτός ανάγκην ανδρός. Και ενώ ευρίσκεσαι εις αυτήν την κατάστασιν,σκοτίζεσαι
διά λέξεις και γελάς και υβρίζεις τους άλλους; Αλλά τούτο είνε επόμενον• διότι
δεν δυνάμεθα όλοι να λέγωμεν όμοια με εκείνα τα οποία συ λέγεις. Ποίος έχει
τόσον μεγάλην τόλμην εις τους λόγους του,ώστε να ζητή τρίαιναν αντί ξίφους διά
να φονεύση τους τρεις μοιχούς;Και ποιος δύναται να είπη, όπως συ όταν έκρινες
τον Θεόπομπον διά την κατάληψιν του Τρικαράνου, ότι με τρίκοπον λόγον καθυπέταξε
τας πρωτευούσας πόλεις και έπειτα ότι εξετριαίνωσε την Ελλάδα και ήτο Κέρβερος
εις τους λόγους; Αλλά και πρό τινος καιρού ανάψας λύχνον εζήτεις κάποιον
αδελφόν{95} τον οποίον είχες χάσει, φαίνεται. Και πολλά άλλα τοιαύτα, γελοία και
σόλοικα, τα οποία είνε ανάξια και να τ'απομνημονεύση κανείς, εκτός μόνον εκείνου
το οποίον όσοι ήκουσαν αναφέρουν εξ ενός σου λόγου. Επρόκειτο, νομίζω, περί ενός
πλουσίου και δύο πτωχών, οίτινες ήσαν εχθροί• ομιλών δε περί του πλουσίου είπες•
«απέκτεινε θάτερον των πενήτων»• επειδή δε, ως ην επόμενον, οι παρόντες
εγέλασαν, συ διά να διορθώσης το σφάλμα σου, είπες• όχι, αλλά«άτερον αυτών
απέκτεινεν». Παραλείπω τους αρχαϊσμούς σου, το τριών μηνοίν, το ανηνεμία, το
πέταμαι, το εκχύνειν και όσα άλλα ωραία πράγματα επανθούν εις τους λόγους
σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και δι' όσα μεν αναγκαζόμενος υπό της πενίας
κάμνεις δεν θα σε κατηγορήσω, μα την Αδράστειαν, διότι είνε δικαιολογημένος όπως
δήποτε εκείνος, όστις πιεζόμενος υπό της πείνης επιορκεί αρνούμενος
ταςπαρακαταθήκας τας οποίας του ενεπιστεύθησαν, ή αναιδώς ζητεί και αφού λάβη
ζητεί και άλλα και κλέπτει ενδύματα και φορολογεί τον κόσμον• δεν λέγω αυτά•
διότι δεν είνε τόσον αξιοκατάκριτος εκείνος όστις διά παντός τρόπου προσπαθεί να
σωθή από την πενίαν. Αλλά το ασυγχώρητον είνε ότι εν ώ είσαι πτωχός, δαπανάς
μόνον εις τας τοιαύτας ηδονάς όσα κερδίζεις διά της αναισχυντίας σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' αν θέλης και να επαινέσω κάτι τι το οποίον
με πολλήν ευφυίαν έπραξες, θ' αναφέρω πώς με την τέχνην του Τισίου {96} και
μιμούμενος τον Κόρακα ήρπασες ενός ανοήτου γέροντος τριάκοντα χρυσά νομίσματα
και πώς ο αυτός με την μέθοδον του Τισίου παγιδευθείς σου επλήρωσε δι' έν
βιβλίον επτακοσίας πεντήκοντα δραχμάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Καίτοι έχω πολλά αλλά ακόμη να είπω, σε αφίνω,
τούτο δε μόνον προσθέτω• εξακολούθει να πράττης αυτά όπως σου αρέσουν και μη
παύσης να εξυβρίζης κατ' αυτόν τον τρόπον τον εαυτόν σου• αλλ' όχι και εκείνο το
οποίον αποσιωπώ• διότι είνε ανόσιον να καλούμεν εις την οικίαν μας τους ούτω
εξηχρειωμένους και να προσφέρωμεν εις αυτούς το ποτήριον της φιλίας και να
γευώμεθα τα αυτά φαγητά. Αλλά να παύσης επίσης και τα μετά τους λόγους φιλήματα
και μάλιστα προς εκείνους οίτινες όχι προ πολλού σου έκαμαν αποφράδα το στόμα.
Και αφού τέλος πάντων ήρχισα να σου δίδω φιλικάς συμβουλάς, παύσε, αν θέλης, ν'
αρωματίζης τας λευκάς σου τρίχας και να περιποιήσαι μόνον ωρισμένα μέρη του
σώματός σου.Διότι εάν μεν σε αναγκάζη κανέν νόσημα, πρέπει όλον σου το σώμα να
θεραπεύης• εάν δε δεν έχης καμμίαν τοιαύτην αφορμήν, διατί θέλεις να διατηρής
καθαρά και λεία και ολισθηρά μέρη τα οποία ούτε να φαίνωνται επιτρέπει η αιδώς;
Ό,τι μόνον κάμνεις φρόνιμον είνε ότι διατηρείς λευκάς τας τρίχας σου και δεν τας
βάφεις, διά να χρησιμεύουν ως προκάλυμμα της αισχρότητός σου. Σέβου λοιπόν αυτάς
κατά τούτο τουλάχιστον και μάλιστα την γενειάδα σου και μη τα μιαίνης και τα
υβρίζης περισσότερον. Αλλ' αν δεν δύνασαι να κρατηθής, πράττε τουλάχιστον τας
αισχρότητάς σου την νύκτα και εις το σκότος, όχι την ημέραν, διότι είνε πολύ
κτηνώδες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Βλέπεις ότι θα ήτο προτιμότερον ν' αφήσης
ακίνητα τα ύδατα της Καμαρίνης και να μη εμπαίζης την αποφράδα, η οποία θα σου
καταστήση όλην την ζωήν αποφράδα; ή έχεις ανάγκην και άλλων κοσμητικών; Εις
πάσαν περίστασιν εγώ δεν θα παραλείψω να συμπληρώσω τον πανηγυρικόν σου. Δεν
ενόησες λοιπόν ότι είσαι εξουθένωμα και έπρεπεν, ω παιπάλημα και κίναδε, να
μαζεύεσαι όταν ανήρ δασύτριχος και μάλιστα, ως οι αρχαίοι έλεγον, μελάμπυγος σε
ατενίση και μόνον αυστηρώς; Ίσως και τώρα θα γελάσης διά το παιπάλημα και τον
κίναιδον, ως ν' ακούης αινίγματα και γρίφους, διότι σου είνε άγνωστα των έργων
σου τα ονόματα. Ώστε φρόντισε να τα κατηγορήσης και αυτά, εάν δεν σου επληρώθη
τριπλή και τετραπλή η αποφράς. Μόνον δε τον εαυτόν σου να αιτιάσαι δι' όλα αυτά•
διότι, ως συνείθιζε να λέγη ο καλός Ευριπίδης,των αχαλινώτων στομάτων και της
αφροσύνης και της ανομίας το τέλος είνε η δυστυχία.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: 16pt;">ΤΕΛΟΣ Γ'
ΤΟΜΟΥ</span></h2>
<span style="font-size: 16pt;">1} Την ιστορίαν του Κτησίου γνωρίζομεν μόνον εξ
αποσπάσματος αυτής διασωθέντος υπό του Φωτίου. Φαίνεται δε ότι ο Λ. τον αδικεί
λέγων ότι έγραψεν όλως φαντασιώδη. Τουλάχιστον εις όσα γράφει περί των
κυνοκεφάλων ανθρώπων των κατοικούντων εις τα όρη και οίτινες αντί πάσης λαλιάς
έχουν είδος υλακής, ευκόλως αναγνωρίζεται ο Ουραγκουτάγκος. Ουχ ήττον τερατώδη
εφάνησαν κατά την αρχαιότητα όσα έγραψε περί των ομιλούντων πτηνών• αλλ' οι
Έλληνες δεν εγνώριζον ακόμη τους ψιτακούς, τους οποίους ενόει προδήλως ο
Κ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{2} Άγνωστον πότε έγραψεν ο συγγραφεύς
ούτος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{3} Τον Ατλαντικόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{4} Αφροδίτη ή Αυγερινός</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{5} Πεζοί ελαφρώς ωπλισμένοι,
ακροβολισταί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{6} Κατά τον Στράβωνα, ο κολοσσός της Ρόδου
είχεν ύψος 70 οργυιών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{7} Δηλαδή Σελήνιος, διότι η σελήνη ελέγετο και
μήνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{8} Φαλλός, ομοίωμα, του ανδρικού αιδοίου, το
οποίον περιέφερον εις τας πομπάς του Διονύσου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{9} Η πόλις την οποίαν κτίζουν εις τους
«Όρνιθας» του Αριστοφάνους τα πτηνά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{10} Ξύλα τα οποία προστριβόμενα επ' αλλήλων
ήναπτον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{11} Αρπάγαι, γάντζοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{12} Κατά τον σχολιαστήν, ο Λουκ. σκώπτει εδώ
τον Αντώνιον Διογένην,όστις είχε γράψει ότι εις την νήσον Θούλην (Ισλανδίαν) δεν
νυκτώνει μίαν ημέραν κατ' έτος. Αλλ' ο Α. Δ. είχε δίκαιον, διότι αληθώς εις την
Ισλανδίαν ο ήλιος μόλις δύση ανατέλλει την 21 Ιουνίου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{13} Διότι δεν εσέβετο τους θεούς, εβίασε δε
την Κασάνδραν και εκεραυνώθη, υπό της ΑΘηνάς, ήτις έρριψε κατ' αυτού το όπλον
του πατρός της, ως λέγει ο Βιργίλιος εις το α' βιβλίον της Αινειάδος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{14} Διότι έγινε τύραννος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{15} Υπαινιγμοί κατά των δοξασιών των διαφόρων
φιλοσοφικών σχολών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{16} Τώρα δε, Μούσα, ψάλλε μου την μάχην των
νεκρών ηρώων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{17} Ο Λουκιανός φίλος των μακαρίων Θεών, είδε
πάντα τα εδώ και πάλιν επέστρεψεν εις την πατρίδα του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{18} Ναρκωτικά φυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{19} Νήγρετος σημαίνει αξύπνητος και Παννυχία
ολονυκτία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{20} Ίδε τόμ. Α' σελ. 27 υποσημ. 2.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{21} Αντίμαχος ο Κολοφώνιος, επικός ποιητής,
ήκμασε προ του Πλάτωνος.Έγραψε δε έπος «Θηβαΐδα» επιγραφόμενον του οποίου
στίχους τινάς παραθέτει ο Αθηναίος, και ελεγείας περί των οποίων ομιλεί ο
Πλούταρχος. Η φήμη του Αντιμάχου ήτο πολύ μικρά μέχρι του αυτοκράτορος,
Αδριανού, όστις τον εθεώρει ανώτερον του Ομήρου και ήθελε να επιβάλη την
προτίμησιν αυτού• αλλά δεν το κατώρθωσε διότι το χαλαρόν και άτονον ύφος της
«Θηβαΐδος» δεν ηδύνατο να υποστή την σύγκρισιν προς την Ιλιάδα. και ο Αντίμαχος
ελησμονήθη. Δεν διεσώθησαν δε εξ αυτού παρά μόνον μικρά τινα
αποσπάσματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{22} Εν ω δε ήρχοντο πλέοντες διά του
δάσους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{23} Τα βιβλία ταύτα ή απωλέσθησαν ή δεν
εγράφησαν ποτέ υπό του Λουκιανού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{24} Ο λόγος ούτος και οι τέσσαρες επόμενοι
είνε μιμήσεις των ρητορικών υποδειγμάτων, τα οποία οι διδάσκαλοι συνέθετον προς
άσκησιν των μαθητών αυτών. Η τυραννοκτονία ήτο το συνηθέστερον και
προσφιλέστερον θέμα των ασκήσεων τούτων. Ο Έρασμος έγραψε Λατινικήν απάντησιν
εις το ρητορικόν δοκίμιον του Λουκιανού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{25} Τινές των κριτικών αποδίδουν τον λόγον
τούτον εις τον Λιβάνιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{26} Εννοεί την Κλεψύδραν, ήτις εκανόνιζε την
διάρκειαν της ομιλίας των διαδίκων ή των δικηγόρων αυτών εις τα
δικαστήρια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{27} Ο βράχος ωνομάζετο Πέτρα Υάμπεια και εκ
του ύψους αυτού εκρημνίζοντο προς τιμωρίαν οι ιερόσυλοι. Λέγεται και ότι
μυθοποιός Αίσωπος υπέστη την τιμωρίαν ταύτην εις τους Δελφούς κατηγορηθείς
αδίκως ότι έκλεψε έν των αγγείων των αφιερωμένων εις τον Απόλλωνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{28} Εκ του μίσους τούτου η λέξις τύραννος
(ηγεμών) εξέπεσε βραδύτερον να σημαίνη τον σκληρόν και απάνθρωπον
δυνάστην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{29} Λιμήν της Φωκίδος</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{30} Ο Κέλσος ούτος είνε ο περίφημος Επικούριος
φιλόσοφος όστις έγραψε κατά του Χριστιανισμού υπό τον τίτλον «Αληθής λόγος ή
περί Αληθείας»σύγγραμμα διηρημένον εις οκτώ βιβλία, το οποίον ανεσκεύασεν ο
Ωριγένης όστις και διετήρησεν αποσπάσματά τινα αυτού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{31} Αλεξίκακος και αποτρόπαιος είνε συνώνυμα
σημαίνοντα τους αποδιώκοντας τα δυστυχήματα από τους ανθρώπους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{32} Ομήρου Οδύσσεια Δ. σ. 252 : Εγνώριζε να
παρασκευάζη πολλά φάρμακα, τα μεν καλά, τα δε ολέθρια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{33} Περίφημος μάγος, ούτινος τον βίον έγραψεν
ο Φιλόστρατος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{34} Καταγόμενος εκ του Περσέως και του
Ποδαλειρίου συγγενής,αναδεικνύεται φίλος του Απόλλωνος ο Θείος
Αλέξανδρος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{35} Το όνομα Αλέξανδρος σημαίνει, ως γνωστόν,
τον υπερασπιστήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{36} Ο Λουκιανός παίζει με τας λέξεις Κορωνίς,
όνομα της μητρός του Ασκληπιού, και κορώνη (κουρούνα).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{37} Είμαι ο Γλύκων, τρίτου βαθμού απόγονος του
Διός, φως διά τους ανθρώπους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{38} Διατάσσω να αμείβεται ο λειτουργός μου
προφήτης• διότι δεν ενδιαφέρομαι τόσον διά τας προς εμέ προσφοράς, όσον διά τον
προφήτην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{39} Φέρων δεσμά εκ μολύβδου κάθηται εις τον
βόρβορον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{40} Αφού υποτάξης τους Πάρθους και τους
Αρμενίους, θα επιστρέψης εις την Ρώμην φέρων ακτινωτόν στέμμα επί της
κεφαλής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{41} Μη εκστρατεύσης κατά των Αρμενίων, διότι
δεν θα σου αποβή εις καλόν. Ανήρ θηλυπρεπής θα σου δώση σκληρόν θάνατον και θα
σε στερήση την ζωήν και το φως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{42} Μάτην περιμένεις σωτηρίαν από την δεινήν
νόσον• ο θάνατος είνε βέβαιος και να τον αποφύγης αδύνατον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{43} Πήγαινε τώρα εις την Κλάρον διά ν' ακούσης
και του πατρός μου την γνώμην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{44} Εις των Βραγχιδών τον ναόν πήγαινε και
ζήτει χρησμούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{45} Εις Μαλλόν ζήτει τας γνώμας του
Αμφιλόχου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{46} Τον Πυθαγόραν και τον ένδοξον ψάλτην των
πολέμων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{47} Κατά πρώτον υπήρξες υιός του Πηλέως,
έπειτα Μένανδρος, έπειτα οποίος είσαι τώρα, κατόπιν θα γείνης ηλιακή ακτίς και
θα ζήσης εκατόν ογδοήκοντα έτη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{48} Να νυμφευθής την θυγατέρα του Αλεξάνδρου
και της Σελήνης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{49} Ο βαθύκομος Απόλλων απομακρύνει του λοιμού
το μίασμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{50} Εύγε ή χαίρε, επιφώνημα των μυστικών
τελετών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{51} Οι Ευμολπίδαι ήσαν οικογένεια ιερατική,
ήτις διαδοχικώς ετέλει τα μυστήρια της Δήμητρος εις την Ελευσίνα. Κατήγοντο εκ
του Ευμόλπου,υιού του Μουσαίου, όστις είχε φέρει τα μυστήρια ταύτα εκ της Θράκης
εις την Αττικήν. Ο Λουκιανός ειρωνεύεται τους βαναύσους ακολούθους του
Αλεξάνδρου αποκαλών αυτούς Ευμολπίδας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{52} Των χορών οίτινες εγίνοντο εις τας
αποκρύφους τελετάς, τα μυστήρια και τα όργια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{53} Του Πυθαγόρου η ψυχή άλλοτε μεν φθίνει,
άλλοτε δε αυξάνει, η δε ψυχή του προφήτου μου εγεννήθη εκ της θείας ψυχής. Τον
έστειλε δε ο πατήρ μου διά το καλόν των αγαθών ανθρώπων• και πάλιν θα επιστρέψη
εις τον Δία κεραυνοβοληθείς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{54} Μη πιστεύης εις τον Λέπιδον, διότι κακόν
τέλος τον περιμένει.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{55} Λιμήν της Αιγύπτου προς την ΕρυΘράν
θάλασσαν, όστις συνεκοινώνει τον Νείλον με διώρυγα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{56} Διατάσσω να πυρπολούνται τα έργα του
τυφλού γέροντος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{57} Όπως εγίνετο ο εξαγνισμός εις τα μυστήρια
της Δήμητρος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{58} Εννοεί τον Αυτοκράτορα Μάρκον
Αυρήλιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{59} Εις το ρεύμα του ορμητικού ποταμού Ίστρου
παραγγέλλω να ριφθώσι δύο της Κυβέλης θεράποντες, θηρία άγρια, και όσα παράγουν
αι Ινδίαι άνθη και ευώδη βότανα• παρευθύς δε θα επέλθη νίκη και δόξα μεγάλη και
συγχρόνως η ποθητή ειρήνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{60} Άλυν διαβάς μεγάλην δύναμιν
καταλύσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{61} Επιθυμείς να μάθης ποίος εισερχόμενος
κρυφίως εις τον οίκον σου σε ατιμάζει μετά της συζύγου σου; Ο δούλος σου
Πρωτογένης, εις τον οποίον έχεις πάσαν εμπιστοσύνην• ό,τι παρά σου έπαθε, σου το
αποδίδει εις την σύζυγόν σου και εκ συμφώνου παρασκευάζονται να σε
δηλητηριάσουν, ώστε. ούτε να μάθης, ούτε να ίδης τα υπ' αυτών πραττόμενα• θα
εύρης δε το δηλητήριον υπό την κλίνην σου, πλησίον του τοίχου και προς το μέρος
της κεφαλής. Και η υπηρέτριά σου Καλυψώ γνωρίζει τα πάντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{62} Ν' αλείφεται με κυτμίδα και με αφρόν
ίππου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{63} Μη πλεύσης, αλλά προτίμητε την ξηράν
οδόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{64} Αγαπά τα νυκτογυρίσματα και τους ανόμους
έρωτας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{65} Άγνωστον πρόσωπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{66} Φαίνεται ότι η μικρά αύτη πραγματεία, όπως
και η επομένη περί του Διονύσου, εχρησίμευσεν ως πρόλογος ομιλίας την οποίαν εις
προηγουμένους καιρούς είχε συνθέσει ο Λουκιανός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{67} Ιλιάδος Γ, στ. 108. των οπλωτέρων φρένες
ηερέθονται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{68} Ευριπίδου «Φοίνισσαι» στ. 533.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{69} Των λάλων όλων η γλώσσα είνε εις το άκρον
τρυπημένη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{70} Η δύναμίς σου εχαλαρώθη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{71} Κακόν γήρας σε κατέλαβε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{72} Ο ηνίοχός σου εξησθένησε και τα άλογα σου
έγειναν βραδυκίνητα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{73} Εννοεί τον Ανακρέοντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{74} Τι δυνατόν μηρόν παρουσιάζει ο γέρων μέσ'
από τα ράκη του!</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{75} Χορός Βακχικός με ασέμνους
κινήσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{76} Βακχική επευφημία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{77} Όμοιοι με νιφάδας της χιόνος, όπως πίπτουν
τον χειμώνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{78} Ψευδολόγος. Ο λίβελλος ούτος φαίνεται ότι
εγράφη εις την Έφεσον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{79} Ο Λυκάμβης ηρνήθη να δώση εις γάμον την
θυγατέρα του εις τον Αρχίλοχον, όστις με τόσην σκληρότητα εσατύρισε τον πατέρα
και τας θυγατέρας αυτού, ώστε ο Λυκάμβης μη υποφέρων τον εξευτελισμόν
απηγχονίσθη. Όμοιον τέλος αποδίδεται και εις τον ζωγράφον Βούπαλον,όστις
εξοργίσας τον Ιππώνακτα, εσατυρίσθη υπ' αυτού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{80} Άνθρωπος κακοηθέστατος, σύγχρονος του
Αριστοφάνους, όστις ομιλεί περί αυτού εις τους Σφήκας στ. 1271.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{81} Ρήτωρ και διδάσκαλος ανωτέρων
μαθημάτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{82} Ο Εύφορβος ήτο Φρυξ και επομένως βάρβαρος,
διό και δεν ηδύνατο να γείνη δεκτός εις τα Ελευσίνια μυστήρια εις τα οποία
εμυούντο τότε μόνον οι Έλληνες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{83} Η εορτή των ευχών, ήτις ετελείτο κατά την
τρίτην ημέραν των Καλενδών του Ιανουαρίου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{84} θίασος τραγικών ηθοποιών διήλθεν εκ της
Τρωάδος• οι Ιλιείς τους εκάλεσαν επιμόνως να παίξουν, αυτοί δε παρέστησαν την
άλωσιν της Ιλίου και αντί να τους διασκεδάσουν τους κατελύπησαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{85} Η πάνδημος Αφροδίτη, αι Γενετυλλίδες και η
Κυβέλη εθεωρούντο ως προστάτιδες των διεφθαρμένων και εκτεθηλυμένων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{86} Ο κόθορνος ήτο υπόδημα το οποίον εταίριαζε
και εις τους δύο πόδας. Ωνομάσθη δε ούτω κάποιος ρήτωρ, ονομαζόμενος
Θηραμένης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{87} Η εβδόμη ημέρα εκάστου μηνός ήτο
αφιερωμένη εις τον Απόλλωνα.Ήτον εορτή και ημέρα αργίας διά τα
παιδία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{88} Ο κύφων ήτον όργανον βασανισμού, το δε
βάραθρον ήτο χάσμα της γης βαθύ εις την Αττικήν, όπου ερρίπτοντο οι
κακούργοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{89} Ευριπίδου «Βάκχαι» στ. 916</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{90} Είδος φαρμακερού όφεως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{91} Ως λέγει αυτός ο Λουκιανός αι λέξεις αύται
ήσαν αδόκιμοι, κατά το πλείστον κατασκευάσματα κακόζηλα ποιητών και πεζογράφων
ασημάντων,οίτινες διά τοιούτων μέσων επεδίωκαν να φανούν πρωτότυποι και να
κάμουν εντύπωσιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{92} Πολλοί εκ των αρχαίων συγγραφέων αναφέρουν
την Φιλαινίδα ως εταίραν παροιμιώδους αισχρότητος και της αποδίδουν βιβλίον
επιγραφόμενον• «Περί σχημάτων αφροδισίων». Ο Αθήναιος όμως είπεν ότι η φήμη αύτη
προήλθεν εκ συκοφαντίας. Είς των Αθηναίων σοφιστών ονόματι Πολυκράτης έγραψε το
βιβλίον εκείνο και το διέδωκε με το όνομα της Φιλαινίδος, εκδικούμενος ίσως
διότι απέκρουσε τον έρωτά του. Εις απόδειξιν ο Αθήναιος παραθέτει το επίγραμμα
του τάφου της το οποίον έλεγε• «Είμαι η περίφημος Φιλαινίς. Μετά γήρας βαθύ
εκοιμήθην υπό το μάρμαρον τούτο. Μη γελάσετε και μη υβρίσετε την μνήμην μου οι
ταξειδεύοντες, όσοι διέρχεσθε προ του ακρωτηρίου τούτου• υπήρξα αγνή.Αλλ' ο
Αθηναίος Πολυκράτης, άνθρωπος κακόγλωσσος και ασήμαντος λογοποιός έγραψε το
βιβλίον το οποίον μου αποδίδουν και το οποίον ουδέποτε εγνώρισα».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{93} Εννοεί τον περίφημον Τίμαρχον, εναντίον
του οποίου έγραψε τον σωζόμενον λόγον ο Αισχύνης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{94} Παρωδία στίχων του Ομήρου : Και εκείνον
μεν απέτυχε, παρωλίσθησε δε η λόγχη και επέρασε παρά τον πώγωνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{95} Η λέξις αδελφός έχει προδήλως εδώ σημασίαν
ανήθικον, την οποίαν θα εννοήσουν όσοι έχουν αναγνώσει τον Πετρώνιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{96} Ο Τισίας, διδάσκαλος της ρητορικής εις τας
Συρακούσας, είχε μαθητήν τον Κόρακα. Διά να τον πείση να γίνη μαθητής του,
υπέσχετο ότι θα τον εδίδασκε να πείθη τους άλλους διά παν ό,τι ήθελε. Αφού
ετελείωσαν τα μαθήματα, ο Τισίας εζήτησε την αμοιβήν του• αλλ' ο Κόραξ
υπεστήριξεν ότι δεν ώφειλε τίποτε. Επειδή όμως και ο διδάσκαλος επέμενεν, ο
μαθητής είπεν, ότι αφού δεν ηδύνατο να τον πείση ότι δεν του ώφειλεν, άρα δεν
τον είχε διδάξει την τέχνην του και επομένως δεν του ώφειλε τίποτε.</span><br />
<div class="MsoNormal">
<b><span style="color: red; font-size: 16pt;">ΤΕΛΟΣ ΤΡΙΤΟΥ
ΤΟΜΟΥ </span></b></div>
</dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-25149750480022641412012-10-24T10:13:00.003-07:002012-10-24T10:13:26.581-07:00ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ: ΑΠΑΝΤΑ (2ος Τόμος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ: ΑΠΑΝΤΑ
(2<sup>ος</sup> Τόμος)</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: cyan;"><b><span style="font-size: 16pt;">Διάλογοι Θαλασσίων θεών. —
Αλκυών ή περί μεταμορφώσεως. — Προμηθεύς ή Καύκασος. — Νεκρικοί Διάλογοι.
—Μένιππος ή Νεκρομαντεία. — Φιλοψευδής ή απιστών. — πώς πρέπει να γράφεται η
ιστορία. </span></b></span><a href="http://fih.gr/view.php?filename=76Lucianus.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="381" src="http://fih.gr/images/76Lucianus.jpg" width="239" /></a>
</dt>
<dt><span style="font-size: 14pt;">Ο Λουκιανός ήταν Σύρος στην καταγωγή.
Γεννήθηκε στα Σαμόσατα, πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον πάνω Ευφράτη της Συρίας,
γύρω στο 120 μ.Χ. Εκεί έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση και πέρασε τα παιδικά του
χρόνια. Επειδή είχε δείξει από μικρός κάποιο ταλέντο στην τέχνη, οι γονείς του
τον έστειλαν μαθητευόμενο σε κάποιο θείο του γλύπτη. Η μαθητεία του δεν κράτησε
πολύ· ο νεαρός Λουκιανός έσπασε από αδεξιότητα μια πλάκα και ο θείος του τον
επέπληξε αυστηρά. Έτσι, εγκατέλειψε το εργαστήρι του θείου του και επέστρεψε στο
σπίτι των γονιών του. Η έντονη φιλομάθειά του τον έκανε να στραφεί στα γράμματα
(στο έργο του Περὶ τοῦ ἐνυπνίου αφηγείται πώς ενισχύθηκε αυτή του η απόφαση μετά
από όνειρο που είδε τη νύχτα της επιστροφής του στο σπίτι). Αφού μελέτησε τα
ελληνικά, ξεκίνησε να μάθει τη ρητορική τέχνη στις ρητορικές σχολές της Ιωνίας.
Στην Αντιόχεια άσκησε τη δικανική ρητορεία, που θεωρούνταν το κατώτερο είδος
ρητορικής. Στη Σμύρνη σπούδασε τη σοφιστική (ή επιδεικτική) ρητορική, κυρίως ως
μέσον προσπορισμού χρημάτων. Κατόπιν άρχισε να ταξιδεύει, επιδεικνύοντας τις
ρητορικές του ικανότητες, σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας, της
Μακεδονίας, της Ιταλίας και της Γαλατίας. Ωστόσο, δεν έμενε ικανοποιημένος με τη
ρητορική, και τελικά απογοητεύτηκε, θεωρώντας την ρηχή. Σε ηλικία 40 ετών,
παράτησε την τέχνη του σοφιστή και στράφηκε στη φιλοσοφία. Σημαντική επίδραση
είχε πάνω του η διδασκαλία του Πλατωνικού φιλοσόφου Νιγρίνου, τον οποίον
εθαύμαζε. Πνεύμα κατεξοχήν ανήσυχο, εντρύφησε σχεδόν σε όλες τις φιλοσοφικές
σχολές, αλλά τα φιλοσοφικά ρεύματα των Επικούρειων και των Κυνικών ήταν που
προσέλκυσαν κυρίως τη συμπάθειά του. </span>
</dt>
<dt><b><span style="font-size: 14pt;">(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό
κείμενο).</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
</span></b><br /><br />
<dl>
<dt style="margin-top: 48pt;"><span style="font-family: Times New Roman; font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ
ΑΠΑΝΤΑ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 48pt;"><span style="font-family: Times New Roman; font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΑΠΑΝΤΑ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 36pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΙΩ. ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 24pt;"><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ</span>
</dt>
<dt><span style="font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ : Διάλογοι
Θαλασσίων θεών. — Αλκυών ή περί μεταμορφώσεως. — Προμηθεύς ή Καύκασος. —
Νεκρικοί Διάλογοι. —Μένιππος ή Νεκρομαντεία. — Φιλοψευδής ή απιστών. — πώς
πρέπει να γράφεται η ιστορία.</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 48pt;"><span style="font-family: Times New Roman; font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ
ΑΠΑΝΤΑ</span>
</dt>
<dt style="margin-top: 48pt;"><span style="font-family: Times New Roman; font-size: 16pt; font-weight: 700;">ΔΙΑΛΟΓΟΙ
ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΘΕΩΝ</span> </dt>
</dl>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">1.Δωρίδος και
Γαλατείας.</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Λέγουν, Γαλάτεια,
ότι έχεις ένα ωραίον εραστήν, εκείνον τον Σικελόν ποιμένα, ο όποιος τρελλαίνεται
για 'σένα.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΓΑΛ. Μη περιγελάς, Δωρίς, διότι είνε υιός του
Ποσειδώνος, όπως και αν είνε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Τι σημαίνει; Και αυτού του Διός αν ήτο
υιός και εφαίνετο τόσον άγριος και μαλλιαρός και μάλιστα μονόφθαλμος, πράγμα το
όποιον είνε η μεγαλειτέρα των ασχημιών, νομίζεις ότι η καταγωγή θα ηλάττωνε την
ασχημίαν της μορφής του;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΓΑΛ. Ούτε ότι είνε μαλλιαρός και άγριος, ως
λέγεις, είνε ασχημία,αλλά ανδροπρέπεια, και ο οφθαλμός ταιριάζει εις το μέτωπόν
του,καθότι δεν βλέπει ολιγώτερον παρά εάν είχε δύο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Από τους επαίνους που του κάνεις,
Γαλάτεια, φαίνεσαι ως να έχης όχι εραστήν αλλ' ερώμενον τον
Πολύφημον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΓΑΛ. Δεν τον έχω ερώμενον, αλλά δεν υποφέρω
τους υπερβολικούς ονειδισμούς σας και μου φαίνεται ότι το κάνετε εκ φθόνου,
διότι ενώ κάποτε εποίμαινε τα πρόβατά του και από της κορυφής μας είδε να
παίζωμεν εις την παραλίαν κατά τους πρόποδας της Αίτνης, εκεί όπου μεταξύ του
βουνού και της θαλάσσης σχηματίζεται επιμήκης παραλία, σας μεν ούτε ητένισεν,
εγώ δε εξ όλων του εφάνηκα η ωραιοτέρα και μόνον εις εμέ προσήλωσε τον οφθαλμόν.
Αυτά σας πειράζουν, διότι σημαίνουν ότι είμαι καλλιτέρα και αξιέραστος, σεις δε
επεριφρονήθητε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Νομίζεις ότι, επειδή εφάνης ωραία εις ένα
ποιμένα και μισόστραβον, έγεινες αξία να σε φθονήσουν; Αλλά τι άλλο είχε να
θαυμάση σε σένα παρά μόνον το λευκόν χρώμα; Και τούτο υποθέτω, διότι είνε
συνηθισμένος εις το τυρί και το γάλα και όλα όσα ομοιάζουν με αυτά τα νομίζει
ωραία. Κατά τα άλλα δε όταν θελήσης να μάθης πώς είσαι, όταν θα είνε γαλήνη
ανέβα εις μίαν πέτραν και κύτταξε τον εαυτόν σου εις το νερόν και θα ιδής ότι
είσαι μόνον λευκόν χρώμα και τίποτε άλλο• αλλά το λευκόν δεν αρέσει παρά μόνον
εάν το στολίζη και το ερύθημα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΓΑΛ. Και όμως εγώ μεν η εντελώς λευκή έχω
τουλάχιστον αυτόν τον εραστήν, αλλά σας τας άλλας δεν υπάρχει κανείς ποιμήν ή
ναύτης ή βαρκάρης ο οποίος να σας ορέγεται. Ο δε Πολύφημος εκτός των άλλων είνε
και μουσικός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Σώπα, καϋμένη Γαλάτεια• τον ηκούσαμεν διά
να τραγουδή όταν προ καιρού ήλθε και σου 'τραγούδησε την νύκτα• και μα την
Αφροδίτην ενόμιζε κανείς ότι ήκουε γάιδαρον να γκαρίζη. Και η λύρα του δε ήτο
αναλόγως γελοία. Κρανίον ελάφου γυμνόσαρκον, του οποίου τα κέρατα εχρησίμευον ως
βραχίονες της λύρας. Τα είχεν ενώσει διά ζυγού και προσέθεσε χορδάς αι οποίαι
δεν ετανύοντο με στόφιγγα και έπαιζε κάτι τι ανούσιον και πλήρες παραφωνιών• και
άλλο μεν αυτός έλεγεν εις το άσμα του, άλλο δε η λύρα έπαιζε, ώστε δεν ηδυνάμεθα
να κρατήσωμεν τα γέλοια διά το ερωτικόν εκείνο άσμα. Η Ηχώ, η τόσον φλύαρος δεν
κατεδέχθη να αποκριθή εις τους βρυχηθμούς του διότι εντρέπετο να φανή μιμουμένη
τόσον κακόφωνον και γελοίον άσμα. Έφερε δε ο αξιέραστος εκείνος εις τας αγκάλας
του, ως παιγνιδάκι μίαν μικράν αρκούδα, η οποία του ωμοίαζε κατά τα πολλά
μαλλιά. Δύναται λοιπόν να μη σε φθονήση κανείς, Γαλάτεια, διά τοιούτον
εραστήν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΓΑΛ. Να μας δείξης τον 'δικό σου ο οποίος είνε
καλλίτερος και ξέρει να τραγουδή και να παίζη λύραν καλλίτερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Εγώ δεν είπα ότι έχω εραστήν, ούτε
καυχώμαι ότι είμαι αξιέραστος. Αλλά εραστήν ωσάν τον Κύκλωπα, ο οποίος μυρίζει
ως τράγος, τρώγει ωμά κρέατα, ως λέγουν, και μάλιστα τους ανθρώπους τους
ερχομένους εδώ, σου τον χαρίζω και σε αφίνω να τον ανταγαπάς.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">2.&Κύκλωπος και
Ποσειδώνος.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΚΛ. ω πατέρα, τι
έπαθα από τον κατηραμένον ξένον ο οποίος, αφού μ'εμέθυσε, μ' ετύφλωσε ενώ
εκοιμώμουν.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Και ποιος ήτο αυτός που είχεν αυτήν την
τόλμην, Πολύφημε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΚΛ. Εις την αρχήν έλεγεν ότι ωνομάζετο
Κανείς, αφού δε έφυγε και ευρέθη έξω βολής, είπεν ότι το όνομά του είνε
Οδυσσεύς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Γνωρίζω ποιόν λέγεις, τον Ιθακήσιον, που
έρχεται από την Ίλιον.Αλλά πώς τα έπραξεν αυτά, ενώ δεν είνε και πάρα πολύ
ανδρείος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΚΛ. Όταν επέστρεψα από την βοσκήν ευρήκα εις
την σπηλιάν μου μερικούς οι οποίοι προφανώς είχαν έλθει διά να κλέψουν πρόβατα.
Αφού δε έβαλα εις την είσοδον τον φράκτην, ο οποίος είνε πέτρα πολύ μεγάλη, και
άναψα φωτιάν με το δενδρον το οποίον είχα φέρει από το βουνόν, εφάνηκαν που
προσπαθούσαν να κρυφθούν• εγώ δε συνέλαβα μερικούς, ως ήτο φυσικόν, και τους
έφαγα, διά να τους τιμωρήσω ως ληστάς. Τότε ο πονηρότατος εκείνος, είτε Κανείς
είτε Οδυσσεύς ονομάζεται, μου έδωκε να πιώ ένα φάρμακον, το οποίον ήτο μεν
ευχάριστον και εύοσμον, αλλ' επικίνδυνον και έφερε μεγάλην ζάλην•διότι άμα το
ήπια μου εφάνη ότι όλα εγύριζαν και αυτή η σπηλιά ήλθεν άνω κάτω και εγώ
ευρισκόμην εις κακήν κατάστασιν, επί τέλους δε απεκοιμήθην. Αυτός δε κατεσκεύασε
ένα μυτερόν δαυλόν και προσέτι τον άναψε και με αυτόν με ετύφλωσεν ενώ
εκοιμώμουν, απ' εκείνης δε της ώρας είμαι τυφλός, πατέρα μου
Ποσειδών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Πολύ βαθειά εκοιμήθης, παιδί μου, αφού
ούτε και όταν σου εξώρυσσε το μάτι δεν εξύπνησες. Ο δε Οδυσσεύς πώς διέφυγε;
διότι δεν εννοώ πώς ηδυνήθη να μετατοπίση την πέτραν από την είσοδον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΚΛ. Εγώ την αφήρεσα διά να τον συλλάβω
ευκολώτερα όταν θα επεχείρει να εξέλθη. Εκάθησα πλησίον της θύρας και άπλωνα τα
χέρια μου και έψαχνα. Αφήκα δε μόνα τα πρόβατα να εξέλθουν εις βοσκήν, αφού
παρήγγειλα εις τον κριόν να με αντικαταστήση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Εννοώ• ο Οδυσσεύς και οι σύντροφοί του
εκρύφθησαν κάτω από τα πρόβατα και εξήλθαν χωρίς να τους καταλάβης. Αλλά συ
έπρεπε να καλέσης εναντίον του τους άλλους Κύκλωπας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΥΚΛ. Τους εκάλεσα, πατέρα, και ήλθαν. Αλλ'
όταν με ηρώτησαν ποίος μ'εκακοποίησε και εγώ απήντησα Κανείς, ενόμισαν ότι
ετρελλάθηκα και μ'αφήκαν κ' έφυγαν. Κατ' αυτόν τον τρόπον μ' εγέλασε ο
αναθεματισμένος εκείνος με το όνομά του. Εκείνο δε που μ' επείραξε περισσότερον,
είνε ότι και με ωνείδισε διά την συμφοράν μου και μου είπεν ότι ούτε ο πατέρας
σου ο Ποσειδών θα σε θεραπεύση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Ησύχασε, παιδί μου, διότι θα τον κάμω εγώ
να μάθη ότι και αν μου είνε αδύνατον να θεραπεύω τα παθήματά των οφθαλμών, η
σωτηρία όμως και η απώλεια των ταξειδευόντων ανήκει εις εμέ• ταξειδεύει δε
ακόμη.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">3.&Ποσειδώνος και
Αλφειού.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Πώς συμβαίνει,
Αλφειέ, συ μόνος εκ των ποταμών να εκβάλης εις την θάλασσαν χωρίς ν'
αναμιγνύεσαι με το αλμυρόν νερόν, ως συνηθίζουν όλοι οι ποταμοί; Και ούτε
ανακόπτεις την ορμήν σου, ούτε διασκορπίζεσαι, αλλά προχωρείς εις την θάλασσαν
συγκεντρωμένος και διατηρείς γλυκύ το ρεύμα σου• αμιγής και καθαρός προχωρείς
δεν γνωρίζω που• και βυθιζόμενος όπως οι γλάροι και οι ερωδιοί φαίνεται ότι
κάπου θα επανέλθης εις την επιφάνειαν και θα αναφανής.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΦ. Ερωτικός ο λόγος, Ποσειδών, και μη με
κατηγορής, διότι και συ ηγάπησες πολλάκις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Γυναίκα αγαπάς, ω Αλφειέ, ή νύμφην ή
καμμίαν από τας Νηρηίδας;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΦ. Όχι, αλλά μίαν πηγήν, Ποσειδών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Και εις ποίον μέρος της γης τρέχει αυτή η
πηγή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΦ. Εις την νήσον Σικελίαν• την ονομάζουν
Αρέθουσαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Την γνωρίζω και δεν είνε άσχημη, Αλφειέ, η
Αρέθουσα, αλλά διαυγής και καθαρά αναβλύζει και το νερόν της τρέχει επάνω εις
πετραδάκια τα οποία του δίδουν λάμψιν αργυροειδή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΦ. Αληθώς την γνωρίζεις την πηγήν, Ποσειδών•
προς εκείνην λοιπόν πηγαίνω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Πήγαινε και σου εύχομαι ευτυχίαν εις τον
έρωτα. Αλλά δεν μου λες, πού την εγνώρισες την Αρέθουσαν, αφού συ μεν είσαι
Αρκάς, αυτή δε ευρίσκεται εις τας Συρακούσας;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΦ. Βιάζομαι, Ποσειδών, και συ με κρατείς διά
να μ' ερωτάς πράγματα που δεν σ' ενδιαφέρουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Έχεις δίκαιον• πήγαινε προς την ερωμένην
και αφού εξέλθης εκ της θαλάσσης αναμίξου εις εναγκαλισμόν με την πηγήν και
γίνετε οι δύο ένα νερόν.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">4.&Μενελάου και
Πρωτέως.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Αλλ' ότι μεν
γίνεσαι νερόν, ω Πρωτεύ, δεν είνε απίθανον, αφού ζης εις την θάλασσαν• και ότι
μεταμορφούσαι εις δένδρον και τούτο δύναται να εννοηθή• ούτε και είνε όλως
απίστευτον ότι μεταμορφώνεσαι εις λέοντα• αλλ' ότι είνε δυνατόν να μεταβληθής
εις πυρ, ενώ είσαι κάτοικος της θαλάσσης, τούτο με εκπλήττει καθ' υπερβολήν και
δεν το πιστεύω.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Μη απιστής, Μενέλαε, διότι αυτό
γίνεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Το είδα και εγώ• αλλά μου φαίνεται—και θα
συγχωρήσης την ειλικρίνειάν μου — ότι κάποια μαγεία υπάρχει εις το πράγμα και με
αυτήν εξαπατάς τα μάτια των βλεπόντων, ενώ πραγματικώς μένεις
αμετάβλητος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Και ποία απάτη δύναται να εισχωρήση εις
πράγματα τόσον φανερά;Δεν είδες με ανοικτά μάτια τας διαφόρους μου
μεταμορφώσεις; Εάν δε δυσπιστής και το πράγμα σου φαίνεται ψευδές και απάτη της
φαντασίας,όταν μεταβάλλωμαι εις πυρ, πλησίασέ μου το χέρι, γενναιότατε• και τότε
θα εννοήσης αν είμαι μόνον ορατός ή και συγχρόνως καίω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Δεν είνε ασφαλές το πείραμα, ω
Πρωτεύ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Μου φαίνεσαι, Μενέλαε, ότι ουδέ 'κταπόδι
είδες ποτέ ούτε τι συμβαίνει εις αυτό το θαλάσσιον ζώον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. 'Κταπόδι έχω ίδει, αλλά τι του συμβαίνει
ευχαρίστως θα μάθω παρά σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Εις όποιαν πέτραν προσαρμόση τους
μυζητήρας του και προσκολληθή, προς αυτήν εξομοιούται και το χρώμα του γίνεται
όμοιον προς το χρώμα της πέτρας εις τρόπον ώστε να διαφεύγη το βλέμμα των
αλιέων, οι οποίοι τον εκλαμβάνουν ως πέτραν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Αυτά τωόντι λέγονται• αλλά τα 'δικά σου
είνε πολύ παραδοξότερα,ω Πρωτεύ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Δεν γνωρίζω, Μενέλαε, εις ποίον άλλον
δύνασαι να πιστεύσης,αφού δεν πιστεύεις τα μάτια σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Είδα, αλλ' είνε απίστευτον και τερατώδες ο
ίδιος να είσαι φωτιά και νερόν.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">5.&Πανόπης και
Γαλήνης.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Είδες, ω Γαλήνη,
χθες τι έκαμεν η Έρις εις την Θεσσαλίαν κατά το δείπνον, διότι δεν είχε
προσκληθή και αυτή;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΓΑΛ. Δεν ήμουν εκεί εγώ• διότι ο Ποσειδών με
διέταξε να διατηρώ εν τω μεταξύ ακύμαντον το πέλαγος. Τι λοιπόν έκαμεν η Έρις
διότι δεν προσεκλήθη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Η Θέτις και ο Πηλεύς είχον ήδη αποχωρήσει
εις τον νυμφικόν θάλαμον, συνοδευθέντες μέχρι της θύρας υπό της Αμφιτρίτης και
του Ποσειδώνος• εν τω μεταξύ δε τούτω η Έρις διαλαθούσα την γενικήν προσοχήν —
και το κατώρθωσεν ευκόλως, διότι άλλοι μεν έπινον, άλλοι δε εθορύβουν ή
επρόσεχον εις τον Απόλλωνα, ο οποίος έπαιζε κιθάραν, ή εις τας Μούσας, αι οποίαι
ετραγουδούσαν—έρριψε μεταξύ των συμποσιαζόντων μήλον ωραιότατον και κατάχρυσον,
επί του οποίου υπήρχεν η επιγραφή : «διά την ωραιοτέραν». Κυλιόμενον δε το μήλον
επήγεν ωσάν επίτηδες και εσταμάτησεν εκεί όπου ευρίσκοντο η Ήρα, η Αφροδίτη και
η Αθηνά. Όταν δε ο Ερμής το έλαβε και ανέγνωσε την επιγραφήν, ημείς μεν αι
Νηρηίδες εσιωπήσαμεν• διότι τι ηδυνάμεθα να είπωμεν ενώπιον εκείνων; εκείναι
όμως διημφισβήτησαν μεταξύ των το μήλον και αν δεν τας εχώριζεν ο Ζευς, θα
έφθαναν μέχρι συμπλοκής.Αλλ' εκείνος είπε, μολονότι αι τρεις θεαί ηξίουν να
γείνη κριτής αυτός : «Εγώ δεν θα κρίνω περί τούτου, αλλά πηγαίνετε εις την Ίδην
να εύρετε τον υιόν του Πριάμου, ο οποίος είνε αρκετά φιλόκαλος ώστε να δύναται
να κρίνη ποία είνε η ωραιοτέρα, χωρίς να αδικήση καμμίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΓΑΛ. Και αι τρεις θεαί τι έκαμαν,
Πανόπη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΝ. Σήμερον νομίζω αναχωρούν εις την Ίδην και
μετ' ολίγον θα έλθη κάποιος να μας αναγγείλη ποία ενίκησε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΓΑΛ. Από τώρα δύναμαι να σου είπω ότι θα νικήση
η Αφροδίτη, εκτός αν είνε στραβός ο κριτής.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">6.&Τρίτωνος,
Αμυμώνης και Ποσειδώνος.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΙΤ. Εις την Λέρναν,
Ποσειδών, έρχεται καθ' εκάστην διά να παίρνη νερόν μία κόρη, απεριγράπτου
κάλλους. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω ίδει ωραιοτέραν.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Και είνε ελευθέρα ή κάποια δούλη η οποία
κουβαλεί νερόν εις ταφεντικά της;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΙΤ. Όχι, αλλά κόρη του Αιγυπτίου εκείνου, μία
εκ των πεντήκοντα,Αμυμώνη ονομαζομένη• διότι ηρώτησα και περί της οικογενείας
και περί του ονόματος αυτής. Ο Δαναός, ο πατέρας της ανατρέφει με σκληραγωγίαν
τας θυγατέρας του και τας αναγκάζει να εργάζωνται, τας πέμπει να αντλούν νερόν
και εν γένει τας συνηθίζει εις πάσαν εργασίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Και μόνη πηγαίνει τόσον μακράν, εκ του
Άργους εις την Λέρναν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΙΤ. Μόνη. Ως γνωρίζεις το Άργος είνε άνυδρον,
και διά τούτο επικαλείται δίψειον• ώστε είνε ανάγκη να πηγαίνουν συχνά διά
νερόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Πολύ μου εξήψαν την φαντασίαν, Τρίτων, όσα
μου είπες περί της κόρης εκείνης• ώστε ας πάμε να την 'δούμε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΙΤ. Ας πάμε, διότι είνε η ώρα που παίρνει
νερόν. Θα την ίδωμεν εις τα μέσα περίπου της οδού να διευθύνεται προς την
Λέρναν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Λοιπόν ζεύξε το άρμα• ή επειδή τούτο
απαιτεί πολλήν χρονοτριβήν διά να προσδέσης τους ίππους και να επιστρώσης το
άρμα, φέρε μου καλλίτερα ένα δελφίνα από τους ταχείς διά να ιππεύσω αυτόν το
ταχύτερον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΙΤ. Ιδού ο ταχύτερος των δελφίνων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Εύγε• και τώρα πηγαίνομεν• συ δε, Τρίτων,
ακολούθει κολυμβών…Και τώρα που εφθάσαμεν εις την Λέρναν, εγώ μεν θα κρυφθώ εδώ
κάπου,συ δε κατασκόπευε• και όταν την ιδής να πλησιάζη…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΙΤ. Έρχεται πλησίον σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Πραγματικώς είνε ωραία και ακμαία
παρθένος. Αλλά πρέπει να την συλλάβωμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΜ. Άνθρωπε, διατί με ήρπασες και πού με
πηγαίνεις; Βέβαια θα είσαι σωματέμπορος και θα σε έχη στείλει ο θείος μου ο
Αίγυπτος. Θα φωνάξω τον πατέρα μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΙΤ. Σιωπή, Αμυμώνη, είνε ο
Ποσειδών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΜ. Τι Ποσειδών λέγεις; Αλλά διατί με τραβάς
εις την θάλασσαν; Θα πνιγώ η δυστυχής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Μη φοβήσαι, δεν θα πάθης τίποτε κακόν•
αλλά θα κάμω ώστε να αναβρύση εδώ πηγή η οποία θα φέρη το όνομά σου• θα κτυπήσω
τον βράχον με την τρίαιναν πλησίον της ακτής• και συ θα γείνης ευτυχής διά
παντός και μόνη από τας αδελφάς σου δεν θα εξακολουθής και μετά θάνατον να
υδροφορής.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">7.&Νότου και
Ζεφύρου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΝΟΤ. Αυτήν την
δάμαλιν, ω Ζέφυρε, την οποίαν ο Ερμής οδηγεί διά του πελάγους εις την Αίγυπτον,
διεκόρευσεν ο Ζευς ερωτευθείς αυτήν;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΦ. Ναι, αλλά δεν ήτο δάμαλις τότε, ήτο κόρη
του ποταμού Ινάχου•τώρα δε η Ήρα την μετεμόρφωσεν ούτω πώς εκ ζηλοτυπίας, διότι
έβλεπεν ότι ο Ζευς την ηγάπα καθ' υπερβολήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΝΟΤ. Και τώρα ακόμη αγαπά αυτήν την
αγελάδα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΦ. Μάλιστα, και διά τούτο την έστειλεν εις
την Αίγυπτον και ημάς διέταξε να μη ταράσσωμεν την θάλασσαν έως ότου φθάση εκεί
πέρα, διά να γεννήση διότι είνε έγκυος ήδη — θα γείνη δε θεός και αυτή και το
τέκνον της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΝΟΤ. Η δάμαλις θεός;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΦ. Μάλιστα, φίλε Νότε• και ως είπεν ο Ερμής,
θα έχη εξουσίαν επί των ταξειδευόντων και ημών αυτών θα είνε κυρία• θα διατάσση
οιονδήποτε εξ ημών θέλει να πνεύση ή να παύση, να πνέη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΝΟΤ. Πρέπει λοιπόν να την περιποιηθώμεν,
Ζέφυρε, αφού είνε κυρία μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΦ. Βέβαια, διότι ούτω θα έχωμεν την εύνοιάν
της. Αλλά τώρα διεπέρασε την θάλασσαν και έφθασεν εις την γην. Βλέπεις δε ότι
τώρα δεν βαδίζει πλέον με τα τέσσαρα, αλλ' ο Ερμής την ανώρθωσε και την έκαμε
πάλιν γυναίκα ωραιοτάτην;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΝΟΤ. Θαυμαστά πράγματα, ω Ζέφυρε• ούτε κέρατα
πλέον έχει, ούτε ουράν και πόδια διχαλωτά, αλλ' είνε κόρη αξιέραστος. Αλλ' ο
Ερμής τι έπαθε και από νέου μετεβλήθη εις σκυλοπρόσωπον; {1}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΦ. Τι μας μέλει; Εκείνος ξέρει καλλίτερα τι
κάνει.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">8.&Ποσειδώνος και
δελφίνων.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Εύγε δελφίνες•
είσθε πάντοτε φιλάνθρωποι και άλλοτε μεν εσώσατε το τέκνον της Ινούς και το
εφέρατε εις τον Ισθμόν από τας Σκιρωνίδας πέτρας, όπου έπεσεν εις την θάλασσαν
μετά της μητρός του• και σήμερον έσωσες αυτόν τον εκ Μηθύμνης κιθαριστήν και τον
μετέφερες εις τον Ταίναρον μετά των ενδυμάτων και της κιθάρας του. Δεν αφήκες να
χαθή ως ήθελον οι κακούργοι ναύται οι οποίοι τον έρριψαν εις την
θάλασσαν.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΔΕΛΦ. Μη απορής, Ποσειδών, διότι ευεργετούμεν
τους ανθρώπους, αφού και ημείς εξ ανθρώπων εγίναμεν ιχθύες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Το γνωρίζω και δεν συγχωρώ τον Διόνυσον
διότι σας ενίκησεν εις ναυμαχίαν και σας μετεμόρφωσεν, ενώ έπρεπε μόνον να σας
υποτάξη, ως έπραξε και δι' άλλους λαούς. Πώς λοιπόν συνέβη το πάθημα του Αρίονος
τούτου, ω δελφίν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΕΛΦ. Ο Περίανδρος, νομίζω, τον ηγάπα και
πολλάκις τον εκάλει πλησίον του χάριν της μουσικής. Αυτός δε αφού επλούτισεν από
τα δώρα του τυράννου, απεφάσισε να επιστρέψη εις την πατρίδα του Μήθυμναν και
επιδείξη τον πλούτον του. Επέβη λοιπόν εις πλοιάριον κακούργων ανθρώπων, οι
οποίοι εννοήσαντες ότι είχε μαζύ του πολύν χρυσόν και άργυρον, όταν έφθασαν εις
τα μέσα του Αιγαίου, απεφάσισαν να τον φονεύσουν. Αυτός δε-—διότι πλέων πλησίον
του πλοίου ήκουα πάντα τα λεγόμενα επ' αυτού — Αφού ελάβετε αυτήν την απόφασιν,
είπεν, αφήσατέ με τουλάχιστον να στολισθώ, να ψάλω ένα θρήνον προς τον εαυτόν
μου και να πέσω μόνος μου εις την θάλασσαν. Οι ναύται του έδωκαν την άδειαν,
αυτός δε, αφού έψαλε κάτι πολύ συγκινητικόν, έπεσεν εις την θάλασσαν διά να
πνιγή. Αλλ' εγώ τον έλαβα επί των νώτων μου και κολυμβών τον έφερα έξω εις τον
Ταίναρον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Εύγε εις την φιλομουσίαν σου• διότι καλά
επλήρωσες το άσμα το οποίον ήκουσες.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">9.&Ποσειδώνος και
Νηρηίδων.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Ο μεν πορθμός
ούτος, όπου η κόρη κατεποντίσθη, ας ονομάζεται του λοιπού, εις ανάμνησιν αυτής,
Ελλήσποντος• τον δε εκρόν αυτής σεις αι Νηρηίδες παραλάβετε και εις την Τρωάδα
μεταφέρετε, διά να ταφή υπό των κατοίκων.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΑΜΦ. Όχι, Ποσειδών, εδώ εις την ομώνυμον
θάλασσαν πρέπει να ταφή• την λυπούμεθα διά τα όσα αξιολύπητα έπαθε από την
μητρυιάν της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Αυτό δεν δύναται να γείνη, Αμφιτρίτη• ούτε
πρέπει να ταφή εδώ εις την άμμον, αλλά, καθώς είπα, να μεταφερθή εις την Τρωάδα
ή την<i>Χερρόνησον</i> και να ταφή εκεί. Θα είνε δε όχι μικρά παρηγοριά δι'
αυτήν ότι μετ' ολίγον και η Ινώ θα πάθη τα αυτά καταδιωκομένη υπό του Αθάμαντος
και θα πέση εις την θάλασσαν, εκ του άκρου του Κιθαιρώνος,εκεί όπου ούτος είνε
κάθετος προς τον αιγιαλόν, κρατούσα το τέκνον της εις την αγκάλην. Αλλά θα
παραστή ανάγκη να σώσωμεν και αυτήν χάριν του Διονύσου, του οποίου υπήρξε τροφός
και τον εθήλασεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΜΦ. Δεν αξίζει, τόσον κακή που
είνε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Αλλά δεν πρέπει να φανώμεν αχάριστοι προς
τον Διόνυσον, ω Αμφιτρίτη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΝΗΡ. Αλλ' αυτή εδώ τι έπαθε και έπεσεν από τον
κριόν; Ο δε αδελφός της ο Φρίξος πηγαίνει ασφαλώς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Βέβαια, διότι είνε νέος και δύναται ν'
αντέχη εις την φοράν. Η Έλλη όμως όταν ευρέθη επί οχήματος τόσον παραδόξου και
είδε κάτω βάθος αχανές, κατεπλάγη και καταληφθείσα υπό ιλίγγου ένεκα της
ταχύτητος της πτήσεως, αφήκε τα κέρατα του κριού από τα οποία εκρατείτο και
κατέπεσεν εις την θάλασσαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΝΗΡ. Δεν έπρεπεν η μητέρα Νεφέλη να την βοηθήση
ενώ έπιπτε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Έπρεπεν, αλλ' η Μοίρα είνε πολύ δυνατωτέρα
της Νεφέλης.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">10.&Ίριδος και
Ποσειδώνος.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΙΡΙΣ. Την νήσον την
πλανωμένην, ω Ποσειδών, η οποία απεσπάσθη από την Σικελίαν και εξακολουθεί να
πλέη υπό την επιφάνειαν της θαλάσσης,διατάσσει ο Ζευς να σταματήσης και να
παρουσιάσης εις την επιφάνειαν και εις το μέσον του Αιγαίου, να την στηρίξης δε
πολύ ασφαλώς• διότι έχει ανάγκην αυτής.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Θα γείνουν αυτά κατά την διαταγήν του.
Αλλ' εις τι θα του χρησιμεύση αν εμφανισθή εις την επιφάνειαν και παύση να
κινήται;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΡΙΣ. Η Λητώ πρέπει να γεννήση επ' αυτής, διότι
ήδη ήρχισαν να την βασανίζουν φοβερά οι πόνοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Αλλά δεν αρκεί ο ουρανός δι' αυτόν τον
τοκετόν; Και αν δεν αρκή ο ουρανός, η γη όλη δεν δύναται να δεχθή την γένναν
της;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΡΙΣ. Όχι, Ποσειδών, διότι η Ήρα επέβαλεν εις
την γην διά μεγάλου όρκου να μη παραχωρήση εις την Λητώ τόπον διά τον τοκετόν
της, μόνον δε αυτή η νήσος δεν μετέσχεν εις τον όρκον διότι ήτο
αφανής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Εννοώ. Λοιπόν στάσου, ω νήσος, και έξελθε
πάλιν εκ του βυθού και παύσε να φέρεσαι προς το βάθος και μείνε ακίνητος και
δέξου,ευδαιμονεστάτη, τα δύο τέκνα του αδελφού μου, τους ωραιοτέρους των θεών.
Σεις δε, ω Τρίτωνες, περάσετε την Λητώ εις αυτήν και ας γείνη γενική γαλήνη. Τον
δε δράκοντα όστις την παρακολουθεί και την φοβίζει, ας φονεύσουν τα τέκνα άμα
γεννηθούν, εκδικούμενα διά την μητέρα των. Συ δε ανάγγειλε εις τον Δία ότι τα
πάντα είνε εν τάξει• η Δήλος εστάθη• ας έλθη δε τώρα η Λητώ και ας
γεννήση.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">11.&Ξάνθου και
θαλάσσης.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΞΑΝΘ. Δέξου με, ω
θάλασσα, και δρόσισε μου τας πληγάς, διότι φοβερά πράγματα έπαθα.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΘΑΛ. Τι έπαθες Ξάνθε; Ποιός σε
κατέκαυσεν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΞΑΝΘ. Ο Ήφαιστος. Εκάηκα όλος ο δυστυχής και
φλέγομαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΘΑΛ. Και διατί σε έκαυσε; •</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΞΑΝΘ. Χάριν του υιού αυτής της Θέτιδος. Βλέπων
αυτόν να φονεύη τους Φρύγας τον παρεκάλεσα, αλλ' αυτός δεν έπαυσε την οργήν του
και με τους νεκρούς μού έφραζε το ρεύμα. Εγώ δε λυπηθείς τους δυστυχείς εκείνους
επλημμύρησα διά να φοβηθή και να παύση την σφαγήν. Τότε ο Ήφαιστος—διότι έτυχε
να ευρίσκεται κάπου εκεί πλησίον—έφερεν όλον το πυρ το οποίον είχε και όσον
ευρίσκεται εις την Αίτναν και αλλαχού και το έρριψεν επάνω μου• και έκαυσε τας
πτελέας και τας μυρίκας, έψησε δε και τους δυστυχείς ιχθύς και εγχέλεις εμέ δε
έκαμε να κοχλάσω και παρ' ολίγον να με αποξηράνη όλον. Βλέπεις δε εις ποίαν
κατάστασιν είμαι από τα εγκαύματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΘΑΛ. Αληθώς πολύ θολός και θερμός έγεινες, αφ'
ενός μεν από το αίμα των νεκρών, εξ άλλου δε από το πυρ του Ηφαίστου. Αλλά
δικαίως έπαθες,διότι εφέρθης εχθρικώς προς τον Αχιλλέα χωρίς να σεβασθής ένα
υιόν Νηρηίδος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΞΑΝΘ. Δεν έπρεπε λοιπόν να λυπηθώ τους Φρύγας,
οι οποίοι είνε γείτονές μου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΘΑΛ. Και ο Ήφαιστος δεν έπρεπε να λυπηθή τον
Αχιλλέα, ο οποίος είνε υιός της Θέτιδος;</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">12.&Δωρίδος και
Θέτιδος.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Διατί κλαίεις, ω
Θέτις;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΘΕΤ. Διότι είδα μίαν ωραιοτάτην κόρην να την
κλείση ο πατέρας της μέσα εις κιβωτόν μετά του βρέφους της του αρτιγεννήτου.
Διέταξε δε ο πατέρας τους ναύτας, άμα απομακρυνθούν πολύ από την στερεάν να
ρίψουν το κιβώτιον εις την θάλασσαν διά να χαθή η δυστυχής κόρη ομού με το
τέκνον της.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Και διατί αυτά, εάν γνωρίζης τα καθέκαστα,
αδελφή μου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΘΕΤ. Ο πατέρας της Ακρίσιος την είχε κλείσει
εις χάλκινον δωμάτιον διά να διατηρηθή εκεί παρθένον και άθικτον το κάλλος της•
αλλ'έπειτα—δεν γνωρίζω δε κατά πόσον τούτο είνε αληθές — λέγουν ότι ο Ζευς
μεταμορφωθείς εις χρυσόν έτρεξεν από της στέγης επάνω της•εκείνη δε δεχθείσα εις
τον κόλπον της τον καταρρέοντα θεόν έμεινεν έγκυος. Τούτο εννοήσας ο Ακρίσιος, ο
οποίος είνε γέρων άγριος και ζηλότυπος, κατελήφθη υπό αγανακτήσεως και νομίσας
ότι η κόρη είχεν εραστήν, την έκλεισεν εις την κιβωτόν άμα εγέννησε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Αυτή δε τι έκανε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΘΕΤ. Δι' εαυτήν μεν εσιώπα και αγογγύστως
υπέφερε την καταδίκην•παρεκάλει όμως διά το βρέφος να μη φονευθή και το εδείκνυε
προς τον πάππον, διά να τον συγκίνηση με το κάλλος του• αυτό δε εξ αγνοίας των
κακών εμειδία προς την θάλασσαν. Αλλά τα δάκρυα πάλιν πλημμυρούν τους οφθαλμούς
μου εις την ανάμνησιν των όσων είδα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Και εγώ συγκινούμαι. Αλλά δεν μου λες
απέθαναν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΘΕΤ. Όχι, διότι εξακολουθεί να πλέη η κιβωτός
παρά την Σέριφον και να τους διατηρή εις την ζωήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΩΡ. Δεν τους σώζομεν λοιπόν; Ας τους ρίψωμεν
εις τα δίκτυα αυτών των Σεριφίων αλιέων• αυτοί δε όταν τους ανασύρουν θα τους
σώσουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΘΕΤ. Καλά λέγεις και ούτω ας πράξωμεν• δεν
πρέπει να χαθή και αυτή και το παιδί το οποίον είνε τόσον ωραίον.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">13.&Ενιπέως και
Ποσειδώνος.&</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΕΝΙΠ. Δεν έκαμες καλά, Ποσειδών? πρέπει να
'πούμε την αλήθειαν.Ομοιωθείς προς εμέ εισήλθες λαθραίως και διεκόρευσες την
ερωμένην μου• αυτή δε νομίζουσα ότι ήμην εγώ σε ηνέχθη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Το σφάλμα είνε 'δικό σου, Ενιπεύ, διότι
εφάνης περιφρονητικός και διστακτικός προς ωραίαν κόρην, η οποία σε επεσκέπτετο
καθ'εκάστην και ήτο τρελλή από έρωτα. Την επεριφρόνεις και ετέρπεσο να της
προξενής λύπην, ενώ αυτή περιεφέρετο εις τας όχθας σου και εισήρχετο και ελούετο
ενίοτε επιθυμούσα τους εναγκαλισμούς σου• συ δε της έκανες νάζια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΝΙΠ. Και δι' αυτό έπρεπε συ να υποκλέψης τον
έρωτα και να πλαστοπροσωπήσης τον Ενιπέα και να γελάσης την Τυρώ, μίαν αφελή
κόρην;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Η ζηλοτυπία σου έρχεται αργά, ω Ενιπεύ,
ενώ πριν έκαμνες τον υπερήφανον? η δε Τυρώ δεν έπαθε τίποτε κακόν αφού νομίζει
ότι συνευρέθη μετά σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΝΙΠ. Όχι, διότι όταν έφευγες της είπες ότι
είσαι ο Ποσειδών και αυτό την κατελύπησε• εγώ δε ηδικήθην κατά τούτο ότι
απήλαυσες έρωτα ανήκοντα εις εμέ και περιβληθείς πορφυρούν κύμα, το οποίον σας
έκρυψεν ομού, συνευρέθης με την κόρην αντ' εμού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΣ. Αφού συ δεν ήθελες, ω Ενιπεύ;</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">14.&Τρίτωνος και
Νηρηίδων.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΙΤ. Το κήτος σας, ω
Νηρηίδες, το οποίον εστείλατε προς την θυγατέρα του Κηφέως την Ανδρομέδαν, ούτε
την κόρην έβλαψεν, ως νομίζετε, και αυτό δε ήδη εφονεύθη.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΝΗΡ. Υπό ποίου, ω Τρίτων; Μήπως ο Κηφεύς
μεταχειρισθείς την κόρην του ως δόλωμα και ενεδρεύσας μετά πολλών άλλων το
εφόνευσε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΙΤ. Όχι. Αλλά γνωρίζετε, νομίζω, ω Ιφιάνασσα,
τον Περσέα, τον υιόν της Δανάης, τον οποίον μετά της μητρός του κλεισθέντα εις
κιβωτόν και ριφθέντα εις την θάλασσαν υπό του πάππου του, ελυπήθητε και
εσώσατε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ιφ. Γνωρίζω ποίον λέγεις• θα είνε τώρα νέος και
πολύ γενναίος και ευειδής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΕΤ. Αυτός εφόνευσε το κήτος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΦ. Διατί; Δεν έπρεπε να μας κάμη τοιαύτην
αμοιβήν διά την σωτηρίαν του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΙΤ. θα σας διηγηθώ πώς συνέβησαν όλα. Ο
Περσεύς εστάλη υπό του βασιλέως εναντίον των Γοργόνων διά να εκτελέση ένα άθλον•
όταν δε έφθασεν εις την Λιβύην…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΦ. Πώς, μόνος; ή είχε και συντρόφους; Διότι
και η οδός είνε δύσβατος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΙΤ. Διά του αέρος, διότι η Αθηνά του έδωκε
πτερά. Όταν δε έφθασεν εκεί όπου ζουν αι Γοργόνες, φαίνεται ότι τας εύρε να
κοιμώνται και κόψας την κεφαλήν της Μεδούσης επέταξε και έφυγε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΦ. Και πώς τας είδεν αφού είνε αόρατοι; Και,
αν συμβή να τας ίδη κανείς, δεν βλέπει πλέον τίποτε άλλο. {2}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΙΤ. Η Αθηνά προέβαλλε την ασπίδα της—αυτά
ήκουσα να διηγήται ο ίδιος προς την Ανδρομέδαν και τον Κηφέα κατόπιν—και επί της
στιλβούσης ασπίδος, ως εις κάτοπτρον, ηδυνήθη να ίδη την μορφήν της Μεδούσης.
Έπειτα αρπάσας διά της αριστεράς την κόμην της και εξακολουθών να παρατηρή εις
το κάτοπτρον, απέκοψε διά της δεξιάς, εις την οποίαν εκράτει σπάθην, την κεφαλήν
της, και πριν εγερθούν εκ του ύπνου αι αδελφαί της, έφυγε. Όταν δε έφθασεν εις
την παράλιον Αιθιοπίαν και επέτα πλησίον της γης, βλέπει την Ανδρομέδαν
δεσμευμένην επί τινος βράχου της ακτής, ωραιοτάτην, με την κόμην λυμένην και
ημίγυμνον πολύ κάτω των μαστών. Και κατ' αρχάς μεν λυπηθείς αυτήν την ηρώτα διά
την αιτίαν της καταδίκης της- μετ'ολίγον δε ερωτευθείς αυτήν — διότι έπρεπε να
σωθή η κόρη—εσκέφθη να την βοηθήση. Όταν δε το κήτος επήρχετο πολύ φοβερόν διά
να καταπίη την Ανδρομέδαν, ο νέος διά μεν της μιας χειρός του κατέφερε την
σπάθην, διά δε της άλλης επιδεικνύων την Γοργόνα το απελίθωσε• και το κήτος
απέθανε και απελιθώθη συγχρόνως, άμα είδε την Μέδουσαν. Τότε ο Περσεύς λύσας τα
δεσμά της παρθένου την εβοήθησε να κατέλθη σιγά-σιγά εκ του βράχου, ο οποίος ήτο
ολισθηρός• και τώρα την νυμφεύεται εις την οικίαν του Κηφέως, μεθό θέλει την
οδηγήση εις το Άργος. Ούτω δε αντί θανάτου εύρεν εκείνη γάμον όχι
τυχαίον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΦ. Εγώ να σου 'πω δεν λυπούμαι πολύ διά το
γεγονός, διότι η κόρη δεν μας έπταιεν εάν η μητέρα της εκαυχάτο και διετείνετο
ότι ήτο ωραιοτέρα από ημάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΏΡ. Αλλά θα ελυπείτο διά τον θάνατόν της
Ανδρομέδας αφού είνε μητέρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΙΦ. Ας λησμονήσωμεν εάν μία βάρβαρος γυναίκα
ωμίλησεν υπέρ την αξίαν της• αρκετά ετιμωρήθη με τον κίνδυνον τον οποίον
διέτρεξεν η κόρη της, και ας χαρώμεν διά τον γάμον.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">15.&Ζεφύρου και
Νότου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΦ. Ποτέ δεν είδα εγώ
πομπήν μεγαλοπρεπεστέραν εις την θάλασσαν, αφ'ότου υπάρχω και πνέω. Συ δεν είδες
τίποτε, ω Νότε;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΝΟΤ. Ποίαν πομπήν λέγεις, Ζέφυρε, και ποίοι
ήσαν οι άγοντες την πομπήν αυτήν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΦ. Έχασες έξοχον θέαμα, όμοιον του οποίου δεν
θα ίδης ποτέ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΝΟΤ. Ειργαζόμην εις την Ερυθράν Θάλασσαν,
έπνευσα δε και μέχρι της Ινδικής, εις τα παράλια μέρη της χώρας, και ούτω δεν
είδα τίποτε εξ όσων λέγεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΦ. Αλλά γνωρίζεις τον Σιδώνιον
Αγήνορα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΝΟΤ. Ναι, τον πατέρα της Ευρώπης• ή
όχι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΦ. Ακριβώς, περί εκείνης θα σου
διηγηθώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΝΟΤ. Ότι ο Ζευς την αγαπά από πολύν καιρόν;
Αυτό το γνωρίζω προ πολλού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΦ. Καλά, τον έρωτα τον γνωρίζεις, τα κατόπιν
δε θ' ακούσης τώρα. Η Ευρώπη παραλαβούσα τας φίλας και ομηλίκους της κατέβη εις
την παραλίαν και έπαιζε μετ' αυτών• ο δε Ζευς ομοιωθείς προς ταύρον ωραιότατον,
έπαιζε μαζύ των. Ήτο κατάλευκος, τα κέρατά του εκαμπυλούντο με χάριν και το
βλέμμα του ήτο ήμερον. Εσκίρτα λοιπόν και αυτός επί της άμμου και εξέπεμπε
μυκηθμούς χαράς, ούτως ώστε η Ευρώπη ετόλμησε και να τον ιππεύση. Αλλά μόλις
ανέβη και εκάθησεν επί των νώτων του, ο Ζευς ώρμησεν εις την θάλασσαν φέρων
αυτήν και ήρχισε να κολυμβά• αυτή δε καταπλαγείσα, διά μεν της αριστεράς
εκρατήθη από το κέρατον διά να μη ολισθήση και πέση, διά δε της άλλης εκράτει
τον πέπλον της, τον οποίον εφούσκωνεν ο άνεμος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΝΟΤ. Ωραίον θέαμα είδες, Ζέφυρε, και ερωτικόν,
τον Δία κολυμβώντα και φέροντα την αγαπωμένην του επί των νώτων του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΕΦ. Τα κατόπιν είνε πολύ ωραιότερα• διότι και
η θάλασσα ευθύς έγεινεν ακύμαντος και λεία, ημείς δε όλοι οι άνεμοι
ησυχάσαντες,μόνον ως θεαταί παρηκολουθήσαμεν τα γινόμενα. Έρωτες δε παριπτάμενοι
μικρόν υπεράνω της θαλάσσης, ούτως ώστε ενίοτε τα άκρα των ποδών των ήγγιζαν την
επιφάνειαν της θαλάσσης, και κρατούντες δάδας αναμμένας,έψαλλαν τον υμέναιον.
Αλλά και αι Νηρηίδες ανελθούσαι εκ του βυθού της θαλάσσης συνώδευον ιππεύουσαι
επί δελφίνων, ημίγυμνοι αι περισσότεραι και χειροκροτούσαι• επίσης το γένος των
Τριτώνων και όλαι αι άλλαι θαλάσσιαι θεότητες, όσων η όψις δεν είνε
φοβερά,εχόρευον πέριξ της κόρης. Ο Ποσειδών καθήμενος επί άρματος, και έχων
πλησίον του την Αμφιτρίτην προηγείτο και με χαράν ήνοιγε την οδόν εις τον
πλέοντα αδελφόν του• εκτός δε τούτων δύο Τρίτωνες έφερον την Αφροδίτην
ανακαθημένην επί κογχύλης και ρίπτουσαν παντοία άνθη προς την νύμφην. Αυτά
συνέβησαν από Φοινίκης μέχρι Κρήτης• όταν δε απέβησαν εις την νήσον, ο μεν
ταύρος δεν εφαίνετο πλέον, ο δε Ζευς έλαβεν εκ της χειρός την Ευρώπην και την
ωδήγησεν εις το Δικταίον Σπήλαιον, ερυθριώσαν και κάτω νεύουσαν, διότι ενόει
τώρα προς ποίον σκοπόν ωδηγείτο. Ημείς δε επιπνεύσαντες, άλλος άλλο μέρος της
θαλάσσης συνεταράσσαμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΝΟΤ. Σε ζηλεύω, ευτυχή Ζέφυρε, δι' όσα είδες,
καθ' ον καιρόν εγώ έβλεπα γρύπας και ελέφαντας και μαύρους ανθρώπους</span><br />
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">&ΑΛΚΥΩΝ Η ΠΕΡΙ
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ&</span></div>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">&Χαιρεφών—Σωκράτης&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΙΡ. Τι φωνή είνε
αύτη, ω Σώκρατες, που ήλθε μακρόθεν από τα παράλια και το ακρωτήριον εκείνο;
Πολύ ευχάριστον άκουσμα. Τι είδους ζώον άρά γε να είνε αυτό που φωνάζει; Διότι
τα διαιτώμενα εις τα ύδατα ζώα είνε άφωνα.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Είνε θαλάσσιον πτηνόν, ω Χαιρεφών, το
οποίον ονομάζεται Αλκυών και το οποίον αιωνίως θρηνολογεί και κλαίει. Περί της
Αλκυώνος υπάρχει παλαιός μύθος, κατά τον οποίον υπήρξέ ποτε γυνή, θυγάτηρ Αιόλου
του Έλληνος, η οποία εθρήνει τον αποθανόντα πολυφίλητον και νεαρόν σύζυγον
αυτής, Κήυκα τον Τραχίνιον υιόν Εωσφόρου του αστέρος,λαμπρού πατρός λαμπρόν
υιόν• έπειτα δε κατά τινα θείαν θέλησιν μεταμορφωθείσα εις πτηνόν περιίπταται
και πλανάται εις τας θαλάσσας ζητούσα εκείνον, τον οποίον δεν ηδυνήθη να εύρη
πλανωμένη ανά την γην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΙΡ. Αυτή λοιπόν που λέγεις είνε η Αλκυών;
Ποτέ εις το παρελθόν δεν είχα ακούσει την φωνήν της και το άκουσμά της μου είνε
εντελώς νέον.Αληθώς είνε θρηνώδες το λάλημά της. Και ποίου μεγέθους πτηνόν είνε,
ω Σώκρατες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Δεν είνε μεγάλο, αλλά μεγάλως ετιμήθη διά
την φιλανδρίαν της υπό των θεών διότι όταν τα πτηνά αυτά γεννούν ο κόσμος
διέρχεται τας Αλκυωνίδας λεγομένας ημέρας, αι οποίαι αν και συμπίπτουν με το
μέσον του χειμώνας είνε εξαιρετικώς καλοκαιριναί, τοιαύτη δε κατ' εξοχήν είνε
και η σημερινή. Δεν βλέπεις πόσον αίθριος είνε ο ουρανός,ακύμαντον δε και
γαλήνιον όλον το πέλαγος και όμοιον ούτως ειπείν με καθρέπτην;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΙΡ. Καλά λέγεις• η σημερινή ημέρα φαίνεται
ότι τω όντι είνε Αλκυωνίς και η χθεσινή δε τοιαύτη ήτο. Αλλά δι' όνομα θεού, πώς
να πιστεύση κανείς τα λεγόμενα υπό των παλαιών, ω Σώκρατες, ότι ποτέ έγιναν
γυναίκες εκ πτηνών ή πτηνά εκ γυναικών; Διότι όλα αυτά φαίνονται μάλλον
αδύνατα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Άκουσε, φίλε Χαιρεφών• ημείς οι άνθρωποι
έχομεν τόσον ασθενή την κρίσιν, ώστε να μη δυνάμεθα να κρίνωμεν ακριβώς ποία τα
δυνατά και ποία τα αδύνατα. Κρίνομεν με δύναμιν ανθρωπίνην πράγματα
άγνωστα,ακατανόητα και αόρατα• ούτω δε πολλά και εκ των εύκολων μας φαίνονται
δύσκολα και εκ των δυνατών αδύνατα, πολλάκις μεν και ένεκα απειρίας,πολλάκις δε
και ένεκα νηπιότητος φρενών• και τω όντι πας άνθρωπος και ο πρεσβύτατος είνε
νήπιος, καθότι μικρά και πολύ σύντομος είνε η διάρκεια της ζωής συγκρινομένη
προς την διάρκειαν των αιώνων. Πώς δε δύνανται, φίλε μου, όσοι αγνοούν τας
δυνάμεις των θεών και των άλλων υπερφυσικών υπάρξεων να ειπούν ποίον είνε
δυνατόν ή αδύνατον εκ των τοιούτων; Παρετήρησες, Χαιρεφών, προ τριών ημερών τι
χειμώνα έκανε :Και μόνον η ανάμνησις των αστραπών εκείνων και των βροντών και
της φοβεράς σφοδρότητας των ανέμων προξενεί τρόμον• ενόμιζε κανείς ότι όλος ο
κόσμος θα κατεστρέφετο. Αλλά μετ' ολίγον επήλθε θαυμαστή ευδία, η οποία
εξακολουθεί μέχρι τούδε. Ποίον λοιπόν εκ των δύο νομίζεις μεγαλείτερον και
δυσκολώτερον, να γείνη τοιαύτη γαλήνη εξ εκείνης της τρομεράς καταιγίδος και
ανεμοζάλης και να επανέλθη ο κόσμος όλος εις τοιαύτην ηρεμίαν ή να μεταβληθή η
μορφή γυναικός εις μορφήν πτηνού; Διότι το τελευταίον τούτο και τα παιδία
σήμερον τα γνωρίζοντα να πλάττουν δύνανται να το κατορθώσουν άμα λάβουν πηλόν ή
κηρόν ευκόλως εις τον αυτόν όγκον της ύλης δίδουν διαφόρους μορφάς και σχήματα.
Εις δε το θείον, το οποίον έχει μεγάλην και ασύγκριτον προς τας ημετέρας
δυνάμεις υπεροχήν, πάντα ταύτα θα είνε εύκολα και ευκατόρθωτα. Δύνασαι να είπης
πόσον μεγαλείτερος από σε είνε ο όλος ουρανός;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΙΡ. Ποίος εκ των ανθρώπων, ω Σώκρατες,
δύναται να εννοήση και να ορίση τι εκ των τοιούτων; Είνε πράγματα
αδύνατα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Αλλά και αν συγκρίνωμεν τους ανθρώπους
μεταξύ των δεν βλέπομεν ότι υπάρχουν μεγάλαι διαφοραί εις τας δυνάμεις και τας
αδυναμίας; Εάν συγκρίνωμεν τους άνδρας προς τα νήπια, τα εντελώς βρέφη, τα οποία
έχουν ηλικίαν πέντε ή δέκα ημερών, βλέπομεν θαυμαστήν διαφοράν δυνάμεως και
αδυναμίας εις όλας σχεδόν τας πράξεις της ζωής. Και όσα διά των τεχνών των τόσων
πολυμηχάνων και όσα διά του σώματος και της ψυχής κατορθώνουν, ταύτα, καθώς
είπα, ουδέ να φαντασθούν δύνανται τα πολύ μικρά παιδία. Και η δύναμις δε ενός
ανδρός ακμαίου έχει ασύγκριτον υπεροχήν προς την δύναμιν των παιδίων• καθότι εις
ένα άνδρα είνε εύκολον να υποτάξη πολλάς μυριάδας παιδίων• διότι η φύσις ώρισεν
ώστε η πρώτη ηλικία ημών να είνε εντελώς αδύνατος και ανίκανος προς ό,τι δήποτε.
Όταν λοιπόν ο άνθρωπος διαφέρη τοσούτον από τον άνθρωπον, τι πρέπει να νομίσωμεν
περί της διαφοράς του όλου ουρανού προς τας ημετέρας δυνάμεις διά τους
δυναμένους να κάνουν τοιαύτας παρατηρήσεις; Επόμενον είνε να συμπεράνωμεν οι
περισσότεροι ότι όσον μεγαλείτερος είνε ο κόσμος από το άτομον του Σωκράτους ή
του Χαιρεφώντος, τόσον και η δύναμις αυτού και η φρόνησις και η σκέψις διαφέρει
της διανοητικής ημών καταστάσεως. Εις εσέ και εις εμέ και πολλούς άλλους ομοίους
είνε πολλά αδύνατα, τα οποία εις άλλους είνε πολύ εύκολα• και να παίξουν αυλόν
οι μη γνωρίζοντες την τέχνην και ν'αναγνώσουν ή να γράψουν οι αγράμματοι είνε
πολύ πλέον αδύνατον από του να γείνουν γυναίκες εκ πτηνών ή πτηνά εκ γυναικών. Η
δε φύσις θέτουσα εις την κηρήθραν ζώον χωρίς πόδια και πτερά του δίδει πόδια και
πτέρωμα, το στολίζει με πολλά και ωραία χρώματα και δημιουργεί την μέλισσαν, την
σοφήν παραγωγόν του θείου μέλιτος, και από αυγά άφωνα και άψυχα πλάττει διάφορα
είδη πτηνών και πεζών και ενύδρων ζώων, μεταχειριζομένη, ως λέγουν, μυστηριώδεις
συνδυασμούς του πληρούντος τα πάντα αιθέρος. Αφού λοιπόν αι δυνάμεις των θεών
είνε τόσον μεγάλαι, ημείς δε είμεθα θνητοί και μικροί εντελώς και ούτε τα μεγάλα
δυνάμεθα να εννοώμεν ούτε τα μικρά, περί των περισσοτέρων δε απορούμεν και τα
γύρω μας συμβαίνοντα μας είνε ακατανόητα, βεβαίως ουδέν ασφαλές δυνάμεθα να
είπωμεν, ούτε περί των αλκυόνων, ούτε περί των αηδόνων και εγώ τουλάχιστον θα
μεταδώσω εις τα παιδιά μου την ιδέαν των αρχαίων, όπως την παρέδωκαν εις εμέ οι
πρόγονοι περί του άσματός σου, ω Αλκυών, ψαλμωδέ των θρήνων• και τον ευσεβή και
φίλανδρον έρωτά σου πολλάκις θα εξυμνήσω προς τας γυναίκας μου Ξανθίππην και
Μυρτώ, αναφέρων προς τοις άλλοις και την τιμήν την οποίαν σου έκαμαν οι θεοί.
Και συ, Χαιρεφών, θα με μιμηθής;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΙΡ. Βεβαίως, διότι όσα είπες είνε διττώς
συντελεστικά διά την αρμονίαν μεταξύ γυναικών και ανδρών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Λοιπόν αφού χαιρετίσωμεν την Αλκυόνα
καιρός είνε να διευθυνθώμεν προς την πόλιν, αφήνοντες την παραλίαν του
Φαλήρου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΙΡ. Δεν έχω αντίρρησιν.</span><br />
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">&ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Ή
ΚΑΥΚΑΣΟΣ&</span></div>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">&Ερμής, Ήφαιστος,
Προμηθεύς.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ο Καύκασος είνε
εδώ, ω Ήφαιστε, όπου πρέπει να καρφώσωμεν αυτόν τον άθλιον Τιτάνα. Ας εξετάσωμεν
δε τώρα διά να εύρωμεν κρημνόν κατάλληλον, εάν πουθενά υπάρχη μέρος το οποίον να
μη σκεπάζουν τα χιόνια, διά να καρφωθούν ασφαλέστερα τα δεσμά και αυτός να είνε
καταφανής εις όλους εις το μέρος όπου θα κρέμεται.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΗΦ. Ας εξετάσωμεν, ω Ερμή, διότι ούτε χαμηλά
και πλησίον εις τας υπώρειας πρέπει να σταυρωθή, διά να μη δυνηθούν να τον
σώσουν τα πλάσματά του, οι άνθρωποι, αλλ' ούτε και εις την κορυφήν — διότι τότε
δεν θα φαίνεται από κάτω — αλλ' αν συμφωνής εδώ κάπου εις το μέσον υπεράνω της
χαράδρας να σταυρωθή ούτως ώστε το ένα του χέρι να καρφωθή εις τον ένα κρημνόν
και το άλλο εις τον αντίθετον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Καλά λέγεις. Οι βράχοι είνε απότομοι και
απρόσιτοι εξ όλων των μερών, επικλινείς δε ολίγον και μόλις μία στενή διάβασις
υπάρχει διά να περάση κανείς ακροποδητεί, και το μέρος είνε εντελώς κατάλληλον
διά την σταύρωσιν. Μη κάθεσαι λοιπόν, ω Προμηθεύ, αλλ' ανάβαινε και άφησε χωρίς
ματαίας αντιστάσεις να καρφωθής επί του όρους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΟΜ. Αλλά σεις τουλάχιστον, ω Ήφαιστε και
Ερμή, λυπηθήτε με διότι αδίκως πάσχω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δηλαδή εννοείς να σε λυπηθούμεν και να
σταυρωθούμεν αντί σου,διότι θα παρακούσωμεν εις την προσταγήν του Διός; Ή
νομίζεις ότι δεν είνε αρκετός ο Καύκασος να χωρέση και δύο άλλους δεσμώτας;
Έλα,άπλωσε το δεξί σου χέρι• συ δε, Ήφαιστε, πρόσδεσε και κάρφωσέ το και
σφυροκόπησε δυνατά. Φέρε και το άλλο χέρι• και αυτό εστερεώθη καλά.Και τώρα είνε
όλα εν τάξει. Υπολείπεται μόνον ο αετός, ο οποίος θα έλθη να σου σπαράξη το
σηκότι διά να λάβης όλην την αμοιβήν διά τα ωραία και ευφυή σου
δημιουργήματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΟΜ. ω Κρόνε και Ιαπετέ και συ μητέρα, τι
έπαθα ο δυστυχής χωρίς να πράξω τίποτε κακόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δεν έπραξες τίποτε κακόν, συ όστις
αναλαβών την διανομήν των κρεάτων, τόσον άδικον και απατηλήν την έκαμες, ώστε
διά μεν τον εαυτόν σου εκράτησες τα εκλεκτότερα, εις δε τον Δία προσέφερες
κόκκαλα, «καλύψας αργέτι δήμω»; {3} Διότι ενθυμούμαι ότι ο Ησίοδος ούτω πως το
λέγει. Έπειτα δε έπλασες τους ανθρώπους ζώα πανουργότατα,και μάλιστα τας
γυναίκας• εκτός δε τούτου έκλεψες το πολυτιμότατον κτήμα των θεών, το πυρ και το
παρέδωκες εις τους ανθρώπους. Και αφού τόσα κακά έπραξες, λέγεις ότι τιμωρείσαι
αδίκως;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΟΜ. Και συ, ω Ερμή, ως ο Όμηρος λέγει
«αναίτιον αιτιάασαι», {4} αφού μου αποδίδεις κατηγορίας διά τας οποίας εγώ, εάν
επεκράτει δικαιοσύνη, έπρεπε να αμειφθώ διά της εισαγωγής και διατροφής εις το
Πρυτανείον. Εάν ηυκαίρεις ευχαρίστως θα απελογούμην διά τα εγκλήματα μου διά ν'
αποδείξω ότι αδίκως με κατεδίκασεν ο Ζευς• συ δε ο οποίος είσαι ευφράδης και
έμπειρος εις τα δικηγορικά, ανάλαβε την υπεράσπισίν του διά ν' αποδείξης αν
δύνασαι, ότι δικαίως απεφάσισε να σταυρωθώ πλησίον των Κασπίων τούτων πυλών επί
του Καυκάσου και να γείνω οικτρότατον θέαμα εις όλους τους Σκύθας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Η έφεσίς σου, ω Προμηθεύ, είνε εκπρόθεσμος
και εις ουδέν θα σε ωφελήση• λέγε όμως• άλλως τε και είνε ανάγκη να περιμένωμεν
έως ότου έλθη ο αετός διά να σου περιποιηθή το σηκότι. Το μεταξύ δε χρονικόν
διάστημα-καλόν είνε να χρησιμοποιήσωμεν εις ακρόασιν ρήτορος σοφιστού, οποίος
είσαι συ ο πανουργότατος εις τους λόγους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΟΜ. Να ομιλήσης πρώτον, συ, ω Ερμή, και να
φανής αμείλικτος εις την κατηγορίαν, χωρίς να παραλείψης τίποτε από τα δίκαια
του πατρός σου.Σε δε, Ήφαιστε, θέτω δικαστήν της υποθέσεώς μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΦ. Μα τον Δία, αντί δικαστού κατήγορον μάθε
ότι θα μ' έχης, συ ο οποίος κλέψας το πυρ μου αφήκες σβυσμένην και ψυχράν την
κάμινον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΟΜ. Λοιπόν διαιρέσετε την κατηγορίαν• και συ
μεν ομίλησε περί της κλοπής, ο δε Ερμής ας αναπτύξη το κατηγορητήριον διά την
διανομήν των κρεάτων και την πλάσιν των ανθρώπων• και οι δύο δε είσθε τεχνίται
και δεινοί ρήτορες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΦ. Ο Ερμής ας ομιλήση και δι' εμέ• διότι εγώ
δεν έχω καμμίαν σχέσιν με λόγους δικηγορικούς• το έργον μου είνε γύρω εις το
φυσερόν• ο Ερμής όμως είνε ρήτωρ και πολύ ασχολείται εις τα τοιαύτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΟΜ. Εγώ λοιπόν δεν ήλπιζα ποτέ να αναφέρη την
κλοπήν ο Ερμής και να με κατακρίνη δι' αυτήν, ενώ είμεθα ομότεχνοι. Αλλ' αν και
τούτο αναλαμβάνης να υποστηρίξης, δεν είνε ανάγκη ν'αναπτύξης διά μακρών την
κατηγορίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Βεβαίως όσα διέπραξες, ω Προμηθεύ, έχουν
ανάγκην μακράς αναπτύξεως και αρκετής παρασκευής και δεν αρκεί ν' αναφέρω
κεφαλαιωδώς τα εγκλήματά σου, ως λ. χ. ότι όταν ποτέ σου ανετέθη να μοιράσης τα
κρέατα, διά τον εαυτόν σου μεν εφύλαξες την καλλιτέραν μερίδα, εξηπάτησες δε τον
βασιλέα, και τους ανθρώπους έπλασες χωρίς να υπάρχη ανάγκη, και κλέψας εκ του
ουρανού το πυρ το έδωκες εις αυτούς• και μου φαίνεται, φίλτατε, ότι πραγματικώς
δεν εννοείς ότι αφού τόσα και τοιαύτα έπραξες ο Ζευς σου εφάνη πολύ επιεικής.
Εάν λοιπόν αρνηθής ότι έπραξες αυτά, θα γείνη ανάγκη να τα αποδείξωμεν και να
ομιλήσω διά μακρών προσπαθών να διαλάμψη όσον το δυνατόν η αλήθεια• εάν δε
ομολογής ότι έκαμες τοιαύτην διανομήν των κρεάτων,ότι επενόησες τους ανθρώπους
και έκλεψες το πυρ, η κατηγορία, την οποίαν σου απήγγειλα είνε αρκετή και δεν θα
μακρηγορήσω περισσότερον,διότι τούτο άλλως θα ήτο πολυλογία περιττή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΟΜ. Εάν και αυτά τα οποία είπες είνε φλυαρία
κενή, θα το μάθωμεν ολίγον ύστερον• εγώ δε, αφού λέγεις ότι είνε ικανή η
κατηγορία, θα προσπαθήσω όσον δύναμαι να ανασκευάσω όσα μου κατηγορείς. Και εν
πρώτοις ας ομιλήσω περί των κρεάτων μολονότι, μα τον ουρανόν, και τώρα που τα
αναφέρω εντρέπομαι διά λογαριασμόν του Διός, όστις παρίσταται τόσον μικρολόγος
και μεμψίμοιρος, ώστε διότι εύρεν εις την μερίδα του μικρόν κόκκαλον, έστειλεν
εις ανασκολοπισμόν ένα θεόν τόσω παλαιόν, χωρίς μήτε την βοήθειαν την οποίαν του
έδωκα άλλοτε ως σύμμαχος, να ενθυμήται, μήτε να εννοή πόσον γελοίον είνε το
αντικείμενον αυτής της κατηγορίας και πόσον παιδαριώδες είνε να θυμώνη και ν'
αγανακτή διότι δεν έλαβεν αυτός την μεγαλειτέραν μερίδα. Αλλ' εις τα τοιαύτα
γελάσματα, ω Ερμή, τα οποία συμβαίνουν εις τα συμπόσια, δεν πρέπει νομίζω κανείς
ναποδίδη σημασίαν, και αν συμβή τι μεταξύ συμποσιαζόντων, πρέπει να το νομίζουν
αστειότητα και ν' αφίνουν τον θυμόν, τον οποίον τυχόν ησθάνθησαν, εις το
συμπόσιον•να κρατούν όμως έχθραν και να μνησικακούν και να διατηρούν παλαιάν
οργήν, τούτο ούτε εις θεούς ούτε εις βασιλείς αρμόζει. Διότι αν αφαιρέση κανείς
από τα συμπόσια τους αστεϊσμούς τούτους, τα γελάσματα και τα σκώμματα, τα
πειράγματα και τας αστειότητας, το υπολειπόμενον είνε μέθη και κόρος και σιωπή,
πράγματα κατηφή και χωρίς τέρψιν, τα οποία ελάχιστα αρμόζουν εις συμπόσιον. Διά
τούτο εγώ τουλάχιστον ενόμιζα ότι ουδέ θα ενεθυμείτο αυτά την επιούσαν ο Ζευς
και κάθε άλλο επίστευα παρά ότι θα ηγανάκτει και θα ενόμιζεν ότι έπαθε μέγα
κακόν διότι ο διανέμων τα κρέατα έπαιζε θέλων να ίδη εάν θα διέκρινε την
καλλιτέραν μερίδα ο εκλέγων. Αλλ' υπόθεσε, ω Ερμή, την χειροτέραν περίπτωσιν,
ότι αντί να του δώσω την μικροτέραν μερίδα, δεν του έδιδα τίποτε? λοιπόν διά
τούτο έπρεπε, κατά το δη λεγόμενον, να αναστατωθή η γη και ο ουρανός και να
επινοηθούν δεσμά και σταυροί και ολόκληρος Καύκασος και ν' αποσταλούν αετοί και
να σπαράσσουν το ήπαρ; Πρόσεξε μήπως αυτά μαρτυρούν πολλήν μικροψυχίαν του
αγανακτούντος και ευτέλειαν χαρακτήρος και πολλήν ευκολίαν θυμού. Διότι τι θα
έπραττεν ούτος αν έχανε ολόκληρον βώδι, αφού χάριν ολίγου κρέατος τόσον πολύ
θυμώνει; Οι άνθρωποι οι οποίοι, ως ήτο επόμενον, πολύ ευκολώτερα οργίζονται από
τους θεούς, είνε εν τοσούτω τόσον ανεκτικώτεροι εις τα τοιαύτα. Και μεταξύ αυτών
δεν θα ευρεθή κανείς όστις να τιμωρήση τον μάγειρόν του διά σταυρού διότι, ενώ
έψηνε τα κρέατα έγλυψε διά του δακτύλου ολίγον εκ του ζωμού ή έφαγε αποκόψας
μέρος των ψηνομένων κρεάτων, αλλά τον συγχωρούν και αν τύχη δε να θυμώσουν
υπερβολικά ή τον γρονθοκοπούν ή τον ραπίζουν, δεν υπάρχει δε παράδειγμα ότι
ανεσκολοπίσθη κανείς μεταξύ των ανθρώπων διά τοιαύτην αιτίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και διά μεν τα κρέατα αρκούν αυτά, τα οποία και
εις εμέ απολογούμενον προξενούν εντροπήν, αλλ' είνε πολύ μεγαλειτέρα εντροπή διά
τον Δία να με κατηγορή δι' αυτά• διά δε την πλάσιν και την δημιουργίαν των
ανθρώπων είνε καιρός να ομιλήσω τώρα. Τούτο, ω Ερμή, αποτελεί διττήν κατηγορίαν
και δεν γνωρίζω τι εκ των δύο μου κατηγορείτε, ότι δεν υπήρχε καθόλου ανάγκη να
δημιουργηθούν οι άνθρωποι, αλλ' ότι ήτο προτιμότερον να τους αφήσω εις την
αδράνειαν της άλλης γης εξ ης τους έπλασα, ή ότι έπρεπε να πλασθούν, αλλά
διαφορετικοί και όχι οποίοι επλάσθησαν. Εγώ όμως θα απαντήσω και διά τα δύο. Και
εν πρώτοις ότι ουδέν εζημιώθησαν οι θεοί διότι οι άνθρωποι ήλθον εις την ζωήν θα
προσπαθήσω ν' αποδείξω• έπειτα δε ότι είνε και συμφέρον και καλλίτερον δι'
αυτούς λίαν παρά εάν έμενεν η γη έρημος και χωρίς ανθρώπους. Εάν λοιπόν
παλαιόθεν — διότι ευκολώτερα θ' αποδειχθή ούτω εάν εγώ κακώς έπραξα να σχηματίσω
το ανθρώπινον γένος—εάν υπήρχε μόνον το θείον και επουράνιον γένος, η δε γη ήτο
εις αγρίαν και άμορφον κατάστασιν, κατεχομένη όλη από δάση άγρια, ούτε βωμοί,
ούτε ναοί θεών υπήρχον—και πώς ηδύναντο να υπάρχουν;-— ούτε αγάλματα ή ξόανα ή
άλλο τι τοιούτον, εξ εκείνων τα οποία, πολυάριθμα φαίνονται τώρα παντού και μετά
τόσης φροντίδος τιμώνται. Εγώ δε — διότι πάντοτε κάτι προνοώ χάριν του κοινού
συμφέροντος και προσπαθώ πώς ν'αυξηθούν μεν τα ανήκοντα εις τους θεούς,
προκόψουν δε και τα άλλα όλα εις αρμονίαν και ωραιότητα —εσκέφθηκα ότι ήτο
καλλίτερον να λάβω ολίγον πηλόν και να πλάσω εξ αυτού ζώα τινα και να δώσω εις
αυτά μορφάς προσομοιαζούσας προς τας ιδικάς μας• διότι ενόμιζα ότι κάτι έλειπεν
από το θείον, επειδή δεν υπήρχε τι αντίθετον, προς το οποίον να δύναται να
συγκριθή και ούτω να αναδεικνύεται ευδαιμονέστερον. Και να είνε μεν θνητόν το
γένος τούτο, αλλ' ευφυέστατον κατά τα άλλα και νοημονέστατον και δυνάμενον να
διακρίνη το καλλίτερον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λοιπόν, ως λέγουν οι ποιηταί, «γαίαν ύδει
φύρας» {5} και μαλάξας έπλασα τους ανθρώπους, παρεκάλεσα δε και την Αθηνάν να με
βοηθήση εις το έργον. Αυτά είνε τα μεγάλα εγκλήματά μου προς τους θεούς. Και
βλέπεις ποία είνε η ζημία εάν εκ πηλού έκαμα ζώα και εις το πρώην ακίνητον έδωκα
κίνησιν και φαίνεται ότι έκτοτε οι θεοί είνε ολιγώτερον θεοί, διότι και επί της
γης έγειναν ζώα τινα θνητά• ο δε Ζευς τώρα αγανακτεί, ως εάν εκ της δημιουργίας
των ανθρώπων ελαττούται η αξία των θεών, εκτός εάν φοβήται μήπως και αυτοί
σκεφθούν να επαναστατήσουν εναντίον του και να κινήσουν πόλεμον κατά των θεών,
όπως οι Γίγαντες. Αλλ' ότι ουδόλως εζημιώθητε, ω Ερμή, παρ'εμού και των έργων
μου είνε φανερόν• ή συ απόδειξέ μου και την ελαχίστην ζημίαν και τότε εγώ θα
σιωπήσω και θ' αναγνωρίσω ότι δίκαια έπαθα εκ μέρους υμών. Ότι δε τα έργα μου
έγειναν χρήσιμα εις τους θεούς αρκεί, διά να το εννοήσης, να παρατηρήσης εξ'
ύψους την γην όλην και να ίδης ότι δεν είνε πλέον ξηρά και ακαλλιέργητος, αλλά
στολισμένη με πόλεις, αγρούς καλλιεργημένους και φυτά ήμερα, και την θάλασσαν
διασχιζομένην υπό πλοίων και τας νήσους κατοικημένας,πανταχού δε βωμούς και
θυσίας και ναούς και πανηγύρεις•</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">μεσταί δε Διός πάσαι μεν αγυιαί, πάσαι δ'
ανθρώπων αγοραί {6}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εάν εδημιούργουν τους ανθρώπους διά να είνε
μόνον κτήμα μου, θα ηδυνάμην ίσως να κατηγορηθώ ως πλεονέκτης• αλλ' εγώ αφού
τους εδημιούργησα τους κατέστησα κοινόν κτήμα των θεών• και ενώ παντού δύναταί
τις να ίδη ναούς του Διός και του Απόλλωνος, της Ήρας και σου, ω Ερμή, του
Προμηθέως ουδαμού φαίνεται ναός. Βλέπεις, ότι μόνον περί του συμφέροντός μου
φροντίζω, τα δε κοινά καταπροδίδω και ζημιώνω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά θέλω να μου είπης και τούτο, ω Ερμή, εάν
νομίζης ότι δύναται να υπάρξη αγαθόν άγνωστον, κτήμα ή έργον το οποίον ουδείς
βλέπει και ουδείς επαινεί και αν το τοιούτον δύναται να είνε εξ ίσου ευχάριστον
εις τον κάτοχον αυτού. Διά τούτου θέλω να είπω, ότι αν δεν εδημιουργούντο οι
άνθρωποι, θα έμενε χωρίς θεατάς το κάλλος του σύμπαντος και θα ήμεθα κάτοχοι
πλούτου, ο οποίος ούτε υπό άλλων θα εθαυμάζετο, ούτε δι' ημάς θα ήτο όσον
σήμερον πολύτιμος, διότι, δεν θα είχαμεν τίποτε κατώτερον προς το οποίον να τον
συγκρίνωμεν, ούτε θα είχαμεν συνείδησιν όλης της ευτυχίας μας μη βλέποντες
άλλους στερουμένους των όσων ημείς απολαμβάνομεν. Το μέγα φαίνεται τοιούτον
μόνον όταν συγκρίνεται προς το μικρόν. Σεις, δε αντί να με τιμήσετε δι' αυτάς
μου τας πράξεις, μ' εσταυρώσατε, και αυτήν την αμοιβήν μου εδώκατε διά την
προνοητικότητά μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά θα είπης ότι μεταξύ των ανθρώπων υπάρχουν
κακούργοι και μοιχεύουν και πολεμούν και τας αδελφάς των νυμφεύονται και
επιβουλεύονται την ζωήν των γονέων των. Αλλά μήπως και μεταξύ ημών των θεών δεν
είνε πολλή αφθονία τοιούτων εγκλημάτων; Και πρέπει κανείς διά τούτο να
κατηγορήση την Γην και τον Ουρανόν διότι μας εγέννησαν; Αλλά δύνασαι να είπης
και τούτο ακόμη ότι μας δίδει πολλάς φροντίδας η επιτήρησίς των. Ο ποιμήν όμως
δεν θεωρεί δυστύχημα ότι έχει το ποίμνιον και ευρίσκεται εις την ανάγκην να
φροντίζη δι' αυτό•διότι αι φροντίδες αποτελούν την ευτυχίαν του• άλλως και η
φροντίς είνε τέρψις διότι συντελεί να διερχώμεθα τον καιρόν χωρίς πλήξιν.Διότι
τι θα εκάναμεν εάν δεν είχαμεν να φροντίζωμεν περί των ανθρώπων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Θα διηρχόμεθα τον καιρόν με αργίαν, θα επίναμεν
το νέκταρ και θα εγεμίζαμεν την γαστέρα με αμβροσίαν χωρίς να έχωμεν κανένα
πόθον.Εκείνο δε το οποίον προ πάντων με πνίγει από αγανάκτησιν, είνε ότι ενώ με
κατηγορείτε ότι έκαμα τους ανθρώπους και μάλιστα τας γυναίκας,όμως τας
ερωτεύεσθε και δεν παύετε να κατέρχεσθε εις την γην, άλλοτε μεν εις ταύρους,
άλλοτε δε εις σατύρους και κύκνους μεταμορφούμενοι και καταδέχεσθε να γεννάτε εξ
αυτών θεούς. Αλλ' ίσως θα είπης ότι έπρεπε μεν να πλασθούν οι άνθρωποι,
διαφορετικοί όμως και όχι ομοιάζοντες προς ημάς. Και ποίον άλλο υπόδειγμα
ηδυνάμην να προτιμήσω από εκείνο το οποίον εγνώριζα ως το τελειότερον; Ή έπρεπε
να κάμω τον άνθρωπον ζώον ανόητον, άγριον και θηριώδες; Αλλά τότε πώς θα
προσέφεραν θυσίας εις τους θεούς και πώς θα σας απένεμον τας άλλας τιμάς αν ήσαν
τοιούτοι; Αλλά σεις όταν μεν σας προσφέρουν εκατόμβας προσέρχεσθε και δεν
βαρύνεσθε ούτε και αν είνε ανάγκη να μεταβήτε μέχρι του Ωκεανού «μετ' αμύμονας
Αιθιοπήας {7}»• τον δε αίτιον των προσφερομένων προς υμάς τιμών εσταυρώσατε. Ως
προς το ζήτημα λοιπόν των ανθρώπων, όσα είπα είνε επίσης αρκετά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τώρα δε μεταβαίνω εις την υπόθεσιν του πυρός
και την επονείδιστον εκείνην κλοπήν. Και σ' εξορκίζω εις τους θεούς να μην
αρνηθής να μου αποκριθής εις την εξής ερώτησιν• μήπως ημείς εστερήθημεν το πυρ,
αφ'ότου το έχουν και οι άνθρωποι; Βεβαίως όχι. Διότι η φύσις του πράγματος
τούτου είνε, μου φαίνεται, να μη ολιγοστεύη, εάν και άλλος πάρη εξ αυτού• διότι
δεν σβύνει αν ανάψη κανείς άλλος. Επομένως είνε φθόνος καθαρός το τοιούτον,
διότι εμποδίζατε να δοθή εις τους έχοντας ανάγκην κάτι το οποίον σεις δεν θα
εστερείσθε και ουδόλως θα εζημιώνεσθε. Και όμως αφού είσθε θεοί έπρεπε να είσθε
αγαθοί και«δοτήρες εάων»{8} και απηλλαγμένοι παντός φθόνου. Άλλως τε και αν
ολόκληρον το πυρ αφήρουν εκ του ουρανού και το εκόμιζα κάτω εις την γην, χωρίς
ν' αφήσω εξ αυτού τίποτε, η ζημία σας δεν θα ήτο μεγάλη.Διότι ουδόλως έχετε
ανάγκην αυτού, καθότι ούτε κρυόνετε, ούτε την αμβροσίαν ψήνετε, ούτε τεχνητόν
φως χρειάζεσθε. Εις τοις ανθρώπους δε είνε απαραίτητον το πυρ και διά τας άλλας
των ανάγκας, αλλά και διά τας θυσίας, διά να διαχύνουν εις τας οδούς την κνίσσαν
των θυμάτων,να θυμιάζουν διά του λιβανωτού και να καίουν τα μηρία επί των
βωμών.Γνωρίζω δε πόσον σας ευχαριστεί ο καπνός των θυσιών και ότι αυτήν την
ευωχίαν νομίζετε ως την νοστιμωτέραν, όταν η κνίσσα φθάνη εις τον ουρανόν
«ελισσομένη περί καπνώ {9}». Επομένως η κατηγορία αύτη είνε όλως εναντία προς
τας διαθέσεις σας. Απορώ δε πώς δεν διατάσσετε και τον ήλιον να παύση να φωτίζη
τους ανθρώπους• διότι και αυτός είνε πυρ, πολύ θαυμαστότερον και φλογερώτερον. Ή
και εκείνον κατηγορείτε ότι ασωτεύει την περιουσίαν σας; Αυτή είνε η απολογία
μου. Σεις δε,Ερμή και Ήφαιστε, εάν νομίζετε ότι είπα τίποτε, το οποίον δεν είνε
ορθόν, ελέγξετε και επανορθώσετέ με, εγώ δε θα απολογηθώ εκ νέου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δεν είνε εύκολον, ω Προμηθεύ, να
συναγωνισθή κανείς προς δικηγόρον τόσον δυνατόν. Αλλά να είσαι ευχαριστημένος
ότι ο Ζευς δεν ήκουσε την απολογίαν σου• διότι αντί ενός δέκα έξ αετούς θα
έστελλε να σου σπαράσσουν τα εντόσθια. Τόσον φοβερόν κατηγορητήριον του έκαμες,
ενώ εφαίνεσο απολογούμενος. Αλλά δεν εννοώ πώς, ενώ είσαι μάντις, δεν προέβλεπες
ότι θα υποστής τοιαύτην τιμωρίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΟΜ. Εγνώριζα, ω Ερμή, και αυτό και ότι πάλιν
θ' απολυθώ γνωρίζω.Εντός ολίγου καιρού θα έλθη κάποιος εκ Θηβών, αδελφός σου, ο
οποίος θα τοξεύση και θα φονεύση τον αετόν, όστις, ως λέγεις, θα έλθη να με
βασανίζη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Εύχομαι να γίνουν όλα αυτά, Προμηθεύ, και
να σ' επανίδω ελεύθερον και συντρώγοντα με ημάς, αλλ' όχι και διανέμοντα τα
κρέατα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΟΜ. Να είσαι βέβαιος ότι θα συμφάγω με σας. Ο
Ζευς θα με λύση εις ανταπόδοσιν εκδουλεύσεως όχι μικράς, την οποίαν θα του
κάμω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ποίαν εκδούλευσιν; Δεν μου την λες, σε
παρακαλώ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΟΜ. Γνωρίζεις, ω Ερμή, την Θέτιν; Αλλά δεν
πρέπει να σου 'πω•πρέπει να φυλάξω το μυστικόν, διά να μου χρησιμεύση ως πληρωμή
και λύτρον διά την καταδίκην μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Φύλαξε το, Τιτάν, αφού αυτό νομίζεις
καλλίτερον. Ημείς δε ας φύγωμεν, Ήφαιστε• διότι πλησιάζει ο αετός. Λοιπόν καλή
υπομονή• και εύχομαι να έλθη ταχέως ο Θηβαίος τοξότης, που είπες, διά να σε σώση
από τους σπαραγμούς του ορνέου.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΝΕΚΡΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">1.&Διογένους και
Πολυδεύκους.&</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Άκουσε, Πολυδεύκη, έχω μίαν παραγγελίαν
να σου κάμω, άμα θα πας επάνω—και νομίζω πως αύριον είνε η σειρά σου να
αναζήσης—αν ίδης πουθενά τον κυνικόν Μένιππον,—δύνασαι δε να τον εύρης εις την
Κόρινθον κατά το Κράνειον {10} ή εις το Λύκειον να περιγελά τους φιλονεικούντας
μεταξύ των φιλοσόφους — να του 'πης, ότι ο Διογένης, ω Μένιππε, σε καλεί, αν
αρκετά εγέλασες με τα εγκόσμια, να έλθης εδώ,όπου έχεις να γελάσης πολύ
περισσότερον. Διότι εκεί μεν ο γέλως είνε ακόμη διστακτικός και πολλή η
αμφιβολία διά τα μετά θάνατον• εδώ όμως δεν θα παύσης να γελάς με όλη σου την
καρδιά, όπως εγώ τώρα και μάλιστα όταν θα βλέπης τους πλουσίους, τους μεγιστάνας
και βασιλείς τόσον ταπεινούς και ευτελείς, ώστε μόνον από το κλάψιμον
διακρίνονται, και πόσον η ανάμνησις του επάνω κόσμου τους αρρωσταίνει και τους
κάνει γελοίους. Αυτά να του 'πης και ακόμη όταν θα έλθη να μη λησμονήση να
γεμίση την σακκούλα του λούμπινα και αν εύρη εις τας τριόδους κανένα δείπνον της
Εκάτης ή αυγόν καθαρισμού ή άλλο τι τοιούτον. {11}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Θα τα είπω όλα αυτά, Διογένη• αλλά διά να
τον γνωρίσω ευκολώτερα, δεν μου λες πώς είνε το εξωτερικόν του;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Είνε γέρων φαλακρός και φορεί ένδυμα
μυριοτρύπητον, το οποίον είνε ανοικτόν εις κάθε άνεμον και έχει όλων των
χρωμάτων τα μπαλώματα. Γελά δε πάντοτε και ως επί το πολύ εμπαίζει τους
φαντασμένους εκείνους φιλοσόφους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Ευκολώτερον θα τον εύρω με αυτά τα
χαρακτηριστικά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Θέλεις να σου παραγγείλω κάτι και διά
τους ιδίους τους φιλοσόφους;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Μάλιστα, διότι ουδέ τούτο θα μου δώση
βάρος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Λοιπόν ειπέ τους εν γένει να παύσουν να
φλυαρούν και περί όλων να φιλονεικούν και να φυτεύουν κέρατα {12} εις αλλήλους
και κροκοδείλους να κατασκευάζουν και με τοιαύτα αλλόκοτα αινίγματα να εξασκούν
τάχα τον νουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Αλλά θα 'πουν ότι εγώ είμαι αμαθής και
ανάξιος διά να κατακρίνω την σοφίαν των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Και συ να τους 'πης εκ μέρους μου να
σκάσουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Θα τα 'πω και αυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Εις τους πλουσίους δε, αγαπητόν
Πολυδεύκιον, να 'πης και τα εξής εκ μέρους μου. Προς τι, ανόητοι, φυλάττετε τον
χρυσόν; Διατί δε βασανίζετε τον εαυτόν σας να λογαριάζετε τους τόκους και να
σωρεύετε τάλαντα επί ταλάντων, ενώ ένας μόνον οβολός θα σας χρειασθή διά να
έλθετε εδώ μετ' ολίγον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Θα τα 'πω και αυτά προς
εκείνους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Αλλά και εις τους ωραίους και δυνατούς να
πης, εις τον Μέγιλλον λ. χ. τον Κορίνθιον και τον Δαμόξενον τον παλαιστήν, ότι
εδώ ούτε τα ξανθά μαλλιά, ούτε τα λαμπρά ή μαύρα μάτια, ή το ερύθημα του
προσώπουυπάρχει πλέον μετά θάνατον, ούτε νεύρα έντονα ή ώμοι δυνατοί, αλλ'όλοι
είμεθα μία και η αυτή σκόνη, ως λέγει και η παροιμία, και κρανία γυμνά, από κάθε
κάλλος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Δεν είνε δύσκολον να 'πω και αυτά εις τους
ωραίους και ισχυρούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Και εις τους πτωχούς, ω Λάκων, — διότι
πολλοί μεταξύ αυτών είνε οι λυπούμενοι διά την τύχην των και καταρώμενοι την
πενίαν — λέγε να μη κλαίουν, ούτε να οδύρωνται και να διηγηθής την ισοτιμίαν η
οποία επικρατεί εδώ και ότι εδώ θα ίδουν τους εκεί πλουσίους κατ' ουδέν
καλλιτέρους από αυτούς. Και εις τους δικούς σου δε τους Λακεδαιμονίους να 'πης,
αν θέλης, εκ μέρους μου και να τους επιπλήξης ότι εχαυνώθησαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Ά, μη λες τίποτε περί των Λακεδαιμονίων,
Διογένη, διότι δεν θα το ανεχθώ. Όσα όμως παρήγγειλες διά τους άλλους θα τα
'πω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Αφού το θέλεις, ας αφήσωμεν τους
Λακεδαιμονίους, αλλά μη παραλείψης να 'πης εις τους άλλους όσα σου
παρήγγειλα.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">2.&Πλούτων ή κατά
Μενίππου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΟΙΣΟΣ. Δεν
υποφέρομεν πλέον, ω Πλούτων, να συγκατοική με ημάς αυτός ο σκυλάνθρωπος• ώστε ή
αυτόν μετάθεσε ή ημείς να μετοικήσωμεν εις άλλο μέρος.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Τι κακόν σας κάνει αφού και αυτός είνε
νεκρός όπως σεις;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡ. Οσάκις ημείς κλαίομεν και στενάζομεν,
ενθυμούμενοι όσα αφήκαμεν επάνω, ο μεν Μίδας αυτός τον χρυσόν, ο δε Σαρδανάπαλος
τας πολλάς απολαύσεις και εγώ τους θησαυρούς, μας περιγελά και μας υβρίζει και
μας αποκαλεί ανδράποδα και καθάρματα, ενίοτε δε και τραγουδεί και ταράσσει την
θλίψιν μας και κατά πάντα τρόπον είνε οχληρός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛ. Τ' είν' αυτά που λέγουν,
Μένιππε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Είνε αληθινά, ω Πλούτων. Τους μισώ αυτούς
διότι είνε χυδαίοι και απαίσιοι. Δεν αρκεί ότι έζησαν κακώς, αλλά και αφού
απέθαναν ακόμη ενθυμούνται και ποθούν τα του κόσμου• ευχαριστούμαι λοιπόν να
τους πειράζω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛ. Δεν πρέπει όμως• διότι δεν εστερήθησαν
μικρά πράγματα και η λύπη των δεν είνε αδικαιολόγητος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Και συ, είσαι ανόητος, ω Πλούτων, και
συμφωνείς με τους στεναγμούς των;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑ. Καθόλου, αλλά δεν θέλω να
ερίζετε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Και όμως, φαυλότατοι Λυδοί και Φρύγες και
Ασσύριοι, μάθετε ότι δεν θα παύσω• διότι όπου και αν θα πάτε θα σας ακολουθήσω
διά να σας πειράζω, να σας ξεκουφαίνω και να σας εμπαίζω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡ. Δεν είνε ύβρεις αυταί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Όχι, ύβρεις είνε εκείνα τα οποία εκάνετε
σεις, αξιούντες να σας προσκυνούν, εξευτελίζοντες ανθρώπους ελευθέρους και
ουδόλως ενθυμούμενοι ότι υπάρχει και θάνατος. Λοιπόν κλαίετε τώρα διότι
εστερήθητε όλα εκείνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡ. Αλλοίμονον, εχάσαμεν πολλά και
μεγάλα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΔ. Πόσον χρυσόν εγώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΑΡΔ. Πόσας δε απολαύσεις εγώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Λαμπρά, έτσι σας θέλω, να οδύρεσθε, εγώ δε
να τραγουδώ και να σας ενθυμίζω αδιακόπως το «γνώθι σαυτόν»• διότι ταιριάζει ως
επωδός εις αυτούς τους κλαυθμούς.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">3.&Μενίππου,
Αμφιλόχου και Τροφωνίου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Σεις, ω Τροφώνιε,
και Αμφίλοχε, ενώ είσθε νεκροί δεν γνωρίζω πώς σας έκτισαν ναούς και θεωρείσθε
μάντεις και οι ανόητοι άνθρωποι σας νομίζουν θεούς.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΑΜΦ. Τι πταίομεν λοιπόν ημείς εάν εκείνοι εξ
ανοησίας έχουν τοιαύτας ιδέας περί νεκρών;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Αλλά δεν θα τας είχαν, εάν σεις όταν εζήτε
δεν εκάνετε αγυρτείας διά να τους πείσετε ότι προβλέπετε τα μέλλοντα και ότι
δύνασθε να τα'πήτε -εις τους ερωτώντας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΟΦ. Ο Αμφίλοχος απ' εδώ, ω Μένιππε, ας σου
απαντήση εις αυτά, εγώ δε είμαι ήρως και δίδω χρησμούς εις εκείνους οι οποίοι
κατεβαίνουν εις το σπήλαιόν μου. Φαίνεται ότι δεν επήγες ποτέ εις την
Λεβαδείαν,άλλως δεν θα εδυσπίστεις προς τα λεγόμενα παρ' εμού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Τι λες; Εάν δεν επήγα εις την Λεβαδείαν
και τυλιγμένος εις σινδόνια κατά τρόπον γελοίον, κρατών δε εις τα χέρια
προσφοράν δεν εισήλθα διά του χαμηλού στομίου εις το σπήλαιον, δεν θα μου ήτο
δυνατόν να γνωρίζω ότι είσαι νεκρός καθώς ημείς και μόνον κατά την αγυρτείαν
διαφέρεις; Αλλά σε εξορκίζω εις την μαντικήν σου, δεν μου λες τι είνε ήρως;
διότι δεν το ξέρω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΟΦ. Κάτι σύνθετον εξ ανθρώπου και
θεού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Το οποίον ούτε άνθρωπος είνε, ως λέγεις,
ούτε θεός και είνε και τα δύο; Τώρα δε τι απέγεινε το θείον σου
ήμισυ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΡΟΦ. Ευρίσκεται εις την Βοιωτίαν, ω Μένιππε,
και δίδει χρησμούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Αυτό το οποίον λέγεις, ω Τροφώνιε, δεν το
ξέρω• αλλ' εκείνο που βλέπω καθαρά είναι ότι είσαι καθ' ολοκληρίαν
νεκρός.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">4.&Ερμού και
Χάρωνος.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Έλα να
λογαριάσωμεν, αν θέλης, ω πορθμεύ, πόσα μου χρεωστείς έως τώρα, διά να μη έχωμεν
πάλιν φιλονεικίας δι' αυτά.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Ας λογαριασθούμεν, ω Ερμή. Αυτό είνε το
καλλίτερον και διά την ησυχίαν μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μου παρήγγειλες και σου έφερα μίαν άγκυραν
πέντε δραχμών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Πολλά λες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μα τον Πλούτωνα, πέντε δραχμάς την
ηγόρασα, και ένα σπάγγον διά τους σκαρμούς δύο οβολών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Λοιπόν, βάλε πέντε δραχμάς και δύο
οβολούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Και μίαν σακκορράφαν διά το πανί• επλήρωσα
πέντε οβολούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Πρόσθεσε και αυτούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Σου έφερα επίσης κερί διά να φράξης του
πλοιαρίου τα ανοίγματα,προσέτι δε καρφιά και σχοινί με το οποίον έκαμες την
υπέραν• όλα δύο δραχμάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Και αυτά εις καλήν τιμήν τα
ηγόρασες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αυτά είνε, εκτός αν ελησμονήσαμεν τίποτε.
Πότε λοιπόν λες να μου τα πληρώσης αυτά;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Τώρα, ω Ερμή, είνε αδύνατον• αν δε κανένα
θανατικόν ή πόλεμος μας στείλη κάτω πολλούς, θα γείνη τρόπος να κερδίσω, διότι
θα δύναμαι να τους γελώ εις τον λογαριασμόν των πορθμείων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Λοιπόν εγώ διά να πάρω όσα έχω να λαμβάνω
πρέπει να εύχωμαι να συμβούν συμφοραί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, ω Ερμή. Τώρα δε
όπως βλέπεις μας έρχονται ολίγοι, διότι εις τον κόσμον είνε ειρήνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Προτιμότερον αυτό, αν έτσι αναβάλλεται η
εξόφλησις. Αλλ'ενθυμείσαι, ω Χάρων, πώς ήσαν οι παλαιοί οι οποίοι μας ήρχοντο
εδώ;Όλοι ανδρείοι, καταιματωμένοι και πληγωμένοι οι περισσότεροι; Τώρα δε όποιος
έρχεται ή υπό του τέκνου του εδηλητηριάσθη ή υπό της γυναικός του ή έχει
πρισμένην την κοιλιάν και τα σκέλη εκ της πολυφαγίας, όλοι δε είνε ωχροί και
άθλιοι, ουδόλως ομοιάζοντες προς εκείνους• και οι πλείστοι εξ αυτών φαίνεται ότι
έρχονται εξ αιτίας επιβουλών διά χρήματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Ναι, είνε περιπόθητον το χρήμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Λοιπόν δεν μου φαίνεται ότι και εγώ έχω
άδικον να σου ζητώ όσα μου οφείλεις.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">5.&Πλούτωνος και
Ερμού.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Γνωρίζεις τον
γέροντα, τον πολύ γέροντα, τον πλούσιον Ευκράτην, ο οποίος δεν έχει μεν παιδιά,
αλλ' έχει πεντακισμυρίους κόλακας που θέλουν να τον κληρονομήσουν;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ναι, λέγεις τον Σικυώνιον. Λοιπόν
τι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Αυτόν μεν, ω Ερμή, άφησε να ζήση και
μετά τα ενενήντα έτη, τα οποία έζησε και να του χαρίσης άλλα τόσα, και αν
δυνατόν ακόμη περισσότερα• τους δε κόλακάς του, τον νέον Χαρίνον και τον Δάμονα
και τους άλλους όλους φέρε τους εδώ κάτω το ταχύτερον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αυτό θα φανή άτοπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Εξ εναντίας δικαιότατον• διότι διατί
αυτοί εύχονται ν' αποθάνη εκείνος και διατί θέλουν να πάρουν τα χρήματά του,
χωρίς να έχουν καμμίαν συγγένειαν προς αυτόν; Και το αισχρότερον είνε ότι, ενώ
επιθυμούν τον θάνατόν του, εις το φανερόν τον περιποιούνται, και όταν ασθενή, οι
σκοποί των είνε φανεροί εις όλους και όμως υπόσχονται να προσφέρουν θυσίας εις
τους θεούς διά την ανάρρωσίν του και παντοιοτρόπως τον κολακεύουν. Δι' αυτά
αυτός μεν ας μένη εις την ζωήν, αυτοί δε ας προαποθάνουν και ας μείνουν με το
στόμα ανοικτόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Το αξίζουν να πάθουν αυτό το παιγνίδι διά
την πανουργίαν των.Αλλά και εκείνος δεν τους εμπαίζει ολιγώτερον• τους τρέφει με
ελπίδας και ενώ φαίνεται ετοιμοθάνατος αντέχει περισσότερον από τους νέους.Αυτοί
δε τώρα έχουν διαιρέσει μεταξύ των την περιουσίαν του και πλουτούν με την
φαντασίαν των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Λοιπόν αυτός μεν ας αποβάλη το γήρας
και, καθώς ο Ιόλεως {13}ας επανέλθη εις την νεότητα. Αυτοί δε ας αφήσουν τας
ελπίδας και τον ονειροποληθέντα πλούτον και ας έλθουν εδώ διά να τιμωρηθούν
επαξίως της κακίας των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μη σε μέλει, ω Πλούτων• θα τους φέρω τον
ένα μετά τον άλλον•είνε δε νομίζω επτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Φέρε τους, ο δε Ευκράτης ας τους θάψη
όλους και από γέρος ας γείνη πάλιν έφηβος.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">6.&Τερψίωνος και
Πλούτωνος.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΤΕΡΨ. Είνε δίκαιον
αυτό, Πλούτων, ν' αποθάνω εγώ εις ηλικίαν τριάκοντα ετών, ο δε γέρων Θούκριτος
να ζη ακόμη, ενώ έχει περάσει τα ενεννήντα;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Δικαιότατον, ω Τερψίων, αφού αυτός μεν
ζη χωρίς να εύχεται ν'αποθάνη κανείς εκ των φίλων του, συ δε καθ' όλον τον
καιρόν επεβουλεύεσο την ζωήν του, περιμένων να τον κληρονομήσης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΕΡΨ. Και δεν έπρεπε αυτός, ο οποίος είνε γέρων
και δεν δύναται πλέον ν'απολαύση τον πλούτον, να φύγη εκ της ζωής και να
παραχωρήση την περιουσίαν του εις τους νέους;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Νέους νόμους θέλεις να εισαγάγης,
Τερψίων, ώστε ο μη δυνάμενος να μεταχειρισθή τον πλούτον προς τέρψιν ν'
αποθνήσκη• αλλ' η Μοίρα και η φύσις άλλως ώρισαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΕΡΨ. Λοιπόν, αυτήν την τάξιν κατακρίνω• έπρεπε
να γίνονται τα πράγματα ούτω πως, ώστε ο γεροντότερος ν' αποθνήσκη προτήτερα και
μετ' αυτόν ο κατόπιν ερχόμενος κατά την ηλικίαν• να μη γίνεται δε καμμία
παράβασις αυτού του κανόνος, και να ζη μεν ο υπέργηρως, ο οποίος έχει τρία
δόντια ακόμη, μόλις βλέπει, στηρίζεται επί τεσσάρων υπηρετών διά να βαδίζη και
τρέχει η μύτη του, είνε δε τσιμπλιασμένα τα μάτια του και δεν έχει πλέον καμμίαν
απόλαυσιν, οι δε νέοι τον εμπαίζουν ως ζωντανόν τάφον, και ν' αποθνήσκουν προ
αυτού οι ωραιότεροι και ευρωστότεροι νέοι. Αυτό είνε άνω ποταμών. Τουλάχιστον
έπρεπε να γνωρίζωμεν πότε θ' αποθάνη έκαστος γέρων, διά να μη περιποιούμεθα
μερικούς εξ αυτών εις μάτην. Τώρα δε συμβαίνει το λεγόμενον υπό της παροιμίας,
ότι η βωδάμαξα πολλάκις σύρει τα βώδια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Όπως γίνονται τα πράγματα είνε
λογικώτερα παρά όπως τα θέλεις συ. Διατί επιδιώκετε τα ανήκοντα εις τους άλλους
και διά κολακειών προσπαθείτε να καταφέρετε τους ατέκνους γέροντας να σας
υιοθετούν;Ούτω γίνεσθε γελοίοι αποθνήσκοντες προτήτερα από εκείνους και ο κόσμος
διασκεδάζει διά λογαριασμόν σας• διότι όσον σεις εύχεσθε ν'αποθάνουν εκείνοι,
τόσον ευχαριστούνται οι άλλοι όταν προαποθαίνετε.Είνε νέα τέχνη αυτή την οποίαν
σεις επενοήσατε, ν' αγαπάτε τας γραίας και τους γέροντας, όταν είνε άτεκνοι, ν'
αδιαφορήτε δε δι' αυτούς, αν έχουν τέκνα. Ούτω δε πολλοί εκ των γερόντων,
εννοούντες τους σκοπούς σας και αν τύχη να έχουν τέκνα, προσποιούνται ότι τα
μισούν, διά να έχουν και αυτοί την αγάπην σας. Έπειτα δε εις τας διαθήκας
των,αποκλείονται μεν οι φίλοι, επικρατούν δε τα τέκνα και η φύσις, όπως είνε
δίκαιον, οι δε κόλακες βλέποντες ότι εγελάσθηκαν, τρίζουν από πείσμα τα
δόντια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΕΡΨ. Αυτά είνε αληθινά. Πόσα μου έφαγεν εμένα
ο Θούκριτος, που εφαίνετο ότι από στιγμής εις στιγμήν θ' αποθάνη ! Οσάκις
εισηρχόμην να τον ιδώ εστέναζε και εξέπεμπε κάτι τι βαθύ από το στήθος του, ως
νεοσσός ατελής, ο οποίος μικροκράζει μέσα από το αυγό του. Ούτω δε εγώ νομίζων
ότι μετ' ολίγον θ' αναβή επάνω εις το φέρετρον, του έστελνα πολλά δώρα, διά να
συναγωνίζωμαι προς τους αντεραστάς κατά την μεγαλοδωρίαν, και πολλάκις
αγρυπνούσα, σκεπτόμενος και υπολογίζων και τακτοποιών τα της κληρονομίας. Αύται
αι αγρυπνίαι και αι φροντίδες έγειναν και του θανάτου μου αφορμή• ο δε γέρων
αφού μου κατέπιε τόσον δόλωμα, παρέστη εις την κηδείαν μου και εγέλα διά το
πάθημα μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Εύγε Θούκριτε, και να ζήσης πολύ ακόμη
διά να εμπαίζης τους τοιούτους• να μη αποθάνης δε πριν ή συνοδεύσης τας κηδείας
όλων των κολάκων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΕΡΨ. Τώρα και εγώ θα ευχαριστηθώ πολύ, ω
Πλούτων, εάν ο Χαροιάδης αποθάνη προ του Θουκρίτου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Να είσαι βέβαιος, Τερψίων, ότι και ο
Φείδων και ο Μέλανθος και όλοι οι άλλοι θα έλθουν εδώ προ αυτού, αποστελλόμενοι
υπό των ιδίων φροντίδων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΕΡΨ. Τα επιδοκιμάζω αυτά ολοψύχως. Σου εύχομαι
να ζήσης πολύ, πάρα πολύ, Θούκριτε.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">7.&Ζηνοφάντου και
Καλλιδημίδου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΖΗΝ. Συ δε,
Καλλιδημίδη, πώς απέθανες; Εγώ ήμουν παράσιτος του Δεινίου και επνίγηκα διότι
έφαγα πάρα πολύ• τα ξέρεις, διότι ήσουν εκεί όταν απέθανα.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΚΑΛ. Ναι, Ζηνόφαντε. Ο δικός μου θάνατος συνέβη
κατά τρόπον παράδοξον. Μήπως και συ έτυχε να γνώρισες τον γέροντα
Πτοιόδωρον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΗΝ. Τον άκληρον και πλούσιον, με τον οποίον
είχες πολλάς σχέσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΑΛ. Τον επεριποιούμην τακτικά, αυτός δε μου
υπέσχετο ότι όταν μετ'ολίγον θ' απέθνησκε θα με άφινε κληρονόμον. Αλλ' επειδή το
πράγμα ετράβα εις μάκρος και ο γέρων έζη περισσότερον από τον Τιθωνόν,ευρήκα ένα
σύντομον δρόμον διά να φθάσω εις την κληρονομίαν•επρομηθεύθηκα δηλητήριον και
έπεισα τον οινοχόον, μόλις ζητήση ο Πτοιόδωρος να πιή — πίνει δε αρκετά και
άκρατον— να ρίψη εις το ποτήρι το φάρμακον, το οποίον να έχη ήδη έτοιμον• και
εις αμοιβήν του υπεσχέθην με όρκον να του δώσω την ελευθερίαν του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΗΝ. Τι λοιπόν έγινε; Διότι μαντεύω ότι συνέβη
κάτι πολύ παράδοξον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΑΛ. Αφού λοιπόν ελούσθημεν και εκαθήσαμεν εις
το τραπέζι, ο υπηρέτης ο οποίος είχεν ήδη έτοιμα δύο ποτήρια έδωκε το μεν ένα το
οποίον περιείχε το δηλητήριον εις τον Πτοιόδωρον, το δε άλλο εις εμέ. Αλλά δεν
γνωρίζω πώς έγεινε το λάθος και εγώ μεν επήρα εκείνο το οποίον περιείχε το
δηλητήριον, ο δε Πτοιόδωρος εκείνο το οποίον δεν είχε.Και ο μεν Πτοιόδωρος ήπιε
χωρίς να πάθη τίποτε εγώ δε αμέσως έπεσα κάτω νεκρός αντί εκείνου. Πώς, γελάς,
Ζηνόφαντε; Δεν κάνεις καλά να γελάς διά το δυστύχημα του φίλου σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΗΝ. Τι να κάνω, Καλλιδημίδη; Αυτά που έπαθες
είνε αστεία. Ο δε γέρων τι έκαμε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΑΛ. Κατ' αρχάς εταράχθη ολίγον διά το
αιφνίδιον, έπειτα όμως εννοήσας, υποθέτω, τι συνέβη, εγέλα και αυτός διά το
λάθος του οινοχόου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΖΗΝ. Αλλά δεν έπρεπε να πάρης το παράστρατον•
από τον κανονικόν δρόμον θα ήρχετο ασφαλέστερον η κληρονομιά αν και ολίγον
αργότερα.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">8.&Κνήμωνος και
Δαμνίππου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΚΝΗΜ. Μου συνέβη
εκείνο που λέγει η παροιμία• έπεσα, στο λάκκο που έσκαψα.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜΝ. Διατί αγανακτείς, Κνήμων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΝΗΜ. Είνε να μην αγανακτώ; Αφήκα κληρονόμον
χωρίς να τον θέλω και παρέλειψα εκείνους εις τους οποίους ήθελα ν' αφήσω την
περιουσίαν μου, απατηθείς κατά τρόπον ελεεινόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜΝ. Και πώς συνέβη αυτό;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΝΗΜ. Επεριποιούμην τον Ερμόλαον τον πολύ
πλούσιον ελπίζων εις τον θάνατόν του• και αυτός δεν εδέχετο δυσαρέστως τας
περιποιήσεις μου.Ενόμισα δε ότι θα ήτο έξυπνον και συντελεστικόν εις τον σκοπόν
μου να κάμω φανεράν διαθήκην με την οποίαν να τον ανακηρύττω κληρονόμον μου,διά
να τον φιλοτιμήσω να κάμη και αυτός το ίδιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜΝ. Εκείνος δε τι έκαμε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΝΗΜ. Αυτός τι διαθήκην έκαμε δεν γνωρίζω• εγώ
όμως απέθανα έξαφνα,διότι έπεσεν η στέγη επάνω μου, και τώρα ο Ερμόλαος έχει τα
υπάρχοντά μου, σαν λαβράκι, το οποίον μαζύ με το δόλωμα εκατάπιε και το
αγκίστρι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜΝ. Και όχι μόνον το αγκίστρι, αλλά και σε
τον ψαρράν• ώστε πραγματικώς έπεσες εις τον λάκκον που έσκαψες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΝΗΜ. Δεν το είπα; Γι' αυτό κλαίω και
οδύρομαι.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">9.&Σιμύλου και
Πολυστράτου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Επί τέλους
έρχεσαι και συ, Πολύστρατε, εδώ κάτω αφού έζησες σχεδόν εκατό χρόνια;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Ενεννήντα οκτώ, Σιμύλε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Και πώς επέρασες τα τριάντα τα οποία
έζησες κατόπιν από εμέ;Διότι θα ήσουν εβδομήντα περίπου ετών όταν εγώ
απέθανα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Λαμπρά, όσον παράδοξον και αν σου φαίνεται
τούτο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Βέβαια παράδοξον μου φαίνεται ένας γέρων
ασθενής και άτεκνος προσέτι να μπορέση να ζήση ευχάριστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Εν πρώτοις έκανα ό,τι ήθελα• είχα δε εις
την διάθεσίν μου πολλούς ωραίους παίδας και γυναίκας χαριτωμένας και αρώματα και
οίνον ανθοσμίαν και τα τραπέζια μου ήσαν πλουσιώτερα από τα Σικελικά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Αυτά μου φαίνονται παράδοξα, διότι σε
εγνώριζα πολύ φειδωλόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Θα μ' εννοήσης, φίλε μου, άμα σου πω ότι
οι άλλοι επλήρωναν. Από το πρωί άρχιζαν να κτυπούν την πόρτα μου οι
ενδιαφερόμενοι δι' εμέ•έπειτα δε κατέφθαναν διάφορα δώρα προερχόμενα απ' όλα τα
μέρη της γης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Μήπως εχρημάτισες τύραννος μετά τον
θάνατον μου, Πολύστρατε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Όχι, αλλ' είχα πολυαρίθμους
εραστάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Με κάνεις να γελώ• εραστάς εις την ηλικίαν
σου, που έχεις ακόμη μόνον τέσσαρα δόντια;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Μα τον Δία είχα τους αρίστους της πόλεως.
Μολονότι είμαι γέρων και φαλακρός, ως βλέπεις, και έχω τσιμπλιασμένα τα μάτια
και η μύτη μου τρέχει, ετρελλαίνοντο να με περιποιούνται και ήτο ευτυχής εκείνος
εξ αυτών, τον οποίον και μόνον ητένιζα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Μήπως και συ έκαμες εις κανένα εκδούλευσιν
ομοίαν προς εκείνην που έκαμε ο Φάων προς την Αφροδίτην όταν εκ Χίου την επέρασε
εις την απέναντι παραλίαν και εις αμοιβήν τον έκαμε εκ νέου νέον, ωραίον και
αξιέραστον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Όχι, αλλ' όπως είμαι ήμουν
περιπόθητος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Αυτά είνε ακατανόητα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Και όμως είνε γνωστός αυτός ο έρως προς
τους πλουσίους και ατέκνους γέροντας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Α! τώρα εννοώ ότι το κάλλος σου, θαυμάσιε
Πολύστρατε, προήρχετο από την χρυσήν Αφροδίτην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Λοιπόν, Σιμύλε, δεν απήλαυσα ολίγα από
τους εραστάς, οι οποίοι σχεδόν μ' επροσκυνούσαν• έκανα δε και νάζια πολλάκις και
απέπεμπα μερικούς εξ αυτών ενίοτε, αυτοί δε συνηγωνίζοντο και προσπαθούσαν ποίος
να υπερβή τον άλλον εις τας προς εμέ περιποιήσεις των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Επί τέλους δε πώς διέθεσες την περιουσίαν
σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Εις μεν το φανερόν έλεγα εις έκαστον εξ
αυτών ότι θα τον αφήσω κληρονόμον μου, αυτός δε επίστευε και εγίνετο
κολακευτικώτερος, αλλ'εις την αληθινήν μου διαθήκην έλεγα εις όλους ότι τους έχω
γραμμένους εκεί που ξέρεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Και εις την αληθινήν σου διαθήκην ποίον
αφήκες κληρονόμον ή μήπως κανένα συγγενή σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Ά μπα ! κληρονόμον μου έκαμα ένα νεαρόν
δούλον τον οποίον είχα προσφάτως αγοράσει, ένα ωραίον Φρύγα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Πόσον ετών, Πολύστρατε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Είκοσι περίπου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Εννοώ τίνος είδους υπηρεσίας σου παρείχεν
αυτός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΟΛ. Άξιζε περισσότερον από αυτούς να
κληρονομήση αν και ήτο βάρβαρος και διεφθαρμένος. Τώρα και οι επιφανέστεροι των
συμπολιτών τον περιποιούνται και τον έχουν φίλον. Εκείνος λοιπόν μ' εκληρονόμησε
και τώρα συγκαταλέγεται μεταξύ των ευγενών, ξυρίζει το πρόσωπον και βαρβαρίζει
εις την γλώσσαν, αλλά θεωρείται ευγενέστερος του Κόδρου,ωραιότερος του Νιρέως
και συνετώτερος του Οδυσσέως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΙΜ. Αδιάφορον• ας γείνη και αρχιστράτηγος της
Ελλάδος, εάν θέλη,αρκεί ότι εκείνοι οι άλλοι δεν εκληρονόμησαν.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">10.&Χάρωνος, Ερμού
και νεκρών διαφόρων.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Ακούσετε πώς είνε
η κατάστασίς μας. Το πλοιάριον είνε μικρόν, ως βλέπετε, και σαθρωμένον ολίγον
και κάνει από παντού νερά και με την παραμικράν κλίσιν προς τα πλάγια ημπορεί να
ανατραπή και να βυθισθή,σεις δε ήλθετε τόσοι πολλοί συγχρόνως και έχετε μαζή σας
τόσα πράγματα? αν λοιπόν εμβήτε με αυτά φοβούμαι μήπως μετανοήσετε και μάλιστα
όσοι δεν γνωρίζετε να κολυμβάτε.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Πώς να κάμωμεν λοιπόν διά να ταξειδεύσωμεν
με ασφάλειαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Θα σας 'πω• πρέπει να εισέλθετε εις το
πλοίον γυμνοί και να αφήσετε όλα αυτά τα περιττά εις την ακτήν, διότι και έτσι
μόλις θα σας χωρέση το πλοιάριον. Συ δε, Ερμή, πρόσεξε, να μη δεχθής πλέον
κανένα εξ αυτών που να μη είνε γυμνός και να μη έχη αφήση τα πράγματά του, καθώς
είπα. Να σταθής εις την αποβάθραν, να τους εξετάζης ένα ένα και να τους
παραλαμβάνης αφού τους αναγκάζεις να εισέρχωνται γυμνοί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Καλά λέγεις και αυτό θα πράξω. —Συ ο
πρώτος ποίος είσαι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Είμαι ο Μένιππος εγώ. Ιδού η σακκούλα μου,
ω Ερμή, και η βακτηρία ερρίφθησαν εις την λίμνην• την κάπα μου ούτε καν την
έφερα και έκαμα καλά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Πέρνα, Μένιππε, λαμπρέ άνθρωπε, και έχε
την πρώτην θέσιν πλησίον του πλοιάρχου, εις το υψηλότερον μέρος του πλοίου διά
να βλέπης όλους τους συμπλωτήρας. Αυτός δε ο ωμορφονιός ποίος είνε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Χαρμόλεως από τα Μέγαρα, ο αξιέραστος, ο
οποίος διά κάθε φίλημα ελάμβανε δύο τάλαντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Εκδύσου λοιπόν το κάλλος και τα χείλη μαζύ
με τα φιλήματα και την κόμην την πυκνήν και το ερύθημα των παρειών και ολόκληρον
το δέρμα. Καλά είσαι τώρα• είσαι ελαφρός και δύνασαι να εισέλθης. Αυτός δε εδώ
που φορεί την πορφύραν και το διάδημα και έχει το βλέμμα άγριον ποίος
είνε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΑΜΠ. Λάμπιχος, ο τύραννος των
Γελώων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Διατί λοιπόν, Λάμπιχε, ήλθες με τόσας
αποσκευάς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΑΜΠ. Τι, έπρεπε να έλθω γυμνός, ω Ερμή, εγώ
ένας βασιλεύς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Βασιλεύς πλέον δεν είσαι, αλλά νεκρός•
ώστε να ταφήσης αυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΑΜΠ. Ιδού, απέρριψα τον πλούτον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Και την αλαζονείαν ν' απορρίψης, Λάμπιχε,
και την υπεροψίαν διότι θα δώσουν βάρος εις το πλοιάριον και τα δύο
μαζή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΑΜΠ. Τουλάχιστον να μου επιτρέψης να έχω το
διάδημα και τον μανδύαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Όχι, αλλά και αυτά να ταφήσης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΑΜΠ. Καλά, τι άλλο; Διότι όλα τα αφήκα, ως
βλέπεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Και την σκληρότητα και την μωρίαν και το
θράσος και την οργήν,και αυτά να ταφήσης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΛΑΜΠ. Ιδού είμαι γυμνός κατά το θέλημά
σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Πήγαινε τώρα μέσα. Συ δε ο παχύς με τας
πολλάς σάρκας ποίος είσαι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Δαμασίας ο αθλητής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ναι, φαίνεσαι• σε αναγνωρίζω, διότι σε
είδα πολλάκις εις τας παλαίστρας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Μάλιστα, ω Ερμή. Αλλά δέξου με αφού είμαι
γυμνός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δεν είσαι γυμνός, φίλε μου, αφού φορείς
τόσα κρέατα. Λοιπόν να ταποβάλης, διότι μόνον το έν σου πόδι εάν πατήσης εις το
πλοίον θα το βυθίσης. Αλλά και τους στεφάνους τούτους να ρίψης και τα
κηρύγματα{14}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΑΜ. Ιδού, είμαι γυμνός, ως βλέπεις,
πραγματικώς και ισοβαρής με τους άλλους νεκρούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Έτσι ελαφρός είσαι όπως πρέπει, ώστε
έμβαινε. Και συ, Κράτων,άφησε τον πλούτον και την χαύνωσιν και την τρυφηλότητα•
και μη φέρης μαζύ σου τα πολυτελή σου σάβανα, ούτε των προγόνων σου τα
αξιώματα,εγκατάλειψε δε και την ευγένειαν και την δόξαν σου και τους τίτλους
τους οποίους σου απένειμε ποτέ η πόλις και τας επιγραφάς των ανδριάντων σου και
να μη ενθυμήσαι ότι σου κατεσκεύασαν μέγαν τάφον•διότι και αυτά ακόμη βαρύνουν
αν τα ενθυμήσαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Θα τα απορρίψω αν και ακουσίως• διότι τι
δύναμαι να κάμω;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μπα! μπα! Συ δε ο ωπλισμένος τι θέλεις;
Και διατί φέρεις αυτό το τρόπαιον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Διότι ενίκησα, ω Ερμή, και
ηνδραγάθησα και η πόλις με ετίμησε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Άφησε το εδώ το τρόπαιον διότι εις τον
Άδην επικρατεί ειρήνη και δεν υπάρχει ανάγκη όπλων. Αυτός δε ο σοβαρός το ήθος
και αγέρωχος, ο έχων τα φρύδια σηκωμένα, ο οποίος φαίνεται βυθισμένος εις
σκέψεις και έχει δάσος από γένεια;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝΙΠ. Είνε κάποιος φιλόσοφος, ω Ερμή, ή μάλλον
αγύρτης και γεμάτος από ψεύδη, ώστε γδύσε τον και αυτόν και θα 'δης πολλά και
γελοία κρυπτόμενα κάτω από το ένδυμά του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Απόβαλε πρώτον την σοβαρότητα του ήθους
και έπειτα όλα τα άλλα.ω Ζευ, πόσην αλαζονείαν φέρει μαζύ του, πόσην δε αμάθειαν
και φιλονεικίαν και ματαιοδοξίαν και ερωτήσεις αινιγματώδεις και λόγους
σκοτεινούς και εννοίας πολυπλόκους• αλλά και ματαιοπονίαν πάρα πολλήν και όχι
ολίγην κενολογίαν και φλυαρίαν και μικρολογίαν, βλέπω δε να έχη και χρυσόν και
ηδυπάθειαν και αναισχυντίαν και οργήν και τρυφηλότητα• τα βλέπω αυτά αν και με
ιδιαιτέραν φροντίδα τα κρύπτεις.Άφησε δε και το ψεύδος και την έπαρσιν και την
ιδέαν ότι είσαι καλλίτερος των άλλων διότι αν εισέλθης με όλα αυτά ποίον πλοίον
με πενήντα κουπιά δύναται να σε χωρέση;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ. Τα αφίνω λοιπόν αυτά, αφού ούτω
διατάσσεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Αλλά και τα γένεια αυτά ν' αφήση, ω Ερμή,
διότι είνε πυκνά και βαρειά, ως βλέπεις. Έχουν τουλάχιστον πέντε μνων
τρίχας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Καλά λέγεις- άφησε και αυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Και ποιος θα μου τα κουρεύση;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ο Μένιππος απ' εδώ ας πάρη ένα πέλεκυν
ναυπηγικόν και αφού στηρίξη το πηγούνι του επί της αποβάθρας ας του τα
κόψη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Όχι, ω Ερμή, αλλά πριόνι δόσε μου• διότι
αυτό θα είνε αστειότερον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ο πέλεκυς θα είνε αρκετός. Λαμπρά, τώρα
είσαι ανθρωπινώτερος,αφού απέβαλες αυτήν την τραγίσιαν βρώμαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Θέλεις να του κόψω ολίγον και από τα
φρύδια;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Μάλιστα, διότι δεν γνωρίζω πώς κατορθώνει
να τα σηκώνη υψηλότερα από το μέτωπον. Μπα! κλαίεις, κάθαρμα, και φοβείσαι τον
θάνατον; Έλα,έλα, πήγαινε μέσα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Κάτι τι ακόμη το βαρύτερον απ' όλα κρύπτει
υπό την μασχάλην του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Τι, ω Μένιππε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Την κολακείαν, ω Ερμή, η οποία πολύ του
εχρησίμευσε εις την ζωήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Λοιπόν και συ, ω Μένιππε, άφησε την
ελευθερίαν, την ελευθεροστομίαν, την αναισθησίαν προς την λύπην και το θάρρος
και τον γέλωτα• διότι συ μόνος εξ όλων γελάς εδώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Όχι. Αλλά κράτησέ τα αυτά• διότι -είνε
ελαφρά -και πολύ ευκολοσήκωτα και χρήσιμα εις το ταξείδι. Και συ δε, ρήτωρ,
άφησε την τόσην απεραντολογίαν και την πληθώραν των λόγων, τας αντιθέσεις και
τας παρομοιώσεις, τας στρογγυλάς περιόδους και τους βαρβαρισμούς και τα άλλα
βάρη των λόγων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΡΗΤ. Ιδού, τα αφίνω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Καλά. Ώστε τώρα λύσε τα σχοινιά, ας
τραβήξωμεν την σκάλαν, ας ανελκυσθή η άγκυρα, τέντωσε το πανί και κανόνισε το
τιμόνι• και τώρα καλό ταξείδι. Αλλά τι έχετε και κλαίετε, ανόητοι, και μάλιστα
συ ο φιλόσοφος, του οποίου προ ολίγου εκλαδέψαμεν τα γένεια;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Διότι, ω Ερμή, ενόμιζα ότι η ψυχή ήτο
αθάνατος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ψεύδεται• δι' άλλα πράγματα
λυπείται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ποία;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ότι δεν θα καθήση πλέον εις πολυτελή
γεύματα, ούτε θα εξέρχεται την νύκτα κρυφά και σκεπάζων την κεφαλήν με το ένδυμά
του θα περιέρχεται τα χαμαιτυπεία, την δε ημέραν θα εξαπατά τους νέους με την
δήθεν σοφίαν του και θα τους φορολογή• δι' αυτά λυπείται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Και συ, Μένιππε, δεν λυπείσαι διότι
απέθανες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Πώς; Εγώ έτρεξα εις τον θάνατον χωρίς
κανείς να με καλέση {15}Αλλ' ενώ ομιλούμεν, δεν σας φαίνεται ότι έρχεται μία βοή
ως να φωνάζουν άνθρωποι από την γην;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ναι, ω Μένιππε, και δεν έρχεται μόνον από
ένα μέρος αυτός ο θόρυβος• αλλ' άλλοι μεν συνήλθον εις την συνέλευσιν του λαού
χαρούμενοι και γελούν διά τον θάνατον του Λαμπίχου, ενώ αι γυναίκες συνέλαβον
την γυναίκα του και τα μικρά του τέκνα λιθοβολούνται υπό των παιδίων. Αλλού
χειροκροτούν τον Ρήτορα Διόφαντον ο οποίος εξεφώνησεν εις την Σικυώνα τον
επιτάφιον αυτού του Κράτωνος. Αλλ'ακούω, μα τον Δία, και την μητέρα του
Δαμασίου, η οποία κλαίει και μοιρολογεί με άλλας γυναίκας τον Δαμασίαν, Μόνον
σε, ω Μένιππε, δεν κλαίει κανείς, αλλά σε αφίνουν μόνον και ήσυχον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Όχι δα• μετ' ολίγον θ' ακούσης τα σκυλιά
να κλαίουν συγκινητικώτατα δι' εμέ και τα κοράκια να κτυπούν τα πτερά των, όταν
θα συναχθούν να με θάψουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Είσαι γενναίος, Μένιππε. Αλλ' επειδή
εφθάσαμεν, σεις μεν πηγαίνετε εις το δικαστήριον, ακολουθούντες αυτόν τον ίσιον
δρόμον,εγώ δε και ο Χάρων θα επιστρέψωμεν να φέρωμεν άλλους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Καλό ταξείδι, ω Ερμή• ας προχωρήσωμεν δε
και ημείς. Αλλά διατί διστάζετε και βραδύνετε; Ν' αποφύγωμεν την δίκην δεν είνε
δυνατόν,λέγουν δε ότι αι καταδίκαι είνε βαρείαι, τροχοί και λίθοι βαρείς και
γύπες• θ' αποκαλυφθή δε καθενός η ζωή λεπτομερώς.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">11.&Κράτητος και
Διογένους.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Εγνώριζες,
Διογένη, τον Μοίριχον τον πλούσιον, τον πολύ πλούσιον, από την Κόρινθον, ο
οποίος είχε τα πολλά πλοία και του οποίου ανεψιός ήτο ο Αριστέας, πλούσιος και
αυτός; ο οποίος συνήθιζε να λέγη το του Ομήρου:</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ή μ' ανάειρ' ή εγώ σε {16}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Διατί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Επεριποιούντο ο είς τον άλλον χάριν της
κληρονομίας, διότι ήσαν ομήλικοι και τας διαθήκας των συνέταξαν φανερά• και ο
μεν Μοίριχος άφινε τον Αριστέα κληρονόμον, εάν θ' απέθνησκε προ αυτού, τον
Μοίριχον δε ο Αριστέας, εάν αυτός ανεχώρει προτήτερα. Αυτά έγραφαν και
συνηγωνίζοντο εις τας κολακείας και τας περιποιήσεις. Οι δε μάντεις, και εκείνοι
οι οποίοι από την κίνησιν των άστρων συμπεραίνουν το μέλλον και εκείνοι οίτινες
το εξηγούν από τα όνειρα,όπως οι Χαλδαίοι, αλλά και αυτός ο Πύθιος Απόλλων οτέ
μεν εις τον Αριστέα προέλεγον ότι θα επιζήση, οτέ δε εις τον Μοίριχον, και τα
τάλαντα άλλοτε μεν έγερναν προς το μέρος του ενός, άλλοτε δε προς το μέρος του
άλλου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Και το πράγμα πώς ετελείωσε, Κράτη; διότι
ενδιαφέρομαι να το ακούσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Και οι δύο απέθαναν την αυτήν ημέραν, αι
δε κληρονομίαι περιήλθαν εις τον Ευνόμιον και τον Θρασυκλέα, συγγενείς οι οποίοι
ουδέποτε εφαντάζοντο ότι θα εκληρονόμουν. Θείος και ανεψιός ταξειδεύοντες από
Σικυώνος εις Κίρραν, κατελήφθησαν εις το μέσον του πορθμού υπό σφοδρού
βορειοδυτικού, ο οποίος, τους ανέτρεψε και τους εβύθισε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Καλά έπαθαν. Ημείς δε όταν εζούσαμεν δεν
είχαμεν τοιαύτας ιδέας μεταξύ μας• ούτε εγώ ευχήθηκα ποτέ ν' αποθάνη ο
Αντισθένης διά να κληρονομήσω την βακτηρίαν του—είχε δε μίαν πολύ δυνατήν από
αγριεληάν— ούτε συ, νομίζω, Κράτη, επεθύμεις ν' αποθάνω διά να κληρονομήσης τα
κτήματά μου, το πιθάρι και την σακκούλαν, η οποία περιείχε δύο χοίνικας
λούπινα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Διότι δεν είχα καμμίαν ανάγκην από αυτά,
αλλ' ούτε και συ,Διογένη. Όσα μας εχρειάζοντο τα εκληρονομήσαμεν, συ από τον
Αντισθένην και εγώ από σε, τα οποία είνε πολύ μεγαλείτερα και ευγενέστερα από το
βασίλειον των Περσών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Ποία εννοείς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Την σοφίαν, την ολιγάρκειαν, την
αλήθειαν, την ειλικρίνειαν και την ελευθερίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Ναι, ενθυμούμαι ότι αυτόν τον πλούτον
εκληρονόμησα από τον Αντισθένην και εις εσέ αφήκα έτι περισσότερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Οι άλλοι όμως δεν απέδιδαν σημασίαν εις
αυτά τα κτήματα και κανείς δεν μας επεριποιείτο με την ελπίδα της κληρονομίας,
αλλ' όλοι απέβλεπαν εις το χρήμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Ευλόγως, διότι δεν είχαν πού να φυλάξουν
τα δικά μας αγαθά. Από τας απολαύσεις ήσαν διάτρητοι, καθώς τα σάπια βαλάντια•
ώστε και αν συνέβαινε να εισαγάγη κανείς εις αυτούς σοφίαν ή ελευθεροστομίαν και
αλήθειαν εξέφευγεν αμέσως και κατέρρεε, καθότι ο πυθμήν δεν ηδύνατο να
υποβαστάση• δήλα δή κάτι ανάλογον με εκείνο το οποίον παθαίνουν αι θυγατέρες του
Δαναού που προσπαθούν να γεμίσουν το τρύπιο πιθάρι• τον χρυσόν όμως εφύλατταν με
δόντια και νύχια και με πάντα τρόπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Λοιπόν ημείς μεν θα έχωμεν και εδώ τον
πλούτον μας, αυτοί δε θα έλθουν με ένα μόνον οβολόν και αυτόν μέχρις ου
πληρώσουν τον πορθμέα.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">12.&Αλεξάνδρου,
Αννίβου, Μίνωος και Σκηπίωνος.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Εγώ πρέπει να
προτιμηθώ από σε, Αφρικανέ• διότι είμαι καλλίτερός σου.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝ. Όχι δα, εγώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Λοιπόν ο Μίνως ας δικάση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ. Πρώτον ειπέτε μου ποίοι είσθε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Αυτός μεν εδώ είνε ο Αννίβας ο
Καρχηδόνιος, εγώ δε Αλέξανδρος ο υιός του Φιλίππου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ. Αληθώς είσθε ένδοξοι και οι δύο. Αλλά
διατί φιλονεικείτε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Περί πρωτείων, διότι αυτός εδώ
διατείνεται ότι υπήρξε στρατηγός καλλίτερος από εμέ, εγώ δε, καθώς όλοι
γνωρίζουν όχι μόνον αυτού,αλλ' όλων σχεδόν των προ εμού υπήρξα ανώτερος εις τους
πολέμους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ. Λοιπόν έκαστος ιδιαιτέρως ας ομιλήση, συ
δε πρώτος ο Αφρικανός έχεις τον λόγον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝ. Τούτο, ω Μίνω, εκέρδισα εδώ κάτω ότι έμαθα
και την Ελληνικήν γλώσσαν,{17} ώστε ουδέ κατά τούτο δύναται ούτος να με
υπερβάλη. Φρονώ δε μάλιστα ότι εκείνοι προ πάντων είνε αξιέπαινοι όσοι δεν ήσαν
εξ αρχής τίποτε και όμως διά των ιδίων προσπαθειών και της ευφυίας των
προώδευσαν μεγάλως, εδοξάσθησαν και εκρίθησαν άξιοι να ανατεθή εις αυτούς η
αρχή. Εγώ λοιπόν με ολίγους εκστρατεύσας εις την Ιβηρίαν ως υπαρχηγός του
αδελφού μου, εκρίθην άξιος και μου ανετέθησαν τα μεγαλείτερα αξιώματα• και όχι
μόνον τους Κελτίβηρας υπέταξα και τους Γαλάτας ενίκησα τους προς δυσμάς
κατοικούντας, αλλ' υπερβάς και τα μεγάλα όρη τα πέριξ του Ιριδανού, επέδραμα εις
όλας τας εκείθεν χώρας, κατέστρεψα τόσας πόλεις και την πεδινήν Ιταλίαν υπέταξα
και μέχρι των προαστείων της πρωτευούσης πόλεως έφθασα και τόσους εφόνευσα εντός
μιας ημέρας, ώστε τα δακτυλίδια των εμετρήθησαν με μεδίμνους και τους ποταμούς
εγεφύρωσα με νεκρούς. Και ταύτα πάντα έπραξα, χωρίς ούτε του Άμμωνος υιός να
λέγωμαι, ούτε να προσποιούμαι ότι είμαι θεός ή να διηγούμαι όνειρα της μητρός
μου, αλλ' ωμολόγουν ότι είμαι άνθρωπος και είχα αντιπάλους τους συνετωτέρους των
στρατηγών, και κατά των μαχιμωτέρων στρατιωτών επολέμησα• δεν ενίκησα Μήδους και
Αρμενίους οίτινες έφευγον πριν τους καταδιώξη κανείς και παρέδιδαν ευθύς την
νίκην εις εκείνον ο οποίος είχεν ολίγην τόλμην. Ο Αλέξανδρος δε εύρων έτοιμον
κράτος από τον πατέρα του ηύξησε την δύναμίν του και πάρα πολύ εξέτεινε τα όριά
του με την βοήθειαν της τύχης. Αφού δε ενίκησε και τον ελεεινόν εκείνον Δαρείον
εις τον Ισσόν και τα Άρβηλα κατετρόπωσε, απαρνηθείς τα πάτρια ήθη, είχε την
αξίωσιν να προσκυνήται και τα ήθη των Μήδων προσέλαβε και εφόνευε τους φίλους
του κατά τα συμπόσια και μόνος εξετέλει τας θανατικάς του καταδίκας.Εγώ δε
εκυβέρνησα με δικαιοσύνην την πατρίδα μου, και όταν μ'εκάλεσε, διότι οι εχθροί
κατέπλευσαν με στόλον μέγαν εις την Αφρικήν,ευθύς υπήκουσα και ως απλούς πολίτης
προσεφέρθην εις την υπεράσπισίν της• και όταν κατεδικάσθην αγογγύστως υπέφερα
την καταδίκην. Τοιαύτα δε έπραξα, ενώ είμαι βάρβαρος και άγευστος της Ελληνικής
παιδείας και ούτε τας Ραψωδίας του Ομήρου γνωρίζω απ' έξω όπως αυτός, ούτε τον
σοφόν Αριστοτέλη είχα διδάσκαλον, τα πάντα δε οφείλω εις την ευφυίαν μου. Και
δι' αυτά υποστηρίζω ότι είμαι καλλίτερος του Αλεξάνδρου. Εάν δε αυτός είνε
καλλίτερος, διότι φέρει περί την κεφαλήν βασιλικόν διάδημα, ίσως μεν εις τους
Μακεδόνας φαίνεται τούτο σπουδαίον,πραγματικώς όμως δεν είνε διά τούτο
καλλίτερος γενναίου και στρατηγικού ανδρός, ο οποίος ανεδείχθη μάλλον διά της
αξίας του παρά διά της τύχης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ: Δεν ωμίλησεν άσχημα, ουδέ ως θα επερίμενε
κανείς από ένα Αφρικανόν. Συ δε, Αλέξανδρε, τι απαντάς εις αυτά;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Έπρεπεν, ω Μίνω, να μη απαντήσω τίποτε
προς άνθρωπον τόσον αυθάδη• διότι αρκεί και μόνον η φήμη διά να σε πληροφορήση
ποίος μεν βασιλεύς υπήρξα εγώ, τι δε ληστής ήτο αυτός. Αλλ' όμως άκουσε διά να
ίδης πόσον ανώτερος αυτού υπήρξα. Νέος ακόμη ανέλαβα την εξουσίαν και ανήλθα εις
θρόνον σαλευόμενον, και κατεδίωξα τους φονείς του πατρός μου• αφού δε εστερέωσα
την εξουσίαν μου εις την Μακεδονίαν και κατεπτόησα την Ελλάδα διά της
καταστροφής των Θηβών και ανεκηρύχθην στρατηγός υπό των Ελλήνων, δεν ηρκέσθην να
βασιλεύω επί των Μακεδόνων και δεν περιωρίσθην εις όσα ο πατήρ μου μού αφήκε,
αλλ' απεφάσισα να υποτάξω όλην την γην και εθεώρουν ως αποτυχίαν εάν δεν
κατώρθωνα να γείνω κύριος όλου του κόσμου. Έχων δε ολιγάριθμον στρατόν εισέβαλα
εις την Ασίαν και εις τον Γρανικόν ενίκησα μεγάλην νίκην και υποτάξας την Λυδίαν
την Ιωνίαν και Φρυγίαν, από νίκης εις νίκην έφθασα μέχρι του Ισσού, όπου μ'
επερίμενεν ο Δαρείος με πολλάς μυριάδας στρατού•γνωρίζετε δε, Μίνω, πόσους
νεκρούς σας έστειλα εντός μιας ημέρας,διότι λέγεται ότι το πορθμείον δεν ήρκεσε
και ο Χάρων ηναγκάσθη να κατασκευάση σχεδίας διά να περάση τους περισσοτέρους.
Και εις τας μάχας αυτάς εμαχόμην μεταξύ των πρώτων και δεν απέφευγα τα
τραύματα.Και διά να μη σου διηγούμαι όσα έπραξα εις την Τύρον και εις τα Άρβηλα,
περιορίζομαι να σου είπω ότι και μέχρι των Ινδιών έφθασα και τον Ωκεανόν έκαμα
όριον του κράτους μου και τους ελέφαντας των Ινδών εκυρίευσα και τον Πώρον
αιχμαλώτισα. Υπερβάς δε τον Τάναϊν, ενίκησα εις μεγάλην ιππομαχίαν και τους
Σκύθας, πολεμιστάς όχι ευκαταφρονήτους, και τους φίλους ευηργέτησα και τους
εχθρούς εξεδικήθην. Εάν δε οι άνθρωποι με ενόμιζον θεόν, είνε συγγνωστοί διότι
εκ του μεγέθους των πράξεών μου επίστευσαν τοιούτον τι περί εμού. Επί τέλους εγώ
μεν απέθανα βασιλεύς, αυτός δε εξόριστος πλησίον του Βιθυνού Προυσία, όπως
ήξιζεν εις ένα τόσω πανούργον και σκληρόν άνθρωπον. Πώς δε ενίκησε τους Ιταλούς
είνε γνωστόν? δεν τους ενίκησε με την δύναμιν, αλλά με πονηρίαν και απιστίαν και
δόλους, με τίποτε δε νόμιμον και φανερόν. Επειδή δε κατηγόρησε τον τρυφηλόν μου
βίον,φαίνεται ότι ελησμόνησε τι έπραττεν εις την Καπύην, συγκυλιόμενος με
εταίρας και κατατρίβων εις διασκεδάσεις ο ανόητος καιρόν τον οποίον έπρεπε να
χρησιμοποίηση εις τον πόλεμον. Εγώ δε θεωρήσας ασήμαντα τα προς δυσμάς μέρη,
εστράφην μάλλον προς ανατολάς• διότι τι μέγα κατόρθωμα θα ήτο αν υπέτασσα
αναιμωτεί την Ιταλίαν και εκυρίευα την Αφρικήν και τα μέχρι Γαδείρων μέρη; Αλλά
δεν μου εφάνησαν αξιοπολέμητα τα μέρη ταύτα τα οποία μ' έτρεμαν ήδη και κύριον
με ανεγνώριζαν. Αυτά είχα να είπω, συ δε, Μίνω, δίκασε• διότι αρκετά είνε και
αυτά εκ των πολλών τα οποία ηδυνάμην να επικαλεσθώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΚΗΠ. Παρακαλώ να μη αποφασίσης πριν ακούσης
και εμέ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ. Ποίος είσαι συ και πόθεν
έρχεσαι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΚΗΠ. Ρωμαίος στρατηγός, το όνομα Σκηπίων, ο
οποίος κατέστρεψα την Καρχηδόνα και ενίκησα τους Αφρικανούς εις μεγάλας
μάχας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ. Λοιπόν τι έχεις να 'πης και συ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΚΗΠ. Λέγω ότι είμαι κατώτερος του Αλεξάνδρου,
αλλά καλλίτερος από τον Αννίβαν, αφού τον ενίκησα και τον ηνάγκασα να φύγη
ατίμως. Δεν είνε λοιπόν αναίσχυντος αυτός, ο οποίος συγκρίνεται προς τον
Αλέξανδρον, προς τον οποίον ούτε εγώ ο Σκηπίων, ο οποίος τον ενίκησα,τολμώ να
παραβάλλομαι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ. Μα τον Δία, πολύ σωστά τα λέγεις Σκηπίων
ώστε πρώτος μεν αναγνωρίζεται ο Αλέξανδρος, έπειτα δε συ, και κατόπιν, αν θέλης,
ας είνε τρίτος ο Αννίβας, αφού και αυτός δεν είνε ευκαταφρόνητος.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">13.&Διογένους και
Αλεξάνδρου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Τι βλέπω,
Αλέξανδρε, και συ απέθανες καθώς όλοι ημείς;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Το βλέπεις, Διογένη• δεν είνε δε
παράδοξον ότι απέθανα αφού ήμουν άνθρωπος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Λοιπόν ο Άμμων εψεύδετο όταν έλεγε ότι
ήσο υιός του, ενώ συ είσαι του Φιλίππου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Εννοείται, του Φιλίππου• διότι αν ήμουν
του Άμμωνος δεν θ'απέθνησκα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Και όμως και διά την Ολυμπιάδα ελέγοντο
παρόμοια, ότι τάχα ένας ο δράκων συνευρίσκετο με αυτήν και ούτως εγεννήθης, ο δε
Φίλιππος ηπατάτο νομίζων ότι ήσο παιδί του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Και εγώ τ' ήκουα αυτά, όπως συ, αλλά τώρα
βλέπω ότι ούτε η μητέρα μου, ούτε οι Αμμώνιοι προφήται έλεγαν σωστά
πράγματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Τα ψεύδη των όμως σου εχρησίμευσαν εις
τους σκοπούς σου, διότι πολλοί υπέκυψαν εις εσέ επειδή σ' ενόμιζαν θεόν. Αλλά
δεν μου λες εις ποίον αφήκες την τόσην σου εξουσίαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Δεν γνωρίζω, Διογένη• διότι δεν επρόφθασα
να σκεφθώ τίποτε περί της διαδοχής• μόνον όταν απέθνησκα έδωσα το δακτυλίδι μου.
εις τον Περδίκαν. Αλλά διατί γελάς, Διογένη;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Διατί άλλο παρά διότι ενθυμήθηκα τα όσα
έκαναν οι Έλληνες όταν κατ’ αρχάς ανέλαβες την εξουσίαν, κολακεύοντές σε και
ανακηρύττοντες προστάτην και στρατηγόν κατά των βαρβάρων; Μερικοί δε σε
κατέταξαν και μεταξύ των δώδεκα θεών και σου ανήγειραν ναούς και σου προσέφερον
θυσίας, ως υιού δράκοντος. Αλλ' ειπέ μου πού σ' έθαψαν οι Μακεδόνες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Ακόμη ευρίσκομαι εις την Βαβυλώνα και
έχουν περάσει τριάντα ημέρες από του θανάτου μου• υπόσχεται δε ο Πτολεμαίος ο
υπασπιστής μου, άν ποτε του δώσουν καιρόν οι περισπασμοί τους οποίους έχει
κατ'αυτάς, να με μεταφέρη εις την Αίγυπτον και να με θάψη εκεί διά να γείνω είς
εκ των Αιγυπτίων θεών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Θέλεις λοιπόν να μη γελώ, Αλέξανδρε, όταν
σε βλέπω και εις τον Άδην ακόμη να λες ανοησίας και να ελπίζης ότι θα γείνης
Άνουβις ή Όσιρις; Αλλ' αυτά μη τα ελπίζης, ω θειότατε, διότι είνε αδύνατον, άμα
μίαν φοράν κανείς περάση την λίμνην και την πύλην του Άδου, - να επιστρέψη• ούτε
ο Αιακός είνε αμελής, ούτε τον Κέρβερον δύναται κανείς να περιφρονήση. Αλλ'
ευχαρίστως θα ήκουα παρά σου πώς υποφέρεις όταν σκέπτεσαι πόσην ευτυχίαν αφήκες
εις την γην και ήλθες εδώ, τους σωματοφύλακας και υπασπιστάς και σατράπας και
τόσα πλούτη και έθνη τα οποία σ' επροσκυνούσαν και την Βαβυλώνα και τα Βάχτρα
και τους ελέφαντας και την τιμήν και την δόξαν και την εντύπωσιν την οποίαν
έκανες όταν εξήρχεσο με την λευκήν ταινίαν περί την κεφαλήν και με την πορφύραν.
Δεν σε λυπεί η ανάμνησις όλων αυτών; Διατί κλαίεις, ανόητε; Δεν σ' εδίδαξεν ο
σοφός Αριστοτέλης ουδέ αυτό, να μη νομίζης ασφαλή τα δώρα της τύχης;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Ο σοφός; Αυτός ήτο ο αχρειέστατος εξ όλων
των κολάκων. Εγώ μόνον γνωρίζω τι ήτο ο Αριστοτέλης, πόσα μου εζήτησε, τι μου
έγραφε,πόσον κατεχράτο την αγάπην μου προς την παιδείαν, κολακεύων και επαινών
με άλλοτε μεν διά το κάλλος μου, το οποίον όπως έλεγε αποτελεί μέρος του αγαθού,
άλλοτε δε διά τας πράξεις και τα πλούτη μου. Διότι και τον πλούτον εθεώρει
αγαθόν, διά να μη εντρέπεται να λαμβάνη και αυτός, εξ αυτού. Ήτο υποκριτής
άνθρωπος, Διογένη, και πανούργος• και τούτο εκέρδισα από την σοφίαν του, ότι
λυπούμαι, ως διά την απώλειαν μεγίστων ευτυχημάτων, δι' εκείνα τα οποία,
ανέφερες προ ολίγου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Ξέρεις τι πρέπει να κάμης; Θα σου
συμβουλεύσω ένα φάρμακον κατά της λύπης. Επειδή εδώ κάτω δεν φύεται ελλέβορος
{18}, πήγαινε εις το νερόν της Λήθης και πίνε και ξαναπίνε και μη βαρεθής να
πίνης• διότι τοιουτοτρόπως θα παύσης να λυπάσαι διά τα αγαθά του
Αριστοτέλους.Αλλά βλέπω τον Κλείτον και τον Καλλισθένην και άλλους πολλούς να
τρέχουν κατ' επάνω σου, προφανώς διά να σε κατασπαράξουν και να εκδικηθούν δι'
όσα τους έκαμες• ώστε τράβα από τον άλλον αυτόν δρόμον και πίνε, ως σου είπα,
πολλάκις.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">14.&Φιλίππου και
Αλεξάνδρου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Τώρα, Αλέξανδρε,
δεν δύνασαι ν'αρνηθής πλέον ότι είσαι υιός μου,διότι αν ήσουν του Άμμωνος, δεν
θ' απέθνησκες.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Ουδ' εγώ το ηγνόουν, πατέρα, ότι ήμουν
υιός Φιλίππου του Αμύντου, αλλά παρεδέχθην το μάντευμα διότι το ενόμιζα ότι ήτο
χρήσιμον εις τους σκοπούς μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Τι λέγεις; Σου εφαίνετο χρήσιμον ν' αφίνης
να σε εξαπατούν οι προφήται;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Δεν λέγω αυτό, αλλ' οι βάρβαροι
κατεπτοήθησαν και δεν μου ανθίστατο πλέον κανείς εξ αυτών, διότι ενόμιζαν ότι
επολέμουν προς θεόν και ούτω ευκολώτερα τους υπέτασσα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Και ποίους υπέταξες, οι οποίοι να είνε
άνδρες πολεμικοί; Πάντοτε είχες να κάμης με δειλούς, οι οποίοι ήσαν ωπλισμένοι
με παιδικά τόξα και ασπίδας γελοίας, πλεκτάς από λιγαριές. Το δύσκολον ήτο να
νικήσης τους Έλληνας, τους Βοιωτούς και Φωκείς και Αθηναίους, το πεζικόν των
Αρκάδων και το ιππικόν των Θεσσαλών, τους ακοντιστάς των Ηλείων και τους
πελταστάς των Μαντινέων, και να υποτάξης τους Θράκας ή τους Ιλλυριούς και τους
Παίονας• αυτά θα ήσαν σπουδαία κατορθώματα. Αλλά διά τους Μήδους και τους Πέρσας
και Χαλδαίους, άνδρας φορούντας χρυσά ενδύματα και τρυφηλούς, δεν γνωρίζεις ότι
προ σου δεκακισχίλιοι Έλληνες μετά του Κλεάρχου μεταβάντες τους ενίκησαν και δεν
επερίμεναν να συμπλακούν, αλλ' ετράπησαν εις φυγήν πριν ακόμη τους φθάσουν τα
βέλη των Ελλήνων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Αλλ' οι Σκύθαι, πατέρα, και οι ελέφαντες
των Ινδών δεν είνε ευκολονίκητοι, και όμως τους ενίκησα χωρίς να προκαλέσω
μεταξύ των διαιρέσεις και χωρίς διά προδοσιών ν' αγοράσω τας νίκας• ούτε
επιόρκησα ποτέ, ούτε παρέβην τας υποσχέσεις μου ή έπραξα καμμίαν απιστίαν διά να
νικήσω. Και από τους Έλληνας δε άλλους μεν χωρίς πόλεμον υπέταξα, τους δε
Θηβαίους ίσως έμαθες πώς μετεχειρίσθην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Τα γνωρίζω αυτά όλα• μου τα ανέφερεν ο
Κλείτος, τον οποίον συ εφόνευσες διά της λόγχης κατά το γεύμα, διότι ετόλμησε να
συγκρίνη μετ' επαίνου τας πράξεις μου προς τας ιδικάς σου. Λέγουν δε ότι αφήκες
και το Μακεδονικόν ένδυμα και εφόρεσες Περσικόν κάνδυν και τιάραν ορθήν επί της
κεφαλής, και είχες την αξίωσιν να σε προσκυνούν οι Μακεδόνες, άνδρες ελεύθεροι,
και, το γελοιωδέστερον εξ όλων,εμιμείσο τους τρόπους των νικημένων. Παραλείπω
όσα άλλα έπραξες, που έρριψες εις κλωβόν λεόντων ανθρώπους πεπαιδευμένους, και
τους γάμους τους οποίους ετέλεσες και την υπερβολικήν σου αγάπην προς τον
Ηφαιστίωνα. Έν μόνον εξ όσων ήκουσα περί σου επήνεσα, ότι εσεβάσθης την γυναίκα
του Δαρείου, αν και ήτο ωραία, και επεριποιήθης την μητέρα και τας θυγατέρας
του• τοιαύτη διαγωγή είνε πράγματι βασιλική.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Και δεν επαινείς, πατέρα, την αδιαφορίαν
μου προς τους κινδύνους και το ότι όταν επολέμουν κατά των Οξυδρακών πρώτος
ανέβηκα εις το τείχος και έλαβα τόσα τραύματα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Δεν το επιδοκιμάζω αυτό, Αλέξανδρε, όχι
διότι δεν νομίζω ότι είνε καλόν και να τραυματίζεται ενίοτε ο βασιλεύς και να
εκτίθεται πρώτος εις τους κινδύνους διά να ενθαρρύνη τον στρατόν του, αλλ' εις
εσέ δεν εταίριαζε το τοιούτον διότι αφού ενομίζεσο θεός, εάν ετραυματίζεσο και
σε έβλεπον να σε αποκομίζουν εκ της μάχης αιματωμένον και στενάζοντα εκ του
πόνου, θα εγελούσαν οι βλέποντες και βέβαια ο Άμμων θα εθεωρείτο αγύρτης και
ψευδομάντις, οι δε προφήται θ' απεδεικνύοντο κόλακες. Ποίος δεν θα εγέλα να
βλέπη τον υιόν του Διός λιποθυμούντα και έχοντα ανάγκην ιατρών; Και τώρα ότε
απέθανες δεν νομίζεις ότι πολλοί θα εμπαίζουν την προσποίησίν σου εκείνην,
βλέποντες τον θεωρούμενον θεόν να είνε ξαπλωμένος νεκρός, ν'αρχίζη να σήπεται
και να πρίσκεται όπως όλα τα πτώματα; Άλλως τε και εκείνο το οποίον είπες
χρήσιμον, Αλέξανδρε, ότι διά τούτο ενίκας ευκόλως, αφήρει πολύ από την δόξαν των
κατορθωμάτων σου• διότι όλα εφαίνοντο μικρά, αφού εγίνοντο υπό θεού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΛΕΞ. Και όμως αυτή δεν είνε η ιδέα των
ανθρώπων περί εμού, αλλ' εξ εναντίας με θεωρούν εφάμιλλον προς τον Ηρακλήν και
τον Διόνυσον,μολονότι την ακρόπολιν Άορνον, την οποίαν κανείς εξ αυτών δεν
εκυρίευσε, εγώ μόνον εκυρίευσα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Βλέπεις ότι και αυτά τα λέγεις ως υιός του
Άμμωνος και παραβάλλεις τον εαυτόν σου προς τον Ηρακλήν και τον Διόνυσον; Δεν
εντρέπεσαι, Αλέξανδρε, και δεν θ' αποβάλης την οίησιν, δεν θ'αποκτήσης ορθήν
συνείδησιν της καταστάσεώς σου και δεν θα καταλάβης επί τέλους ότι είσαι
νεκρός;</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">15.&Αχιλλέως και
Αντιολόχου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΤ. Τι γελοία και
ανάξια των δύο σου διδασκάλων Χείρωνος και Φοίνικος ήσαν εκείνα, τα οποία έλεγες
προ ημερών προς τον Οδυσσέα {19}περί του θανάτου; Διότι σε ήκουα όταν έλεγες ότι
θα ήθελες μάλλον να ευρίσκεσαι εις τον κόσμον έστω και να είσαι δούλος εις
πτωχόν γεωργόν, «ω μη βίωτος πολλύς είη», {20} παρά να βασίλευες επί όλων των
νεκρών. Αυτά θα ήρμοζον ίσως να τα λέγη κάποιος Φρυξ ουτιδανός και δειλός και
υπέρ το πρέπον φιλόζωος• αλλά του Πηλέως ο υιός, ο αφοβώτερος εξ όλων των ηρώων
να σκέπτεται τόσον ταπεινά περί του εαυτού του, είνε πολύ αισχρόν και αντίθετον
προς όλα όσα έπραξες κατά την ζωήν σου, ότε ενώ ηδύνασο να βασίλευες και να ζης
επί μακρόν εις την Φθιώτιδα χωρίς δόξαν, εκουσίως επροτίμησες τον ένδοξον
θάνατον.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΑΧΙΛ. Αλλά τότε, υιέ του Νέστορος, δεν εγνώριζα
ακόμη τα εδώ και μη δυνάμενος να διακρίνω ποίον ήτο το καλλίτερον, επροτίμων την
ελεεινήν εκείνην και ισχνήν δόξαν από την ζωήν• τώρα δε εννοώ, ότι η μεν δόξα
ήτο ανωφελής, μολονότι πολλά εγκώμια θα μου ψάλλουν δι' αυτήν οι ζώντες, μεταξύ
δε των νεκρών υπάρχει ισότης και ούτε το κάλλος διατηρείται, ούτε η ανδρεία,
αλλά όλοι ευρισκόμεθα εις το αυτό σκότος όμοιοι και εις τίποτε δεν διαφέρομεν
μεταξύ μας• και ούτε οι νεκροί των Τρώων με φοβούνται, ούτε αι νεκροί των
Ελλήνων με σέβονται.Ισότης πλήρης και ως νεκρός προς τον νεκρόν ομοιάζει "ημέν
κακός ηδέ και εσθλός». {21} Αυτά με στενοχωρούν και λυπούμαι διότι δεν ζω έστω
και ως δούλος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΤ. Τι να γείνη όμως, Αχιλλεύ; Ούτω ηθέλησεν η
Φύσις, ν'αποθνήσκωμεν, ώστε πρέπει να υποφέρωμεν τον νόμον της και να μη
λυπούμεθα δια τα αναπόφευκτα. Άλλως τε και βλέπεις πόσοι φίλοι σου ευρισκόμεθα
εδώ γύρω σου• μετ' ολίγον δε θα έλθη εξάπαντος και ο Οδυσσεύς. Αλλ' είνε
παρήγορον και ότι ο θάνατος είνε κοινός και δεν αποθνήσκομεν μόνον ημείς.
Βλέπεις τον Ηρακλή και τον Μελέαγρον και άλλους θαυμαστούς άνδρας, οι οποίοι
πιστεύω, ότι δεν θα εδέχοντο να επιστρέψουν εις την ζωήν, εάν τούτο επετρέπετο
εις αυτούς υπό τον όρον να γείνουν δούλοι εις ανθρώπους πτωχούς και
ταπεινούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΧΙΛ. Η συμβουλή σου είνε φιλική, αλλά δεν
γνωρίζω πώς δεν παύει να με λυπή η ανάμνησις της ζωής. Νομίζω δε ότι και σεις
παθαίνετε το ίδιον και αν δεν το ομολογήτε τόσω το χειρότερον, διότι κρατείτε
εντός σας την πικρίαν σας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΤ. Όχι, είνε καλλίτερον, Αχιλλεύ, αυτό που
κάνομεν, διότι βλέπομεν ότι οι λόγοι είνε ανωφελείς και προτιμώμεν να σιωπώμεν
και να υπομένωμεν, διά να μη γελούν τουλάχιστον εις βάρος μας, όταν θα μας
ακούουν να επιθυμούμεν οποία συ επιθυμείς.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">16.&Διογένους και
Ηρακλέους.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Δεν είνε αυτός ο
Ηρακλής; Βέβαια δεν είνε άλλος, μα τον Ηρακλέα. Το τόξον, το ρόπαλον, η λεοντή,
το μέγεθος του σώματος, όλα είνε του Ηρακλέους. Λοιπόν απέθανεν, ενώ είνε του
Διός υιός; Ειπέ μου, ένδοξε νικητά, είσαι νεκρός; Διότι εγώ όταν εζούσα σου
προσέφερα θυσίας ως θεού.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡ. Και καλά έκανες• διότι ο πραγματικός
Ηρακλής ευρίσκεται εις τον ουρανόν με τους θεούς και έχει σύζυγον την
καλλίσφυρον Ήβην, εγώ δε είμαι σκιά του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. πώς είπες; Σκιά του θεού; Και είνε
δυνατόν ένας να είνε κατά το ήμισυ θεός και ν' αποθάνη κατά το άλλο
ήμισυ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡ. Ναι, διότι δεν απέθανεν εκείνος, αλλ' εγώ
το ομοίωμά του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Εννοώ• αντί του εαυτού του παρέδωκε σε
εις τον Πλούτωνα και επομένως συ είσαι νεκρός αντί εκείνου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡ. Κάτι τοιούτον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Αλλά δεν μου λες πώς ο Αιακός, ο οποίος
είνε αυστηρός, δεν σε διέκρινε, αλλ' εδέχθη ένα ψεύτικον Ηρακλή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡ. Διότι η ομοιότης ήτο τελεία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Πραγματικώς τόσον τελεία, ώστε είσαι ο
ίδιος. Πρόσεξε μήπως συμβαίνη το εναντίον και είσαι συ ο Ηρακλής ο πραγματικός,
η δε σκιά σου ενυμφεύθη την Ήβην και ευρίσκεται μεταξύ των θεών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡ. Είσαι αυθάδης και φλύαρος και αν δεν παύσης
τους εμπαιγμούς δεν θα βραδύνης να εννοήσης τίνος θεού είμαι ομοίωμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Το τόξον σου είνε έτοιμον και πρόχειρον,
αλλ' εγώ τι έχω να φοβηθώ αφού άπαξ απέθανα; Αλλά δεν μου λες, σε εξορκίζω εις
τον άλλον Ηρακλή, και όταν εκείνος έζη, συνέζης με αυτόν και ήσουν και τότε
φάσμα; ή ήσθε έν όλον εις την ζωήν, αφού δε απεθάνατε διηρέθητε και αυτός μεν
επέταξεν εις τον ουρανόν, συ δε το φάσμα κατέβης εις τον Άδην;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡ. Δεν έπρεπε να δώσω καν απάντησιν εις
άνθρωπον τόσον ενοχλητικόν αλλ' ας είνε, θα σου δώσω και αυτήν την εξήγησιν•
όσον είχα από τον Αμφιτρύωνα τούτο απέθανε και είμαι εγώ εκείνο καθ' ολοκληρίαν•
ό,τι δε είχα εκ του Διός ευρίσκεται εις τον ουρανόν μετά των θεών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Τώρα εκατάλαβα• λέγεις ότι η Αλκμήνη
εγέννησε συγχρόνως δύο Ηρακλείς, τον μεν ένα εκ του Αμφιτρύωνος, τον δε άλλον εκ
του Διός,ώστε χωρίς να το γνωρίζετε είσθε δίδυμοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡ. Όχι, ανόητε• ήμεθα έν και το αυτό πρόσωπον
και οι δύο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Αυτό δεν είνε εύκολον να εννοηθή, ότι
ήσαν δύο Ηρακλείς και απετέλουν ένα, εκτός εάν, όπως ο ιπποκένταυρος, ήσθε εις
έν συγκολλημένοι άνθρωπος και θεός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡ. Δεν σου φαίνεται ότι όλοι είνε ομοίως
σύνθετοι από δύο, ψυχήν και σώμα; ώστε τι εμποδίζει η μεν ψυχή να ευρίσκεται εις
τον ουρανόν,αφού προήρχετο εκ του Διός, εγώ δε το θνητόν μέρος μετά των
νεκρών;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Αλλά, λαμπρέ μου Αμφιτριωνίδη, αυτά θα
ήσαν λογικά, αν ήσουν σώμα, ενώ τώρα είσαι ασώματον είδωλον• επομένως
κινδυνεύεις τώρα να κάμης τριπλούν τον Ηρακλή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡ. Πώς τριπλούν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Ούτω πως• εάν ο ένας ευρίσκεται εις τον
ουρανόν, ο δε άλλος, συ το είδωλον, εδώ κάτω, το δε σώμα έλυωσε και μετεβλήθη
εις κόνιν, αυτά γίνονται τρία• και σκέψου να εύρης πατέρα διά τον τρίτον
Ηρακλή,δηλαδή το σώμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΗΡ. Είσαι αυθάδης και κατεργάρης. Αλλά δεν μου
λες ποίος είσαι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Είμαι το είδωλον του Διογένους του
Σινωπέως• δεν είμαι δε εις τον ουρανόν μετά των αθανάτων, αλλ' εδώ ολόκληρος
συναναστρέφομαι τους καλλιτέρους των νεκρών και καταγελώ τον Όμηρον και τα
γελοία παραμύθια που αυτός μας διηγείται.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">17.&Μενίπππου και
Ταντάλου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Γιατί κλαίεις,
Τάνταλε, και θρηνολογείς κοντά στη λίμνη;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΤΆΝ. Διότι πεθαίνω από την δίψαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Και είσαι τόσο οκνηρός, ώστε βαρυέσαι να
σκύψης να πιής ή και να πάρης νερόν με την παλάμην σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΑΝ. Κι' αν σκύψω δεν μπορώ να σβύσω την δίψαν
μου• διότι άμα πλησιάσω, φεύγει το νερόν και αν κατορθώσω να πάρω με τα χέρια
μου,δεν προφθάνω να βρέξω τα χείλη μου, διότι φεύγει, δεν εννοώ πώς, διά μέσου
των δακτύλων και αφήνει στεγνά τα χέρια μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Φοβερόν αυτό που σου συμβαίνει, Τάνταλε.
Αλλά δεν μου λες πώς έχεις ανάγκην να πίνης; Διότι σώμα δεν έχεις, το οποίον θα
ηδύνατο να πεινά και να διψά• εκείνο έχει ταφή κάπου εις την Λυδίαν, συ δε είσαι
ψυχή• πώς λοιπόν δύνασαι να διψάς ή να πίνης;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΑΝ. Αυτή είνε η τιμωρία μου, να διψά η ψυχή
μου, ως να ήτο σώμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Τέλος πάντων ας το πιστεύσωμεν, αφού
λέγεις ότι τιμωρείσαι με την δίψαν. Αλλά τι σε πειράζει αυτό; Ή φοβείσαι ότι θ'
αποθάνης από δίψαν; Δεν βλέπω να υπάρχη άλλος Άδης εκτός τούτου ή θάνατος απ'
εδώ εις άλλον τόπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΑΝ. Σωστά, αλλά και αυτό είνε μέρος της
καταδίκης, να επιθυμώ να πιω ενώ δεν έχω ανάγκην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Δεν είσαι καλά, Τάνταλε, και φαίνεται ότι
αληθώς έχεις ανάγκην ποτού, ακράτου ελλεβόρου, {22} αφού έχεις πάθει το εναντίον
του συμβαίνοντος εις τους λυσσώντας σκύλους και φοβείσαι, όχι το νερόν,αλλά την
δίψαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΑΝ. Και ελλέβορον Μένιππε, θα έπινα
ευχαρίστως, αρκεί να τον είχα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ησύχασε, Τάνταλε, διότι ούτε συ, ούτε
άλλος εκ των νεκρών θα πίη ποτέ• είνε αδύνατον• μολονότι δεν είνε όλοι όπως συ
καταδικασμένοι να επιθυμούν το νερόν και αυτό να τους αποφεύγη.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">18.&Μενίππου και
Ερμού.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Δεν μου λες πού
είνε οι ωραίοι νέοι και η εύμορφες γυναίκες,Ερμή; Οδήγησε με διότι είμαι
νεοφερμένος.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δεν έχω καιρόν, Μένιππε• αλλά κύτταξε εκεί
προς τα δεξιά• εκεί είνε ο Υάκινθος και ο Νάρκισσος και ο Νιρεύς, ο Αχιλλεύς, η
Τυρώ και η Ελένη και η Λήδα και όλα εν γένει τα αρχαία κάλλη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Δεν βλέπω παρά μόνον κόκκαλα και κρανία
άσαρκα, όμοια μεταξύ των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Και όμως αυτά τα κόκκαλα είνε τα οποία
εγκωμιάζουν όλοι οι ποιηταί και συ τώρα φαίνεσαι ότι τα περιφρονείς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Την Ελένην σε παρακαλώ να μου δείξης,
διότι δεν δύναμαι να την διακρίνω εγώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αυτό το κρανίον είνε η Ελένη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Και χάριν αυτού εγέμισαν από στρατόν εξ
όλης της Ελλάδος τα χίλια πλοία, τα οποία έπλευσαν κατά της Τρωάδος, και έπεσαν
τόσοι Έλληνες και βάρβαροι και τόσαι πόλεις ανεστατώθησαν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Αλλά δεν την είδες, Μένιππε, αυτήν την
γυναίκα όταν έζη• διότι και συ θα έλεγες τότε ότι δεν είνε
αδικαιολόγητον</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">τοιήδ' αμφί γυναικί πολύν χρόνον άλγεα πάσχειν•
{23}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">αφού και όταν ίδη κανείς ξηρά τα άνθη και
αποχρωματισμένα, θα του φάνουν άσχημα, ενώ όταν είνε δροσερά και διατηρούν το
χρώμα των φαίνονται ωραιότατα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Αλλ' ακριβώς διά τούτο θαυμάζω, ω Ερμή,
πώς δεν εσκέφθησαν οι Έλληνες ότι δεν ήξιζε τον κόπον να υποφέρουν τόσα χάριν
πράγματος τόσον ολίγον διατηρουμένου και τόσον ευκόλως μαραινομένου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δεν έχω καιρόν, Μένιππε, να φιλοσοφώ μαζύ
σου. Ώστε έκλεξε μέρος, όπου θέλεις, διά να μένης, εγώ δε πηγαίνω να οδηγήσω
άλλους νεκρούς.</span><br />
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">19.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">&Αιακού, Πρωτεσιλάου και
Πάριδος.&</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Τι έπαθες, Πρωτεσίλαε, και εφώρμησες κατά
της Ελένης διά να την πνίξης;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Διότι εξ αιτίας της, ω Αιακέ, απέθανα και
αφήκα μισόκτιστον το σπήτι μου και χήραν την νεαράν μου γυναίκα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Λοιπόν δι' αυτό πταίει ο Μενέλαος, ο
οποίος σας ωδήγησε εναντίον της Τρωάδος χάριν τοιαύτης γυναικός.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Έχεις δίκαιον, αυτόν πρέπει να
αιτιώμαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝΕΛ. Όχι εμένα, φίλτατε• είνε δικαιότερον να
κατηγορής τον Πάριν,που έκλεψε την γυναίκα εμού, ο οποίος τον εφιλοξένουν, κατά
παράβασιν παντός δικαίου. Αυτός αξίζει να πνιγή όχι μόνον υπό σου αλλά υπό όλων
των Ελλήνων και βαρβάρων, αφού τόσων τον θάνατον επροκάλεσε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Αυτό τω όντι είνε δικαιότερον. Συ λοιπόν,
απαίσιε Πάρι, δεν θα μου γλυτώσης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΑΡ. Αυτό θα είνε άδικον, Πρωτεσίλαε, τοσούτω
μάλλον καθ' όσον είμαι ομότεχνός σου• διότι και εγώ είμαι ερωτικός και εις τον
αυτόν θεόν δουλεύω• γνωρίζεις δε ότι ο έρως είνε κάτι τι ακούσιον και κάποιος
θεός μας οδηγεί όπου θέλει και μας είνε αδύνατον ν' αντισταθώμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Καλά λέγεις και θα ηυχόμην να δυνηθώ να
συλλάβω εδώ τον Έρωτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Εγώ θα σου απολογηθώ και εκ μέρους του
Έρωτος. Αν ήτο εδώ θα έλεγεν ότι ίσως μεν έγινεν αφορμή να ερωτευθή ο Πάρις,
αλλά διά τον θάνατόν σου ουδείς άλλος πταίει παρά συ, Πρωτεσίλαε, ο
οποίος,λησμονήσας την νεόγαμον σύζυγον, άμα εφθάσατε εις την Τρωάδα, με τόσην
αδιαφορίαν προς τον κίνδυνον και απρονοησίαν ώρμησες προ των άλλων διά να
δοξασθής, ώστε και πρώτος κατά την απόβασιν εφονεύθης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Λοιπόν και εγώ, Αιακέ, θα σου δώσω μίαν
απάντησιν διά τον εαυτόν μου ορθοτέραν• δεν πταίω εγώ δι' αυτά, αλλ' η Μοίρα η
οποία ούτως είχεν ωρίσει εξ αρχής τα πράγματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Σωστά• αλλά τότε διατί κατηγορείς
τούτους;</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">20.&Μενίππου και
Αιακού.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Σε παρακαλώ,
Αιακέ, οδήγησέ με διά να ίδω όλα τα περίεργα του Άδου.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Δεν είνε εύκολον, Μένιππε, να τα 'δης
όλα• αλλά τα κυριώτερα δύνασαι να τα ίδης• γνωρίζεις ότι αυτός εδώ είνε ο
Κέρβερος,γνωρίζεις και τον Πορθμέα ο οποίος σε επέρασε διά της
Αχερουσίας,εισερχόμενος δε είδες την λίμνην και τον Πυριφλεγέθοντα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Τα γνωρίζω αυτά και σε ότι εκτελείς χρέη
θυρωρού, είδα δε και τον βασιλέα και τας Ερινύας, αλλά δείξε μου τους παλαιούς
ανθρώπους και μάλιστα τους δοξασμένους εξ αυτών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Αυτός εδώ είνε ο Αγαμέμνων, εκείνος ο
Αχιλλεύς, αυτός δε ο πλησίον είνε ο Ιδομενεύς, ο άλλος απ' εδώ ο Οδυσσεύς,
έπειτα ο Αίας,ο Διομήδης και οι άλλοι πρώτοι των Ελλήνων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Πωπώ Όμηρε, τι κατάπτωσιν έχουν πάθει τα
κοσμήματα των ραψωδιών σου, πώς κατήντησαν άμορφα και αγνώριστα, όλα σκόνη και
αηδία, αληθώς«αμενηνά κάρηνα» {24}. Αλλά ποίος είνε αυτός, Αιακέ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Είνε ο Κύρος• ο άλλος είνε ο Κροίσος,
πλησίον του ο Σαρδανάπαλος, πάρα πέρα ο Μίδας, και εκείνος εκεί ο
Ξέρξης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Μπα, συ λοιπόν είσαι, κάθαρμα, που έκαμες
την Ελλάδα να τρέμη όταν εγεφύρωνες τον Ελλήσποντον και εσχεδίαζες να περάσης τα
πλοία σου 'πάνω από τα όρη; Αλλά και ο Κροίσος τι γελοίος που είνε! Αυτόν δε τον
Σαρδανάπαλον θα μου επιτρέψης, Αιακέ, να ραπίσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Όχι, διότι είνε φόβος να του σπάσης το
κρανίον, επειδή το έχει γυναικείον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Τότε δεν μπορώ παρά να τον πτύσω, αφού
είνε ανδρόγυνος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Θέλεις να σου δείξω και τους
σοφούς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Βέβαια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Αυτός εδώ ο πρώτος είνε ο
Πυθαγόρας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Χαίρε, Εύφορβε {25} ή Απόλλων ή όπως άλλως
θέλεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Χαίρε και συ, ω Μένιππε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Δεν είνε πλέον χρυσούς ο μηρός
σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Όχι• αλλά φέρε να 'δούμε αν έχης τίποτε
φαγώσιμον στη σακκούλα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Έχω κουκιά, φίλε μου• αλλά συ δεν τα
τρώγεις τα κουκιά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΥΘ. Δος μου και μη σε μέλει. Άλλαι δοξασίαι
επικρατούν εις τον Άδην.Εδώ έμαθα ότι τα κουκιά και των γονέων αι κεφαλαί δεν
είνε το αυτό πράγμα {26}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Αυτός εδώ είνε ο Σόλων ο υιός του
Εξηκιστίδου, εκείνος δε ο Θαλής και πλησίον αυτών ο Πιττακός και οι λοιποί• είνε
επτά όλοι, ως βλέπεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Βλέπω, Αιακέ, ότι μόνον αυτοί εκ των
νεκρών είνε άλυποι και γελαστοί. Αυτός δε ο γεμάτος στάκτην, ως ψωμί που εψήθη
εις την ανθρακιάν, και με φλυκταίνας εγκαυμάτων εις το δέρμα ποίος
είνε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Είνε ο Εμπεδοκλής, ω Μένιππε, ο οποίος
μας ήλθε μισοψημένος από την Αίτναν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Και τι σου ήλθε, λαμπρέ άνθρωπε με τα
χάλκινα υποδήματα, κ'έπεσες μέσα εις τους κρατήρας του ηφαιστείου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΜΠ. Έπαθα μίαν διατάραξιν, Μένιππε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Όχι παραφροσύνην, αλλά ματαιοδοξίαν και
αλαζονείαν και πολλήν κουταμάραν• αυτά σ' εκατάκαψαν ομού με τα χάλκινα
υποδήματά σου και η τιμωρία σου έπρεπε. Αλλά το τέχνασμα δεν σου εχρησίμευσεν
εις τίποτε,διότι ανεκαλύφθη ότι απέθανες. Ο δε Σωκράτης, ω Αιακέ, πού να
είνε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Συνήθως κάθεται και φλυαρεί με τον
Νέστορα και τον Παλαμήδην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Επεθύμουν να τον ίδω, εάν είνε εδώ
πουθενά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Βλέπεις εκείνον τον φαλακρόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Όλοι εδώ είνε φαλακροί• ώστε αυτό το
γνώρισμα είνε γενικόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Εκείνον σου λέγω με την σιμήν
μύτην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Μήπως οι άλλοι όλοι δεν είνε
σιμοί;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Εμένα ζητάς, Μένιππε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Μάλιστα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Τι νέα από τας Αθήνας;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Πολλοί από τους νέους κάνουν τους
φιλοσόφους και αν κρίνη κανείς από το εξωτερικόν και το βάδισμά των, είνε
τέλειοι φιλόσοφοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Έχω ιδή πάρα πολλούς, Μένιππε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Αλλά θα είδες, υποθέτω, εις ποίαν
κατάστασιν ήλθεν εδώ ο Αρίστιππος και αυτός ο Πλάτων• ο μεν ένας εμύριζεν
αρώματα, ο δε άλλος είχε μάθει να κολακεύη τους τυράννους της
Σικελίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Περί εμού δε τι ιδέαν έχουν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ως προς αυτό είσαι ο πλέον τυχερός
άνθρωπος, Σωκράτη. Όλοι πιστεύουν ότι ήσουν θαυμαστός άνθρωπος, ότι εγνώριζες τα
πάντα, ενώ να 'πούμε την αλήθεια — δεν εγνώριζες τίποτε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Κ' εγώ αυτό τους έλεγα, αλλ' αυτοί
ενόμιζαν το πράγμα ειρωνείαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Και ποιοι είνε αυτοί που σε
περιστοιχούν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Είνε ο Χαρμίδης, Μένιππε, ο Φαίδρος και ο
υιός του Κλεινίου{27}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Εύγε, Σωκράτη, και εδώ, βλέπω,
εξακολουθείς την ίδιαν τέχνην και δεν αδιαφορείς δια τους ωραίους
νέους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΚΡ. Τι άλλο πλέον ευχάριστον έχω να κάνω; Αν
θέλης, μένε πλησίον μας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Όχι, πηγαίνω να εύρω τον Κροίσον και τον
Σαρδανάπαλον, διότι απεφάσισα να κατοικήσω πλησίον αυτών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΚ. Κ' εγώ πηγαίνω, διότι φοβούμαι να μη
δραπετεύση κατά την απουσίαν μου κανείς νεκρός. Άλλην φοράν βλέπεις τα λοιπά,
Μένιππε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Πήγαινε. Και αυτά που είδα είνε αρκετά,
Αιακέ.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">21.&Μενίππου και
Κερβέρου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ειπέ μου,
Κέρβερε, σε παρακαλώ — διότι είμαι συγγενής σου, αφού και εγώ είμαι σκύλος {28},
— πώς ήτο ο Σωκράτης όταν ήλθε εδώ κάτω.Υποθέτω δε ότι, αφού είσαι θεός, δεν
υλακτείς μόνον, αλλά και 'μιλείς ως άνθρωπος, οσάκις θέλεις.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΚΕΡΒ. Από μακράν εφαίνετο ότι ήρχετο με
ατάραχον πρόσωπον, ότι δεν εφοβείτο πολύ τον θάνατον και τούτο ήθελε να δείξη
εις τους ευρισκομένους έξω της πύλης του Άδου. Αλλ' όταν έσκυψε μέσα εις το
χάσμα και είδε το σκότος και εγώ, βλέπων ότι εδίσταζε, τον εδάγκωσα με το
κώνειον και τον έσυρα από το πόδι κάτω, ήρχισε να κλαίη σαν παιδί και εθρήνει
διά τα παιδιά του και δεν ήξευρε πλέον τι έλεγε και τι έκανε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ήτο λοιπόν ψευδοφιλόσοφος και δεν ήτο
αληθινή η περιφρόνησίς του προς τον θάνατον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΕΡΒ. Βέβαια, αλλ' έως ότου το ενόμιζεν
αναγκαίον διά την εντύπωσιν,εδείκνυε θάρρος και εφαίνετο ότι δεν υπετάσσετο
ακουσίως εις εκείνο το οποίον δεν ηδύνατο ν' αποφύγη, διά να τον θαυμάσουν οι
θεαταί. Εν γένει δε τούτο δύναμαι να είπω περί όλων των τοιούτων ανθρώπων, ότι
μέχρι της πύλης του Άδου φαίνονται τολμηροί και γενναίοι, αλλ' άμα εισέλθουν
παρουσιάζονται οποίοι πραγματικώς είνε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Εγώ δε πώς σου εφάνηκα όταν ήλθα
εδώ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΕΡΒ. Μόνον συ, Μένιππε, εφάνης άξιος της
φιλοσοφίας σου και ο Διογένης προ σου• δεν εισήλθετε αναγκαζόμενοι, ουδέ
ωθούμενοι, αλλά θεληματικώς και γελώντες και εμπαίζοντες όλους τους
άλλους.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">22.&Χάρωνος και
Μενίππου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Πλήρωσέ μου τον
ναύλον, βρε παληάνθρωπε.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Φώναζε, αν αυτό σ' ευχαριστεί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Σου λέγω να μου πληρώσης τον κόπον
μου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Από 'κείνον που δεν έχει δεν μπορείς να
πάρης τίποτε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Και υπάρχει κανείς που να μην έχη ένα
οβολόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Δεν ειξέρω τι έχουν οι άλλοι, εγώ ξέρω ότι
δεν έχω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Μα τον Πλούτωνα, θα σε πνίξω, βρωμόσκυλον,
αν δεν με πληρώσης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Κ' εγώ θα σου σπάσω το κεφάλι με το
ξύλο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Ώστε δωρεάν έκαμες τόσο
ταξείδι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Θα σε πληρώση για μένα ο Ερμής, ο οποίος
με παρέδωκε σε σένα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Ωραία, μα τον Δία, θα είνε αν υποχρεωθώ
και να πληρώνω διά τους νεκρούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Δεν θα σε αφήσω χωρίς να
πλήρωσης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Αν θέλης τράβηξε στην άμμο το πλοιάριον
και περίμενε• αλλ' αφού δεν έχω πώς θα πληρωθής;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Αλλά δεν εγνώριζες ότι θα επλήρωνες
πορθμεία;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Το εγνώριζα, αλλά δεν είχα. Λοιπόν έπρεπε
διά τούτο να μη αποθάνω;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Μόνον συ λοιπόν θα καυχάσαι ότι
εταξείδευσες δωρεάν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Όχι δωρεάν, φίλε μου• διότι και τα νερά
του πλοίου έχυνα και κουπί ετράβηξα και μόνον εγώ από τους επιβάτας σου δεν
έκλαια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Αυτά δεν αξίζουν τίποτε για μένα• πρέπει
να πληρώσης τον οβολόν•αλλοιώτικα δεν μπορεί να γείνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Λοιπόν γύρισέ με πάλιν εις την
ζωήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Αστείος είσαι, διά να έχω και τιμωρίας από
τον Αιακόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Παύσε να με σκοτίζης λοιπόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Δείξε μου τι έχεις στην
σακκούλα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Λούπινα, αν θέλης, και το δείπνον της
Εκάτης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Από πού μας τον εκουβάλησες αυτόν τον
σκύλον, Ερμή; Και δεν δύνασαι να φαντασθής τι έλεγε εις το ταξείδι• εκορόιδευεν
όλους τους επιβάτας και ενώ όλοι έκλαιαν αυτός ετραγουδούσε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΕΡΜ. Δεν γνωρίζεις, Χάρων, τι είδους άνθρωπον
είχες εις το πλοίον σου; Είνε εντελώς ελεύθερος και αδιαφορεί δι' όλα. Είνε ο
Μένιππος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΑΡ. Και όμως αν σε συναντήσω άλλην
φορά…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Αν με συναντήσης; Δεν θα με συναντήσης δύο
φορές.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">23.&Πρωτεσιλάου,
Πλούτωνος και Περσεφόνης.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Ω κύριε και
βασιλεύ και Ζευ του Άδου και συ θύγατερ της Δήμητρος, μη κωφεύσετε εις μίαν
ερωτικήν παράκλησιν.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Τι θέλεις από ημάς και ποίος
είσαι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Είμαι ο Πρωτεσίλαος ο υιός του Ιφίκλου
βασιλέως Θεσσαλού, είς των εκστρατευσάντων κατά της Τροίας Ελλήνων, όστις πρώτος
εφονεύθη κατά την εκστρατείαν εκείνην. Σας ικετεύω να με αφήσετε να επανέλθω δι'
ολίγον καιρόν εις την ζωήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Αυτήν την επιθυμίαν, Πρωτεσίλαε, έχουν
όλοι οι νεκροί, αλλ'εις ουδένα εξ αυτών θα δοθή τοιαύτη χάρις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Αλλ' εγώ δεν επιθυμώ την ζωήν, ω Πλούτων
ποθώ να επανίδω την γυναίκα μου, την οποίαν αφήκα εις τον θάλαμον μόλις την
ενυμφεύθηκα και έφυγα εις την εκστρατείαν, έπειτα δε ο δυστυχής εφονεύθην υπό
του Έκτορος κατά την απόβασιν. Ο έρως της συζύγου, κύριε, με βασανίζει πολύ και
θα ήθελα να την ίδω ολίγον και πάλιν να επιστρέψω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Δεν έπιες το νερόν της λήθης,
Πρωτεσίλαε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Μάλιστα, αλλ' ο έρως μου είνε τόσον
ισχυρός, ώστε και ούτω δεν εστάθη δυνατόν να τον λησμονήσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Λοιπόν περίμενε• διότι μίαν ημέραν θα
έλθη και εκείνη και ούτω δεν θα είνε ανάγκη να ανέλθης συ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Αλλά δεν υποφέρω να περιμένω. Και συ
ηγάπησες και γνωρίζεις τι είνε έρως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Και τι θα σε ωφελήση να αναζήσης μίαν
ημέραν και έπειτα πάλιν να έχης την αυτήν θλίψιν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Πιστεύω ότι θα την πείσω να έλθη και
εκείνη εδώ, ώστε αντί ενός θα σου έλθουν δύο νεκροί μετ' ολίγον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Δεν επιτρέπεται να γείνουν αυτά, ούτε
και έγειναν ποτέ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΡΩΤ. Θα σου ενθυμίσω, ω Πλούτων, δύο
περιστατικά• εις τον Ορφέα δι'ομοίαν αιτίαν παρεδώκατε την Ευρυδίκην και την
συγγενή μου Άλκηστιν απεστείλατε εις τον Ηρακλή διά να τον
ευχαριστήσετε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Και θα θελήσης να παρουσιασθής με αυτό
το γυμνόν και άσχημον κρανίον εις την ωραίαν και νεαράν σου σύζυγον; Και πώς
εκείνη θα σε δεχθή αφού ούτε να σε αναγνώριση θα δύναται; Είμαι βέβαιος ότι θα
σε φοβηθή και θα σε αποφύγη και άδικα θα κάμης τόσον ταξείδι διά να επανέλθης
εις την ζωήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΕΡΣ. Λοιπόν, άνδρα μου, συ και τούτο δύνασαι
να διορθώσης και διάταξε τον Ερμήν όταν ο Πρωτεσίλαος φθάση εις το φως να τον
εγγίση με την μαγικήν του ράβδον και τον μεταμορφώση ευθύς εις νέον
ωραίον,οποίος ήτο κατά την ημέραν του γάμου του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΛΟΥΤ. Αφού η Περσεφόνη το θέλει, πήγαινέ τον
επάνω, ω Ερμή, και κάμε τον πάλιν γαμβρόν. Συ δε να ενθυμήσαι ότι έχεις μόνον
μιας ημέρας άδειαν. {29}</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">24.&Διογένους και
Μαυσώλου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Δεν μου λες
διατί τόσον υπερηφανεύεσαι συ, ω Καρ, και έχεις την αξίωσιν να προτιμάσαι από
όλους ημάς;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΜΑΥΣ. Πρώτον διά την βασιλείαν μου, ω Σινωπεύ,
διότι εβασίλευσα επί ολοκλήρου της Καρίας, υπέταξα δε και μέρος των Λυδών και
νήσους τινάς εκυρίευσα και μέχρι της Μιλήτου έφθασα και τα περισσότερα μέρη της
Ιωνίας κατέλαβα• έπειτα ήμουν ωραίος και μεγαλόσωμος και γενναίος εις τον
πόλεμον• το δε σπουδαιότερον είνε ότι εις την Αλικαρνασσόν έχω τάφον
παμμέγιστον, όμοιον του οποίου κατά την μεγαλοπρέπειαν ουδείς άλλος νεκρός έχει
και αι παραστάσεις ίππων και ανθρώπων, αίτινες τον στολίζουν, είνε τόσον ωραίαι
και τόσον τεχνικαί επί του πολυτιμοτέρου μαρμάρου, ώστε δυσκόλως δύναται να
ευρεθή ναός παρόμοιος. Δεν νομίζεις λοιπόν ότι δικαίως υπερηφανεύομαι δι'
αυτά;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Διά την βασιλείαν, εννοείς, το κάλλος και
το βάρος του τάφου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΑΥΣ. Βέβαια, δι' αυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Αλλά, καλέ Μαύσωλε, ούτε την δύναμιν
εκείνην πλέον έχεις, ούτε την μορφήν και αν καλέσωμεν ένα κριτήν ωραιότητος, δεν
βλέπω διατί θα προτιμηθή το δικό σου το κρανίον από το δικό μου• διότι και τα
δύο είνε φαλακρά και άσαρκα, και των δύο φαίνονται τα δόντια ομοίως, και οι δύο
έχομεν χάσει τα μάτια και η μύτες μας έχουν γείνει σιμές• ο δε τάφος και τα
πολυτελή εκείνα μάρμαρα ίσως μεν χρησιμεύσουν εις τους Αλικαρνασσείς διά να τα
επιδεικνύουν εις τους ξένους και να υπερηφανεύωνται, ότι έχουν ένα τόσο μέγα
οικοδόμημα• αλλά συ, φίλε μου, δεν βλέπω τι απολαύεις εξ αυτού, εκτός αν θέλης
να 'πης ότι αχθοφορείς περισσότερον από ημάς τους άλλους, διότι ευρίσκεσαι υπό
το βάρος τόσων μεγάλων λίθων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΑΥΣ. Λοιπόν όλα αυτά δεν μου χρησιμεύουν εις
τίποτε και ο Μαύσωλος είνε ίσος με τον Διογένην;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Όχι ίσος, γενναιότατε, καθόλου ίσος•
διότι ο μεν Μαύσωλος θα κλαίη ενθυμούμενος την ζωήν και όσα ενόμιζεν ως
αποτελούντα την ευτυχίαν του, ο δε Διογένης θα τον καταγελά. Και συ μεν θα
καυχάσαι ότι έχεις τάφον εις την Αλικαρνασσόν, τον οποίον σου κατεσκεύασεν η
σύζυγος και αδελφή Αρτεμισία, ο δε Διογένης, και αν έχη πουθενά τάφον του
σώματός του, δεν τον γνωρίζει• διότι ουδ' εσκέφθη ποτέ περί τούτου• αλλά ζήσας
βίον ανδρός, αφήκεν εις τους αρίστους των ανθρώπων ανάμνησιν ήτις αποτελεί
μνημείον πολύ υψηλότερον και εδραιότερον από τον τάφον σου, δουλοπρεπέστατε
Καρ.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">25.&Νιρέως,
Θερσίτου και Μενίππου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΝΙΡ. Να, ας καλέσωμεν
τον Μένιππον να κρίνη ποίος είνε ωραιότερος.Δεν είμαι ευμορφότερος εγώ,
Μένιππε;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ποίοι είσθε; Διότι μου φαίνεται ότι πρέπει
πρώτον αυτό να μάθω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΝΙΡ. Ο Νιρεύς και ο Θερσίτης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ποίος είνε ο Νιρεύς και ποίος ο Θερσίτης;
Διότι ούτε τούτο διακρίνεται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΘΕΡΣ. Έχω ήδη ένα πλεονέκτημα, ότι ο Μένιππος
σε αναγνωρίζει όμοιον με εμένα και δεν διαφέρεις όσον ο τυφλός εκείνος Όμηρος
ηθέλησε να παραστήση λέγων ότι είσαι ο ωραιότερος όλων. Εγώ ο κρομμυδοκέφαλος
και φαλακρός δεν εφάνηκα χειρότερος εις τον κριτήν. Τώρα δε, Μένιππε,κύτταξε να
μας 'πης και ποίος είνε ο ευμορφότερος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΝΙΡ. Έγω γε, ο Αγλαΐας και Χάροπος, ως
κάλλιστος ανήρ υπό ήλιον ήλθον {30}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Αλλά δεν μου φαίνεται να ήλθες και εις τον
Άδην ωραιότερος,διότι τα μεν κόκκαλα είνε όμοια, το δε κρανίον σου κατά τούτο
μόνον διαφέρει από το κρανίον του Θερσίτου, ότι είνε πλέον εύθραυστον•διότι είνε
μαλακόν και όχι ανδρικόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΝΙΡ. Ερώτησε τον Όμηρον να μάθης πώς ήμουν όταν
συνεξεστράτευσα με τους Αχαιούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Παραμύθια μου λες• εγώ βλέπω πώς είσαι
σήμερον πώς δε ήσουν τότε το ξέρουν οι τότε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΝΙΡ. Και όμως εγώ και εδώ είμαι ο ωραιότερος,
Μένιππε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ούτε συ ούτε άλλος είναι ωραίος, διότι εις
τον Άδην επικρατεί ισοτιμία και όλοι είμεθα όμοιοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΘΕΡΣ. Εις εμέ λοιπόν και τούτο είναι
αρκετόν.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">26.&Μενίππου και
Χείρωνος.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ήκουσα, Χείρων,
ότι ενώ ήσουν θεός, επεθύμησες ν' αποθάνης.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΙΡ. Είνε αληθές αυτό που ήκουσες, Μένιππε,
και ως βλέπεις, απέθανα ενώ ηδυνάμην να είμαι αθάνατος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Και πώς σου ήλθεν αυτή η αγάπη προς τον
θάνατον, ο οποίος συνήθως εις τους ανθρώπους είνε πράγμα απεχθές;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΙΡ. Θα σου το 'πω, διότι είσαι φρόνιμος
άνθρωπος. Δεν έβρισκα πλέον καμμίαν ευχαρίστησιν εις την αθανασίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Δεν σου ήτο ευχάριστον να ζης και να
βλέπης το φως;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΙΡ. Όχι, Μένιππε• διότι εγώ νομίζω ότι το
ευχάριστον υπάρχει εις την ποικιλίαν και όχι εις την μονοτονίαν. Εγώ δε ζων μίαν
μακράν ζωήν και απολαμβάνων τα ίδια και τα ίδια, τον ήλιον, το φως, την
τροφήν,ενώ αι ώραι του έτους ήρχοντο και παρήρχοντο όμοιαι και τα γεγονότα
επίσης, ως να ηκολούθουν το ένα το άλλο, εκορέσθην από αυτά• διότι η τέρψις δεν
υπάρχει εις τα αυτά πράγματα πάντοτε, αλλά και εις το να στερήται κανείς
μερικά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Σωστά λέγεις, Χείρων. Ο δε Άδης πώς σου
φαίνεται, αφού τον επροτίμησες και ήλθες εδώ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΙΡ. Δεν μου είνε δυσάρεστος η εδώ διαμονή•
διότι η ισοτιμία είνε πολύ δημοκρατική και δεν είνε μεγάλη η διαφορά να ζη
κανείς εις το φως ή εις το σκότος. Άλλως τε και εδώ ούτε διψούμεν, ούτε
πεινούμεν,όπως επάνω, αλλ' είμεθα εντελώς απηλλαγμένοι όλων τούτων των
αναγκών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Πρόσεξε, Χείρων, μήπως αντιφάσκης προς τον
εαυτόν σου και ευρεθής εις την ανάγκην να είπης τα ίδια και διά τα
εδώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΙΡ. Πώς δηλαδή;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Αν εις την ζωήν τα πάντοτε όμοια και τα
ίδια σου έφεραν κόρον,και τα εδώ επειδή είνε όμοια ομοίως δύνανται να σου φέρουν
κόρον, και τότε θα ευρεθής εις την ανάγκην να ζητής να μεταβής και απ' εδώ εις
άλλην ζωήν, το οποίον μου φαίνεται αδύνατον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΧΕΙΡ. Τι να γείνη λοιπόν, Μένιππε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Εκείνο το οποίον λέγουν, ότι ο φρόνιμος
πρέπει ν' αρκήται και να ευχαριστήται εις τα υπάρχοντα και να μη νομίζη τίποτε
εξ αυτών ανυπόφορον.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">27.&Διογένους,
Αντισθένους και Κράτητος.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Ακούσετε,
Αντισθένη και Κράτη• αφού δεν έχομεν τίποτε να κάμωμεν, δεν πηγαίνομεν περίπατον
μέχρι της εισόδου του Άδου, διά να ίδωμεν τους ερχόμενους, ποίοι είνε και τι
κάνουν;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΤ. Πάμε, Διογένη. Το θέαμα θα είνε ευχάριστον
να βλέπη κανείς άλλους μεν να κλαίουν, άλλους δε παρακαλούντας να τους αφήσουν,
και μερικούς να αναγκάζουν τον Ερμήν να τους πιάνη από τον τράχηλον και να τους
ωθή και πάλιν ν' αντιστέκωνται και να πίπτουν ανάσκελα προς ανωφελή
αντίστασιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Να σας διηγηθώ εγώ τι είδα όταν
κατέβαινα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Να μας διηγηθής, Κράτη, διότι φαίνεται
ότι θα είδες πολύ αστεία πράγματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Ήρχοντο πολλοί μαζή μας, μεταξύ δε αυτών
ο Ισμηνόδωρος ο πλούσιος ο συμπολίτης μας, ο Αρσάκης ο ύπαρχος της Μηδίας και ο
Αρμένιος Ορείτης. Λοιπόν ο Ισμηνόδωρος ο οποίος είχε φονευθή υπό ληστών κατά τον
Κιθαιρώνα, ενώ επήγαινε εις την Ελευσίνα, νομίζω —εστέναζε και εκράτει την
πληγήν του και ανέφερε τα παιδιά του, τα οποία αφήκε πολύ μικρά και μετενόει διά
την τόλμην του, διότι ενώ επρόκειτο να διαβή τον Κιθαιρώνα και τα περίχωρα των
Ελευθερών, τα οποία έχουν εντελώς ερημωθή υπό των πολέμων, είχε παραλάβει δύο
μόνον δούλους, ενώ είχε μαζύ του πέντε χρυσάς φιάλας και τέσσερα ποτήρια. Ο δε
Αρσάκης — ο οποίος ήτο ήδη ηλικιωμένος και αληθώς σεβάσμιος την όψιν —εξέφραζε
εις βαρβαρικήν γλώσσαν την δυσφορίαν και την αγανάκτησίν του, διότι εβάδιζε
πεζός και εζήτει να του φέρουν τον ίππον του. Διότι ο ίππος του είχεν αποθάνει
συγχρόνως με αυτόν. Ένας Θραξ ακροβολιστής τους είχε φονεύσει και τους δύο δι
ενός κτυπήματος εις την μάχην την γενομένην παρά τον ποταμόν Αράξην εναντίον του
βασιλέως της Καππαδοκίας. Ο Αρσάκης, ως διηγείτο, έτρεχε,εξορμήσας πολύ προ των
άλλων• ο δε Θραξ τον ανέμενε και προβαλών την ασπίδα απέκρουσε το κοντάρι του
Αρσάκη, έπειτα δε διευθύνας εκ των κάτω την λόγχην διεπέρασε και αυτόν και τον
ίππον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΤ. πώς είνε δυνατόν, Κράτη, να γείνη αυτό με
ένα κτύπημα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΚΡΑΤ. Ευκολώτατα, Αντισθένη• ο Αρσάκης ήρχετο
με ορμήν κρατών προτεταμένον κοντάρι είκοσι πήχεων, ο δε Θραξ, αφού διά της
ασπίδος του απέκρουσε την επίθεσιν και απέφυγε το λόγχισμα, εγονάτισε και με την
λόγχην προτεταμένην εδέχθη τον επερχόμενον και επλήγωσε κάτω του στήθους τον
ίππον, ο οποίος εκ της ορμής του διεπεράσθη• διετρυπήθη δε και ο Αρσάκης εκ του
βουβώνος πέρα πέρα. Ως βλέπεις το φοβερόν τούτο κτύπημα έγεινε μάλλον εξ αιτίας
της ορμής του ίππου παρά εκ της θελήσεως και της δυνάμεως του ανθρώπου.
Ηγανάκτει λοιπόν ο Αρσάκης διότι ετάσσετο εις την αυτήν με τους άλλους τάξιν και
απήτει να καταβή έφιππος. Ο δε Ορείτης είχε τόσον αβρούς τους πόδας, ώστε ούτε
να σταθή, ούτε να βαδίζη ηδύνατο. Τούτο δε συμβαίνει εις όλους σχεδόν τους
Μήδους, όταν αφιππεύουν βαδίζουν, ως να πατούν επί ακανθών,ακροποδητί. Διά τούτο
όταν έπεσε κάτω και δεν ήθελε κατ' ουδένα τρόπον να σηκωθή, ο Ερμής τον εσήκωσε
και τον έφερε μέχρι της αποβάθρας, εγώ δε εγελούσα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΝΤ. Και εγώ όταν κατέβαινα, δεν ανεμίχθην
καθόλου με τους άλλους,αλλά τους αφήκα να κλαίουν και προτρέξας εισήλθα εις το
πλοίον και κατέλαβα θέσιν διά να ταξειδεύσω με άνεσιν• κατά δε το ταξείδι οι μεν
άλλοι έκλαιαν και ξερνούσαν, εγώ δε διεσκέδαζα με αυτούς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Συ, Κράτη και Αντισθένη, είχατε αυτούς
τους συνοδοιπόρους• εγώ δε είχα τον Βλεψίαν τον τοκιστήν από την Πίσαν, τον
Λάμπιν τον Ακαρνάνα, τον αρχηγόν των ξένων μισθοφόρων και τον Δάμιν τον πλούσιον
από την Κόρινθον. Εξ αυτών ο μεν Δάμις είχεν αποθάνει δηλητηριασθείς υπό του
υιού του, ο δε Λάμπις ηυτοκτόνησεν εξ έρωτος προς την Μύρτιον την εταίραν, και ο
Βλεψίας ελέγετο ότι είχεν αποθάνει εξ ασιτίας ο δυστυχής, το οποίον και εφαίνετο
εις την μεγάλη του ωχρότητα και την άκραν εξασθένησιν. Εγώ δε αν και εγνώριζα
τους ανέκρινα διά να μου'πουν κατά ποίον τρόπον απέθαναν. Και όταν ο Δάμις
κατηγόρει τον υιόν του; Δεν έπαθες άδικα, του είπα, αφού είχες περιουσίαν χιλίων
ταλάντων και συ μεν απελάμβανες που ήσουν εννενηκοντούτης, εις δε τον υιόν σου ο
οποίος ήτο δέκα οκτώ ετών νέος έδιδες μόνον τεσσάρας οβολούς. Συ δε, Ακαρνάν, —
διότι εστέναζε και αυτός και κατηράτο την Μύρτιον — διατί αιτιάσαι τον έρωτα και
όχι τον εαυτόν σου; Τους εχθρούς δεν εφοβήθης ποτέ και ήσουν πρώτος εις τους
κινδύνους, και το πρώτον τυχόν γύναιον με τα ψευδή του δάκρυα και τους
στεναγμούς σε υπεδούλωσε, γενναιότατε. Ο δε Βλεψίας κατηγόρει τον εαυτόν του ως
πολύ ανόητον, διότι εφύλατε τα χρήματά του διά κληρονόμους αγνώστους,νομίζων ο
ανόητος ότι δεν θ' απέθνησκε ποτέ. Εν γένει δε πολύ με διεσκέδασαν με τους
στεναγμούς των. Αλλ' εφθάσαμεν εις την είσοδον και τώρα ας σταματήσωμεν εδώ και
ας παρατηρούμεν εξ αποστάσεως τους ερχομένους. Πωπώ, είνε πάρα πολλοί και
διάφοροι και όλοι δακρύουν εκτός των νεογνών και των νηπίων. Αλλά και οι πολύ
γέροντες κλαίουν.Διατί αρά γε; Από αγάπην προς την ζωήν; Θέλω να ερωτήσω αυτόν
τον υπέργηρον.—Διατί κλαίεις ενώ απέθανες τόσον ηλικιωμένος; Διατί τόσον σου
κακοφαίνεται, φίλε μου, αφού έρχεσαι γέρων; Μήπως ήσουν πουθενά
βασιλεύς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΤΩ. Καθόλου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Μήπως σατράπης;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΤΩ. Ούτε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Λοιπόν μήπως ήσουν πλούσιος και αφήκες
πολλάς απολαύσεις εις την ζωήν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΤΩ. Τίποτε απ' αυτά. Είχα γείνει εννενήντα
χρονών επάνω κάτω, εζούσα δε ζωήν δυστυχισμένην και ως μόνον πόρον είχα την
ψαρρικήν με το καλάμι και την ορμιάν. Εκτός δε της μεγάλης φτώχειας, ήμουν
άτεκνος,ήμουν κουτσός και μόλις έβλεπα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Και μολονότι ευρίσκεσο εις αυτήν την
κατάστασιν ήθελες να ζης;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΠΤΩ. Ναι, διότι το φως είνε ευχάριστον και ο
θάνατος κακός και μαύρος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΔΙΟΓ. Είσαι ανόητος, γέρω, και δεν ξέρεις το
συμφέρον σου, σαν να ήσουν παιδί, ενώ είσαι ομήλικος του Χάρωνος. Τι να λέγη
λοιπόν κανείς διά τους νέους όταν οι έχοντες τόσην ηλικίαν αγαπούν την ζωήν, ενώ
έπρεπε να επιδιώκουν τον θάνατον ως φάρμακον των δυστυχιών του γήρατος; Αλλά
καιρός να φύγωμεν διά να μη νομίση κανείς ότι σκεπτόμεθα να δραπετεύσωμεν,
επειδή μας βλέπουν να περιφερώμεθα εδώ εις την είσοδον.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">28.&Μενίππου και
Τειρεσίου.&</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Εάν αληθώς είσαι τυφλός, ω Τειρεσία, δεν
είνε εύκολον να το διακρίνη κανείς πλέον• διότι όλοι εδώ έχομεν ομοίως κενά τα
μάτια,μόνον δε τα κοιλώματά των διατηρούνται• κατά δε τα άλλα δεν δύναται κανείς
να είπη ποίος ήτο ο Φινεύς και ποιος ο Λυγκεύς. Ότι όμως ήσουν μάντις και ότι
υπήρξες αρσενικός και θηλυκός το γνωρίζω από τους ποιητάς. Κάμε μου λοιπόν την
χάριν να μου 'πης ποία ζωή σου εφάνη πλέον ευχάριστος, του ανδρός ή της
γυναικός;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΕΙΡ. Πάρα πολύ καλλιτέρα η γυναικεία ζωή,
Μένιππε, διότι έχει ολιγωτέρας φροντίδας. Εκτός δε τούτου αι γυναίκες διευθύνουν
τους άνδρας, και ούτε εις τον πόλεμον πηγαίνουν, ούτε φρουρούν, ούτε εις τας
συνελεύσεις του λαού συζητούν, ούτε εις τα δικαστήρια καλούνται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Δεν ήκουσες, Τειρεσία, την Μήδειαν του
Ευριπίδου, τι λέγει,ελεεινολογούσα την τύχην των γυναικών, ότι ζουν αθλίαν ζωήν
και τραβούν αφόρητους πόνους κατά τον τοκετόν; Και — αφού οι στίχοι της Μηδείας
μου το ενθύμισαν — δεν μου λες εγέννησες ποτέ όταν ήσουν γυναίκα,- ή στείρα και
άγονος επέρασες την γυναικείαν ζωήν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΕΙΡ. Διατί ερωτάς αυτό, Μένιππε;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Όχι για κακό, Τειρεσία• λοιπόν 'πες μου,
αν δεν σ' εμποδίζη τίποτε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΕΙΡ. Δεν ήμουν μεν στείρα, αλλά και δεν
εγέννησα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Καλά, αλλά ήθελα να μάθω αν είχες και
μήτραν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΕΙΡ. Είχα, πώς όχι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Λοιπόν με τον καιρόν σου εξηφανίσθη η
μήτρα και το γυναικείον όργανον εφράχθη και οι μαστοί απεσπάσθησαν και το
ανδρικόν όργανον εφύτρωσε και έβγαλες γένεια, ή διά μιας από γυναίκα έγεινες
άνδρας;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΕΙΡ. Δεν βλέπω τι σκοπόν έχει η ερώτησίς σου•
φαίνεται λοιπόν ότι δεν πιστεύεις ότι έγειναν αυτά, όπως σου τα λέγω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ώστε δεν πρέπει κανείς, Τειρεσία, να
δυσπιστή εις τοιαύτας διηγήσεις, αλλά χωρίς να εξετάζη αν είνε δυνατά ή μη να τα
παραδέχεται, ως βλαξ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΕΙΡ. Συ λοιπόν δεν πιστεύεις ούτε όταν ακούης
ότι γυναίκες μετεμορφώθησαν εις πτηνά ή δένδρα ή θηρία; όπως λ. χ. η Αηδών, η
Δάφνη, ή του Λυκάονος η θυγατέρα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Εάν συναντήσω και αυτάς πουθενά, θα τας
ερωτήσω και θα μάθω τι λέγουν. Συ δε, όταν ήσουν γυναίκα, ήσουν και μάντις όπως
κατόπιν, ή μόνον όταν έγεινες άνδρας έγεινες και μάντις;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΕΙΡ. Βλέπω ότι αγνοείς όλην μου την ιστορίαν,
εκτός δε των άλλων ότι διέλυσα μίαν φιλονεικίαν των θεών και η μεν Ήρα με
ετύφλωσε, ο δε Ζευς προς παρηγορίαν της συμφοράς μού έδωκε την μαντικήν
δύναμιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ακόμη επιμένεις εις τα ψεύδη σου,
Τειρεσία; Αλλ' είσαι και συ όπως οι άλλοι μάντεις, οι οποίοι ποτέ δεν λέγουν
τίποτε σωστόν.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">29.&Αίαντος και
Αγαμέμνονος.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΆΜ. Εάν συ
παρεφρόνησες, Αία, και ηυτοκτόνησες, εφοβέρισες δε και ημάς όλους να μας
φονεύσης, διατί κατηγορείς τον Οδυσσέα και προ ολίγου ούτε τον ητένισες, όταν
ήλθε να ζητήση την γνώμην του Τειρεσίου, ούτε τον εχαιρέτισες, ενώ υπήρξε
συστρατιώτης σου και φίλος, αλλ' επροσπέρασες βιαστικά και
περιφρονητικώς;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΣ. Δικαίως, Αγαμέμνων, διότι αυτός έγεινεν
αίτιος να παραφρονήσω• μόνος αυτός μου διεφιλονείκησε τα όπλα του
Αχιλλέως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΑΜ. Και είχες την αξίωσιν να μη συναγωνισθή
κανείς και να υπερισχύσης αμαχητί όλων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΣ. Τουλάχιστον εις αυτήν την περίστασιν,
διότι τα όπλα ανήκον εις εμέ αφού ήσαν του ανεψιού μου. Και σεις μεν οι άλλοι,
αν και ήσθε πολύ καλλίτεροι του Οδυσσέως, παρητήθητε από τον αγώνα και
παρεχωρήσατε εις εμέ τα όπλα• ο υιός όμως του Λαέρτου, τον οποίον εγώ πολλάκις
έσωσα όταν εκινδύνευε να σφαγή υπό των Φρυγών, επέμενεν ότι είνε καλλίτερός μου
και ότι εις αυτόν μάλλον έπρεπαν τα όπλα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΑΜ. Τότε μάλλον κατά της Θέτιδος πρέπει να
παραπονήσαι, η οποία ενώ έπρεπε να σε κάμη κληρονόμον των όπλων, αφού είσαι
συγγενής, τα έφερε και τα κατέθεσεν εις το κοινόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΣ. Όχι, κατά του Οδυσσέως παραπονούμαι ο
οποίος μόνος επέμενε να τα πάρη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΓΑΜ. Πρέπει να τον συγχωρήσης, Αία, διότι ως
άνθρωπος επεθύμησε την δόξαν, πράγμα τόσον γλυκύ, διά το οποίον και ημείς οι
άλλοι υπεφέραμεν κινδύνους. Άλλως σ' ενίκησεν, ως απεφάνθησαν και Τρώες
κριταί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΑΙΑΣ. Ξέρω εγώ ποίος με κατεδίκασε• αλλά δεν
πρέπει να λέγωμεν τίποτε εναντίον των θεών. Δεν δύναμαι όμως να μη μισώ τον
Οδυσσέα,Αγαμέμνων, και αν ακόμη αυτή η Αθηνά με διέτασσε το εναντίον.</span><br />
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">30.&Μίνωος και
Σωστράτου.&</span></div>
<div style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ. Αυτός εδώ ο
ληστής Σώστρατος ας ριφθή εις τον Πυριφλεγέθοντα, ο ιερόσυλος ας σπαραχθή υπό
της Χιμαίρας, ο δε τύραννος, ω Ερμή, ας σταυρωθή πλησίον του Τιτυού και να του
τρώγουν οι γύπες τα ήπατα•σεις δε οι δίκαιοι, πηγαίνετε αμέσως εις το Ηλύσιον
πεδίον και κατοικείτε εις τας νήσους των Μακάρων, εις αμοιβήν των καλών σας
πράξεων εις την ζωήν.</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΣΤΡ. Άκουσε, ω Μίνω, διά να κρίνης αν έχω
δίκαιον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ. Πάλιν θα σε ακούσω; Δεν απεδείχθη ότι
είσαι κακούργος και ότι τόσους ανθρώπους εφόνευσες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΣΤΡ. Βέβαια, αλλά πρέπει να εξετάσης αν και
δικαίως θα τιμωρηθώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ. Πολύ δικαίως, αφού πρέπει να τιμωρηθής
κατά τα έργα σου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΣΤΡ. Σε παρακαλώ να μου απαντήσης• θα σου
κάμω μίαν σύντομον ερώτησιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ. Λέγε, αλλά μη πολυλογάς διότι έχω και
άλλους να δικάσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΣΤΡ. Όσα έκανα όταν εζούσα τα έκανα εκουσίως,
ή η Μοίρα μου είχεν ορίσει να τα κάμω;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ. Βέβαια η Μοίρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΣΤΡ. Λοιπόν και οι αγαθοί και οι κακοί όλοι
υπήρξαμεν τοιούτοι,διότι ούτω ηθέλησεν η Μοίρα;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ. Ναι, η Κλωθώ, η οποία εις έκαστον κατά την
γέννησίν του ορίζει τι θα πράξη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΣΤΡ. Εάν λοιπόν κανείς αναγκασθή υπό άλλου,
εις τον οποίον δεν δύναται να παρακούη, όπως ο δήμιος αν διαταχθή υπό δικαστού
και ο δορυφόρος αν διαταχθή υπό τυράννου, και φονεύση άνθρωπον, ποίον θα
κατηγορήσης διά τον φόνον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ. Εννοείται, τον δικαστήν ή τον τύραννον,
διότι δεν δύναται,κανείς να κατηγορήση διά τον φόνον το όπλον το οποίον
χρησιμεύει ως απλούν όργανον της οργής του φονέως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΣΤΡ. Ευχαριστώ, Μίνω, διότι δυναμόνεις το
παράδειγμά μου. Εάν δε έλθη ένας υπηρέτης εκ μέρους του κυρίου του και μας φέρη
χρυσόν ή άργυρον, εις ποίον πρέπει να γνωρίζωμεν την χάριν και ποίον πρέπει να
θεωρούμεν ευεργέτην;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ. Εκείνον όστις μας έστειλε τον χρυσόν•
εκείνος όστις τον έφερε έκαμε μόνον τον κόπον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΣΩΣΤΡ. Λοιπόν βλέπεις ότι αδίκως μας τιμωρείς
διότι επράξαμεν όσα η Κλωθώ διέταξε και ευχαριστείς τους υπηρέτας διά δώρα ξένα;
Διότι δεν δύναται κανείς να είπη ότι ήτο δυνατόν να παρακούσωμεν εις διαταγάς
τόσον επιτακτικάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΙΝ. Άκουσε, Σώστρατε, και πολλά άλλα, αν καλώς
εξετάσης, θα ίδης ότι δεν γίνονται λογικώς. Αλλ' από την ερώτησίν σου
αποδεικνύεσαι ότι δεν είσαι μόνον ληστής, αλλά και ρήτωρ. Και δι' αυτό απόλυσέ
τον, Ερμή,και ας μη τιμωρηθή. Αλλά πρόσεξε να μη διδάξης και τους άλλους νεκρούς
να μου κάνουν τοιαύτας ερωτήσεις.</span><br />
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">&ΜΕΝΙΠΠΟΣ Η
ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ&</span></div>
<div style="margin-top: 60pt;">
<span style="font-size: 16pt;">&Μένιππος και
Φίλωνίδης.&</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. ω Χαίρε μέλαθρον προ πυλά θ' εστίας εμής,
ως άσμενός σε γ' είδον ές φάος μολών. {31}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Δεν είνε αυτός ο Μένιππος ο κυνικός;
Βέβαια δεν είνε άλλος,εκτός εάν εγώ δεν βλέπω καλά• όλος κι' όλος ο Μένιππος.
Αλλά τι αλλόκοτος ενδυμασία είνε αύτη; Φορεί πίλον και δέρμα λέοντος και κρατεί
λύραν. Ας τον πλησιάσω. Χαίρε, Μένιππε• από πού μας έρχεσαι;διότι έχεις πολύν
καιρόν να φανής εις την πόλιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ήκω νεκρών κευθμώνα και σκότου πύλας
λιπών, ίν' Άδης χωρίς ώκισται θεών. {32}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Περίεργον, ο Μένιππος είχεν αποθάνει χωρίς
να το μάθωμεν. Και έπειτα πάλιν εξανάζησες;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ουκ, αλλ' ετ' έμπνουν Αίδης μ' εδέξατο.
{33}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Και η αιτία αυτού του πρωτοφανούς και
παραδόξου ταξειδίου σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Νεότης μ' επήρε και θράσος του νου
πλέον.{34}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Παύσε, ευλογημένε, να παίζης τραγωδίαν,
ξεπέζευσε από τους ιάμβους και πες μου εις απλήν γλώσσαν τι είνε αυτή η στολή
και ποία ανάγκη σε, έκαμε να ταξειδεύσης εις τον κάτω κόσμον, διότι δεν
είνε,φαίνεται, ευχάριστον τοιούτον ταξείδι, ώστε να το επιχειρή κανείς χωρίς
ανάγκην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. ω φιλότης χρειώ με κατήγαγεν εις Αίδαο
ψυχή χρησόμενον Θηβαίου Τειρεσίου.{35}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Τι έπαθες, τρελλάθηκες; με στίχους της
τραγωδίας ομιλείς προς τους φίλους σου;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Μη απορής, φίλε μου• διότι προ ολίγου
ακόμη, ήμουν με τον Ευριπίδην και τον Όμηρον και χωρίς να το καταλάβω εγέμισα
από στίχους, οι οποίοι αυτομάτως ανεβαίνουν εις το στόμα μου. Αλλά δεν μου λες
πώς τα περνάτε εδώ εις την γην και τι γίνεται εις την πόλιν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Τίποτε νέον, αλλ' όπως και προτήτερα,
κλέπτουν, επιορκούν,τοκογλυφούν, φιλαργυρεύονται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ω τους αθλίους και δυστυχείς• δεν
γνωρίζουν τι νόμοι εψηφίσθησαν προ ολίγου καιρού και τι ψηφίσματα έγειναν
εναντίον των πλουσίων, τα οποία, μα τον Κέρβερον, κατ' ουδένα τρόπον δύνανται να
διαφύγουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Τι λες; Έγειναν νεώτεροι νόμοι εις τον
κάτω κόσμον περί των εδώ;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Και πολλοί, μα τον Δία. Αλλά δεν
επιτρέπεται να λέγωνται αυτά προς όλους και να φανερόνωνται τα απόρρητα, μήπως
και κανείς με καταγγείλη επί ασεβεία προς τον Ραδάμανθυν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Σε παρακαλώ, Μένιππε, μη μου τα κρύψης•
είμαι φίλος σου και γνωρίζω να κρατώ μυστικά, εκτός δε τούτου είμαι και
μεμυημένος εις τα μυστήρια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Μου απαιτείς δύσκολον πράγμα και
επικίνδυνον, αλλά τέλος πάντων προς χάριν σου θα το αποτολμήσω. Απεφασίσθη
λοιπόν, όπως οι πλούσιοι και πολυχρήματοι, όσοι κρατούν κατάκλειστον τον χρυσόν,
όπως την Δανάην…</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Σε παρακαλώ όμως πριν μου αναφέρης τα
αποφασισθέντα να μου 'πης εκείνα τα οποία ενδιαφέρομαι περισσότερον ν' ακούσω,
δηλαδή πώς σου επήλθεν η ιδέα να κατεβής εις τον Άδην, ποίος σου εχρησίμευσεν ως
οδηγός, έπειτα δε τι είδες και τι ήκουσες εκεί κάτω• διότι ως φιλόκαλος άνθρωπος
που είσαι δεν θα παρέλειψες τίποτε εκ των αξιοθεάτων και αξιακούστων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Θα σου κάμω και αυτήν την χάριν διότι τι
να κάμη κανείς όταν φίλος άνθρωπος τον παρακαλή; Λοιπόν θα σου ομιλήσω πρώτα
περί της αποφάσεώς μου και της αφορμής της καθόδου μου. Αφ' ότου ήμουν
παιδί,ακούων τας διηγήσεις του Ομήρου και Ησιόδου περί πολέμων και στασιασμών
όχι μόνον των ημιθέων, αλλά και αυτών των θεών, προσέτι δε περί μοιχειών αυτών
και βιασμών και αρπαγών, περί δικών και εκθρονισμών πατέρων υπό των τέκνων αυτών
και γάμων μεταξύ αδελφών,ενόμιζα ότι όλα αυτά είνε καλά και ζωηρώς επόθουν να τα
μιμηθώ. Αλλ'όταν ήρχισα να ενηλικιούμαι, έβλεπα ότι οι νόμοι
διατάσσουν,αντιθέτως προς τους ποιητάς, να μη μοιχεύωμεν, ούτε να
στασιάζωμεν,ούτε ν' αρπάζωμεν. Ευρέθηκα λοιπόν εις μεγάλην αμφιβολίαν, μη
γνωρίζων ποίαν διαγωγήν ν' ακολουθήσω. Διότι ούτε οι θεοί εφανταζόμην θα
εμοίχευαν και θα εστασίαζαν μεταξύ των, εάν δεν ενόμιζαν αυτά καλά, ούτε πάλιν
οι νομοθέται θα μας συνεβούλευαν τα εναντία, εάν δεν τα ενόμιζαν ως ωφελιμώτερα.
Εις την απορίαν μου εσκέφθηκα να υπάγω να εύρω τους λεγομένους φιλοσόφους, να
τεθώ εις την διάθεσίν των και να τους παρακαλέσω να με μεταχειρισθούν όπως
θέλουν και να μου υποδείξουν ένα απλούν και ασφαλή τρόπον ζωής. Με τοιαύτας
σκέψεις επήγα προς αυτούς, αλλά δεν ενόησα ότι έπεφτα εις την φωτιάν, κατά το
λεγόμενον, διά ν' αποφύγω τον καπνόν. Διότι όταν τους εγνώρισα ευρήκα εις αυτούς
τόσην άγνοιαν και αμφιβολίαν, ώστε να μου φανούν εν συγκρίσει προς αυτούς πολύ
σοφώτεροι εις τον τρόπον του ζην οι απλοί άνθρωποι. Ο είς εξ αυτών λ.χ. εδίδασκε
ν' απολαμβάνωμεν πάσαν ήδονήν και μόνον την ηδονήν να επιζητώμεν εις όλα, διότι
αυτά είνε η τελεία ευτυχία• ο άλλος εξ εναντίας εδίδασκε να εργαζώμεθα διηνεκώς
και να μοχθούμεν, να σκληραγωγούμεν το σώμα και να είμεθα ρυπαροί και ελεεινοί,
να ενοχλούμεν δε τους πάντας και να τους υβρίζωμεν και συχνά επανελάμβανε τους
πασίγνωστους στίχους του Ησιόδου περί αρετής,περί του ιδρώτος και περί της
αναβάσεως εις την κορυφήν• {36} άλλος συνεβούλευε να περιφρονούμεν τα πλούτη και
ν' αδιαφορούμεν διά την απόκτησιν αυτών• άλλος εξ εναντίας ήτο της γνώμης ότι
και ο πλούτος είνε κάτι αγαθόν. Αλλά τι να σου είπω διά τας γνώμας των περί του
κόσμου; Σου ομολογώ ότι όταν τους ήκουα καθ' εκάστην να ομιλούν περί ιδεών και
ασωμάτων και ατόμων και περί κενών και να επαναλαμβάνουν πλήθος τοιούτων λέξεων,
μου ήρχετο αναγούλα. Και το γελοιωδέστερον εξ όλων είνε ότι και όταν ωμίλουν
περί πραγμάτων εντελώς αντιθέτων εύρισκαν επιχειρήματα τόσον πιθανά και
πειστικά, ώστε να μη δύναται κανείς να τους αντικρούη και όταν υπεστήριζαν ότι
το θερμόν και το ψυχρόν είνε το ίδιον πράγμα, ενώ γνωρίζομεν σαφώς ότι θερμόν
και ψυχρόν δεν δύναται να είνε συγχρόνως ένα πράγμα. Μου συνέβαινε λοιπόν
ακριβώς ό,τι εις τους νυστάζοντας, οίτινες οτέ μεν κατανεύουν οτέ δε ανανεύουν.
Αλλ' έτι μάλλον παράλογον ήτο το ακόλουθον• παρακολουθών αυτούς παρετήρουν ότι
αι πράξεις των ήσαν εντελώς εναντίαι προς την διδασκαλίαν των διότι οι
διδάσκοντες την περιφρόνησιν του πλούτου παρετήρουν ότι είχαν άπληστον όρεξιν
χρημάτων και περί τόκων εφιλονείκουν και επί πληρωμή εδίδασκαν και τα πάντα
χάριν των χρημάτων υπέφεραν. Εκείνοι δε οίτινες εδίδασκον την περιφρόνησιν της
δόξης έπρατταν και έλεγαν τα πάντα χάριν αυτής• ενώ δε όλοι σχεδόν κατηγόρουν
τας απολαύσεις, ιδιαιτέρως εις αυτάς ήσαν αφιερωμένοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Όταν λοιπόν είδα και αυτήν μου την ελπίδα να
διαψευσθή, έτι μάλλον ελυπούμην, αλλ' επροσπαθούσα να παρηγορήσω τον εαυτόν μου
με την σκέψιν ότι και άλλοι πολλοί, μεταξύ των οποίων και σοφοί και λίαν
φημιζόμενοι διά την σύνεσίν των, δεν εγνώριζαν την αλήθειαν. Ενώ δε κάποτε
αγρυπνούσα με τοιαύτας σκέψεις, απεφάσισα να υπάγω εις την Βαβυλώνα και να
παρακαλέσω κανένα εκ των μάγων μαθητών και διαδόχων του Ζωροάστρου, περί των
οποίων είχα ακούσει να λέγεται ότι με επωδάς και διαφόρους μαγείας δύνανται ν'
ανοίξουν τας πύλας του Άδου, να κατεβάζουν οποίον θέλουν και να τον ανεβάζουν
πάλιν οπίσω. Ως καλλίτερον λοιπόν έκρινα να κατέβω με την βοήθειαν κανενός εξ
αυτών και να υπάγω προς τον Βοιωτόν Τειρεσίαν διά να μάθω παρ' αυτού, αφού ήτο
μάντις και σοφός, ποία είνε η καλλιτέρα ζωή, την οποίαν πρέπει να προτιμήση ο
φρόνιμος άνθρωπος• και αμέσως ανεπήδησα και έτρεξα με σπουδήν και κατ' ευθείαν
εις την Βαβυλώνα. Άμα δε έφθασα εκεί, ευρήκα ένα εκ των Χαλδαίων, σοφόν και
θαυμαστόν κατά την τέχνην, ο οποίος είχε λευκήν την κόμην και γενειάδα
σεβάσμιαν, ωνομάζετο δε Μιθροβαρζάνης. Τον παρεκάλεσα και τον καθικέτευσα και
μετά δυσκολίας τον έπεισα να με οδήγηση εις τον Άδην με οίαν δήποτε αμοιβήν
ήθελε. Ο μάγος με παρέλαβε και κατ' αρχάς μεν επί είκοσι εννέα ημέρας, αρχίσας
από την νέαν σελήνην, με έλουε• κατά την αυγήν με ωδήγει εις τον Ευφράτην, όταν
δε ανέτελλεν ο ήλιος μου απήγγελλε λόγια τα οποία μου ήσαν ακατάληπτα• όπως οι
αμαθείς κήρυκες των αγώνων, έλεγε τους λόγους του βιαστικούς και ακατανοήτους•
ηδύνατό τις όμως να μαντεύση ότι κάποιους θεούς επεκαλείτο. Μετά την επωδήν
αυτήν και αφού μου έπτυε τρεις φορές κατά πρόσωπον, επέστρεφα χωρίς ν' ατενίζω
κανένα εκ των συναντωμένων. Ως τροφήν μου έδιδεν ακροβλάσταρα της δρυός, ως
ποτόν δε γάλα και υδρόμελι και νερόν του ποταμού Χοάσπου. Εκοιμώμουν δε έξω
επάνω εις τα χόρτα. Αφού δε ενόμισεν αρκετήν αυτήν την προπαρασκευήν, με ωδήγησε
περί το μεσονύκτιον εις τον Τίγρητα ποταμόν, όπου με έπλυνε, με εσπόγγισε, με
εξήγνισε, όπως εξαγνίζουν τους νεκρούς, με δαδιά και σκυλοκρόμμυδον και άλλα
διάφορα. Αφού δε εψιθύρισε την επωδήν εκείνην, με εμάγευσε όλον και διέγραψε
κύκλους γύρω μου διά να μη με κακοποιήσουν τα φαντάσματα, με ωδήγησε πάλιν εις
το σπήτι του, αλλά με υπεχρέωσε να οπισθοβατώ. Κατά το υπόλοιπον δε της νυκτός
εκάμαμεν τας ετοιμασίας μας διά το ταξείδι. Ο μεν Μιθροβαρζάνης εφόρεσε μίαν
μαγικήν στολήν κατά πολύ ομοιάζουσαν με το Μηδικόν ένδυμα, έπειτα δε έφερε και
μ' εστόλισε με αυτόν τον πίλον και την λεοντήν και μου έδωκε να κρατώ την λύραν,
μου παρήγγειλε δε εάν μ' ερωτήσουν πώς ονομάζομαι να μη λέγω Μένιππος, αλλ'
Ηρακλής ή Οδυσσεύς ή Ορφεύς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Γιατί αυτό, Μένιππε; Διότι ούτε των
ονομάτων, ούτε της ενδυμασίας την σημασίαν εννοώ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Και όμως το πράγμα είνε φανερόν και όχι
δύσκολον να εννοηθή.Επειδή εκείνοι άλλοτε κατέβηκαν ζωντανοί εις τον Άδην,
εσκέπτετο ότι αν με εξωμοίωνε προς αυτούς, ευκόλως θα διεφεύγαμεν την προσοχήν
του Αιακού και ανεμποδίστως θα εισηρχόμεθα, χάρις εις την μεταμφίεσιν εκείνην
την θεατρικήν εις την οποίαν ο Αιακός είνε συνηθισμένος.Ήρχισεν ήδη να φέγγη και
κατεβήκαμεν εις τον ποταμόν διά ν'αναχωρήσωμεν. Είχε δε ετοιμασθή κατά
παραγγελίαν του πλοίον και σφάγια διά θυσίαν και υδρόμελι και άλλα χρήσιμα διά
την τελετήν.Επιβιβάσαντες δε όλα αυτά τα εφόδια εισήλθαμεν και ημείς
και</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">βαίνομεν αχνύμενοι, θαλερόν κατά δάκρυ χέοντες.
{37}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επί τινα καιρόν το πλοίον μας ηκολούθει το
ρεύμα του ποταμού• έπειτα δε εισήλθαμεν εις το έλος και την λίμνην, όπου ο
Ευφράτης χύνεται•αφού δε επεράσαμεν και την λίμνην εφθάσαμεν εις μέρος έρημον,
δασώδες και σκιερόν, όπου απεβιβάσθημεν. Ο Μιθροβαρζάνης προηγείτο. Εσκάψαμεν δε
λάκκον, εσφάξαμεν τα πρόβατα και εκάμαμεν σπονδάς χύνοντες γύρω εις τον λάκκον
το αίμα. Ο δε μάγος εν τω μεταξύ τούτω κρατών δάδα αναμμένην, όχι πλέον με
σιγανήν φωνήν, αλλά με όλην του την δύναμιν εφώναζε και επεκαλείτο όλους τους
καταχθονίους θεούς και τας Ποινάς και τας Εριννύας</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">και νυχίαν Εκάτην και επαινήν Περσεφόνειαν
{38}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">αναμιγνύων συγχρόνως βαρβαρικάς τινας,
ακαταλήπτους και πολυσυλλάβους λέξεις. Ευθύς δε όλος ο τόπος εσείσθη και υπό της
μαγικής επωδής εσχίσθη το έδαφος και ηκούετο μακρυνόν το γαύγισμα του Κερβέρου.
Και η στιγμή ήτο πολύ φοβερά και τρομακτική,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">έδδεισεν δ' υπένερθεν άναξ ενέρων
Αϊδωνεύς{39}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">διότι εφαίνοντο ήδη τα περισσότερα μέρη του
Άδου, η λίμνη και ο Πυριφλεγέθων και του Πλούτωνος τα ανάκτορα. Καταβάντες δε
διά του χάσματος ευρήκαμεν τον Ραδάμανθυν ημιθανή εκ του τρόμου• ο δε Κέρβερος
υλάκτησεν ολίγον και εκινήθη διά να ορμήση εναντίον μας,αλλ' εγώ έσπευσα και
έκρουσα την λύραν και αμέσως η μουσική τον εγοήτευσε και τον κατεπράυνε. Όταν
εφθάσαμεν εις την λίμνην, παρ'ολίγον να μη δυνηθώμεν να περάσωμεν• διότι το
πλοιάριον ήτο ήδη γεμάτον και ανεδίδετο εξ αυτού θρήνος, καθότι οι επιβάται του
ήσαν όλοι τραυματίαι και είχον άλλος μεν τον πόδα, άλλος δε την κεφαλήν και
άλλος άλλο μέλος του σώματος πληγωμένον. Φαίνεται ότι ήρχοντο από κάποιον
πόλεμον. Αλλ' ο καλός Χάρων άμα είδε την λεοντήν, νομίσας ότι είμαι ο Ηρακλής,
με εδέχθη εις το πλοίον και ευχαρίστως μ' επέρασεν,όταν δε απεβιβάσθημεν μας
έδειξε και τον δρόμον. Όταν ευρέθημεν εις το σκότος επροπορεύετο ο
Μιθροβαρζάνης, ηκολούθουν δε εγώ και τον εκράτουν από το ένδυμα έως ου εφθάσαμεν
εις μέγα λειβάδι κατάφυτον από ασφοδέλους, όπου επετούσαν γύρω μας με θόρυβον αι
σκιαί των νεκρών. Προχωρήσαντες εφθάσαμεν μετ' ολίγον εις το δικαστήριον του
Μίνωος, τον οποίον ευρήκαμεν να κάθηται επί θρόνου υψηλού, εκατέρωθεν δε αυτού
εστέκοντο αι Ποιναί, αι Εριννύες και οι εκδικηταί Δαίμονες.Εξ άλλου μέρους
ωδηγούντο εις το Δικαστήριον δεμένοι με αλυσσίδα μακράν κατά σειράν πολυάριθμοι,
περί των οποίων ελέγετο ότι είνε μοιχοί, πορνοβοσκοί, άρπαγες, κόλακες και
συκοφάνται και όλον το πλήθος εκείνων οίτινες φέρουν αναστατώσεις εις την ζωήν
των ανθρώπων.Χωριστά δε ωδηγούντο οι πλούσιοι και οι τοκογλύφοι, ωχροί και
προγάστορες και χωλαίνοντες από ποδάγραν, δεσμευμένοι έκαστος με κλοιόν και
κόρακα {40} βάρους δύο ταλάντων. Σταματήσαντες λοιπόν ημείς εβλέπαμεν τα
γινόμενα και ηκούαμεν τας απολογίας. Ως κατήγοροι δε παρίσταντο παράδοξοι και
πρωτοφανείς ρήτορες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Δηλαδή ποίοι ήσαν αυτοί; Θέλω να το μάθω
και αυτό.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Γνωρίζεις τας σκιάς τας οποίας σχηματίζουν
τα σώματα όταν τα κτυπά ο ήλιος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Πώς όχι;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Αύται λοιπόν αι σκιαί, όταν αποθάνωμεν,
κατηγορούν και μαρτυρούν και αποδεικνύουν όσα επράξαμεν εις την ζωήν και
φαίνονται λίαν αξιόπιστοι μάρτυρες, διότι πάντοτε μας παρακολουθούν και ουδέποτε
μας αποχωρίζονται. Ο δε Μίνως, αφού εξήταζεν επιμελώς ένα έκαστον, τον απέπεμπεν
εις τον τόπον των ασεβών διά να τιμωρηθή αναλόγως των κακών του πράξεων,
εφαίνετο δε αυστηρός προ πάντων εις εκείνους οίτινες υπερηφανεύοντο διά πλούτον
και αξιώματα και είχον περίπου την αξίωσιν να προσκυνούνται. Ο δικαστής του Άδου
τους απηχθάνετο κυρίως διά την εφήμερον αλαζονείαν και υπεροψίαν, διότι
ελησμόνουν ότι και αυτοί ήσαν θνητοί, θνητά δε και τα καλά τα οποία είχαν λάβει
παρά της τύχης. Αυτοί δε, αφού απέβαλλαν όλα τα λαμπρά εκείνα εφόδια, εννοώ τα
πλούτη και την ευγένειαν και τα αξιώματα, παρίσταντο γυμνοί και κάτω νεύοντες
και εφαίνοντο ως να ωνειρεύοντο την ευτυχίαν την οποίαν αφήκαν εις την ζωήν. Εγώ
δε βλέπων ταύτα, ησθανόμην μεγάλην χαράν και αν ανεγνώριζα κανένα, επλησίαζα και
χαμηλοφώνως του υπενθύμιζα τι ήτο εις την ζωήν και πόσον εφούσκωνε τότε όταν από
πρωίας ανέμεναν πολλοί εις τα πρόθυρα της κατοικίας του και επερίμεναν την
εμφάνισίν του,ενώ οι υπηρέται του τους απεδίωκαν και έκλειαν προ αυτών την
θύραν•αυτός δε, αν κατεδέχετο επί τέλους να εμφανισθή επ' ολίγον,καταστόλιστος
και χρυσοκόσμητος, ενόμιζεν ότι θα έδιδε την ευδαιμονίαν και την μακαριότητα εις
εκείνους εις τους οποίους θ'απηύθυνε χαιρετισμόν και θα προσέφερε το στήθος ή
την δεξιάν του προς ασπασμόν. Και εκείνοι ελυπούντο ακούοντες αυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' ο Μίνως εδίκασε και μίαν υπόθεσιν κατά
χάριν. Ο Διονύσιος ο Σικελιώτης κατηγορήθη διά πολλά και ανόσια υπό του Δίωνος,
τα οποία επεμαρτύρησεν η σκιά, και θα παρεδίδετο εις την Χίμαιραν, ότε ο
Αρίστιππος ο Κυρηναίος, ο οποίος πολύ τιμάται και έχει μεγάλην επιρροήν εις τον
Άδην, προσήλθε και τον έσωσε από την καταδίκην,διότι εβεβαίωσεν ότι πολλούς εκ
των πεπαιδευμένων εβοήθησε και υπεστήριξε διά χρημάτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αναχωρήσαντες έπειτα από το δικαστήριον,
επήγαμεν εις το κολαστήριον.Εκεί, φίλε μου, δεν δύνασαι να φαντασθής πόσον
λυπηρά πράγματα ηκούσαμεν και είδαμεν. Ηκούοντο συγχρόνως κτύποι ραβδισμών και
κραυγαί των ψηνομένων εις την φωτιάν, και ελειτούργουν παντοία βασανιστήρια,
στρέβλαι και κύφωνες και τροχοί, και η Χίμαιρα εσπάρασσε σάρκας, ο δε Κέρβερος
κατεβρόχθιζε. Εκολάζοντο δε συγχρόνως βασιλείς, δούλοι, σατράπαι, πτωχοί και
πλούσιοι και όλοι κλαίοντες μετενόουν δι' όσα κακά είχαν πράξει. Ανεγνωρίσαμεν
μεταξύ αυτών και μερικούς εκ των προ ολίγου καιρού αποθανόντων• αυτοί δε
έκρυπτον το πρόσωπον αυτών αισχυνόμενοι και όσοι μας προσέβλεπον είχον εις το
βλέμμα πολύ το δουλοπρεπές και κολακευτικόν, αυτοί οίτινες υπήρξαν τόσον
αγέρωχοι και υπερόπται εις την ζωήν. Αλλ' εις τους πτωχούς η τιμωρία ήτο
επιεικεστέρα• διότι είχε και διακοπάς αναπαύσεως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' είδα και τους περιφήμους κολασμένους, τον
Ιξίωνα και τον Σίσυφον, τον Φρύγα Τάνταλον βασανιζόμενον υπό της δίψης και τον
εκ της Γης γεννηθέντα Τιτυόν. Θεέ μου, πόσος ήτο ! Κατείχε χώρον ολοκλήρου
αγρού.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού είδαμεν και τούτους, εισήλθαμεν εις την
Αχερουσίαν πεδιάδα, όπου ευρήκαμεν τους ημιθέους και τας ηρωίδας και το άλλο
πλήθος των νεκρών, οι οποίοι διέμεναν κατά έθνη και φυλάς, και οι μεν ήσαν
παλαιοί και μουχλιασμένοι και ως λέγει ο Όμηρος, αμενηνοί{41}, οι δε νεοφερμένοι
και στερεώτεροι, μάλιστα δε όσοι εξ αυτών ήσαν Αιγύπτιοι και ήσαν βαλσαμωμένοι.
Δεν ήτο όμως εύκολον να γνωρίση κανείς κανένα μεταξύ αυτών• διότι όλοι γίνονται
εντελώς όμοιοι προς αλλήλους, άμα γυμνωθούν τα οστά• αλλά δι' επιμόνου
παρατηρήσεως και μετά δυσκολίας ανεγνωρίζαμεν μερικούς. Ήσαν δε 'ξαπλωμένοι οι
μεν επί των δε,μαυρισμένοι και άσχημοι και μη διατηρούντες τίποτε από τα κάλλη
της ζωής. Και ενώ έβλεπα τόσους σκελετούς συσσωρευμένους και όλους ομοίους, οι
οποίοι είχον το βλέμμα κενόν και φοβερόν και εδείκνυον τους οδόντας χωρίς χείλη,
εσκεπτόμην με απορίαν πώς είνε δυνατόν να διακρίνω τον Θερσίτην από τον ωραίον
Νιρέα ή τον επαίτην γέρον από τον βασιλέα των Φαιάκων ή τον μάγειρον Πυρρίαν από
τον Αγαμέμνονα•διότι δεν διετήρουν κανέν από τα παλαιά γνωρίσματα, αλλ' ήσαν
όμοια τα κόκκαλα, αγνώριστα και χωρίς κανέν διακριτικόν σημείον, και κανείς δεν
ηδύνατο να τα διακρίνη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ενώ δε παρετήρουν αυτά, η ζωή των ανθρώπων μου
εφαίνετο ότι ομοιάζει με μακράν πομπήν, της οποίας τα καθέκαστα διατάσσει και
τακτοποιεί η τύχη, ενδύουσα με διαφόρων ειδών και χρωμάτων ενδύματα τους
πομπευτάς• και άλλον μεν κατά προτίμησιν ενδύει ως βασιλέα και θέτει επί της
κεφαλής του τιάραν, τον περιβάλλει με δορυφόρους και στέφει την κεφαλήν του με
το διάδημα, εις άλλον δε δίδει σχήμα δούλου, άλλον κάνει ωραίον και άλλον
άσχημον και γελοίον, διότι πρέπει το θέαμα να έχη ποικιλίαν. Συμβαίνει δε
πολλάκις εις το μέσον της πομπής να μεταβάλλη τα σχήματα μερικών και να μη τους
αφίνη να έχουν μέχρι τέλους την τάξιν εις την οποίαν ετάχθησαν, αλλά
μεταμφιέσασα τον Κροίσον λ. χ. τον ηνάγκασε να φορέση ένδυμα δούλου και
αιχμαλώτου,εις δε τον Μαιάνδριον, ο οποίος πριν ευρίσκετο μεταξύ των
δούλων,εφόρεσε την ηγεμονικήν στολήν του Πολυκράτους και επί τινα καιρόν τον
αφήκε να επιδεικνύεται ως τύραννος. Έπειτα όταν περάση ο καιρός της πομπής,
αμέσως έκαστος αποβάλλει το πομπευτικόν ένδυμα και το σχήμα,γίνεται όπως ήτο
πριν και ουδόλως διαφέρει των άλλων. Τινές δε εξ αγνοίας, όταν η τύχη έρχεται
και απαιτή τον στολισμόν τον οποίον έδωκεν εις αυτούς διά την προσωρινήν πομπήν,
λυπούνται και αγανακτούν, ως να στερούνται πραγμάτων τα οποία δεν εδόθησαν εις
αυτούς προσωρινώς και διά να ταποδώσουν, αλλ' ήσαν δικά των. Θα είδες πολλάκις,
υποθέτω, τους τραγικούς εκείνους ηθοποιούς, οι οποίοι κατά την ανάγκην των
δραμάτων άλλοτε μεν γίνονται Κρέοντες, άλλοτε δε Πρίαμοι και Αγαμέμνονες,
συμβαίνει δε ο ίδιος ο οποίος προ ολίγου παρουσιαστή με πολλήν σοβαρότητα ως
Κέκρωψ ή Ερεχθεύς να εμφανισθή μετ' ολίγον υπηρέτης, διότι έτσι το θέλει ο
ποιητής, και όταν τελειώση το δράμα, έκαστος εξ αυτών αποβάλλει το
χρυσοποίκιλτον εκείνο ένδυμα και την προσωπίδα και κατεβαίνων από τους κοθόρνους
του{42}, γίνεται πάλιν πτωχός και ταπεινός και δεν είνε πλέον Αγαμέμνων του
Ατρέως, ούτε Κρέων του Μενοικέως, αλλ' ονομάζεται Πώλος Χαρικλέους Σουνιεύς ή
Σάτυρος Θεογείτονος Μαραθώνιος. Τοιαύτα μου εφάνησαν τότε και τα πράγματα των
ανθρώπων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Ειπέ μου, Μένιππε, και εκείνοι που έχουν
τους πολυτελείς και μεγαλοπρεπείς τάφους επί της γης, τας στήλας, τους
ανδριάντας και τα επιγράμματα, δεν έχουν εις τον Άδην περισσοτέραν υπόληψιν από
τους κοινούς νεκρούς;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Αστειεύεσαι; Αν έβλεπες τον Μαύσωλον —
εννοώ τον Κάρα, ο οποίος είνε περίφημος διά τον τάφον του — είμαι βέβαιος ότι θα
εξεραίνεσο από τα γέλοια, τόσον παραπεταμένος είνε μεταξύ του πλήθους των νεκρών
και μου φαίνεται ότι η μόνη του απόλαυσις εκ του μνημείου εκείνου είνε το βάρος
το οποίον του δίδει με τον τόσον όγκον του. Όταν λοιπόν, φίλε μου, ο Αιακός
ορίση εις έκαστον τον χώρον της διαμονής του— δίδει δε το πολύ ενός ποδός
τόπον—-πρέπει καθένας να περιορισθή εις το μέρος του και να μαζευθή εις αυτό
χωρίς να υπερβαίνη το μέτρον. Πολύ δε περισσότερον, υποθέτω, θα εγέλας αν
έβλεπες εκείνους οι οποίοι υπήρξαν εδώ βασιλείς και σατράπαι να είνε πτωχοί εκεί
και να πωλούν παστά ή να διδάσκουν τα πρώτα γράμματα, να υβρίζωνται υπό του
τυχόντος και να ραπίζωνται όπως οι ευτελέστατοι δούλοι. Εγώ τουλάχιστον όταν
είδα τον Φίλιππον τον Μακεδόνα, δεν ηδυνήθην να κρατηθώ• μου τον έδειξαν εις
μίαν μικράν γωνίαν καταγινόμενον να μπαλώνη παλαιά υποδήματα χάριν ολίγων
οβολών. Πολλούς δε άλλους, όπως ο Ξέρξης, ο Δαρείος και ο Πολυκράτης, ηδύνατο
κανείς να ίδη επαιτούντας εις τους δρόμους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Αυτά τα οποία μου διηγείσαι περί των
βασιλέων μου φαίνονται παράδοξα και απίστευτα. Ο δε Σωκράτης και ο Διογένης και
οι άλλοι σοφοί τι κάνουν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Ο Σωκράτης και εκεί περιφέρεται και
ελέγχει τους πάντας• τον συναναστρέφονται δε ο Παλαμήδης, ο Οδυσσεύς, ο Νέστωρ
και άλλοι φλύαροι νεκροί. Έχει δε ακόμη τα σκέλλη πρισμένα από το δηλητήριον. Ο
δε καλός Διογένης κατοικεί πλησίον του Ασσυρίου Σαρδαναπάλου, του Φρυγός Μίδα
και άλλων πλουσίων• και όταν ακούη να στενάζουν και να ενθυμούνται την
περασμένην ευτυχίαν, γελά και διασκεδάζει και συνήθως ξαπλωμένος ανάσκελα
τραγουδεί και με πολύ τραχείαν και δυνατήν φωνήν καταπνίγει τους κλαυθμούς των,
ούτως ώστε να ενοχλούνται φοβερά και να σκέπτωνται περί μετοικεσίας, διότι δεν
υποφέρουν τον Διογένην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Αρκετά μου είπες περί των νεκρών• αλλά
ποίον ήτο το ψήφισμα το οποίον, ως είπες στην αρχήν, έγεινε εναντίον των
πλουσίων;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΜΕΝ. Καλά μου το ενθύμισες• διότι ενώ είχα
σκοπόν να ομιλήσω δι'αυτό, δεν ξέρω πώς απεπλανήθην εις άλλας ομιλίας. Όταν
λοιπόν ευρισκόμην εκεί, οι πρυτάνεις συνεκάλεσαν τον λαόν εις συνέλευσιν διά να
σκεφθούν περί των κοινών συμφερόντων. Βλέπων δε πολλούς να τρέχουν, ανεμίχθην
και εγώ εις το πλήθος των νεκρών και έγεινα είς εκ των δημοτών του Άδου. Εις την
συνέλευσιν εκείνην εθεσπίσθησαν και άλλα, επί τέλους δε έγεινε και ψήφισμα περί
των πλουσίων. Αφού απηγγέλθησαν πολλαί και μεγάλαι κατηγορίαι εναντίον αυτών,
διά βιαιότητα, αλαζονείαν, υπεροψίαν και αδικίαν, εσηκώθη είς εκ των δημαγωγών
και ανέγνωσε ψήφισμα το οποίον ανέφερε τα εξής :</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΨΗΦΙΣΜΑ«Επειδή πολλά και παράνομα πράττουν οι
πλούσιοι εις τον κόσμον,αρπάζοντες και βιαιοπραγούντες και κατά πάντα τρόπον
περιφρονούντες τους πτωχούς, η βουλή και ο λαός απεφάσισαν ίνα, όταν αποθάνωσι,
τα μεν σώματά των κολάζωνται, όπως και των άλλων αχρείων, αι δε ψυχαί των
επιστρέφουν εις την ζωήν και εισέρχωνται εις τους όνους. Την γαϊδουρινήν δε
αυτήν ζωήν να ζήσουν επί είκοσι και πέντε μυριάδας ετών, όνοι από όνους
γινόμενοι, καταδικασμένοι ν' αχθοφορούν και να υπηρετούν τους πτωχούς. Μόνον δε
μετά την πάροδον του χρονικού τούτου διαστήματος να επιτρέπεται εις αυτούς ν'
αποθάνουν. Τανωτέρω επρότεινεν ο Κρανίων Σκελετίωνος ο εκ Νεκροχωρίου της φυλής
Πτωματίδος».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αναγνωσθέντος του ψηφίσματος τούτου, το
επεψήφισαν οι άρχοντες, το επεδοκίμασε δε το πλήθος δι ανυψώσεως των χειρών, και
η Βριμώ {43}υπεβρυχήθη, ο δε Κέρβερος εγαύγισε. Κατ' αυτόν τον τρόπον
επικυρούνται και γίνονται εκτελεστά τα νομοθετήματα. Αυτά συνέβησαν εις την
συνέλευσιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγώ δε διά τον σκοπόν της καθόδου μου ευρήκα
τον Τειρεσίαν και τον παρεκάλεσα να μου είπη, χωρίς να μου αποκρύψη τίποτε,
ποίον νομίζει ως τον καλλίτερον τρόπον του βίου. Αυτός εγέλασε — είνε δε τυφλόν
γεροντάκι, ωχρόν και με λεπτήν φωνήν—Γνωρίζω, παιδί μου, είπε, ότι ευρίσκεσαι
εις αυτήν την απορίαν, διότι οι σοφοί ούτε μεταξύ των,ούτε προς τους εαυτούς των
συμφωνούν• δυστυχώς όμως δεν μου επιτρέπεται να σου 'πω τίποτε, διότι
απαγορεύεται υπό του Ραδαμάνθυος. Όχι, μη μου αρνήσαι, πατεράκη, του είπα, και
μη με αφήσης να περιφέρωμαι εις την ζωήν τυφλότερος από σε. Τότε μ' έσυρε
παράμερα και όταν ευρέθη μεν μακράν των άλλων, έσκυψε και μου είπε χαμηλοφώνως
στ' αυτί: Η καλλίτερα και φρονιμωτέρα είνε η ζωή των απλών ανθρώπων. Άφησε την
ανόητον επιθυμίαν να εξετάζης τα ουράνια φαινόμενα και να ζητής την αρχήν και
τον σκοπόν των όντων και των πραγμάτων περιφρονών δε τους σοφούς τούτους
συλλογισμούς, και θεωρών τα τοιαύτα μωρολογίαν, τούτο μόνον να επιδιώξης με
πάντα τρόπον ν'απολαύσης το παρόν, να περάσης δε το μεγαλείτερον μέρος της ζωής
σου μ' ευθυμίαν και εις τίποτε να μη αποδίδης σπουδαιότητα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ως ειπών πάλιν ώρτο κατ' ασφοδελόν λειμώνα
{44}</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγώ δε—διότι ήτο αργά—είπα εις τον
Μιθροβαρζάνην• Διατί χρονοτριβούμεν και δεν επιστρέφομεν εις τον επάνω κόσμον;
Αυτός δε μου απήντησε• Μη ανησυχής, διότι θα σου δείξω ένα μονοπάτι διά να
επιστρέψης ταχέως και χωρίς πολύν κόπον. Με ωδήγησε δε εις μέρος σκοτεινότερον
των άλλων και μου έδειξε με το χέρι του ένα μακρυνόν και αμυδρόν φως, το οποίον
εφαίνετο ως να εισέδυεν από κλειδαρότρυπαν. Εκεί, μου είπεν, είνε το ιερόν του
Τροφωνίου και απ'εκεί κατεβαίνουν όσοι έρχονται από την Βοιωτίαν. Ακολούθησε
λοιπόν αυτόν τον δρόμον και μετ'ολίγον θα ευρίσκεσαι εις την Ελλάδα. Οι λόγοι
ούτοι μ' ευχαρίστησαν και, αφού εχαιρέτισα τον μάγον, ανέβηκα συρόμενος μετά
κόπου εις το χάσμα και, χωρίς να εννοήσω πώς, ευρέθηκα εις την
Λειβαδιάν.</span><br />
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">&ΦΙΛΟΨΕΥΔΗΣ Ή
ΑΠΙΣΤΩΝ&</span></div>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧΙΑΔΗΣ. Δύνασαι,
Φιλοκλή, να μου πης τι είνε εκείνο το οποίον κάνει πολλούς ν' αγαπούν το ψεύδος,
ούτως ώστε και αυτοί ν' αρέσκωνται να μη λέγουν τίποτε αληθές και να προσέχουν
προ πάντων εις τους λέγοντας τοιαύτα;</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛΟΚΛΗΣ. Πολλά είνε, Τυχιάδη, τα οποία
δύνανται να αναγκάσουν μερικούς εκ των ανθρώπων να ψεύδωνται χάριν του
συμφέροντός των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧΙΑΔΗΣ. Άσχετοι ούτοι και δεν σε ερωτώ περί
εκείνων οίτινες εξ ανάγκης ψεύδονται• διότι αυτοί είνε δικαιολογημένοι, ίσως δε
είνε και μάλλον άξιοι επαίνου μερικοί εξ αυτών, όσοι ή εχθρούς εξηπάτησαν ή προς
σωτηρίαν εις δυσκόλους περιστάσεις μετεχειρίσθησαν αυτό το μέσον, όπως λ.χ. ο
Οδυσσεύς όστις μετεχειρίζετο το ψεύδος και προς ιδίαν σωτηρίαν και διά να
διευκολύνη την επάνοδον των συστρατιωτών του. Αλλ' εννοώ εκείνους, φίλτατε, οι
οποίοι χωρίς ανάγκην προτιμούν το ψεύδος από την αλήθειαν, και τέρπονται εις
αυτό και το μεταχειρίζονται χωρίς καμμίαν ευλογοφανή πρόφασιν. Περί τούτων
λοιπόν θέλω να μάθω διατί ψεύδονται.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Ώστε εγνώρισες ανθρώπους τοιούτους, οι
οποίοι έχουν έμφυτον την αγάπην προς το ψεύδος;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Και είνε πάρα πολύ οι τοιούτοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Εις τι άλλο παρά εις μωρίαν πρέπει ν'
αποδοθή η κλίσις αυτών προς το ψεύδος, αφού προτιμούν το χειρότερον από το
καλλίτερον;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Δεν είνε αυτό, αφού εγώ δύναμαι να σου
αναφέρω πολλούς, οι οποίοι είνε φρόνιμοι κατά τα άλλα και θαυμάζονται διά την
κρίσιν των και όμως δεν γνωρίζω πώς έχουν κυριευθή από αυτό το κακόν και τόσον
αγαπούν τα ψεύδη, ώστε λυπούμαι να βλέπω ότι άνθρωποι τόσον καλοί ευχαριστούνται
να εξαπατώσι και τους εαυτούς των και τους άλλους. Και τους μεν παλαιούς θα
γνωρίζης καλλίτερα και από εμέ, τον Ηρόδοτον π.χ. και τον Κτησίαν τον Κνίδιον,
και προ πάντων τους ποιητάς και αυτόν τον Όμηρον, όλους περιφήμους ανθρώπους,
οίτινες μετεχειρίσθησαν γραπτόν το ψεύδος, ώστε όχι μόνον τους συγχρόνους των
εξηπάτησαν,αλλά και μέχρις ημών φθάνει το ψεύδος των, φυλασσόμενον διαδοχικώς
εις ωραίους στίχους και μέτρα. Εις εμέ τουλάχιστον συμβαίνει πολλάκις να
εντρέπωμαι διά λογαριασμόν των, όταν διηγούνται τον ευνουχισμόν του Ουρανού, του
Προμηθέως την δέσμευσιν, των Γιγάντων την επανάστασιν και όλην την τραγωδίαν του
Άδου, και ότι δι' έρωτα ο Ζευς έγεινε ταύρος ή κύκνος και γυναίκες
μετεμορφώθησαν εις πτηνά ή αρκούδες• προσέτι δε διά τους Πηγάσους, τας Χιμαίρας,
τας Γοργόνας και τους Κύκλωπας και όσα τοιαύτα, παράδοξα και απίθανα
παραμύθια,διηγούνται, τα οποία είνε κατάλληλα μόνον διά παιδιά, τα οποία
φοβούνται ακόμη την Μορμώ και την Λάμιαν. Και τα μεν ψεύδη των ποιητών ίσως
δικαιολογούνται, αλλά δεν είνε γελοίον ότι και πόλεις και έθνη ολόκληρα από
κοινού και φανερά ψεύδονται; Οι Κρήτες δεν εντρέπονται να δεικνύουν τάφον του
Διός, οι δε Αθηναίοι λέγουν ότι ο Εριχθόνιος εξήλθεν εκ των σπλάγχνων της γης
και οι πρώτοι άνθρωποι εφύτρωσαν εκ του εδάφους της Αττικής, όπως τα λάχανα.
Αλλά τούτο είνε πάλιν σοβαρώτερον από τα διηγούμενα υπό των Θηβαίων περί της
καταγωγής των^ κατ' αυτούς οι άνθρωποι εφύτρωσαν από οδόντας όφεως,οίτινες
εσπάρθησαν. Και εν τοσούτω εκείνος ο οποίος θα ενόμιζεν ως μη αληθινούς τους
γελοίους τούτους μύθους, αλλ' ορθώς σκεπτόμενος θα έκρινεν ότι είνε άξιον
ηλιθίων, ως ο Κόροιβος ή ο Μάργιτος {45} να πιστεύουν ότι ο Τριπτόλεμος επέταξε
με άρμα συρόμενον υπό δρακόντων πτερωτών ή ότι ο Παν μετέβη εξ Αρκαδίας διά να
βοηθήση τους Μαραθωνομάχους ή ότι η Ωρείθυα ανηρπάγη υπό του Βορρά, θα εθεωρείτο
ασεβής και ανόητος, δυσπιστών εις τόσον πρόδηλα και αληθή πράγματα•τόσον
επικρατεί το ψεύδος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Αλλ' οι ποιηταί, ω Τυχιάδη, είνε
συγγνωστοί αν διά της αναμίξεως μύθων καθιστούν επαγωγότερα διά τους ακροατάς τα
ποιήματά των, αφού αυτός είνε ο σκοπός των^ επίσης δε οι Αθηναίοι, οι Θηβαίοι
και οίοι δήποτε άλλοι νομίζουν ότι κατ' αυτόν τρόπον αναδεικνύουν ενδοξοτέρας
τας πατρίδας των. Άλλως τε αν αφαιρέση κανείς, αυτά τα μυθώδη από την Ελλάδα,
εξάπαντος, θ' αποθάνουν της πείνης οι έχοντες ως έργον να οδηγούν τους ξένους
διά να βλέπουν και ν' ακούουν τα περίεργα του τόπου• οι ξένοι ούτε δωρεάν θα
θέλουν ν' ακούουν την αλήθειαν.Εκείνοι όμως οίτινες χωρίς καν τοιούτον όφελος
αρέσκονται εις το ψεύδος, ευλόγως φαίνονται καταγέλαστοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Βέβαια. Ήμουν προ ολίγου εις του Ευκράτους
του εγκρίτου, όπου ήκουσα τόσα απίθανα και μυθώδη, ώστε, χωρίς να περιμένω το
τέλος των λεγομένων, έφυγα, διότι δεν υπέφερα τας υπερβολάς τας οποίας ήκουα•ως
Εριννύες με κατεδίωξαν τα πολλά τερατώδη και παράδοξα, τα οποία ελέγοντο υπό των
εκεί ευρισκομένων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Αλλά, Τυχιάδη, ο Ευκράτης φαίνεται
αξιόπιστος και κανείς δεν θα επίστευε ότι άνθρωπος με τοιαύτην σεβασμίαν
γενειάδα, ο οποίος θα είνε εξηκοντούτης, προσέτι δε καταγίνεται πολύ και εις την
φιλοσοφίαν, δύναται να υποφέρη ν' ακούη άλλον ψευδολογούντα ενώπιον του, πολύ δε
μάλλον να τολμήση ο ίδιος να ψευδολογή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Και όμως δεν φαντάζεσαι, φίλε μου, τι
έλεγε και πώς τα διεβεβαίωνε τα περισσότερα ορκιζόμενος εις την ζωήν των παιδιών
του,ούτως ώστε, ενώ τον παρετήρουν, έκανα διαφόρους σκέψεις, και οτέ μεν
εσκεπτόμην μήπως ετρελλάθη και τα έχασε, άλλοτε δε πώς δεν διέκρινα τόσον καιρόν
ότι είνε ψεύστης και ότι έκρυπτε υπό την λεοντήν γελοίον πίθηκον? τόσον απίθανα
πράγματα έλεγε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Δεν μου τα λες σε παρακαλώ, Τυχιάδη; Διότι
θέλω να γνωρίζω την αγυρτείαν την οποίαν κρύπτει κάτω από τα τόσα του
γένεια.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Και άλλοτε εσύχναζα εις το σπήτι του, όταν
είχα καιρόν, σήμερον δε επειδή είχα ανάγκην να συναντήσω τον Λεόντιχον, με τον
οποίον, ως γνωρίζεις, είμεθα πολύ φίλοι και έμαθα από τον υπηρέτην του ότι επήγε
από το πρωί να επισκεφθή τον Ευκράτην, ο οποίος είνε άρρωστος, επήγα διά δύο
λόγους και διά να εύρω τον Λεόντιχον και διά να ίδω τον Ευκράτην—διότι δεν
εγνώριζα ότι ασθενεί. — Αλλά τον Λεόντιχον δεν ευρήκα- διότι προ ολίγου, ως μου
είπαν, είχε φύγει — ευρήκα όμως άλλους πολλούς και μεταξύ αυτών τον
περιπατητικόν Κλεόδημον, τον στωικόν Δεινόμαχον και τον Ίωνα, ο οποίος, ως
γνωρίζεις, έχει την αξίωσιν να θαυμάζεται διά τα έργα του Πλάτωνος, ως ο μόνος
ακριβώς εννοών τας ιδέας του φιλοσόφου και μόνος δυνάμενος να τας μεταδώση εις
άλλους. Βλέπεις ποίους ανθρώπους σου αναφέρω, πανσόφους και έχοντας όλας τας
αρετάς, ό,τι κορυφαίον έχουν αι διάφοροι φιλοσοφικαί αιρέσεις, όλους σοβαρούς
και σχεδόν φοβερούς διά την αυστηρότητα της μορφής. Ήτο προσέτι εκεί και ο
ιατρός Αντίγονος, ο οποίος, υποθέτω,είχε προσκληθή διά τον άρρωστον, και ο
Ευκράτης εφαίνετο ότι τώρα ήτο καλλίτερα και ότι το νόσημά του ήσαν οι
ρευματισμοί τους οποίους έχει χρονίους• του είχαν προσβάλλει πάλιν τα πόδια. Ο
Ευκράτης μου ένευσε να καθήσω πλησίον του εις το κρεβάτι και εχαμήλωσε την φωνήν
του κατά τον τρόπον των αρρώστων όταν με είδε, αν και όταν έμβαινα τον ήκουσα να
λέγη κάτι τι με φωνήν δυνατήν. Εγώ δε με πολλήν προσοχήν, μήπως εγγίσω τα πόδια
του και με τας συνήθεις δικαιολογίας, ότι δεν εγνώριζα πως ήτο άρρωστος και ότι
μόλις το έμαθα έτρεξα κ' επήγα,εκάθησα πλησίον του. Τους ευρήκα να ομιλούν περί
του νοσήματος και η ομιλία εξηκολούθησεν έκαστος συνεβούλευε μίαν θεραπείαν εις
τον ασθενή. Ο Κλεόδημος λ.χ. έλεγεν ότι αν πάρη κανείς με το αριστερό χέρι από
χάμω το δόντι αρουραίου ποντικού, ο οποίος να έχη φονευθή όπως προηγουμένως
ανέφερε, και το περιτυλίξη με δέρμα λέοντος που να έχη προσφάτως γδαρθή, να το
κρεμάση δε εις τα σκέλη του, αμέσως παύουν οι πόνοι των ρευματισμών. Όχι εις
δέρμα λέοντος, είπεν ο Δεινόμαχος, έχω ακούσει εγώ, αλλά θηλυκής ελάφου, η οποία
να είνε ακόμη παρθένος και αβάτευτη• και αυτό φαίνεται πιθανώτερον, διότι η
έλαφος είνε ζώον πολύ γρήγορον και η μεγάλη της δύναμις είνε εις τα πόδια. Και ο
λέων βέβαια είνε πολύ δυνατός, και το λίπος του και το δεξιό μπροστινό του πόδι
και η τρίχες του μουστακιού του, που πηγαίνουν πέρα, δύνανται να ωφελήσουν πολύ,
αν ξέρη κανείς να τα μεταχειρισθή με το σχετικόν εις έκαστον ξόρκισμα• αλλά διά
τα νοσήματα των ποδιών πολύ ολίγον φαίνονται να συντελούν. Και εγώ,είπεν ο
Κλεόδημος, έτσι το ήξευρα άλλοτε, ότι πρέπει να είνε το δέρμα από λάφι, διότι το
λάφι είνε γρήγορον αλλά προ ολίγου καιρού μ' έκαμε ν' αλλάξω γνώμην κάποιος
Αφρικανός, σοφός εις αυτά τα πράγματα, ο οποίος μου είπεν ότι το λεοντάρι είνε
ταχύτερον και από τα λάφια,αφού τα καταδιώκει και τα συλλαμβάνει. Όλοι
επεδοκίμασαν και είπαν ότι ο Αφρικανός έχει δίκαιον. Νομίζετε λοιπόν, είπα εγώ,
ότι με ξόρκια και με εξωτερικά κρεμαστάρια δύναται να παύση ένα κακόν, το οποίον
υπάρχει εντός του σώματος; Εγέλασαν δι' αυτούς μου τους λόγους, και ήτο φανερόν
ότι μ' εθεώρουν πολύ ανόητον, διότι δεν ανεγνώριζα πράγματα τόσον πασιφανή, τα
οποία κανείς με τον κοινόν νουν δεν ηδύνατο ν' αρνηθή. Ο ιατρός όμως Αντίγονος
εφαίνετο ότι ευχαριστήθη από την ερώτησίν μου, διότι δεν εδίδετο, φαίνεται, προ
πολλού πολλή προσοχή εις τας θεραπείας του, όταν συνεβούλευε τον Ευκράτην, κατά
τας υποδείξεις της επιστήμης του, να μη πίνη κρασί, να τρώγη λάχανα και εν γένει
η δίαιτά του να είνε κατευναστική.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο δε Κλεόδημος, ο οποίος συγχρόνως εχαμογέλα,
Τι λέγεις, Τυχιάδη; μου είπε. Δεν πιστεύεις ότι από τα τοιαύτα γίνεται ωφέλεια
εις τα νοσήματα; Βεβαίως, του απήντησα, δεν είμαι τόσον ανόητος, ώστε να πιστεύω
ότι τα εξωτερικά και μη έχοντα συνάφειαν με το εσωτερικόν του οργανισμού,
αποδιώκουν τα νοσήματα χάρις εις τα φρασίδια και τας μαγείας, τας οποίας λέλεγε,
και επιφέρουν την θεραπείαν, διότι κρεμώνται επί του σώματος. Αλλ' αυτό δεν
γίνεται και αν ακόμη εις του λέοντος της Νεμέας το δέρμα περιτυλίξη κανείς δέκα
έξ ολοκλήρους αρουραίους. Εγώ τουλάχιστον είδα και λέοντα να χωλαίνη από πόνους
εντός ολοκλήρου του δέρματός του. Είσαι πολύ απλοϊκός, είπεν ο Δεινόμαχος, αν
δεν εφρόντισες να μάθης κατά ποίον τρόπον ωφελούν τα τοιαύτα εις τα νοσήματα,
μου φαίνεται δε ότι δεν θα παραδέχεσαι και αυτά τα προφανέστατα, ότι με τους
εξορκισμούς παύουν οι πυρετοί,μαγεύονται τα φείδια, θεραπεύονται οι βουβώνες,
αυτά δε και άλλα γίνονται και υπό των γραιών ακόμη. Αφού δε αυτά γίνονται, διατί
να μη πιστεύσης ότι γίνονται και άλλα διά παρομοίων μέσων; Τα συμπεράσματά σου,
Δεινόμαχε, είνε αυθαίρετα, του είπα εγώ, και, κατά την παροιμίαν, βγάζεις το
καρφί με το καρφί• διότι και αυτά τα οποία λες δεν είνε τόσον βέβαιον και τόσον
ασφαλές ότι γίνονται. Αν λοιπόν δεν με πείσης προηγουμένως διά του λόγου, ότι
είνε φυσικόν ο πυρετός και το οίδημα να φοβούνται μίαν λέξιν παράδοξον ή μίαν
φράσιν βαρβαρικήν και διά τούτο φεύγουν εκ του βουβώνος, θα εξακολουθώ να θεωρώ
τα λεγόμενα ως παραμύθια των γραιών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μου φαίνεται, είπεν ο Δεινόμαχος, ότι αφού
λέγεις τα τοιαύτα, ούτε εις την ύπαρξιν των θεών πιστεύεις, εάν δεν νομίζεις
δυνατάς τας θεραπείας με ιεράς λέξεις. Αυτό, απήντησα, να μη το λέγεις,
φίλτατε•διότι ουδέν εμποδίζει να υπάρχουν οι θεοί και αυτά να είνε ψευδή. Εγώ δε
και τους θεούς σέβομαι και τας θεραπείας των βλέπω και αναγνωρίζω ότι θεραπεύουν
τους αρρώστους με τα φάρμακα και την ιατρικήν• διότι ο Ασκληπιός και οι μαθηταί
του ιατροί, μεταχειριζόμενοι κοινά, φάρμακα εθεράπευαν τους αρρώστους και όχι με
λέοντας και αρουραίους.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Άφησε τον, είπεν ο Ίων, εγώ δε θα σας διηγηθώ
κάτι τι θαυμάσιον. Θα ήμουν δέκα τεσσάρων περίπου ετών παιδί, όταν ήλθε κάποιος
και ανήγγειλεν εις τον πατέρα μου ότι τον Μίδαν τον αμπελουργόν, υπηρέτην μας
πολύ εύρωστον και εργατικόν, εδάγκωσε κατά το μεσημέρι μία έχιδνα και ότι ήδη
είχεν αρχίσει να σήπεται το πόδι του. Ενώ εσήκωνε και έδενε τα κλήματα εις τους
στύλους, επλησίασε το ερπετόν και τον εδάγκωσε εις τον μεγάλον δάχτυλον και αυτό
μεν επρόφθασε και εκρύβη πάλιν, ο δε αμπελουργός ήρχισε να φωνάζη από τρομερούς
πόνους. Μόλις δε μας είπαν αυτά, είδαμεν τον Μίδαν να τον φέρουν επάνω εις
καθέκλαν οι άλλοι δούλοι, και ήτον ολόκληρον το σώμα του πρισμένον και
μαυροκίτρινον, είχεν αρχίσει να σήπεται και μόλις ανέπνεε. Ενώ δε ο πατέρας μου
ήτο περίλυπος, κάποιος εκ των παρόντων φίλων «Μη ανησυχείς, του είπε, και εγώ θα
σου στείλω μετ' ολίγον ένα Βαβυλώνιον, εξ εκείνων τους οποίους λέγουν Χαλδαίους,
ο οποίος θα θεραπεύση τον άνθρωπον. Και τέλος πάντων ήλθεν ο Βαβυλώνιος, ο
οποίος εθεράπευσε τον Μίδαν με μίαν επωδήν έβγαλε το δηλητήριον από το σώμα του,
προσέτι δε εκρέμασεν εις το πόδι του ένα κομμάτι πέτρα, το οποίον είχε κόψει από
την επιτύμβιον στήλην του τάφου μιας παρθένου•ο δε Μίδας εσήκωσε την καθέκλαν
επί της οποίας τον είχα φέρει και έφυγε διά το αμπέλι. Τόσην ενέργειαν έκαμαν το
εξόρκισμα και το κομμάτι της επιτυμβίας στήλης. Αλλ' ο Χαλδαίος εκείνος έκαμε
και άλλα θαυμάσια. Το πρωί επήγε εις τον αγρόν και επρόφερεν επτά ιερατικάς
λέξεις από μίαν παλαιάν βίβλον, αφού δε εξήγνισε το μέρος με θειάφι και δαδί και
έκαμε τρεις γύρους πέριξ του τόπου, εξεδίωξεν όλα τα ερπετά τα οποία ευρίσκοντο
εντός του χώρου εκείνου• ως εάν τα έσυρεν ο εξορκισμός, ήρχισαν να έρχωνται προς
αυτόν φείδια πολλά και ασπίδες και έχιδναι και κερασφόροι όφεις και ακοντιοφόροι
και δηλητηριώδεις βάτραχοι. Αλλ' υπελείπετο είς μέγας όφις γηραλέος, ο οποίος
φαίνεται ένεκα της ηλικίας δεν ηδύνατο να εξέλθη και παρήκουσεν εις το
πρόσταγμα• ο δε μάγος είπεν ότι δεν ήλθαν όλοι και αναθέσας χρέη πρεσβευτού εις
ένα των νεωτέρων όφεων τον έστειλε προς τον καθυστερούντα, μετ' ολίγον δε ήλθε
και ούτος. Αφού δε συνηθροίσθησαν,ο Βαβυλώνιος τα εφύσησε και τα ερπετά εκάησαν
ευθύς υπό του φυσήματος, ημείς δε εθαυμάζαμεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν μου λες, Ίων, του είπα, ο νεαρός όφις ο
πρεσβευτής εχειραγώγει τον γέροντα ή μήπως εκράτει ούτος βακτηρίαν και
εστηρίζετο; Συ αστειεύεσαι, είπεν ο Κλεόδημος, αλλ' εγώ ο οποίος ήμουν άλλοτε
περισσότερον από σε άπιστος εις τα τοιαύτα—διότι ενόμιζα ότι κατ'ουδένα τρόπον
δύνανται να συμβαίνουν παρόμοια πράγματα— όταν είδα να πετά ένας ξένος και
βάρβαρος — ως έλεγεν, ήτο από τα υπερβόρεια μέρη— επίστευσα και ηναγκάσθην να
παραδεχθώ όσα επί πολύ δεν ήθελα κατ'ουδένα τρόπον να πιστεύσω. Αλλά τι έπρεπε
να κάμω όταν τον έβλεπα εν καιρώ ημέρας να πετά εις τον αέρα και να βαδίζη επάνω
εις το νερόν ή να περιπατή επάνω εις την φωτιάν με όλην του την ησυχίαν; Συ με
τα μάτια σου, του είπα, τον είδες αυτόν τον υπερβόρειον να πετά ή να βαδίζη
επάνω εις το νερόν;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μάλιστα, απήντησεν ο Κλεόδημος• εφόρει δε εις
τα πόδια του καρβατίνας{46}όπως συνηθίζουν εις τον τόπον του. Θεωρώ περιττόν να
διηγηθώ ως μικρού λόγου άξια όσα άλλα κατώρθονε, εμπνέων έρωτας, καλών
δαίμονας,επαναφέρων παλαιούς νεκρούς, αυτήν την Εκάτην παρουσιάζων φανεράν και
την Σελήνην καταβιβάζων. Θα σας διηγηθώ μόνον τι τον είδα να κάνη εις την οικίαν
Γλαυκίου του Αλεξικλέους. Προ ολίγου καιρού είχεν αποθάνει ο πατέρας του
Γλαυκίου και ούτος είχε παραλάβει την περιουσίαν του,ότε ερωτεύθη την Χρυσίδα
την θυγατέρα του Δημαινέτου. Εμέ δε είχεν ως διδάσκαλον της φιλοσοφίας και αν ο
έρως εκείνος δεν τον απησχόλει, θα είχεν ήδη μάθει όλην την περιπατητικήν
φιλοσοφίαν, αφού εις ηλικίαν δεκαοκτώ ετών έκανεν ανάλυσιν και είχεν
αποπερατώσει τα μαθήματα της φυσικής. Επειδή δε ο Έρως τον έφερεν εις αμηχανίαν
μου ανεκοίνωσε τα πάντα• και εγώ, αφού ως διδάσκαλός του έπρεπε να τον βοηθήσω,
ωδήγησα προς αυτόν τον υπερβόρειον εκείνον μάγον, με την συμφωνίαν να λάβη ευθύς
μεν τεσσάρας μνας—διότι έπρεπε κάτι να προκαταβληθή διά τας θυσίας αι οποίαι θα
εγίνοντο — δέκα έξ δε εάν θ' απελάμβανε την Χρυσίδα. Ο μάγος επερίμενε την
γέμισην της σελήνης— διότι τότε κατά το πλείστον γίνονται αυτού του είδους αι
μαγείαι—και τότε ήνοιξε λάκκον εις ανοικτόν μέρος της οικίας και περί το
μεσονύκτιον μας εκάλεσε τον Αλεξικλέα τον πατέρα του Γλαυκίου, ο οποίος είχεν
αποθάνει προ επτά μηνών. Ο γέρων δεν επεδοκίμαζε τον έρωτα του υιού του και
ωργίζετο, επί τέλους όμως συγκατένευσε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα έφερε την Εκάτην συνοδευομένην από τον
Κέρβερον και κατέβασε την Σελήνην, η οποία παρουσίαζε πολύμορφον και
μεταβαλλόμενον θέαμα•διότι κατ' αρχάς παρουσίαζε γυναικείαν μορφήν, έπειτα εφάνη
ως βώδι ωραιότατον, έπειτα σκυλάκι. Επί τέλους λοιπόν ο υπερβόρειος έπλασεν εκ
πηλού μικρόν έρωτα και του είπε: Πήγαινε και φέρε την Χρυσίδα. Ο πηλός επέταξε
και μετ' ολίγον ήλθεν η Χρυσίς και εκτύπα την θύραν και εισελθούσα ενηγκαλίσθη
τον Γλαυκίαν, ως να τον ηγάπα περιπαθέστατα,και εκοιμήθη μαζή του έως ότου
έκραξαν οι πετεινοί. Τότε η Σελήνη επέταξεν εις τον ουρανόν και η Εκάτη εβυθίσθη
εις την γην και τα άλλα φαντάσματα εξηφανίσθησαν, την δε Χρυσίδα εστείλαμεν εις
το σπήτι της κατά την αυγήν περίπου. Αν τα έβλεπες αυτά, Τυχιάδη, δεν θα
εξηκολούθεις να μη πιστεύης εις τους εξορκισμούς. Έχεις δίκαιον, του είπα• θα
επίστευα τω όντι αν έβλεπα αυτά που είπες• αλλά τώρα νομίζω ότι δικαιολογείται η
δυσπιστία μου αφού δεν έχω όμοιαν με σας οξυδέρκειαν. Γνωρίζω εν τοσούτω την
Χρυσίδα που ανέφερες και 'ξέρω ότι είνε πρόθυμος και εύκολος εις τα ερωτικά. Δεν
εννοώ δε διατί ενομίσατε αναγκαίον να της στείλετε τον πήλινον πρεσβευτήν και να
καλέσετε τον υπερβόρειον μάγον και αυτήν την Σελήνην, ενώ με είκοσι δραχμάς ήτο
δυνατόν και μέχρι των υπερβορείων χωρών να σας ακολουθήση η Χρυσίς. Διότι πολύ
υπακούει εις αυτήν την επωδήν και της συμβαίνει το εναντίον αφ' ό,τι εις τα
φαντάσματα• τα μεν φαντάσματα αν ακούσουν ήχον χαλκού ή σιδήρου φεύγουν—και αυτά
σεις τα λέγετε — αυτή δε αν πουθενά κουδουνίζη χρήμα τρέχει προς τον ήχον. Απορώ
άλλως τε πώς αυτός ο μάγος, αφού δύναται να κάμη τας πλουσιωτάτας των γυναικών
να τον αγαπήσουν και να λαμβάνη παρ' αυτών τάλαντα ολόκληρα, αρκείται
ολιγαρκέστατα εις τεσσάρας μνας, τας οποίας λαμβάνει από τον Γλαυκίαν διά να τον
κάμη αξιέραστον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Είνε γελοία αυτή η απιστία σου προς όλα, είπεν
ο Ίων. Αλλά θα επεθύμουν ν' ακούσω τι λέγεις δι' εκείνους οι οποίοι εκδιώκουν,
δι'εξορκισμού τους δαίμονας από τους δαιμονιζομένους τόσον φανερά, ώστε να μη
δύναται να υπάρξη αμφιβολία. Και είνε περιττή η δική μου μαρτυρία, διότι όλοι
γνωρίζουν τον εκ Παλαιστίνης Σύρον {47}, τον περίφημον διά τοιαύτα κατορθώματα,
ο οποίος τους σεληνιαζομένους,οίτινες πίπτουν κάτω και διαστρέφουν τους
οφθαλμούς και αφρίζουν,εγείρει και αποπέμπει υγιείς αντί μεγάλης αμοιβής. Όταν
τους εύρη κυλιομένους κατά γης και ερωτά πόθεν εισήλθαν εις το σώμα, ο μεν
ασθενής σιωπά, αποκρίνεται δε ο δαίμων εις γλώσσαν Ελληνικήν ή βαρβαρικήν, κατά
την πατρίδα του δαιμονίζομένου και λέγει πως και πόθεν εισήλθεν εις τον
άνθρωπον• εκείνος δε δι' εξορκισμών ή, αν δεν εισακουσθή, δι' απειλών εκδιώκει
τον δαίμονα. Εγώ δε και είδα δαίμονα εξερχόμενον κατά τοιούτον τρόπον, μαύρον
και καπνώδη κατά το χρώμα.Δεν είνε παράδοξον, του είπα, ότι βλέπεις τα τοιαύτα,
Ίων, αφού δύνασαι να βλέπης και τας ιδέας του Πλάτωνος, αίτινες δι' ημάς τους
αμβλυωπούντας είνε πράγμα σκοτεινόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μήπως μόνος ο Ίων, είπεν ο Ευκράτης, είδε
τοιαύτα φαντάσματα, δεν έτυχε δε να συναντήσουν δαίμονας άλλοι μεν νύκτα και
άλλοι ημέραν;Εγώ όχι μίαν φοράν, αλλά μυριάκις είδα τοιαύτα πράγματα. Και
κατ'αρχάς μεν κατελαμβανόμην υπό ταραχής, αλλά με τον καιρόν συνήθισα και τώρα
δεν μου φαίνεται ότι βλέπω τίποτε παράδοξον, μάλιστα αφ' ότου ο Αράπης μου έδωκε
το δακτυλίδι το οποίον είνε καμωμένον από σίδηρον των σταυρών και μου έμαθε τον
μεγάλον εξορκισμόν, εκτός εάν δεν πιστεύης και εις εμέ, Τυχιάδη. Και πώς είνε
δυνατόν, είπα εγώ, να απιστήσω εις τον Ευκράτην του Δείνωνος, άνθρωπον σοφόν, ο
οποίος με τόσην ελευθερίαν λέγει ό,τι του καπνίση εις το σπήτι του, χωρίς να
φοβήται αντιλογίας; Την ιστορίαν του ανδριάντος, είπεν ο Ευκράτης, ο οποίος
εμφανίζεται καθ' όλας τας νύκτας και εις όλους τους ανθρώπους του σπητιού, όχι
μόνον από εμέ δύνασαι ν' ακούσης, αλλά και από όλους τους δικούς μας. Ποίου
ανδριάντος; ηρώτησα. Δεν είδες, είπεν, όταν εισέρχεσαι εις την αυλήν, ένα
ωραιότατον ανδριάντα, έργον του Δημητρίου του αγαλματοποιού; Εννοείς εκείνον ο
οποίος παρίσταται να ρίπτη τον δίσκον και σκύφτει εις την στάσιν της αφέσεως με
το πρόσωπον γυρμένον προς το χέρι το οποίον κρατεί τον δίσκον, και λιγύζει
ολίγον το γόνατον ούτως ώστε να φαίνεται έτοιμος με την βολήν του δίσκου να
ανατιναχθή; Όχι εκείνον, είπεν ο Ευκράτης• αυτός ο δισκοβόλος είνε έργον του
Μύρωνος. Αλλ' ούτε τον πλησίον του λέγω,τον ωραίον εκείνον νέον ο οποίος έχει
δεμένην την κόμην του με ταινίαν, διότι αυτός είνε έργον του Πολυκλείτου. Δεν
πρόκειται περί των ανδριάντων οίτινες ευρίσκονται εις την δεξιάν πλευράν, μεταξύ
των οποίων είνε και τα έργα του Κριτίου και του Νησιώτου, οι Τυραννοκτόνοι. Αλλά
θα είδες πλησίον εις το αναβρυτήριον ένα κοιλαράν, φαλακρόν και ημίγυμνον, από
τα γένεια του οποίου ολίγαι τρίχες φαίνονται ως να τας σηκώνη ο αέρας• αι φλέβες
του φουσκώνουν και είνε καθ' όλα φυσικόν ομοίωμα ανθρώπου. Αυτόν εννοώ, φαίνεται
δε ότι είνε ο Κορίνθιος στρατηγός Πέλιχος. Ά ναι, είπα εγώ, ενθυμούμαι ότι είδα
δεξιά του Κρόνου ένα ο οποίος κρατεί ταινίας και στεφάνους ξηρούς και έχει
στολισμένον το στήθος με πέταλα χρυσά. Εγώ, είπεν ο Ευκράτης, τα εχρύσωσα, όταν
διά τρίτην φοράν με εθεράπευσε από πυρετούς. Ήτο λοιπόν και ιατρός, είπα εγώ, ο
λαμπρός εκείνος Πέλιχος;Μάλιστα και μη περιπαίζης, είπεν ο Ευκράτης, διότι δεν
θα δυσκολευθή να σε τιμωρήση• εγώ γνωρίζω τι δύναται να κάμη ο υπό σου
εμπαιζόμενος ανδριάς• ή δεν νομίζεις ότι δύναται να στέλλη πυρετούς εις όσους
θέλη, αφού δύναται να τους αποδιώκη; Παρακαλώ τον ανδριάντα να μου φεισθή και να
με συγχωρήση, αφού είνε τόσον γενναίος. Αλλά τι άλλο τον βλέπετε να κάνη όλοι οι
κατοικούντες εις το σπήτι; Άμα νυκτώση,είπεν ο Ευκράτης, ο Πέλιχος κατεβαίνει
από το βάθρον του και περιφέρεται εις το σπήτι, τον συναντούν δε όλοι και ενίοτε
τον ακούουν να τραγουδή, αλλά δεν επείραξε ποτέ κανένα• πρέπει μόνον οποίος τον
συναντά να παραμερίζη, αυτός δε περνά χωρίς να ενοχλήση τον συναντώμενον.
Πολλάκις δε λούεται και παίζει καθ' όλην την νύκτα,ούτως ώστε ακούεται ο θόρυβος
του νερού. Πρόσεξε, είπα εγώ, μήπως ο ανδριάς δεν είνε ο Πέλιχος, αλλ' ο Τάλως ο
Κρης της εποχής του Μίνωος, ο οποίος ήτο χάλκινος και περιεπόλει εις την Κρήτην.
Εάν δεν ήτο εκ χαλκού, αλλ' από ξύλον, τίποτε δεν θα ημπόδιζε να είνε όχι του
Δημητρίου έργον, αλλά τεχνούργημα του Δαιδάλου• διότι, ως λέγεις, και αυτός
φεύγει από το βάθρον του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πρόσεξε, Τυχιάδη, είπεν ο Ευκράτης, μη
μετανοήσης διά τους εμπαιγμούς σου. Εγώ γνωρίζω τι έπαθεν εκείνος ο οποίος
έκλεψε τους οβολούς που του προσφέρομεν κάθε πρώτην του μηνός. Έπρεπε να
τιμωρηθή αυστηρώς,αφού ήτον ιερόσυλος, είπεν ο Ίων. Πώς λοιπόν τον ετιμώρησεν ο
ανδριάς: Θέλω νακούσω και αν ακόμη δεν θα το πιστεύση και αυτό ο Τυχιάδης.Εις τα
πόδια του ανδριάντος, είπεν ο Ευκράτης, ήσαν ριμμένοι πολλοί οβολοί και άλλα
νομίσματα μεταξύ των οποίων και αργυρά ήσαν κολλημένα με κερί εις τον μηρόν του
και πέταλα εξ αργύρου, αφιερώματα είτε διά παράκλησιν είτε ως ευχαριστία διά
θεραπείαν πυρετού. Είχομεν δε τότε ένα Αφρικανόν δούλον, αχρειέστατον, ο οποίος
εχρησίμευεν ως ιπποκόμος. Αυτός απεπειράθη μίαν νύκτα να κλέψη όλα εκείνα και τα
υπεξήρεσε την ώραν κατά την οποίαν είχε κατεβή εκ της θέσεως του ο ανδριάς. Όταν
δε μετ' ολίγον επανήλθεν ο Πέλιχος και ενόησεν ότι τον έκλεψαν, να 'δήτε πώς
ετιμώρησε και απεκάλυψε τον Αφρικανόν. Καθ'όλην την νύκτα περιεφέρετο εις την
αυλήν ο άθλιος μη δυνάμενος να εξέλθη,ως να ευρίσκετο εις λαβύρινθον, έως ου
εξημέρωσε και συνελήφθη με τα κλοπιμαία. Και τότε μεν έφαγεν όχι ολίγον ξύλον,
έζησε δε ολίγον καιρόν ακόμη και απέθανεν αθλίως, διότι, ως έλεγε, κάθε νύκτα
τον έδερνεν ο Πέλιχος, ούτως ώστε την επιούσαν εφαίνοντο τα σημάδια εις το σώμα
του. Και τώρα, Τυχιάδη, σκώπτε και τον Πέλιχον και εμένα ως ομήλικον του Μίνωος
και παραληρούντα από τα γεράματα. Αλλά, φίλε μου Ευκράτη, του είπα, εφ' όσον ο
χαλκός είνε χαλκός, το δε έργον κατεσκεύασεν ο Δημήτριος ο εκ του δήμου
Αλωπεκής, ο οποίος δεν κατεσκεύαζε θεούς, αλλ' ανθρώπους, ουδέποτε θα φοβηθώ τον
ανδριάντα του Πελίχου, τον οποίον και ζώντα και απειλούντα ολίγον θα
εφοβούμην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Μετά ταύτα ο ιατρός Αντίγονος είπε• Και εγώ,
Ευκράτη, έχω ένα χάλκινον Ιπποκράτην ενός περίπου πήχεως κατά το μέγεθος, όστις
άμα σβύση το φως, γυρίζει εις όλο το σπήτι, θορυβεί, ανατρέπει τα δοχεία και
ανακατεύει τα φάρμακα, ανοίγει την θύραν, μάλιστα δε όταν παραλείπωμεν την
θυσίαν την οποίαν του προσφέρομεν κατ' έτος. Ώστε,είπα εγώ, και ο Ιπποκράτης ο
ιατρός έχει τώρα την αξίωσιν να του προσφέρουν θυσίας και οργίζεται αν δεν γευθή
την ωρισμένην εποχήν τέλεια σφάγια; Αλλ' έπρεπε ν' αρκήται εις μίαν νεκρικήν
θυσίαν, εις μίαν σπονδήν υδρομέλιτος επί του τάφου του ή στέφανον επί της στήλης
του τάφου του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Άκουσε κάτι τι, είπεν ο Ευκράτης, διά το οποίον
έχω και μάρτυρας και το οποίον είδα προ πέντε ετών. Ήτον εποχή του τρυγητού, εγώ
δε κατά το μεσημέρι, αφήσας τους εργάτας να τρυγούν εις τ' αμπέλι, επήγα να
περιπατήσω εις το δάσος• κάποια σκέψις με κατείχε και συνεστρέφετο εις την
κεφαλήν μου. Όταν δε έφθασα εις το πυκνόν μέρος, ήκουσα κατ'αρχάς γαβγίσματα
σκύλων και ενόμισα ότι ο υιός μου ο Μνάσων έπαιζε και εκυνήγα, ως συνηθίζει, με
τους φίλους του εις το δάσος. Δεν συνέβαινεν όμως αυτό, αλλά μετ' ολίγον έγινε
κάποιος σεισμός και ηκούσθη ως βοή βροντής• και είδα να έρχεται προς το μέρος
μου μία γυναίκα φοβερά, η οποία είχεν ύψος μισού περίπου σταδίου. Εκράτει δε και
δάδα εις το αριστερόν χέρι και σπαθί εις το δεξιό έως είκοσι πήχεις μακρύ. Και
το μεν κάτω μέρος αυτής ωμοίαζε με φίδι, εις δε το άνω ήμισυ ωμοίαζε με Γοργόνα,
εννοώ κατά το βλέμμα και την φρικτήν μορφήν. Αντί δε μαλλιών από την κεφαλήν της
εκρέμοντο δράκοντες, ως βόστρυχοι, και περιετυλίσσοντο εις τον λαιμόν της και
συνεστρέφοντο επάνω εις τους ώμους της. Βλέπετε πώς και τώρα που σας το
διηγούμαι φρίττω; Και ενώ έλεγεν αυτά μας εδείκνυεν ο Ευκράτης τας τρίχας του
βραχίονός του που είχαν ορθωθή εκ της φρίκης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και οι μεν άλλοι, ο Ίων, ο Δεινόμαχος και ο
Κλεόδημος προσείχον εις την διήγησιν με ανοικτόν το στόμα, ενώ ήσαν ηλικιωμένοι
άνδρες• τους ετράβα από την μύτην ο ψευδολόγος Ευκράτης και ενδομύχως
επροσκύνουν τον τόσον απίθανον κολοσσόν, την γυναίκα η οποία είχεν ύψος ημίσεος
σταδίου, και ήτο κατάλληλος μόνον διά να χρησιμεύση ως φόβητρον εις πολύ μικρά
παιδία. Εγώ δε εν τω μεταξύ εσκεπτόμην τι άνθρωποι είνε αυτοί, οι οποίοι
διδάσκουν σοφίαν εις τους νέους και θαυμάζονται υπό πολλών, ενώ μόνον κατά τα
άσπρα μαλλιά διαφέρουν από τα βρέφη, κατά δε τα άλλα είνε και αυτών πλέον
εύπιστοι εις το ψεύδος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Έπειτα ο Δεινόμαχος ηρώτησε• Δεν μου λες,
Ευκράτη, τα σκυλιά της θεάς πόσα ήσαν κατά το μέγεθος; Υψηλότερα από τους
ελέφαντας των Ινδιών,απήντησεν ο Ευκράτης, μαύρα ως αυτοί και μαλλιαρά με μαλλιά
ανώμαλα και λερωμένα. Εγώ λοιπόν, εξηκολούθησε, άμα την είδα εγύρισα την
σφραγίδα, την οποίαν μου είχε δώσει ο Αράπης, προς το εσωτερικόν του δακτύλου, η
δε Εκάτη εκτύπησε με τον δρακόντιόν της πόδα το έδαφος και έκαμε χάσμα
τεράστιον, και ως στόμα του ταρτάρου, έπειτα επήδησε εις αυτό και εξηφανίσθη.
Τότε εγώ επήρα θάρρος και έσκυψα, αφού εκρατήθηκα από έν εκ των πλησίον δένδρων
διά να μη ζαλισθώ και πέσω εις το χάσμα• και είδα όλο το εσωτερικόν του Άδου,
τον Πυριφλεγέθοντα, την λίμνην, τον Κέρβερον και τους νεκρούς, ούτως ώστε
ανεγνώρισα μερικούς εξ αυτών τον πατέρα μου τουλάχιστον είδα καθαρά και εφορούσε
τα ίδια ενδύματα με τα οποία τον εθάψαμεν. Και τι έκαναν, Ευκράτη, αι ψυχαί;
είπεν ο Ίων. Τι άλλο, απήντησεν ο Ευκράτης, παρά κατά φυλάς και φατρίας, όπως
εζούσαν εις τον κόσμον,διέτριβαν και εκεί, ξαπλωμένοι επάνω εις τους ασφοδέλους;
Ας αντιλέγουν λοιπόν ακόμη, είπεν ο Ίων, οι οπαδοί του Επικούρου εις τον θείον
Πλάτωνα και εις τον περί ψυχής διάλογόν του. Μήπως μεταξύ των νεκρών είδες και
τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα; Τον Σωκράτη μάλιστα,δεν είμαι όμως βέβαιος αλλά το
υποθέτω εκ του ότι ήτο φαλακρός και προγάστωρ• τον Πλάτωνα όμως δεν ανεγνώρισα,
διότι προς φίλους πρέπει να λέγη κανείς την αλήθειαν. Αφού λοιπόν είδα όλα
λεπτομερώς και το χάσμα ήρχιζε να κλείη, μερικοί από τους υπηρέτας μου, μεταξύ
δε αυτών και ο Πυρρίας αυτός εδώ, οι οποίοι με ανεζήτουν έφθασαν καθ' ην στιγμήν
δεν είχε κλείσει εντελώς το χάσμα. Ειπέ, Πυρρία, αν δεν λέγω αλήθεια. Μα τον
Δία, είπεν ο Πυρρίας, εγώ ήκουσα και ένα γαύγισμα που ήλθε από το χάσμα, μου
εφάνη δε ότι είδα και μίαν μικράν λάμψιν η οποία θα ήτο από την δάδα της
θεάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγώ εγέλασα διά την προσθήκην υπό του μάρτυρος
του γαυγίσματος και της λάμψεως. Ο δε Κλεόδημος• Αυτά τα οποία είδες, είπε, δεν
είνε πρωτοφανή• έχουν 'δη και άλλοι παρόμοια, αφού και εγώ όταν ησθένησα όχι προ
πολλού καιρού, είδα κάτι τοιούτον? μ' επεριποιείτο δε και μ'εθεράπευεν ο
Αντίγονος απ' εδώ. Ήτο εβδόμη ημέρα της ασθενείας μου και ο πυρετός μου είχε
φθάσει εις την μεγαλειτέραν του σφοδρότητα. Με είχαν δε αφήσει μόνον όλοι και
κλείσαντες τας θύρας επερίμεναν απ'έξω• διότι ούτω είχες διατάξει, Αντίγονε,
ίσως δυνηθώ να κοιμηθώ.Τότε λοιπόν, ενώ ακόμη ήμουν ξυπνός, παρουσιάσθη ένας
νέος ωραιότατος με λευκόν ένδυμα, ο οποίος με εσήκωσε και δι' ενός χάσματος με
ωδήγησεν εις τον Άδην, όπου αμέσως είδα και εγνώρισα τον Τάνταλον,τον Τιτυόν και
τον Σίσυφον. Τα άλλα είνε περιττόν να τα λέγω• όταν δε έφθασα εις το δικαστήριον
— παρευρίσκοντο δε ο Αιακός, ο Χάρων, αι Μοίραι και αι Εριννύες — είδα τον
Πλούτωνα να κάθηται ως βασιλεύς και να απαγγέλλη τα ονόματα εκείνων, οι οποίοι
είχον ήδη συμπληρώσει τον καιρόν της ζωής των. Ο νέος με ωδήγησεν ενώπιον αυτού,
ο δε Πλούτων εθύμωσε τότε και είπε προς εκείνον όστις με ωδήγει• Δεν ετελείωσεν
ακόμη το νήμα αυτού, ώστε ας γυρίση πίσω. Συ δε να φέρης τον σιδηρουργόν
Δημύλον, ο οποίος ζη περισσότερον αφ' όσον του ανήκει.Εγώ επέστρεψα χαρούμενος
και ο πυρετός μου είχε παύσει• ανάγγειλα δε εις όλους ότι μετ' ολίγον θ' αποθάνη
ο Δημύλος• ήτο δε ο Δημύλος γείτονάς μας και ησθένει, ως ελέγετο. Μετ' ολίγον
τωόντι ηκούσαμεν αναφωνητά• είχεν αποθάνει και τον εμοιρολόγουν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τι το παράδοξον; είπεν ο Αντίγονος, εγώ γνωρίζω
ένα ο οποίος μετά είκοσι ημέρας από της ταφής του ανέστη. Ήμουν ιατρός του και
προ του θανάτου και μετά την ανάστασίν του. Και πώς, παρετήρησα εγώ, εις
διάστημα είκοσι ημερών δεν εσάπισε το σώμα του ή πώς δεν απέθανεν από την
πείναν; ή μήπως εθεράπευσες κάποιον νέον Επιμενίδην;</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ενώ ελέγαμεν αυτά εισήλθαν οι γυοί του
Ευκράτους, ερχόμενοι από το γυμναστήριον, εκ των οποίων ο μεν ένας έχει ήδη
υπερβή την ήβην, ο δε άλλος είνε δέκα πέντε περίπου ετών, και αφού μας
εχαιρέτησαν εκάθησαν εις την κλίνην πλησίον εις τον πατέρα των• δι'εμέ δε έφεραν
καθέκλαν.Και ο Ευκράτης ως να ανεμνήσθη από την εμφάνισιν των υιών του• Έτσι να
τα χαρώ αυτά τα παιδιά, Τυχιάδη, είπε — και έβαλεν επάνω των το χέρι του—όπως
είνε αλήθεια αυτά που θα σου 'πω. Όλοι γνωρίζουν πόσον αγαπούσα την μακαρίτισσα
την μητέρα των• το έδειξα δε δι' όσων έκαμα δι' αυτήν, όχι μόνον όταν έζη, αλλά
και αφού απέθανε, ότε έκαυσα μαζή της όλα της τα κοσμήματα και τα φορέματα, τα
οποία περισσότερον της ήρεσαν. Επτά δε ημέρας μετά τον θάνατόν της ήμουν
ξαπλωμένος εδώ,όπως τώρα, και διά να εύρω κάποιαν παρηγορίαν εις την θλίψίν
μου,εδιάβαζα ησύχως το περί αθανασίας της ψυχής βιβλίον του Πλάτωνος. Εν τω
μεταξύ τούτω εισέρχεται η Δημαινέτη, αυτή απαράλλακτη, και κάθεται πλησίον μου,
όπως τώρα αυτός ο Ευκρατίδης — και έδειξε τον νεώτερον εκ των υιών του, ο οποίος
και πριν ήτο ωχρός από την διήγησιν, και τώρα συνεταράχθη με παιδικήν δειλίαν.
Εγώ, εξηκολούθησεν ο Ευκράτης,άμα την είδα, την αγκάλιασα και ήρχισα να κλαίω.
Αλλ' αυτή διέκοψε τα κλάμματά μου και μου παρεπονείτο ότι ενώ της εχάρισα όλα τα
άλλα, το έν εκ των χρυσών της σανδάλων δεν έκαυσα επί του τάφου της, μου είπε δε
ότι το σάνδαλον εκείνο, είχε παραπέσει και ευρίσκετο κάτω από την κασέλαν και
διά τούτο δεν το ευρήκαμεν κ' εκαύσαμεν μόνον το ένα. Ενώ δε ακόμη ωμιλούσαμεν,
ένα αναθεματισμένο σκυλάκι της Μάλτας, που ευρίσκετο κάτω από το κρεββάτι,
εγαύγισε και εκείνη εξηφανίσθη με το γαύγισμα. Αλλά το σάνδαλον ευρέθη κάτω από
την κασέλαν και το εκαύσαμεν. Λοιπόν δυσπιστείς ακόμη, Τυχιάδη, εις γεγονότα
τόσον φανερά και τα οποία συμβαίνουν συχνότατα; Όχι, μα τον Δία, απήντησα,και
νομίζω ότι είνε άξιοι να δαρθούν εις τα πισινά, καθώς τα παιδιά,με χρυσόν
σάνδαλον όσοι δεν πιστεύουν και δεικνύουν τόσην αναισχυντίαν προς την
αλήθειαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επάνω εις αυτά εισήλθεν ο Αρίγνωτος ο
Πυθαγορικός φιλόσοφος με τα μεγάλα μαλλιά, ο σοβαρός την όψιν, τον γνωρίζεις δα
τον περίφημον διά την σοφίαν του, ο οποίος επονομάζεται θείος. Άμα τον είδα
ανέπνευσα,διότι ενόμισα ότι ήρχετο να κόψη ως πέλεκυς τα ψεύδη. Θα τους
αποστομώση, εσκεπτόμην, ο σοφός, όταν τους ακούση να λέγουν τοιαύτα
τερατολογήματα, και, κατά το λεγόμενον, θεόν από μηχανής, τον οποίον μου
έστελλεν η τύχη, τον εθεώρησα. Αυτός δε αφού εκάθησε εις την θέσιν την οποίαν
του προσέφερεν ο Κλεόδημος, ηρώτησε κατά πρώτον διά την ασθένειαν του
οικοδεσπότου, όστις απήντησεν ότι ήτο τώρα καλλίτερα. Και περί τίνος
φιλοσοφείτε; είπεν έπειτα. Διότι εισερχόμενος ήκουσα τους λόγους σας και μου
εφάνη ότι δεν χάνετε τον καιρόν σας. Προσπαθούμεν, είπεν ο Ευκράτης, να πείσωμεν
αυτόν εδώ τον σκληροτράχηλον—- και έδειξεν εμέ-—να πιστεύση ότι υπάρχουν
πνεύματα και φαντάσματα και ότι αι ψυχαί των νεκρών γυρίζουν εις την γην και
εμφανίζονται εις όποιους θέλουν. Εγώ εκοκκίνισα και έβλεπα κάτω,διότι εντράπηκα
τον Αρίγνωτον. Αυτός δε είπε• Αν λέγη ο Τυχιάδης ότι μόνον των βιαίως
αποθανόντων αι ψυχαί επιστρέφουν, π. χ. αν κανείς εκρεμάσθη ή απεκεφαλίσθη ή
ανεσκολοπίσθη ή κατ' άλλον τοιούτον τρόπον απέθανε, όχι όμως και αι ψυχαί
εκείνων οίτινες αποθνήσκουν με φυσικόν θάνατον—αν λέγη αυτό δεν λέγει πολύ
παράλογα πράγματα. Μα τον Δία,είπεν ο Δεινόμαχος, δεν τα παραδέχεται καθόλου,
ούτε ότι υπάρχουν,ούτε ότι φαίνονται. Αλήθεια, είπεν ο Αρίγνωτος, και μ'
εκύταξεν αυστηρώς, δεν πιστεύεις τίποτε από αυτά, ενώ τα βλέπει όλος ο
κόσμος;Σας παρακαλώ, είπα εγώ, ν' απολογηθήτε δι' εμέ, διότι μόνος εξ όλων των
άλλων δεν βλέπω τίποτε• αν έβλεπα θα επίστευα και εγώ όπως σεις.Αλλ' αν πας ποτέ
εις την Κόρινθον, είπεν ο Αρίγνωτος, ερώτησε πού είνε το σπήτι Ευβατίδου και
όταν σου το δείξουν πλησίον εις το Κράνειον, να έμβης και να 'πης εις τον
θυρωρόν Τίβιον να σου δείξη το μέρος από το οποίον έσκαψε και έβγαλε τον δαίμονα
ο Πυθαγορικός Αρίγνωτος και τοιουτοτρόπως έγεινε δυνατόν να κατοικήται εις το
εξής το σπήτι εκείνο. Τι συνέβαινε; ηρώτησεν ο Ευκράτης. Προ πολλού,απήντησεν ο
Αρίγνωτος, έμενεν ακατοίκητο το σπήτι εκείνο ένεκα φαντασμάτων εάν δε κανείς
κατοικούσε έφευγεν αμέσως διότι τον κατεδίωκε και τον ετρόμαζε ένα φοβερόν και
ταραχοποιόν φάντασμα. Το σπήτι αφέθη να γείνη ερείπιον και η στέγη του είχεν
αρχίσει να πέφτη και κανείς δεν ετόλμα να εισέλθη. Εγώ δε όταν ήκουσα αυτά,
επήρα τα βιβλία μου—έχω δε πολλά Αιγυπτιακά βιβλία διά τα τοιαύτα - και επήγα
εις το σπήτι εκείνο κατά την ώραν του πρώτου ύπνου, χωρίς ν' ακούσω εκείνον
όστις μ' εφιλοξένει, ο οποίος όταν έμαθε πού επήγαινα με ημπόδιζε και σχεδόν μ'
ετράβα, διότι ενόμιζεν ότι μεταβαίνω εις βέβαιον όλεθρον. Εγώ επήρα λύχνον και
εισήλθα μόνος και αφού ετοποθέτησα το φως εις το μεγαλείτερον δωμάτιον εκάθησα
κατά γης και ήρχισα να διαβάζω ησύχως. Μετ' ολίγον παρουσιάσθη ο δαίμων ο οποίος
είχε μαλλιά μεγάλα και άτακτα και ήτο κατάμαυρος. Ενόμιζεν ότι είχε να κάμη με
κανένα από τους πολλούς και ήλπιζεν ότι θα με ετρόμαζεν όπως τους άλλους. Ήρχισε
λοιπόν να με περιτριγυρίζη και να προσπαθή να μου επιτεθή πότε από 'δώ και πότε
από 'κεί. Και διά να με φέρη εις σύγχυσιν μετεμορφόνετο άλλοτε μεν εις σκύλον,
άλλοτε δε εις ταύρον ή λέοντα. Εγώ δε μεταχειρισθείς τον φρικτότερον εξορκισμόν
εις Αιγυπτιακήν γλώσσαν, τον περιώρισα εις μίαν γωνίαν σκοτεινού δωματίου• και
αφού είδα πού εκρύβη, ησύχασα. Το δε πρωί, ενώ όλοι ήσαν απηλπισμένοι και
ενόμιζαν ότι θα μ'εύρουν νεκρόν καθώς τους άλλους, παρουσιάσθηκα απροσδοκήτως,
ευρήκα τον Ευβατίδην και του ανήγγειλα προς μεγάλην του χαράν ότι του λοιπού το
σπήτι θα είνε απηλλαγμένον από φαντάσματα και θα δύναται να κατοίκηση αφόβως εις
αυτό. Παραλαβών δε αυτόν και άλλους πολλούς, οι οποίοι ηκολούθουν από
περιέργειαν και θαυμασμόν, διέταξα όταν εφθάσαμεν εκεί να σκάψουν εις το μέρος
όπου είδα να κρυφθή ο δαίμων• και όταν έσκαψαν ευρήκαν εις βάθος οργυιάς παλαιόν
νεκρόν, του οποίου διετηρούντο μόνον τα κόκκαλα. Τον επήραμεν και τον εθάψαμεν
αλλού, έκτοτε δε το σπήτι δεν ηνωχλήθη πλέον από φαντάσματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού είπεν αυτά ο Αρίγνωτος, άνθρωπος
θαυμαστός, διά την σοφίαν του και εις όλους σεβαστός, δεν έμεινε πλέον κανείς
από τους παρόντας ο οποίος να μη με θεωρή ανόητον, διότι δεν επίστευα εις τα
τοιαύτα,όταν μάλιστα και ο Αρίγνωτος τα εβεβαίωνεν. Εγώ όμως χωρίς να φοβηθώ
ούτε τα μεγάλα του μαλλιά, ούτε την φήμην του; Τ' είν' αυτά Αρίγνωτε,είπα, και
συ η μόνη ελπίς της αληθείας, είσαι γεμάτος από καπνόν και φαντάσματα; Όπως η
παροιμία λέγει, άνθρακες ο θησαυρός απεδείχθης.Αφού, είπεν ο Αρίγνωτος, ούτε εις
εμέ πιστεύεις δι' αυτά, ούτε εις τον Δεινόμαχον ή τον Κλεόδημον, ούτε εις τον
Ευκράτην, δεν μας λέγεις ποίον θεωρείς αξιοπιστότερον από ημάς, ο οποίος
υποστηρίζει τα εναντία; Ένα πολύ θαυμαστόν άνθρωπον, τον εξ Αβδήρων
Δημόκριτον,όστις τόσην πεποίθησιν είχεν ότι δεν υπάρχει τίποτε τοιούτον, ώστε
εκλείετο εις ένα μνήμα έξω της πόλεως και εκεί έγραφε και συνέτασσε τα έργα του.
Όταν δε μερικοί νέοι, θέλοντες να τον πειράξουν και να τον φοβίσουν, ενδύθηκαν
ως νεκροί με μαύρα ενδύματα και εφόρεσαν προσωπίδας αι οποίαι απεμιμούντσ τα
κρανία και περικυκλώσαντες αυτόν ήρχισαν να χορεύουν και να πηδούν, ο Δημόκριτος
χωρίς να ταραχθή και χωρίς να διακόψη το γράψιμόν του, εστράφη προς αυτούς και
είπε•Παύσετε να παίζετε. Τόσον ήτο βέβαιος ότι δεν υπάρχουν πλέον ψυχαί άμα
χωρισθούν από τα σώματα. Με αυτά που λέγεις, είπεν ο Ευκράτης,μας αποδεικνύεις
ότι και ο Δημόκριτος ήτον ανόητος άνθρωπος, αφού είχε τοιαύτην ιδέαν. Αλλ' εγώ
θα σας διηγηθώ και κάτι άλλο, το οποίον συνέβη εις εμέ, δεν το ήκουσα από άλλον
ίσως δε και συ, Τυχιάδη, άμα το ακούσης θ' αναγκασθής ν' αναγνωρίσης την
αλήθειαν της ιστορίας.Όταν κατά την νεότητά μου ευρισκόμην εις την Αίγυπτον όπου
με είχε στείλει ο πατέρας μου διά να σπουδάσω, με κατέλαβεν επιθυμία να μεταβώ
διά του Νείλου μέχρι του Κοπτού και απ' εκεί να υπάγω μέχρι του Μέμνονος, διά ν'
ακούσω το θαυμαστόν εκείνο άγαλμα το οποίον ψάλλει κατά την ανατολήν του ηλίου.
Και το μεν άγαλμα ήκουσα, αλλ'όχι όπως οι άλλοι άσμα χωρίς σημασίαν• εις εμέ
έδωκε και χρησμόν ο Μέμνων δι' επτά στίχων, τους οποίους θα σας έλεγα, εάν το
πράγμα δεν ήτο περιττόν. Κατά δε την επάνοδον συνεταξείδευε με ημάς κάποιος
ιερογραμματεύς εκ Μέμφιδος, θαυμαστός κατά την σοφίαν και κάτοχος όλης της
Αιγυπτιακής παιδείας. Ελέγετο δε ότι επί είκοσι τρία έτη έζησεν εις τα υπόγεια
άδυτα του ναού της Ίσιδος και εδιδάσκετο υπό της θεάς την μαγείαν. Λέγεις τον
Παγκράτην, είπεν ο Αρίγνωτος, τον διδάσκαλόν μου, άνθρωπον άγιον, ο οποίος έχει
ξυρισμένον το πρόσωπον,φορεί λευκά, φαίνεται διηνεκώς σκεπτικός, δεν ομιλεί
καθαρά την Ελληνικήν, είναι υψηλός, έχει την μύτην σιμήν, τα χείλη προέχοντα και
τα σκέλη λεπτά; Ακριβώς, είπεν ο Ευκράτης, αυτόν τον Παγκράτην λέγω.Κατ' αρχάς
δεν εγνώριζα ποίος ήτον αλλ' όταν το πλοίον μας άραξε και τον έβλεπα να κάνη
πολλά άλλα θαυμάσια και να ιππεύη τους κροκοδείλους και να κολυμβά ομού με
αυτούς, οι δε κροκόδειλοι να τον φοβούνται και να σείουν προς αυτόν την ουράν,
ενόησα ότι ήτο κάποιος άγιος άνθρωπος. Του έκαμα πολλά φιλοφρονήματα, ολίγον δε
κατ' ολίγον εγίναμεν φίλοι και οικείοι, ούτως ώστε μου έλεγεν όλα του τα
μυστικά.Επί τέλους δε μ' έπεισε ν' αφήσω όλους μου τους υπηρέτας εις την
Μέμφιδα, να τον ακολουθήσω δε μόνος, διότι, ως μου έλεγε, δεν θα εστερούμεθα
ανθρώπων διά να μας υπηρετούν. Και του λοιπού εζήσαμεν ως εξής• άμα εφθάναμεν
εις κανέν πανδοχείον, έπαιρνε τον μοχλόν της θύρας, την σκούπαν ή το
γουδοκόπανον, το ένδυνε με φορέματα και με μίαν επωδήν το έκανε να περιπατή και
να φαίνεται ως άνθρωπος. Αυτό επήγαινε κ' έφερνε νερόν, εψώνιζε κ' εσιγύριζε και
μας έκανε παντός είδους υπηρεσίας εις την εντέλειαν όταν δε δεν είχαμεν πλέον
ανάγκην υπηρεσίας, με άλλην επωδήν έκανε πάλιν την σκούπαν σκούπαν και το
γουδοχέρι γουδοχέρι. Το πράγμα μου εκίνει μεγάλην περιέργειαν, αλλά δεν
κατώρθονα να τον πείσω να μου μάθη πώς έκανεν αυτάς τας μεταμορφώσεις. Μολονότι
εις τα άλλα δεν μου έκρυπτε τίποτε, δι' αυτό ήτο πολύ ζηλότυπος. Αλλά μίαν
ημέραν κρυφθείς εις σκοτεινόν μέρος ήκουσα την επωδήν, ήτο δε τρισύλλαβος. Και
αυτός μεν ανεχώρησεν εις την αγοράν παραγγείλας εις το γουδόχερον τι έπρεπε να
κάμη. Εγώ δε την επιούσαν, ενώ εκείνος ευρίσκετο εις την αγοράν διά ν' αγοράση
κάτι τι, επήρα το γουδοκόπανον και το ένδυσα και αφού είπα τας τρεις συλλαβάς,
το διέταξα να φέρη νερόν. Αφού δ' εγέμισε μίαν στάμναν και την έφερε, του είπα•
Παύσε να κουβαλής νερόν και γίνου πάλιν γουδόχερον αυτό όμως δεν μου υπήκουσε,
αλλ' εξηκολούθει να κουβαλή νερόν, έως ου έκαμε το σπίτι λίμνην. Εγώ ευρεθείς
εις αμηχανίαν —διότι εφοβούμην μήπως ο Παγκράτης επιστρέψη και θυμώσει, όπως και
έγινε — επήρα αξίνην και έκοψα τον κόπανον εις δύο• αλλ' αντί ενός έγιναν τότε
δύο οι νεροφόροι. Εν τω μεταξύ τούτω έφθασε και ο Παγκράτης και εννοήσας τι είχε
γίνει, τους μεν υδροφόρους έκαμε πάλιν ξύλα, όπως ήσαν προ της επωδής, αυτός δε
έπειτα ανεχώρησε κρυφίως,δεν γνωρίζω που. Και τώρα, είπεν ο Δεινόμαχος,
γνωρίζεις τουλάχιστον να κάνης άνθρωπον το γουδόχερον; Κατά το ήμισυ, απήντησεν
ο Ευκράτης•διότι δεν 'μπορώ να το επαναφέρω εις την αρχικήν του κατάστασιν, αφού
άπαξ γίνη υδροφόρος και θα πλημμυρίση το σπίτι από νερά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν θα παύσετε, είπα εγώ, να λέγετε τοιαύτα
τερατώδη ψεύδη, δεν εντρέπεσθε που είσθε γέροι άνθρωποι; Αν όχι δι' άλλο, αλλά
τουλάχιστον χάριν αυτών των παιδιών αναβάλλετε εις άλλην ώραν αυτάς τας
παραδόξους και φοβεράς διηγήσεις. Πρέπει να προσέχετε και να μη τ' αφήνετε
ν'ακούουν τέτοια πράγματα, τα οποία καθ' όλην την ζωήν των θα τα παρακολουθούν
και θα τα ταράσσουν, θα γεμίσουν τα μυαλά των με διαφόρους δεισιδαιμονίας και θα
τους κάμη να φοβούνται την σκιάν των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Καλά που μ' ενθύμισες με την δεισιδαιμονίαν που
είπες. Τι φρονείς,αλήθεια, Τυχιάδη, διά τους χρησμούς και τας αποκαλύψεις και
όσα αναγγέλλουν μερικοί θεόπνευστοι ή ακούονται λεγόμενα από τα άδυτα ή όσα
λέγει η Πυθία εμμέτρως προλέγουσα τα μέλλοντα; ή και αυτά δεν τα πιστεύεις; Αλλ'
εγώ δεν θ' αναφέρω ότι έχω και έν δακτυλίδι θαυματουργόν, το οποίον έχει επί της
σφραγίδος τον Πύθιον Απόλλωνα,αυτός δε ο Απόλλων μου ομιλεί, — δεν το λέγω αυτό,
διά να μη νομίσης ότι λέγω απίθανα πράγματα διά να καυχηθώ. Περιορίζομαι να σας
διηγηθώ μόνον όσα μου συνέβησαν και είδα με τα μάτια μου εις την Μαλλόν, εις το
ιερόν του Αμφιλόχου, ο οποίος φανερά μου ωμίλησε και μου έδωκε συμβουλάς διά τας
υποθέσεις μου• έπειτα δε θα σας διηγηθώ και όσα είδα εις την Πέργαμον και ήκουσα
εις τα Πάταρα. Όταν επέστρεφα από την Αίγυπτον και ήκουσα ότι το Μαντείον της
Μαλλού είνε περίφημον και δίδει αληθείς και σαφείς απαντήσεις εις εκείνους
οίτινες γράφουν τας ερωτήσεις των εις πινάκιον και τας παραδίδουν εις τον
προφήτην,ενόμισα καλόν κατά την διάβασίν μου να ερωτήσω και εγώ το μαντείον και
να ζητήσω την γνώμην του θεού περί του μέλλοντος. Ενώ ακόμη έλεγεν αυτά ο
Ευκράτης, εγώ βλέπων ότι το πράγμα έμελλε να προχωρήση και ότι αι περί των
μαντείων συζητήσεις θα ελάμβανον διαστάσεις, δεν ενόμισα πρέπον να εξακολουθήσω
ν' αντιλέγω μόνος εις όλους. Τους αφήκα λοιπόν ενώ έπλεον εξ Αιγύπτου εις την
Μαλλόν — διότι ενόουν ότι τους ενώχλουν με τας αντιρρήσεις μου εις τα ψεύδη των.
— Εγώ, είπα,φεύγω, διά να ζητήσω τον Λεόντυχον, διότι έχω ανάγκην να τον
συναντήσω. Σεις δε επειδή δεν νομίζετε, φαίνεται, ικανά τα ανθρώπινα,καλείτε
τώρα και τους θεούς να σας βοηθήσουν εις τας μυθολογίας σας.Και άμα είπα αυτά
εξήλθα. Αυτοί δε είδαν ευχαρίστως την αναχώρησίν μου, διότι έμειναν ελεύθεροι να
γεύωνται και ν' απολαμβάνουν, κατά την συνήθειάν των, τα ψεύδη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά, φίλε μου Φιλοκλή, ήκουσα εις του
Ευκράτους και έρχομαι πρισμένος, όπως όσοι πίνουν μούστον, με ανάγκην να εμέσω.
Ευχαρίστως δε και διά πολλών χρημάτων θα ηγόραζα φάρμακον εξ εκείνων τα οποία,ως
ήκουσα, δίδουν την λησμοσύνην, διά να μη μου προξενήση τίποτε κακόν η ανάμνησις
αυτών διατηρουμένη• διότι νομίζω έκτοτε ότι βλέπω τέρατα και δαίμονας και
Εκάτας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΦΙΛ. Και εγώ, Τυχιάδη, κάτι παρόμοιον έπαθα από
την διήγησίν σου•διότι, ως λέγουν, όχι μόνον όσοι δαγκωθούν υπό λυσσώντων σκύλων
λυσσούν και φοβούνται το νερόν, αλλά και όσοι δαγκωθούν από αυτούς παθαίνουν τα
ίδια, ως να τους εδάγκωσε σκύλος λυσσών, και έχουν τους αυτούς φόβους. Και συ
λοιπόν εδαγκώθης εις του Ευκράτους υπό των πολλών ψευδολογημάτων, μετέδωκες δε
και εις εμέ το δηλητήριον και μου εγέμισες την ψυχήν από δαίμονας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">ΤΥΧ. Ας μη ανησυχώμεν, φίλε μου, διότι έχομεν
κατά των τοιούτων αλεξιφάρμακον την αλήθειαν και τον περί πάντων ορθόν λόγον•
χάρις δε εις αυτά ουδόλως θα μας ταράξουν τα ανόητα και μάταια ταύτα
ψεύδη.</span><br />
<h2 style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΡΑΦΕΤΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ</span></h2>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Λέγεται, αγαπητέ
Φίλων, ότι επί της βασιλείας του Λυσιμάχου ενέσκηψεν εις τα Άβδηρα μία τοιαύτη
επιδημία. Όλοι οι κάτοικοι κατελήφθησαν υπό σφοδρού πυρετού, όστις εξηκολούθει
με συχνούς παροξυσμούς επί επτά ημέρας. Κατά δε την εβδόμην ημέραν άλλοι μεν από
τους αρρώστους επάθαιναν άφθονον αιμορραγίαν της μύτης, άλλοι δε εφίδρωσιν
επίσης άφθονον και ούτω έπαυεν ο πυρετός. Αλλά το νόσημα έφερε και το πνεύμα
αυτών εις μίαν κωμικήν κατάστασιν. Όλοι δηλαδή έκαμναν θεατρικάς κινήσεις και
μεγαλοφώνως απήγγελλον ιαμβικούς στίχους, μάλιστα δε μέρη από την Ανδρομέδαν του
Ευριπίδου {48} και ιδίως την επιφώνησιν του Περσέως:</span></div>
<span style="font-size: 16pt;">συ δ' ω θεών τύραννε κανθρώπων Έρως,</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">και ήτο η πόλις γεμάτη εκ των ωχρών τούτων και
εξησθενημένων υπό του εφθημέρου πυρετού τραγωδών. Διήρκεσε δε το γενικόν τούτο
αναφώνημα επί πολύ, έως ου ο χειμών και ψύχος πολύ τους έκοψε την νοσηράν αυτήν
φλυαρίαν. Αίτιος δε της παραφροσύνης μου φαίνεται ότι έγεινεν ο τραγικός
ηθοποιός Αρχέλαος, ο οποίος τότε ήτο φημισμένος και εις τα μέσα του θέρους εν
καιρώ μεγάλου καύσωνος έπαιξεν εις τα Άβδηρα την Ανδρομέδαν. Οι δε Αβδηρίται
έπαθαν τον πυρετόν εις το θέατρον, όταν δε ανέρρωσαν, εξηκολούθουν να αναπολούν
την τραγωδίαν• η Ανδρομέδα επί πολύ παρέμενεν εις την μνήμην των και ο Περσεύς
με την Μέδουσαν εξηκολούθει να περιίπταται εις την φαντασίαν των.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επειδή λοιπόν, κατά την παροιμίαν, το έν πράγμα
δύναται να παραβληθή προς το άλλο, το νόσημα εκείνο των Αβδηριτών είνε όμοιον
προς εκείνο,το οποίον έχει καταλάβει σήμερον τους περισσοτέρους των
πεπαιδευμένων. Ούτοι είνε αληθές ότι δεν απαγγέλλουν τραγωδίαν,— θα ήτο
μικρότερα παραφροσύνη, αν με ξένους στίχους ουχί ασχήμους επεδεικνύοντο — αλλ'
αφ' ότου ήρχισεν ο εξακολουθών πόλεμος {49} κατά των βαρβάρων και συνέβη η ήττα
εις την Αρμενίαν και ηκολούθησαν αι συνεχείς νίκαι, δεν έμεινε κανείς ο οποίος
να μη γράψη ιστορίαν? όλοι έγειναν Θουκυδίδαι και Ηρόδοτοι και Ξενοφώντες, ούτως
ώστε να αληθεύη εκείνο το οποίον είπεν ο φιλόσοφος {50}, «ο πόλεμος είνε των
όλων ο πατήρ», αφού τόσους συγγραφείς εγέννησε διά μιας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά λοιπόν, φίλτατε, βλέπων και ακούων,
ενθυμήθηκα έν ανέκδοτον του Διογένους• όταν ηκούσθη ότι ο Φίλιππος εξεστράτευε
κατά της Ελλάδος,οι Κορίνθιοι όλοι εταράχθησαν και ήρχισαν να εργάζωνται διά την
άμυναν? άλλος διώρθονεν όπλα, άλλος εκόμιζε πέτρας, άλλος επεσκεύαζε το τείχος ή
εστερέωνε πύργον και άλλος έπραττεν ό,τι χρήσιμον ηδύνατο• ο δε Διογένης βλέπων
αυτά και μη έχων τι να πράξη και αυτός— διότι ουδείς του ανέθετε καμμίαν
εργασίαν — περιέζωσε το ένδυμά του και με πολλήν δραστηριότητα ήρχισε να κυλίη
το πιθάρι, το οποίον του εχρησίμευεν ως κατοικία, επάνω και κάτω εις το
Κράνειον. Όταν δε κάποιος εκ των γνωστών του τον ηρώτησε, διατί το κάνεις
αυτό,Διογένη; Κυλίω, είπε, και εγώ το πιθάρι, διά να μη φαίνωμαι ότι μόνος εγώ
μένω αργός μεταξύ τόσων εργαζομένων. Και εγώ, αγαπητέ Φίλων, διά να μη μένω
μόνος άφωνος εις εποχήν τόσον πολύφωνον και να μη παρουσιάζω κωμικόν θέαμα
άνθρωπου έχοντος ανοικτόν το στόμα και μη λέγοντος τίποτε, ενόμισα καλόν να
κυλίσω και εγώ όσον δύναμαι τον πίθον μου, όχι όμως διά να γράψω ιστορίαν και να
διηγηθώ πολεμικά γεγονότα• δεν έχω τόσω μεγάλην τόλμην εγώ και μη φοβηθής ότι
θ'αποτολμήσω τοιούτόν τι• διότι γνωρίζω πόσον μέγας είνε ο κίνδυνος,όταν κυλίη
κανείς επάνω εις πέτρας και μάλιστα πιθάριον λεπτοκατασκευασμένον, οποίον το
ιδικόν μου• μόλις προσκρούση εις μικράν πέτραν θα ευρεθώ εις την ανάγκην να
περισυλλέγω τα κομμάτια του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πώς λοιπόν εσκέφθηκα και πώς θα λάβω μέρος εις
τον πόλεμον με ασφάλειαν και μένων έξω βολής, θα σου είπω. Εγώ θα αποφύγω τους
κόπους, τας φροντίδας και τους κινδύνους, τους οποίους έχει ο συγγραφεύς, θα
περιορισθώ δε να δώσω μίαν μικράν συμβουλήν και ολίγα διδάγματα εις τους
συγγράφοντας, διά να λάβω ούτω και εγώ μέρος εις την οικοδομήν, αν όχι διά της
επιγραφής της πραγματείας μου,τουλάχιστον διότι θα θίξω με το άκρον του δακτύλου
τον πηλόν τον οποίον μεταχειρίζονται. Το βέβαιον είνε ότι οι περισσότεροι εξ
αυτών νομίζουν ότι δεν έχουν ανάγκην συμβουλής διά την εργασίαν των, όπως
περίπου δεν έχουν ανάγκην διδασκαλίας διά να βαδίζουν, να βλέπουν ή να τρώγουν,
αλλά θεωρούν ως λίαν εύκολον και πρόχειρον και δυνατήν εις όλους την συγγραφήν
ιστορίας, ως δύναται τις να κρίνη εκ των συμβαινόντων. Αλλά γνωρίζεις και συ,
φίλε μου, ότι η ιστορία δεν είνε από τα εύκολα και ακόπως συνθετόμενα έργα, αλλ'
είνε από τα έχοντα περισσοτέραν ανάγκην φροντίδος, όταν, ως ο Θουκυδίδης λέγει,
γίνεται διά να μείνη αθάνατος• «κτήμα ες αεί».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Γνωρίζω λοιπόν ότι δεν θα αποτρέψω πολλούς εξ
αυτών, εις μερικούς δε θα φανώ και πολύ οχληρός και μάλιστα εις εκείνους των
οποίων το έργον έχει ήδη τελειώσει και παραδοθή εις το κοινόν. Εάν δε και
επηνέθη υπό εκείνων οίτινες το ανέγνωσαν, η ελπίς ότι θα μεταβάλουν και θα
διορθώσουν κάτι εκ των ήδη θεσπισμένων και κατατεθειμένων, ούτως ειπείν, εις τα
βασιλικά αρχεία {51}, είνε ματαία. Αλλ' όμως δεν είνε κακόν να λεχθή και προς
αυτούς τούτους η αλήθεια, ώστε, εάν ποτε γείνη άλλος πόλεμος ή των Κελτών προς
τους Γέτας ή των Ινδών προς τους Βακτρίους — διότι προς ημάς δεν θα τολμήση
κανείς να κήρυξη πόλεμον, αφού ήδη όλους τους έχομεν υποτάξει — να
μεταχειρισθούν τον κανόνα τούτον, εάν τον νομίσουν ορθόν προς καλλιτέραν
σύνθεσιν της εργασίας των. Εάν δε πάλιν επιμείνουν εις τας μεθόδους των, ο
ιατρός δεν θα παραστενοχωρηθή, διότι οι Αβδηρίται θα εξακολουθούν εκουσίως ν'
απαγγέλλουν την Ανδρομέδαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Επειδή δε το έργον της συμβουλής είνε διττόν
και διδάσκει ποία να προτιμώμεν και ποία ν' αποφεύγωμεν, ας είπωμεν πρώτα ποία
πρέπει ν'αποφεύγη ο γράφων ιστορίαν και ποία ν' απορρίπτη προ πάντων, έπειτα δε
ποία να μεταχειρίζεται, διά να μη εξέλθη της ορθής και ευθείας οδού, πώς ν'
αρχίση και ποίαν τάξιν να εφαρμόση εις τα έργα του, και το μέτρον το οποίον θα
τηρή διά κάθε τι, και όσα πρέπει ν' αποσιωπά και εις όσα να ενδιατρίβη, και όσα
είνε προτιμότερον να παρατρέξη και πώς να τα εξηγή και τα συναρμόζη. Και αυτά
μεν και τα τοιαύτα θ'αναπτύξωμεν κατόπιν• τώρα δε θ' αναφέρωμεν τα ελαττώματα,
τα οποία παρακολουθούν τους κακούς συγγραφείς. Τα κοινά όμως εις όλα τα είδη του
λόγου σφάλματα, εις την γλώσσαν, την αρμονίαν, την έννοιαν, και πάσα άλλη
ατεχνία και μακράν ανάπτυξιν απαιτούν και της παρούσης πραγματείας τα όρια
διαφεύγουν διότι, ως είπα, είνε κοινά όλων των ειδών του λόγου
ελαττώματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τα δε σφάλματά των εις την καθαρώς ιστορικήν
εργασίαν δύνασαι να εύρης, αν προσέξης εις τα έργα αυτών, όπως εγώ πολλάκις
παρατηρώ,οσάκις ακροώμαι τοιαύτας ιστορίας αναγινωσκομένας, και μάλιστα αν
προσέξης εις όλους. Δεν είνε επομένως περιττόν να αναφέρω, ως παραδείγματα, τινά
από τα κατ' αυτόν τον τρόπον συγγραφέντα. Αλλά προ τούτου ας εξετάσωμεν τα
σπουδαιότερα αυτών ελαττώματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οι πλείστοι εξ αυτών παραμελούντες να ιστορούν
τα γεγονότα,καταγίνονται να επαινούν τους άρχοντας και τους στρατηγούς, και τους
μεν ιδικούς των ανυψόνουν, τους δε εχθρούς καθ' υπερβολήν καταρρίπτουν. Αγνοούν
ότι δεν χωρίζει την ιστορίαν από το εγκώμιον στενόν χώρισμα, αλλά μέγα τείχος
υπάρχει μεταξύ των και, όπως λέγουν οι μουσικοί, ιστορία και εγκώμιον είνε δις
διαπασών προς άλληλα. Ο μεν εγκωμιάζων φροντίζει μόνον πώς να επαινέση και
ευχαριστήση τον επαινούμενον και αν είνε ανάγκη να ψευσθή διά να επιτύχη τον
σκοπόν του, ολίγον θα σκοτισθή? η ιστορία όμως δεν δύναται ουδ' επί στιγμήν
νανεχθή ψεύδος, ακριβώς όπως η τραχεία αρτηρία, κατά τους ιατρούς,δεν ανέχεται
ό,τι εισέλθη εις αυτήν, ενώ καταπίνομεν. Φαίνονται προσέτι ν' αγνοούν οι
τοιούτοι ιστορικοί ότι της ποιητικής τέχνης και των ποιημάτων είνε άλλος ο
σκοπός και ιδιαίτεροι οι κανόνες, άλλοι δε της ιστορίας• εις μεν την ποίησιν
είνε απεριόριστος η ελευθερία και είς ο νόμος, η θέλησις του ποιητού• διότι ο
ποιητής, συνθέτει υπό το κράτος ενθουσιασμού και κατέχεται εξ ολοκλήρου υπό των
Μουσών? ουδείς δε δύναται να τον κατηγορήση και αν θέλη να ζεύξη άρμα με ίππους
πτερωτούς ή αν κάμη άλλους να τρέχουν επάνω εις το νερόν ή επί των κορυφών των
φυτών, ούτε όταν ο Ζευς αυτών σύρη και ανυψόνη εις τον αέρα δι' ενός σχοινιού
γην και θάλασσαν ομού, φοβούνται μήπως κοπή το σχοινί και καταπέσουν τα πάντα
και γίνουν θρύμματα. Αλλά και αν θέλουν να επαινέσουν τον Αγαμέμνονα, ουδείς
δύναται να τους εμποδίση,ώστε κατά την κεφαλήν και τους οφθαλμούς να τον κάμουν
όμοιον προς τον Δία, κατά το στήθος όμοιον προς τον αδελφόν του Διός Ποσειδώνα
και κατά την ζώνην όμοιον προς τον Άρην• και εν γένει εξ όλων των θεών σύνθετος
πρέπει να γείνη ο υιός του Ατρέως και της Αερόπης•διότι δεν αρκεί μόνος ο Ζευς,
ούτε ο Ποσειδών, ούτε ο Άρης χωριστά έκαστος, διά ναναπληρώση το κάλλος του. Η
δε ιστορία, αν παραδεχθή τοιαύτην κολακείαν, μεταβάλλεται εις είδος τι πεζής
ποιήσεως, η οποία δεν έχει την φραστικήν μεγαλοπρέπειαν της ποιήσεως, την λοιπήν
δε τερατολογίαν παρουσιάζει χωρίς τον στολισμόν των μέτρων και επομένως
φανερωτέραν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Είνε λοιπόν μέγα ή μάλλον μέγιστον ελάττωμα,
όταν δεν γνωρίζη κανείς να χωρίζη τα ανήκοντα εις την ποίησιν και τα αρμόζοντα
εις την ιστορίαν, αλλ' εισάγη εις την ιστορίαν τα στολίδια της ποιήσεως, τον
μύθον και το εγκώμιον και τας σχετικάς υπερβολάς. Ομοίως, αν ένα αθλητήν από
τους δυνατούς εκείνους, οι οποίοι φαίνονται ως καμωμένοι από πρίνον, ενδύσετε με
πολυτελή και αβρά ενδύματα και τον στολίσετε με άλλα πορνικά στολίδια και του
ψιμυθιώσετε το πρόσωπον, θα τον κάμετε γελοίον και επαίσχυντον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Δεν λέγω όμως ότι δεν έχει θέσιν και ο έπαινος
ενίοτε εις την ιστορίαν αλλά πρέπει να γίνεται χρήσις αυτού, όταν πρέπη, και να
έχη όρια το πράγμα, ώστε να μη γίνη φορτικόν εις εκείνους, οίτινες θ'αναγνώσουν
εις το μέλλον το έργον? εν γένει δε αυτά πρέπει να γίνωνται κατά τους κανόνας,
τους οποίους μετ'ολίγον θα υποδείξωμεν.Όσοι δε νομίζουν ότι καλώς διαιρούν εις
δύο την ιστορίαν, εις το τερπνόν και το χρήσιμον, και διά τούτο εισάγουν εις
αυτήν και το εγκώμιον ως τερπνόν και ευχάριστον, βλέπεις πόσον απομακρύνονται
από το αληθές και το ορθόν. Πρώτον μεταχειρίζονται ψευδή διαίρεσιν διότι μία
είνε η προσπάθεια και είς ο σκοπός της ιστορίας, το χρήσιμον, το οποίον μόνον
από την αλήθειαν παράγεται. Αν δε δύναται να προστεθή εις το χρήσιμον και το
τερπνόν, ακόμη καλλίτερα, όπως και το κάλλος εις τον αθλητήν. Αλλά δεν εμποδίζει
τον Νικόστρατον Ισιδότου η μεγάλη ασχημία του να είνε αθλητής εκ των
ισχυροτέρων, να νικά τους αντιπάλους του, είς εκ των οποίων ήτο ο εκ Μιλήτου
ωραίος Αλκαίος,όστις, ως λέγεται, υπήρξε και ερωτικός φίλος του Νικοστράτου. Η
ιστορία λοιπόν, και αν ακόμη παραμελήση το τερπνόν και ολίγον φροντίζη διά το
κάλλος, θα προσελκύση πολλούς θιασώτας, αρκεί και μόνον να είνε τελεία εις το
κύριόν της έργον, δηλαδή την έρευναν της αληθείας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πρέπει να είπωμεν και τούτο ακόμη, ότι ουδέ
τερπνόν είνε εις την ιστορίαν το εντελώς μυθώδες και οι υπερβολικοί έπαινοι•
ούτε το έν ούτε το άλλο δύνανται ν' αρέσουν εις τους αναγνώστας. Εννοώ δε όχι
τον όχλον και τους πολλούς, αλλ' εκείνους οίτινες θ' αναγνώσουν την ιστορίαν ως
δικασταί και μάλιστα ως κατήγοροι, τους οποίους δεν δύναται να διαφύγη τίποτε
στραβόν και άτοπον, διότι βλέπουν καλλίτερα από τον Άργον και βλέπουν δι' όλου
του σώματος, ως αργυραμοιβοί δε εξετάζουν τα καθέκαστα, και τα μεν κίβδηλα
απορρίπτουν αμέσως,παραδέχονται δε τα σωστά, γνήσια και κανονικά. Προς τούτους
πρέπει ν'αποβλέπης, όταν συγγράφης, διά δε τους άλλους ολίγον να σκοτίζεσαι όσον
και αν σ' επαινούν. Εάν δε, μη προσέχων εις την γνώμην των ολίγων, στολίσης
πέραν του μέτρου την ιστορίαν με μύθους και επαίνους και άλλας κολακείας, θα την
καταστήσης ομοίαν με τον Ηρακλή, όταν ευρίσκετο εις την Λυδίαν. Διότι θα έτυχε
να τον ίδης κάπου ζωγραφισμένον ως δούλον της Ομφάλης, με πολύ αλλόκοτον
ενδυμασίαν. Η μεν Ομφάλη φορεί την λεοντήν αυτού και κρατεί το ρόπαλον, ως να
είνε τάχα αυτή ο Ηρακλής, αυτός δε φορεί γυναικεία ενδύματα και ξαίνει έρια και
η Ομφάλη τον κτυπά με το σάνδαλόν της. Και είνε το θέαμα εξουθενωτικόν, όπως τα
ενδύματα δεν ταιριάζουν εις το σώμα του Ηρακλέους, του οποίου την ανδρικότητα
εκθηλύνουν απρεπώς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οι πολλοί ίσως θα σ' επαινέσουν δι' αυτά• αλλ'
οι ολίγοι, εκείνοι,των οποίων την γνώμην δεν έλαβες υπ' όψιν, θα γελάσουν πολύ
εις βάρος σου, βλέποντες το ασύμφωνον, αταίριαστον και δυσάρμοστον του
πράγματος. Ό,τι είνε ωραίον δι' έν πράγμα, ενδέχεται να είνε ασχημία δι' άλλο,
εις το οποίον δεν ταιριάζει. Αφήνω ότι οι έπαινοι μόνον εις ένα, τον
επαινούμενον, ίσως είνε ευχάριστοι• εις τους άλλους όμως είνε αηδείς και
οχληροί, μάλιστα αν είνε πολύ υπερβολικοί, όπως συμβαίνει πολλάκις, όταν οι
επαινούντες επιδιώκουν την εύνοιαν των επαινουμένων και τόσον το παρακάνουν,
ώστε γίνεται φανερά εις όλους η κολακεία. Διότι ούτε με τέχνην γνωρίζουν να
κολακεύσουν, ούτε περικαλύπτουν τα θωπεύματα, αλλ' αφού αρχίσουν επισωρεύουν
επαίνους,όλους χονδροειδείς και απιθάνους. Ούτω δε ουδ' εκείνο το οποίον προ
πάντων επιδιώκουν επιτυγχάνουν• διότι οι παρ' αυτών επαινούμενοι τους μισούν
μάλλον και τους περιφρονούν, ως κόλακας, και δικαίως, μάλιστα αν τύχη να έχουν
χαρακτήρα ανδροπρεπή. Τοιούτον τι έπαθεν ο Αριστόβουλος, όστις, αφού περιέγραφε
την μονομαχίαν του Αλεξάνδρου με τον Πώρον, ανέγνωσεν εις αυτόν το μέρος τούτο
της ιστορίας του—-διότι ενόμιζεν, ότι θα ευχαρίστει τον βασιλέα, αν εξώγκωνε την
νίκην με ψεύδη και επινοήσεις υπερτέρας της αληθείας—. Αλλ' ο Αλέξανδρος έλαβε
το βιβλίον —εταξείδευαν δε εις τον ποταμόν Υδάσπην— και το έρριψεν εις το νερόν.
Και σε, είπε προς τον συγγραφέα, ούτω έπρεπε να σε μεταχειρισθώ, διότι τοιαύτας
μονομαχίας κάνεις διά λογαριασμόν μου και δι'ενός ακοντισμού φονεύεις ελέφαντας.
Και ήτο επόμενον ν'αγανακτήση ούτω ο Αλέξανδρος, όστις δεν ηνέχθη και την τόλμην
του αρχιτέκτονος εκείνου, ο οποίος του επρότεινε να μεταβάλη το όρος Άθω εις
ανδριάντα αυτού, να μεταμορφώση δηλαδή τοιουτοτρόπως το όρος,ώστε να ομοιάζη
προς τον βασιλέα, αλλ' εννοήσας αμέσως ότι ήτο κόλαξ τον απέπεμψε και δεν τον
εχρησιμοποίησε πλέον εις τίποτε {52}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πού λοιπόν υπάρχει το τερπνόν εις αυτά, εκτός
αν είνε κανείς εντελώς ανόητος, ώστε να ευχαριστήται με τοιούτους επαίνους, των
οποίων το ψεύδος είνε προφανές; Οι τοιούτοι ομοιάζουν με τους ασχήμους
ανθρώπους, μάλιστα δε τα άσχημα γύναια, τα οποία παραγγέλλουν εις τους ζωγράφους
να τα εξωραΐζουν εις την εικόνα των• διότι νομίζουν,ότι πραγματικώς θα
εξωραϊσθούν, αν ο ζωγράφος βάψη τας παρειάς των με περισσότερον κόκκινον και
μεταχειρισθή περισσότερον λευκόν χρώμα.Τοιούτοι είνε οι πλείστοι από τους
σημερινούς συγγραφείς• διά της ιστορίας επιδιώκουν το ίδιον συμφέρον και την
πλήρωσιν ατομικών αναγκών• και έπρεπε να τους μισώμεν, διότι εις μεν το παρόν
είνε φανεροί και χυδαίοι κόλακες, εις το μέλλον δε θα καταστήσουν ύποπτον διά
των υπερβολών όλην την υπόθεσιν της διηγήσεώς των. Εάν δε τις νομίζη ότι πάντως
πρέπει το τερπνόν ν' αναμιγνύεται εις την ιστορίαν εν γένει, δεν έχω αντίρρησιν,
αλλ' υπό τον όρον το τερπνόν να είνε και αληθές και όχι ανάρμοστον εις τον
χαρακτήρα του έργου, όπως το μεταχειρίζονται οι περισσότεροι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εγώ δε θα διηγηθώ και όσα ήκουσα προ ολίγου
καιρού εις την Ιωνίαν και εις την Αχαΐαν πρότερον περί τινων συγγραφέων, οίτινες
έγραψαν διήγησιν του ειρημένου πολέμου• και εξορκίζω εις τας Χάριτας να μη
απιστήση κανείς εις όσα θα είπω• διότι θα ηδυνάμην και να ορκισθώ ότι είνε
αληθή, αν ήτο πρέπον να παρενθέτη κανείς όρκον εις σύγγραμμα.Είς λοιπόν εξ αυτών
ήρχισε την ιστορίαν του με την επίκλησιν των Μουσών, παρακαλών τας θεάς να τον
βοηθήσουν εις το έργον του. Βλέπεις πόσον κατάλληλος είνε η τοιαύτη αρχή και
ταιριαστή εις την ιστορίαν και αρμόζουσα εις το τοιούτον είδος του λόγου; Έπειτα
ολίγον κατωτέρω τον μεν ημέτερον άρχοντα προσωμοίαζε προς τον Αχιλλέα, τον δε
βασιλέα των Περσών προς τον Θερσίτην, χωρίς να σκεφθή ότι ο Αχιλλεύς
περισσότερον ανεδείχθη, διότι εφόνευσε τον Έκτορα και όχι τον Θερσίτην, και ότι,
όταν τρέπεται εις φυγήν ανδρείος τις, τον καταδιώκει πολύ ανδρειότερος {53}.
Έπειτα έστρεφεν εις τον εαυτόν του το εγκώμιον, ότι είνε άξιος να περιγράψη
πράξεις τόσον ενδόξους.Προχωρών απηύθυνεν επαίνους και προς την πατρίδα του
Μίλητον,προσθέτων ότι κατά τούτο έπραξε καλλίτερα από τον Όμηρον, όστις δεν
ανέφερε καν την πατρίδα του. Εις δε το τέλος του προοιμίου υπέσχετο δητώς και
σαφώς ότι θα ανυψώση τα ημέτερα, τους δε βαρβάρους θα πολεμήση και αυτός όσον
δύναται. Και ήρχισε την ιστορίαν ως εξής• «Ο μιαρώτατος Ουολόγεσος, του οποίου
το τέλος είθε να είνε οικτρότατον,ήρχισε τον πόλεμον διά την εξής αιτίαν». Και
αυτός μεν τοιαύτα έγραψεν. Άλλος δε, μέγας θιασώτης του Θουκυδίδου, ώστε να θέλη
να μιμηθή καθ' όλα το πρότυπον, ήρχισεν όπως και εκείνος με το όνομα του, θεωρών
ότι τοιαύτη έναρξις είνε η ευγενεστέρα και μυρίζει θύμον αττικόν. Άκουσε και
κρίνε• «Κρεπέριος Καλπουρνιανός, Πομπηιουπολίτης συνέγραψε τον πόλεμον των
Παρθυαίων και Ρωμαίων, ως επολέμησαν προς αλλήλους, αρξάμενος ευθύς
ξυνισταμένου». Μετά τοιαύτην δε αρχήν, προς τι να σου αναφέρω τα κατόπιν, δηλαδή
τας δημηγορίας του εις την Αρμενίαν, όπου μας παρουσιάζει απαράλλακτον τον
Κερκυραίον ρήτορα, ή τον λοιμόν τον οποίον έστειλε κατά των Νισιβηνών, οίτινες
δεν ήσαν φίλοι προς τους Ρωμαίους, δανεισθείς αυτόν καθ' ολοκληρίαν από τον
Θουκυδίδην, εκτός μόνον του Πελασγικού και των μακρών τειχών, όπου οι τότε
προσβληθέντες υπό του λοιμού εγκατεστάθησαν. Ήρχισε δε και από την Αιθιοπίαν ο
λοιμός αυτού, όπως του Θουκυδίδου, και εκείθεν κατέβη εις την Αίγυπτον και
μετεδόθη εις το μεγαλείτερον μέρος της χώρας,ήτις ανήκει εις τον βασιλέα της
Περσίας, ευτυχώς δε έμεινεν εκεί. Εγώ λοιπόν τον αφήκα να θάπτη τους δυστυχείς
Αθηναίους εις την Νίσιβιν και ανεχώρησα, γνωρίζων εντελώς και όσα μετά την
αναχώρησίν μου έμελλε να είπη. Είνε δε συνηθέστατον σήμερον και να νομίζουν οι
συγγραφείς ότι εξισούνται προς τον Θουκυδίδην, αν με μικράς μεταβολάς
μεταχειρίζωνται τας εκφράσεις εκείνου και διάφορα φρασίδια, ως «όπως και αυτός
αν φαίης», «ού δι' αυτήν», «νή Δία κακείνο ολίγου δείν παρέλιπον». Ο ίδιος δε
συγγραφεύς, όστις κατ' αυτόν τον τρόπον απομιμείται τον Θουκυδίδην, αναφέρει
πολλά όπλα και μηχανήματα όπως οι Ρωμαίοι τα ονομάζουν, και την τάφρον όπως
εκείνοι και την γέφυραν και άλλα τοιαύτα. Και δύνασαι πλέον να σκεφθής ποίαν
σοβαρότητα έχει τοιαύτη ιστορία και πόσον είνε άξιον του Θουκυθίδου
ναναμιγνύωνται αι Ιταλικαί αύται λέξεις με τας Αττικάς, και να παρίστανται ότι
αρμόζουν και συνάδουν προς αυτάς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κάποιος δε άλλος εκ των ιστορικών τούτων έγραψε
διήγησιν των γεγονότων κατά τρόπον όλως ξηρόν και πεζόν, όπως θα τα έγραφε και
στρατιώτης, κρατών σημείωσιν των καθ' εκάστην συμβαινόντων, ή κτίστης ή κάπηλος
παρακολουθών το στράτευμα. Αλλ' ο απλοϊκός ούτος είνε μάλλον συγγνωστός, διότι
αυτός μεν φαίνεται αμέσως οποίος ήτο,ειργάσθη δε δι' άλλον πλέον φιλόκαλον και
ικανόν να γράψη ιστορίαν.Το μόνον διά το οποίον τον κατέκρινα είνε ότι έδωκεν
εις το έργον του τίτλον λίαν πομπώδη διά την αξίαν του περιεχομένου•
«Καλλιμόρφου ιατρού της έκτης λεγεώνος των κοντοφόρων ιστορίαι των Παρθικών
πολέμων»• και το σύγγραμμα είνε διηρημένον εις βιβλία αριθμημένα.Προέταξε δε και
προοίμιον σαχλόν, εις το οποίον λέγει ότι εις τον ιατρόν προσήκει να γράφη
ιστορίαν, καθότι ο μεν Ασκληπιός είνε υιός του Απόλλωνος, ο δε Απόλλων αρχηγός
των Μουσών και πάσης παιδείας κύριος. Ενώ δε αρχίζει να γράφη εις την Ιωνικήν
διάλεκτον, δεν γνωρίζω διατί μετ' ολίγον επανέρχεται εις την κοινήν• και
λέγει«ιατρείην» και «πείρην» και «οκόσα» και «νούσοι» {54}, έπειτα δε
μεταχειρίζεται λέξεις κοινάς και πολλάκις του δρόμου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εάν δε πρέπη ν' αναφέρω και ένα σοφόν μεταξύ
των σημερινών ιστορικών,το μεν όνομά του ας αποσιωπήσωμεν• θα ομιλήσω δε μόνον
περί των ιδεών και των έργων, τα οποία επ' εσχάτων συνέγραψεν εις την Κόρινθον
και τα οποία υπερβαίνουν πάσαν προσδοκίαν. Ευθύς εν αρχή και εις την πρώτην
περίοδον του προοιμίου του απευθύνει προς τους αναγνώστας του σοφώτατον
συλλογισμόν, με τον οποίον θέλει ν' αποδείξη ότι μόνον εις φιλόσοφον αρμόζει να
γράφη ιστορίαν. Ακολουθεί μετ' ολίγον άλλος συλλογισμός και έπειτα άλλος• και εν
γένει το προοίμιον του γέμει συλλογισμών παντός είδους• και η κολακεία είνε
άφθονος εις το έργον και τα εγκώμια φορτικά και πολύ ταπεινά, όχι όμως
ασυλλόγιστα, αλλά με συλλογισμούς και αυτά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' ό,τι μου εφάνη άτοπον και πολύ ολίγον
αρμόζον εις άνδρα σοφόν και με γενειάδα μεγάλην και λευκήν είνε το λεγόμενον εις
το προοίμιόν του, ότι ο ημέτερος ηγεμών έχει την εξαιρετικήν τύχην ότι και
φιλόσοφοι δεν θεωρούν ανάξιον αυτών να ιστορούν τας πράξεις του•διότι το
τοιούτον έπρεπε μάλλον εις ημάς ν' αφήση να το σκεφθώμεν παρά να το είπη ο
ίδιος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' ουδ' εκείνον πρέπει να παραλείψωμεν ν'
αναφέρωμεν, όστις ήρχισεν ως εξής την ιστορίαν του• «Έρχομαι ερέων περί Ρωμαίων
και Περσέων»•και ολίγον κατωτέρω• «έδεε γαρ Πέρσησι γενέσθαι κακώς»• και έπειτα
πάλιν• «ην Οσρόης, τον οι Έλληνες Οξυρόην ονυμέουσι» {55}, και πολλά άλλα
παρόμοια. Βλέπεις ότι ούτος δεν διαφέρει από τον άλλον εκείνον παρά μόνον κατά
τούτο, ότι ο μεν μιμείται τον Θουκυδίδην, ο δε τον Ηρόδοτον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Κάποιος άλλος περίφημος διά την συγγραφικήν του
δύναμιν, ο οποίος επίσης ομοιάζει με τον Θουκυδίδην, αν δεν είνε ολίγον
καλλίτερος,αφού περιγράφει όλας τας πόλεις, όλα τα όρη, τας πεδιάδας και τους
ποταμούς με την μεγαλειτέραν ακρίβειαν και δύναμιν, ως νομίζει τουλάχιστον,
λέγει• είθε ο αποτρέπων τα δυστυχήματα θεός να ρίψη πάντα ταύτα επί των κεφαλών
των εχθρών μας• και η ψυχρότης του είνε ανωτέρα της Κασπίας χιόνος και του
Κελτικού πάγου. Ολόκληρον κεφάλαιον μόλις του αρκεί διά την περιγραφήν της
ασπίδος του αυτοκράτορος με την Γοργόνα, την οποίαν έχει εις το κέντρον, και
τους κυανολεύκους οφθαλμούς της και τον γύρον τον μιμούμενον το ουράνιον τόξον
και τους δράκοντας τους συμπεπλεγμένους και συστρεφομένους ως βόστρυχοι{56}. Και
διά την αναξυρίδα του Ουολογέσου ή τον χαλινόν του ίππου του, ω θεέ μου, πόσος
χείμαρρος λόγων εχρειάσθη• και πώς ήτον η κόμη του Οσρόου ενώ διέβαινε κολυμβών
τον Τίγρητα, και εις ποίον σπήλαιον κατέφυγεν, όπου ο κισσός, η μυρτιά και η
δάφνη εφύοντο ομού και εσχημάτιζον πυκνήν σκιάν. Βλέπεις πόσον αναγκαία εις την
ιστορίαν είνε όλα αυτά και πώς χωρίς αυτά δεν θα εγνωρίζαμεν τίποτε από τα
γενόμενα εκεί. Από αδυναμίαν να εκλέξουν τα χρήσιμα ή διότι δεν γνωρίζουν τι να
γράψουν, ρίπτονται εις τας τοιαύτας μικρολόγους περιγραφάς• όταν δε συναντήσουν
πολλά και σπουδαία γεγονότα,ομοιάζουν με δούλον νεόπλουτον, όστις προ ολίγου
καιρού εκληρονόμησε τον αυθέντην του και ούτε να ενδυθή όπως πρέπει γνωρίζει,
ούτε να δειπνήση κατά την τάξιν, αλλ' ενώ πολλάκις εις την τράπεζαν έχουν
παρατεθή πτηνά και χοιρίδια και λαγοί, αυτός αρχίζει από κάποιον χυλόν οσπρίων ή
παστόψαρον και τρώγει, τρώγει μέχρι σκασμού. Εκείνος λοιπόν, τον οποίον ανέφερα,
περιέγραψε και τραύματα λίαν παράδοξα και θανάτους αλλοκότους, ως λ.χ. ότι
κάποιος πληγωθείς εις τον μεγάλον δάχτυλον του ποδός αμέσως απέθανε και ότι
μόνον διότι εφώναξεν ο στρατηγός Πρίσκος είκοσι επτά εκ των εχθρών απέθαναν.
Ακόμη δε και εις τον αριθμόν των νεκρών και παρά τας επισήμους εκθέσεις
εψεύσθη.Διότι εις την Εύρωπον λέγει ότι εκ των εχθρών εφονεύθησαν τριάκοντα επτά
μυριάδες και διακόσιοι έξ, εκ δε των Ρωμαίων μόνον δύο και εννέα
τραυματίαι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αυτά δεν γνωρίζω αν δύναται να τα παραδεχθή και
τα υποφέρη κανείς άνθρωπος με τον κοινόν νουν. Αλλά πρέπει ν' αναφέρω και κάτι
τι άλλο,το οποίον δεν είνε ασήμαντον. Επειδή φιλοδοξεί να φαίνεται ότι
μεταχειρίζεται την καθαράν και ακριβεστάτην Αττικήν γλώσσαν, έφθασε μέχρι του να
μεταποιήση και τα ονόματα των Ρωμαίων και δώση εις αυτά Έλληνικήν μορφήν ούτω δε
λέγει Κρόνιον τον Σατουρνίνον, Φρόντιν τον Φρόντωνα, Τιτάνιον τον Τιτιανόν και
άλλα πολύ κωμικώτερα. Ο ίδιος προσέτι έγραφε περί του θανάτου του Σευηριανού ότι
όλοι οι άλλοι έσφαλαν νομίζοντες ότι εφονεύθη διά ξίφους, ενώ αυτός απέθανεν εξ
εκούσιας ασιτίας• διότι τούτον τον θάνατον εθεώρησεν ως τον πλέον ανώδυνον. Αλλ'
ο ιστορικός ούτος ηγνόει ότι ο Σευηριανός υπέφερεν ασιτίαν επί τρεις, νομίζω,
ημέρας, ενώ όσοι στερούνται τροφής δύνανται να ζήσουν και επτά ημέρας οι
πλείστοι, εκτός εάν υποθέσω μεν ότι ο Οσρόης παρέμεινε πλησίον του Σευηριανού
περιμένων ν' αποθάνη ούτος εκ πείνης, διά τούτο δε ο Σευηριανός δεν έφθασε την
εβδόμην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πού δε να κατατάξη κανείς, αγαπητέ Φίλων, τους
μεταχειριζομένους εις την ιστορίαν ποιητικάς λέξεις και εκφράσεις, εκείνους λ.
χ. οίτινες γράφουν «ελέλιξε μεν η μηχανή, το δε τείχος πεσόν μεγάλως
εδούπησε»;{57} Εις άλλο μέρος της λαμπράς αυτής ιστορίας αναγινώσκομεν• «Έδεσσα
μεν δη ούτω τοις όπλοις περιεσμαραγείτο και ότοβος ην και κόναβος άπαντα εκείνα»
{58}• και «ο στρατηγός εμερμήριζεν, ω τρόπω μάλιστα προσαγάγοι προς το τείχος».
Έπειτα μεταξύ των ποιητικών τούτων λέξεων συναντώνται πολλαί πρόστυχοι,χυδαίαι
και ταπειναί λέξεις, ως λ. χ. «επέστειλεν ο στρατοπεδάρχης τω κυρίω»• «οι
στρατιώται ηγόραζον τα εγχρήζοντα»• και «ήδη λελουμένοι περί αυτούς εγίγνοντο».
Ούτω ο ιστορικός ομοιάζει με ηθοποιόν, ο οποίος εις μεν τον ένα πόδα φορεί
κόθορνον υψηλόν, εις δε τον άλλον σάνδαλον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά θα συναντήσης και άλλους, οι οποίοι
γράφουν τα προοίμια των πομπώδη, μεγαλοπρεπή και υπερβολικώς εκτενή, ούτως ώστε
να ελπίζη ο αναγνώστης ότι τα κατόπιν θα είνε πάντως θαυμαστά εξ ίσου• αλλ' αντί
τούτου το κύριον μέρος της ιστορίας είνε συνοπτικόν και ευτελές,ούτως ώστε το
όλον να ομοιάζη προς παιδίον, προς έρωτα π. χ. ο οποίος φορεί, διά να παίζη,
προσωπίδα τεραστίαν Ηρακλέους ή Τιτάνος• και ευθύς έρχεται εις την μνήμην του
αναγνώστου η παροιμία «ώδινεν όρος».Νομίζω δε ότι δεν πρέπει να γίνεται ούτω,
αλλά όλα τα μέρη να είνε εις το αυτό ύφος και το άλλο σώμα ν' αναλογή προς την
κεφαλήν, να μη είνε δε χρυσή η περικεφαλαία, ο δε θώραξ γελοίος, σχηματισμένος
από ράκη και σαπρά δέρματα, η ασπίς πλεκτή από λυγαριάν, αι δε περικνημίδες από
δέρμα χοίρου. Είνε δε πολλοί τοιούτοι συγγραφείς, οι οποίοι θέτουν την κεφαλήν
του Ροδίου κολοσσού επί σώματος νάνου.Άλλοι εξ εναντίας παρουσιάζουν ακέφαλα τα
σώματα, και χωρίς προοίμιον εισέρχονται αμέσως εις την διήγησιν. Ούτοι νομίζουν
ότι ακολουθούν το παράδειγμα του Ξενοφώντος όστις ήρχισεν ούτω• «Δαρείου και
Παρυσάτιδος παίδες γίγνονται δύο», και άλλων αρχαίων. Αγνοούν ότι η διήγησις
πολλάκις έχει και δύναμιν προοιμίου, ήτις διαφεύγει την αντίληψιν των
πολλών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά πάντα ταύτα τα ελαττώματα, είτε της
εκφράσεως είτε της συνθέσεως είνε υποφερτά. Αλλ' εκείνοι οίτινες ψεύδονται εις
την γεωγραφίαν όχι κατά παρασάγγας, αλλά κατά σταθμούς{59} ολοκλήρους πώς
δύνανται να δικαιολογηθούν; Είς εκ τούτων μετά τόσης αμελείας συνέλεξε τας
πληροφορίας του, χωρίς να εύρη κανένα Σύρον και τον ερωτήση, ούτε καν ν' ακούση
τα παραμύθια τα οποία λέγονται εις τα κουρεία, ώστε γράφων περί της Ευρώπου,
λέγει τα εξής: «Η Εύρωπος ευρίσκεται εις την Μεσοποταμίαν και απέχει του
Ευφράτου δύο σταθμούς• είνε δε αποικία των Εδεσσαίων». Και δεν ηρκέσθη εις τούτο
μόνον, αλλά και την πατρίδα μου τα Σαμόσατα εις το αυτό βιβλίον εσήκωσεν ο
γενναίος και ομού με την ακρόπολιν και τα τείχη της μετέφερεν εις την
Μεσοποταμίαν, ούτως ώστε να την περιρρέουν οι δύο ποταμοί, να διέρχωνται
εγγύτατα αυτής εκατέρωθεν και σχεδόν να γλύφουν τα τείχη της. Θα ήτο δε
γελοίον,αγαπητέ Φίλων, εάν τώρα επεχείρουν να σου αποδείξω ότι δεν είμαι Πάρθος,
ούτε εκ Μεσοποταμίας, όπου μ' έφερε και με απώκισεν ο θαυμαστός
συγγραφεύς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και εκείνο το οποίον λέγει ο αυτός
συγγραφεύς περί του Σευηριανού, ορκιζόμενος ότι το ήκουσεν από κάποιον εκ των
επανελθόντων από τον πόλεμον, είνε πολύ πιθανόν• ούτε με ξίφος εφονεύθη, ούτε
δηλητήριον έπιεν, ούτε εκρεμάσθη, αλλ' επενόησεν ένα θάνατον τραγικόν και
πρωτοφανή διά την τόλμην• έτυχε να έχη υπερμεγέθη ποτήρια υάλινα από την
καλλιτέραν ύαλον• όταν δε ενόησεν ότι δεν ηδύνατο ν' αποφύγη τον θάνατον,
έθραυσε το μεγαλείτερον εξ αυτών και έν εκ των συντριμμάτων μετεχειρίσθη διά να
σφαγή, κόψας δι'αυτού τον λαιμόν του. Ούτε εγχειρίδιον, ούτε λόγχην εύρε διά
ν'αποθάνη με ευγενή και ηρωικόν θάνατον. Έπειτα, επειδή ο Θουκυδίδης παρεισάγει
ένα επιτάφιον των πρώτων του Πελοποννησιακού πολέμου νεκρών, ενόμισε και αυτός
ότι δεν έπρεπε να' μείνη χωρίς επιτάφιον ο Σευηριανός• διότι όλοι αυτού του
είδους οι ιστορικοί αμιλλώνται προς τον ουδόλως πταίοντα διά τας εν Αρμενία
συμφοράς Θουκυδίδην. Αφού λοιπόν έθαψε τον Σευηριανόν μεγαλοπρεπώς, αναβιβάζει
επί του τάφου κάποιον Αφράνιον Σίλωνα εκατόνταρχον, ανταγωνιστήν του
Περικλέους,όστις τοιαύτα και τοσαύτα ρητορεύει, ώστε μα τας Χάριτας πολύ
εδάκρυσα από τον γέλωτα, μάλιστα όταν ο ρήτωρ Αφράνιος εις το τέλος του λόγου,
δακρύων και στενάζων με περιπάθειαν ανέφερε τα πολυτελή γεύματα, εις τα οποία
είχε παρακαθήσει με τον κηδευθέντα, και τας προπόσεις, αίτινες έγιναν εις αυτά.
Επέστεψε δε τον επιτάφιον κατά τρόπον Αιάντειον• διότι ανελκύσας το ξίφος του με
πολλήν γενναιότητα και ως ήρμοζεν εις ένα Αφράνιον, εσφάγη επί του τάφου και
ενώπιον όλων. Αλλ' έπρεπε προ πολλού, μα τον Άρην, να έχη σφαγή, διά να μη
εκφωνήση τοιούτον λόγον. Ο ιστορικός λέγει προσέτι ότι οι παρόντες όλοι
εθαύμασαν και πολύ επήνεσαν τον Αφράνιον. Εγώ δε και διά τα άλλα τον κατέκρινα,
διότι παρ' ολίγον ν' αναμίξη εις τον λόγον του ζωμούς και πινάκια και εδάκρυεν
εις την ανάμνησιν των τηγανιτών• αλλ' εκείνο διά το οποίον προ πάντων τον
εθεώρησα ασυγχώρητον είνε ότι πριν ή αυτοκτονήση δεν έσφαξε και τον
συγγραφέα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Είχα και άλλους πολλούς ομοίους συγγραφείς να
σου αναφέρω, φίλε μου,αλλ' αρκούμενος εις τους ειρημένους ολίγους, θα μεταβώ
τώρα εις την άλλην υπόσχεσίν μου, την συμβουλήν περί του πώς δύναται τις να
συγγράφη καλλίτερα. Τινές εκ των ιστορικών τα μεν μεγάλα και αξιομνημόνευτα
γεγονότα παραλείπουν ή παρατρέχουν, από αμάθειαν δε και απειροκαλίαν και άγνοιαν
εκείνων τα οποία πρέπει ν' αναφέρωνται και εκείνων τα οποία πρέπει ν'
αποσιωπώνται, περιγράφουν με πολλήν επιμέλειαν και χρονοτριβήν τα πλέον
ασήμαντα. Ομοιάζουν δηλαδή μ'εκείνον όστις το μεν όλον κάλλος του Διός της
Ολυμπίας, το οποίον είνε τόσον μέγα και εξαίσιον, δεν θα έβλεπεν, ούτε θα
εθαύμαζεν, ούτε εις τους μη γνωρίζοντας θα εξήγει, θα εθαύμαζε δε του υποποδίου
την καλήν και τεχνικήν κατεργασίαν και του βάθρου την ευρυθμίαν και αυτά όλα θα
τα εξήγει με πολλήν επιμέλειαν και λεπτολογίαν. Ανέγνωσα το έργον ενός, όστις
την μάχην της Ευρώπου μόλις εις επτά γραμμάς αναφέρει, καταναλίσκει δε είκοσι
και πλέον μέτρα νερού {60} εις ψυχράν διήγησιν, ήτις ουδόλως μας ενδιαφέρει• πώς
Μαύρος τις ιππεύς Μαυσάκας ονομαζόμενος, αναγκασθείς υπό της δίψης να πλανηθή
εις τα όρη,συνήντησε Σορούς χωρικούς ετοιμαζομένους να προγευματίσουν• και ότι
κατ' αρχάς μεν τον εφοβήθησαν, έπειτα όμως μαθόντες ότι ήτο εκ των φίλων, τον
εφιλοξένησαν και του έδωκαν να φάγη• διότι και εξ αυτών κάποιος είχε μεταβή εις
την χώραν των Μαύρων ως στρατιώτης.Ακολουθούν δε μύθοι μακροί και διηγήσεις• ότι
και αυτός ο Σύρος εκυνήγησεν εις την Μαυρουσίαν, ότι είδε πολλούς ελέφαντας ομού
βόσκοντας και ότι παρ' ολίγον να καταφαγωθή υπό λέοντος και πόσα ψάρια ηγόρασεν
εις την Καισάρειαν. Και ο παράδοξος συγγραφεύς, αφήσας την τόσην αιματοχυσίαν,
ήτις έγινεν εις την Εύρωπον, τας επελάσεις και τας αναγκαίας ανακωχάς {61}, τας
φυλακάς και αντιφυλακάς, εκάθητο μέχρι βαθείας εσπέρας και έβλεπε τον Σύρον
Μαλχίωνα ν' αγοράζη εις την Καισάρειαν εις μικράν τιμήν σκάρους υπερμεγέθεις•
και αν δεν ενύκτωνεν, ίσως και θα επερίμενε να ψηθούν οι σκάροι, διά να δειπνήση
μετ' αυτού. Αν αυτά δεν ανεφέροντο λεπτομερώς εις την ιστορίαν, θα εχάναμεν
σπουδαία γεγονότα και η ζημία των Ρωμαίων θα ήτο υπερβολική,εάν ο Μαυσάκας ο
Μαύρος διψών δεν εύρισκε να πίη και νηστικός επέστρεφεν εις το στρατόπεδον. Αλλά
και πόσας άλλας λεπτομερείας του επεισοδίου πολύ αναγκαιοτέρας παρέλειψα εγώ
εκουσίως• ως λ.χ. ότι και μίαν αυλητρίδα έφεραν εκ του πλησίον χωρίου και ότι
αντήλλαξαν δώρα και ο μεν Μαύρος έδωκεν εις τον Μαλχίωνα μίαν λόγχην, ο δε
Μαλχίων προς τον Μαύρον μίαν πόρπην, και άλλα πολλά τοιαύτα σπουδαία συμβάντα
της μάχης της Ευρώπου. Αληθώς δύναταί τις να είπη περί των τοιούτων ιστορικών
ότι δεν βλέπουν το ρόδον, αλλά μετά προσοχής παρατηρούν τας ακάνθας του
στελέχους του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Άλλος, Φίλων, πολύ γελοίος και ούτος, όστις
ουδέποτε απεμακρύνθη από την Κόρινθον και ούτε μέχρι Κεγχρεών {62} εταξείδευσε
και ούτε την Συρίαν ή την Άρμενίαν είδεν, ήρχισεν ως εξής την ιστορίαν του
πολέμου, ως αυτολεξεί ενθυμούμαι• «Εις τα ώτα του πρέπει να δυσπιστή τις
περισσότερον παρά εις τους οφθαλμούς. Γράφω λοιπόν όσα είδα, όχι όσα ήκουσα»
{63}. Και με τόσην ακρίβειαν είδε τα πάντα, ώστε λέγει ότι αι δράκοντες {64} των
Πάρθων — είνε δε οι δράκοντες σήματα στρατιωτικών μονάδων και έκαστος δράκων,
νομίζω, ευρίσκεται επί κεφαλής μιας χιλιάδος—είνε πραγματικοί δράκοντες
υπερμεγέθεις,οίτινες ζουν εις την Περσίαν ολίγον υψηλοτέρα της Ιβηρίας{65}, Τους
όφεις τούτους έχουν δεμένους εις μεγάλα κοντάρια και κρατούν υψηλά,ούτως ώστε,
όταν εφορμούν, και εκ μακράς αποστάσεως προξενούν φόβον•όταν δε συμπλέκωνται με
τους αντιπάλους, τους εξαπολύουν κατά των εχθρών• πάρα πολλοί δε εκ των ημετέρων
κατεπόθησαν ούτω υπ' αυτών και άλλοι περισφιχθέντες υπ' αυτών απεπνίγησαν και
συνετρίβησαν τα κόκκαλά των. Αυτά δε παριστάμενος έβλεπεν ο συγγραφεύς, ο οποίος
όμως προς ασφάλειαν είχεν ανέλθει εις δένδρον υψηλόν. Και καλώς έπραξε ναποφύγη
την συνάντησιν των θηρίων, διότι άλλως δεν θα είχαμεν τώρα ένα τόσον θαυμάσιον
συγγραφέα, όστις και ως μαχητής έπραξε μεγάλα και ένδοξα εις τον πόλεμον
εκείνον• διότι και κινδύνους πολλούς διέτρεξε και επληγώθη παρά την Σούραν,
δηλαδή ενώ μετέβαινεν από του Κρανείου εις την Λέρναν {66}. Και ανέγνωσε ταύτα
εις επήκοον των Κορινθίων,οίτινες καλώς εγνώριζαν ότι μήτε εις τοιχογραφίαν
είχεν ιδεί πόλεμον.Αλλ' ούτε τα όπλα εγνώριζεν, ούτε πώς είνε τα πολιορκητικά
μηχανήματα, ούτε τα ονόματα των διαφόρων παρατάξεων και διαιρέσεων των
στρατευμάτων• διά τούτο και πάντοτε λέγει πλαγίαν την ευθείαν φάλαγγα, κατά
κέρως δε την κατά μέτωπον προσβολήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Άλλος δέ τις, επίσης εξαίρετος συγγραφεύς•
περιέλαβε και ανεκάτωσεν εις πεντακοσίας και ίσως ολιγωτέρας γραμμάς όλα όσα
συνέβησαν εξ αρχής του πολέμου εις την Αρμενίαν, την Συρίαν και την
Μεσοποταμίαν,όσα συνέβησαν εις τον Τίγρητα και εις την Μηδίαν και αφού έπραξε
τούτο λέγει ότι έγραψεν ιστορίαν. Παρ' ολίγον δε να κάμη μακρότερον του όλου
βιβλίου τον τίτλον του• «Αντιοχιανού, νικητού εις τους ιερούς αγώνας του
Απόλλωνος (θα είχε νικήσει ίσως δόλιχον {67} κατά τους παιδικούς του χρόνους),
διήγησις των επ' εσχάτων πολεμικών πράξεων των Ρωμαίων εν Αρμενία και
Μεσοποταμία και εν Μηδία».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' ανέγνωσα και την ιστορίαν ενός άλλου,
όστις έγραφε τα γεγονότα προφητικώς, δηλαδή ως μέλλοντα• και προανήγγειλε την
σύλληψίν του Ουολογέσου και τον θάνατον του Οσρόου, λέγων ότι θα παρεδίδετο εις
τους λέοντας, και επέστεψε το όλον έργον του με τον περιπόθητον εις ημάς
θρίαμβον. Ούτω μαντικώς επροχώρει προς το τέλος με σπουδήν, αλλ'ανεκόπη εις τον
δρόμον του, διά να κτίση εις την Μεσοποταμίαν μίαν πόλιν εκ των μεγαλειτέρων και
ωραιοτέρων• ακόμη δε σκέπτεται και εξετάζει αν πρέπει να ονομασθή Νίκαια εκ της
νίκης ή Ομόνοια ή Ειρηνία. Και το μεν ζήτημα τούτο μένει άλυτον, μένει δε
ανώνυμος η ωραία πόλις και πλήρης φλυαρίας και μωρολογίας• υπεσχέθη δε ήδη να
γράψη και περί των μελλόντων να γίνουν εις τας Ινδίας και να περιγράψη τον
περίπλουν εις τον Ινδικόν ωκεανόν• και δεν περιωρίσθη μόνον εις την υπόσχεσιν,
αλλά συνέταξεν ήδη και το προοίμιον της Ινδικής εκστρατείας και η τρίτη λεγεών,
οι Κελτοί και μέρος των Μαύρων μετά του Κασσίου διέβησαν τον Ινδόν ποταμόν. Παν
ό,τι δε θα πράξουν και πώς θα δεχθούν την έφοδον των ελεφάντων, δεν θα βραδύνη
να μας τα γράψη ο θαυμαστός ιστορικός από την Μουζίριδα ή την χώραν των
Οξυδρακών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πολλάς τοιαύτας μωρολογίας γράφουν εξ αμαθείας
και τα μεν αξιοπαρατήρητα είτε δεν βλέπουν, είτε και αν βλέπουν δεν δύνανται να
τα περιγράφουν όπως πρέπει• αντλούντες δε από την φαντασίαν των και πλάττοντες
μύθους, γράφουν ό,τι φθάσουν, κατά το λεγόμενον, και υπερηφανεύονται διά τον
αριθμόν των βιβλίων των και μάλιστα διά τας επιγραφάς αυτών, αίτινες επίσης είνε
γελοιωδέσταται, ως λ. χ. «του δείνα Παρθικών νικών{68} βιβλία τόσα»• και έπειτα•
«Παρθίδος πρώτον,δεύτερον» δηλαδή όπως Ατθίδος{69}. Άλλος έγραψεν έτι
αμαθέστερον τίτλον εις το βιβλίον του, τον οποίον ανέγνωσα• «Δημητρίου
Σαγαλασσέως Παρθονικικά». Δεν αναφέρω δε ταύτα, διά να εμπαίξω τους συγγραφείς
εκείνους και γελάσω με τας ιστορίας των, αι οποίαι είνε τόσον διασκεδαστικαί,
αλλά διά να δώσω μίαν χρήσιμον συμβουλήν, ότι,όστις κατορθόνει ν' αποφεύγη τα
τοιαύτα, απέκτησεν ήδη κατά μέγα μέρος την αρετήν να συγγράφη ορθώς και πολύ
ολίγα στοιχεία του λείπουν ακόμη, εάν αληθεύη εκείνο το οποίον διδάσκει η
διαλεκτική,ότι μεταξύ δύο αντιθέτων και ασχέτων εάν απορρίψωμεν το έν, δεχόμεθα
κατ' ανάγκην το άλλο.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τώρα, θα μου είπη κανείς, εκαθάρισες εντελώς το
γήπεδον, άκανθαι δε και βάτοι όσαι υπήρχον εις αυτό εξερριζώθησαν και των άλλων
τα ερείπια απεκομίσθησαν και πάσα ανωμαλία ισοπεδώθη• ώστε καιρός να οικοδομήσης
και συ, διά να δείξης ότι δεν είσαι ικανός μόνον να καταρρίπτης τα οικοδομήματα
των άλλων, αλλ' ότι και κάτι δύνασαι να δημιουργήσης καλώς και τοιούτον ώστε
ουδείς ουδ' αυτός ο Μώμος να δύναται να το κατηγορήση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λέγω λοιπόν ότι, διά να δύναταί τις να γράφη
εις την εντέλειαν ιστορίαν, πρέπει να έχη εκ φύσεως δύο κυρίως αρετάς, πολιτικόν
νουν και δύναμιν περιγραφικήν. Αλλ' εξ αυτών η μεν πρώτη είνε δώρον της φύσεως
και δεν διδάσκεται, η δε άλλη αποκτάται διά πολλής ασκήσεως και συνεχούς
εργασίας και μιμήσεως των αρχαίων. Αλλά και ταύτα δεν είνε τέχνη και εις ουδέν
δύνανται αι συμβουλαί μου να συντελέσουν δι'αυτά• διότι το βιβλίον μου δεν
υπόσχεται ότι θα καταστήση νοήμονας και ευφυείς εκείνους, οι οποίοι δεν είνε εκ
φύσεως τοιούτοι. Θα ήτο μέγα χάρισμα ή μάλλον το πολυτιμότατον των χαρισμάτων,
αν ηδύνατό τις να κάμνη τοιαύτας μεταβολάς ή να κατασκευάζη χρυσόν εκ μολύβδου ή
άργυρον εκ κασσιτέρου ή ένα Τίτορμον εκ του Κόνωνος ή εκ του Λεωτροφίδου ένα
Μίλωνα {70}.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλ' εις τι λοιπόν θα χρησιμεύσουν η τέχνη και
αι συμβουλαί σου; Δεν θα δημιουργήσουν προσόντα μη υπάρχοντα, αλλά θα οδηγήσουν
εις την πρέπουσαν χρήσιν των υπαρχόντων. Ομοίως ο Ίκκος, ο Ηρόδικος, ο Θέων και
οιοσδήποτε άλλος γυμναστής δεν θα σου έδιδον υπόσχεσιν ότι, αν παραλάβουν τον
Περδίκκαν — εάν αληθώς αυτός είνε, και όχι ο Αντίοχος του Σελεύκου, ο ερασθείς
την μητρυιάν του Στρατονίκην και καταντήσας εις την εσχάτην εξασθένησιν — θα τον
καταστήσουν ικανόν να νικήση εις τους Ολυμπιακούς αγώνας και να γίνη αντίπαλος
Θεαγένους του Θασίου ή Πολυδάμαντος του Σκοτουσσαίου• αλλά το πρόσωπον το οποίον
θα παραδοθή εις αυτούς, εάν είνε κατάλληλον διά την γυμναστικήν, θα το
καταστήσουν πολύ καλλίτερον με την τέχνην των. Ώστε ούτω πρέπει να εννοηθή και η
επαγγελία ημών, όταν λέγωμεν ότι ευρήκαμεν τέχνην δι'έργον τόσο μέγα και
δύσκολον• διότι δεν λέγομεν ότι οιονδήποτε αν παραλάβωμεν θα τον αναδείξωμεν
συγγραφέα, αλλ' εις τον φύσει νοήμονα και εξησκημένον εις το να γράφη καλά
δυνάμεθα να υποδείξωμεν οδούς τινας ευθείας, τας οποίας ακολουθών θα φθάση
ταχύτερα και ευκολώτερα εις τον σκοπόν. Διότι δεν δύνασαι βέβαια να είπης ότι ο
νοήμων άνθρωπος δεν έχει ανάγκην τέχνης και διδασκαλίας διά πράγματα τα οποία
δεν γνωρίζει, άλλως θα έπαιζε κιθάραν και αυλόν και τα πάντα θα εγνώριζε χωρίς
να τα διδαχθή. Τώρα δε χωρίς να διδαχθή ουδέν εκ τούτων δύναται να εκτελέση,
ενώ, αν τον οδηγήση κανείς ευκόλως θα μάθη και καλώς θα χειρισθή τα ειρημένα
όργανα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Λοιπόν και εγώ θέλω τον μαθητήν μου να είνε
δυνατός και εις την σκέψιν και εις τον λόγον, να έχη οξείαν την αντίληψιν και να
είνε ικανός να διευθύνη τα δημόσια πράγματα, αν του ανατεθή εξουσία• να έχη
γνώσεις στρατιωτικάς, και εκτός της πολιτικής πείρας, να γνωρίζη πώς διοικούνται
οι στρατοί και μάλιστα να έχη μεταβή εις στρατόπεδον και να είδε στρατιώτας
γυμναζομένους ή παρατασσομένους• να γνωρίζη δε και τα όπλα και τα πολεμικά
μηχανήματα, προσέτι τι είνε η πλευρική και τι η κατά μέτωπον επίθεσις, πώς είνε
οι λόχοι και πώς οι ιππείς,τι είνε έφοδος και τι υπερφαλάγγισις• εν γένει δε να
μη είνε κανείς εξ εκείνων, οίτινες τον περισσότερον καιρόν διέρχονται εντός της
κατοικίας των, ούτε να περιμένη να μανθάνη μόνον από τους άλλους τα συμβαίνοντα
και να τα πιστεύη όπως του τα λέγουν. Κυρίως δε και προ πάντων να έχη ελεύθερον
την γνώμην και ούτε κανένα να φοβήται, ούτε τίποτε να ελπίζη, άλλως θα είνε
όμοιος με τους διεφθαρμένους οικαστάς, οίτινες κρίνουν κατά χάριν ή εχθρικώς,
δωροδοκούμενοι. Αν ο Φίλιππος έχασε τον ένα οφθαλμόν εις την Όλυνθον, πληγωθείς
υπό του Αστέρος του Αμφιπολίτου, να μη δυσκολευθή να μας τον παρουσιάση
μονόφθαλμον, όπως ήτο• ούτε η δυσαρέσκεια του Αλεξάνδρου να τον εμποδίση να
γράψη ακριβώς τον σκληρόν φόνον του Κλείτου εις το συμπόσιον ούτε να φοβηθή τον
Κλέωνα, ως έχοντα μεγάλην δημοτικότητα και παρασύροντα τον λαόν διά του λόγου,
και να μη γραφή ότι ήτο άνθρωπος ολέθριος και παράφρων• ούτε ολόκληρον την πόλιν
των Αθηνών να φοβηθή, αν διηγηθή τας συμφοράς της εις Σικελίαν εκστρατείας, την
σύλληψιν του Δημοσθένους και τον θάνατον του Νικίου, την δίψαν των στρατιωτών
του Νικίου και τι ήτο το νερόν, το οποίον έπινον και πώς εφονεύθησαν οι
περισσότεροι ενώ έπινον. Διότι πολύ ορθώς θα σκέπτεται ότι ουδείς των φρονίμων
θα τον κατηγορήση, εάν διηγήται τα ατυχώς ή ανοήτως γενόμενα όπως έγιναν• δεν τα
έπραξεν αυτός, αλλ' αναφέρει όσα έγιναν• ώστε, και αν ενικήθησαν εις ναυμαχίαν,
δεν ήτο αυτός όστις εβύθισεν, αν ετράπησαν εις φυγήν, δεν τους κατεδίωκεν αυτός•
θα ηδύναντο μόνον να τον μεμφθώσιν, αν παρέλειψε να ευχηθή υπέρ της πατρίδος
του, ενώ ήτον ανάγκη. Αν ήτο δυνατόν να επανορθόνωνται τα πολεμικά ατυχήματα διά
της αποσιωπήσεως ή αν τα διηγηθώμεν αντιθέτως προς την αλήθειαν, θα ήτο πολύ
εύκολον εις τον Θουκυδίδην να καταρρίψη διά λεπτού καλάμου το εις τας Επιπολάς
παρατείχισμα, να βυθίση την τριήρη του Ερμοκράτους, να λογχίση τον κατηραμένον
Γύλιππον, ενώ κατεγίνετο ν' αποφράσση και αποκλείη τας οδούς, και τέλος τους μεν
Συρακουσίους να ρίψη εις τα λατομεία {71}, οι δε Αθηναίοι να περιπλεύσουν την
Σικελίαν και Ιταλίαν και να πραγματοποιηθούν αι πρώται του Αλκιβιάδου ελπίδες.
Νομίζω όμως ότι ούτε η μοίρα Κλωθώ θα ηδύνατο ν' ανακλώση τα γενόμενα, ούτε η
Άτραπος να τα μετατρέψη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Του συγγραφέως λοιπόν το καθήκον είνε έν, να
διηγηθή τα πράγματα ως έγιναν. Αλλά δεν δύναται να πράξη τούτο, όταν φοβήται τον
Αρταξέρξην,του οποίου είνε ιατρός{72}, ή ελπίζη να λάβη μανδύαν πορφυρούν και
χρυσούν περιδέραιον και ίππον της Νίσης {73} ως αμοιβήν των εις την ιστορίαν του
επαίνων. Τοιούτόν τι όμως δεν θα έπραττεν ένας Ξενοφών,δίκαιος συγγραφεύς, ούτε
ένας Θουκυδίδης. Αλλά και αν προσωπικώς μισή τινας, θα θεωρήση πολύ
αναγκαιότερον το κοινόν συμφέρον και πολύ περισσότερον θα φροντίση διά την
αλήθειαν παρά διά την έχθραν του,και αν πρόκειται περί φίλου δεν θα παραβλέψη τα
σφάλματά του• διότι,ως είπα, της ιστορίας αυτό είνε το καθήκον και μόνον εις την
αλήθειαν πρέπει ναφοσιωθή ο θέλων να γράψη ιστορίαν, δι' όλα δε τα άλλα να μη
φροντίζη• και εν γένει ως κανόνα πρέπει να έχη ότι γράφει όχι διά τους
συγχρόνους του, αλλά διά τους μεταγενεστέρους και εις τούτους ναποβλέπη. Εάν δ'
εξ εναντίας φροντίζη μόνον διά την εφήμερον εντύπωσιν, θα καταταχθή δικαίως εις
τους κόλακας, τους οποίους η ιστορία αποστρέφεται ανέκαθεν όχι ολιγώτερον αφ'
όσον η γυμναστική αποστρέφεται την καλλωπιστικήν τέχνην. Αναφέρεται μεταξύ άλλων
ότι ο Αλέξανδρος είπε μίαν ημέραν τα εξής : Ήθελα, Ονησίκριτε {74}, αφού
αποθάνω, ναναζήσω επ' ολίγον, διά να ίδω πώς οι άνθρωποι θα κρίνουν όσα θα
ιστορούνται περί εμού. Εάν τώρα επαινούν και εγκωμιάζουν,τούτο δεν είνε
παράδοξον, διότι έκαστος με αυτό το δόλωμα προσπαθεί να συλλάβη την εύνοιάν μου.
Καίτοι όσα ο Όμηρος έγραψε περί του Αχιλλέως αποκλίνουσι τα πλείστα προς το
μυθώδες, τινές σήμερον κλίνουν να τα πιστεύουν, διότι θεωρούν ως μεγάλην
εγγύησιν αληθείας ότι δεν έγραφε περί ζώντος• και εις τοιαύτην περίπτωσιν δεν
εννοούν διά ποίον λόγον θα εψεύδετο. Τοιούτον λοιπόν θέλω τον συγγραφέα,άφοβον,
ανώτερον αμοιβών και δώρων, ελεύθερον, φίλον της ειλικρινείας και της αληθείας,
ο οποίος, κατά τον κωμικόν, να λέγη τα σύκα σύκα και την σκάφην σκάφην• ούτε εις
το μίσος ούτε εις την φιλίαν να χαρίζεται• να μη φείδεται ή να λυπήται ή να
εντρέπεται να γράψη την αλήθειαν ή να την αποσιωπά, διά να περιποιηθή• να είνε
ίσος προς όλους δικαστής και εξ ίσου φίλος προς όλους, ώστε να μη απονέμη εις
κανένα περισσότερον αφ' ό,τι του ανήκει• να είνε ξένος προς τα βιβλία του και να
μη θεωρή πατρίδα καμμίαν πόλιν {75}, ανεξάρτητος και μη υποκείμενος εις κανένα
βασιλέα• να μη σκέπτεται δε πώς θα φανούν εις τον τάδε και τον τάδε όσα γράφει,
αλλά να γράφη ό,τι έγινεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Ο Θουκυδίδης βλέπων πόσον εθαυμάζετο ο
Ηρόδοτος, ώστε και Μούσαι να ονομασθούν τα βιβλία του, πολύ καλώς ώρισε και
διέκρινε την τελείαν από την ελαττωματικήν ιστορίαν και, ως λέγει, έγραφε
μνημείον αιώνιον και όχι προσωρινόν κατασκεύασμα, και δεν επιδιώκει τα μυθώδη,
αλλά την αλήθειαν των γενομένων, χάριν των μεταγενεστέρων. Συμπεραίνει δε ποία
θα είνε η χρησιμότης, πράγμα το οποίον πρέπει να θέτη ως σκοπόν της ιστορίας πας
φρόνιμος, και λέγει ότι, εάν ποτε συμβούν τα όμοια,οι μεταγενέστεροι θα δυνηθούν
οδηγούμενοι εκ των προηγουμένων να διεξαγάγουν καλώς τα ενεστώτα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τοιούτον λοιπόν χαρακτήρα πρέπει να έχη ο
συγγραφεύς όστις θα έλθη προς εμέ• όσον δε αφορά εις την γλώσσαν και το ύφος του
δεν πρέπει να είνε πολύ συνηθισμένα εις τον σφοδρόν και τραχύν λόγον με τας
συνεχείς περιόδους και τα στρυφνά επιχειρήματα και την άλλην δεινότητα της
ρητορικής• διά ν' αρχίση να γράφη ιστορίαν, πρέπει να έχη ηρεμωτέραν την
διάθεσιν. Και αι μεν έννοιαί του πρέπει να έχουν τάξιν και να είνε πυκναί, η δε
φράσις σαφής, και η πρέπουσα εις τας πολιτικάς υποθέσεις και ακριβέστατα να
εκφράζη το σημαινόμενον. Διότι όπως εις την σκέψιν του συγγραφέως ως σκοπόν
ωρίσαμεν την αλήθειαν και την παρρησίαν, ούτω και της γλώσσης πρώτος σκοπός
πρέπει να είνε να εκφράση καθαρώς και να εκδηλώση τελείως το πράγμα, ούτε
ακατανοήτους και αχρήστους λέξεις μεταχειριζόμενος, ούτε τας αγοραίας και
χυδαίας, αλλά τοιαύτας ώστε και οι πολλοί να εννοούν και οι μορφωμένοι να
επιδοκιμάζουν. Να στολίζη δε το ύφος του με σχήματα,αλλ' όχι φορτικά και
επιτηδευμένα, άλλως τα έργα του θα ομοιάζουν με φαγητά καθ' υπερβολήν
καρυκευμένα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Το πνεύμα του ιστορικού ας προσεγγίζη ενίοτε
εις την ποίησιν και ας δανείζεται παρ' αυτής μεγαλοπρέπειαν και ύψος, μάλιστα
όταν περιγράφη παρατάξεις, μάχας και ναυμαχίας• διότι τότε είνε ανάγκη να πνεύση
ούριος ποιητικός άνεμος, υπό την πνοήν του οποίου το πλοίον του να φεύγη ως
ιπτάμενον και μόλις θίγον τας κορυφάς των κυμάτων. Η γλώσσα του όμως ας βαδίζη
εις την γην• και να συνανυψούται μεν και όσον το δυνατόνν αφομοιούται με το
κάλλος και το μέγεθος των περιγραφομένων,να μη εξέρχεται όμως από τον χαρακτήρα
της, ούτε ακαίρως να ενθουσιάζεται• διότι εις τοιαύτην περίπτωσιν διατρέχει
μέγαν κίνδυνον να εξέλθη από την τροχιάν της και πέση εις την ποιητικήν μανίαν•
ώστε τότε μάλιστα πρέπει να την συγκρατή ο χαλινός εις φρόνησιν, καθότι και εις
τα λογοτεχνικά έργα η αλαζονεία είνε ελάττωμα όχι μικρόν. Το καλλίτερον λοιπόν
είνε, ενώ η σκέψις θα πορεύεται έφιππος, η έκφρασις να παρακολουθή πεζή και
κρατουμένη από το εφίππιον, ούτως ώστε να μη υστερήση.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αλλά και εις την σύνθεσιν των λέξεων πρέπει ο
συγγραφεύς να τηρή μέτρον και ν' ακολουθή μέσην οδόν, και ούτε λίαν
μεμακρυσμέναι και χωρισμέναι να είνε, ούτε χωρίς ρυθμόν να συνάπτωνται, όπως
πράττουν οι πολλοί• διότι το μεν πρώτον είνε ελαττωματικόν, το δε δεύτερον
δυσάρεστον εις την ακοήν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τα δε γεγονότα δεν πρέπει να συλλέγωνται όπως
τύχουν, αλλ' αφού με επιμέλειαν και κόπον πολλάκις τα εξετάση ο συγγραφεύς να τα
γράψη• ει δυνατόν δε να είνε παρών και να επιβλέπη, άλλως να λαμβάνη τας
πληροφορίας του από τους μάλλον αμερολήπτους και από εκείνους οίτινες είνε
ανώτεροι υπονοίας ότι προς χάριν ή από έχθραν θα ελαττώσουν ή θα μεγαλοποιήσουν
τα γεγονότα. Τότε δε πάλιν να διακρίνη και να εκλέγη τα πιθανώτερα. Και όταν τα
συναθροίση όλα ή τα περισσότερα, κατ'αρχάς να καταστρώση προσχεδίασμα, σώμα
χωρίς κάλλος και ασυνάρθρωτον•έπειτα θα το τακτοποιήση, θα το καλλωπίση, θα δώση
το χρώμα του ύφους, την μορφήν και την συμμετρίαν. Πρέπει δε τότε να είνε
εντελώς όμοιος προς τον Ομηρικόν Δία, όστις οτέ μεν βλέπει εις την χώραν των
ιπποτρόφων Θρακών, οτέ δε εις την χώραν των Μυσών• ομοίως και αυτός οτέ μεν θα
βλέπη τα πράγματα της Πατρίδος του και θα μας λέγη πως του εφαίνοντο από
περιωπής βλεπόμενα, οτέ δε τα των Περσών, έπειτα δε και τα δύο συγχρόνως, εάν
πολεμήσουν. Αλλά και κατά την διάρκειαν της μάχης δεν πρέπει να παρατηρή προς το
έν μέρος, ούτε προς ένα ιππέα ή πεζόν, εκτός αν ούτος είνε ο Βρασίδας, όστις
πρώτος πηδά εις την απόβασιν {76} ή ο Δημοσθένης εμποδίζων την απόβασιν. Εις
τους στρατηγούς πρέπει πρωτίστως να προσέχη και αν δώσουν καμμίαν διαταγήν, να
την ακούση και να εξακριβώση τον λόγον και τον σκοπόν της. Όταν δε συμπλακούν,
θα τους παρακολουθή όλους συγχρόνως• και τότε πρέπει να ζυγίζη όπως εις ζυγαριάν
τα γινόμενα και να παρακολουθή τους διώκοντας και να φεύγη μετά των φευγόντων.
Εις όλα δε ταύτα να επικρατή μέτρον, ώστε ν' αποφεύγη την απειροκαλίαν και την
φορτικήν πολυλογίαν, εις την οποίαν η απειρία παρασύρει τους νέους, αλλ' ευκόλως
να δίδη πέρας εις την διήγησιν των επεισοδίων και αφού διακόψη εδώ την αφήγησιν,
ας μεταβαίνη εις τα άλλα, αν είνε επείγοντα• έπειτα δε αφήσας αυτά να
επανέρχεται εις τα πρώτα, εάν είνε ανάγκη• και προς όλα να σπεύδη και ει δυνατόν
συγχρόνως να διηγήται τα συγχρόνως συμβαίνοντα και να πετά από της Αρμενίας εις
την Μηδίαν, εκείθεν δε ως βέλος να φθάνη εις την Ιβηρίαν, έπειτα εις την
Ιταλίαν, ώστε να μη χάνη τίποτε ενδιαφέρον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Πρέπει δε προ πάντων να καταστήση την κρίσιν
του ομοίαν προς κάτοπτρον καθαρόν και στιλπνόν και ακριβές εις την ανάκλασιν,
ώστε ναποδίδη απαραλλάκτους τας εικόνας των έργων, τας οποίας δέχεται, να μη
παρουσιάζη δε τίποτε διεστραμμένον με διάφορον χρωματισμόν και αλλοιωμένον
σχήμα• διότι ο ιστορικός δεν συνθέτει όπως οι ρήτορες,αλλ' εκείνα τα οποία θα
είπη υπάρχουν διότι έγιναν ήδη• πρέπει δε και να τα κατατάξη και να τα είπη•
ώστε η κυριωτέρα του φροντίς δεν είνε τι θα είπη, αλλά πώς θα το
είπη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εν γένει δε δύναται τις να θεωρήση τον γράφοντα
ιστορίαν όμοιον προς τον Φειδίαν, τον Πραξιτέλην ή τον Αλκαμένην ή άλλον
οιονδήποτε γλύπτην. Διότι ούτε αυτοί κατεσκεύαζον τον χρυσόν, τον άργυρον και
τον ελέφαντα ή τα άλλα υλικά τα οποία μετεχειρίζοντο. Αλλ' η ύλη υπήρχε, την
επρομήθευσαν δε εις αυτούς οι Ηλείοι, οι Αθηναίοι ή οι Άργείοι και αυτοί μόνον
την διέπλασαν, επριόνισαν τον ελέφαντα,έξυσαν, συνεκόλλησαν, ερρύθμισαν και
εκόσμησαν διά χρυσού, η τέχνη των δε ήτο να συναρμόσουν καταλλήλως τα
υλικά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τοιούτον περίπου είνε και το έργον του
συγγραφέως, να κατατάξη καλώς τα γενόμενα και να τα παρουσίαση εις όλην αυτών
την δύναμιν και την ενάργειαν. Όταν δε έπειτα όσοι τα αναγινώσκουν νομίζουν ότι
τα βλέπουν και επαινούν την διήγησιν, τούτο θα είνε απόδειξις ότι το έργον έγινε
καλώς και ακριβώς και ότι δικαίως επαινείται δι' αυτό ο Φειδίας της
ιστορίας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Αφού δε όλα ετοιμασθούν, ο συγγραφεύς δύναται
ν' αρχίση και χωρίς προοίμιον, όταν δεν υπάρχη μεγάλη ανάγκη να διασαφήση τι εις
την εισαγωγήν• και τότε δε το προοίμιον θα περιορισθή εις την διασάφησιν των
ιστορηθησομένων. Εν γένει δε, όταν αρχίζη με προοίμιον, πρέπει ναρχίζη με δύο
επικλήσεις και όχι με τρεις, όπως οι ρήτορες•παραλείπων την ευμένειαν, θα ζητήση
την προσοχήν και το ενδιαφέρον των αναγνωστών• διότι θα προσέξουν εις αυτόν, εάν
δείξη ότι θα πραγματευθή περί σπουδαίων ή αναγκαίων, ενδιαφερόντων και
χρησίμων•θα καταστήση δε ευνόητα και σαφή τα κατόπιν, εάν εκθέση κατ' αρχάς τα
αίτια και συγκεφαλαιώση τα γενόμενα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Τοιαύτα προοίμια μετεχειρίσθησαν οι άριστοι των
ιστορικών. Ο μεν Ηρόδοτος λέγει ότι έγραψε, διά να μη εξαλειφθώσιν υπό του
χρόνου γεγονότα μεγάλα και θαυμαστά και μάλιστα αφού ήσαν νίκαι των Ελλήνων και
ήτται των βαρβάρων ο δε Θουκυδίδης, επειδή και αυτός ήλπισεν ότι ο πόλεμος
εκείνος θα ήτο μέγας, σπουδαιότερος και διαρκέστερος των προηγουμένων, διότι
συνέβησαν κατ' αυτόν, μεγάλαι συμφοραί. Μετά δε το προοίμιον το οποίον αναλόγως
των πραγμάτων γίνεται μακρόν ή συντομεύεται, η μετάβασις εις την διήγησιν
γίνεται φυσική και αβίαστος. Επειδή δε ολόκληρον το λοιπόν σώμα της ιστορίας
είνε μακρά διήγησις, πρέπει να στολισθή με όλας τας αρετάς της διηγήσεως, να
προχωρή με λειότητα και ομαλότητα και να μη μεταβάλη ύφος, ώστε ούτε προεξοχάς
να παρουσιάζη, ούτε κοιλότητας. Έπειτα η σαφήνεια να επανθή εις όλα,
προσηρμοσμένη και εις την φράσιν, ως είπα, και εις την πλοκήν των γεγονότων.
Διότι ο συγγραφεύς θα περιγράψη πάντα τα γεγονότα καθ' εαυτά και εντελή• αφού δ'
επεξεργασθή το πρώτον, θα προσθέση το δεύτερον, συνδεδεμένον προς το
προηγούμενον και ως άλυσιν αποτελούν μετ' αυτού, ούτως ώστε να μη διακόπτεται το
νήμα, ούτε διηγήσεις πολλαί να είνε προστεθειμέναι αι μεν επί των δε, αλλά
πάντοτε το πρώτον με το δεύτερον να μη γειτονεύουν μόνον, αλλά και να
συγκοινωνούν και αναμιγνύωνται κατά τα άκρα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Η συντομία είνε εις όλα χρήσιμος και μάλιστα
όταν ο συγγραφεύς έχη να διηγηθή πολλά. Αλλ' η συντομία δεν πρέπει να
εφαρμόζεται τόσον εις τας λέξεις και τας φράσεις, όσον εις τα πράγματα. Εννοώ να
παρατρέχης τα μικρά και επουσιώδη και να γράφης αρκετά περί των σπουδαίων• αλλά
μάλλον πρέπει να παραλείπης πολλά. Διότι, αν δίδης γεύμα εις τους φίλους σου και
είνε τα πάντα έτοιμα, δεν θα παραθέσης εις το μέσον των γλυκισμάτων, των
πουλερικών και των τόσων άλλων εκλεκτών φαγητών,των αγριοχοίρων, των λαγών, των
υπογαστρίων του θύννου και των σαρδελλών, πινάκιον φάβας, διότι και τούτο έτυχε
να έχη παρασκευασθή,αλλά θα παραλείψης τα ευτελέστερα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Προ πάντων δε πρέπει να προσέχης εις τας
περιγραφάς ορέων ή τειχών ή ποταμών, διά να μη φαίνεσαι ότι επιδεικνύεις ματαίαν
τέχνην και φροντίζεις διά της ματαιοδοξίας σου επί ζημία της ιστορίας• αλλά
μόλις θίγων τα αντικείμενα ταύτα, και τούτο διά χρησιμότητα και σαφήνειαν, να
προχωρής εις το κύριον θέμα, διαφεύγων τους πειρασμούς των τοιούτου είδους
περιγραφών, όπως βλέπεις, ότι κάνει και ο μεγαλόφρων Όμηρος. Καίτοι ποιητής,
παρατρέχει τον Τάνταλον και τον Ιξίονα και τον Τιτυόν και τους άλλους• εάν δε
έγραφε περί αυτών ο Παρθένιος ή ο Ευφορίων ή ο Καλλίμαχος,{77} πόσους νομίζεις
στίχους θα εχρειάζοντο, διά να φέρουν το νερόν μέχρι του χείλους του
Ταντάλου;και πόσους, διά να μας περιγράψουν τον Ιξίονα περιστρεφόμενον; Ο δε
Θουκυδίδης έτι ολιγώτερον μετεχειρίσθη το είδος τούτο των περιγραφών και δύνασαι
να παρατηρήσης με ποίαν βραχυλογίαν διέρχεται, όταν περιγράφει μηχάνημα ή όταν
δίδη το σχέδιον πολιορκίας, το οποίον είνε αναγκαίον και χρήσιμον εις την
διήγησιν, ή περιγράφη το σχήμα των Επιπολών ή τον λιμένα των Συρακουσών. Αλλά
και όταν διηγήται τον λοιμόν και φαίνεται ότι μακρηγορεί, δύνασαι να εννοήσης
ότι τρέχει μεν πάλιν και σπεύδει, αλλά τα γεγονότα τον αναχαιτίζουν, καθότι είνε
πολλά.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εάν δέ ποτε παραστή ανάγκη και να εισαγάγης εις
την διήγησιν κανένα όστις να εκφωνήση λόγον, φρόντισε προ πάντων ώστε τα
λεγόμενα ν'αρμόζουν εις το πρόσωπον και τα πράγματα, να εκφράζεσαι δε με πάσαν
δυνατήν σαφήνειαν• μόνον υπό τοιούτους όρους σου επιτρέπεται να ρητορεύσης και
επιδείξης την δεινότητά σου εις το λέγειν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Οι έπαινοι και αι κατακρίσεις να είνε πολύ
μετρημένοι και με περίσκεψιν, απηλλαγμένοι συκοφαντίας και συνοδευόμενοι υπό
αποδείξεων, σύντομοι και επίκαιροι, αφού η κρίσις δεν γίνεται ενώπιον
δικαστηρίου• άλλως θα κατηγορηθής όπως ο Θεόπομπος {78}, όστις εκ φυσικής
κλίσεως προς το μίσος κατέκρινε τους πλείστους και είχε κάμει έργον το πράγμα,
ότι γράφει μάλλον κατηγορητήριον παρά ιστορίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εάν δε εις την ρύμην της διηγήσεως τύχη και
κανείς μύθος, δύνασαι να τον αναφέρης, χωρίς όμως να τον βεβαιώνης, αλλ' απλώς
να τον παραθέτης, αφήνων τους αναγνώστας να σχηματίσουν περί αυτού οιανδήποτε
θέλουν γνώμην και ούτω μη αποκλίνων προς μίαν ή προς άλλην αντίθετον δεν θα έχης
τίποτε να φοβηθής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Εν γένει τούτο σου συνιστώ να ενθυμήσαι — και
θα σου το επαναλάβω πολλάκις— ότι γράφων δεν πρέπει μόνον να υπολογίζης εις το
παρόν,δηλαδή πώς να επαινεθής και τιμηθής υπό των συγχρόνων σου, αλλ'αποβλέπων
εις το παντοτεινόν, γράφε μάλλον διά τας επερχομένας γενεάς και παρ' εκείνων να
προσδοκάς την αμοιβήν του έργου σου, διά να λέγουν και περί σου• «εκείνος ήτο
ελεύθερος άνθρωπος και πλήρης παρρησίας, και ουδέν έγραψε κολακευτικόν, ούτε
δουλοπρεπές, αλλ' εις όλα του διαλάμπει η αλήθεια». Τούτο πας σωφρονών πρέπει να
θεωρή προτιμότερον από όλους τους επαίνους της εποχής του, οίτινες τόσον ολίγον
διαρκούν. Γνωρίζεις την ιστορίαν του Κνιδίου αρχιτέκτονος και εκείνο το οποίον
έπραξε διά την υστεροφημίαν του; Αυτός έκτισε τον επί του Φάρου πύργον, έργον εκ
των μεγίστων και ωραιοτέρων, διά να οδηγή με την λάμψιν του από μακράν τους
ναυτικούς, ώστε να μη εξοκέλλουν εις την Παραιτονίαν ακτήν, ήτις είνε λίαν
επικίνδυνος, ως λέγεται, διά τας υφάλους της. Αφού δε ο πύργος επερατώθη,
εχάραξεν επί των πετρών το όνομά του, επιχρίσας δε και καλύψας την επιγραφήν με
γύψον επέγραψε το όνομα του τότε βασιλεύοντος, σκεπτόμενος, όπως και έγινεν, ότι
εντός πολύ ολίγου χρόνου θα πέσουν τα γράμματα ομού με το επίχρισμα, θα
εμφανισθή δε εκείνο το οποίον είχε χαράξει επί των πετρών «Σώστρατος Δεξιφάνους
Κνίδιος θεοίς σωτήρσιν, υπέρ των πλωιζομένων». Βλέπεις ότι και εκείνος δεν
απέβλεπεν εις την τότε εποχήν, ούτε εις την εφήμερον ζωήν του, αλλ' εις τους
αιώνας, έως ότου θα έμενεν όρθιος ο πύργος του και θα διετηρείτο η τέχνη
του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">Και η ιστορία λοιπόν ούτω πρέπει να γράφεται,
μάλλον με την αλήθειαν,διά ναρέση εις τους μεταγενεστέρους, παρά με κολακείαν,
διά να είνε ευχάριστος εις τους τώρα επαινουμένους. Τούτο να έχης ως κανόνα και
στάθμην της ιστορίας• και αν μεν συμμορφωθούν τινες προς τον κανόνα τούτον, έχει
καλώς και δεν εκοπίασα εις μάτην, διά να γράψω τανωτέρω•άλλως εκύλισα και εγώ
τον πίθον εις το Κράνειον.</span><br />
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΤΕΛΟΣ Β'
ΤΟΜΟΥ</span></h3>
<div style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Η Σειρά των Αρχαίων
Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά
χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό,
η αρχαία ελληνική σκέψη(ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και
πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές
του τόπου,στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο.Ο
Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο
Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο
Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα,στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά,
Ραγκαβή, Μωραϊτίδη,Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη,
Καζαντζάκη,Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως,
Τσοκόπουλου,Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου
τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην
Ελλάδα.</span></div>
<div style="margin-top: 48pt;">
<span style="font-size: 16pt;">Άπαντα ΤΟΜΟΣ Β'.
Διάλογοι θαλασσίων θεών. — Αλκυών ή περί μεταμορφώσεως. — Προμηθεύς ή Καύκασος.
— Νεκρικοί διάλογοι. —Μένιππος ή νεκρομαντεία. — Φιλομειδής ή απιστών. — πώς
πρέπει να γράφεται η ιστορία.</span></div>
<h3 style="margin-top: 36pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ
ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 - ΤΗΛ. 614.686, 634.506</span></h3>
<h4 style="margin-top: 24pt;">
<span style="font-size: 16pt;">ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ.
10</span></h4>
<span style="font-size: 16pt;">{1} Εννοεί τον Άνουβιν, θεόν των Αιγυπτίων
κυνοπρόσωπον, όστις ενομίζετο ως ο αυτός με τον Ερμήν των Ελλήνων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{2} Διότι η όψις των Γοργόνων
απελίθωνε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{3} Με λευκόν λίπος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{4} ΑΘώον κατηγορείς.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{5} Χώμα με ύδωρ αναμίξας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{6} Πλήρεις δε του Διός είνε αι οδοί όλαι και
των ανθρώπων αι αγοραί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{7} Ομηρική φράσις : Εις την χώραν των χρηστών
Αιθιόπων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{8} Ποιητική έκφρασις: Δοτήρες των
αγαθών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{9} «Περιστρεφομένη εις τον καπνόν». Ομηρική
φράσις επίσης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{10} Το Κράνειον ήτο γυμναστήριον επί τινος
λόφου, πλησίον της Κορίνθου, το οποίον περιέβαλλεν ιερόν άλσος. Το Λύκειον ήτο
επίσης γυμναστήριον εις έν των προαστείων των Αθηνών, όπου οι νέοι συνηθροίζοντο
διά τας ασκήσεις των, οι δε φιλόσοφοι διά τας συζητήσεις των. Ο Διογένης
συνήθιζε να διέρχεται τον μεν χειμώνα εις τας Αθήνας, το δε θέρος εις την
Κόρινθον, μιμούμενος κωμικώς τον βασιλέα της Περσίας, όστις τον μεν χειμώνα
διέμενεν εις τα Σούσα,κατά δε το θέρος εις τα Εκβάτανα. Διά τούτο ο Διογένης
παραγγέλλει εις τον Πολυδεύκη ναναζητήση τον μαθητήν του Μένιππον εις τα μέρη
όπου αυτός εσύχναζε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{11} Εις την αρχήν εκάστου μηνός, οι εύποροι
συνήθιζαν να εξαγνίζουν τας οικίας των. Και όσα εδέσματα υπήρχον εις αυτάς προ
της καθάρσεως εξετίθεντο εις τα σταυροδρόμια. Οι δε πτωχοί, τους οποίους η πείνα
καθίστα ολιγώτερον δεισιδαίμονας, έκλεπτον τα φαγητά ταύτα, τα οποία ωνομάζοντο
«δείπνα της «Εκάτης».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">12} Σοφιστικός συλλογισμός: Έχετε ό,τι δεν
εχάσατε• κέρατα δεν εχάσατε, άρα κέρατα έχετε». Ανάλογον σόφισμα ήσαν οι
κροκόδειλοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{13} Σύντροφος του Ηρακλέους, τον οποίον η Ήβη
ανενέωσεν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{14} Ο εξ Αμφιπόλεως Δαμασίας έγινεν
Ολυμπιονίκης κατά την 115Ολυμπιάδα. Ο Ολυμπιονίκης περιήγετο εις το στάδιον
προηγουμένου κήρυκος, όστις εξεφώνει το όνομα αυτού και του πατρός
του.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{15} Ελέγετο ότι ηυτοκτόνησε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{16} Ή σήκωσε με ή να σε σηκώσω.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{17} Ο Λουκιανός φαίνεται αγνοών ότι ο Αννίβας
είχεν εκτός της Φοινικικής και Έλληνικήν παίδευσιν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{18} Φυτόν του οποίου το αφέψημα εθεωρείτο
ιαματικόν διά την παραφροσύνην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{19} Εις την Οδύσσειαν B. V. 5,488.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{20} Ο οποίος να μη έχη μεγάλην
περιουσίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{21} Είτε ανδρείος ήτο, είτε
άνανδρος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{22} Φυτόν το οποίον εθωρείτο ως ιαματικόν της
φρενοβλαβείας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{23} Λόγοι των γερόντων της Τροίας επί τη
διαβάσει της Ελένης :Δικαίως χάριν μιας τοιαύτης γυναικός υποφέρομεν τόσον
καιρόν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{24} Αποσυντεθειμένα κρανία</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{25} Ο Πυθαγόρας, συνεπής εις τας περί
μετεμψυχώσεως θεωρίας του διετείνετο ότι προϋπήρξεν ως Εύφορβος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{26} Ο Πυθαγόρας εδίδασκεν αποχήν από των
κυάμων και έλεγεν ότι το τρώγειν κυάμους ήτο ίσον με το τρώγειν τας κεφαλάς των
γονέων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{27} Ο Αλκιβιάδης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{28} Οι κυνικοί ελέγοντο και απλώς
κύνες.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{29} Δεν είχεν ανάγκην περισσοτέρας, διότι κατά
την σχετικήν μυθικήν παράδοσιν η σύζυγος του απέθανεν εκ τρόμου άμα τον
είδε.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{30} Ομήρου Ιλιάς, Β στ. 672: Ο υιός της
Αγλαΐας και του Χάροπος, ο ωραιότερος των εκστρατευσάντων κατά της Τροίας
Ελλήνων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{31} Παρωδία στίχων του Ευριπίδου εις τον
«Ηρακλήν μαινόμενον» :Χαίρετε στέγη και πρόθυρα του σπιτιού μου. Με τι χαρά σας
βλέπω, τώρα που επανήλθα εις το φως.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{32} Ευριπίδου «Εκάβη» στ. 1: Έρχομαι από τα
σκοτεινά βάραθρα του Άδου, όπου οι νεκροί κατοικούν μακράν των θεών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{33} Εξ απολεσθείσης τραγωδίας του αυτού
ποιητού : Όχι, αλλ'ολοζώντανον μ' εδέχθη ο Άδης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{34} Εκ της «Ανδρομέδας» του Ευριπίδου απόσπ.
ΙΑ: Με παρέσυρεν η νεότης και υπερβολική της σκέψεως τόλμη.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{35} Ομήρου «Οδύσσεια» Β, στ. 163 : Κατέβηκα
εις τον Άδην, ω φίλε,διά να συμβουλευθώ τον εκ Θηβών Τειρεσίαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{36} Όπου κατά τους στίχους του Ησιόδου,
ευρίσκεται η αρετή.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{37} Εκ της Οδύσσειας: Και φεύγομεν θλιβόμενοι,
και χύνοντες χονδρά δάκρυα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{38} Και την νυκτίαν Εκάτην και την φοβεράν
Περσεφόνην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{39} ΕφοβήΘη δε εις τον Άδην ο βασιλεύς των
νεκρών Πλούτων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{40} Είδος σιδηρού κλοιού με
αρπάγην.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{41} Αποσυντεθειμένοι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{42} θεατρικά υποδήματα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{43} Επίθετον της Περσεφόνης.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{44} Παρωδία ομηρικού στίχου : Και ταύτα ειπών,
επέστρεψεν εις τον λειμώνα των ασφοδέλων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{45} Παροιμιώδεις ηλίθιοι.46} Υποδήματα με
ακατέργαστον δέρμα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{47} Εννοεί, φαίνεται, κάποιον εκ των
αποστόλων, ή πιθανώτερον τον μάγον Σίμωνα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{48} Απολεσθείσα τραγωδία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{49} Ο πόλεμος ούτος έγεινε κατά το δεύτερον
έτος της βασιλείας του Μάρκου Αυρηλίου, 162 μ. Χ.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{50} Ο Εμπεδοκλής, όστις ενόει διά τούτου τον
πόλεμον των στοιχείων ή την παγκόσμιον κίνησιν, ην εθεώρει ως δημιουργικήν και
συντηρητικήν αιτίαν των όντων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{51} Κατετίθεντο εις τους ναούς και τα ανάκτορα
τα έργα, τα γενικώς εκτιμώμενα διά να φυλάσσωνται ασφαλέστερον και μετά
μεγαλειτέρας τιμής.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{52} Ο αρχιτέκτων ούτος ωνομάζετο Δεινοκράτης.
Αλλά, παρά τα λεγόμενα υπό του Λουκιανού, η πρότασίς του, κατ' άλλην παράδοσιν,
έκαμεν ευχάριστον εντύπωσιν εις τον Αλέξανδρον. Και η μεν ανδριαντοποίησις του
όρους δεν εξετελέσθη, του ανέθεσεν όμως ο βασιλεύς την ανέγερσιν της
Αλεξανδρείας.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{53} Εκ της Ιλιάδος. Εδίωκε δε μιν μέγ'
αμείνων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{54} Ιωνικαί λέξεις.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{55} Ούτος αντιγράφει τον Ηρόδοτον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{56} Ο ιστορικός εκείνος απεμιμείτο την
περιγραφήν των όπλων του Αγαμέμνονος εις την Ιλιάδα.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{57} Ελέλιξε και εδούπησεν, Ομηρικαί λέξεις
σημαίνουσαι, η μεν«εσείσθη» η δε «εκρότησε».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{58} Περιεσμαραγείτο (περιεβάλλετο υπό του
θορύβου των όπλων),ποιητική λέξις, όπως και αι κατόπιν, ότοβος (θόρυβος) και
κόναβος(κρότος) και εμερμήριζεν (εσκέπτετο).</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{59} Παρασάγγης, Περσικόν μέτρον ίσον με 30
στάδια• σταθμός, διάστημα όσον δύναταί τις να διατρέξη εις μίαν
ημέραν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{60} Εννοεί το νερόν της κλεψύδρας, με την
οποίαν εκανονίζετο η διάρκεια της ομιλίας των ρητόρων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{61} Διά να ταφούν οι νεκροί.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{62} Πολίχνη μικρόν απέχουσα της Κορίνθου, το
σημερινόν Καλαμάκι.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{63} Και ούτος αντιγράφει τον Ηρόδοτον, όστις
λέγει τα αυτά εις βιβλ.1 κεφ. 8.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{64} Οι Πάρθοι είχον ως σημαίας ομοιώματα
δρακόντων εκ ξύλου ή άλλης ύλης, τους οποίους έφερον επί κοντών.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{65} Οι αρχαίοι έδιδον το όνομα Ιβηρία εις δύο
διαφόρους χώρας• εις την σημερινήν Ισπανίαν και εις μίαν άλλην παρά τον
Καύκασον,συμπίπτουσαν με την σημερινήν Γεωργίαν. Την δευτέραν δε ταύτην ενόει
βέβαια ο ιστορικός• αλλά την τοποθετεί προς νότον της Περσίας, αντί προς
βορράν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{66} Δηλαδή από του Κρανείου της Κορίνθου μέχρι
της πηγής Λέρνας,ήτις ευρίσκετο εις τα περίχωρα της αυτής πόλεως και ήτο
διάφορος του ομωνύμου έλους, όπου ο Ηρακλής εφόνευσε την Ύδραν και το οποίον ήτο
παρά το Άργος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{67} Ο Λουκιανός παίζει εικάζων εκ της
μακρολογίας του τίτλου ότι θα ενίκησε δόλιχον, δηλαδή μακρόν δρόμον.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{68} Τούτο δύναται να σημαίνη και νίκας των
Πάρθων κατά των Ρωμαίων και νίκας των Ρωμαίων κατά των Πάρθων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{69} Αι «Ατθίδες» ήσαν έργα του Φιλοχώρου,
όστις έγραψεν επί Πτολεμαίου, του Φιλοπάτορος περί των ιστορικών αρχαιοτήτων της
Αττικής. Ήτο εξ ίσου ποιητής και ιστορικός ευδόκιμος. Δυστυχώς τα έργα του, τα
οποία μεγάλως ετιμώντο κατά την αρχαιότητα, απωλέσθησαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{70} Ο Λεωτροφίδης ήτο κακεντρεχής ποιητής
Αθηναίος, του οποίου η μεγάλη ισχνότης κατήντησε παροιμιώδης. Ισχνός επίσης ήτο,
φαίνεται,και ο Κόνων, διό ο Λ. τους θέτει αμφοτέρους εις αντίθεσιν δύο κολοσσών,
του Τιτόρμου και του Μίλωνος.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{71} Δηλαδή το εναντίον εκείνου το οποίον
έγινεν. Οι αιχμαλωτισθέντες Αθηναίοι, όσοι δεν εσφάγησαν, ερρίφθησαν εις τα
λατομεία.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{72} Εννοεί τον Κτησίαν, όστις έγραψεν ιστορίαν
της Περσίας, της οποίας, μόνον αποσπάσματά τινα εσώθησαν.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{73} Οι ίπποι της Νίσης εθεωρούντο οι
ωραιότατοι και ευγενέστατοι των ίππων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{74} Ναύαρχος του Αλεξάνδρου, όστις εγραψεν
ιστορίαν, υπερακοντίσασαν πάντα τα τερατώδη μυθεύματα, τα οποία εγράφησαν περί
του Αλεξάνδρου.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{75} Ο Λουκιανός μεταχειρίζεται την λέξιν
«άπολις», προς απόδοσιν της οποίας θα ήτο ίσως υπερβολική η λέξις
«άπατρις».</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{76} θουκυδίδ. Βιβλ. Δ'.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{77} Ποιηταί των Αλεξανδρινών και Ρωμαϊκών
χρόνων.</span><br />
<span style="font-size: 16pt;">{78} Ο Θεόπομπος ο Χίος, σύγχρονος του
Ισοκράτους και είς των περιφανεστέρων μαθητών αυτού. Η ιστορία του περιελάμβανε
την συνέχειαν του Πελοποννησιακού πολέμου και τα μέχρι του Φιλίππου γεγονότα και
διηρείτο εις 58 βιβλία, εξ ων ουδέν διεσώθη. Φαίνεται ότι η περί αυτής κρίσις
του Λουκιανού είνε καθ' υπερβολήν αυστηρά.Τουλάχιστον Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς
την επαινεί πολύ και δι' άλλας αρετάς και διά την ακρίβειαν και
φιλαλήθειαν.</span><br />
<div class="MsoNormal">
<b><span style="color: red; font-size: 16pt;">ΤΕΛΟΣ
</span></b></div>
</dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-34288691597663056732012-10-24T10:11:00.003-07:002012-10-24T10:11:52.506-07:00ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: ΑΠΑΝΤΑ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 28pt;">ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: ΑΠΑΝΤΑ</span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=871_b284597492.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="265" src="http://fih.gr/images/871_b284597492.jpg" width="189" /></a><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ο Επίκουρος (341 π.Χ. - 270 π.Χ.) ήταν
αρχαίος έλληνας φιλόσοφος. Ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή τον "Κήπο" όπως
λέγονταν, μιας από τις πιο γνωστές σχολές της ελληνικής φιλοσοφίας. Ήταν
Αθηναίος πολίτης, γιός του Νεοκλή και της Χαιρεστράτης. Ο πατέρας του, Αθηναίος
πολίτης από τον δήμο Γαργηττού με καταγωγή από το παλιό επιφανές Αθηναϊκό γένος
των Φιλαϊδών, συμμετείχε στον αποικισμό της Σάμου , όπου ο Επίκουρος
ανατράφηκε("Επίκουρος Νεοκλέους και Χαιρεστράτης, Αθηναίος, των δήμων
Γαργήττιος, γένους του των Φιλαϊδών... κληρουχησάντων Αθηναίων την Σάμον εκείθι
τραφήναι" - Διογένης Λαέρτιος 10,1). Ο Επίκουρος άρχισε να έρχεται από νωρίς σε
έντονη επαφή με τη φιλοσοφία του Ναυσιφάνη στο γειτονικό νησί Τέως, γεγονός που
τον απομάκρυνε από κάθε πλατωνική δοξασία και τον έστρεψε στις θεωρίες του
Δημόκριτου. Σε ηλικία 18 ετών μετέβη στην Αθήνα για την στρατιωτική και πολιτική
του θητεία μαζί με τον κωμικό Μένανδρο. Για τα επόμενα 15 χρόνια της ζωής του δε
γνωρίζουμε αρκετά πράγματα. Αργότερα δημιούργησε το δικό του Φιλοσοφικό Κύκλο
στη Μυτιλήνη και μετά στη Λάμψακο, για να επιστρέψει το 307/6 π.Χ. σε ηλικία 34
ετών στην Αθήνα και να αγοράσει μια έκταση ανάμεσα στην Αθήνα και τον Πειραιά,
όπου στέγασε τη φιλοσοφική του σχολή, τον Κήπο όπως ονομάστηκε. Ο Επίκουρος
δίδαξε για 35 χρόνια ακολουθώντας ήσυχη και λιτή ζωή. Περιστοιχίζονταν από
άνδρες, γυναίκες, εταίρες και δούλους, που μετείχαν ισάξια στον επικούρειο Κήπο.
Ο Επίκουρος πέθανε το 270 π.Χ. σε ηλικία 72 χρόνων.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Επίκουρος
</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/71740276?access_key=key-1j2uiobfzi3epgwcmac4" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Επίκουρος:
Άπαντα – Διαβάστε τα</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-23289590366039945732012-10-24T10:11:00.001-07:002012-10-24T10:11:17.409-07:00Ομήρου Ιλιάδα (σε μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 26pt;">Ομήρου Ιλιάδα (σε μετάφραση
Νίκου Καζαντζάκη)</span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=9155580_iliad_homer.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="273" src="http://fih.gr/images/9155580_iliad_homer.jpg" width="179" /></a><span style="color: black; font-size: 14pt;">Η μετάφραση της
Ιλιάδας του Ομήρου από τους Νίκο Καζαντζάκη και Ι.Θ. Κακριδή, που ολοκληρώθηκε
και κυκλοφόρησε το 1955 με δικά τους έξοδα. Μετάφραση ποιητική, έμμετρη, σε
δημοτική γλώσσα, που συνοδεύεται από εισαγωγή του Κακριδή. Ένα δείγμα
μεταφραστικής εφαρμογής από το προοίμιο (Α, 1-7):</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Τη μάνητα, θεά, τραγούδα μας του
ξακουστού Αχιλλέα,</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ανάθεμά τη, πίκρες πού 'δωκε
στους Αχαιούς περίσσιες</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">και πλήθος αντρειωμένες έστειλε
ψυχές στον Άδη κάτω</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παλικαριών, στους σκύλους
ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">και στα όρνια ολούθε ―έτσι το
θέλησε να γίνει τότε ο Δίας―</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">απ' τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν
και χώρισαν οι δυό τους,</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">του Ατρέα ο γιος ο
στρατοκράτορας κι ο μέγας Αχιλλέας.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">ΌΜΗΡΟΣ
</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/46457267?access_key=key-1297glazm72pxjolinb2" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Ομήρου
Ιλιάδα (σε μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη) – Διαβάστε το </a> </span></b> </dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-50490856723745545052012-10-24T10:10:00.001-07:002012-10-24T10:10:35.664-07:00Προμηθεύς Δεσμώτης <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">Προμηθεύς Δεσμώτης </span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=68571_536px_Dirck_van_Ba.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="167" src="http://fih.gr/images/68571_536px_Dirck_van_Ba.jpg" width="150" /></a>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Στην τραγωδία «Προμηθεύς
Δεσμώτης» ο Αισχύλος πραγματεύεται την ηρωική αντίσταση του αλυσοδεμένου στον
Καύκασο Προμηθέα να υποκύψει στο θέλημα του Δία. Ο Προμηθέας υφίσταται βουβός
ένα ταπεινωτικό μαρτύριο. Η σιγή συνδέεται με την τιμωρία του και αποτελεί
έκφραση μιας ανυποχώρητης υπερηφάνειας του. Όταν μένει μόνος στην ερημιά του
σκυθικού βράχου υψώνει κραυγή και επικαλείται τη μαρτυρία των στοιχείων της
φύσης. Αυτή η διαμαρτυρία, καθώς ηχεί, προκαλεί έντεχνα το δραματικό αποτέλεσμα,
χάριν της δραματουργικής τέχνης του ποιητή, ακριβώς επειδή διακόπτει τη μακρά
σιωπή του Τιτάνα. </span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Αισχύλος</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/46465884?access_key=key-21mh80tme7s134jmx9j9" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Προμηθεύς
Δεσμώτης – Διαβάστε το</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-12892813324242727822012-10-24T10:09:00.003-07:002012-10-24T10:09:57.673-07:00Επίκτητος_Εγχειρίδιο_Σύνοψη της Στωϊκής Φιλοσοφίας και Ηθικής<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 26pt;">Επίκτητος_Εγχειρίδιο_Σύνοψη
της Στωϊκής Φιλοσοφίας και Ηθικής</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=531_5c1237599d.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="256" src="http://fih.gr/images/531_5c1237599d.jpg" width="179" /></a><span style="color: black; font-size: 14pt;">Το Εγχειρίδιο αποτελεί απάνθισμα και
σύνοψη των Διατριβών και ομιλιών του Επίκτητου. Αποτελείται από πενηντα-τρείς
παραγράφους ή κεφάλαια. Συντάχθηκε από τον Φλάβιο Αρριανό, μαθητή του φιλοσόφου,
και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες και ασφαλέστερες πηγές για την μελέτη
της ηθικής φιλοσοφίας της Στοάς. Μέσα στις σελίδες του Εγχειριδίου γίνεται
αμέσως αντιληπτή η θαρραλέα απόπειρα του Επίκτητου να επιβάλλει την φιλοσοφία
στην ψυχολογία, να εξηγήσει και να καθοδηγήσει λογικά όλες τις δράσεις και τις
εκφάνσεις του ψυχικού κόσμου, ν' αναλύσει με τον ήρεμο και λογικά σκεπτόμενο νου
όλα όσα πολύ αργότερα θα προσπαθούσε να διερευνήσει η επιστημονική ψυχολογική
ανάλυση, και να προβάλει την απάθεια ως ύψιστη φιλοσοφική αρετή, μια απάθεια που
πλησιάζει περισσότερο προς την ψυχική γαλήνη ή την ψυχραιμία ή την αταραξία,
παρά προς την παντελή έλλειψη παθών ή την αναισθησία ή την αδιαφορία.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Επίκτητος</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/78238200?access_key=key-4jjtvmw7knj87ejqxah" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Επίκτητος:
Εγχειρίδιο, Σύνοψη της Στωϊκής Φιλοσοφίας και Ηθικής – Διαβάστε το</a>
</span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-8508077056069229302012-10-24T10:09:00.001-07:002012-10-24T10:09:15.649-07:00Θουκιδίδου Ιστορίαι - 8 ΤΟΜΟΙ!!! <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 26pt;">Θουκιδίδου Ιστορίαι
</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">8
ΤΟΜΟΙ!!! </span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=20_1_1.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="153" src="http://fih.gr/images/20_1_1.jpg" width="125" /></a>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Το <b>ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ
</b>δημοσιεύει σήμερα και τους 8 τόμους των βιβλίων του Θουκιδίδη <b>ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΑΙ</b>, σε μετάφραση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Είναι μία προσφορά σε όσους
παρακολουθούν την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία και τα μεγάλα έργα των Ελλήνων
Φιλοσόφων και Ιστορικών της εποχής εκείνης. (H oρθογραφία του κειμένου
διατηρείται όπως στο βιβλίο). </span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Θουκιδίδης</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/28639342?access_key=key-1u7x889ros2sc8hhrmhc" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Θουκιδίδου
Ιστορίαι – Διαβάστε το</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-80010917642486873152012-10-24T10:06:00.001-07:002012-10-24T10:06:42.500-07:00Αρχιμήδους του Συρακουσίου - Τα μέχρι νυν σωζώμενα Άπαντα (1544)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-family: Verdana; font-size: 18pt;">Αρχιμήδους του
Συρακουσίου - Τα μέχρι νυν σωζώμενα Άπαντα (1544)</span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=63ARXIMIDOYS_FVTO_.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="288" src="http://fih.gr/images/63ARXIMIDOYS_FVTO_.jpg" width="187" /></a>
</dt>
<dt><span style="font-size: 14pt;">Σε δημοπρασία του οίκου Christie΄s στο Λονδίνο
βγήκαν την Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2011 ένα από τα αρχαιότερα σωζόμενα αντίτυπα
έργων του Αρχιμήδη. Πρόκειται για το μοναδικό σωζόμενο αντίτυπο μίας από τις
αρχαιότερες εκδόσεις των απάντων του. <b>«Αρχιμήδους του Συρακουσίου, τα μέχρι
νυν σωζόμενα άπαντα»</b> είναι ο τίτλος του βιβλίου, που αγοράστηκε προ ετών στο
εξωτερικό από Έλληνα συλλέκτη και δόθηκε πρόσφατα στον οίκο Christie΄s
προκειμένου να τεθεί σε δημοπρασία. Ο τόμος φέρει την ένδειξη «Βasilae ΜDΧLΙΙΙΙ
» (Βασιλεία 1544).<b> Η τιμή εκκίνησης για τη δημοπρασία ορίστηκε μεταξύ
21.000-25.000 ευρώ!!!</b> Η δημοπρατούμενη έκδοση (χωρίς εξώφυλλο από δέρμα ή
πανί) έχει βιβλιοδετηθεί με κενά φύλλα μπροστά και πίσω. Απαρτίζεται από
τέσσερις μικρούς τόμους «δεμένους» σε έναν, με συνολικά <b>455 σελίδες</b>. Η
έκδοση συμπεριλαμβάνει- πέραν των σωζόμενων απάντων- και τα πρώτα σχόλια του
Βυζαντινού Ευτοκίου (του πρώτου σχολιαστή του έργου του Αρχιμήδη). Ο Αρχιμήδης
γεννήθηκε το 287 π.Χ. στις Συρακούσες- ελληνική αποικία στη Σικελία. Συνέδεσε το
όνομά του με τη γένεση της Μηχανικής στην αρχαία Ελλάδα και με τη λύση περίφημων
μαθηματικών προβλημάτων, καθώς και με αμυντικές εφευρέσεις. Φέρεται ότι
σκοτώθηκε από Ρωμαίο στρατιώτη (όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν τις Συρακούσες) σε
ηλικία 75 ετών, φωνάζοντας προς τον εκτελεστή του που τον διέκοψε από
γεωμετρικές μετρήσεις: <i>«Μη μου τους κύκλους τάραττε»...</i> <b>Διαβάστε τα
ΔΩΡΕΑΝ.</b> </span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Αρχιμήδης
ο Συρακούσιος </span></b>
</dt>
<dt><b><span style="font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/7786702?access_key=key-1s4ouj18m0fvkgrfbeh7" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Αρχιμήδους
του Συρακούσιου τα μέχρι νυν σωζώμενα Άπαντα (1544) – Διαβάστε τα</a>
</span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-64673596044288624772012-10-24T10:05:00.002-07:002012-10-24T10:05:42.938-07:00Αισχύλος, Ορέστεια Αγαμέμνων <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 26pt;">Αισχύλος, Ορέστεια Αγαμέμνων
</span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=34Agamemnon.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="298" src="http://fih.gr/images/34Agamemnon.jpg" width="199" /></a>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ήταν γόνος του ευγενούς
γαιοκτήμονα Ευφορίωνα, του γένους των Κοδριδών, ενώ παρουσιάστηκε νωρίς στους
δραματικούς αγώνες, κατά την 70ή Ολυμπιάδα (499/496 π.Χ.), όταν διαγωνίστηκε
εναντίον των δραματικών ποιητών Πρατίνα και του Χοιρίλου. Ήταν Αθηναίος πολίτης
που μετείχε στις μάχες κατά των Περσών, ενώ είχε και δυο αδέλφια, που επίσης
πολέμησαν στη μάχη του Μαραθώνα, τον Αμυνία και τον Κυναίγειρο. Ο τελευταίος
μάλιστα πέθανε στον Μαραθώνα στη προσπάθεια του να κρατήσει με τα χέρια του,
καθώς ήταν χειροδύναμος και πιθανότατα παλαιστής, ένα πλοίο των Περσών πριν βγει
στα ανοιχτά. Αυτή η συμμετοχή του απηχεί στον θεατρικό και ποιητικό στίβο αυτή
ακριβώς την ιστορική στιγμή της πόλεως, την ερμηνεύει ιδεολογικά, πολιτικά και
φιλοσοφικά και ερμηνεύεται από αυτήν. Στο έργο του συμπυκνώνεται η έννοια του
δικαίου, καθώς και η συνείδηση του ποιητή ως μαχόμενου πολίτη. Σύμφωνα με τον G.
Thomson ο Αισχύλος ήταν οπαδός του Πυθαγόρα και τα δράματά του είναι γεμάτα
πυθαγόρειες ιδέες. <b>(Σε απλό κείμενο)</b> </span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Αισχύλος</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/78871582?access_key=key-1xu0xyjt6hpxgto9w04y" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Αισχύλος,
ορέστεια Αγαμέμνων (μετάφραση) – Διαβάστε το </a> </span></b> </dt>
<dt></dt>
<dt><br />
<dl>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ο ίδιος θεωρούσε ως το
μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα, στη
ναυμαχία του Αρτεμισίου και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Όλα τα προηγούμενα
πρέπει να εξετάζονται μαζί με την πιθανή συμμετοχή του στα Ελευσίνια Μυστήρια,
στη λατρεία της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Στην ακμή της ζωής του ταξίδεψε στη
Σικελία, στην αυλή του Ιέρωνα, ενός ισχυρού άρχοντα που καλούσε μεγάλους
καλλιτέχνες της εποχής του στις Συρακούσες. Εκεί πιθανολογείται ότι παρουσίασε
για δεύτερη φορά τους Πέρσες. Ταξίδεψε και δεύτερη φορά στη Σικελία πιθανώς
εξαιτίας της διαφωνίας του με το αθηναϊκό κοινό - όπως παρουσιάζεται σε ένα
χωρίο στους Βατράχους του Αριστοφάνη. Πέθανε στη Γέλα το 456/455 π.Χ.. Λέγεται
ότι σκοτώθηκε όταν δέχτηκε στο κεφάλι του μία χελώνα, την οποία είχε ρίξει από
ψηλά ένας αετός, προκειμένου να σπάσει το καβούκι της και μετά να τη φάει. Οι
Αθηναίοι εξασφάλισαν την υστεροφημία του μεγάλου δραματικού ποιητή, ψηφίζοντας
νόμο σύμφωνα με τον οποίο επιτρεπόταν όποιος ήθελε να συμμετάσχει στον
διαγωνισμό με έργα του Αισχύλου. Οι δύο γιοι του, Ευαίων και Ευφορίων, έγραψαν
επίσης τραγωδίες, όπως και ο Φιλοκλής, γιος της αδελφής του. Ο Ευφορίων φέρεται
ότι νίκησε μάλιστα και τον πατέρα του και τον Σοφοκλή στους δραματικούς
αγώνες.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Όταν πέθανε, ο Αισχύλος, ζήτησε
να στηθεί στο τάφο του ένα επίγραμμα που έγραφε:</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον
τόδε κεῦθει</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο
Γέλας·</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀλκὴν δ' εὐδόκιμον Mαραθώνιον
ἄλσος ἄν εἴποι</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος
ἐπιστάμενος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Στα νεότερα ελληνικά:</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Τον γιο του Ευφορίωνα τον
Αθηναίο Αισχύλο</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κρύβει νεκρόν το μνήμα αυτό της
Γέλας με τα στάρια·</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">την άξια νιότη του θα ειπεί του
Μαραθώνα το άλσος</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κι ο Μήδος ο ακούρευτος οπού
καλά την ξέρει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">(Agamemnon, ed. G. Murray,
Aeschyli tragoediae, 2nd edn. Oxford: Clarendon Press, 1955 (repr. 1960):
207-274.) </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΦΥΛΑΞ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Θεοὺς μὲν αἰτῶ τῶνδ' ἀπαλλαγὴν
πόνων, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φρουρᾶς ἐτείας μῆκος, ἣν
κοιμώμενος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στέγαις Ἀτρειδῶν ἄγκαθεν, κυνὸς
δίκην, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων
ὁμήγυριν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ τοὺς φέροντας χεῖμα καὶ
θέρος βροτοῖς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λαμπροὺς δυνάστας, ἐμπρέποντας
αἰθέρι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">[ἀστέρας, ὅταν φθίνωσιν, ἀντολάς
τε τῶν]. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ νῦν φυλάσσω λαμπάδος τὸ
σύμβολον, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αὐγὴν πυρὸς φέρουσαν ἐκ Τροίας
φάτιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">10 ἁλώσιμόν τε βάξιν• ὧδε γὰρ
κρατεῖ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γυναικὸς ἀνδρόβουλον ἐλπίζον
κέαρ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εὖτ' ἂν δὲ νυκτίπλαγκτον
ἔνδροσόν τ' ἔχων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εὐνὴν ὀνείροις οὐκ
ἐπισκοπουμένην </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐμήν–φόβος γὰρ ἀνθ' ὕπνου
παραστατεῖ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸ μὴ βεβαίως βλέφαρα συμβαλεῖν
ὕπνῳ– </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὅταν δ' ἀείδειν ἢ μινύρεσθαι
δοκῶ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὕπνου τόδ' ἀντίμολπον ἐντέμνων
ἄκος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κλαίω τότ' οἴκου τοῦδε συμφορὰν
στένων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐχ ὡς τὰ πρόσθ' ἄριστα
διαπονουμένου. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">20 νῦν δ' εὐτυχὴς γένοιτ'
ἀπαλλαγὴ πόνων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εὐαγγέλου φανέντος ὀρφναίου
πυρός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὦ χαῖρε λαμπτήρ, νυκτὸς
ἡμερήσιον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φάος πιφαύσκων καὶ χορῶν
κατάστασιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολλῶν ἐν Ἄργει, τῆσδε συμφορᾶς
χάριν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰοὺ ἰού. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἀγαμέμνονος γυναικὶ σημαίνω
τορῶς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εὐνῆς ἐπαντείλασαν ὡς τάχος
δόμοις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὀλολυγμὸν εὐφημοῦντα τῇδε
λαμπάδι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐπορθιάζειν, εἴπερ Ἰλίου πόλις
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">30 ἑάλωκεν, ὡς ὁ φρυκτὸς
ἀγγέλλων πρέπει• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αὐτός τ' ἔγωγε φροίμιον
χορεύσομαι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα
θήσομαι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τρὶς ἓξ βαλούσης τῆσδέ μοι
φρυκτωρίας. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γένοιτο δ' οὖν μολόντος εὐφιλῆ
χέρα </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄνακτος οἴκων τῇδε βαστάσαι
χερί. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὰ δ' ἄλλα σιγῶ• βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ
μέγας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βέβηκεν• οἶκος δ' αὐτός, εἰ
φθογγὴν λάβοι, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σαφέστατ' ἂν λέξειεν• ὡς ἑκὼν
ἐγὼ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μαθοῦσιν αὐδῶ κοὐ μαθοῦσι
λήθομαι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΧΟΡΟΣ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">40 δέκατον μὲν ἔτος τόδ' ἐπεὶ
Πριάμῳ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μέγας ἀντίδικος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Μενέλαος ἄναξ ἠδ' Ἀγαμέμνων,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">διθρόνου Διόθεν καὶ δισκήπτρου
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρειδᾶν,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στόλον Ἀργείων χιλιοναύταν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τῆσδ' ἀπὸ χώρας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἦραν, στρατιῶτιν ἀρωγάν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μέγαν ἐκ θυμοῦ κλάζοντες Ἄρη
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τρόπον αἰγυπιῶν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">50 οἵτ' ἐκπατίοις ἄλγεσι παίδων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὕπατοι λεχέων στροφοδινοῦνται
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δεμνιοτήρη </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες•
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὕπατος δ' ἀίων ἤ τις Ἀπόλλων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἢ Πὰν ἢ Ζεὺς οἰωνόθροον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γόον ὀξυβόαν τῶνδε μετοίκων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὑστερόποινον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πέμπει παραβᾶσιν Ἐρινύν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">60 οὕτω δ' Ἀτρέως παῖδας ὁ
κρείσσων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐπ' Ἀλεξάνδρῳ πέμπει ξένιος
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ζεὺς πολυάνορος ἀμφὶ γυναικός,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολλὰ παλαίσματα καὶ γυιοβαρῆ,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γόνατος κονίαισιν ἐρειδομένου
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">διακναιομένης τ' ἐν προτελείοις
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κάμακος, θήσων Δαναοῖσιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Τρωσί θ' ὁμοίως. ἔστι δ' ὅπη νῦν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔστι• τελεῖται δ' ἐς τὸ
πεπρωμένον• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὔθ' ὑποκαίων οὔτ' ἐπιλείβων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">70 οὔτε δακρύων ἀπύρων ἱερῶν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὀργὰς ἀτενεῖς παραθέλξει.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἡμεῖς δ' ἀτίται σαρκὶ παλαιᾷ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τῆς τότ' ἀρωγῆς ὑπολειφθέντες
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μίμνομεν ἰσχὺν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰσόπαιδα νέμοντες ἐπὶ σκήπτροις.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὅ τε γὰρ νεαρὸς μυελὸς στέρνων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐντὸς ἀνᾴσσων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰσόπρεσβυς Ἄρης δ' οὐκ ἔνι χώρᾳ,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τό θ' ὑπέργηρων φυλλάδος ἤδη
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">80 κατακαρφομένης τρίποδας μὲν
ὁδοὺς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στείχει, παιδὸς δ' οὐδὲν ἀρείων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὄναρ ἡμερόφαντον ἀλαίνει.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σὺ δέ, Τυνδάρεω </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θύγατερ, βασίλεια Κλυταιμήστρα,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τί χρέος; τί νέον; τί δ'
ἐπαισθομένη </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τίνος ἀγγελίας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πειθοῖ περίπεμπτα θυοσκεῖς;
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πάντων δὲ θεῶν τῶν ἀστυνόμων,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὑπάτων, χθονίων, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">90 τῶν τε θυραίων τῶν τ'
ἀγοραίων, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βωμοὶ δώροισι φλέγονται• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄλλη δ' ἄλλοθεν οὐρανομήκης
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λαμπὰς ἀνίσχει, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φαρμασσομένη χρίματος ἁγνοῦ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μαλακαῖς ἀδόλοισι παρηγορίαις,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πελάνῳ μυχόθεν βασιλείῳ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τούτων λέξασ' ὅ τι καὶ δυνατὸν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ θέμις αἴνει </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παιών τε γενοῦ τῆσδε μερίμνης,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">100 ἣ νῦν τοτὲ μὲν κακόφρων
τελέθει, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοτὲ δ' ἐκ θυσιῶν ἀγάν'
ἀμφαίνουσ' </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐλπὶς ἀμύνει φροντίδ' ἄπληστον
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">† τὴν θυμοφθόρον λύπης φρένα. †
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κύριός εἰμι θροεῖν ὅδιον κράτος
αἴσιον ἀνδρῶν [στρ. α. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐντελέων• ἔτι γὰρ θεόθεν
καταπνεύει </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πειθώ, μολπᾶν ἀλκάν, σύμφυτος
αἰών• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὅπως Ἀχαιῶν δίθρονον κράτος,
Ἑλλάδος ἥβας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">110 ξύμφρονα ταγάν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πέμπει σὺν δορὶ καὶ χερὶ
πράκτορι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θούριος ὄρνις Τευκρίδ' ἐπ' αἶαν,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἰωνῶν βασιλεὺς βασιλεῦσι νεῶν ὁ
κελαινός, ὅ τ' ἐξόπιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀργᾶς, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φανέντες ἴκταρ μελάθρων χερὸς ἐκ
δοριπάλτου </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παμπρέπτοις ἐν ἕδραισι, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βοσκόμενοι λαγίναν, ἐρικύμονα
φέρματα, γένναν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">120 βλαβέντα λοισθίων δρόμων.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αἵλινον αἵλινον εἰπέ, τὸ δ' εὖ
νικάτω. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κεδνὸς δὲ στρατόμαντις ἰδὼν δύο
λήμασι δισσοὺς [ἀντ. α. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἀτρεΐδας μαχίμους ἐδάη
λαγοδαίτας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πομπούς τ' ἀρχάς• οὕτω δ' εἶπε
τερᾴζων• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">‘χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν
ἅδε κέλευθος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πάντα δὲ πύργων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κτήνη πρόσθε τὰ δημιοπληθέα
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">130 Μοῖρα λαπάξει πρὸς τὸ
βίαιον• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἶον μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ
προτυπὲν στόμιον μέγα Τροίας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στρατωθέν. οἴκτῳ γὰρ ἐπίφθονος
Ἄρτεμις ἀγνὰ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πτανοῖσιν κυσὶ πατρὸς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αὐτότοκον πρὸ λόχου μογερὰν
πτάκα θυομένοισι• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στυγεῖ δὲ δεῖπνον αἰετῶν.’
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αἵλινον αἵλινον εἰπέ, τὸ δ' εὖ
νικάτω. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">140 ‘τόσον περ εὔφρων ἁ καλά,
[μεσῳδ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δρόσοις ἀέπτοις μαλερῶν λεόντων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πάντων τ' ἀγρονόμων φιλομάστοις
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θηρῶν ὀβρικάλοισι τερπνά,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τούτων αἰτεῖ ξύμβολα κρᾶναι,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δεξιὰ μὲν κατάμομφα δὲ φάσματα †
στρουθῶν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰήιον δὲ καλέω Παιᾶνα, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μή τινας ἀντιπνόους Δαναοῖς
χρονίας ἐχενῇδας ἀπλοίας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">150 τεύξῃ, σπευδομένα θυσίαν
ἑτέραν, ἄνομόν τιν', ἄδαιτον, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νεικέων τέκτονα σύμφυτον,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐ δεισήνορα. μίμνει γὰρ φοβερὰ
παλίνορτος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἰκονόμος δολία μνάμων μῆνις
τεκνόποινος.’ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοιάδε Κάλχας ξὺν μεγάλοις
ἀγαθοῖς ἀπέκλαγξεν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μόρσιμ' ἀπ' ὀρνίθων ὁδίων οἴκοις
βασιλείοις• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοῖς δ' ὁμόφωνον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αἵλινον αἵλινον εἰπέ, τὸ δ' εὖ
νικάτω. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">160 Ζεύς, ὅστις ποτ' ἐστίν, εἰ
τόδ' αὐ- [στρ. β. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τῷ φίλον κεκλημένῳ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοῦτό νιν προσεννέπω. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐκ ἔχω προσεικάσαι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πάντ' ἐπισταθμώμενος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πλὴν Διός, εἰ τὸ μάταν ἀπὸ
φροντίδος ἄχθος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χρὴ βαλεῖν ἐτητύμως. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐδ' ὅστις πάροιθεν ἦν μέγας,
[ἀντ. β. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παμμάχῳ θράσει βρύων, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">170 οὐδὲ λέξεται πρὶν ὤν•
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὃς δ' ἔπειτ' ἔφυ, τρια-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κτῆρος οἴχεται τυχών. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ζῆνα δέ τις προφρόνως ἐπινίκια
κλάζων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τεύξεται φρενῶν τὸ πᾶν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώ- [στρ.
γ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σαντα, τὸν πάθει μάθος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θέντα κυρίως ἔχειν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στάζει δ' ἀνθ' ὕπνου πρὸ καρδίας
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">180 μνησιπήμων πόνος• καὶ παρ'
ἄ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κοντας ἦλθε σωφρονεῖν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δαιμόνων δέ που χάρις βίαιος
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σέλμα σεμνὸν ἡμένων. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ τόθ' ἡγεμὼν ὁ πρέ- [ἀντ. γ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σβυς νεῶν Ἀχαιικῶν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μάντιν οὔτινα ψέγων, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εὖτ' ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ
βαρύ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νοντ' Ἀχαιικὸς λεώς, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">190 Χαλκίδος πέραν ἔχων
παλιρρό-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χθοις ἐν Αὐλίδος τόποις• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πνοαὶ δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι
[στρ. δ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βροτῶν ἄλαι, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ναῶν <τε> καὶ πεισμάτων
ἀφειδεῖς, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παλιμμήκη χρόνον τιθεῖσαι
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τρίβῳ κατέξαινον ἄνθος Ἀργεί-
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ων• ἐπεὶ δὲ καὶ πικροῦ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χείματος ἄλλο μῆχαρ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">200 βριθύτερον πρόμοισιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μάντις ἔκλαγξεν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">προφέρων Ἄρτεμιν, ὥστε χθόνα
βάκτροις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐπικρούσαντας Ἀτρείδας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δάκρυ μὴ κατασχεῖν• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄναξ δ' ὁ πρέσβυς τόδ' εἶπε
φωνῶν• [ἀντ. δ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">‘βαρεῖα μὲν κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βαρεῖα δ', εἰ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τέκνον δαΐξω, δόμων ἄγαλμα,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μιαίνων παρθενοσφάγοισιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">210 ῥείθροις πατρῴους χέρας
πέλας βω-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μοῦ. τί τῶνδ' ἄνευ κακῶν;
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πῶς λιπόναυς γένωμαι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ξυμμαχίας ἁμαρτών; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παυσανέμου γὰρ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θυσίας παρθενίου θ' αἵματος ὀργᾷ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">περιόργως ἐπιθυμεῖν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θέμις. εὖ γὰρ εἴη.’ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐπεὶ δ' ἀνάγκας ἔδυ λέπαδνον
[στρ. ε. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φρενὸς πνέων δυσσεβῆ τροπαίαν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">220 ἄναγνον, ἀνίερον, τόθεν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔτλα δ' οὖν θυτὴρ γενέσθαι
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θυγατρός, γυναικοποίνων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολέμων ἀρωγὰν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ προτέλεια ναῶν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λιτὰς δὲ καὶ κληδόνας πατρῴους
[ἀντ. ε. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παρ' οὐδὲν αἰῶ τε παρθένειον
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">230 ἔθεντο φιλόμαχοι βραβῆς.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φράσεν δ' ἀόζοις πατὴρ μετ'
εὐχὰν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δίκαν χιμαίρας ὕπερθε βωμοῦ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">προνωπῆ λαβεῖν ἀέρδην, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στόματός τε καλλιπρῴρου </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φυλακᾷ κατασχεῖν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φθόγγον ἀραῖον οἴκοις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βίᾳ χαλινῶν δ', ἀναύδῳ μένει,
[στρ. ζ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κρόκου βαφὰς [δ'] ἐς πέδον
χέουσα, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">240 ἔβαλλ' ἕκαστον θυτή-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ρων ἀπ' ὄμματος βέλει φιλοίκτῳ,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πρέπουσα τὼς ἐν γραφαῖς,
προσεννέπειν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θέλουσ', ἐπεὶ πολλάκις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πατρὸς κατ' ἀνδρῶνας εὐτραπέζους
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔμελψεν, ἁγνᾷ δ' ἀταύρωτος αὐδᾷ
πατρὸς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φίλου τριτόσπονδον εὔποτμον
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παιῶνα φίλως ἐτίμα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὰ δ' ἔνθεν οὔτ' εἶδον οὔτ'
ἐννέπω• [ἀντ. ζ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τέχναι δὲ Κάλχαντος οὐκ
ἄκραντοι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">250 Δίκα δὲ τοῖς μὲν
παθοῦ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σιν μαθεῖν ἐπιρρέπει• τὸ μέλλον
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐπεὶ γένοιτ' ἂν κλύοις• πρὸ
χαιρέτω• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἴσον δὲ τῷ προστένειν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τορὸν γὰρ ἥξει σύνορθρον αὐγαῖς.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πέλοιτο δ' οὖν ἁ 'πὶ τούτοισιν
εὖ πρᾶξις, ὡς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θέλει τόδ' ἄγχιστον Ἀπίας
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γαίας μονόφρουρον ἕρκος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">– ἥκω σεβίζων σόν, Κλυταιμήστρα,
κράτος• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δίκη γάρ ἐστι φωτὸς ἀρχηγοῦ
τίειν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">260 γυναῖκ' ἐρημωθέντος ἄρσενος
θρόνου. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σὺ δ' εἴ τι κεδνὸν εἴτε μὴ
πεπυσμένη </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εὐαγγέλοισιν ἐλπίσιν θυηπολεῖς,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κλύοιμ' ἂν εὔφρων• οὐδὲ σιγώσῃ
φθόνος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εὐάγγελος μέν, ὥσπερ ἡ παροιμία,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἕως γένοιτο μητρὸς εὐφρόνης
πάρα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πεύσῃ δὲ χάρμα μεῖζον ἐλπίδος
κλύειν• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Πριάμου γὰρ ᾑρήκασιν Ἀργεῖοι
πόλιν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. πῶς φῄς; πέφευγε τοὔπος ἐξ
ἀπιστίας. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. Τροίαν Ἀχαιῶν οὖσαν• ἦ τορῶς
λέγω; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">270 Χο. χαρά μ' ὑφέρπει δάκρυον
ἐκκαλουμένη. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. εὖ γὰρ φρονοῦντος ὄμμα σοῦ
κατηγορεῖ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τί γὰρ τὸ πιστόν; ἔστι τῶνδέ
σοι τέκμαρ; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. ἔστιν• τί δ' οὐχί; μὴ
δολώσαντος θεοῦ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. πότερα δ' ὀνείρων φάσματ'
εὐπειθῆ σέβεις; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. οὐ δόξαν ἂν λάκοιμι
βριζούσης φρενός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ἀλλ' ἦ σ' ἐπίανέν τις
ἄπτερος φάτις; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. παιδὸς νέας ὣς κάρτ' ἐμωμήσω
φρένας. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ποίου χρόνου δὲ καὶ
πεπόρθηται πόλις; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. τῆς νῦν τεκούσης φῶς τόδ'
εὐφρόνης λέγω. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">280 Χο. καὶ τίς τόδ' ἐξίκοιτ' ἂν
ἀγγέλων τάχος; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. Ἥφαιστος Ἴδης λαμπρὸν
ἐκπέμπων σέλας. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φρυκτὸς δὲ φρυκτὸν δεῦρ' ἀπ'
ἀγγάρου πυρὸς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔπεμπεν• Ἴδη μὲν πρὸς Ἑρμαῖον
λέπας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Λήμνου• μέγαν δὲ πανὸν ἐκ νήσου
τρίτον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἀθῷον αἶπος Ζηνὸς ἐξεδέξατο,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὑπερτελής τε, πόντον ὥστε
νωτίσαι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰχθῦς πορευτοῦ λαμπάδος πρὸς
ἡδονήν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πεύκη τὸ χρυσοφεγγές, ὥς τις
ἥλιος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σέλας παραγγείλασα Μακίστου
σκοπαῖς• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">290 ὁ δ' οὔτι μέλλων οὐδ'
ἀφρασμόνως ὕπνῳ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νικώμενος παρῆκεν ἀγγέλου μέρος•
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἑκὰς δὲ φρυκτοῦ φῶς ἐπ' Εὐρίπου
ῥοὰς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Μεσσαπίου φύλαξι σημαίνει μολόν.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἱ δ' ἀντέλαμψαν καὶ παρήγγειλαν
πρόσω </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γραίας ἐρείκης θωμὸν ἅψαντες
πυρί. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σθένουσα λαμπὰς δ' οὐδέπω
μαυρουμένη, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὑπερθοροῦσα πεδίον Ἀσωποῦ, δίκην
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φαιδρᾶς σελήνης, πρὸς Κιθαιρῶνος
λέπας, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἤγειρεν ἄλλην ἐκδοχὴν πομποῦ
πυρός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">300 φάος δὲ τηλέπομπον οὐκ
ἠναίνετο </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φρουρά, πλέον καίουσα τῶν
εἰρημένων, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λίμνην δ' ὑπὲρ Γοργῶπιν ἔσκηψεν
φάος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὄρος τ' ἐπ' Αἰγίπλαγκτον
ἐξικνούμενον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὤτρυνε θεσμὸν μὴ χατίζεσθαι
πυρός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πέμπουσι δ' ἀνδαίοντες ἀφθόνῳ
μένει </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φλογὸς μέγαν πώγωνα, καὶ
Σαρωνικοῦ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πορθμοῦ κάτοπτον πρῶν'
ὑπερβάλλειν πρόσω </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φλέγουσαν• εἶτ' ἔσκηψεν, εὖτ'
ἀφίκετο </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἀραχναῖον αἶπος, ἀστυγείτονας
σκοπάς• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">310 κἄπειτ' Ἀτρειδῶν ἐς τόδε
σκήπτει στέγος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φάος τόδ' οὐκ ἄπαππον Ἰδαίου
πυρός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοιοίδε τοί μοι λαμπαδηφόρων
νομοί, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄλλος παρ' ἄλλου διαδοχαῖς
πληρούμενοι• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νικᾷ δ' ὁ πρῶτος καὶ τελευταῖος
δραμών. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τέκμαρ τοιοῦτον σύμβολόν τε σοὶ
λέγω </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀνδρὸς παραγγείλαντος ἐκ Τροίας
ἐμοί. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. θεοῖς μὲν αὖθις, ὦ γύναι,
προσεύξομαι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λόγους δ' ἀκοῦσαι τούσδε
κἀποθαυμάσαι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">διηνεκῶς θέλοιμ' ἂν ὡς λέγεις
πάλιν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">320 Κλ. Τροίαν Ἀχαιοὶ τῇδ'
ἔχουσ' ἐν ἡμέρᾳ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἶμαι βοὴν ἄμεικτον ἐν πόλει
πρέπειν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὄξος τ' ἄλειφά τ' ἐγχέας ταὐτῷ
κύτει </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">διχοστατοῦντ' ἂν οὐ φίλως †
προσεννέποις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ τῶν ἁλόντων καὶ κρατησάντων
δίχα </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φθογγὰς ἀκούειν ἔστι συμφορᾶς
διπλῆς. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἱ μὲν γὰρ ἀμφὶ σώμασιν
πεπτωκότες </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀνδρῶν κασιγνήτων τε, καὶ
φυταλμίων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παῖδες γερόντων, οὐκέτ' ἐξ
ἐλευθέρου </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δέρης ἀποιμώζουσι φιλτάτων
μόρον• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">330 τοὺς δ' αὖτε νυκτίπλαγκτος
ἐκ μάχης πόνος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νήστεις πρὸς ἀρίστοισιν ὧν ἔχει
πόλις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τάσσει, πρὸς οὐδὲν ἐν μέρει
τεκμήριον, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀλλ' ὡς ἕκαστος ἔσπασεν τύχης
πάλον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐν αἰχμαλώτοις Τρωικοῖς
οἰκήμασιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ναίουσιν ἤδη, τῶν ὑπαιθρίων
πάγων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δρόσων τ' ἀπαλλαχθέντες• ὡς δ'
εὐδαίμονες </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀφύλακτον εὑδήσουσι πᾶσαν
εὐφρόνην. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἰ δ' εὐσεβοῦσι τοὺς
πολισσούχους θεοὺς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοὺς τῆς ἁλούσης γῆς θεῶν θ'
ἱδρύματα, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">340 οὔ τἂν ἑλόντες ἀνθαλοῖεν ἄν.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔρως δὲ μή τις πρότερον ἐμπίπτῃ
στρατῷ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πορθεῖν ἃ μὴ χρή, κέρδεσιν
νικωμένους. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δεῖ γὰρ πρὸς οἴκους νοστίμου
σωτηρίας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον
πάλιν• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θεοῖς δ' ἀναμπλάκητος εἰ μόλοι
στρατός, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐγρηγορὸς τὸ πῆμα τῶν ὀλωλότων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γένοιτ' ἄν, εἰ πρόσπαιά πη
τεύχοι κακά. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοιαῦτά τοι γυναικὸς ἐξ ἐμοῦ
κλύεις• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸ δ' εὖ κρατοίη, μὴ διχορρόπως
ἰδεῖν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">350 πολλῶν γὰρ ἐσθλῶν τήνδ'
ὄνησιν εἱλόμην. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. γύναι, κατ' ἄνδρα σώφρον'
εὐφρόνως λέγεις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐγὼ δ' ἀκούσας πιστά σου
τεκμήρια </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θεοὺς προσειπεῖν αὖ
παρασκευάζομαι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χάρις γὰρ οὐκ ἄτιμος εἴργασται
πόνων. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">– ὦ Ζεῦ βασιλεῦ καὶ νὺξ φιλία
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μεγάλων κόσμων κτεάτειρα,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἥτ' ἐπὶ Τροίας πύργοις ἔβαλες
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στεγανὸν δίκτυον, ὡς μήτε μέγαν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μήτ' οὖν νεαρῶν τιν' ὑπερτελέσαι
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">360 μέγα δουλείας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γάγγαμον, ἄτης παναλώτου.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Δία τοι ξένιον μέγαν αἰδοῦμαι
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸν τάδε πράξαντ', ἐπ' Ἀλεξάνδρῳ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τείνοντα πάλαι τόξον, ὅπως ἂν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μήτε πρὸ καιροῦ μήθ' ὑπὲρ ἄστρων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βέλος ἠλίθιον σκήψειεν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">– Διὸς πλαγὰν ἔχουσιν εἰπεῖν,
[στρ. α. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πάρεστιν τοῦτό γ' ἐξιχνεῦσαι.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔπραξεν ὡς ἔκρανεν. οὐκ ἔφα τις
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">370 θεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσθαι
μέλειν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὅσοις ἀθίκτων χάρις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πατοῖθ'• ὁ δ' οὐκ εὐσεβής.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πέφανται δ' ἐγγονοῦσα τόλμη τῶν
Ἄρη </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πνεόντων μεῖζον ἢ δικαίως,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φλεόντων δωμάτων ὑπέρφευ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὑπὲρ τὸ βέλτιστον. ἔστω δ'
ἀπή-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μαντον, ὥστ' ἀπαρκεῖν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">380 εὖ πραπίδων λαχόντι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐ γὰρ ἔστιν ἔπαλξις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πλούτου πρὸς κόρον ἀνδρὶ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λακτίσαντι μέγαν Δίκας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βωμὸν εἰς ἀφάνειαν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βιᾶται δ' ἁ τάλαινα πειθώ, [ἀντ.
α. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">προβούλου παῖς ἄφερτος ἄτας.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄκος δὲ πᾶν μάταιον. οὐκ
ἐκρύφθη, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πρέπει δέ, φῶς αἰνολαμπές,
σίνος• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">390 κακοῦ δὲ χαλκοῦ τρόπον
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τρίβῳ τε καὶ προσβολαῖς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μελαμπαγὴς πέλει δικαιωθείς,
ἐπεὶ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πόλει πρόστριμμα θεὶς ἄφερτον•
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λιτᾶν δ' ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν•
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">† τὸν δ' ἐπίστροφον τῶν[δε]
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φῶτ' ἄδικον καθαιρεῖ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἷος καὶ Πάρις ἐλθὼν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">400 ἐς δόμον τὸν Ἀτρειδᾶν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ᾔσχυνε ξενίαν τράπε-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ζαν κλοπαῖσι γυναικός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λιποῦσα δ' ἀστοῖσιν ἀσπίστορας
[στρ. β. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κλόνους λοχισμούς τε καὶ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ναυβάτας ὁπλισμούς, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄγουσά τ' ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθορὰν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βεβάκει ῥίμφα διὰ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πυλᾶν ἄτλητα τλᾶσα• πολλὰ δ'
ἔστενον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τόδ' ἐννέποντες δόμων προφῆται•
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">410 ‘ἰὼ ἰὼ δῶμα δῶμα καὶ πρόμοι,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">† πάρεστι σιγᾶς ἄτιμος †
ἀλοίδορος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄλιστος ἀφεμένων ἰδεῖν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πόθῳ δ' ὑπερποντίας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φάσμα δόξει δόμων ἀνάσσειν.’
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔχθεται χάρις ἀνδρί• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὀμμάτων δ' ἐν ἀχηνίαις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔρρει πᾶσ' Ἀφροδίτα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">420 ὀνειρόφαντοι δὲ πειθήμονες
[ἀντ. β. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πάρεισι δόξαι φέρου-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σαι χάριν ματαίαν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μάταν γάρ, εὖτ' ἂν ἐς θιγὰς
δοκῶν ὁρᾷ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παραλλάξασα διὰ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χερῶν βέβακεν ὄψις, οὐ
μεθύστερον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πτεροῖς ὀπαδοῦσ' ὕπνου
κελεύθοις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὰ μὲν κατ' οἴκους ἐφ' ἑστίας
ἄχη </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τάδ' ἐστὶ καὶ τῶνδ'
ὑπερβατώτερα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸ πᾶν δ' ἀπ' αἴας Ἕλλαδος
συνορμένοις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">430 πένθεια τλησικάρδιος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δόμῳ 'ν ἑκάστου πρέπει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολλὰ γοῦν θιγγάνει πρὸς ἧπαρ•
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὓς μὲν γάρ <τις> ἔπεμψεν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἶδεν, ἀντὶ δὲ φωτῶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκά-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στου δόμους ἀφικνεῖται. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὁ χρυσαμοιβὸς δ' Ἄρης σωμάτων
[στρ. γ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ δορὸς
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">440 πυρωθὲν ἐξ Ἰλίου </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φίλοισι πέμπει βαρὺ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ψῆγμα δυσδάκρυτον, ἀντ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ήνορος σποδοῦ γεμί-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ζων λέβητας εὐθέτους. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στένουσι δ' εὖ λέγοντες
ἄν-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δρα τὸν μὲν ὡς μάχης ἴδρις,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸν δ' ἐν φοναῖς καλῶς πεσόντ'–
‘ἀλ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λοτρίας διαὶ γυναικός’• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τάδε σῖγά τις βαΰζει• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">450 φθονερὸν δ' ὑπ' ἄλγος ἕρπει
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">προδίκοις Ἀτρείδαις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἱ δ' αὐτοῦ περὶ τεῖχος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θήκας Ἰλιάδος γᾶς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εὔμορφοι κατέχουσιν• ἐ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χθρὰ δ' ἔχοντας ἔκρυψεν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βαρεῖα δ' ἀστῶν φάτις ξὺν κότῳ•
[ἀντ. γ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δημοκράτου δ' ἀρᾶς τίνει χρέος.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μένει δ' ἀκοῦσαί τί μοι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">460 μέριμνα νυκτηρεφές. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τῶν πολυκτόνων γὰρ οὐκ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄσκοποι θεοί. κελαι-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ναὶ δ' Ἐρινύες χρόνῳ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τυχηρὸν ὄντ' ἄνευ δίκας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παλιντυχεῖ τριβᾷ βίου </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τιθεῖσ' ἀμαυρόν, ἐν δ' ἀίστοις
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τελέθοντος οὔτις ἀλκά• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸ δ' ὑπερκόπως κλύειν εὖ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βαρύ• βάλλεται γὰρ ὄσσοις
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">470 Διόθεν κεραυνός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κρίνω δ' ἄφθονον ὄλβον• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μήτ' εἴην πτολιπόρθης </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μήτ' οὖν αὐτὸς ἁλοὺς ὑπ'
ἄλ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λων βίον κατίδοιμι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">– πυρὸς δ' ὑπ' εὐαγγέλου [ἐπῳδ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πόλιν διήκει θοὰ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βάξις• εἰ δ' ἐτήτυμος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τίς οἶδεν, ἤ τι θεῖόν ἐστί πῃ
ψύθος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">– τίς ὧδε παιδνὸς ἢ φρενῶν
κεκομμένος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">480 φλογὸς παραγγέλμασιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νέοις πυρωθέντα καρδίαν ἔπειτ'
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀλλαγᾷ λόγου καμεῖν; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">– γυναικὸς αἰχμᾷ πρέπει </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πρὸ τοῦ φανέντος χάριν
ξυναινέσαι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πιθανὸς ἄγαν ὁ θῆλυς ὅρος
ἐπινέμεται </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ταχύπορος• ἀλλὰ ταχύμορον
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τάχ' εἰσόμεσθα λαμπάδων
φαεσφόρων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">490 φρυκτωριῶν τε καὶ πυρὸς
παραλλαγάς, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἴτ' οὖν ἀληθεῖς, εἴτ' ὀνειράτων
δίκην </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τερπνὸν τόδ' ἐλθὸν φῶς ἐφήλωσεν
φρένας. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κήρυκ' ἀπ' ἀκτῆς τόνδ' ὁρῶ
κατάσκιον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κλάδοις ἐλαίας• μαρτυρεῖ δέ μοι
κάσις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πηλοῦ ξύνουρος διψία κόνις τάδε,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὡς οὐκ ἄναυδος οὗτος, οὐ δαίων
φλόγα </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὕλης ὀρείας, σημανεῖ καπνῷ
πυρός, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀλλ' ἢ τὸ χαίρειν μᾶλλον ἐκβάξει
λέγων– </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸν ἀντίον δὲ τοῖσδ' ἀποστέργω
λόγον• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">500 εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι
προσθήκη πέλοι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">– ὅστις τάδ' ἄλλως τῇδ'
ἐπεύχεται πόλει, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αὐτὸς φρενῶν καρποῖτο τὴν
ἁμαρτίαν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΗΡΥΞ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰὼ πατρῷον οὖδας Ἀργείας χθονός,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δεκάτῳ σε φέγγει τῷδ' ἀφικόμην
ἔτους, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολλῶν ῥαγεισῶν ἐλπίδων μιᾶς
τυχών. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐ γάρ ποτ' ηὔχουν τῇδ' ἐν
Ἀργείᾳ χθονὶ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θανὼν μεθέξειν φιλτάτου τάφου
μέρος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νῦν χαῖρε μὲν χθών, χαῖρε δ'
ἡλίου φάος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὕπατός τε χώρας Ζεύς, ὁ Πύθιός
τ' ἄναξ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">510 τόξοις ἰάπτων μηκέτ' εἰς
ἡμᾶς βέλη• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἅλις παρὰ Σκάμανδρον ἦσθ'
ἀνάρσιος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νῦν δ' αὖτε σωτὴρ ἴσθι καὶ
παιώνιος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄναξ Ἄπολλον. τούς τ' ἀγωνίους
θεοὺς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πάντας προσαυδῶ, τόν τ' ἐμὸν
τιμάορον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἑρμῆν, φίλον κήρυκα, κηρύκων
σέβας, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἥρως τε τοὺς πέμψαντας, εὐμενεῖς
πάλιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στρατὸν δέχεσθαι τὸν λελειμμένον
δορός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰὼ μέλαθρα βασιλέων, φίλαι
στέγαι, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σεμνοί τε θᾶκοι, δαίμονές τ'
ἀντήλιοι, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">520 εἴ που πάλαι, φαιδροῖσι
τοισίδ' ὄμμασι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δέξασθε κόσμῳ βασιλέα πολλῷ
χρόνῳ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἥκει γὰρ ὑμῖν φῶς ἐν εὐφρόνῃ
φέρων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ τοῖσδ' ἅπασι κοινὸν
Ἀγαμέμνων ἄναξ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀλλ' εὖ νιν ἀσπάσασθε, καὶ γὰρ
οὖν πρέπει, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Τροίαν κατασκάψαντα τοῦ
δικηφόρου </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Διὸς μακέλλῃ, τῇ κατείργασται
πέδον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βωμοὶ δ' ἄιστοι καὶ θεῶν
ἱδρύματα, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ σπέρμα πάσης ἐξαπόλλυται
χθονός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοιόνδε Τροίᾳ περιβαλὼν
ζευκτήριον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">530 ἄναξ Ἀτρείδης πρέσβυς,
εὐδαίμων ἀνήρ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἥκει, τίεσθαι δ' ἀξιώτατος
βροτῶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τῶν νῦν• Πάρις γὰρ οὔτε συντελὴς
πόλις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐξεύχεται τὸ δρᾶμα τοῦ πάθους
πλέον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς
δίκην </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοῦ ῥυσίου θ' ἥμαρτε καὶ
πανώλεθρον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αὐτόχθονον πατρῷον ἔθρισεν
δόμον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">διπλᾶ δ' ἔτεισαν Πριαμίδαι
θἀμάρτια. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. κῆρυξ Ἀχαιῶν χαῖρε τῶν ἀπὸ
στρατοῦ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κη. χαίρω, † τεθνᾶναι δ' οὐκέτ'
ἀντερῶ θεοῖς. † </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">540 Χο. ἔρως πατρῴας τῆσδε γῆς
σ' ἐγύμνασεν; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κη. ὥστ' ἐνδακρύειν γ' ὄμμασιν
χαρᾶς ὕπο. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τερπνῆς ἄρ' ἦστε τῆσδ'
ἐπήβολοι νόσου, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κη. πῶς δή; διδαχθεὶς τοῦδε
δεσπόσω λόγου. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ
πεπληγμένοι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κη. ποθεῖν ποθοῦντα τήνδε γῆν
στρατὸν λέγεις; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ὡς πόλλ' ἀμαυρᾶς ἐκ φρενός
<μ'> ἀναστένειν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κη. πόθεν τὸ δύσφρον; τοῦτ' ἐπῆν
στύγος στρατῷ; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. πάλαι τὸ σιγᾶν φάρμακον
βλάβης ἔχω. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κη. καὶ πῶς; ἀπόντων κοιράνων
ἔτρεις τινάς; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">550 Χο. ὡς νῦν τὸ σὸν δή, καὶ
θανεῖν πολλὴ χάρις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κη. εὖ γὰρ πέπρακται. ταῦτα δ'
ἐν πολλῷ χρόνῳ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὰ μέν τις ἂν λέξειεν εὐπετῶς
ἔχειν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὰ δ' αὖτε κἀπίμομφα. τίς δὲ
πλὴν θεῶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἅπαντ' ἀπήμων τὸν δι' αἰῶνος
χρόνον; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μόχθους γὰρ εἰ λέγοιμι καὶ
δυσαυλίας, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σπαρνὰς παρήξεις καὶ
κακοστρώτους–τί δ' οὐ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στένοντες, οὐ λαχόντες ἤματος
μέρος; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὰ δ' αὖτε χέρσῳ• καὶ προσῆν
πλέον στύγος• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εὐναὶ γὰρ ἦσαν δηΐων πρὸς
τείχεσιν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">560 ἐξ οὐρανοῦ δὲ κἀπὸ γῆς
λειμωνίας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">† δρόσοι κατεψάκαζον, ἔμπεδον
σίνος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐσθημάτων, τιθέντες ἔνθηρον
τρίχα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χειμῶνα δ' εἰ λέγοι τις
οἰωνοκτόνον, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἷον παρεῖχ' ἄφερτον Ἰδαία χιών,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἢ θάλπος, εὖτε πόντος ἐν
μεσημβριναῖς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι
πεσών– </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τί ταῦτα πενθεῖν δεῖ; παροίχεται
πόνος• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παροίχεται δέ, τοῖσι μὲν
τεθνηκόσιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸ μήποτ' αὖθις μηδ' ἀναστῆναι
μέλειν– </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">570 τί τοὺς ἀναλωθέντας ἐν ψήφῳ
λέγειν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸν ζῶντα δ' ἀλγεῖν χρὴ τύχης
παλιγκότου; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς
καταξιῶ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἡμῖν δὲ τοῖς λοιποῖσιν Ἀργείων
στρατοῦ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νικᾷ τὸ κέρδος, πῆμα δ' οὐκ
ἀντιρρέπει• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὡς κομπάσαι τῷδ' εἰκὸς ἡλίου
φάει </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὑπὲρ θαλάσσης καὶ χθονὸς
ποτωμένοις• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">‘Τροίαν ἑλόντες δήποτ' Ἀργείων
στόλος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θεοῖς λάφυρα ταῦτα τοῖς καθ'
Ἑλλάδα </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δόμοις ἐπασσάλευσαν ἀρχαῖον
γάνος.’ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">580 τοιαῦτα χρὴ κλύοντας
εὐλογεῖν πόλιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ τοὺς στρατηγούς• καὶ χάρις
τιμήσεται </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Διὸς τάδ' ἐκπράξασα. πάντ' ἔχεις
λόγον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. νικώμενος λόγοισιν οὐκ
ἀναίνομαι• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀεὶ γὰρ ἥβη τοῖς γέρουσιν
εὐμαθεῖν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δόμοις δὲ ταῦτα καὶ Κλυταιμήστρᾳ
μέλειν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἰκὸς μάλιστα, σὺν δὲ πλουτίζειν
ἐμέ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. ἀνωλόλυξα μὲν πάλαι χαρᾶς
ὕπο, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὅτ' ἦλθ' ὁ πρῶτος νύχιος ἄγγελος
πυρός, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φράζων ἅλωσιν Ἰλίου τ'
ἀνάστασιν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">590 καί τίς μ' ἐνίπτων εἶπε,
‘φρυκτωρῶν διὰ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πεισθεῖσα Τροίαν νῦν πεπορθῆσθαι
δοκεῖς; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἦ κάρτα πρὸς γυναικὸς αἴρεσθαι
κέαρ.’ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λόγοις τοιούτοις πλαγκτὸς οὖσ'
ἐφαινόμην. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὅμως δ' ἔθυον, καὶ γυναικείῳ
νόμῳ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὀλολυγμὸν ἄλλος ἄλλοθεν κατὰ
πτόλιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔλασκον εὐφημοῦντες ἐν θεῶν
ἕδραις, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θυηφάγον κοιμῶντες εὐώδη φλόγα.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ νῦν τὰ μάσσω μὲν τί δεῖ σέ
μοι λέγειν; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄνακτος αὐτοῦ πάντα πεύσομαι
λόγον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">600 ὅπως δ' ἄριστα τὸν ἐμὸν
αἰδοῖον πόσιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σπεύσω πάλιν μολόντα δέξασθαι–τί
γὰρ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γυναικὶ τούτου φέγγος ἥδιον
δρακεῖν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀπὸ στρατείας ἄνδρα σώσαντος
θεοῦ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πύλας ἀνοῖξαι; –ταῦτ' ἀπάγγειλον
πόσει• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἥκειν ὅπως τάχιστ' ἐράσμιον
πόλει• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γυναῖκα πιστὴν δ' ἐν δόμοις
εὕροι μολὼν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἵανπερ οὖν ἔλειπε, δωμάτων
κύνα, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐσθλὴν ἐκείνῳ, πολεμίαν τοῖς
δύσφροσιν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ τἄλλ' ὁμοίαν πάντα,
σημαντήριον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">610 οὐδὲν διαφθείρασαν ἐν μήκει
χρόνου. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐδ' οἶδα τέρψιν οὐδ' ἐπίψογον
φάτιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄλλου πρὸς ἀνδρὸς μᾶλλον ἢ
χαλκοῦ βαφάς. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοιόσδ' ὁ κόμπος, τῆς ἀληθείας
γέμων, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐκ αἰσχρὸς ὡς γυναικὶ γενναίᾳ
λακεῖν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. αὕτη μὲν οὕτως εἶπε
μανθάνοντί σοι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">† τοροῖσιν ἑρμηνεῦσιν εὐπρεπῶς
λόγον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σὺ δ' εἰπέ, κῆρυξ, Μενέλεων δὲ
πεύθομαι, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἰ νόστιμός τε καὶ σεσῳμένος
πάλιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἥξει σὺν ὑμῖν, τῆσδε γῆς φίλον
κράτος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">620 Κη. οὐκ ἔσθ' ὅπως λέξαιμι τὰ
ψευδῆ καλὰ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐς τὸν πολὺν φίλοισι καρποῦσθαι
χρόνον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. πῶς δῆτ' ἂν εἰπὼν κεδνὰ
τἀληθῆ τύχοις; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σχισθέντα δ' οὐκ εὔκρυπτα
γίγνεται τάδε. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κη. ἁνὴρ ἄφαντος ἐξ Ἀχαιικοῦ
στρατοῦ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αὐτός τε καὶ τὸ πλοῖον. οὐ ψευδῆ
λέγω. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. πότερον ἀναχθεὶς ἐμφανῶς ἐξ
Ἰλίου, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἢ χεῖμα, κοινὸν ἄχθος, ἥρπασε
στρατοῦ; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κη. ἔκυρσας ὥστε τοξότης ἄκρος
σκοποῦ• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μακρὸν δὲ πῆμα συντόμως ἐφημίσω.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">630 Χο. πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶντος
ἢ τεθνηκότος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φάτις πρὸς ἄλλων ναυτίλων
ἐκλῄζετο; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κη. οὐκ οἶδεν οὐδεὶς ὥστ'
ἀπαγγεῖλαι τορῶς, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πλὴν τοῦ τρέφοντος Ἡλίου χθονὸς
φύσιν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. πῶς γὰρ λέγεις χειμῶνα
ναυτικῷ στρατῷ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐλθεῖν τελευτῆσαί τε δαιμόνων
κότῳ; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κη. εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει
κακαγγέλῳ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γλώσσῃ μιαίνειν• χωρὶς ἡ τιμὴ
θεῶν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὅταν δ' ἀπευκτὰ πήματ' ἄγγελος
πόλει </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στυγνῷ προσώπῳ πτωσίμου στρατοῦ
φέρῃ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">640 πόλει μὲν ἕλκος ἓν τὸ δήμιον
τυχεῖν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολλοὺς δὲ πολλῶν ἐξαγισθέντας
δόμων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄνδρας διπλῇ μάστιγι, τὴν Ἄρης
φιλεῖ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δίλογχον ἄτην, φοινίαν ξυνωρίδα•
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοιῶνδε μέντοι πημάτων
σεσαγμένον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πρέπει λέγειν παιᾶνα τόνδ'
Ἐρινύων. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σωτηρίων δὲ πραγμάτων εὐάγγελον
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἥκοντα πρὸς χαίρουσαν εὐεστοῖ
πόλιν– </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πῶς κεδνὰ τοῖς κακοῖσι συμμείξω,
λέγων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χειμῶν' Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτον
θεοῖς; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">650 ξυνώμοσαν γάρ, ὄντες
ἔχθιστοι τὸ πρίν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πῦρ καὶ θάλασσα, καὶ τὰ πίστ'
ἐδειξάτην </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φθείροντε τὸν δύστηνον Ἀργείων
στρατόν• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐν νυκτὶ δυσκύμαντα δ' ὠρώρει
κακά. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ναῦς γὰρ πρὸς ἀλλήλῃσι Θρῄκιαι
πνοαὶ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἤρεικον• αἱ δὲ κεροτυπούμεναι
βίᾳ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χειμῶνι τυφῶ σὺν ζάλῃ τ'
ὀμβροκτύπῳ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ᾤχοντ' ἄφαντοι, ποιμένος κακοῦ
στρόβῳ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐπεὶ δ' ἀνῆλθε λαμπρὸν ἡλίου
φάος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον
νεκροῖς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">660 ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ναυτικοῖς τ'
ἐρειπίοις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἡμᾶς γε μὲν δὴ ναῦν τ' ἀκήρατον
σκάφος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἤτοι τις ἐξέκλεψεν ἢ 'ξῃτήσατο
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θεός τις, οὐκ ἄνθρωπος, οἴακος
θιγών. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τύχη δὲ σωτὴρ ναῦν θέλουσ'
ἐφέζετο, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὡς μήτ' ἐν ὅρμῳ κύματος ζάλην
ἔχειν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μήτ' ἐξοκεῖλαι πρὸς κραταίλεων
χθόνα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔπειτα δ' Ἅιδην πόντιον
πεφευγότες, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λευκὸν κατ' ἦμαρ, οὐ πεποιθότες
τύχῃ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐβουκολοῦμεν φροντίσιν νέον
πάθος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">670 στρατοῦ καμόντος καὶ κακῶς
σποδουμένου. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ νῦν ἐκείνων εἴ τις ἐστὶν
ἐμπνέων, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λέγουσιν ἡμᾶς ὡς ὀλωλότας, τί
μήν; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἡμεῖς τ' ἐκείνους ταὔτ' ἔχειν
δοξάζομεν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γένοιτο δ' ὡς ἄριστα. Μενέλεων
γὰρ οὖν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">. . . . . . . </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πρῶτόν τε καὶ μάλιστα προσδόκα
μέλειν• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἰ δ' οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν
ἱστορεῖ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χλωρόν τε καὶ βλέποντα, μηχαναῖς
Διὸς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὔπω θέλοντος ἐξαναλῶσαι γένος,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐλπίς τις αὐτὸν πρὸς δόμους
ἥξειν πάλιν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">680 τοσαῦτ' ἀκούσας ἴσθι τἀληθῆ
κλυών. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τίς ποτ' ὠνόμαξεν ὧδ' [στρ.
α. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐς τὸ πᾶν ἐτητύμως– </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μή τις ὅντιν' οὐχ ὁρῶ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μεν προνοί-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αισι τοῦ πεπρωμένου </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων; –τὰν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δορίγαμβρον ἀμφινεικῆ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θ' Ἑλέναν; ἐπεὶ πρεπόντως
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἑλένας, ἕλανδρος, ἑλέ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">690 πτολις, ἐκ τῶν ἁβροπήνων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">προκαλυμμάτων ἔπλευσε </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ζεφύρου γίγαντος αὔρᾳ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολύανδροί </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τε φεράσπιδες κυναγοὶ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κατ' ἴχνος πλατᾶν ἄφαντον
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κελσάντων Σιμόεντος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀκτὰς ἐπ' ἀεξιφύλλους </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δι' ἔριν αἱματόεσσαν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἰλίῳ δὲ κῆδος ὀρθ- [ἀντ. α.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">700 ώνυμον τελεσσίφρων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μῆνις ἤλασεν, τραπέ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ζας ἀτί-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μωσιν ὑστέρῳ χρόνῳ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ ξυνεστίου Διὸς πρασ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σομένα τὸ νυμφότιμον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μέλος ἐκφάτως τίοντας, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὑμέναιον, ὃς τότ' ἐπέρ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ρεπε γαμβροῖσιν ἀείδειν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μεταμανθάνουσα δ' ὕμνον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">710 Πριάμου πόλις γεραιὰ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολύθρηνον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μέγα που στένει κικλήσκουσ'
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἄπαριν τὸν αἰνόλεκτρον, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παμπορθῆ πολύθρηνον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αἰῶν' ἀμφὶ πολιτᾶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μέλεον αἷμ' ἀνατλᾶσα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔθρεψεν δὲ λέοντος ἶ- [στρ. β.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νιν δόμοις ἀγάλακτον οὕ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τως ἀνὴρ φιλόμαστον, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">720 ἐν βιότου προτελείοις
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἅμερον, εὐφιλόπαιδα </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ γεραροῖς ἐπίχαρτον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολέα δ' ἔσκ' ἐν ἀγκάλαις
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νεοτρόφου τέκνου δίκαν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φαιδρωπὸς ποτὶ χεῖρα σαί-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νων τε γαστρὸς ἀνάγκαις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χρονισθεὶς δ' ἀπέδειξεν ἦ- [ἀντ.
β. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θος τὸ πρὸς τοκέων• χάριν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γὰρ τροφεῦσιν ἀμείβων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">730 μηλοφόνοισι μάταισιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δαῖτ' ἀκέλευστος ἔτευξεν,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αἵματι δ' οἶκος ἐφύρθη, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄμαχον ἄλγος οἰκέταις, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μέγα σίνος πολυκτόνον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐκ θεοῦ δ' ἱερεύς τις ἄ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τας δόμοις προσεθρέφθη. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πάραυτα δ' ἐλθεῖν ἐς Ἰλίου πόλιν
[στρ. γ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λέγοιμ' ἂν φρόνημα μὲν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">740 νηνέμου γαλάνας, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀκασκαῖον <τ'> ἄγαλμα
πλούτου, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μαλθακὸν ὀμμάτων βέλος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δηξίθυμον ἔρωτος ἄνθος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παρακλίνασ' ἐπέκρανεν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δὲ γάμου πικρὰς τελευτάς,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δύσεδρος καὶ δυσόμιλος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">συμένα Πριαμίδαισιν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πομπᾷ Διὸς ξενίου, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νυμφόκλαυτος Ἐρινύς. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">750 παλαίφατος δ' ἐν βροτοῖς
γέρων λόγος [ἀντ. γ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τέτυκται, μέγαν τελε-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σθέντα φωτὸς ὄλβον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τεκνοῦσθαι μηδ' ἄπαιδα θνῄσκειν,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐκ δ' ἀγαθᾶς τύχας γένει </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βλαστάνειν ἀκόρεστον οἰζύν.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δίχα δ' ἄλλων μονόφρων
εἰ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μί. τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">760 σφετέρᾳ δ' εἰκότα γέννᾳ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἴκων γὰρ εὐθυδίκων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καλλίπαις πότμος ἀεί. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φιλεῖ δὲ τίκτειν Ὕβρις [στρ. δ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μὲν παλαιὰ νεά-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ζουσαν ἐν κακοῖς βροτῶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ὕβριν τότ' ἢ τόθ', ὅτε τὸ κύριον
μόλῃ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φάος τόκου, δαίμονά τ' ἔταν,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄμαχον ἀπόλεμον ἀνίερον, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Θράσος, μελαίνα μελάθροισιν Ἄτα,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">770 εἰδομένα τοκεῦσιν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν [ἀντ. δ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δυσκάπνοις δώμασιν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τόν τ' ἐναίσιμον τίει [βίον].
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὰ χρυσόπαστα δ' ἔδεθλα σὺν πίνῳ
χερῶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παλιντρόποις ὄμμασι λιποῦσ',
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὅσια προσέβατο δύναμιν οὐ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">780 σέβουσα πλούτου παράσημον
αἴνῳ• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πᾶν δ' ἐπὶ τέρμα νωμᾷ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">– ἄγε, δή, βασιλεῦ, Τροίας
πτολίπορθ', </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἀτρέως γένεθλον, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πῶς σε προσείπω; πῶς σε σεβίξω
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μήθ' ὑπεράρας μήθ' ὑποκάμψας
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καιρὸν χάριτος; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">προτίουσι δίκην παραβάντες.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">790 τῷ δυσπραγοῦντί τ'
ἐπιστενάχειν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πᾶς τις ἑτοῖμος• δῆγμα δὲ λύπης
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῖται•
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ ξυγχαίρουσιν ὁμοιοπρεπεῖς,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀγέλαστα πρόσωπα βιαζόμενοι
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">. . . . . . </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὅστις δ' ἀγαθὸς προβατογνώμων,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">† τὰ δοκοῦντ' εὔφρονος ἐκ
διανοίας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σὺ δέ μοι τότε μὲν στέλλων
στρατιὰν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">800 Ἑλένης ἕνεκ', οὐ γάρ
<σ'> ἐπικεύσω, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κάρτ' ἀπομούσως ἦσθα
γεγραμμένος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐδ' εὖ πραπίδων οἴακα νέμων,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θάρσος ἑκούσιον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀνδράσι θνῄσκουσι κομίζων.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νῦν δ' οὐκ ἀπ' ἄκρας φρενὸς οὐδ'
ἀφίλως </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εὔφρων πόνος εὖ τελέσασιν.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γνώσῃ δὲ χρόνῳ διαπευθόμενος
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τόν τε δικαίως καὶ τὸν ἀκαίρως
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πόλιν οἰκουροῦντα πολιτῶν.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">810 πρῶτον μὲν Ἄργος καὶ θεοὺς
ἐγχωρίους </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δίκη προσειπεῖν, τοὺς ἐμοὶ
μεταιτίους </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νόστου δικαίων θ' ὧν ἐπραξάμην
πόλιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Πριάμου• δίκας γὰρ οὐκ ἀπὸ
γλώσσης θεοὶ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κλυόντες ἀνδροθνῆτας Ἰλιοφθόρους
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἰς αἱματηρὸν τεῦχος οὐ
διχορρόπως </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ψήφους ἔθεντο• τῷ δ' ἐναντίῳ
κύτει </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ
πληρουμένῳ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καπνῷ δ' ἁλοῦσα νῦν ἔτ' εὔσημος
πόλις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄτης θύελλαι ζῶσι• συνθνῄσκουσα
δὲ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">820 σποδὸς προπέμπει πίονας
πλούτου πνοάς. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τούτων θεοῖσι χρὴ πολύμνηστον
χάριν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τίνειν, ἐπείπερ χἀρπαγὰς
ὑπερκόπους </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐπραξάμεσθα καὶ γυναικὸς οὕνεκα
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πόλιν διημάθυνεν Ἀργεῖον δάκος,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἵππου νεοσσός, ἀσπιδηφόρος λεώς,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πήδημ' ὀρούσας ἀμφὶ Πλειάδων
δύσιν• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὑπερθορὼν δὲ πύργον ὠμηστὴς λέων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄδην ἔλειξεν αἵματος τυραννικοῦ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θεοῖς μὲν ἐξέτεινα φροίμιον
τόδε• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">830 τὰ δ' ἐς τὸ σὸν φρόνημα,
μέμνημαι κλυών, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ φημὶ ταὐτὰ καὶ συνήγορόν μ'
ἔχεις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παύροις γὰρ ἀνδρῶν ἐστι συγγενὲς
τόδε, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φίλον τὸν εὐτυχοῦντ' ἄνευ φθόνων
σέβειν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δύσφρων γὰρ ἰὸς καρδίαν
προσήμενος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄχθος διπλοίζει τῷ πεπαμένῳ
νόσον• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοῖς τ' αὐτὸς αὑτοῦ πήμασιν
βαρύνεται </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ τὸν θυραῖον ὄλβον εἰσορῶν
στένει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἰδὼς λέγοιμ' ἄν• εὖ γὰρ
ἐξεπίσταμαι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὁμιλίας κάτοπτρον, εἴδωλον
σκιᾶς, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">840 δοκοῦντας εἶναι κάρτα
πρευμενεῖς ἐμοί. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μόνος δ' Ὀδυσσεύς, ὅσπερ οὐχ
ἑκὼν ἔπλει, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ζευχθεὶς ἑτοῖμος ἦν ἐμοὶ
σειραφόρος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἴτ' οὖν θανόντος εἴτε καὶ
ζῶντος πέρι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λέγω. τὰ δ' ἄλλα πρὸς πόλιν τε
καὶ θεοὺς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κοινοὺς ἀγῶνας θέντες ἐν
πανηγύρει </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βουλευσόμεσθα. καὶ τὸ μὲν καλῶς
ἔχον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὅπως χρονίζον εὖ μενεῖ
βουλευτέον• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὅτῳ δὲ καὶ δεῖ φαρμάκων
παιωνίων, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἤτοι κέαντες ἢ τεμόντες εὐφρόνως
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">850 πειρασόμεσθα πῆμ' ἀποστρέψαι
νόσου. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νῦν δ' ἐς μέλαθρα καὶ δόμους
ἐφεστίους </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐλθὼν θεοῖσι πρῶτα δεξιώσομαι,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἵπερ πρόσω πέμψαντες ἤγαγον
πάλιν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νίκη δ' ἐπείπερ ἕσπετ' ἐμπέδως
μένοι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. ἄνδρες πολῖται, πρέσβος
Ἀργείων τόδε, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐκ αἰσχυνοῦμαι τοὺς φιλάνορας
τρόπους </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λέξαι πρὸς ὑμᾶς• ἐν χρόνῳ δ'
ἀποφθίνει </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸ τάρβος ἀνθρώποισιν. οὐκ ἄλλων
πάρα </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μαθοῦσ', ἐμαυτῆς δύσφορον λέξω
βίον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">860 τοσόνδ' ὅσονπερ οὗτος ἦν ὑπ'
Ἰλίῳ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸ μὲν γυναῖκα πρῶτον ἄρσενος
δίχα </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἧσθαι δόμοις ἔρημον ἔκπαγλον
κακόν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολλὰς κλύουσαν κληδόνας
παλιγκότους• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ τὸν μὲν ἥκειν, τὸν δ'
ἐπεσφέρειν κακοῦ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κάκιον ἄλλο, πῆμα λάσκοντας
δόμοις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ τραυμάτων μὲν εἰ τόσων
ἐτύγχανεν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀνὴρ ὅδ', ὡς πρὸς οἶκον
ὠχετεύετο </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φάτις, τέτρηται δικτύου πλέω
λέγειν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἰ δ' ἦν τεθνηκώς, ὡς ἐπλήθυον
λόγοι, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">870 τρισώματός τἄν, Γηρυὼν ὁ
δεύτερος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">[πολλὴν ἄνωθεν, τὴν κάτω γὰρ οὐ
λέγω,] </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει
λαβεῖν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἅπαξ ἑκάστῳ κατθανὼν μορφώματι.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοιῶνδ' ἕκατι κληδόνων
παλιγκότων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολλὰς ἄνωθεν ἀρτάνας ἐμῆς δέρης
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔλυσαν ἄλλοι πρὸς βίαν
λελημμένης. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐκ τῶνδέ τοι παῖς ἐνθάδ' οὐ
παραστατεῖ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐμῶν τε καὶ σῶν κύριος
πιστωμάτων, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὡς χρῆν, Ὀρέστης• μηδὲ θαυμάσῃς
τόδε. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">880 τρέφει γὰρ αὐτὸν εὐμενὴς
δορύξενος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Στροφίος ὁ Φωκεύς, ἀμφίλεκτα
πήματα </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐμοὶ προφωνῶν, τόν θ' ὑπ' Ἰλίῳ
σέθεν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κίνδυνον, εἴ τε δημόθρους
ἀναρχία </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βουλὴν καταρρίψειεν, ὥς τε
σύγγονον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι
πλέον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοιάδε μέντοι σκῆψις οὐ δόλον
φέρει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔμοιγε μὲν δὴ κλαυμάτων
ἐπίσσυτοι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ' ἔνι
σταγών. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐν ὀψικοίτοις δ' ὄμμασιν βλάβας
ἔχω </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">890 τὰς ἀμφί σοι κλαίουσα
λαμπτηρουχίας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀτημελήτους αἰέν. ἐν δ'
ὀνείρασιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ῥιπαῖσι θωύσσοντος, ἀμφί σοι
πάθη </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὁρῶσα πλείω τοῦ ξυνεύδοντος
χρόνου. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νῦν ταῦτα πάντα τλᾶσ', ἀπενθήτῳ
φρενὶ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λέγοιμ' ἂν ἄνδρα τόνδε τῶν
σταθμῶν κύνα, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σωτῆρα ναὸς πρότονον, ὑψηλῆς
στέγης </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στῦλον ποδήρη, μονογενὲς τέκνον
πατρί, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ γῆν φανεῖσαν ναυτίλοις παρ'
ἐλπίδα, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">900 κάλλιστον ἦμαρ εἰσιδεῖν ἐκ
χείματος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὁδοιπόρῳ διψῶντι πηγαῖον ῥέος.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τερπνὸν δὲ τἀναγκαῖον ἐκφυγεῖν
ἅπαν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοιοῖσδέ τοί νιν ἀξιῶ
προσφθέγμασιν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φθόνος δ' ἀπέστω. πολλὰ γὰρ τὰ
πρὶν κακὰ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἠνειχόμεσθα. νῦν δέ μοι, φίλον
κάρα, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔκβαιν' ἀπήνης τῆσδε, μὴ χαμαὶ
τιθεὶς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸν σὸν πόδ', ὦναξ, Ἰλίου
πορθήτορα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δμῳαί, τί μέλλεθ', αἷς
ἐπέσταλται τέλος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πέδον κελεύθου στορνύναι
πετάσμασιν; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">910 εὐθὺς γενέσθω πορφυρόστρωτος
πόρος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐς δῶμ' ἄελπτον ὡς ἂν ἡγῆται
Δίκη. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὰ δ' ἄλλα φροντὶς οὐχ ὕπνῳ
νικωμένη </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θήσει–δικαίως σὺν θεοῖς
εἱμαρμένα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αγ. Λήδας γένεθλον, δωμάτων ἐμῶν
φύλαξ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀπουσίᾳ μὲν εἶπας εἰκότως ἐμῇ•
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μακρὰν γὰρ ἐξέτεινας• ἀλλ'
ἐναισίμως </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αἰνεῖν, παρ' ἄλλων χρὴ τόδ'
ἔρχεσθαι γέρας. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ τἄλλα μὴ γυναικὸς ἐν τρόποις
ἐμὲ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἅβρυνε, μηδὲ βαρβάρου φωτὸς
δίκην </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">920 χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς
ἐμοί, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μηδ' εἵμασι στρώσασ' ἐπίφθονον
πόρον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τίθει• θεούς τοι τοῖσδε
τιμαλφεῖν χρεών• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐν ποικίλοις δὲ θνητὸν ὄντα
κάλλεσιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βαίνειν ἐμοὶ μὲν οὐδαμῶς ἄνευ
φόβου. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν
ἐμέ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν
ποικίλων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κληδὼν ἀυτεῖ• καὶ τὸ μὴ κακῶς
φρονεῖν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θεοῦ μέγιστον δῶρον. ὀλβίσαι δὲ
χρὴ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βίον τελευτήσαντ' ἐν εὐεστοῖ
φίλῃ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">930 εἰ πάντα δ' ὣς πράσσοιμ' ἄν,
εὐθαρσὴς ἐγώ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. καὶ μὴν τόδ' εἰπὲ μὴ παρὰ
γνώμην ἐμοί. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αγ. γνώμην μὲν ἴσθι μὴ
διαφθεροῦντ' ἐμέ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. ηὔξω θεοῖς δείσας ἂν ὧδ'
ἔρδειν τάδε; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αγ. εἴπερ τις, εἰδώς γ' εὖ τόδ'
ἐξεῖπον τέλος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. τί δ' ἂν δοκεῖ σοι Πρίαμος,
εἰ τάδ' ἤνυσεν; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αγ. ἐν ποικίλοις ἂν κάρτα μοι
βῆναι δοκεῖ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. μή νυν τὸν ἀνθρώπειον
αἰδεσθῇς ψόγον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αγ. φήμη γε μέντοι δημόθρους
μέγα σθένει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. ὁ δ' ἀφθόνητός γ' οὐκ
ἐπίζηλος πέλει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">940 Αγ. οὔτοι γυναικός ἐστιν
ἱμείρειν μάχης. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. τοῖς δ' ὀλβίοις γε καὶ τὸ
νικᾶσθαι πρέπει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αγ. ἦ καὶ σὺ νίκην τήνδε δήριος
τίεις; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. πιθοῦ• κρατεῖς μέντοι παρεὶς
ἑκὼν ἐμοί. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αγ. ἀλλ' εἰ δοκεῖ σοι ταῦθ',
ὑπαί τις ἀρβύλας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λύοι τάχος, πρόδουλον ἔμβασιν
ποδός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ τοῖσδέ μ' ἐμβαίνονθ'
ἁλουργέσιν θεῶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι
φθόνος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολλὴ γὰρ αἰδὼς δωματοφθορεῖν
ποσὶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φύροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους θ'
ὑφάς. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">950 τούτων μὲν οὕτω• τὴν ξένην
δὲ πρευμενῶς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τήνδ' ἐσκόμιζε• τὸν κρατοῦντα
μαλθακῶς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θεὸς πρόσωθεν εὐμενῶς
προσδέρκεται. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἑκὼν γὰρ οὐδεὶς δουλίῳ χρῆται
ζυγῷ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αὕτη δὲ πολλῶν χρημάτων
ἐξαίρετον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄνθος, στρατοῦ δώρημ', ἐμοὶ
ξυνέσπετο. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐπεὶ δ' ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι
τάδε, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἶμ' ἐς δόμων μέλαθρα πορφύρας
πατῶν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. ἔστιν θάλασσα–τίς δέ νιν
κατασβέσει; – </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τρέφουσα πολλῆς πορφύρας
ἰσάργυρον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">960 κηκῖδα παγκαίνιστον, εἱμάτων
βαφάς. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἶκος δ' ὑπάρχει τῶνδε σὺν
θεοῖς, ἄναξ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔχειν• πένεσθαι δ' οὐκ ἐπίσταται
δόμος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολλῶν πατησμὸν δ' εἱμάτων ἂν
ηὐξάμην, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δόμοισι προυνεχθέντος ἐν
χρηστηρίοις, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ψυχῆς κόμιστρα τῆσδε μηχανωμένη.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ' ἐς
δόμους, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σκιὰν ὑπερτείνασα σειρίου κυνός.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ σοῦ μολόντος δωματῖτιν
ἑστίαν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θάλπος μὲν ἐν χειμῶνι σημαίνει
μολόν• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">970 ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ'
ὄμφακος πικρᾶς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἶνον, τότ' ἤδη ψῦχος ἐν δόμοις
πέλει, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀνδρὸς τελείου δῶμ'
ἐπιστρωφωμένου. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ζεῦ Ζεῦ τέλειε, τὰς ἐμὰς εὐχὰς
τέλει• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μέλοι δέ τοι σοὶ τῶνπερ ἂν
μέλλῃς τελεῖν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τίπτε μοι τόδ' ἐμπέδως [στρ.
α. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δεῖμα προστατήριον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καρδίας τερασκόπου </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πωτᾶται, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μαντιπολεῖ δ' ἀκέλευστος ἄμισθος
ἀοιδά, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">980 οὐδ' ἀποπτύσαι δίκαν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δυσκρίτων ὀνειράτων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θάρσος εὐπειθὲς ἵ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ζει φρενὸς φίλον θρόνον; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χρόνος δ' † ἐπεὶ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πρυμνησίων ξυνεμβολαῖς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ψαμμίας ἀκάτα † παρή- </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βησεν, εὖθ' ὑπ' Ἴλιον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὦρτο ναυβάτας στρατός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πεύθομαι δ' ἀπ' ὀμμάτων [ἀντ. α.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νόστον, αὐτόμαρτυς ὤν• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">990 τὸν δ' ἄνευ λύρας ὅμως
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὑμνῳδεῖ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος
ἔσωθεν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θυμός, οὐ τὸ πᾶν ἔχων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐλπίδος φίλον θράσος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σπλάγχνα δ' οὔτοι ματᾴ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ζει, πρὸς ἐνδίκοις φρεσὶν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τελεσφόροις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δίναις κυκλούμενον κέαρ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εὔχομαι δ' ἐξ ἐμᾶς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐλπίδος ψύθη πεσεῖν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1000 ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μάλα † γάρ τοι τᾶς πολλᾶς †
[στρ. β. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὑγιείας ἀκόρεστον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τέρμα. νόσος γὰρ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γείτων ὁμότοιχος ἐρείδει,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ πότμος εὐθυπορῶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">. . . . . </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀνδρὸς ἔπαισεν ἄφαντον ἕρμα.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ πρὸ μέν τι χρημάτων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κτησίων ὄκνος βαλὼν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1010 σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου–
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐκ ἔδυ πρόπας δόμος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πλησμονᾶς γέμων ἄγαν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐδ' ἐπόντισε σκάφος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολλά τοι δόσις ἐκ Διὸς
ἀμφιλα-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φής τε καὶ ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾶν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νῆστιν ὤλεσεν νόσον, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸ δ' ἐπὶ γᾶν πεσὸν ἅπαξ [ἀντ.
β. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1020 θανάσιμον πρόπαρ ἀνδρὸς
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μέλαν αἷμα τίς ἂν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πάλιν ἀγκαλέσαιτ' ἐπαείδων;
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐδὲ τὸν ὀρθοδαῆ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τῶν φθιμένων ἀνάγειν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ζεὺς ἀπέπαυσεν ἐπ' ἀβλαβείᾳ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἰ δὲ μὴ τεταγμένα </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μοῖρα μοῖραν ἐκ θεῶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἶργε μὴ πλέον φέρειν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">προφθάσασα καρδία </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γλῶσσαν ἂν τάδ' ἐξέχει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1030 νῦν δ' ὑπὸ σκότῳ βρέμει
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θυμαλγής τε καὶ οὐδὲν
ἐπελπομέ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">να ποτὲ καίριον ἐκτολυπεύσειν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ζωπυρουμένας φρενός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. εἴσω κομίζου καὶ σύ,
Κασσάνδραν λέγω• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐπεί σ' ἔθηκε Ζεὺς ἀμηνίτως
δόμοις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κοινωνὸν εἶναι χερνίβων, πολλῶν
μέτα </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δούλων σταθεῖσαν κτησίου βωμοῦ
πέλας, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔκβαιν' ἀπήνης τῆσδε, μηδ'
ὑπερφρόνει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1040 καὶ παῖδα γάρ τοι φασὶν
Ἀλκμήνης ποτε </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πραθέντα τλῆναι, † δουλίας μάζης
βίᾳ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἰ δ' οὖν ἀνάγκη τῆσδ' ἐπιρρέποι
τύχης, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀρχαιοπλούτων δεσποτῶν πολλὴ
χάρις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἳ δ' οὔποτ' ἐλπίσαντες ἤμησαν
καλῶς, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὠμοί τε δούλοις πάντα καὶ πέρα
σταθμῶν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔχεις παρ' ἡμῶν οἷάπερ
νομίζεται. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ
λόγον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐντὸς δ' ἁλοῦσα μορσίμων
ἀγρευμάτων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πείθοι' ἄν, εἰ πείθοι'•
ἀπειθοίης δ' ἴσως. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1050 Κλ. ἀλλ' εἴπερ ἐστὶ μὴ
χελιδόνος δίκην </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀγνῶτα φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔσω φρενῶν λέγουσα πείθω νιν
λόγῳ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ἕπου. τὰ λῷστα τῶν
παρεστώτων λέγει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πείθου λιποῦσα τόνδ' ἁμαξήρη
θρόνον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. οὔτοι θυραίᾳ τῇδ' ἐμοὶ σχολὴ
πάρα </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τρίβειν• τὰ μὲν γὰρ ἑστίας
μεσομφάλου </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἕστηκεν ἤδη μῆλα πρὸς σφαγὰς
πάρος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">[ὡς οὔποτ' ἐλπίσασι τήνδ' ἕξειν
χάριν.] </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σὺ δ' εἴ τι δράσεις τῶνδε, μὴ
σχολὴν τίθει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1060 εἰ δ' ἀξυνήμων οὖσα μὴ δέχῃ
λόγον– </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σὺ δ' ἀντὶ φωνῆς φράζε καρβάνῳ
χερί. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ἑρμηνέως ἔοικεν ἡ ξένη τοροῦ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δεῖσθαι. τρόπος δὲ θηρὸς ὡς
νεαιρέτου. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. ἦ μαίνεταί γε καὶ κακῶν
κλύει φρενῶν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἥτις λιποῦσα μὲν πόλιν νεαίρετον
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἥκει, χαλινὸν δ' οὐκ ἐπίσταται
φέρειν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι
μένος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐ μὴν πλέω ῥίψασ'
ἀτιμασθήσομαι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ἐγὼ δ', ἐποικτίρω γάρ, οὐ
θυμώσομαι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1070 ἴθ', ὦ τάλαινα, τόνδ'
ἐρημώσασ' ὄχον, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἴκουσ' ἀνάγκῃ τῇδε καίνισον
ζυγόν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ. [στρ. α.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὦπολλον ὦπολλον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τί ταῦτ' ἀνωτότυξας ἀμφὶ
Λοξίου; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐ γὰρ τοιοῦτος ὥστε θρηνητοῦ
τυχεῖν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ. [ἀντ.
α. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὦπολλον ὦπολλον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ἥδ' αὖτε δυσφημοῦσα τὸν θεὸν
καλεῖ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐδὲν προσήκοντ' ἐν γόοις
παραστατεῖν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1080 Κα. Ἄπολλον• Ἄπολλον• [στρ.
β. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀγυιᾶτ', ἀπόλλων ἐμός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀπώλεσας γὰρ οὐ μόλις τὸ
δεύτερον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. χρήσειν ἔοικεν ἀμφὶ τῶν
αὑτῆς κακῶν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μένει τὸ θεῖον δουλίᾳ περ ἐν
φρενί. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. Ἄπολλον• Ἄπολλον• [ἀντ. β.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀγυιᾶτ', ἀπόλλων ἐμός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἆ ποῖ ποτ' ἤγαγές με; πρὸς ποίαν
στέγην; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. πρὸς τὴν Ἀτρειδῶν• εἰ σὺ μὴ
τόδ' ἐννοεῖς, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐγὼ λέγω σοι• καὶ τάδ' οὐκ ἐρεῖς
ψύθη. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1090 Κα. μισόθεον μὲν οὖν• πολλὰ
συνίστορα, [στρ. γ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αὐτόφονα, † κακὰ καρτάναι †
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀνδρὸς σφαγεῖον καὶ πέδον
ῥαντήριον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ἔοικεν εὔρις ἡ ξένη κυνὸς
δίκην </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἶναι, ματεύει δ' ὧν ἀνευρήσει
φόνον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. μαρτυρίοισι γὰρ τοῖσδ'
ἐπιπείθομαι• [ἀντ. γ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κλαιόμενα τάδε βρέφη σφαγὰς
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὀπτάς τε σάρκας πρὸς πατρὸς
βεβρωμένας. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. † ἦ μὴν κλέος σοῦ μαντικὸν
πεπυσμένοι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἦμεν• προφήτας δ' οὔτινας
ματεύομεν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1100 Κα. ἰὼ πόποι, τί ποτε
μήδεται; [στρ. δ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τί τόδε νέον ἄχος μέγα; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μέγ' ἐν δόμοισι τοῖσδε μήδεται
κακόν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄφερτον φίλοισιν, δυσίατον• ἀλκὰ
δ' </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἑκὰς ἀποστατεῖ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τούτων ἄιδρίς εἰμι τῶν
μαντευμάτων. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐκεῖνα δ' ἔγνων• πᾶσα γὰρ πόλις
βοᾷ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἰὼ τάλαινα, τόδε γὰρ τελεῖς;
[ἀντ. δ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λουτροῖσι φαιδρύνασα–πῶς φράσω
τέλος; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1110 τάχος γὰρ τόδ' ἔσται•
προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χερὸς ὀρεγομένα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. οὔπω ξυνῆκα• νῦν γὰρ ἐξ
αἰνιγμάτων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐπαργέμοισι θεσφάτοις ἀμηχανῶ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἒ ἔ, παπαῖ παπαῖ, τί τόδε
φαίνεται; [στρ. ε. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἦ δίκτυόν τί γ' Ἅιδου. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀλλ' ἄρκυς ἡ ξύνευνος, ἡ
ξυναιτία </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φόνου. στάσις δ' ἀκόρετος γένει
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κατολολυξάτω θύματος λευσίμου.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν
κέλῃ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1120 ἐπορθιάζειν; οὔ με
φαιδρύνει λόγος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κροκοβαφὴς
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σταγών, ἅτε καὶ δορὶ πτωσίμοις
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ξυνανύτει βίου δύντος αὐγαῖς.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ταχεῖα δ' ἄτα πέλει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἆ ἆ, ἰδοὺ ἰδού• ἄπεχε τῆς
βοὸς [ἀντ. ε. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸν ταῦρον• ἐν πέπλοισιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μελαγκέρῳ λαβοῦσα μηχανήματι
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τύπτει• πίτνει δ' <ἐν>
ἐνύδρῳ τεύχει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δολοφόνου λέβητος τύχαν σοι
λέγω. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1130 Χο. οὐ κομπάσαιμ' ἂν
θεσφάτων γνώμων ἄκρος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἶναι, κακῷ δέ τῳ προσεικάζω
τάδε. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀπὸ δὲ θεσφάτων τίς ἀγαθὰ φάτις
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βροτοῖς τέλλεται; κακῶν γὰρ διαὶ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολυεπεῖς τέχναι θεσπιῳδοὶ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φόβον φέρουσιν μαθεῖν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἰὼ ἰὼ ταλαίνας κακόποτμοι
τύχαι• [στρ. ζ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος
ἐπεγχέασα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ποῖ δή με δεῦρο τὴν τάλαιναν
ἤγαγες; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐδέν ποτ' εἰ μὴ ξυνθανουμένην.
τί γάρ; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1140 Χο. φρενομανής τις εἶ
θεοφόρητος, ἀμ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φὶ δ' αὑτᾶς θροεῖς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νόμον ἄνομον, οἷά τις ξουθὰ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀκόρετος βοᾶς, φεῦ, φιλοίκτοις
φρεσὶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἴτυν Ἴτυν στένουσ' ἀμφιθαλῆ
κακοῖς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀηδὼν βίον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἰὼ ἰὼ λιγείας μόρον ἀηδόνος•
[ἀντ. ζ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πτεροφόρον γάρ οἱ περὶ δέμας
βάλοντο </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θεοὶ γλυκύν τ' ἀγῶνα κλαυμάτων
ἄτερ• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει
δορί. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1150 Χο. πόθεν ἐπισσύτους
θεοφόρους [τ'] ἔχεις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ματαίους δύας; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὰ δ' ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾷ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μελοτυπεῖς ὁμοῦ τ' ὀρθίοις ἐν
νόμοις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πόθεν ὅρους ἔχεις θεσπεσίας ὁδοῦ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κακορρήμονας; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἰὼ γάμοι, γάμοι Πάριδος,
[στρ. η. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὀλέθριοι φίλων. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰὼ Σκαμάνδρου πάτριον ποτόν.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τότε μὲν ἀμφὶ σὰς ἀιόνας τάλαιν'
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἠνυτόμαν τροφαῖς• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1160 νῦν δ' ἀμφὶ Κωκυτόν τε
κἀχερουσίους </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὄχθους ἔοικα θεσπιῳδήσειν τάχα.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τί τόδε τορὸν ἄγαν ἔπος
ἐφημίσω; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νεογνὸς ἂν ἀΐων μάθοι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πέπληγμαι δ' ὑπ' αὖ δήγματι
φοινίῳ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δυσαλγεῖ τύχᾳ μινυρὰ θρεομένας,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θραύματ' ἐμοὶ κλύειν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἰὼ πόνοι πόνοι πόλεος [ἀντ.
η. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὀλομένας τὸ πᾶν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰὼ πρόπυργοι θυσίαι πατρὸς
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολυκανεῖς βοτῶν ποιονόμων• ἄκος
δ' </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1170 οὐδὲν ἐπήρκεσαν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸ μὴ πόλιν μὲν ὥσπερ οὖν ἐχρῆν
παθεῖν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐγὼ δὲ θερμόνους τάχ' ἐν πέδῳ
βαλῶ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ἑπόμενα προτέροισι τάδ'
ἐφημίσω. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καί τίς σε κακοφρονῶν
τίθη-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σι δαίμων ὑπερβαρὴς ἐμπίτνων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μελίζειν πάθη γοερὰ θανατοφόρα.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τέρμα δ' ἀμηχανῶ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. καὶ μὴν ὁ χρησμὸς οὐκέτ' ἐκ
καλυμμάτων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔσται δεδορκὼς νεογάμου νύμφης
δίκην• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1180 λαμπρὸς δ' ἔοικεν ἡλίου
πρὸς ἀντολὰς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πνέων ἐσᾴξειν, ὥστε κύματος
δίκην </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κλύζειν πρὸς αὐγάς, τοῦδε
πήματος πολὺ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μεῖζον• φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ
αἰνιγμάτων. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ μαρτυρεῖτε συνδρόμως ἴχνος
κακῶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ῥινηλατούσῃ τῶν πάλαι
πεπραγμένων. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὴν γὰρ στέγην τήνδ' οὔποτ'
ἐκλείπει χορὸς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σύμφθογγος οὐκ εὔφωνος• οὐ γὰρ
εὖ λέγει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ μὴν πεπωκώς γ', ὡς
θρασύνεσθαι πλέον, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βρότειον αἷμα κῶμος ἐν δόμοις
μένει, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1190 δύσπεμπτος ἔξω, συγγόνων
Ἐρινύων. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὑμνοῦσι δ' ὕμνον δώμασιν
προσήμεναι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πρώταρχον ἄτης• ἐν μέρει δ'
ἀπέπτυσαν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εὐνὰς ἀδελφοῦ τῷ πατοῦντι
δυσμενεῖς. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἥμαρτον, ἢ κυρῶ τι τοξότης τις
ὥς; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἢ ψευδόμαντίς εἰμι θυροκόπος
φλέδων; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐκμαρτύρησον προυμόσας τό μ'
εἰδέναι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λόγῳ παλαιὰς τῶνδ' ἁμαρτίας
δόμων. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. καὶ πῶς ἂν ὅρκου πῆγμα,
γενναίως παγέν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παιώνιον γένοιτο; θαυμάζω δέ
σου, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1200 πόντου πέραν τραφεῖσαν
ἀλλόθρουν πόλιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κυρεῖν λέγουσαν, ὥσπερ εἰ
παρεστάτεις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. μάντις μ' Ἀπόλλων τῷδ'
ἐπέστησεν τέλει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. μῶν καὶ θεός περ ἱμέρῳ
πεπληγμένος; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. προτοῦ μὲν αἰδὼς ἦν ἐμοὶ
λέγειν τάδε. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ἁβρύνεται γὰρ πᾶς τις εὖ
πράσσων πλέον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἀλλ' ἦν παλαιστὴς κάρτ' ἐμοὶ
πνέων χάριν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ἦ καὶ τέκνων εἰς ἔργον
ἤλθετον νόμῳ; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ξυναινέσασα Λοξίαν
ἐψευσάμην. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ἤδη τέχναισιν ἐνθέοις
ᾑρημένη; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1210 Κα. ἤδη πολίταις πάντ'
ἐθέσπιζον πάθη. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. πῶς δῆτ' ἄνατος ἦσθα Λοξίου
κότῳ; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἔπειθον οὐδέν' οὐδέν, ὡς
τάδ' ἤμπλακον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ἡμῖν γε μὲν δὴ πιστὰ
θεσπίζειν δοκεῖς. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἰοὺ ἰού, ὢ ὢ κακά. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὑπ' αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας
πόνος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στροβεῖ ταράσσων φροιμίοις .....
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὁρᾶτε τούσδε τοὺς δόμοις
ἐφημένους </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νέους, ὀνείρων προσφερεῖς
μορφώμασιν; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παῖδες θανόντες ὡσπερεὶ πρὸς τῶν
φίλων, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1220 χεῖρας κρεῶν πλήθοντες
οἰκείας βορᾶς• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σὺν ἐντέροις τε σπλάγχν',
ἐποίκτιστον γέμος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πρέπουσ' ἔχοντες, ὧν πατὴρ
ἐγεύσατο. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐκ τῶνδε ποινάς φημι βουλεύειν
τινά, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λέοντ' ἄναλκιν, ἐν λέχει
στρωφώμενον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἰκουρόν, οἴμοι, τῷ μολόντι
δεσπότῃ– </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐμῷ• φέρειν γὰρ χρὴ τὸ δούλιον
ζυγόν• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νεῶν τ' ἄπαρχος Ἰλίου τ'
ἀναστάτης </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐκ οἶδεν οἵα γλῶσσα, μισητῆς
κυνὸς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λείξασα κἀκτείνασα φαιδρὸν οὖς
δίκην, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1230 ἄτης λαθραίου τεύξεται κακῇ
τύχῃ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοιάδε τόλμα• θῆλυς ἄρσενος
φονεύς• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔστιν–τί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς
δάκος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τύχοιμ' ἄν; ἀμφίσβαιναν, ἢ
Σκύλλαν τινὰ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἰκοῦσαν ἐν πέτραισι, ναυτίλων
βλάβην, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">† θύουσαν Ἅιδου μητέρ' †
ἄσπονδόν τ' Ἄρη </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φίλοις πνέουσαν; ὡς δ'
ἐπωλολύξατο </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἡ παντότολμος, ὥσπερ ἐν μάχης
τροπῇ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δοκεῖ δὲ χαίρειν νοστίμῳ
σωτηρίᾳ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ τῶνδ' ὅμοιον εἴ τι μὴ πείθω•
τί γάρ; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1240 τὸ μέλλον ἥξει. καὶ σύ μ'
ἐν τάχει παρὼν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄγαν γ' ἀληθόμαντιν οἰκτίρας
ἐρεῖς. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τὴν μὲν Θυέστου δαῖτα
παιδείων κρεῶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ξυνῆκα καὶ πέφρικα, καὶ φόβος μ'
ἔχει </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κλύοντ' ἀληθῶς οὐδὲν ἐξῃκασμένα.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὰ δ' ἄλλ' ἀκούσας ἐκ δρόμου
πεσὼν τρέχω. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. Ἀγαμέμνονός σέ φημ'
ἐπόψεσθαι μόρον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. εὔφημον, ὦ τάλαινα, κοίμησον
στόμα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἀλλ' οὔτι παιὼν τῷδ'
ἐπιστατεῖ λόγῳ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. οὔκ, εἴπερ ἔσται γ'• ἀλλὰ μὴ
γένοιτό πως. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1250 Κα. σὺ μὲν κατεύχῃ, τοῖς δ'
ἀποκτείνειν μέλει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τίνος πρὸς ἀνδρὸς τοῦτ' ἄχος
πορσύνεται; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἦ κάρτα χρησμῶν παρεκόπης
ἐμῶν ἄρα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τοῦ γὰρ τελοῦντος οὐ ξυνῆκα
μηχανήν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. καὶ μὴν ἄγαν γ' Ἕλλην'
ἐπίσταμαι φάτιν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. καὶ γὰρ τὰ πυθόκραντα•
δυσμαθῆ δ' ὅμως. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. παπαῖ, οἷον τὸ πῦρ•
ἐπέρχεται δέ μοι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὀτοτοῖ, Λύκει' Ἄπολλον, οἲ ἐγὼ
ἐγώ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αὕτη δίπους λέαινα συγκοιμωμένη
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λύκῳ, λέοντος εὐγενοῦς ἀπουσίᾳ,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1260 κτενεῖ με τὴν τάλαιναν• ὡς
δὲ φάρμακον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τεύχουσα κἀμοῦ μισθὸν ἐνθήσει
ποτῷ• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐπεύχεται, θήγουσα φωτὶ
φάσγανον, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτείσεσθαι φόνον.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τί δῆτ' ἐμαυτῆς καταγέλωτ' ἔχω
τάδε, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ σκῆπτρα καὶ μαντεῖα περὶ
δέρῃ στέφη; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σὲ μὲν πρὸ μοίρας τῆς ἐμῆς
διαφθερῶ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἴτ' ἐς φθόρον• πεσόντα γ' ὧδ'
ἀμείβομαι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄλλην τιν' Ἄτην ἀντ' ἐμοῦ
πλουτίζετε. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰδοὺ δ', Ἀπόλλων αὐτὸς ἐκδύων
ἐμὲ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1270 χρηστηρίαν ἐσθῆτ',
ἐποπτεύσας δέ με </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κἀν τοῖσδε κόσμοις καταγελωμένην
† μετὰ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φίλων ὑπ' ἐχθρῶν οὐ διχορρόπως
μάτην. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κακουμένη δέ, φοιτὰς ὡς
ἀγύρτρια, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πτωχὸς τάλαινα λιμοθνὴς
ἠνεσχόμην• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ νῦν ὁ μάντις μάντιν ἐκπράξας
ἐμὲ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀπήγαγ' ἐς τοιάσδε θανασίμους
τύχας. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βωμοῦ πατρῴου δ' ἀντ' ἐπίξηνον
μένει, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θερμῷ κοπείσης φοίνιον
προσφάγματι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐ μὴν ἄτιμοί γ' ἐκ θεῶν
τεθνήξομεν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1280 ἥξει γὰρ ἡμῶν ἄλλος αὖ
τιμάορος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μητροκτόνον φίτυμα, ποινάτωρ
πατρός• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φυγὰς δ' ἀλήτης τῆσδε γῆς
ἀπόξενος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κάτεισιν, ἄτας τάσδε θριγκώσων
φίλοις• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὀμώμοται γὰρ ὅρκος ἐκ θεῶν
μέγας, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄξειν νιν ὑπτίασμα κειμένου
πατρός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τί δῆτ' ἐγὼ κάτοικτος ὧδ'
ἀναστένω; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐπεὶ τὸ πρῶτον εἶδον Ἰλίου πόλιν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πράξασαν ὡς ἔπραξεν, οἳ δ' εἷλον
πόλιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὕτως ἀπαλλάσσουσιν ἐν θεῶν
κρίσει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1290 ἰοῦσα πράξω• τλήσομαι τὸ
κατθανεῖν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἅιδου πύλας δὲ τάσδ' ἐγὼ
προσεννέπω• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐπεύχομαι δὲ καιρίας πληγῆς
τυχεῖν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὡς ἀσφάδᾳστος, αἱμάτων
εὐθνησίμων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀπορρυέντων, ὄμμα συμβάλω τόδε.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ὦ πολλὰ μὲν τάλαινα, πολλὰ
δ' αὖ σοφὴ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γύναι, μακρὰν ἔτεινας. εἰ δ'
ἐτητύμως </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μόρον τὸν αὑτῆς οἶσθα, πῶς
θεηλάτου </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βοὸς δίκην πρὸς βωμὸν εὐτόλμως
πατεῖς; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. οὐκ ἔστ' ἄλυξις, οὔ, ξένοι,
† χρόνῳ πλέῳ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1300 Χο. ὁ δ' ὕστατός γε τοῦ
χρόνου πρεσβεύεται. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἥκει τόδ' ἦμαρ• σμικρὰ
κερδανῶ φυγῇ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ἀλλ' ἴσθι τλήμων οὖσ' ἀπ'
εὐτόλμου φρενός. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. οὐδεὶς ἀκούει ταῦτα τῶν
εὐδαιμόνων. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ἀλλ' εὐκλεῶς τοι κατθανεῖν
χάρις βροτῷ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἰὼ πάτερ σοῦ σῶν τε γενναίων
τέκνων. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τί δ' ἐστὶ χρῆμα; τίς σ'
ἀποστρέφει φόβος; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. φεῦ φεῦ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τί τοῦτ' ἔφευξας; εἴ τι μὴ
φρενῶν στύγος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. φόνον δόμοι πνέουσιν
αἱματοσταγῆ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1310 Χο. καὶ πῶς; τόδ' ὄζει
θυμάτων ἐφεστίων. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου
πρέπει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. οὐ Σύριον ἀγλάισμα δώμασιν
λέγεις; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἀλλ' εἶμι κἀν δόμοισι
κωκύσουσ' ἐμὴν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἀγαμέμνονός τε μοῖραν. ἀρκείτω
βίος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰὼ ξένοι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὔτοι δυσοίζω, θάμνον ὡς ὄρνις,
φόβῳ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄλλως• θανούσῃ μαρτυρεῖτέ μοι
τόδε, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὅταν γυνὴ γυναικὸς ἀντ' ἐμοῦ
θάνῃ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀνήρ τε δυσδάμαρτος ἀντ' ἀνδρὸς
πέσῃ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1320 ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ' ὡς
θανουμένη. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ὦ τλῆμον, οἰκτίρω σε
θεσφάτου μόρου. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κα. ἅπαξ ἔτ' εἰπεῖν ῥῆσιν, ἢ
θρῆνον θέλω </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐμὸν τὸν αὐτῆς. ἡλίου δ'
ἐπεύχομαι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πρὸς ὕστατον φῶς τοῖς ἐμοῖς
τιμαόροις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐχθροὺς φόνευσιν τὴν ἐμὴν τίνειν
ὁμοῦ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δούλης θανούσης, εὐμαροῦς
χειρώματος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰὼ βρότεια πράγματ'• εὐτυχοῦντα
μὲν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν• εἰ δὲ
δυστυχοῖ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βολαῖς ὑγρώσσων σπόγγος ὤλεσεν
γραφήν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1330 καὶ ταῦτ' ἐκείνων μᾶλλον
οἰκτίρω πολύ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον
ἔφυ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πᾶσι βροτοῖσιν• δακτυλοδείκτων
δ' </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὔτις ἀπειπὼν εἴργει μελάθρων,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μηκέτ' ἐσέλθῃς, τάδε φωνῶν.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ τῷδε πόλιν μὲν ἑλεῖν ἔδοσαν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μάκαρες Πριάμου• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θεοτίμητος δ' οἴκαδ' ἱκάνει•
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νῦν δ' εἰ προτέρων αἷμ'
ἀποτείσει </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ τοῖσι θανοῦσι θανὼν ἄλλων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1340 ποινὰς θανάτων ἐπικρανεῖ,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τίς τἂν εὔξαιτο βροτῶν ἀσινεῖ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δαίμονι φῦναι τάδ' ἀκούων;
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αγ. ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν
πληγὴν ἔσω. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. σῖγα• τίς πληγὴν ἀυτεῖ
καιρίως οὐτασμένος; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αγ. ὤμοι μάλ' αὖθις, δευτέραν
πεπληγμένος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τοὔργον εἰργάσθαι δοκεῖ μοι
βασιλέως οἰμώγμασιν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀλλὰ κοινωσώμεθ', ἤν πως, ἀσφαλῆ
βουλεύματα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1. ἐγὼ μὲν ὑμῖν τὴν ἐμὴν γνώμην
λέγω, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πρὸς δῶμα δεῦρ' ἀστοῖσι
κηρύσσειν βοήν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1350 2. ἐμοὶ δ' ὅπως τάχιστά γ'
ἐμπεσεῖν δοκεῖ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ πρᾶγμ' ἐλέγχειν σὺν νεορρύτῳ
ξίφει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">3. κἀγὼ τοιούτου γνώματος
κοινωνὸς ὢν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ψηφίζομαί τι δρᾶν• τὸ μὴ μέλλειν
δ' ἀκμή. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">4. ὁρᾶν πάρεστι• φροιμιάζονται
γὰρ ὥς, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τυραννίδος σημεῖα πράσσοντες
πόλει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">5. χρονίζομεν γάρ. οἱ δὲ τῆς
μελλοῦς κλέος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πέδοι πατοῦντες οὐ καθεύδουσιν
χερί. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">6. οὐκ οἶδα βουλῆς ἧστινος τυχὼν
λέγω. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοῦ δρῶντός ἐστι καὶ τὸ
βουλεῦσαι πέρι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1360 7. κἀγὼ τοιοῦτός εἰμ', ἐπεὶ
δυσμηχανῶ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λόγοισι τὸν θανόντ' ἀνιστάναι
πάλιν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">8. ἦ καὶ βίον τείνοντες ὧδ'
ὑπείξομεν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δόμων καταισχυντῆρσι τοῖσδ'
ἡγουμένοις; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">9. ἀλλ' οὐκ ἀνεκτόν, ἀλλὰ
κατθανεῖν κρατεῖ• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πεπαιτέρα γὰρ μοῖρα τῆς
τυραννίδος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">10. ἦ γὰρ τεκμηρίοισιν ἐξ
οἰμωγμάτων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μαντευσόμεσθα τἀνδρὸς ὡς
ὀλωλότος; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">11. σάφ' εἰδότας χρὴ τῶνδε
θυμοῦσθαι πέρι• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸ γὰρ τοπάζειν τοῦ σάφ' εἰδέναι
δίχα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1370 12. ταύτην ἐπαινεῖν
πάντοθεν πληθύνομαι, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τρανῶς Ἀτρείδην † εἰδέναι
κυροῦνθ' ὅπως. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. πολλῶν πάροιθεν καιρίως
εἰρημένων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τἀναντί' εἰπεῖν οὐκ
ἐπαισχυνθήσομαι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πῶς γάρ τις ἐχθροῖς ἐχθρὰ
πορσύνων, φίλοις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δοκοῦσιν εἶναι, πημονῆς
ἀρκύστατ' ἂν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φράξειεν ὕψος κρεῖσσον
ἐκπηδήματος; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐμοὶ δ' ἀγὼν ὅδ' οὐκ ἀφρόντιστος
πάλαι• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νείκης παλαιᾶς ἦλθε, σὺν χρόνῳ
γε μήν• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἕστηκα δ' ἔνθ' ἔπαισ' ἐπ'
ἐξειργασμένοις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1380 οὕτω δ' ἔπραξα–καὶ τάδ' οὐκ
ἀρνήσομαι– </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὡς μήτε φεύγειν μήτ' ἀμύνεσθαι
μόρον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄπειρον ἀμφίβληστρον, ὥσπερ
ἰχθύων, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">περιστιχίζω, πλοῦτον εἵματος
κακόν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παίω δέ νιν δίς• κἀν δυοῖν
οἰμωγμάτοιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μεθῆκεν αὐτοῦ κῶλα• καὶ
πεπτωκότι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τρίτην ἐπενδίδωμι, τοῦ κατὰ
χθονός, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἅιδου, νεκρῶν σωτῆρος, εὐκταίαν
χάριν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὕτω τὸν αὑτοῦ θυμὸν ὁρμαίνει
πεσών, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κἀκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματος σφαγὴν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1390 βάλλει μ' ἐρεμνῇ ψακάδι
φοινίας δρόσου, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γάνει σπορητὸς κάλυκος ἐν
λοχεύμασιν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὡς ὧδ' ἐχόντων, πρέσβος Ἀργείων
τόδε, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χαίροιτ' ἄν, εἰ χαίροιτ', ἐγὼ δ'
ἐπεύχομαι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἰ δ' ἦν πρεπόντων ὥστ'
ἐπισπένδειν νεκρῷ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τῷδ' ἂν δικαίως ἦν, ὑπερδίκως
μὲν οὖν• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοσόνδε κρατῆρ' ἐν δόμοις κακῶν
ὅδε </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πλήσας ἀραίων αὐτὸς ἐκπίνει
μολών. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. θαυμάζομέν σου γλῶσσαν, ὡς
θρασύστομος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1400 ἥτις τοιόνδ' ἐπ' ἀνδρὶ
κομπάζεις λόγον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. πειρᾶσθέ μου γυναικὸς ὡς
ἀφράσμονος• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐγὼ δ' ἀτρέστῳ καρδίᾳ πρὸς
εἰδότας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λέγω–σὺ δ' αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν
θέλεις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὅμοιον–οὗτός ἐστιν Ἀγαμέμνων,
ἐμὸς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πόσις, νεκρὸς δὲ τῆσδε δεξιᾶς
χερός, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔργον δικαίας τέκτονος. τάδ' ὧδ'
ἔχει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τί κακόν, ὦ γύναι, [στρ. α]
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χθονοτρεφὲς ἐδανὸν ἢ ποτὸν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πασαμένα ῥυτᾶς ἐξ ἁλὸς ὄρμενον
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τόδ' ἐπέθου θύος, δημοθρόους τ'
ἀράς; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1410 ἀπέδικες ἀπέταμες, ἀπόπολις
δ' ἔσῃ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μῖσος ὄβριμον ἀστοῖς. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. νῦν μὲν δικάζεις ἐκ πόλεως
φυγὴν ἐμοί, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ μῖσος ἀστῶν δημόθρους τ'
ἔχειν ἀράς, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐδὲν τότ' ἀνδρὶ τῷδ' ἐναντίον
φέρων, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὃς οὐ προτιμῶν, ὡσπερεὶ βοτοῦ
μόρον, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μήλων φλεόντων εὐπόκοις
νομεύμασιν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔθυσεν αὑτοῦ παῖδα, φιλτάτην
ἐμοὶ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὠδῖν', ἐπῳδὸν Θρῃκίων ἀημάτων.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐ τοῦτον ἐκ γῆς τῆσδε χρῆν σ'
ἀνδρηλατεῖν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1420 μιασμάτων ἄποινα; ἐπήκοος
δ' ἐμῶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔργων δικαστὴς τραχὺς εἶ. λέγω
δέ σοι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοιαῦτ' ἀπειλεῖν, ὡς
παρεσκευασμένη </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σ' ἐκ τῶν ὁμοίων χειρὶ νικήσαντ'
ἐμοῦ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄρχειν• ἐὰν δὲ τοὔμπαλιν κραίνῃ
θεός, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γνώσῃ διδαχθεὶς ὀψὲ γοῦν τὸ
σωφρονεῖν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. μεγαλόμητις εἶ, [ἀντ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">περίφρονα δ' ἔλακες, ὥσπερ οὖν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φονολιβεῖ τύχᾳ φρὴν ἐπιμαίνεται•
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λίβος ἐπ' ὀμμάτων αἵματος
ἐμπρέπει• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄντιτον ἔτι σε χρὴ στερομέναν
φίλων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1430 τύμμα τύμματι τεῖσαι.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. καὶ τήνδ' ἀκούεις ὁρκίων
ἐμῶν θέμιν• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μὰ τὴν τέλειον τῆς ἐμῆς παιδὸς
Δίκην, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἄτην Ἐρινύν θ', αἷσι τόνδ'
ἔσφαξ' ἐγώ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὔ μοι Φόβου μέλαθρον ἐλπὶς
ἐμπατεῖ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ ἐφ' ἑστίας ἐμῆς
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αἴγισθος, ὡς τὸ πρόσθεν εὖ
φρονῶν ἐμοί. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὗτος γὰρ ἡμῖν ἀσπὶς οὐ σμικρὰ
θράσους. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">. . . . . . . </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κεῖται, γυναικὸς τῆσδε
λυμαντήριος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χρυσηίδων μείλιγμα τῶν ὑπ' Ἰλίῳ•
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1440 ἥ τ' αἰχμάλωτος ἥδε καὶ
τερασκόπος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ κοινόλεκτρος τοῦδε,
θεσφατηλόγος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πιστὴ ξύνευνος, ναυτίλων δὲ
σελμάτων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰσοτριβής. ἄτιμα δ' οὐκ
ἐπραξάτην. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὁ μὲν γὰρ οὕτως, ἡ δέ τοι κύκνου
δίκην </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον
γόον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κεῖται † φιλήτως τοῦδ', ἐμοὶ δ'
ἐπήγαγεν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῇ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. φεῦ, τίς ἂν ἐν τάχει, μὴ
περιώδυνος, [στρ. α. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μηδὲ δεμνιοτήρης, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1450 μόλοι τὸν ἀεὶ φέρουσ' ἐν
ἡμῖν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Μοῖρ' ἀτέλευτον ὕπνον, δαμέντος
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φύλακος εὐμενεστάτου [καὶ]
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πολέα τλάντος γυναικὸς διαί;
πρὸς γυναι-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κὸς δ' ἀπέφθισεν βίον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">– ἰὼ ἰὼ παράνους Ἑλένα [ἐφυμν. α
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μία τὰς πολλάς, τὰς πάνυ πολλὰς
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ψυχὰς ὀλέσασ' ὑπὸ Τροίᾳ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νῦν τελέαν πολύμναστον ἐπηνθίσω
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1460 δι' αἷμ' ἄνιπτον ἥτις ἦν
τότ' ἐν δόμοις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔρις ἐρίδματος, ἀνδρὸς οἰζύς.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. μηδὲν θανάτου μοῖραν ἐπεύχου
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοῖσδε βαρυνθείς• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μηδ' εἰς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὡς ἀνδρολέτειρ', ὡς μία πολλῶν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀνδρῶν ψυχὰς Δαναῶν ὀλέσασ'
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀξύστατον ἄλγος ἔπραξε. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. δαῖμον, ὃς ἐμπίτνεις δώμασι
καὶ διφυί- [ἀντ. α. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οισι Τανταλίδαισιν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1470 κράτος <τ'> ἰσόψυχον
ἐκ γυναικῶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καρδιόδηκτον ἐμοὶ κρατύνεις,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐπὶ δὲ σώματος δίκαν [μοι]
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κόρακος ἐχθροῦ σταθεὶς ἐννόμως
ὕμνον ὑ-</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μνεῖν ἐπεύχεαι <κακόν>.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. νῦν δ' ὤρθωσας στόματος
γνώμην, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸν τριπάχυντον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δαίμονα γέννης τῆσδε κικλῄσκων.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐκ τοῦ γὰρ ἔρως αἱματολοιχὸς
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">νείρᾳ τρέφεται• πρὶν καταλῆξαι
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1480 τὸ παλαιὸν ἄχος, νέος ἰχώρ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ἦ μέγαν οἴκοις τοῖσδε [στρ.
β. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δαίμονα καὶ βαρύμηνιν αἰνεῖς,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φεῦ φεῦ, κακὸν αἶνον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀτηρᾶς τύχας ἀκόρεστον• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰὼ ἰὴ διαὶ Διὸς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παναιτίου πανεργέτα• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τί γὰρ βροτοῖς ἄνευ Διὸς
τελεῖται; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τί τῶνδ' οὐ θεόκραντόν ἐστιν;
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">– ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ, [ἐφυμν.
β. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1490 πῶς σε δακρύσω; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ' εἴπω;
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κεῖσαι δ' ἀράχνης ἐν ὑφάσματι
τῷδ' </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὤμοι μοι, κοίταν τάνδ'
ἀνελεύθερον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δολίῳ μόρῳ δαμεὶς
<δάμαρτος> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. αὐχεῖς εἶναι τόδε τοὔργον
ἐμόν• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μὴ δ' ἐπιλεχθῇς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἀγαμεμνονίαν εἶναί μ' ἄλοχον.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1500 φανταζόμενος δὲ γυναικὶ
νεκροῦ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοῦδ' ὁ παλαιὸς δριμὺς ἀλάστωρ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἀτρέως χαλεποῦ θοινατῆρος
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τόνδ' ἀπέτεισεν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ὡς μὲν ἀναίτιος εἶ [ἀντ. β.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοῦδε φόνου τίς ὁ μαρτυρήσων;
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πῶ πῶ; πατρόθεν δὲ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">συλλήπτωρ γένοιτ' ἂν ἀλάστωρ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βιάζεται δ' ὁμοσπόροις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1510 ἐπιρροαῖσιν αἱμάτων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μέλας Ἄρης, ὅποι δίκαν προβαίνων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πάχνᾳ κουροβόρῳ παρέξει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">– ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ, [ἐφυμν.
β. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πῶς σε δακρύσω; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ' εἴπω;
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κεῖσαι δ' ἀράχνης ἐν ὑφάσματι
τῷδ' </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὤμοι μοι, κοίταν τάνδ'
ἀνελεύθερον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δολίῳ μόρῳ δαμεὶς
<δάμαρτος> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1520 ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. [οὔτ' ἀνελεύθερον οἶμαι
θάνατον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τῷδε γενέσθαι.] </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐδὲ γὰρ οὗτος δολίαν ἄτην
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἴκοισιν ἔθηκ'; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀλλ' ἐμὸν ἐκ τοῦδ' ἔρνος ἀερθέν,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">† τὴν πολύκλαυτόν τ' Ἰφιγενείαν,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄξια δράσας, ἄξια πάσχων,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μηδὲν ἐν Ἅιδου μεγαλαυχείτω,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ξιφοδηλήτῳ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θανάτῳ τείσας ἅπερ ἔρξεν.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1530 Χο. ἀμηχανῶ φροντίδος
στερηθεὶς [στρ. γ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εὐπάλαμον μέριμναν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὅπᾳ τράπωμαι, πίτνοντος οἴκου.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δέδοικα δ' ὄμβρου κτύπον
δομοσφαλῆ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸν αἱματηρόν. ψακὰς δὲ λήγει;
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δίκην [δ'] ἐπ' ἄλλο πρᾶγμα
θηγάνει βλάβης </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πρὸς ἄλλαις θηγάναισι Μοῖρα.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">– ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθ' ἔμ' ἐδέξω, [ἐφ.
γ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πρὶν τόνδ' ἐπιδεῖν ἀργυροτοίχου
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1540 δροίτης κατέχοντα χάμευναν.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τίς ὁ θάψων νιν; τίς ὁ θρηνήσων;
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἦ σὺ τόδ' ἔρξαι τλήσῃ, κτείνασ'
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄνδρα τὸν αὑτῆς ἀποκωκῦσαι,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ψυχῇ τ' ἄχαριν χάριν ἀντ' ἔργων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μεγάλων ἀδίκως ἐπικρᾶναι;
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">– τίς δ' ἐπιτύμβιος αἶνον ἐπ'
ἀνδρὶ θείῳ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σὺν δακρύοις ἰάπτων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1550 ἀληθείᾳ φρενῶν πονήσει;
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. οὐ σὲ προσήκει τὸ μέλημ'
ἀλέγειν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τοῦτο• πρὸς ἡμῶν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κάππεσε, κάτθανε, καὶ
καταθάψομεν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐχ ὑπὸ κλαυθμῶν τῶν ἐξ οἴκων,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀλλ' Ἰφιγένειά νιν ἀσπασίως
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θυγάτηρ, ὡς χρή, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πατέρ' ἀντιάσασα πρὸς ὠκύπορον
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πόρθμευμ' ἀχέων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1560 Χο. ὄνειδος ἥκει τόδ' ἀντ'
ὀνείδους, [ἀντ. γ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δύσμαχα δ' ἐστὶ κρῖναι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φέρει φέροντ', ἐκτίνει δ' ὁ
καίνων. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μίμνει δὲ μίμνοντος ἐν θρόνῳ
Διὸς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">παθεῖν τὸν ἔρξαντα• θέσμιον γάρ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τίς ἂν γονὰν ἀραῖον ἐκβάλοι
δόμων; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. ἐς τόνδ' ἐνέβη σὺν ἀληθείᾳ
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χρησμός. ἐγὼ δ' οὖν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐθέλω δαίμονι τῷ Πλεισθενιδᾶν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1570 ὅρκους θεμένη τάδε μὲν
στέργειν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δύστλητά περ ὄνθ'• ὃ δὲ λοιπόν,
ἰόντ' </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐκ τῶνδε δόμων ἄλλην γενεὰν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τρίβειν θανάτοις αὐθένταισι•
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κτεάνων δὲ μέρος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">βαιὸν ἐχούσῃ πᾶν ἀπόχρη μοι,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μανίας μελάθρων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀλληλοφόνους ἀφελούσῃ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΑΙΓΙΣΘΟΣ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὦ φέγγος εὖφρον ἡμέρας
δικηφόρου. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">φαίην ἂν ἤδη νῦν βροτῶν
τιμαόρους </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">θεοὺς ἄνωθεν γῆς ἐποπτεύειν ἄχη,
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1580 ἰδὼν ὑφαντοῖς ἐν πέπλοις
Ἐρινύων </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸν ἄνδρα τόνδε κείμενον, φίλως
ἐμοί, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χερὸς πατρῴας ἐκτίνοντα μηχανάς.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἀτρεὺς γὰρ ἄρχων τῆσδε γῆς,
τούτου πατήρ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πατέρα Θυέστην τὸν ἐμόν, ὡς
τορῶς φράσαι, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">αὑτοῦ δ' ἀδελφόν, ἀμφίλεκτος ὢν
κράτει, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἠνδρηλάτησεν ἐκ πόλεώς τε καὶ
δόμων. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ προστρόπαιος ἑστίας μολὼν
πάλιν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τλήμων Θυέστης μοῖραν ηὕρετ'
ἀσφαλῆ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὸ μὴ θανὼν πατρῷον αἱμάξαι
πέδον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1590 αὐτός• ξένια δὲ τοῦδε
δύσθεος πατὴρ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἀτρεύς, προθύμως μᾶλλον ἢ φίλως
πατρὶ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὠμῷ, κρεουργὸν ἦμαρ εὐθύμως
ἄγειν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δοκῶν, παρέσχε δαῖτα παιδείων
κρεῶν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τὰ μὲν ποδήρη καὶ χερῶν ἄκρους
κτένας </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔθρυπτ' ἄνωθεν ἀνδρακὰς
καθημένοις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄσημ'• ὁ δ' αὐτῶν αὐτίκ' ἀγνοίᾳ
λαβὼν </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔσθει βορὰν ἄσωτον, ὡς ὁρᾷς,
γένει. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κἄπειτ' ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ
καταίσιον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ᾤμωξεν, ἀμπίπτει δ' ἀπὸ σφαγὴν
ἐρῶν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1600 μόρον δ' ἄφερτον Πελοπίδαις
ἐπεύχεται, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λάκτισμα δείπνου ξυνδίκως τιθεὶς
ἀρᾷ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὕτως ὀλέσθαι πᾶν τὸ Πλεισθένους
γένος. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐκ τῶνδέ τοι πεσόντα τόνδ' ἰδεῖν
πάρα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κἀγὼ δίκαιος τοῦδε τοῦ φόνου
ῥαφεύς. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τρίτον γὰρ ὄντα μ' ἔλιπε, κἀθλίῳ
πατρὶ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">συνεξελαύνει τυτθὸν ὄντ' ἐν
σπαργάνοις• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">τραφέντα δ' αὖθις ἡ δίκη
κατήγαγεν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ τοῦδε τἀνδρὸς ἡψάμην θυραῖος
ὤν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πᾶσαν ξυνάψας μηχανὴν
δυσβουλίας. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1610 οὕτω καλὸν δὴ καὶ τὸ
κατθανεῖν ἐμοί, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰδόντα τοῦτον τῆς δίκης ἐν
ἕρκεσιν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. Αἴγισθ', ὑβρίζειν ἐν
κακοῖσιν οὐ σέβω. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σὺ δ' ἄνδρα τόνδε φῂς ἑκὼν
κατακτανεῖν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">μόνος δ' ἔποικτον τόνδε
βουλεῦσαι φόνον; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὔ φημ' ἀλύξειν ἐν δίκῃ τὸ σὸν
κάρα </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δημορριφεῖς, σάφ' ἴσθι,
λευσίμους ἀράς. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αι. σὺ ταῦτα φωνεῖς νερτέρᾳ
προσήμενος </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κώπῃ, κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ
δορός; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">γνώσῃ γέρων ὢν ὡς διδάσκεσθαι
βαρὺ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1620 τῷ τηλικούτῳ, σωφρονεῖν
εἰρημένον. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δεσμοὶ δὲ καὶ τὸ γῆρας αἵ τε
νήστιδες </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δύαι διδάσκειν ἐξοχώταται φρενῶν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἰατρομάντεις. οὐχ ὁρᾷς ὁρῶν
τάδε; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πρὸς κέντρα μὴ λάκτιζε, μὴ
παίσας μογῇς. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. γύναι, σὺ τοὺς ἥκοντας ἐκ
μάχης νέον– </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οἰκουρὸς εὐνήν <τ'> ἀνδρὸς
αἰσχύνουσ' ἅμα, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀνδρὶ στρατηγῷ τόνδ' ἐβούλευσας
μόρον; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αι. καὶ ταῦτα τἄπη κλαυμάτων
ἀρχηγενῆ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ὀρφεῖ δὲ γλῶσσαν τὴν ἐναντίαν
ἔχεις. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1630 ὁ μὲν γὰρ ἦγε πάντα που
φθογγῆς χαρᾷ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σὺ δ' ἐξορίνας νηπίοις ὑλάγμασιν
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄξῃ• κρατηθεὶς δ' ἡμερώτερος
φανῇ. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. ὡς δὴ σύ μοι τύραννος
Ἀργείων ἔσῃ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὃς οὐκ, ἐπειδὴ τῷδ' ἐβούλευσας
μόρον, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">δρᾶσαι τόδ' ἔργον οὐκ ἔτλης
αὐτοκτόνως. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αι. τὸ γὰρ δολῶσαι πρὸς γυναικὸς
ἦν σαφῶς, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐγὼ δ' ὕποπτος ἐχθρὸς ἦ
παλαιγενής. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἐκ τῶν δὲ τοῦδε χρημάτων
πειράσομαι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἄρχειν πολιτῶν• τὸν δὲ μὴ
πειθάνορα </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1640 ζεύξω βαρείαις, οὔτι μὴ
σειραφόρον </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κριθῶντα πῶλον• ἀλλ' ὁ δυσφιλὴς
σκότῳ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">λιμὸς ξύνοικος μαλθακόν σφ'
ἐπόψεται. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. τί δὴ τὸν ἄνδρα τόνδ' ἀπὸ
ψυχῆς κακῆς </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">οὐκ αὐτὸς ἠνάριζες, ἀλλὰ σὺν
γυνὴ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">χώρας μίασμα καὶ θεῶν ἐγχωρίων
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἔκτεινε; Ὀρέστης ἆρά που βλέπει
φάος, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὅπως κατελθὼν δεῦρο πρευμενεῖ
τύχῃ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀμφοῖν γένηται τοῖνδε παγκρατὴς
φονεύς; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αι. ἀλλ' ἐπεὶ δοκεῖς τάδ' ἔρδειν
καὶ λέγειν, γνώσῃ τάχα• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1650 εἶα δή, φίλοι λοχῖται,
τοὔργον οὐχ ἑκὰς τόδε. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. εἶα δή, ξίφος πρόκωπον πᾶς
τις εὐτρεπιζέτω. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αι. ἀλλὰ κἀγὼ μὴν πρόκωπος οὐκ
ἀναίνομαι θανεῖν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε•
τὴν τύχην δ' αἱρούμεθα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. μηδαμῶς, ὦ φίλτατ' ἀνδρῶν,
ἄλλα δράσωμεν κακά. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ἀλλὰ καὶ τάδ' ἐξαμῆσαι πολλὰ
δύστηνον θέρος• </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πημονῆς δ' ἅλις γ' ὑπάρχει•
μηδὲν αἱματώμεθα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">στείχετ' αἰδοῖοι γέροντες πρὸς
δόμους, πεπρωμένοις </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">πρὶν παθεῖν εἴξαντες• ἀρκεῖν χρὴ
τάδ' ὡς ἐπράξαμεν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">εἰ δέ τοι μόχθων γένοιτο τῶνδ'
ἅλις, δεχοίμεθ' ἄν, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1660 δαίμονος χηλῇ βαρείᾳ
δυστυχῶς πεπληγμένοι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ὧδ' ἔχει λόγος γυναικός, εἴ τις
ἀξιοῖ μαθεῖν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αι. ἀλλὰ τούσδε μοι ματαίαν
γλῶσσαν ὧδ' ἀπανθίσαι </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">κἀκβαλεῖν ἔπη τοιαῦτα δαίμονος
πειρωμένους, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">σώφρονος γνώμης δ' ἁμαρτεῖν τὸν
κρατοῦντ' <ἀρνουμένους>. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. οὐκ ἂν Ἀργείων τόδ' εἴη,
φῶτα προσσαίνειν κακόν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αι. ἀλλ' ἐγώ σ' ἐν ὑστέραισιν
ἡμέραις μέτειμ' ἔτι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. οὔκ, ἐὰν δαίμων Ὀρέστην
δεῦρ' ἀπευθύνῃ μολεῖν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αι. οἶδ' ἐγὼ φεύγοντας ἄνδρας
ἐλπίδας σιτουμένους. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. πρᾶσσε, πιαίνου, μιαίνων τὴν
δίκην, ἐπεὶ πάρα. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">1670 Αι. ἴσθι μοι δώσων ἄποινα
τῆσδε μωρίας χάριν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Χο. κόμπασον θαρσῶν, ἀλέκτωρ
ὥστε θηλείας πέλας. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κλ. μὴ προτιμήσῃς ματαίων τῶνδ'
ὑλαγμάτων• <ἐγὼ> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">καὶ σὺ θήσομεν κρατοῦντε τῶνδε
δωμάτων <καλῶς>.</span> </dt>
</dl>
</dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-80540776325881561302012-10-24T10:04:00.001-07:002012-10-24T10:04:23.159-07:00ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΘΟΥΚΙΔΙΔΟΥ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 26pt;">ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
ΘΟΥΚΙΔΙΔΟΥ</span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=53thoukydidou_istoriai_i.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="259" src="http://fih.gr/images/53thoukydidou_istoriai_i.jpg" width="189" /></a><span style="color: black; font-size: 14pt;">“Οι περισσότεροι από
όσους ως τώρα έχουν μιλήσει από το βήμα αυτό συνηθίζουν να επαινούν εκείνον, ο
οποίος στον νόμο που διέπει την ταφή των νεκρών πρόσθεσε την διάταξη αυτή περί
επιταφίου λόγου, γιατί θεωρούν ότι αξίζει τον κόπο να απονέμεται μια τέτοια τιμή
στους νεκρούς των πολέμων κατά τον ενταφιασμό τους. Σε μένα εν τούτοις θα
φαινόταν ότι είναι προτιμότερο, οι τιμές που απονέμονται σε άνδρες, οι οποίοι
αναδείχθηκαν γενναίοι με τα έργα τους, να εκδηλώνονται και αυτές με έργα μόνο,
όπως είναι π.χ. αυτές, τις οποίες τώρα βλέπετε γύρω από τον ενταφιασμό τους, που
έγινε δημοσία δαπάνη, και όχι να εξαρτώνται οι αρετές των πολλών από την
ικανότητα ή την ανικανότητα ενός ανθρώπου, να κανονίζεται δηλαδή η περί αυτών
εκτίμηση των ακροατών από την ευφράδεια ή μη ευφράδεια του ρήτορα.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Περικλής
</span></b><br /><br />
<dl>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Γιατί είναι δύσκολο πράγμα να
μιλήσει κανείς αντικειμενικά (χωρίς δηλαδή να πει ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα
από ό,τι πρέπει) για κάποιο θέμα, για το οποίο είναι δύσκολο να εξακριβωθεί και
αυτή ακόμα η απλή ιδέα, ότι τα λεγόμενα από τον ρήτορα είναι αληθινά. Γιατί ο
ακροατής, ο οποίος γνωρίζει τα πράγματα και είναι ευνοϊκά διατεθειμένος προς
αυτούς που τα έπραξαν, θα σχημάτιζε ίσως την ιδέα, ότι αυτά εκτέθηκαν κάπως
κατώτερα από ό,τι αυτός γνωρίζει και επιθυμεί, ενώ αντίθετα, όποιος τα αγνοεί,
θα σκεπτόταν ότι μερικά εκτέθηκαν αρκετά μεγαλοποιημένα, και αυτό από φθόνο, τον
οποίο δοκιμάζει ο άνθρωπος, όταν ακούει κάτι το οποίο υπερβαίνει τις δικές του
φυσικές δυνάμεις. Γιατί οι άνθρωποι ανέχονται τους επαίνους που λέγονται για
άλλους μόνο εφόσον κάθε ακροατής έχει τη γνώμη, ότι και αυτός είναι ικανός να
πράξει κάτι από αυτά που ακούει. Ενώ για κάθε τι, το οποίο είναι ανώτερο από τις
δυνάμεις του, αισθάνεται δια μιας φθόνο και δυσπιστία. Εφόσον όμως οι πρόγονοί
μας έκριναν ότι με αυτόν τον τρόπο πρέπει να γίνονται τα πράγματα αυτά, πρέπει
κι εγώ να ακολουθήσω το έθιμο αυτό και να προσπαθήσω να ικανοποιήσω την επιθυμία
και την γνώμη του καθενός σας όσο μπορέσω περισσότερο.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Θα μιλήσω πρώτα πρώτα για τους
προγόνους μας. Γιατί είναι δίκαιο, αλλά συγχρόνως και πρέπον, σε μια τέτοια
περίσταση, κατά την οποία θρηνούμε και εγκωμιάζουμε τους νεκρούς μας, να τους
απονέμεται η τιμή αυτή να μνημονεύονται πρώτοι. Γιατί δεν υπήρξαν ούτε μια
στιγμή, κατά την οποία να έπαυσαν να κατοικούν την χώρα αυτή, και χάρις στην
ανδρεία τους διαφύλατταν την ελευθερία της από γενεά σε γενεά μέχρι των ημερών
μας και μας την παράδωσαν ελεύθερη. Και εκείνοι λοιπόν είναι άξιοι επαίνου αλλά
ακόμη περισσότερο οι πατέρες μας. Γιατί επί πλέον εκείνων, τα οποία
κληρονόμησαν, απέκτησαν με πολλούς κόπους και κληροδότησαν σε μας τους
σημερινούς όλη αυτή την επικράτεια που κατέχουμε σήμερα. Το δε έργο της
περαιτέρω βελτίωσης, το επιτελέσαμε εμείς οι ίδιοι που είμαστε συγκεντρωμένοι
εδώ, οι οποίοι βρισκόμαστε ακόμη σε αυτήν ακριβώς την ηλικία μας, και εμείς
εφοδιάσαμε την πόλη μας με όλα τα πράγματα, ώστε να είναι αυταρκέστατη και για
πόλεμο και για ειρήνη. Από όλα δε αυτά εγώ όσα μεν αναφέρονται σε πολεμικά
κατορθώματα, με τα οποία έγινε η κάθε μια κατάκτηση, ή αφορούν την
ενεργητικότητα, με την οποία αποκρούσαμε, είτε εμείς οι σημερινοί είτε οι
πρόγονοί μας, τους εκάστοτε επελθόντες εναντίον μας Βαρβάρους ή Έλληνες, όλα
αυτά, θα τα παραλείψω, γιατί δεν επιθυμώ να απεραντολογώ ενώπιον ανθρώπων, οι
οποίοι τα γνωρίζουν.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Αλλά με ποιον τρόπο φθάσαμε στο
σημείο αυτό της δύναμης που είμαστε σήμερα, και με ποια μορφή πολιτεύματος και
με ποιες συνήθειες έγινε μεγάλη η δύναμή μας, όλα αυτά θα αναπτύξω πρώτα, και
έπειτα θα προχωρήσω στο εγκώμιο αυτών εδώ των νεκρών, γιατί νομίζω ότι δεν είναι
ανάρμοστο να λεχθούν αυτά και για την παρούσα περίσταση, και δεν είναι ανώφελο
να τα ακούσουν όλοι οι παρευρισκόμενοι, αστοί και ξένοι. Έχουμε δηλαδή
πολίτευμα, το οποίο δεν αντιγράφει τους νόμους άλλων, μάλλον δε εμείς οι ίδιοι
είμαστε υπόδειγμα σε μερικούς παρά μιμούμαστε άλλους. Και ονομάζεται μεν
δημοκρατία, γιατί η διοίκηση είναι στα χέρια των πολλών και όχι των ολίγων,
έναντι δε των νόμων είναι όλοι ίσοι στις ιδιωτικές τους διαφορές, ενώ ως προς
την θέση τους στον δημόσιο βίο κάθε ένας προτιμάται για ένα από τα δημόσια
αξιώματα ανάλογα με την επίδοση την οποία σημειώνει σε αυτά, δηλαδή η δημόσιά
του σταδιοδρομία εξαρτάται μάλλον από την ατομική του αξία και όχι από την
κοινωνική τάξη, από την οποία προέρχεται, ούτε πάλι ένας, ο οποίος είναι μεν
φτωχός έχει όμως την ικανότητα να παράσχει κάποια υπηρεσία στην πατρίδα του,
εμποδίζεται σε αυτό από το γεγονός ότι είναι άγνωστος. Ζούμε δε σαν ελεύθεροι
άνθρωποι, και σαν πολίτες στον δημόσιο βίο και σαν άτομα στον ιδιωτικό, στις
επιδιώξεις μας της καθημερινής ζωής, κατά τις οποίες δεν κοιτάμε ο ένας στον
άλλον με καχυποψία, δεν θυμώνουμε με τον γείτονά μας, όταν κάνει ό,τι του
αρέσει, ούτε παίρνουμε μια φυσιογνωμία σκυθρωπή, η οποία μπορεί να μην βλάπτει
τον άλλο, πάντως όμως είναι δυσάρεστη. Ενώ δε στην ιδιωτική μας ζωή
συναναστρεφόμαστε μεταξύ μας χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλον, στην δημόσιά μας
ζωή, σαν πολίτες, από σεβασμό προ πάντων δεν παραβαίνουμε τους νόμους, υπακούμε
δε στους εκάστοτε κατέχοντες τα δημόσια αξιώματα και στους νόμους, προ
περισσότερο σε εκείνους από τους νόμους, που έχουν θεσπιστεί για υποστήριξη των
αδικούμενων, και σε άλλους, οι οποίοι αν και άγραφοι, η παράβασή τους φέρνει
πανθομολογούμενη ντροπή στους παραβάτες. Αλλά και για το πνεύμα μας έχουμε
εφεύρει πλείστους όσους τρόπους να το ανακουφίζουμε από τους κόπους, με
εορταστικούς αγώνες και θυσίες, τις οποίες έχουμε καθιερώσει καθ’ όλη τη
διάρκεια του έτους, και με ευπρεπή ιδιωτικά οικήματα, η δε ευχαρίστηση την οποία
καθημερινά απολαμβάνουμε από όλα αυτά, διώχνει την μελαγχολία. Λόγω δε του
μεγάλου αριθμού των κατοίκων της πόλης μας εισάγονται σε αυτήν προϊόντα όλου του
κόσμου, και συμβαίνει να απολαμβάνουμε έτσι τα προϊόντα των άλλων χωρών με όση
οικειότητα καταναλώνουμε τα προϊόντα της Αττικής (σαν να είναι δηλαδή δικά
μας).</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Υπερέχουμε δε από τους
αντιπάλους μας και στην πολεμική προετοιμασία κατά τα εξής: Την πόλη μας π.χ.
την παρέχουμε ανοιχτή σε όλον τον κόσμο, και ποτέ δεν αποκλείουμε κανέναν
διώχνοντας τους ξένους από οποιοδήποτε ακρόαμα ή θέαμα, από το οποίο, αν δεν το
κρατήσουμε μυστικό και το δεί κανείς από τους εχθρούς μας, είναι δυνατόν να
ωφεληθεί, και αυτό γιατί έχουμε εμπιστοσύνη όχι τόσο στις πολεμικές
προετοιμασίες και τα στρατηγήματα όσο στην έμφυτη γενναιότητά μας όσον αφορά τα
έργα. Στο ζήτημα δε πάλι της αγωγής, ενώ εκείνοι υποβάλλονται από την νεαρή τους
ακόμα ηλικία σε συνεχή και επίπονη άσκηση, με την οποία επιδιώκουν να γίνουν
γενναίοι, εμείς ζούμε με όλες τις ανέσεις και όμως είμαστε εξ ίσου πρόθυμοι να
αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους, τους οποίους αντιμετωπίζουν και αυτοί. Και να η
απόδειξη: ενώ οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν κατά της χώρας μας με όλους τους
τους συμμάχους και ποτέ μόνοι, εμείς επερχόμαστε κατά των άλλων εντελώς μόνοι,
και τις περισσότερες φορές νικάμε χωρίς καμία δυσκολία τους αντιπάλους μας,
μολονότι εκείνοι μεν μάχονται υπέρ βωμών και εστιών, εμείς δε είμαστε σε ξένο
έδαφος. Και κανείς από τους εχθρούς μας δεν αντιμετώπισε μέχρι σήμερα τις
δυνάμεις μας ενωμένες, γιατί αφ’ ενός καταβάλλουμε πολλές φροντίδες ταυτόχρονα
και για το ναυτικό μας, και αφ’ ετέρου κατατέμνουμε τις δυνάμεις μας του πεζικού
και τις στέλνουμε σε πολλά σημεία της επικράτειάς μας. Αν δε κάπου με μέρος μόνο
της δύναμής μας συμπλακούν οι αντίπαλοί μας, τότε, αν μεν νικήσουν, καυχώνται
ότι μας νίκησαν όλους, αν δεν νικηθούν, διακηρύσσουν ότι νικήθηκαν από όλους.
Και βέβαια, αν εμείς αντιμετωπίζουμε με πολλή προθυμία τους κινδύνους, μάλλον με
μια αφροντισία και άνεση παρά μετά από επίπονη άσκηση, και με ανδρεία, η οποία
οφείλεται όχι τόσο στην επιβολή των νόμων όσο στην φυσική μας ευψυχία, έχουμε το
πλεονέκτημα ότι δεν καταπονούμεθα προκαταβολικά για δεινά, τα οποία ανήκουν
ακόμα στο μέλλον, και ότι, όταν φθάσει η ώρα των δεινών αυτών, αποδεικνυόμαστε
ότι δεν είμαστε λιγότερο τολμηροί από εκείνους που μοχθούν αδιάκοπα. Δεν είναι
δε σε αυτά μόνο αξιοθαύμαστη η πόλη μας αλλά και σε πολλά ακόμη.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Γιατί είμαστε λάτρεις του
ωραίου, όμως χωρίς σπατάλη χρήματος, και καλλιεργούμε το πνεύμα χωρίς να χάνουμε
την ανδρεία μας. Και μεταχειριζόμαστε τον πλούτο περισσότερο σαν μια ευκαιρία
δράσης παρά σαν αφορμή κομπορρημοσύνης, το να ομολογεί δε κανείς την φτώχεια του
δεν είναι ντροπή, είναι όμως αισχρότερο το να μην προσπαθεί να την αποφύγει με
την εργασία. Επί πλέον, οι ίδιοι εμείς όλοι είμαστε σε θέση να φροντίζουμε
ταυτόχρονα για τις ιδιωτικές μας υποθέσεις και για τις υποθέσεις της πόλης μας,
και όσοι από εμάς είναι απασχολημένοι με ιδιωτικές επιχειρήσεις και αυτοί ακόμα
κατέχουν τα πολιτικά ζητήματα στην εντέλεια. Γιατί είμαστε ο μόνος λαός που τον
μη αναμειγνυόμενο καθόλου στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο, και
οι μόνοι που όποτε δεν τα επινοούμε και δεν τα προτείνουμε οι ίδιοι πάντως
έχουμε τη δύναμη να κρίνουμε σωστά τα λαμβανόμενα μέτρα, τους δε λόγους δεν τους
θεωρούμε καθόλου εμπόδιο των έργων, αλλά μάλλον θεωρούμε σαν εμπόδιο το να μην
έχουμε κατατοπισθεί προφορικά σε όσα έχουμε να κάνουμε, πριν καταπιαστούμε με
αυτά. Γιατί υπερέχουμε από τους άλλους και ως προς αυτό ακόμη, ότι δηλαδή εμείς
οι ίδιοι αποφασίζουμε για όσα πρόκειται να επιχειρήσουμε και εμείς οι ίδιοι τα
επιχειρούμε. Ενώ ως προς αυτό οι άλλοι... σε αυτούς η μεν αμάθεια τους κάνει να
αποφασίζουν η δε σκέψη τους κάνει να διστάζουν. Πιο τολμηροί όμως από όλους
είναι σωστό να θεωρούνται όσοι γνωρίζουν με σαφήνεια ποιες είναι οι συμφορές και
ποια τα ευχάριστα, και όμως η γνώση αυτή δεν τους κάνει να αποφεύγουν τους
κινδύνους. Αλλά και στα ζητήματα της καλωσύνης διαφέρουμε από την πλειονότητα
των ανθρώπων. Γιατί εμείς τους φίλους τους αποκτάμε μάλλον ευεργετώντας παρά
ευεργετούμενοι από αυτούς. Σταθερότερος δε φίλος είναι ο ευεργετών τον άλλον,
γιατί είναι φυσικό να προσπαθεί να διατηρεί την ανάμνηση της ευεργεσίας με το να
φέρεται πάντοτε καλά προς τον ευεργετούμενο. Ενώ αντιθέτως αυτός που οφείλει την
ευεργεσία είναι ψυχρότερος στις σχέσεις του, γιατί γνωρίζει, ότι πρόκειται να
ανταποδώσει την καλωσύνη σαν πληρωμή χρέους και όχι για να εξασφαλίσει την
ευγνωμοσύνη του άλλου. Και είμαστε οι μόνοι που βοηθάμε τον άλλο χωρίς την
ελάχιστη ανησυχία, και αυτό μάλλον από την εμπιστοσύνη που εμπνέει η ελευθερία
παρά από συμφεροντολογικούς υπολογισμούς.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν τα
παραπάνω τονίζω, ότι η όλη πόλη είναι σχολείο της Ελλάδας και ότι, κατά τη γνώμη
μου, ο καθένας από εμάς έχει την ικανότητα να προσαρμοστεί προς τις πλέον
διαφορετικές μορφές δράσεως με την μεγαλύτερη ευστροφία και χάρη. Και ότι αυτά
είναι μάλλον η πραγματική αλήθεια και όχι απλή κομπορρημοσύνη, κατάλληλη για την
παρούσα περίσταση, το αποδεικνύει αυτή η δύναμη της πόλης, την οποία αποκτήσαμε
με τις ικανότητές μας αυτές. Γιατί είναι η μόνη πόλη από τις σημερινές που όταν
δοκιμάζεται αποδεικνύεται ανώτερη της φήμης της, και η μόνη, η οποία ούτε στον
εχθρό, που της επιτίθεται, δίνει αφορμή να αγανακτήσει με όσα παθαίνει από
τέτοιους αντιπάλους, ούτε στους υπηκόους της δίνει αφορμή για παράπονα, γιατί
τάχα εξουσιάζονται από ανάξιους να έχουν την εξουσία. Η δύναμή μας δε αυτή δεν
είναι βέβαια χωρίς αποδείξεις, αλλά υπάρχουν μεγαλοπρεπή μνημεία αυτής, για τα
οποία μας θαυμάζουν» οι σύγχρονοί μας και θα μας θαυμάζουν και οι μελλοντικές
γενιές, και μάλιστα χωρίς να χρειαζόμαστε τους επαίνους ούτε του Ομήρου ούτε
κανενός άλλου, του οποίου οι στίχοι είναι δυνατόν να ευχαριστήσουν προς στιγμήν,
θα έλθει όμως η πραγματικότητα, η οποία θα αποκαλύψει ψεύτικη την ιδέα που
σχηματίστηκε για τα πράγματα, αλλά γιατί ολόκληρη τη θάλασσα και την ξηρά την
εξαναγκάσαμε να γίνει προσιτή στην τόλμη μας, ιδρύσαμε δε παντού αιώνια μνημεία
και της φιλίας μας και της έχθρας μας. Υπέρ αυτής λοιπόν της πόλης και αυτοί εδώ
λοιπόν πολέμησαν γενναία και βρήκαν τον θάνατο, γιατί δεν μπορούσαν να ανεχθούν
την στέρησή της, και από εμάς τους απομένοντες στην ζωή ο καθένας πρέπει να έχει
την προθυμία να μοχθήσει γι’ αυτήν.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο
μακρηγόρησα για όσα αφορούν την πόλη, αφ’ ενός μεν δηλαδή γιατί ήθελα να σας
δείξω, ότι εμείς δεν αγωνιζόμαστε για τον ίδιο σκοπό, για τον οποίο αγωνίζονται
όσοι δεν έχουν κανένα από αυτά τα πλεονεκτήματα σε ίσο βαθμό με μας, και αφ’
ετέρου γιατί με αυτόν τον τρόπο ήθελα να κάνω φανερό με αποδείξεις, ότι είναι
δίκαιο το εγκώμιο των ανδρών αυτών, για τους οποίους μιλάω τώρα. Και έχω ήδη
αναφέρει τα κυριότερα σημεία τούτου του εγκωμίου. Γιατί όσα είπα για την πόλη
για να την εξυμνήσω, είναι στολίδια, με τα οποία την στόλισαν οι αρετές αυτών
εδώ και άλλων ομοίων με αυτούς, και πολύ λίγοι Έλληνες υπάρχουν, για τους
οποίους μπορεί να λεχθεί, ό,τι μπορεί να λεχθεί γι’ αυτούς εδώ, ότι δηλαδή φήμη
τους ισοσταθμίζει τα έργα τους. Έχω δε τη γνώμη, ότι θάνατος σαν αυτόν εδώ των
προκείμενων νεκρών παρέχει το αληθινό μέτρο της αξίας ενός ανθρώπου, και άλλοτε
μεν είναι ο πρώτος που την προαναγγέλλει άλλοτε δε ο τελευταίος που την
επισφραγίζει. Γιατί και εκείνοι ακόμη που υστερούν κατά τα άλλα, δικαιούνται να
προβάλλουν για υπεράσπισή τους την ανδραγαθία, την οποία επέδειξαν κατά τους
πολέμους, μαχόμενοι υπέρ της πατρίδας. Γιατί εξέλειψαν το κακό δια του καλού,
και με τις καλές τους υπηρεσίες σαν υπερασπιστές της πατρίδας την ωφέλησαν
περισσότερο απ’ όσο την έβλαψαν με τα τυχόν σφάλματά τους στην ιδιωτική τους
ζωή. Από αυτούς όμως εδώ κανείς δεν δείχθηκε δειλός μπροστά στον θάνατο εξ
αιτίας του πλούτου του, δεν προτίμησε δηλαδή να συνεχίσει την απόλαυσή του, ούτε
απέφυγε τον κίνδυνο εξ αιτίας της φτώχειας του, από την ελπίδα δηλαδή ότι μπορεί
να την αποφύγει επί τέλους κάποτε και να γίνει πλούσιος. Αλλά περισσότερο από
όλα τα αγαθά πόθησαν την τιμωρία των εχθρών τους, και συνάμα θεώρησαν ότι δεν
υπάρχει ενδοξότερος κίνδυνος από αυτόν εδώ, και για τούτο προθυμοποιήθηκαν να
ριφθούν σε αυτόν, για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους αφ’ ενός, και για να
επιδιώξουν την απόκτηση των αγαθών αυτών αφ’ ετέρου, την μεν αβεβαιότητα δηλαδή
της επιτυχίας την εμπιστεύθηκαν στην ελπίδα, ως προς δε τον κίνδυνο του θανάτου
που βρισκόταν μπροστά τους κατά την μάχη ήταν αποφασισμένοι να στηριχθούν στον
εαυτό τους και μόνο. Και μέσα στη μάχη θεώρησαν πάντα προτιμότερο να αντισταθούν
και να βρουν τον θάνατο παρά να σωθούν τρεπόμενοι σε φυγή, και γι’ αυτό
απέφευγαν την αισχρή φήμη της δειλίας, και υπέβαλαν τα σώματά τους σε όλα τα
δεινά της μάχης, σε μια δε κρίσιμη στιγμή, που ήταν στα χέρια της τύχης, στο
ύψος της δόξας μάλλον παρά του τρόμου, βρήκαν τον θάνατο.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Και αυτοί μεν εδώ τέτοιου είδους
άνθρωποι υπήρξαν, αντάξιοι της πατρίδας τους. Σεις δε οι επιζώντες πρέπει να
εύχεσθε, το γενναίο σας φρόνημα απέναντι στους εχθρούς να είναι περισσότερο
τυχερό από αυτό των προηγούμενων νεκρών, με κανέναν όμως τρόπο να καταδέχεσθε να
είναι λιγότερο τολμηρό, και να μην κρίνετε την αξία του φρονήματος αυτού από
τους επαίνους του ρήτορα μόνο, ο οποίος θα μπορούσε να την μεγαλοποιήσει όσο
ήθελε ενώπιόν σας ( αν και σεις τα ξέρετε το ίδιο καλά με αυτόν ) αναφέροντας
όλα τα καλά που υπάρχουν στην άμυνα εναντίον των εχθρών, αλλά μάλλον να
παρατηρείτε καθημερινά τη δύναμη της πόλης, όπως αυτή παρουσιάζεται με έργα, και
να κυριεύεσθε λίγο από έρωτα προς αυτήν, και όταν σας φανεί ότι είναι μεγάλη, να
συλλογίζεσθε ότι όλα αυτά τα απέκτησαν άνθρωποι τολμηροί που είχαν συναίσθηση
του καθήκοντός τους, και κατά την ώρα της μάχης είχαν πάντοτε μπροστά στα μάτια
τους τον φόβο του ντροπιάσματος, όσες φορές δε αποτύγχαναν σε κάποια τους
προσπάθεια, δεν νόμιζαν ότι για τον λόγο αυτό έπρεπε να στερήσουν και την πόλη
από τις υπηρεσίες τους, αλλά συνεισέφεραν υπέρ αυτής την ωραιότερη συνεισφορά.
Γιατί ενώ όλοι μαζί από κοινού πρόσφεραν στην υπηρεσία της πατρίδας τα σώματά
τους, απελάμβαναν ατομικά κάθε ένας, σαν ανταμοιβή τρόπον τινά, τον έπαινο, ο
οποίος δεν γερνάει ποτέ, και τον πιο επίσημο τάφο, που είναι δυνατόν να
αποκτήσει άνθρωπος, δεν εννοώ δε τον τάφο, στον οποίο έχουν εναποτεθεί τα
λείψανά τους, αλλά μάλλον τον τάφο, στον οποίο απομένει μετά θάνατον η δόξα τους
και μνημονεύεται αιωνίως σε κάθε παρουσιαζόμενη κάθε φορά ευκαιρία είτε λόγου
είτε έργου. Γιατί των επιφανών ανδρών τάφος είναι η Γη ολόκληρη, και την ύπαρξή
τους δεν την φανερώνει μόνο η επιγραφή μιας στήλης σε κάποιο μέρος της πατρίδας
τους, αλλά και στα ξένα μέρη είναι εγκατεστημένη μια άγραφη ανάμνηση αυτών
σκαλισμένη όχι σε κάποιο έργο τέχνης αλλά μάλλον στις καρδιές ενός εκάστου των
ανθρώπων. Αυτούς λοιπόν , εσείς τώρα να τους μιμηθείτε, και με τη σκέψη ότι
ευδαιμονία είναι η ελευθερία, ελευθερία δε η τόλμη, μην τρομοκρατείσθε από τους
κινδύνους του πολέμου. Γιατί δεν θα ήταν δικαιότερο να αψηφούν την ζωή τους οι
δυστυχούντες άνθρωποι, οι οποίοι δεν ελπίζουν να απολαύσουν κανέναν καλό, αλλά
οι ευτυχισμένοι, οι οποίοι κατά την διάρκεια ακόμη της ζωής τους διατρέχουν τον
κίνδυνο να δουν την κατάστασή τους να μεταβάλλεται στην αντίθετη, δηλαδή την
δυστυχία, και για τους οποίους θα ήταν πολύ σημαντική η διαφορά, αν υποτεθεί ότι
πάθαιναν κανένα ατύχημα. Γιατί προξενεί μεγαλύτερο πόνο, σε έναν βέβαια που έχει
κάποια υψηλοφροσύνη, η εξαθλίωση που συνοδεύεται από εκφυλισμό, παρά ο θάνατος
που του έρχεται ξαφνικά, χωρίς καν να γίνει αισθητός, επάνω στην ακμή της
σωματικής του δύναμης και επάνω στις ελπίδες που τρέφει και ο κάθε
θνητός.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο και
σας τους γονείς των ηρώων αυτών, όσοι είσθε παρόντες, δεν σας κλαίω την στιγμή
αυτή, αλλά μάλλον θα προσπαθήσω να σας παρηγορήσω. Γιατί, όπως όλοι, γνωρίζουν
και αυτοί ότι μεγάλωσαν μέσα σε ποικίλες εναλλαγές της τύχης, και ότι
ευτυχισμένοι μπορεί να θεωρούνται μόνο εκείνοι, στους οποίους έλαχε η μεγίστη
τιμή, είτε ένας έντιμος θάνατος είναι αυτή, όπως αυτών εδώ, είτε μια έντιμη
λύπη, όπως η δική σας, και εκείνοι, των οποίων οι ημέρες της ζωής τους
κανονίστηκαν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε το τέρμα της ευτυχίας τους να συμπέσει με
το τέρμα της ζωής τους. Γνωρίζω βέβαια ότι είναι δύσκολο να σας πείσω γι’ αυτά,
μια τέτοια στιγμή κατά την οποία η ευτυχία των άλλων θα σας κάνει να θυμηθείτε
πολλές φορές την ευτυχία, που κάποτε αισθανθήκατε και σεις. Και λύπη αισθάνεται
κανείς όχι για την έλλειψη των αγαθών που δεν δοκίμασε ποτέ στην ζωή του, αλλά
για την στέρηση εκείνων, τα οποία πριν του αφαιρεθούν αποτέλεσαν μέρος της ζωής
του. Όσοι δε από εσάς είσθε σε ηλικία που επιτρέπει την τεκνοποιία, πρέπει να
υποφέρετε τον πόνο σας με περισσότερη υπομονή, γιατί ελπίζετε να αποκτήσετε και
άλλα παιδιά. Γιατί όχι μόνο για τον καθένα σας ιδιαίτερα εκείνα που θα γεννηθούν
θα σας κάνουν να λησμονήσετε σιγά σιγά αυτά που χάσατε στον πόλεμο, αλλά και για
την πόλη το κέρδος θα είναι διπλό, γιατί με αυτόν τον τρόπο, αφ’ ενός
αποφεύγεται η απειλούμενη ερήμωση από την ελάττωση του πληθυσμού, και αφ’ ετέρου
ενισχύεται η ασφάλειά της. Γιατί τίποτε το σωστό και δίκαιο δεν είναι σε θέση να
σκεφθούν και να συμβουλεύσουν την πόλη όσοι δεν έχουν παιδιά να τα εκθέσουν στον
κίνδυνο που εκτίθενται τα παιδιά όλων των άλλων. Όσοι δε πάλι έχετε προσπεράσει
το όριο αυτό της ηλικίας, πρέπει να θεωρείτε κέρδος το ότι περάσατε το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας ευτυχισμένοι, η δε περίοδος της λυπημένης ζωής σας
θα είναι σύντομη, και να ανακουφίζεστε από την δόξα αυτών εδώ των ηρωικώς
πεσόντων παιδιών σας. Γιατί το μόνο πράγμα που δεν γερνάει ποτέ είναι η
φιλοδοξία, και εκείνο που ευχαριστεί τον άνθρωπο στην γεροντική του ηλικία, όταν
είναι άχρηστος πια, δεν είναι το κέρδος, όπως ισχυρίζονται μερικοί, αλλά η
απόλαυση τιμών.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ως προς σας δε εξ άλλου, τους
γιους και αδελφούς τους, όσοι είσθε παρόντες, βλέπω ότι η προσπάθεια, την οποία
θα πρέπει να καταβάλλετε, για να τους μιμείσθε, είναι τρομακτικά δύσκολη. Γιατί
όλοι συνηθίζουν να επαινούν εκείνον που δεν υπάρχει πλέον, οσοδήποτε δε υπέροχη
και αν υποτεθεί ότι είναι η αρετή σας, μόλις και μετά βίας θα θεωρούσατε ότι
είσθε, όχι όμοιοι, αλλά κατά τι κατώτεροι. Γιατί και μεταξύ των ζώντων υπάρχει
φθόνος αμοιβαίος εκ μέρους των εκάστοτε αντιζήλων, όποιος δε πεθαίνει και δεν
είναι εμπόδιο σε κανέναν τιμάται με μια εύνοια απαλλαγμένη από κάθε αντίδραση.
Αν δε πρέπει να κάνω λόγο και για την γυναικεία αρετή, σχετικά με αυτές που θα
ζουν ως εξής σαν χήρες, θα συμπεριλάβω όλα όσα έχω να πω σε μια σύντομη
παραίνεση: θα είναι μεγάλη η δόξα σας, αν δεν δειχθείτε κατώτεροι του φυσικού
σας χαρακτήρα, και μάλιστα αν για την κάθε μια σας γίνεται όσο το δυνατόν
λιγότερος λόγος μεταξύ των ανδρών, είτε προς έπαινον είτε προς κατηγορία (είτε
για καλό είτε για κακό).</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Εκφώνησα λοιπόν κι εγώ, σύμφωνα
με την επιταγή του νόμου, τον επιτάφιο, και είπα ό,τι είχα να πω κατάλληλο για
την περίσταση, και με έργα δε αυτοί, τους οποίους θάπτουμε, εν μέρει μεν έχουν
τιμηθεί τώρα αμέσως, εν μέρει δε θα τιμώνται στο μέλλον, γιατί η πόλη θα
ανατρέφει τα παιδιά τους δημοσία δαπάνη μέχρι που να γίνουν έφηβοι, απονέμουσα
έτσι και σε αυτούς εδώ και στους επιζώντες χρήσιμη αμοιβή, αντί στεφάνου τρόπον
τινά, για αυτούς τους αγώνες τους υπέρ της πατρίδας. Γιατί όπου τα βραβεία της
αρετής είναι τα πιο μεγάλα, εκεί συγκαταλέγονται μεταξύ των πολιτών και οι πιο
ενάρετοι άνδρες. Και τώρα να χορτάσει ο καθένας θρηνώντας τον δικό του και
έπειτα να αποχωρήσει». Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο τελέστηκε ο ενταφιασμός των
πεσόντων κατά αυτόν τον χειμώνα, με το τέλος του οποίου συνέπεσε και το τέλος
του πρώτου έτους του παρόντος πολέμου.</span> </dt>
</dl>
</dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-66943418304760650982012-10-24T10:03:00.001-07:002012-10-24T10:03:37.439-07:00Πλάτων: Νόμοι (Δύο Τόμοι) Ολόκληρο το έργο <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 26pt;">Πλάτων: Νόμοι (Δύο Τόμοι)
Ολόκληρο το έργο </span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=231nomoi.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="170" src="http://fih.gr/images/231nomoi.jpg" width="130" /></a>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Δραματικός χώρος του διαλόγου
είναι η Κρήτη και στη συζήτηση παίρνουν μέρος ένας ανώνυμος Αθηναίος, ο Κρητικός
Κλεινίας και ο Σπαρτιάτης Μέγγιλος. Αντικείμενο –όπως και στην Πολιτεία – είναι
η οικοδόμηση ενός φανταστικού πολιτεύματος, η εύρυθμη λειτουργία του οποίου
εξαρτάται από μια ιδεατή νομοθεσία. Η συζήτηση ξεκίνησε από την απορία του
Αθηναίου σχετικά με τη λειτουργία των συσσιτίων και της στρατιωτικής εκπαίδευσης
στις πόλεις καταγωγής των συνομιλητών του, οι οποίοι υποστήριξαν ότι αυτά, όπως
και οι υπόλοιποι νόμοι και θεσμοί, αποσκοπούσαν στην επιτυχή διεκπεραίωση των
πολέμων, επομένως στην καλλιέργεια της αρετής της ανδρείας. Ο Αθηναίος δήλωσε
ότι δεν πίστευε πως οι νομοθέτες θα θέσπιζαν τους νόμους τους αποσκοπώντας στην
καλλιέργεια ενός μόνο μορίου της αρετής, την ανδρεία. </span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Πλάτων</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/28616139?access_key=key-2fxw9upoprf6p99irduy" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Πλάτων:
Νόμοι – Διαβάστε το</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-35232691111682971522012-10-24T10:02:00.003-07:002012-10-24T10:02:58.393-07:00ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 28pt;">ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ </span></b>
</dt>
<dt><span style="color: red;"><b><span style="font-size: 16pt;">Αρχαίο κείμενο και Έμμετρη
μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη</span></b></span><a href="http://fih.gr/view.php?filename=6714402.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="256" src="http://fih.gr/images/6714402.jpg" width="199" /></a>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αφού τέλειωσε ο πόλεμος στην
ξακουσμένη Τροία, ξεκίνησαν οι Αχαιοί να γυρίσουν στην πατρίδα τους μετά από
δέκα χρόνια. Μα οι θεοί είχαν θυμώσει από τις πράξεις τους, γιατί έκαψαν στην
Τροία τους ναούς τους. Όλοι όμως γύρισαν Και μόνο ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος
άργησε να φτάσει στην Ιθάκη. Περιπλανήθηκε στις θάλασσες, σε χώρες μακρινές δέκα
περίπου χρόνια. Στο σπίτι του οι μνηστήρες έτρωγαν κι έπιναν κι ήθελαν να
παντρευτούν την Πηνελόπη, τη γυναίκα του και να του πάρουν το θρόνο. Εκείνη όμως
στην κάμαρά της είχε στήσει αργαλειό κι ύφαινε τρία χρόνια ένα πανί λεπτό,
ολοκέντητο κι έλεγε στους μνηστήρες:</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">- Όταν τελειώσω το πανί τότε και
θα διαλέξω έναν απ΄όλους για άντρα μου. Όμως τη μέρα ύφαινε το ατελείωτο υφαντό
της κι όλη τη νύχτα ξήλωνε κάτω απ΄το φως μιας δάδας.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Όμηρος
</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/76792668?access_key=key-16emo9oqavanyaxtgvaq" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">ΟΜΗΡΟΥ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ – Διαβάστε το</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-40124088291748794872012-10-24T10:02:00.000-07:002012-10-24T10:02:05.099-07:00Αριστοτέλης: Περί Ψυχής <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 26pt;">Αριστοτέλης: Περί Ψυχής
</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=551_e02848f861.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="244" src="http://fih.gr/images/551_e02848f861.jpg" width="239" /></a><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αρχαίο κείμενο και Μετάφραση-Σχόλια Παύλου
Γρατσιάτου (Αθήνα, "Φέξη", 1911). Σύμφωνα με τον αριστοτελικό ορισμό, ψυχή είναι
η πρώτη εντελέχεια ενός φυσικού, οργανικού σώματος, που έχει τη δυνατότητα της
ζωής, και, επίσης, έχει μέσα του την αρχή της κίνησης και της στάσης. Εντελέχεια
είναι η μορφή του όντος που υπάρχει σε κατάσταση δυνατότητας. Η ψυχή, δηλαδή,
είναι μια υπόσταση με την έννοια της μορφής. Η χαρακτηριστική Αριστοτελική
διατύπωση, είναι πως η ψυχή είναι αυτό που ένα συγκεκριμένο σώμα ήταν να είναι.
Είναι αιτία και αρχή του ζωντανού σώματος, η πηγή και ο σκοπός της κίνησης του.
Είναι αιτία ως η μορφή του έμψυχου σώματος. Ο Αριστοτέλης, ένας από τους
μεγαλύτερους Έλληνες φιλοσόφους ερευνητές και διανοητές γεννήθηκε στα Στάγειρα
της Χαλκιδικής απ' το γιατρό (του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Β΄) Νικόμαχο και
την Φαιστίδα το 385π.Χ. Σε ηλικία 20 ετών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου φοίτησε
στην Ακαδημία του Πλάτωνος. Επέδειξε τόσην επιμέλεια και ευφυϊα, ώστε ο Πλάτων
τον αποκαλούσε «Ο Νους».</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Αριστοτέλης</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/75418450?access_key=key-2a7r2ekjnkk3sbsq1o3q" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Αριστοτέλης:
Περί Ψυχής – Διαβάστε</a> </span></b><br /><br />
<h3 style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Αριστοτέλους</span></h3>
<h2 style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 26pt; line-height: 150%;">Περί Ψυχής</span></h2>
<h4 style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Μετάφραση-Σχόλια Παύλου
Γρατσιάτου</span></h4>
<div align="center" style="line-height: 150%; text-align: center;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ</span></div>
<div style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Προς εξήγησιν θεωριών τινων και
χωρίων του Αριστοτέλους εθεωρήσαμεν επάναγκες να προσθέσωμεν ενταύθα ολίγας έτι
σημειώσεις.</span></div>
<div style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Καίτοι πάντες οι κριτικοί
παραδέχονται ότι το βιβλίον τούτο είναι έργον του Αριστοτέλους, τινές όμως
φρονούσιν, ότι η τάξις των Κεφαλαίων είναι έργον άλλης χειρός. Αλλά το αυτό
δύναταί τις να είπη και περί των άλλων συγγραφών του φιλοσόφου, αίτινες πάσαι
σχεδόν είναι συρραφαί αποσπασμάτων ή πραγματειών μεμονωμένων. Ο Αριστοτέλης
συνέτασσε σχέδια πραγματειών ή σημειώσεις προς διδασκαλίαν, αλλά δεν ηδυνήθη να
δώση εις ταύτα και την τελικήν μορφήν, ταλαιπωρηθείς κατά τα τελευταία έτη του
βίου του υπό θρησκευτικού διωγμού και εξορίας. Την διάταξιν των υλικών, άπερ
κατέλιπεν ο Αριστοτέλης, εξετέλεσαν οι εκδότες αυτών, Ανδρόνικος ο Ρόδιος και
άλλοι.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Α, 1. σελ. 13. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_01.html#add01" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Διά
την ακρίβειαν αυτής</i></b></a><b><i>.</i></b> Άλλοι εξηγούσι : “Διά την
οξύνοιαν την απαιτουμένην προς εύρεσιν της γνώσεως”. Ισχυρίζονται δ' ότι δεν
πρόκειται ενταύθα περί αληθείας εξαγομένης εκ των πρώτων αρχών, διότι ο
Αριστοτέλης εθεώρει το υλικόν της ψυχολογίας ως ανήκον εις τον φυσικοοργανικόν
κόσμον, όστις δεν είναι ο κόσμος της αναγκαίας και ακριβούς
πραγματικότητος.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Α, 1. σελ. 14. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_01.html#add02" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Η
ψυχή αρχή των ζώντων</i></b></a><b><i>.</i></b> Η λέξις <b>αρχή</b> από του
Αριστοτέλους κατέστη σημαντικώτατος φιλοσοφικός όρος. Τας διαφόρους σημασίας της
αρχής (<a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_01.html" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">όρα σελ. 14</a>)
οι νεώτεροι περιέλαβον εις την <b>αρχήν του είναι</b> (λόγον πραγματικόν ή
αιτιώδη) και εις την <b><i>αρχήν της γνώσεως</i></b> (γνωστικόν λόγον) ή κατ'
Αριστοτέλην “αρχήν του γνώναι και της κινήσεως”.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Α. 2. σελ. 14. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_01.html#add03" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Άλλαι
αι αρχαί των αριθμών</i></b></a><b><i>.</i></b> Αι διάφοροι αρχαί, ων χρήσιν
ποιούνται η αριθμητική και η γεωμετρία, είναι η Μονάς και η Έκτασις.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Α, 3. σελ. 14. Αι <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_01.html#add04" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">κατηγορίαι</a>,
ήτοι οι διάφοροι τρόποι του είναι, εισί δέκα: ουσία (υπόστασις), ποσόν, ποιόν,
σχέσις, τόπος, χρόνος, θέσις, έξις (κατοχή), ενέργεια, πάθος. Η ουσία είναι τα
υποκείμενον, αι δε λοιπαί εννέα είναι κατηγορούμενα. [σ. 154]</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Α, 5. σελ. 15. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_01.html#add05" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Πρέπει
να προσέξωμεν</i></b></a><b><i>.</i></b> Η παράγραφος απλούστερον μεταφραζομένη
ορίζει, ότι ανάγκη να εξετασθή, αν υπάρχει είς μόνος ορισμός της ψυχής, όπως είς
μόνος υπάρχει ορισμός του ζώου, ή αν απαιτείται διάφορος ορισμός εκάστου είδους
ψυχής, όπως διάφορος είναι ο ορισμός του ίππου κλπ. Εξεταστέον δε και αν η
γενική έννοια <b><i>ζώον</i></b> ουδέν είναι πραγματικόν ή αν λαμβάνει ύπαρξιν
μετά τα καθ' έκαστα ζώα. Το αυτό δε εξεταστέον και περί πάσης άλλης γενικής
εννοίας.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Α, 8. σελ. 16. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_01.html#add06" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Κατά
τας εικόνας</i></b></a><b><i> (των πραγμάτων τας σχηματιζομένας υπό της)
φαντασίας.</i></b> Ο Αριστοτέλης λέγει μόνον: <b><i>κατά την
φαντασίαν</i></b>.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Α. 8 σ. 16. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_01.html#add07" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Αντιλογικώς
και κενολογικώς</i></b></a><b><i>.</i></b> Ο Αριστοτ. λέγει ότι οι ορισμοί, δι'
ων δεν είναι εύκολον να συλλάβη τις ούτε εικασίαν των ιδιοτήτων του οριζομένου
πράγματος, είναι ορισμοί ονοματικοί ή εριστικοί και κενοί
εμπεριεχομένου.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Α. 9 σ. 17. Σημ. 1. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_01.html#add08" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Η
νόησις δεν υπάρχει άνευ του σώματος</i></b></a><b><i>. </i></b>Ο Αριστ.
εκφράζεται ασαφώς. Η ψυχή λέγει, ότι είναι η δίδουσα εις φυσικόν τι σώμα την
ατομικότητα και την σημασίαν αυτού και αποτελείται εκ της θρέψεως, κινήσεως κατά
τόπον αισθήσεως, μνήμης, πάθους, φαντασίας και νου. Εκ των λειτουργιών τούτων
της ψυχής μόνος ο νους είναι ίδιος εις τον άνθρωπον, αλλά και ούτος εν τη
παθητική μορφή αυτού βάσιν έχει την πείραν και είναι συνδεδεμένος με την ζωήν
του σώματος. Ο ποιητικός όμως νους είναι όλως χωριστός από του σώματος και
αθάνατος, γινώσκει δε την αλήθειαν (τας αρχάς) εποπτικώς, αμέσως, ουχί ως ο
παθητικός εμμέσως. Αλλ' ο τοιούτος νους δεν φαίνεται έχων θέσιν εν τω ορισμώ της
ψυχής, καθ' όν αύτη είναι εντελέχεια σώματος φυσικού έχοντος την δύναμιν του
ζην.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Α. 10. σ. 17. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_01.html#add09" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Και
επομένως εκφράσεις τοιαύται</i></b></a><b><i>.</i></b> Το χωρίον μεταφράζεται
και ούτως: Επομένως οι ορισμοί είναι τοιούτοι· λ. χ. το οργίζεσθαι είναι κίνησις
του κ.λ.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Α. 11. σ. 18. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_01.html#add10" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Έργον
τον φυσικού</i></b></a><b><i>.</i></b> Ο φυσικός φιλόσοφος δέον να μελετήση την
ψυχήν όλην ή μέρος αυτής συνδεδεμένον μετά του σώματος.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. A. 11. σ. 18. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_01.html#add11" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Η
μορφή της οικίας είναι τοιαύτη</i></b></a><b><i>.</i></b> Κατά λέξιν: Το είδος
είναι εν (τοις υλικοίς) τούτοις και δι' αυτό (το είδος) είναι ταύτα.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Α. 11. σ. 18. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_01.html#add12" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Είς
τεχνίτης</i></b></a>. Τεχνίτης εννοείται ουχί ο εμπειρικός απλώς, αλλ' ο μετά
της πείρας κατέχων και την θεωρίαν, ο επιστήμων τεχνίτης, ο ιατρός λ. χ., ή ο
αρχιτέκτων.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Β'. 5. σ. 20 <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_02.html#add13" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Ομοίως
και ο Αναξαγόρας.</i></b></a> Οι ορισμοί της ψυχής αποτελούσι τρεις τάξεις καθ'
όσον θεωρούσι κύριον χαρακτηριστικόν αυτής α') την κίνησιν, β') την γνωστικήν
δύναμιν, γ') αμφότερα, τήν τε κίνησιν ή ενέργειαν και την γνώσιν ή
θεωρίαν.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Β'. 5. σ. 21. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_02.html#add14" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Κατέκειτο
αλλοφρονών.</i></b></a> Τοιούτο χωρίον δεν απαντά εν τη σωζομένη μορφή των
Ομηρικών επών· του αλλοφρονείν εναντίον είναι τα φρονείν=ορθώς σκέπτεσθαι. Ο
Έκτωρ κατέκειτο αναίσθητος εκ πληγής, [σ. 155] είχεν άρα διατεταραγμένην και την
διάνοιαν. Αλλ' όμως ο Δημόκριτος διακρίνει τον λόγον από της αισθήσεως. Καίτοι
και ο μεν και η δε πηγάζουσιν έξωθεν, ουχί όμως αι αισθήσεις, αλλ' η λογική
νόησις ευρίσκει την πραγματικήν φύσιν των όντων. Του κόσμου η αληθής φύσις
αποτελείται εκ των <b>ατόμων</b> και του <b>κενού</b>, ταύτα όμως είναι στοιχεία
νοητά. Εν τούτοις τα δεδομένα προς τας λογικάς ταύτας αληθείας ευρίσκομεν εν
ταις αισθητικαίς αντιλήψεσι.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Γ, 2. σ. 26. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_03.html#add15" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Ας
εξετάσωμεν αν η ψυχή κινείται καθ' εαυτήν ή μόνον μετέχει της
κινήσεως.</i></b></a> Αντί των δύο λέξεων της μεταφράσεως <b><i>ή μόνον</i></b>
κατ' άλλους γραπτέον <b><i>και ούτω</i></b>, δηλ. εξεταστέον αν η ψυχή ένεκα της
ιδίας αυτής φύσεως μετέχει κινήσεως. Ο Αριστοτ. απορρίπτει την θεωρίαν ταύτην
του Πλάτωνος ισχυριζόμενος ότι α') αν η κίνησις είναι ουσιώδης φύσις της ψυχής,
αύτη θα είναι εν τόπω, τ. ε. θα περιέχηται και θα περιορίζηται υπ' άλλου
σώματος, διότι κατ' Αριστ. τόπος είναι το πέρας του περιέχοντος σώματος, ή το
πληρούμενον υπό του σώματος, β') η ψυχή αναγκαίως πρέπει να κινήται υπό
εξωτερικής δυνάμεως, και γ') και αναγκαίως πρέπει να τηρήται εν ηρεμία υπό
εξωτερικής δυνάμεως· αλλ' αι βεβιασμέναι αύται καταστάσεις κινήσεως και ηρεμίας
είναι αδιανόητοι, δ') η σύστασις της ψυχής θα προσδιορίζηται υπό της φύσεως των
κινήσεων της, ε') η ψυχή θα εκτελή τας κινήσεις, ας δίδει και, επειδή δίδει
τοπικήν κίνησιν, θα κάμνη και αυτή τοπικήν κίνησιν, και επομένως δύναται να
εισέλθη εις το σώμα, όταν εξέλθη εξ αυτού, και τα ζώα άρα δύνανται να ανίστανται
εκ νεκρών, ς') αν η κίνησις ήτις είναι μετάθεσις του κινουμένου, είναι ουσιώδης
φύσις της ψυχής, τότε η κίνησις της ψυχής θα ήτο μετάστασις εκ της φύσεως
αυτής.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Γ. 23. σ. 32. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_03.html#add16" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Η
τεκτονική εισδύει εις τους αυλούς</i></b></a><b><i>.</i></b> Η τεκτονική την
φυσικήν και υλικήν έκφρασιν αυτής ευρίσκει έν τινι οικία, ουχί δε εν αυλώ·
προσέτι όργανον έχει πέλεκυν και ουχί αυλόν. Μερική τις οικία είναι η έκφρασις
μερικής τέχνης ή ιδέας, ακριβώς όπως μερικόν τι σώμα είναι η έκφρασις ωρισμένης
και ατομικής ψυχής. Η ψυχή είναι η εντελέχεια και η δύναμις η διαμορφούσα το
σώμα, και αυτή αποτελεί την Ατομικότητα και την σημασίαν του
ανθρώπου.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Δ. 2, 32. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_04.html#add17" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Αλλά
καίτοι η αρμονία.</i></b></a> Η περί Αρμονίας θεωρία αύτη φαίνεται μεν πιθανή,
λέγει ο Θεμίστιος (1, 4, σ. 44), ανηρέθη όμως πολλαχώς και υπ' Αριστοτέλους και
υπό Πλάτωνος. Διότι η ψυχή είναι πρότερον του σώματος, η δε αρμονία ύστερον· η
ψυχή άρχει του σώματος και επιστατεί και μάχεται πολλάκις προς αυτό, η αρμονία
όμως δεν μάχεται προς τα ηρμοσμένα πράγματα· η αρμονία δέχεται το μάλλον και το
ήττον, η ψυχή όμως δεν δέχεται τοιαύτην αυξομείωσιν· η αρμονία δεν ανέχεται
αναρμοστίαν, η ψυχή όμως δέχεται κακίαν χωρίς να καταστρέφηται· προσέτι, αν του
σώματος η αναρμοστία είναι νόσος, ή αίσχος, ή ασθένεια, η αρμονία αυτού θα είναι
υγίεια και κάλλος και δύναμις, ουχί όμως η ψυχή κ.λ.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Ε. 1. σ. 38. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_05.html#add18" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Η
ψυχή είναι αριθμός.</i></b></a> Ο Αριστοτέλης την θεωρίαν [σ. 156] του
Ξενοκράτους αφομοιών προς την ατομολογίαν του Δημοκρίτου εφαρμόζει και επ' αυτής
την κριτικήν της θεωρίας του Δημοκρίτου.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Ε. 2. σ. 38. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_05.html#add19" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Ο
Δημόκριτος εξηγεί την κίνησιν.</i></b></a> Δηλ. το ζώον κινείται υπό ψυχικών
μονάδων, όπως κινείται υπό ψυχικών ατόμων εν τη θεωρία του
Δημοκρίτου.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Ε. 4. σ. 39. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_05.html#add20" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Τρεις
τρόποι καθ' ους ορίζουσι την ψυχήν.</i></b></a> Αι θεωρίαι αύται είναι 1) η
θεωρούσα την ψυχήν ως αριθμόν κινούντα εαυτόν Ξενοκράτης), 2) η θεωρούσα αυτήν
ως συνισταμένην εκ των λεπτοτάτων και ευκινητοτάτων ατόμων (Δημόκριτος) ή εκ των
λεπτότατων ουσιών (Αναξαγόρας) ή ίσως ως ούσαν αρμονίαν, Πλάτων) 3) η θεωρούσα
αυτήν ως αποτελουμένην εκ των στοιχείων.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Ε. 23. σ. 45. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_05.html#add21" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Άλλο
τι αίτιον της ζωής;</i></b></a> Η ζωή είναι η πρώτη, στοιχειωδεστάτη λειτουργία
της ψυχής και η αναγκαία προϋπόθεσις των άλλων λειτουργιών αυτής.</span></div>
<div style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Α. 2. σ. 49. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/2_01.html#add22" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Ουσία</i></b></a>.
Ο παρά τω Αριστοτέλει όρος <b><i>ουσία</i></b> αντιστοιχεί προς τον όρον
<b><i>Υπόστασις</i></b> των νεωτέρων. Το άμεσον και ατομικόν τόδε το όν είναι η
πρώτη ουσία. Το είδος και τα γένη είναι δεύτεραι ουσίαι, αλλά μάλλον τα είδη, ως
εγγύτερα εις το ατομικόν. Ενίοτε λέγει ουσίαν και την ύλην, διότι εκ ταύτης και
του είδους αποτελείται η πρώτη (στοιχειώδης) ουσία.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Α. 5. σ. 50. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/2_01.html#add23" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Η
πρώτη εντελέχεια.</i></b></a> Εν τη προηγουμένη σημειώσει είδομεν ότι υπάρχει
πρώτη και δευτέρα ουσία. Ωσαύτως υπάρχει ύλη πρώτη, ήτοι άμορφος και πρώτη ψυχή,
ήτοι η στοιχειώδης μορφή ψυχής, η θρεπτική, και πρώτη, εντελέχεια, ήτοι η
στοιχειώδης ή αρχική μορφή της ψυχικής ζωής. Είναι πρώτη ως εγγυτάτη εις την
απλήν δύναμιν, κατά τάξιν δε αναπτύξεως κείται αμέσως υπεράνω του σώματος και
είναι θεμελιώδης όρος της αναπτύξεως των άλλων. Λοιπόν η πρώτη εντελέχεια
σώματος είναι η πρώτη φανέρωσις ζωής, ην οργανισμός τις εκτυλίσσει και είναι
απλή δύναμις ή έξις ως προς τας υψηλοτέρας εκδηλώσεις της ζωής.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Β. 1. 53. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/2_02.html#add24" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>To
γνωριμώτερον κατά λόγον.</i></b></a> Κατ' Αριστ. η μόνη βεβαία και επιστημονική
γνώσις είναι η των εννοιών ή των καθόλου. Και αυτή η αντίληψις των αισθητών δεν
είναι παθητικόν δοχείον εξωτερικών εντυπώσεων. Αύται μάλλον ως αφορμαί
διεγείρουσι την ψυχήν εις ενέργειαν. Η δε λογική νόησις είναι έτι μάλλον
ελευθέρα ενέργεια της ψυχής.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Β 1. 54. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/2_02.html#add25" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Ορισμός
του τετραγωνισμού.</i></b></a> Εκ τούτων ο πρώτος περιγράφει το τετελεσμένον
εξαγόμενον, ο δεύτερος το μέσον και την μέθοδον της [σ. 157] επιτελέσεως αυτού.
Ο Αριστ. καίτοι αντέχεται των γεγονότων, επιμόνως εξαίρει την υπερτέραν σημασίαν
των σχέσεων και αιτίων.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ, Β 8. σελ. 56. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/2_02.html#add26" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Καθώς
τινες λέγουσι.</i></b></a> Ο Πλάτων λέγει ότι η ψυχή αποτελείται εκ τριών
διακεκριμένων μερών, του λογικού, του θυμοειδούς και του επιθυμητικού, και ότι ο
μεν λόγος κείται εν τη κεφαλή, το θυμοειδές εν τω θώρακι και το επιθυμητικόν εν
τω υπογαστρίω (εν τω ήπατι).</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Ι 1 σ. 89 <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/2_10.html#add27" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>και
να μη γίνηται (εσωτερικώς) υγρόν.</i></b></a> Πάσα μεταβολή είναι μετάβασις από
καταστάσεως εν δυνάμει εις κατάστασιν, εν η το πράγμα ευρίσκει το τέλος αυτού
πεπραγματωμένον, ή εν τη πορεία της πραγματώσεως. Ούτως η γεύσις είναι μόνον
δυνάμει γεύσις, εφ' όσον δεν ερεθίζεται. Εν τη πορεία όμως της ενεργοποιήσεως το
αισθητήριον αφομοιούται την αντικειμενικήν του πράγματος ποιότητα και μεταβάλλει
αυτήν εις υποκειμενικήν. Ούτω το γευστικόν όργανον έχει την ικανότητα να
υγραίνηται χωρίς να μεταβάλληται εις υγρόν.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. Ι 2. σ. 91. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/2_10.html#add28" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><b><i>Αύται
είναι αι διαφοραί των χυμών.</i></b></a> Ο Αριστοτέλης διακρίνει επτά χρώματα
και επτά χυμούς. Εκ των δύο θεμελιωδών χρωμάτων, του λευκού και του μέλανος (εις
ο περιλαμβάνεται το φαιόν) γεννώνται διά μίξεως τα λοιπά πέντε, ξανθόν,
φοινικούν, αλουργόν, πράσινον και κυανούν. Ούτω και εκ της μίξεως των δύο
θεμελιωδών χυμών του γλυκέος και του πικρού γεννώνται πέντε διάμεσοι, αλμυρός,
δριμύς, αυστηρός, στρυφνός και οξύς, του λιπαρού περιλαμβανομένου εις τον
γλυκύν. Σημειωτέον ενταύθα, ότι ο Αριστοτέλης τας αισθήσεις και εν γένει τα
ψυχοφυσικά φαινόμενα εξετάζει και περιγράφει εκτενώς εν ταις θαυμασίαις εκείναις
πραγματείαις του, άς οι σχολιασταί ήνωσαν υπό την επιγραφήν “Μικρά Φυσικά”, και
αίτινες συμπληρούσι την όλην ψυχολογίαν του.</span></div>
<div style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. IV 7. <a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/3_04.html#add29" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Η
κεκλασμένη γραμμή</a> παριστά τα συγκεκριμένα αισθητά πράγματα, η δε ευθεία την
καθαράν έννοιαν, αμφότερα δε αντιστοιχούσι προς την διάκρισιν μεταξύ του
<b><i>σαρκί είναι και της σαρκός</i></b>. Τα εν αφαιρέσει όντα είναι αι
μαθηματικαί έννοιαι, αίτινες είναι αφηρημέναι ως προς τα υλικά όντα, αλλά
συγκεκριμέναι ως προς τας καθαράς εννοίας. Αι μαθηματικαί έννοιαι και τα
σχήματα, εν αις και το σιμόν, κατέχουσι μέσην θέσιν.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<a href="http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/3_06.html#add30" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Κεφ. VI σ.</span></a><span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;"> Αναγκαίον κρίνομεν να παραθέσωμεν
ενταύθα τα κυριώτερα σημεία της υπό Θεμίστιου παραφράσεως των περί του νου
χωρίων του Αριστοτέλους. Ο νους, λέγει, τελειούται μεταβαίνων εκ δυνάμεως εις
ενέργειαν. Ότι είναι δύναμις αποδείκνυται εκ τούτων, ότι ούτε πάντοτε νοεί, ούτε
τα αυτά [σ. 158] νοεί πάντοτε, αλλά άλλοτε άλλα και, όταν συνεχώς νοή,
αποκάμνει. Ούτως ο νους ουσίαν και μορφήν έχει ταύτην, ότι <b><i>δύναται</i></b>
να περιλάβη <b><i>πάσας</i></b> τας άλλας μορφάς. Και αν μη διέμενε τοιαύτη
δύναμις, αλλ' είχεν ιδίαν ωρισμένην μορφήν, έν αποκλειστικόν είδος, δεν θα
ηδύνατο να μεταβαίνη εκ μιας εις άλλην ενέργειαν και να δέχηται πάντα τα είδη,
διότι το ιδιαίτερον εκείνο είδος του θα ημπόδιζε και θα αντέφραττε τα άλλα ως
αλλότρια. Δυνάμει ων ο νους είναι απαθής και αμιγής, διότι πάσχει και μίγνυται
μόνον το ον, όπερ είναι τι εν ενεργεία. Ων δε και ανεξάρτητος από του σώματος
δύναται να νοή, όταν βούληται. Και είναι μεν δυνάμει πάντα τα όντα, ενεργεία
όμως είναι ουδέν πριν να νοήση αυτά. Αναπτύσσεται δε και τελειούται καθ' όσον
από των αισθητικών αντιλήψεων και παραστάσεων υψούται εις τα καθόλου, τα όλως
νοητά όντα. Και είναι μεν και τότε δυνάμει νους, αλλ' ουχί όπως ήτο πριν να
μάθη, διότι ήδη κατέχει την νοητήν ουσίαν και τας αναφοράς των όντων. Επειδή δε
ο νους ουδέν άλλο είναι ή τα νοήματα, νοών ταύτα νοεί εαυτόν. Όπως η επιστήμη,
λ. χ. η γεωμετρία είναι τα επιστητά θεωρήματα, ούτως ο νους είναι τα νοήματα και
όταν μεν ηρεμή, λέγεται ότι έχει την έξιν των νοημάτων, όταν δε ενεργή περί έν
τούτων, τότε είναι ο αυτός με το νοούμενον και είναι νους και νοητός.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Ο νους όμως, όστις είναι απηλλαγμένος
του δυνάμει και είναι πάντοτε νους άμα και νοητός , είναι ο ποιητικός νους,
όστις ενεργεία και τέλειος ων συμπλέκεται προς τον δυνάμει και προάγει αυτόν εις
ενέργειαν. Οίαν σχέσιν έχει ο τεχνίτης προς την ύλην, τοιαύτην έχει ο ποιητικός
νους προς τον δυνάμει, τελειοποιών τούτον και ποιών έξιν την προς το νοείν
ευφυΐαν της ψυχής και τα δυνάμει νοητά καθιστών ενεργεία νοητά. Ο μεν ως είδος
πάντα ποιεί, ο δε ως ύλη γίνεται πάντα· αλλ' εξ αμφοτέρων είς μόνος νους
αποτελείται, πάντα γινόμενος και πάντα ποιών εν τη ψυχή. Ο ποιητικός όμως νους
μη προβαίνων εκ δυνάμεως είναι πάντοτε ενεργεία, όταν είναι αυτός καθ' εαυτόν,
απαθής όντως αυτός και αμιγής, ενεργεία άπαυστος και ακάματος και αΐδιος, νους
και νοητός όμοιος τω Θεώ. Ο μεν δυνάμει νους διανοείται, ήτοι διαιρεί και
συνθέτει τα νοήματα και εκ του ενός μεταβαίνει εις το άλλο, ο ποιητικός όμως
νοεί αμέσως έχων αθρόως πάντα τα είδη και άπαντα συνάμα προβεβλημένος (Θεμιστ.
λόγος Ε' και ΣΤ' περί ψυχής). Και το φιλείν και μισείν και το μνημονεύειν είναι
πάθη ουχί του ποιητικού νου, όστις είναι μόνον είδος ειδών, αλλά του παθητικού,
όστις είναι η ύλη του ποιητικού. Ο ποιητικός νους εν τω ανθρωπίνω μικροκόσμω
είναι ως ο απόλυτος νους, ο Θεός, εν τω σύμπαντι. Την περί του νου λοιπόν
θεωρίαν ο Αριστ. συμπληροί πραγματευόμενος περί του απολύτου νου εν τοις
μεταφυσικοίς.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Εάν θελήσωμεν να μεταφράσωμεν την
διδασκαλίαν ταύτην διά νεωτέρων επιστημονικών όρων, θα είπωμεν ότι το πνεύμα
είναι ον ουσιωδώς καθολικόν και ελεύθερον, ότι είναι ύλη άμα και είδος, είναι η
άπειρος μορφή, ήτις δημιουργεί παν περιεχόμενον, είναι υποκείμενον άμα και
αντικείμενον και εν γένει είναι η ενότης πάντων των εναντίων. Εν τω νοητώ κόσμω
ο νους είναι η αρχή, προς ην μόνην υπάρχει ο κοσμίως ούτος, και ουδέν δύναται να
εμποδίση [σ. 159] αυτήν από του να άρχη και να γινώσκη τον κόσμον της. Μελετών
το αντικείμενον του ο νους φαίνεται κατ' αρχάς ότι ερευνά αλλότριόν τι, πράγματι
όμως μελετά και εξελίσσει εαυτόν, στοιχεία της συνειδήσεως του. Ώστε η εντελεχής
γνώσις του αντικειμένου είναι το αυτό και η ανάπτυξις της νοήσεως εις τελείαν
αυτοσυνειδησίαν, εις νόησιν νοήσεως. Ο νους όμως ούτος, ο συνειδώς εαυτόν, δεν
μνημονεύει και είναι όλως απαθής. Τω όντι η μνήμη αντικείμενον έχει το παρελθόν,
ο νους όμως νοεί το αιωνίως παρόν, το καθολικόν και το αναγκαίον. Ετέρωθι αι
ιδέαι, η νοητή λ.χ. λύπη και ηδονή νοούσι μόνον, αλλά δεν αισθάνονται εαυτάς και
ως όντα νοητά και καθολικά παράγουσι την επί μέρους λύπην και ηδονήν ημών. Ούτως
ο Θεός είναι η πηγή της ζωής και του θανάτου, διότι αυτός είναι η ζωή και ο
θάνατος.</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Ως προς την πράξιν ο Αριστοτ. λέγει
ότι, επειδή ο νους είναι το θείον εν τω ανθρώπω, ο βίος ο σύμφωνος προς τον νουν
είναι βίος θείος. Και ο άνθρωπος δεν πρέπει, ώς τίνες συμβουλεύουσι, να φρονή
ανθρώπινα και πρόσκαιρα ως άνθρωπος και θνητός, αλλ' εφ' όσον δύναται πρέπει να
ζη ζωήν αθάνατον, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν, ίνα ζη συμφώνως προς το άριστον
και τιμιώτατον μέρος του, τον νουν. Ο βίος δε ούτος είναι όντως ευδαίμων και
μακάριος. (Ηθ. Νικομ. Κ. 7).</span></div>
<div class="m3" style="line-height: 150%;">
<span style="font-size: 16pt; line-height: 150%;">Τοιαύτη διά βραχέων η περί του νου
εμβριθής διδασκαλία του Αριστοτέλους. Την αλήθειαν και την γονιμότητα αυτής
απέδειξεν η μετά ταύτα ιστορία. Η έκτοτε ανάπτυξις της θρησκείας, έτι δε μάλλον
της φιλοσοφίας, είναι συνεχής ανάπτυξις, πραγμάτωσις και συμπλήρωσις των αρχών,
ας εδίδαξεν ο Αριστοτέλης εν τω Γ' βιβλίω της περί ψυχής πραγματείας και εν τω
β' μέρει του ΙΒ' βιβλίου των Μεταφυσικών.</span></div>
</dt>
</dl>
<br /></div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-80405222626199143262012-10-24T10:01:00.001-07:002012-10-24T10:01:12.697-07:00ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΚΡΙΤΩΝ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 26pt;">ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΚΡΙΤΩΝ</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 20pt;">(Ή περί πρακτέου
ηθικός)</span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=42filosofia130405.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="242" src="http://fih.gr/images/42filosofia130405.jpg" width="169" /></a>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ο Πλάτων (427 π.Χ. - 347 π.Χ.)
ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος από την Αθήνα, ο πιο γνωστός μαθητής του Σωκράτη
και δάσκαλος του Αριστοτέλη. Το έργο του με τη μορφή φιλοσοφικών διαλόγων έχει
σωθεί ολόκληρο (του αποδίδονται ακόμα και μερικά νόθα έργα) και άσκησε τεράστια
επιρροή στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και γενικότερα στη δυτική φιλοσοφική
παράδοση μέχρι τις ημέρες μας. Ο Πλάτων, μεταξύ άλλων, έγραψε την Απολογία του
Σωκράτους, η οποία θεωρείται ως μια σχετικά ακριβής καταγραφή της απολογίας του
Σωκράτη στη δίκη που τον καταδίκασε σε θάνατο, το Συμπόσιο όπου μιλά για την
φύση του έρωτα, ενώ σε δύο μακρούς διαλόγους, την Πολιτεία και τους Νόμους,
περιέγραψε την ιδανική πολιτεία.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">ΠΛΑΤΩΝΑΣ
</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-size: 14pt;"><a href="http://www.smy.gr/content/smycontent/files/diafora/Platon_Kriton_arxaio_keimeno.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Πλάτωνας:
Κρίτων.pdf</a> </span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/5384821?access_key=key-1kkkxypvvsjty55zdd29" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Πλάτωνας:
Κρίτων – Διαβάστε το</a> </span></b><br /><br />
<dl>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Γιατί έχεις έλθει τέτοια ώρα,
Κρίτωνα; Ή δεν είναι πια πολύ πρωί;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ναι, είναι πολύ πρωί.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Τι ώρα ακριβώς;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Βαθειά χαράματα.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Απορώ πως ο δεσμοφύλακας δέχθηκε
να σου ανοίξει.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Μου είναι πια γνώριμος, Σωκράτη,
επειδή έρχομαι συχνά εδώ. Έπειτα του έδωσα και κάποιο φιλοδώρημα.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Και ήλθες τώρα μόλις, ή έχεις
πολλή ώρα εδώ;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Είναι αρκετή ώρα.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Και γιατί δεν με ξύπνησες
αμέσως, αλλά κάθισες πλάι μου σιωπηλός;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Γιατί ούτε κι εγώ ο ίδιος,
Σωκράτη, μα τον Δία, αν ήμουν στην θέση σου, δεν θα ήθελα να αγρυπνώ με τόση
στενοχώρια. Κι έπειτα ήμουν γοητευμένος που σε έβλεπα να κοιμάσαι τόσο ήσυχα.
Και δεν σε ξύπνησα επίτηδες, για να σου περάσει η ώρα όσον το δυνατόν πιο
ευχάριστα. Και πολλές φορές έως τώρα πριν σε όλη σου τη ζωή σε καλοτύχισα για
τον χαρακτήρα σου, πολύ περισσότερο όμως σε θαυμάζω σε αυτή σου τη συμφορά,
γιατί βλέπω πόσο ήρεμα και ατάραχα την υποφέρεις.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Θα ήταν, Κρίτωνα, μια παραφωνία
να το πάρω βαριά σε αυτή την ηλικία, γιατί είναι ανάγκη πια να πεθάνω.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Είναι όμως κι άλλοι στην ηλικία
σου, Σωκράτη, δυστυχισμένοι, αλλά η ηλικία δεν τους εμποδίζει να μην αγανακτούν
για την τύχη που τους προσμένει.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Είναι αλήθεια. Αλλά γιατί τέλος
πάντων ήλθες τόσο νωρίς;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Για να σου φέρω μια δυσάρεστη
είδηση, Σωκράτη, για σένα όχι, το βλέπω, αλλά δυσάρεστη και θλιβερή για μένα και
για όλους τους φίλους σου. Όσο για μένα, νοιώθω πως δεν θα μπορέσω να την
υποφέρω.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Τι συμβαίνει; Μήπως ήλθε το
πλοίο από την Δήλο, που μόλις φθάσει πρέπει να πεθάνω;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Όχι δεν έφθασε ακόμη.
Συλλογίζομαι όμως πως θα φθάσει σήμερα απ’ όσα είπαν κάποιοι που ήλθαν από το
Σούνιο και το άφησαν εκεί. Είναι λοιπόν φανερό, από αυτά τα νέα, ότι θα φθάσει
σήμερα και αναγκαστικά τότε μέχρι αύριο θα πεθάνεις.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αλλά, Κρίτωνα, ας είναι καλή η
ώρα αυτή. Αν έτσι το θέλουν οι θεοί, ας γίνει έτσι. Δεν πιστεύω όμως να φθάσει
σήμερα.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Από πού το συμπεραίνεις
αυτό;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Θα σου πω. Αν δεν απατώμαι,
πρέπει να θανατωθώ την επομένη του ερχομού του πλοίου.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Έτσι τουλάχιστον λένε οι
αρμόδιοι σε αυτά τα ζητήματα.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Δεν νομίζω λοιπόν πως θα φθάσει
το πλοίο αυτή την ημέρα που μας ξημερώνει, αλλά αύριο. Και αυτό το συμπεραίνω
από ένα όνειρο που είδα αυτή τη νύχτα, λίγο πριν έλθεις. Και ίσως καλά έκανες
που δεν με ξύπνησες.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Και ποιο ήταν αυτό το
όνειρο;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Μου φάνηκε πως κάποια γυναίκα,
χαριτωμένη και όμορφη, ασπροντυμένη, προχωρώντας προς εμένα, με φώναξε με το
όνομά μου και μου είπε: Σωκράτη,</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">“Την τρίτη αυγή, θα φθάσεις στην
όμορφη Φθία”.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Τι περίεργο όνειρο,
Σωκράτη!</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Όμως ολοφάνερο, όπως νομίζω εγώ,
Κρίτωνα!</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Και πολύ μάλιστα, όπως φαίνεται.
Μα έλα, ευλογημένε μου Σωκράτη, άκουσέ με αυτή τη φορά και σώσου όσο είναι ακόμα
καιρός. Γιατί, αν εσύ πεθάνεις, αυτό θα είναι για μένα κάτι παραπάνω από μια
συμφορά. Γιατί εκτός του ότι θα χάσω έναν φίλο, που δεν θα τον ξανάβρω ποτέ, ο
κόσμος, εκείνοι που δεν μας ξέρουν καλά, θα πουν πως εγώ, αν ήθελα να ξοδεύσω
χρήματα, μπορούσα να σε σώσω, αλλά δεν το έκανα. Ω! και τι χειρότερη δυσφήμηση
από αυτήν μπορεί να γίνει για μένα, το να νομίζει ο κόσμος, πως λογαριάζω
περισσότερο τα χρήματα από τους φίλους; Γιατί ο κόσμος δεν θα πιστέψει ποτέ πως
εσύ δεν ήθελες να βγεις από εδώ μέσα, αν και εμείς δείξαμε μεγάλη προθυμία να σε
σώσουμε.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Μα τι μας μέλει, καλέ μου
Κρίτωνα, για τη γνώμη των πολλών; Οι φρόνιμοι, για τους οποίους αξίζει να
ενδιαφερόμαστε, θα πιστέψουν πως όλα έγιναν όπως θα έπρεπε να γίνουν.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Μολαταύτα, το βλέπεις, Σωκράτη,
ότι πρέπει να ενδιαφερόμαστε και για τη γνώμη του κόσμου. Η δική σου τωρινή
κατάσταση το λέει καθαρά ότι ο κόσμος μπορεί να κάνει όχι τα μικρότερα κακά,
αλλά τα μεγαλύτερα σε έναν άνθρωπο που χτυπήθηκε ανάμεσά του με ψεύτικες
κατηγορίες.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Πόσο πιο καλά θα ήταν, Κρίτωνα,
αν ο κόσμος, όπως μπορεί να κάνει το κακό, άλλο τόσο να μπορούσε να κάνει και το
καλό. Αλλά δεν μπορεί να κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δηλαδή δεν μπορεί να
πράξει ούτε σωστά ούτε λάθος, και ό,τι κάνει το κάνει στην τύχη.</span>
</dt>
<dt>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Έτσι είναι. Μα, Σωκράτη, πες
μου. Μήπως φοβάσαι για μένα και για τους άλλους φίλους, μήπως αν βγεις από εδώ
μέσα οι συκοφάντες μας δημιουργήσουν προβλήματα, διαδίδοντας ότι εμείς σε
βοηθήσαμε να δραπετεύσεις, και έτσι αναγκασθούμε ή όλη μας την περιουσία να
χάσουμε ή πολλά χρήματα ή και εκτός από αυτά να πάθουμε και κάποιο άλλο κακό; Αν
έχεις τέτοιον φόβο, άφησέ τον να πάει στο καλό. Γιατί είναι δίκαιο, προκειμένου
να σωθείς, να διατρέξουμε αυτόν τον κίνδυνο και ακόμα μεγαλύτερο, αν χρειαστεί.
Μα έλα, άκουσε τα λόγια μου και μη κάνεις διαφορετικά.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Και αυτά φοβάμαι, Κρίτωνα, και
πολλά άλλα.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Όσο γι’ αυτό δεν πρέπει να έχεις
κανέναν φόβο. Γιατί στο κάτω - κάτω δεν ζητούν και μεγάλα πράγματα αυτοί που
αναλαμβάνουν να σε βγάλουν από εδώ μέσα. Έπειτα δεν βλέπεις πόσο φτηνά
πουλιούνται αυτοί οι συκοφάντες και πως δεν χρειαζόμαστε πολλά χρήματα να τους
εξαγοράσουμε; Και συ έχεις στη διάθεσή σου τα δικά μου χρήματα, αρκετά, όπως μου
φαίνεται, έπειτα και αν φροντίζεις για μένα ότι δεν θα έπρεπε να ξοδέψω την
περιουσία μου, εδώ είναι αυτοί οι φίλοι μας, από τα ξένα, πρόθυμοι να ξοδέψουν
από τα δικά τους. Ένας μάλιστα, ο Σιμμίας ο Θηβαίος, γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό
έχει φέρει μαζί του αρκετά χρήματα. Και ο Κέβης και πολλοί άλλοι είναι εδώ,
πρόθυμοι, ώστε αυτός ο φόβος να μη σε κρατάει από του να σώσεις τη ζωή σου, μήτε
και ο λόγος που έλεγες στο δικαστήριο να σε εμποδίσει, ότι δηλαδή, αν έφευγες
από τον τόπο σου, δεν θα ήξερες τι να κάνεις τον εαυτό σου. Γιατί και σε πολλά
άλλα μέρη, οπουδήποτε πας, θα σε εκτιμήσουν. Και αν θέλεις να πας στην Θεσσαλία,
εκεί έχω φίλους μου που θα σε περιποιηθούν πολύ και θα φροντίσουν για την
ασφάλειά σου, ώστε κανείς να μη σε ενοχλήσει.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κι ακόμη, Σωκράτη, έχω τη γνώμη
ότι αυτό που πας να κάνεις δεν είναι ούτε ηθικό, να προδώσεις δηλαδή τον εαυτό
σου ενώ μπορείς να σωθείς, και βιάζεσαι να γίνει αυτό ακριβώς που οι εχθροί σου
περισσότερο θα βιάζονταν να γίνει, γιατί ήθελαν να σε καταστρέψουν. Και να ήταν
μόνο αυτό; Νομίζω πως προδίδεις ακόμη και τα παιδιά σου, γιατί, ενώ μπορείς να
τ’ αναθρέψεις και να τα μορφώσεις, τα αφήνεις και φεύγεις, εγκαταλείποντάς τα
στην τύχη τους. Γιατί θα συμβεί φυσικά σε αυτά ό,τι ακριβώς συμβαίνει σε όλα τα
ορφανά παιδιά.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Άκουσε, ή δεν πρέπει να κάνουμε
παιδιά ή μια φορά αφού τα κάναμε πρέπει να ταλαιπωρηθούμε μαζί τους να τα
αναθρέψουμε και να τα μορφώσουμε. Τώρα μου φαίνεται πως εσύ διάλεξες το
ευκολότερο μέσον. Όχι, εσύ πρέπει να κάνεις ό,τι θα έκανε ένας άνθρωπος έντιμος
και γενναίος, ειδικά εσύ, που λες ότι δεν έκανες τίποτε άλλο στη ζωή σου παρά να
ασχολείσαι με την αρετή. Γιατί εγώ ντρέπομαι και για σένα και για μας τους
φίλους σου, μήπως φανεί πως όλη αυτή η υπόθεση πήρε αυτό το τέλος από κάποια
δειλία μας.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Θέλω να πω: Αφήσαμε να πάει η
δίκη στο δικαστήριο, και μετά εσύ παρουσιάσθηκες, ενώ μπορούσες να μην
παρουσιασθείς, και την αφήσαμε να εξελιχθεί όπως εξελίχθηκε. Και στο τέλος,
επειδή δεν κατορθώσαμε να αποφύγουμε αυτή την έκβαση, που είναι και το πιο
γελοίο μέρος όλης αυτής της υπόθεσης, να μη φροντίσουμε να σε σώσουμε ούτε συ
τουλάχιστον να σώσεις τον εαυτό σου, κάτι που ήταν δυνατόν αρκεί να δρούσαμε
κάπως πιο γρήγορα. Πρόσεχε, Σωκράτη, μήπως αυτή η τακτική σου, εκτός από ζημιά,
είναι ντροπή και για σένα και για μας. Έλα, πάρε μια απόφαση. Έπρεπε να το είχες
αποφασίσει κιόλας, όχι να το αποφασίσεις τώρα! Και η απόφαση είναι μία: Αυτή τη
νύχτα πρέπει να έχουν γίνει όλα. Λίγο να αναβάλουμε, όλα τελείωσαν, δεν θα
μπορούμε πια να κάνουμε τίποτα. Μα, Σωκράτη, άκουσέ με και μην κάνεις
διαφορετικά.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αγαπητέ μου Κρίτωνα, αυτή η
στοργή σου είναι ανεκτίμητη, αν την συνόδευε κάποια δικαιοσύνη. Αν όχι, όμως,
όσο μεγαλύτερη είναι τόσο περισσότερο με στενοχωρεί. Ας εξετάσουμε αν αυτό που
λες μπορεί να γίνει ή όχι. Γιατί όχι μόνο τώρα, αλλά πάντοτε, τέτοιος είμαι,
ώστε να μην υπακούω σε τίποτα άλλο παρά στον λόγο εκείνο, που όταν σκέφτομαι, θα
μου φανεί ο καλύτερος. Και τους λόγους που έλεγα άλλοτε (στο παρελθόν), δεν
μπορώ τώρα να τους απαρνηθώ, επειδή με βρήκε αυτό το δυστύχημα, γιατί για μένα
είναι πάντοτε οι ίδιοι, και το ίδιο τους εκτιμώ σήμερα και τους σέβομαι όπως και
παλιότερα. Και αν δεν έχουμε τώρα λόγους πιο ισχυρούς, μάθε καλά πως εγώ ποτέ
δεν θα συμφωνήσω σε αυτό που λες, ακόμα και αν αυτός ο παντοδύναμος λαός με
φοβερίσει σαν παιδί, με τα τρομερότατα μέσα που έχει στη διάθεσή του, όπως είναι
η φυλάκιση, ο θάνατος, η δήμευση της περιουσίας. Πως λοιπόν θα μπορούσαμε να
εξετάσουμε πιο σωστά το ζήτημά μας; Αν αρχίσουμε από εκείνο που έλεγες για τις
γνώμες και ας εξετάσουμε, αν σωστά ή όχι λέγαμε στο παρελθόν ότι σε άλλες γνώμες
πρέπει να δίνουμε προσοχή και σε άλλες όχι. Ή πριν, όταν δεν χρειαζόταν να
πεθάνω, ήταν σωστό, ενώ τώρα έγινε φανερό ότι λεγόταν πραγματικά μόνο για
παιχνίδι και φλυαρία; Κρίτωνα, εγώ επιθυμώ να εξετάσουμε μαζί αυτούς τους
λόγους, που λέγαμε στο παρελθόν, μήπως φανούν τώρα που βρίσκομαι σε αυτή την
κατάσταση κάπως αλλοιωμένοι ή παραμένουν οι ίδιοι, και ή να τους απαρνηθούμε ή
να υπακούσουμε σε αυτούς. Εκείνοι που δεν πετούν τα λόγια τους στον αέρα, πάντα
λένε αυτό, όπως προ ολίγου έλεγα κι εγώ, ότι από τις γνώμες των ανθρώπων σε
άλλες πρέπει να δίνουμε σημασία και σε άλλες όχι. Προς θεού, Κρίτωνα, δεν
νομίζεις ότι λέχθηκε σωστά αυτό; Εσύ, όσο τουλάχιστον μπορεί να κρίνει άνθρωπος,
είσαι έξω από τον κίνδυνο να πεθάνεις αύριο, και δεν σου θολώνει την κρίση σου
μια συμφορά σαν την δική μου. Γι’ αυτό σκέψου. Δεν σου φαίνεται σωστό άλλες από
τις γνώμες των ανθρώπων να εκτιμούμε κι άλλες όχι; Όχι όλες, αλλά άλλες ναι,
άλλες όχι. Τι λες; Δεν είναι σωστό αυτό;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Σωστό.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Λοιπόν πρέπει να εκτιμάμε τις
καλές και όχι τις πονηρές;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ναι.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Και καλές δεν είναι οι γνώμες
των “φρονίμων” και πονηρές οι γνώμες των “αφρόνων”;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Πως θα ήταν διαφορετικά;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Εμπρός λοιπόν, ας εξετάσουμε αν
αυτά που λέγαμε ήταν σωστά. Ένας που γυμνάζει το σώμα του τάχα υπολογίζει τον
έπαινο και την κατηγορία και την γνώμη κάθε ανθρώπου, όποιος και αν είναι, ή τη
γνώμη ενός μόνου, δηλαδή εκείνου που τυχαίνει να είναι γιατρός ή
γυμναστής;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ενός μόνον.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Επομένως αυτός πρέπει να φοβάται
τις κατηγορίες και να επιθυμεί τους επαίνους μόνο εκείνου και όχι όλου του
κόσμου.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Είναι φανερό αυτό.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει αυτός να
γυμνάζει το σώμα του και να τρώει και να πίνει και να κάνει τέλος πάντων ό,τι
φαίνεται καλό σε αυτόν που τον έχει σαν οδηγό, και όχι βέβαια όπως φαίνεται καλό
σε όλους τους άλλους.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Έτσι είναι.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Πάει καλά. Και αν δεν υπακούσει
σε εκείνον μόνο αλλά περιφρονήσει τη γνώμη του και τους επαίνους και εκτιμήσει
περισσότερο τις κρίσεις του κόσμου, που δεν καταλαβαίνει τίποτε από αυτά (από
γυμναστική), δεν θα πάθει έτσι κάποια βλάβη;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Πως δεν θα πάθει...</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Και ποια είναι αυτή η βλάβη; Και
ποιο μέρος εκείνου που δεν υπακούει βλάπτει αυτή;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Είναι φανερό ότι βλάπτεται το
σώμα, γιατί είναι αυτό το ίδιο που καταστρέφεται λίγο - λίγο.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Σωστά μιλάς. Και αυτό, Κρίτωνα,
ισχύει στον ίδιο βαθμό και για τα άλλα πράγματα, για να μην τα αναφέρουμε όλα
αναλυτικά; Λοιπόν και για τα δίκαια και για τα άδικα και για τα άσχημα και για
τα ωραία και για τα ωφέλιμα και τα βλαβερά, που είναι το θέμα πάνω στο οποίο
συζητάμε, πρέπει να ακολουθούμε τη γνώμη του κόσμου και να την υπολογίζουμε ή
μόνο εκείνου που καταλαβαίνει απ’ αυτά, αν υπάρχει κανείς τέτοιος, και να
ντρεπόμαστε και να φοβόμαστε αυτόν περισσότερο παρά όλους τους άλλους; Αυτόν που
αν δεν τον ακολουθήσουμε, θα καταστρέψουμε και θα βλάψουμε εκείνο το μέρος το
οποίο με τη δικαιοσύνη ευημερεί και ακμάζει, ενώ σβήνει και αφανίζεται με την
αδικία; Ή μήπως αυτό δεν είναι αξίζει τίποτα;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Το παραδέχομαι, Σωκράτη.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Λοιπόν, αν εμείς, αυτό το μέρος
που γίνεται καλύτερο με τα υγιεινά, και νοσηρό με τα νοσηρά, το καταστρέψουμε
όταν δεν υπακούσουμε στη γνώμη αυτών που ξέρουν, άρα θα μπορέσουμε να ζούμε με
αυτή την καταστροφή; Και αυτό είναι το σώμα. Ή όχι;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ναι.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Πες μου, μπορούμε να ζήσουμε με
ένα σώμα κακοποιημένο και καταστραμμένο;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ασφαλώς όχι.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Και τότε μπορούμε να ζήσουμε και
να έχουμε καταστρέψει εκείνο το μέρος μας που η αδικία μαραίνει και η δικαιοσύνη
ωφελεί; Ή νομίζουμε πως είναι ευτελέστερο από το σώμα αυτό το μέρος, όποιο και
αν είναι, στο οποίο κατοικεί η δικαιοσύνη και η αδικία;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Κάθε άλλο.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Μήπως αυτό είναι
πολυτιμότερο;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Και πολύ μάλιστα.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Λοιπόν, αγαπητέ μου, δεν πρέπει
να ενδιαφερόμαστε τόσο πολύ εμείς για το τι θα πει για μας ο κόσμος, αλλά για το
τι θα πει εκείνος που γνωρίζει τι είναι δίκαιο και τι άδικο, ο ένας - και αυτή
είναι η αλήθεια. Ώστε δεν πήρες καλό δρόμο πρωτύτερα με το να υποστηρίζεις πως
πρέπει να δίνουμε σημασία στην γνώμη του κόσμου, όταν πρόκειται για τα δίκαια,
για τα ωραία, για τα καλά και τα αντίθετά τους. Θα πει ίσως κανείς: Ε, ο κόσμος
είναι καλός για να σκοτώνει.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Και βέβαια θα το πει,
Σωκράτη.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Είναι αλήθεια. Μα καλέ μου,
αυτός ο συλλογισμός που κάναμε τώρα μου φαίνεται πως μοιάζει με εκείνον που
κάναμε την άλλη φορά. Μου φαίνεται δηλαδή πως μένει σταθερός. Και πρόσεξε αν
μένει σταθερός και αυτός ο άλλος, ότι δηλαδή πρέπει να δίνουμε πάρα πολλή
σημασία όχι στο να ζούμε απλά αλλά στο να ζούμε σωστά.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Και βέβαια μένει
σταθερός.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Και η γνώμη ότι το καλό, το
έντιμο, και το δίκαιο είναι ένα και το αυτό μένει σταθερή ή όχι;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Μένει σταθερή.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Λοιπόν, σύμφωνα με τις αρχές που
παραδεχθήκαμε, πρέπει να εξετάσουμε αν είναι δίκαιο να αποπειραθώ να φύγω από
εδώ χωρίς τη συγκατάθεση των Αθηναίων, ή αν δεν είναι δίκαιο. Και αν φαίνεται
δίκαιο, να το επιχειρήσουμε, αλλιώς να το αφήσουμε. Όσο για εκείνες τις σκέψεις
σου, για τα έξοδα, τα λόγια του κόσμου, την ανατροφή των παιδιών, κοίταξε μήπως
στ’ αλήθεια, Κρίτωνα, είναι σοφίσματα αυτού του ελαφρόκοσμου που σε σκοτώνει
χωρίς λόγο και που αν μπορούσε θα σε επανέφερε πάλι στη ζωή. Αλλά επειδή η
λογική έτσι μας επιβάλλει, πρόσεξε μήπως δεν πρέπει να σκεπτόμαστε τίποτα άλλο,
παρά εκείνο ακριβώς που λέγαμε προ ολίγου: αν δηλαδή εμείς θα πράξουμε δίκαια,
πληρώνοντας με χρήματα και με ευγνωμοσύνη εκείνους που θα με οδηγήσουν έξω από
τη φυλακή, και αν θα πράξουμε δίκαια, αυτοί και εγώ, εκείνοι που θα με βγάλουν
και εγώ που θα βγω, ή αν άδικα. Και στην περίπτωση που θα κάνουμε αδικία,
κοίταξε μήπως δεν είναι ανάγκη να λογαριάσουμε ούτε τον θάνατο μένοντας εδώ στην
φυλακή ήσυχοι ούτε κανένα άλλο χειρότερο κακό που θα συνηγορεί στην
αδικία.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Καλά είναι αυτά όλα στην θεωρία,
Σωκράτη, μα κοίταξε τώρα τι πρέπει να πράξουμε.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ας το εξετάσουμε μαζί, φίλε μου.
Και αν έχεις κανέναν σοβαρό λόγο να μου αντιτάξεις, αντίταξέ μου τον και εγώ θα
σε ακούσω, αλλιώς σταμάτα πια, φίλε μου, να μου λες όλο τα ίδια, ότι εγώ πρέπει
να φύγω παρά την θέληση των Αθηναίων. Γιατί εγώ θέλω να πεισθείς γι’ αυτά που
λεω και όχι να συμφωνήσεις παρά τη θέλησή σου. Πρόσεχε τώρα αν η βάση της σκέψης
διατυπώνεται σωστά και προσπάθησε, όπως νομίζεις καλύτερα, να απαντάς στις
ερωτήσεις μου.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Και βέβαια θα προσπαθήσω.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Παραδεχόμαστε ότι ποτέ δεν
πρέπει να κάνουμε αδικία, ή μήπως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούμε να κάνουμε
και σε άλλες όχι; Ή η αδικία δεν είναι ποτέ σε καμιά περίπτωση ούτε έντιμο ούτε
καλό, όπως πολλές φορές εμείς συμφωνώντας παραδεχθήκαμε στο παρελθόν και όπως
πριν εγώ έλεγα. Ή όλες οι προηγούμενες συμφωνίες μας λησμονήθηκαν κατά το
διάστημα των λίγων αυτών ημερών, τόσο που εμείς σε αυτή την ηλικία, γέροντες
καθώς είμαστε, αν και σπουδαιολογούσαμε μαζί, χωρίς να το καταλάβουμε δεν
διαφέραμε καθόλου από τα μικρά παιδιά; Πως εκείνες οι συμφωνίες μας δεν μένουν
πάντοτε οι ίδιες, είτε η κοινή γνώμη τις παραδέχεται είτε τις απορρίπτει; Και αν
πρόκειται να πάθουμε ακόμη χειρότερα κακά από αυτά ή και ελαφρότερα, η αδικία
οπωσδήποτε γι’ αυτόν που την κάνει δεν παραμένει πάντα μια πράξη αισχρή και
ανήθικη; Το παραδεχόμαστε αυτό ή όχι;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Το παραδεχόμαστε.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Λοιπόν σε καμιά περίπτωση δεν
πρέπει να αδικεί κανείς.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Όχι βέβαια.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Επομένως ούτε αν αδικείται
κανείς πρέπει να ανταποδίδει το άδικο, όπως πιστεύει ο πολύς κόσμος, αφού βέβαια
δεν πρέπει με κανένα τρόπο να αδικεί κάποιος.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Είναι φανερό.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Τότε λοιπόν τι λες; Πρέπει
κάποιος να κάνει κακό στον άλλο ή όχι;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Όχι, βέβαια, δεν πρέπει,
Σωκράτη.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Και είναι δίκαιο να ανταποδίδει
κανείς το κακό, όταν κακοποιείται, όπως πιστεύει ο πολύς κόσμος, ή όχι;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ασφαλώς όχι.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Γιατί το να κάνει κανείς το κακό
στους ανθρώπους δεν διαφέρει καθόλου από του να τους αδικεί.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Σωστά μιλάς.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Λοιπόν, δεν πρέπει ο άνθρωπος να
κάνει αδικία ούτε να κάνει κακό, οποιοδήποτε και αν είναι το κακό που του
κάνουν. Και πρόσεχε τώρα, Κρίτωνα, μήπως δεν μιλάς όπως σκέπτεσαι, γιατί ξέρω
καλά πως είναι και θα είναι λίγοι εκείνοι που έχουν την ίδια γνώμη με μας
σχετικά με αυτό το ζήτημα. Το σίγουρο είναι ότι όσοι έχουν την ίδια γνώμη για
αυτά και όσοι δεν έχουν δεν μπορεί ποτέ να φθάσουν σε συμφωνία, και μάλιστα
είναι αναγκαίο, επειδή θα επιμένουν και οι δυο στις αντίθετες απόψεις τους, να
περιφρονούνται μεταξύ τους. Γι’ αυτό λοιπόν σκέψου πολύ καλά, αν είσαι σύμφωνος
με τη γνώμη μου, και επομένως να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε ορμώμενοι από αυτή την
ηθική αρχή, παραδεχόμενοι δηλαδή ότι δεν είναι ηθικά σωστό ούτε το να αδικεί
κανείς ούτε το να ανταποδίδει το κακό με μια εκδίκηση Ή δεν συμμερίζεσαι τη
γνώμη μου και απαρνείσαι αυτή την ηθική αρχή; Όσο για μένα, αυτή τη γνώμη είχα
και προηγουμένως και αυτήν έχω ακόμα και τώρα. Εάν εσύ έχεις στο μυαλό σου καμιά
άλλη, πες την μου και εξήγησέ μου. Αν όμως μένεις σταθερός στη γνώμη που είχες
πρώτα, κάθισε να ακούσεις ό,τι ακολουθεί.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Μένω σταθερός και συμφωνώ μαζί
σου. Λέγε λοιπόν.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Πρόσεξε τώρα λίγο περισσότερο.
Αν εμείς φύγουμε από εδώ χωρίς τη συγκατάθεση της πόλης, αδικούμε κανένα, και
μάλιστα εκείνους που λιγότερο θα έπρεπε να αδικήσουμε, ναι ή όχι; Και μένουμε
πιστοί σε εκείνα τα οποία ομολογήσαμε ότι είναι δίκαια, ναι ή όχι;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Δεν μπορώ, Σωκράτη, να απαντήσω
σε ό,τι με ρωτάς. Δεν σε καταλαβαίνω.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Μα σκέψου έτσι: Αν τη στιγμή που
ξεκινάμε για να δραπετεύσουμε από εδώ - ή όπως αλλιώς ονομάσουμε αυτή την πράξη
αν η λέξη “δραπετεύσουμε” δεν σου αρέσει - έλθουν να μας συναντήσουν οι νόμοι
της Πολιτείας και αυτή η ίδια η Πολιτεία προσωπικά και παρουσιαζόμενοι μπροστά
μας μας ρωτήσουν: “Σωκράτη, πες μας, τι έχεις κατά νου να κάνεις; Δεν σκέπτεσαι
ίσως πως με αυτή την φυγή σου καταργείς εμάς και όλη την Πολιτεία; Ή νομίζεις
πως είναι δυνατόν να σταθεί ορθή μια Πολιτεία και να μην ανατραπεί, εκεί όπου οι
αποφάσεις των δικαστηρίων δεν έχουν κανένα κύρος, αλλά ματαιώνονται και
ποδοπατούνται από τους πολίτες ” Τι θα απαντήσουμε εμείς, Κρίτωνα, σε αυτά και
σε άλλες παρόμοιες επιπλήξεις; Πολλά βέβαια θα μπορούσε να πει κανείς, και αν
μάλιστα είναι ρήτορας, για να δικαιολογηθεί επειδή παραβίασε αυτόν τον νόμο, που
απαιτεί οι αποφάσεις να έχουν το αποτέλεσμά τους. Ή θα απαντήσουμε ότι “η
Πολιτεία μας αδίκησε και δεν μας έκρινε σύμφωνα με το δίκαιο;” Έτσι θα
απαντήσουμε ή όχι;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Έτσι μα το Δία, Σωκράτη.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αλλά ας υποθέσουμε πως οι νόμοι
τότε μας λένε: “Σωκράτη, αυτή ήταν η συμφωνία που κάναμε μεταξύ μας ή δεν
συμφωνήσαμε να μένεις πιστός στις αποφάσεις που εκδίδουν τα δικαστήρια,
οποιεσδήποτε και αν είναι;” Και αν παραξενευόμαστε με αυτά τους τα λόγια, ίσως
θα εξακολουθούσαν να μας λένε: “Μην παραξενεύεσαι, Σωκράτη, με αυτό μας το ύφος,
αλλά απάντησέ μας, γιατί και συ συνηθίζεις να προχωρείς με ερωτήσεις και
απαντήσεις. Λέγε λοιπόν τι παράπονο έχεις εναντίον μας και εναντίον της πόλης
ώστε ζητάς έτσι να μας καταστρέψεις; Δεν σου δώσαμε εμείς πρώτοι την ζωή, αφού
εξαιτίας μας ο πατέρας σου πήρε γυναίκα τη μητέρα σου, και σ’ έφερε στον κόσμο;
Έχεις να κάνεις καμιά κριτική σε εκείνους από εμάς που κανονίζουν τους γάμους
πως δεν είναι τάχα καλοί;”</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">“Δεν έχω τίποτα εναντίον τους”
θα έλεγα. “Μη τυχόν έχεις να πεις κάτι εναντίον των νόμων νόμους που κανονίζουν
την ανατροφή και την εκπαίδευση σύμφωνα με τους οποίους και συ εκπαιδεύτηκες;
Τι; Αυτοί οι νόμοι από εμάς που γι’ αυτό το σκοπό έχουν οριστεί, δεν έκαναν καλά
που παράγγελλαν στον πατέρα σου να σε εκπαιδεύσει με μαθήματα μουσικής και
γυμναστικής; Καλά έκαναν” θα απαντούσα εγώ.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">“Ας είναι. Και αφού γεννήθηκες
εξ αιτίας μας και ανατράφηκες και μορφώθηκες, θα μπορούσες να πεις ότι δεν είσαι
δικός μας και παιδί μας και δούλος μας κι εσύ και οι πρόγονοί σου; Και αφού το
πράγμα έτσι έχει, άραγε νομίζεις πως έχεις ίσα δικαιώματα εσύ με εμάς και
φαντάζεσαι πως ό,τι κι αν σου κάνουμε, είναι δίκαιο να μας το ανταποδίδεις με τη
σειρά σου; Ή τάχα απέναντι στον πατέρα σου δεν θα είχες ίσα δικαιώματα και
απέναντι στον αφέντη σου, αν τύχαινε να έχεις τέτοιον, ώστε εκείνα που θα
πάθαινες απ’ αυτούς να τα ανταποδίδεις αντεκδικούμενος αυτούς, ούτε δηλαδή αν σε
ύβριζαν να τους υβρίζεις, ούτε αν σε έδερναν να τους δέρνεις, ούτε άλλα παρόμοια
πολλά. Ως προς την πατρίδα σου όμως και τους νόμους της, κατά την γνώμη σου, θα
είχες βέβαια το δικαίωμα, ώστε, αν εμείς θέλουμε να σε θανατώσουμε, επειδή το
κρίνουμε δίκαιο, και συ τότε θα προσπαθούσες, όσον εξαρτάται από σένα να
καταστρέψεις και εμάς και την πατρίδα αντεκδικούμενος, και θα ισχυρισθείς ότι,
με το να κάνεις αυτά, πράττεις δίκαια, εσύ που αληθινά φροντίζεις για την αρετή;
Ή είσαι τόσο σοφός, ώστε σου έχει διαφύγει ότι και από τη μητέρα και από τον
πατέρα και από όλους τους άλλους προγόνους το πολυτιμότερο πράγμα είναι η
πατρίδα και σεβαστότερο και αγιώτερο και σε ανώτερη θέση, κατά τη γνώμη των θεών
και των φρονίμων ανθρώπων, και ότι πρέπει να σεβόμαστε και περισσότερο να
υπακούμε και να αγαπάμε την πατρίδα, όταν οργίζεται, παρά τον πατέρα, και, ή να
προσπαθούμε να την πείθουμε, ή να εκτελούμε ό,τι κι αν διατάζει. Και ή να
υποφέρουμε, αν αυτή το θέλει, χωρίς το παραμικρό παράπονο, και αν θέλει ακόμα να
μας δείρει ή να μας ρίξει στην φυλακή, ή να μας στείλει στον πόλεμο για να
πληγωθούμε ή να σκοτωθούμε, όλα αυτά πρέπει να τα κάνουμε. Και έτσι είναι το
σωστό. Μάλιστα δεν πρέπει να ξεφεύγουμε ούτε να οπισθοχωρούμε ούτε να
εγκαταλείπουμε τη θέση μας, αλλά και στον πόλεμο και στα δικαστήρια και όπου
αλλού, καθήκον μας είναι να εκτελούμε όσα διατάσσει η Πολιτεία και η πατρίδα, ή,
το πολύ, αν εκείνο που διατάζει δεν μας φαίνεται δίκαιο, να της υποδείξουμε και
να την πείσουμε ποιο είναι το δίκαιο. Να μεταχειριζόμαστε όμως βία, δεν είναι
ασέβεια σε μια μητέρα, σε έναν πατέρα και πολύ περισσότερο στην πατρίδα;” Τι θα
απαντήσουμε εμείς σε όλα αυτά, Κρίτων; Θα απαντήσουμε ότι οι νόμοι λένε αλήθεια
ή όχι;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Έτσι μου φαίνεται.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Στη συνέχεια, σκέφτομαι, πως οι
νόμοι θα μιλούσαν έτσι: “Πρόσεξε τώρα, αν λέμε αλήθεια ότι εσύ δηλαδή
εγκληματείς εναντίον μας, εάν κάνεις ό,τι σκοπεύεις να κάνεις. Γιατί αφού σε
γεννήσαμε, σε αναθρέψαμε και σε μορφώσαμε και σου δώσαμε μαζί με τους άλλους απ’
όλα τα καλά, απ’ ό,τι μπορούσαμε, σε ειδοποιήσαμε από πριν. Και όπως εσένα, έτσι
και κάθε άλλον Αθηναίο που έφθασε στην ηλικία να γίνε πολίτης και έμαθε τα έθιμα
της πόλης και εμάς τους νόμους. Σε ειδοποιήσαμε ότι, αν δεν σου αρέσουμε εμείς,
σου δίνουμε την άδεια να πάρεις μαζί σου όλα τα πράγματά σου και να πας όπου σου
αρέσει. Και κανείς από μας τους νόμους δεν εμποδίζει ή απαγορεύει σε κανένα από
σας, τους Αθηναίους, αν είναι δυσαρεστημένος με μας ή την Πολιτεία, να πάει σε
κάποια από τις αποικίες μας ή να ξενιτευθεί, σε όποιο τόπο θέλει, μαζί με τα
υπάρχοντά του. Ώστε λοιπόν, αν κάποιος από σας μένει εδώ, αφού είδε με ποιο
τρόπο εμείς δικάζουμε και πώς διοικούμε την Πολιτεία, τότε θεωρούμε ότι αυτός
έμπρακτα έχει αναλάβει υποχρεώσεις απέναντί μας, να εκτελεί ό,τι τον διατάζουμε
και επίσης του επιτρέπουμε να κάνει ένα από αυτά τα δύο, ή να μας πείσει με τη
λογική ή να υπακούσει στις διαταγές μας, αυτός δεν κάνει ούτε το ένα ούτε το
άλλο.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ε, λοιπόν, Σωκράτη, με αυτές τις
κατηγορίες θα ενοχοποιηθείς, αν βέβαια κάνεις αυτά που λογαριάζεις και προ
πάντων εσύ περισσότερο από κάθε άλλο Αθηναίο ”.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Και αν εγώ έλεγα γιατί αυτό;
Ίσως θα μου επιτίθονταν δίκαια και θα μου έλεγαν ότι εγώ, περισσότερο από κάθε
άλλο Αθηναίο, ανέλαβα αυτή την υποχρέωση.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">“Έχουμε μεγάλες αποδείξεις” θα
έλεγαν, “Σωκράτη, ότι σου αρέσαμε και εμείς και η πόλη. Γιατί δεν θα έμενες
κλεισμένος περισσότερο από κάθε άλλον Αθηναίο σε αυτή την πόλη, εάν αυτή δεν σου
άρεσε εξαιρετικά. Πραγματικά, δεν βγήκες ποτέ από την πόλη για να δεις τους
αγώνες, εκτός από μια φορά στον Ισθμό, ούτε σε κανένα άλλο μέρος πήγες, εκτός αν
πήγες κάπου για να πολεμήσεις, ούτε και έκανες ποτέ σου κανένα ταξίδι, όπως
άλλοι άνθρωποι, ούτε επιθύμησες να γνωρίσεις άλλες πόλεις και άλλους νόμους,
γιατί εμείς και η πόλη σε ικανοποιούσαμε. Τόσο πολύ μας αγαπούσες! Και έδωσες
υπόσχεση να ζεις σαν πολίτης κάτω από την εξουσία μας. Και μετά εδώ έκανες
παιδιά, πράγμα που πάλι δείχνει ότι σου άρεσε η πόλη. Και στη δίκη ακόμα ήταν
δικαίωμά σου να ορίσεις σαν ποινή την εξορία, και αυτό ακριβώς που τώρα
σκοπεύεις να κάνεις χωρίς το θέλημα της πόλης, μπορούσες να το κάνεις τότε με τη
συγκατάθεσή της. Εσύ όμως εκείνη την ημέρα καμάρωνες προσποιούμενος ότι δεν
αγανακτούσες, αν θα παρίστατο ανάγκη να πεθάνεις, και προτιμούσες, όπως έλεγες,
τον θάνατο από την εξορία. Και τώρα δεν ντρέπεσαι ούτε για εκείνους τους λόγους,
ούτε σε νοιάζει για μας τους νόμους αφού κάνεις απόπειρα να μας καταργήσεις. Και
θέλεις να κάνεις τα ίδια ακριβώς τα οποία θα έκανε κάποιος ανάξιος δούλος, να
δραπετεύσεις δηλαδή παρά τις συνθήκες και τις υποσχέσεις που ανέλαβες για να
ζεις σαν πολίτης. Απάντησε λοιπόν, πες μας πρώτα, αν δεν είναι αλήθεια, όπως
εμείς το διαβεβαιώνουμε, ότι εσύ είσαι υποχρεωμένος να ζεις σαν πολίτης σύμφωνα
με τις διαταγές μας, με έργα και όχι μόνο με λόγια. Είναι αλήθεια;”.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Τι θα απαντήσουμε σε αυτά,
Κρίτωνα; Μπορούμε να μη συμφωνήσουμε;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Αναγκαστικά, Σωκράτη.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">“Τι άλλο λοιπόν, κάνεις”, θα
έλεγαν, “παρά να παραβαίνεις τις συνθήκες και τις συμφωνίες που έκλεισες μαζί
μας. Και δεν τα παραδέχθηκες με τη βία αυτά ούτε εξαπατήθηκες ούτε αναγκάσθηκες
να αποφασίσεις βιαστικά, γιατί είχες καιρό στα εβδομήντα σου χρόνια να σκεφτείς.
Και στο διάστημα αυτό μπορούσες να φύγεις, αν δεν σου αρέσαμε εμείς και αν οι
μεταξύ μας συμφωνίες δεν σου φαίνονταν δίκαιες. Απεναντίας εσύ δεν προτίμησες
ούτε την Σπάρτη ούτε την Κρήτη, για τις οποίες ως γνωστόν κάθε φορά που συζητείς
λές ότι ευνομούνται, ούτε καμία άλλη από τις ελληνικές πόλεις ούτε από τις
βαρβαρικές. Μάλιστα ποτέ στη ζωή σου δεν έφυγες από εδώ, λιγότερο ακόμα και από
τους κουτσούς και τους τυφλούς και τους άλλους ανάπηρους, σαν να μην διέφερες
καθόλου από αυτούς. Τόσο πολύ, πιο πολύ από ό,τι στους άλλους Αθηναίους, σου
άρεσε αυτή η πόλη και οι εμείς οι νόμοι. Γιατί σε ποιον μπορεί να αρέσει μια
πόλη χωρίς νόμους; Και τώρα δεν θα μείνεις πιστός σε όσα έχεις υποσχεθεί; Ναι
(θα μείνεις πιστός), αν μας ακούσεις, Σωκράτη, και δεν θα γίνεις περίγελος
φεύγοντας από την πατρίδα σου.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Σκέψου τώρα και τα επακόλουθα:
Εάν αθετήσεις τις υποχρεώσεις σου αυτές και υποπέσεις σε ένα τέτοιο σφάλμα, τι
καλό θα κάνεις στον εαυτό σου και στους φίλους σου; Ότι θα διατρέξουν τον
κίνδυνο να εξορισθούν και να στερηθούν την πατρίδα τους ή να χάσουν την
περιουσία τους, είναι σχεδόν βέβαιο. Όσο για σένα, αν καταφύγεις σε καμία από
τις πόλεις που είναι πολύ κοντά, όπως στην Θήβα ή στα Μέγαρα, επειδή και οι δύο
αυτές πόλεις ευνομούνται, θα πας εκεί, Σωκράτη, σαν ένας εχθρός της Πολιτείας
τους. Και όσοι αγαπούν τις πόλεις τους θα σε στραβοκοιτάζουν, γιατί θα σε
θεωρούν διαφθορέα των νόμων, και έτσι θα επιβεβαιώσεις στους δικαστές την γνώμη
τους ότι ορθά έκριναν την δίκη σου, γιατί άνθρωπος που είναι διαφθορέας των
νόμων μπορεί κάλλιστα να νομισθεί διαφθορέας της νεολαίας και του αμαθούς όχλου.
Τι θα κάνεις λοιπόν; Θα αποφύγεις τις ευνομούμενες πόλεις και τους πολιτισμένους
ανθρώπους; Και αν το κάνεις αυτό, θα αξίζει τον κόπο να ζεις; Ή θα τους
πλησιάσεις και αδιάντροπα θα συζητάς μαζί τους; Τι θα κάνεις Σωκράτη; Μήπως αυτά
που έλεγες εδώ, πως η αρετή και η δικαιοσύνη και η νομιμότητα είναι τα πιο
ανεκτίμητα πράγματα στους ανθρώπους; Και δεν νομίζεις ότι η πράξη σου αυτή θα
είναι μια αδιαντροπιά; Ποιος θα αμφέβαλε γι’ αυτό;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Οπότε εσύ θα σηκωθείς και θα
φύγεις από αυτούς τους τόπους, θα πας στην Θεσσαλία, στους φίλους του Κρίτωνα,
γιατί εκεί, ως γνωστόν, επικρατεί μεγάλη αταξία και ανηθικότητα και εκεί
ευχαρίστως ίσως να σε άκουαν να τους διηγείσαι με ποιο γελοίο τρόπο δραπέτευσες,
κουκουλωμένος με κάποιο μανδύα ή σκεπασμένος με κάποια κάπα ή με άλλον τρόπο
μεταμφιεσμένος, κατά τη συνήθεια των δούλων που δραπετεύουν, και αφού ακόμα θα
άλλαζες τη μορφή σου. Και νομίζεις πως κανείς δεν θα βρεθεί να σου πει ότι εσύ,
γέρος άνθρωπος, ενώ ακόμα σου απομένει λίγη ζωή, τόλμησες να δείξεις τόση
αφοσίωση στη ζωή σου, ώστε να ποδοπατήσεις τους πιο σημαντικούς νόμους,; Ίσως,
να μην στο πουν, αν εσύ δεν πειράξεις κανέναν. Μα, αν όχι, Σωκράτη, ω πόσα πολλά
και ανάξιά σου έχεις να ακούσεις! Θα ζεις λοιπόν κολακεύοντας όλους τους
ανθρώπους και θα φέρεσαι δουλικά σε όλους; Και πως θα τα περνάς στην Θεσσαλία;
Διασκεδάζοντας στα τραπέζια του ενός και του άλλου, σαν να πήγαινες εκεί
επίτηδες για να φας και να πιείς; Κι εκείνοι οι περίφημοι λόγοι μας περί
δικαιοσύνης και της άλλης αρετής τι θα γίνουν; Ω, ναι, θέλεις να ζήσεις για τα
παιδιά σου, να τα αναθρέψεις και να τα μορφώσεις! Λοιπόν τι σκέφτεσαι;
Λογαριάζεις να τα πάρεις στην Θεσσαλία να τα αναθρέψεις και να τα μορφώσεις,
αφού τα κάνεις ξένους, για να απολαύσουν στο τέλος και αυτό το καλό; Ή όχι, και
θα τα αφήσεις εδώ να ανατραφούν; Αλλά νομίζεις ότι αν ζεις εσύ, αν και θα είσαι
μακριά τους, αυτά θα ανατραφούν και θα μορφωθούν καλύτερα; Θα πεις ότι οι φίλοι
σου θα αναλάβουν την φροντίδα γι’ αυτά. Ωραία! Αν φύγεις για τη Θεσσαλία θα
φροντίσουν, και αν φύγεις για τον Άδη δεν θα φροντίσουν; Αν πρόκειται βέβαια να
ελπίζεις κανένα καλό από εκείνους που σου λένε ότι είναι φίλοι, έχε τους
εμπιστοσύνη!</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Λοιπόν, Σωκράτη, άκουσε εμάς που
σε αναθρέψαμε. Τα παιδιά, τη ζωή, και κάθε άλλο αγαπητό που υπάρχει στον κόσμο,
να μην λογαριάσεις εμπρός στο δίκαιο, για να μπορείς όταν πας στον Άδη να
απολογηθείς με όλα αυτά στους εκεί Άρχοντες. Γιατί εδώ - στη γη - είναι φανερό
και σε σένα και στους δικούς σου ότι αυτό που σκοπεύεις να κάνεις δεν είναι ούτε
καλό ούτε δίκαιο, ούτε ευλαβικό. Ούτε εκεί κάτω (στον Άδη) όταν θα φθάσεις θα
σου είναι ωφέλιμο. Γι’ αυτό τώρα θα φύγεις απ’ αυτόν τον κόσμο, εάν αποφασίσεις
να φύγεις, αδικημένος όχι από εμάς, τους νόμους, αλλά από τους ανθρώπους. Ενώ αν
δραπετεύσεις από εδώ απαντώντας με τόσο αισχρό τρόπο στην αδικία με την αδικία
και στο κακό με το κακό, αθετώντας τις συμφωνίες και τις υποσχέσεις που μόνος
σου έκλεισες μαζί μας, και βλάπτοντας εκείνους που λιγότερο θα έπρεπε να
βλάψεις, δηλαδή τον ίδιο τον εαυτό σου και τους φίλους σου και την πατρίδα σου
και εμάς, τότε και εμείς θα είμαστε οργισμένοι εναντίον σου, εφόσον ζεις, και
εκεί κάτω, στον Άδη, οι αδελφοί μας οι νόμοι, δεν θα σου κάνουν καλή υποδοχή,
επειδή θα γνωρίζουν ότι επιχείρησες και εμάς εδώ να καταστρέψεις, όσο ήταν αυτό
δυνατόν από τη μεριά σου. Πρόσεξε λοιπόν να μην πλανηθείς από τα λόγια του
Κρίτωνα και κάνεις ό,τι σου λέει αυτός, αντί να κάνεις ό,τι σου λέμε
εμείς”.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Όλα αυτά, αγαπητέ μου φίλε
Κρίτωνα, να ξέρεις καλά ότι εγώ νομίζω πως τα ακούω να λέγονται απαράλλακτα,
όπως οι κορυβαντιώντες νομίζουν πως ακούν τον ήχο των αυλών. Και βουίζει στ’
αυτιά μου αυτός ο ίδιος ήχος των λόγων, τόσο πολύ, ώστε με κάνει να μένω κουφός
σε κάθε άλλο ήχο. Λοιπόν, Κρίτωνα, ξέρεις τώρα εσύ πως σκέφτομαι. Αν σε αυτά
έχεις αντιρρήσεις, μάταιος ο κόπος σου. Εάν νομίζεις όμως πως θα κατορθώσεις
κάτι παραπάνω, πες μου τη σκέψη σου.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΚΡΙΤΩΝ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Σωκράτη μου, δεν έχω να πω
τίποτα παραπάνω.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΣΩΚΡΑΤΗΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Άσε τα λοιπόν, Κρίτωνα, και ας
πράξουμε έτσι, αφού προς αυτόν τον δρόμο μας οδηγεί ο Θεός.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-size: 14pt;">ΤΕΛΟΣ</span></b>
</dt>
</dl>
</dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-66164224519063174932012-10-24T10:00:00.001-07:002012-10-24T10:00:18.440-07:00Σαλούστιος: Περί Θεών και Κόσμου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 26pt;">Σαλούστιος: Περί Θεών και
Κόσμου</span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=24saloustiostn8.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="284" src="http://fih.gr/images/24saloustiostn8.jpg" width="199" /></a><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">"Το σύντομον τούτο αλλά
περιεκτικόν και εις άκρον συμπεπυκνωμένον Έγκόλπιον του Σαλουστίου,
συντεταγμένον εις άμεμπτον αττικήν διάλεκτον, είναι έργον το οποίον εξεπήγασεν
από τάς προσπαθείας του Αυτοκράτορος Ιουλιανού προς αναστήλωσιν της αρχαίας
ελληνικής παραδόσεως και αποτελεί θαυμαστήν όντως σύνοψιν των γενικών γραμμών
όχι απλώς της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλ' εν πολλοίς και της μυστηριακής και
μεταφυσικής διδασκαλίας καθ' όλου περί θεών, κόσμου, ανθρώπου ψυχής, ειμαρμένης
κ.α."</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Σαλούστιος</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/52644269?access_key=key-kpbe1c8arrnyswvxfdx" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Σαλούστιος:
Περί Θεών και Κόσμου – Διαβάστε το </a> </span></b> </dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-5036709430243119332012-10-24T09:02:00.001-07:002012-10-24T09:02:39.734-07:00ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΡΥΨΑΛΑ <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 26pt;">ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΡΥΨΑΛΑ
</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-size: 22pt;">(αρχ.κείμενο και
μετάφραση)</span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=98e5b72364_7c15_4006_a87.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="334" src="http://fih.gr/images/98e5b72364_7c15_4006_a87.jpg" width="229" /></a><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ἐλάχιστα γνωρίζουμε
γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Ἀρχίλοχου, κι αὐτὰ ἀβέβαια. Ἡ γέννησή του τοποθετεῖται γύρω στὸ
680 π.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πάρο. Ὁ πατέρας του, κάποιος Τελεσικλῆς, ἦταν
ἀριστοκράτης καὶ ἡ μητέρα του Ἐνιπῶ, δούλα. Ὁ παππούς του, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ
πατέρα του, φέρεται σὰν ἀποικιστὴς τῆς Θάσου καὶ κομιστὴς τῆς λατρείας τῆς
Δήμητρας. Ὁ Ἀρχίλοχος πέρασε τὴ ζωή του μέσα στὴ φτώχεια. Ἐργάστηκε σὰν
μισθοφόρος, συμμετέχοντας στὶς ἐπιδρομές ποὺ συντάραξαν τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, στὴ
διάρκεια τοῦ 7ου π.Χ. αἰώνα. Φαίνεται πῶς προσπάθησε νὰ δημιουργήσει οἰκογένεια
μὲ κάποια Νεοβούλη, ἀλλὰ ὁ Λυκάμβης, πατέρας τῆς νύφης, ἀθέτησε τὴν ὑπόσχεσή
του. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία παράδοση, ὁ ποιητὴς ἀντέδρασε διασύροντας τὸν ἄπιστο
πεθερό. Ἡ δύναμη τῶν σκωπτικῶν στίχων του ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε ὁ Λυκάμβης καὶ
οἱ δύο του κόρες αὐτοκτόνησαν. Πιθανῶς ἀποπλάνησε καὶ τὴν ἀδελφὴ τῆς Νεοβούλης.
Ἐπινόησε τὸν ἴαμβο καὶ τὴν ἐπωδό, ἐπιφέροντας σημαντικὲς τεχνικὲς ἀλλαγὲς στὸ
ἡρωϊκὸ ποιητικὸ ἰδίωμα ποὺ κυριαρχοῦσε μέχρι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ. Εἶναι προφανὲς
πὼς ὁ πατρικὸς ἄξονας τῆς καλλιτεχνικῆς προσωπικότητάς του εἶναι ὁ Ὅμηρος. Σὰν
ἄνθρωπος ἦταν παρορμητικὸς, ἀθυρόστομος καὶ ἐκδικητικὸς. Ἄγνωστο πότε, τὸν
σκότωσε κάποιος Καλλώνδης ἢ Κόρακας, σὲ μάχη μὲ τοὺς Ναξίους. Μαρτυρεῖται πὼς ὁ
φονιᾶς δὲν ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὴν Πυθία. <b>(Διαβάστε τον Πρόλογο σε απλό κείμενο)
</b></span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/5602130?access_key=key-2fwfz9q6mly6ugkfagip" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΚΑΙ ΘΡΥΨΑΛΑ – Διαβάστε το </a> </span></b> <br /><br />
<dl>
<dt><b><span style="color: black; font-size: 16pt;">ΕΙΣΑΓΩΓΗ</span></b>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Μεσημέριασε καὶ ἡ ζέστη εἶναι
ἀφόρητη, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ λόφο τῆς Ἄνω Σύρου ἡ θάλασσα φαίνεται νὰ κρατᾶ μιὰ μεγάλη
ὑπόσχεση ἀνέμου. Σκέπτομαι τὸ λυρικὸ ποίημα. Σὰν ὑπόσχεση δημιουργίας ἑνὸς
κοσμικοῦ ρυθμοῦ τὸ σκέπτομαι· ὑγρὴ ὑπόσχεση, ὅπως ὅλες. Οἱ ἄνθρωποι μπαίνουν ἀπὸ
παντοῦ στὶς σκέψεις μου. Μιλοῦν, χειρονομοῦν, ὅλο καὶ μὲ κάτι καταπιάνονται·
κάποτε τὸ πετυχαίνουν, τὶς περισσότερες φορὲς δὲν καταφέρνουν τίποτε. Τότε
ξεσποῦν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, μὲ τὸν τρόπο ποὺ κάνει τὸν Ἕναν Ἄλλο ἢ ἀπομακρύνονται
ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ κρατᾶ τὸν Ἕνα Μοναδικό. Ρυθμὸ ζητοῦν· τὸ ρυθμὸ ποὺ κάνει τὸν
κόσμο, κόσμο τους. Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀσθενικὴ σκευὴ, δὲν μποροῦν νὰ
ἐπιβιώσουν χωρὶς τὴν ἐλπίδα ἐπικράτησης πάνω σὲ καθετὶ καὶ σὲ καθέναν. Οἱ
ἄνθρωποι διαθέτουν μόνο ἕναν κατάδικό τους τρόπο ἐπιβίωσης: νὰ σκοτώνουν ὅ,τι
ἀγαποῦν ἢ νὰ τραγουδοῦν γιὰ ὅ,τι ἀγαποῦν, πράγμα ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο, ἄν
ἀποφασίσεις πῶς ἡ ἐπιθυμία αὐτοκτονεῖ τὴ στιγμὴ τῆς ἱκανοποίησής της.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὅμως, δίπλα στὴ θάλασσα, δὲν
παίρνονται εὔκολα τέτοιες ἀποφάσεις. Ἡ θάλασσα εἶναι τὸ ἀκαθόριστο, τὸ μακρυνό,
τὸ διαρκῶς ἄλλο. Ἡ θάλασσα δὲν ξέρει τὴ μονότονη παρουσία τοῦ πεύκου, οὔτε τὴν
ἐπίμονη ἀπελπισία τοῦ τζίτζικα. Ὁ δασωμένος κόρφος τῆς γῆς ἀνατρέφει τὸ τραγικὸ
στοιχεῖο, σὰν σύγκρουση μὲ τὴν ἀέναη μονοτονία τοῦ κόσμου. Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ
ὑποφέρει τὸ τζιτζίκι, γιὰ ἕνα μόνο μεσημέρι, χωρὶς νὰ σκεφτεῖ πῶς ὁ θάνατος
εἶναι λύτρωση ἀπὸ τὴ σκληρότητα τῆς ὕπαρξης καὶ χωρὶς νὰ ἀπελπιστεῖ γιὰ τὴ σκέψη
αὐτὴ; Μὲ τί μάχεται ὁ Οἰδίποδας; Μὲ τί παλεύει ὁ Φιλοκτήτης; Μὲ τὸν ἴδιο δαίμονα
ποὺ μετριέται ὁ Ἰὼβ, μὲ τὸ ἴδιο ἐρώτημα: “Τί μπορεῖ νὰ ἀπαιτήσει κανεὶς ἀπὸ ἕναν
κόσμο τόσο αὐτάρκη, τόσο προσηλωμένο στὸ ρυθμό του;” Μόνο τὰ παιδιὰ τῆς θάλασσας
τολμοῦν τὴν ἀπάντηση: “Τὸ ρυθμό του ὁ καθένας, γιὰ ρυθμὸ τοῦ κόσμου· ἀπὸ τὸν
ἑαυτό του ὁ καθένας, γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ὁμοίους του”. Αὐτὸ εἶναι
Λυρισμὸς καὶ Μοντερνισμός. Νὰ ἔρθεις στὴ ζωὴ, νὰ τραγουδήσεις ὅπως σοῦ κάνει
κέφι καὶ νὰ φύγεις. Τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ βροῦν οἱ ἐπερχόμενοι. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">*</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ Ἀρχίλοχος μὲ συνάντησε μέρα
μεσημέρι· ὄχι στοὺς ἀδιέξοδους δρόμους τῆς πρωτεύουσας - ἄν καὶ θὰ μποροῦσε -
οὔτε στὶς πολυέξοδες ἁπλωσιὲς τοῦ Αἰγαίου - ἄν καὶ θὰ τὸ προτιμοῦσα. Στὴ
διάρκεια μιᾶς ζωῆς γεμάτης παράλογους θανάτους καὶ μοχθηρὲς ἐλπίδες, ἀνεπαρκεῖς
ἀπολαύσεις καὶ ἔνθεες ἀκυρώσεις, γνώρισα πολλοὺς μαχητὲς. Πάλευαν - γιὰ τὶ ἄλλο
- γιὰ χρῆμα ἢ γιὰ δόξα. Ἐπειδὴ δὲν πόθησα ποτὲ τίποτε ἀπὸ τὰ δυό, εἶχα τὴν ἄνεση
νὰ τοὺς σπουδάσω. Δὲ διέθεταν φαντασία· ὁ μόνος κοσμικὸς ρυθμός ποὺ μποροῦσαν νὰ
φανταστοῦν ἦταν ἡ συνεχὴς λειτουργία μιᾶς καλοκουρδισμένης μηχανῆς ποὺ δουλεύει
γι' αὐτούς. Δὲ διέθεταν γνώση· τὸ μόνο εἶδος λογικῶν προτάσεων ποὺ μποροῦσαν νὰ
παράγουν ἦταν οἱ “προφανεῖς”. Δὲ διέθεταν γοῦστο· ἡ ὀμορφιά τους δὲν μποροῦσε νὰ
κάνει βῆμα πέρα ἀπὸ τὴν ὁμοιομορφία. Ἐξάλλου, ἐλάχιστοι ἦταν πραγματικοὶ ἄντρες.
</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ Ἀρχίλοχος ὑπῆρξε πραγματικὸς
ἄντρας· ἤξερε πότε κινδύνευε νὰ κλάψει καὶ πότε χρειαζόταν νὰ σκοτώσει. Γιὸς
ἑνὸς εὔπορου Πάριου καὶ μιᾶς δούλας, διέθετε τὸ μέτρο τῆς ἀπερισκεψίας ποὺ
χαρακτηρίζει κάθε εὐφυὴ ἄνθρωπο. Μεγαλώνοντας ἀνάμεσα στὴν παράδοση του πατέρα
νόμου καὶ στὴν αἰώνια μοντερνικότητα τῆς μητέρας ἐπιθυμίας, διαμόρφωσε ἐκείνη τὴ
βαθιὰ αἴσθηση ρεαλισμοῦ ποὺ καταλογίζει τὴν πραγματικότητα στὴν ἀντοχὴ τῆς
ἐπινόησης. Ὅταν ἀποφάσισε νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ οἰκονομικὰ προβλήματά του, ἔγινε
μισθοφόρος καὶ ὅταν χρειάστηκε νὰ σπαταλήσει τὸ αἷμα του ἄδικα στὴν πληρωμένη
μάχη, ἀντέδρασε σὰν ἐργαζόμενος: προστάτευσε τὴν ἐργατικὴ δύναμή του. Ὅταν
ἀποφάσισε νὰ παντρευτεῖ τὴ γυναίκα ποὺ ἀγάπησε καὶ ὁ πατέρας της ἀρνήθηκε τὸ
γάμο, ξέσπασε σὰν κτῆνος κατὰ πάντων, ὁδηγώντας τὴν οἰκογένεια ποὺ τὸν ἀρνήθηκε
σὲ μαζικὴ αὐτοκτονία. Ὅταν ἀποφάσισε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ποίηση, ἐπινόησε ἕνα
νέο εἶδος καὶ ἀνανέωσε πολλὰ παλαιότερα. Ἔγινε ὁ πρῶτος γνήσιος λυρικὸς ποιητὴς
τῆς Εὐρώπης, μὲ τρόπο τελειωμένο, κλασικό. Ὅταν σκοτώθηκε στὴ μάχη, ὁ φονιὰς του
δὲν ἔγινε δεκτὸς στὸν ἱερὸ χῶρο τῶν Δελφῶν. Ποιός θὰ τολμοῦσε, σήμερα, νὰ
ἱσχυριστεῖ τὸν ἑαυτό του, μὲ τόσο λαμπρὰ ἀποτελέσματα; Σκουριά, πολλὴ σκουριὰ
στὸ λινὸ τῆς ζωῆς μας. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὁ Ἀρχίλοχος μὲ βρῆκε στὸ
ἐργαστήριο, μιὰν ὥρα ἀπελπισμένης μέριμνας γιὰ τὴ μείωση τοῦ γλωσσικοῦ
πληθωρισμοῦ ποὺ προαπαιτεῖ κάθε συνεπὲς ποιητικὸ προϊόν. Προσπαθοῦσα νὰ
κατασκευάσω ἕνα συμπαγὲς σύνολο ρυθμικῶν χειρονομιῶν, ἱκανὸ νὰ ἐκχωρήσει τὴν
Ἰλιάδα στὴν περιοχὴ κυριαρχίας τῆς ποίησής μας - ὅπως γράφεται σήμερα, ἢ
τουλάχιστον ὅπως δοκιμάζεται ἀπὸ μιὰ-δυὸ ἀποτελεσματικὰ ἐμπνευσμένες φωνὲς τῆς
γενιᾶς μου. Οἱ ἀντιστάσεις ποὺ συναντοῦσα σχετίζονταν κυρίως μὲ τὴν περίτεχνη
εἰκονοποιία, παρὰ μὲ τὸ στόμφο τῶν ἀγορεύσεων ἢ μὲ τὴ συμβατικότητα τῶν
ποιητικῶν ἀντιστοιχιῶν. Ὅπως καὶ νὰ ἔχει, τὸ ἀνεπίτρεπτο ξέσπασμα τοῦ Ἀχιλλέα
στὸ πολιτικὰ ὀρθὸ περιβάλλον τῆς 9ης ραψωδίας, μοῦ πρότεινε μιὰν οὐσιαστικὴ
γνωριμία μὲ δύο μεγάλους ποιητές. Ὁ πρῶτος - ἀπὸ λίγο τελευταῖος μεγάλος τῆς
ἀρχαίας φωνῆς - ἦταν ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἀλλὰ, δὲ στάθηκε παρὰ μιὰ ἀποκάλυψη
τῆς προσωπικῆς μου ἀλήθειας: ἀμετανόητος ἐραστὴς τῆς μουσικῆς τοῦ ὀρθολογικοῦ,
διάπυρος οἰκογενειάρχης τῆς πολιτικῆς θεολογίας· ἕνας ρομαντικὸς Χριστιανός,
ἕνας πραγματικὸς γνωστικὸς δαίμονας, κλεισμένος στὸν ἀπόλυτα ὀργανωμένο λόγο τῆς
ἀρχαιότητας: πάθος καὶ πόθος καὶ φλόγα καὶ ρώμη ποὺ βηματίζουν, μὲ γοητευτικὰ
τελετουργικὲς κινήσεις, πρὸς τὸν ἀναπόφευκτο θάνατο. Ἕνα σκληρὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν
ἐξορία ποὺ λέμε ζωή. Ὁ δεύτερος ποιητής - πρῶτος Εὐρωπαῖος Λυρικὸς - ἦταν ὁ
Ἀρχίλοχος. Ὁ τραχὺς μισθοφόρος του 7ου π.Χ. αἰώνα στάθηκε στὴν ἔξοδο τῶν λέξεών
μου, ὁπλισμένος μὲ ἀπουσίες, ἀσάφειες, προκλητικὲς εἰκασίες, αἰχμηρὲς σιωπὲς. Θὰ
μποροῦσα νὰ μιλήσω γιὰ μιὰν ἀποκάλυψη, ἄν ὁ Ἀχιλλέας δὲν τὸν ἀπαιτοῦσε ἤδη, μέσῳ
τῆς θεσμοποιημένης φωνῆς τοῦ Ὁμήρου, δηλώνοντας πρὸς τὸν Ὀδυσσέα: </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">“...καλύτερα νὰ πῶ ἀπροκάλυπτα
τὶ σκέφτομαι καὶ τὶ θὰ γίνει, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">γιὰ νὰ μὴ σκούζετε ἄσκοπα ἀπὸ
'δῶ κι ἀπὸ 'κεῖ.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Θάνατο μοῦ μυρίζει αὐτὸς ποὺ
ἄλλα σκέφτεται καὶ ἄλλα λέει.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ἄκου λοιπὸν τὶ μοῦ φαίνεται
κατάλληλο γιὰ τὴν περίσταση.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Οὔτε ὁ Ἀγαμέμνονας, οὔτε οἱ
ἄλλοι Δαναοὶ - νομίζω - θὰ μὲ πείσουν,</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> ἀφοῦ ἔμαθα πιὰ πῶς ὁ
ἀκατάπαυστος ἀγώνας δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἀντικείμενο τιμῆς. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἴδιο μερίδιο καρπώνεται ἐδῶ
αὐτὸς ποὺ πολεμᾶ </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">κι αὐτὸς ποὺ κρύβεται στὴν
ἀθλιότητά του,</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> ἴδια τιμὴ ὁ γενναῖος κι ὁ
δειλὸς, ἴδιο θάνατο ὁ μαχητὴς κι ὁ λιποτάχτης.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ἄλλο ἀπὸ πίκρες κι ἀγωνίες δὲν
ἔχω ἀποκομίσει, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">ἐκθέτοντας στὴ μάχη τὴ ζωή
μου.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Σὰν τὸ πουλὶ ποὺ δίνει στὰ
γυμνὰ μικρὰ του τὴν τροφή, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">πρὶν κὰν προλάβει νὰ τὴ δεῖ -
κακῶς, γιατὶ κι αὐτὸ πεινάει -</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> πείνασαν οἱ νύχτες μου τὸν ὕπνο
καὶ λαχάνιασαν αἷμα οἱ μέρες μου, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">σὲ ἀγῶνες ἀντρῶν γιὰ τὴν
κυριαρχία γυναικῶν. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Δώδεκα πόλεις θέρισαν τὰ καράβια
μου σ᾿ ὁλόκληρη τὴ γῆ,</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> κι ἕντεκα ὄργωσαν τὰ πόδια μου
ἐδῶ στὴν Τροία.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Πάντα ἀποσποῦσα ὅ,τι
πολυτιμότερο καὶ πάντα στὸν Ἀγαμέμνονα τὸ ἔδινα.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Στὸν Ἀτρείδη! Νὰ μένει ἐκεῖνος
στὰ μετόπισθεν, κοντὰ στὰ γρήγορα καράβια,</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> ἔτοιμος γιὰ τὴ μοιρασιὰ: λίγα
στοὺς ἄλλους, πολλὰ στὸν ἑαυτό του, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">ὁρισμένα σὲ ἀρχηγοὺς καὶ
βασιλιάδες. Τὰ διατηροῦν ἀκόμη.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Μόνον ἐμένα βρῆκε νὰ στερήσει
ἀπὸ γυναίκα ἀγαπημένη.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Πάει καλά! Δικό μου πόθο ἄς
χαίρεται. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὅμως οἱ Ἀργείοι γιατὶ νὰ
πολεμοῦν τοὺς Τρῶες; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Γιατὶ συγκέντρωσε τόσο στρατὸ
καὶ τὸν ὁδήγησε ἐδῶ, </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">ἄν ὄχι γιὰ τῆς Ἑλένης τὰ ὑπέροχα
χτενίσματα; </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἤ μήπως ἀπὸ τοὺς θνητοὺς μόνον
οἱ Ἀτρεῖδες ἀγαποῦν τὶς γυναῖκες τους;</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Κάθε καλὸς καὶ λογικὸς ἄντρας
προστατεύει ὅ,τι ἀγαπάει.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ἔτσι κι ἐγὼ· τὴν ἀγαποῦσα μὲ
ὅλη τὴν καρδιά μου </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">κι ἄς ἤτανε σοδειὰ τοῦ κονταριοῦ
μου.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Πρῶτα μοῦ ἀφαίρεσε προνόμιο, μὲ
ἀτίμασε καὶ τώρα ἐπιχειρεῖ νὰ μὲ ἐμπλέξει </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">στὸ δόλο του. Δὲ θὰ μὲ πείσει,
Ὀδυσσέα.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ἄς σκεφτεῖ μαζί σας πῶς θὰ
βγάλει τὰ καράβια ἀπὸ τὴν μπόρα τῆς φωτιᾶς.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς κόπιασε
πολλὰ χωρὶς ἐμένα.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Καὶ τεῖχος ὕψωσε καὶ τάφρο
ἔσκαψε καὶ πάσσαλους φύτεψε.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τὴ δολοφόνα ὁρμὴ τοῦ Ἕκτορα δὲ
βλέπω νὰ θερίζει! </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ὅσο καιρὸ συμπολεμούσαμε, ὁ
Ἕκτορας δειχνόταν ἐξυπνότερος</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> κι ἀπέφευγε νὰ δώσει μάχη
μακριὰ ἀπ' τὸ τεῖχος: </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">μέχρι τὶς Σκαιὲς Πύλες, τὸ πολὺ
μέχρι τὴ βελανιδιά.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Κι ὅταν κάποτε ἔφτασε ἐκεῖ,
ξέφυγε τὴν ὁρμή μου τὴν τελευταία στιγμή.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τώρα πιὰ δὲν ἔχω διάθεση νὰ
πολεμήσω τὸν ἔνθεο ἄντρα.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Αὔριο θὰ κάνω τὸ ἱερὸ χρέος μου
πρὸς τὸ Δία καὶ τοὺς ἄλλους θεούς,</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> θὰ φορτώσω τὰ καράβια, θὰ τὰ
ρίξω στὰ νερὰ πρωί-πρωί,</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> κι ἄν θέλεις - λέω, ἄν - θὰ
δεῖς πῶς ὀργώνουν</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> τὸν Ἑλλήσπντο οἱ ἄνδρες μου μὲ
τὰ κουπιά,</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> πῶς κατακτοῦν μὲ προθυμία τὴν
πατρίδα τῶν ψαριῶν</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> καὶ πῶς, ἂν μᾶς χαρίσει νηνεμία
ὁ περίφημος κύριος τῆς γῆς,</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> -πῶς, λέω- σὲ τρεῖς μέρες βλέπω
τοὺς κατάσπαρτους ἀγροὺς τῆς Φθίας.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ἄφησα πίσω μου πολλὰ, ὅταν
δυστύχησα νὰ ἔρθω ἐδῶ: </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">χρυσάφι, πύρινο χαλκό, γυναῖκες
λυγερές καὶ σίδερο μελαχρινό.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ὅ,τι μοιράστηκα μαζί σας θὰ
προσθέσω.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τὸ προνόμιο ποὺ μοῦ παρεῖχε
ὅμως τὸ πρόσβαλε·</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> ἡ ἐξουσία τοῦ Ἀτρείδη
Ἀγαμέμνονα στάθηκε ἀτίμωση γιὰ μένα.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ὅπως τὰ λέω νὰ τοῦ τὰ πεῖτε,
ἀκοῦτε; Φανερά!</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ν᾽ ἀγανακτήσουν οἱ Ἀχαιοὶ καὶ
ν᾽ ἀμυνθοῦν,</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> ὅταν ἐπιχειρήσει νὰ ἐξαπατήσει
κι ἄλλο Δαναό.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Γιατὶ εἶναι πάντα ἐξοπλισμένος
μὲ τὴν ἀναίδειά του.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Μόνον ἐμένα δὲν τολμάει ν'
ἀντιμετωπίσει, ὅσο κυνικὸς κι ἄν εἶναι.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Δὲν ἔχω βέβαια τὴν παραμικρὴ
διάθεση νὰ κουβεντιάσω μαζί του,</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> πόσο μάλλον νὰ συμπράξω σὲ
ὁτιδήποτε·</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> μ' ἐξαπάτησε ἤδη μιὰ φορά·
ἔσφαλε. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Δὲ θὰ τοῦ δώσω ἄλλην εὐκαιρία νὰ
μὲ παγιδεύσει σὲ λόγια. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Φτάνει! Ἄς πάει νὰ χαθεῖ, ἀφοῦ
τὸν τρέλανε τοῦ Δία ἡ λογική.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Τὰ δῶρα του σιχάματα: μιὰ τρίχα
σὲ μαλλιαρὸ κεφάλι.”</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">(Ἰλιάδος Ι, 309-378) </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἐδῶ, ὁ Αχιλλέας εἶναι ἔτοιμος νὰ
“ἰαμβίσει”, νὰ μιλήσει τὴ ζωντανὴ γλώσσα τῆς ὁργῆς του, νὰ θραύσει τὴν ἀργόσυρτη
διατύπωση τοῦ ἡρωικοῦ στίχου. Εἶναι ἔτοιμος νὰ γίνει Ἀρχίλοχος, ἀλλὰ δυστυχῶς
δὲν εἶναι ὁ ποιητής· δὲν ἀποφασίζει αὐτὸς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ ποιητὴς δὲν εἶναι ὁ
ἑαυτὸς του· οὔτε κι αὐτὸς ἀποφασίζει. Ἂν μποροῦσε νὰ παρατήσει τὴν αὐλὴ τοῦ
ἄρχοντα ποὺ διασκεδάζει, ἂν ἔβγαινε στοὺς δρόμους καὶ συναναστρεφόταν τὸ πλῆθος
ποὺ διαθέτει τὴν ἰδιότυπη ἐλευθερία νὰ πεθαίνει ὅπως θέλει, θὰ κέρδιζε τὸν ἑαυτὸ
του καὶ θὰ χάριζε στὸν Ἀχιλλέα τὸ δικό του. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Ἀρχίλοχος καὶ
ἀπέσπασε τὴν κατάδική του ἀθανασία. Χρησιμοποίησε μουσικὲς φόρμες, γλωσσικοὺς
τύπους καὶ θέματα γερὰ κατεργασμένα στὸ καμίνι τῆς ζωῆς ἀνθρώπων ποὺ ἐπειδὴ
παλεύουν γιὰ τὸ ἴδιο τὸ δικαίωμα τους νὰ ζοῦν, δὲ στέκονται σὲ τελετουργικὲς
ἁβρότητες. Δὲν ὑπῆρξε ποτὲ λαϊκὸς ποιητής, τὸ ἀντίθετο μάλιστα. Ἡ ἐποχὴ του, ὁ
7ος π.Χ. αἰώνας, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν πορεία τῆς μάζας πρὸς τὴν ἐξουσία. Ἡ
στενότητα τοῦ ζωτικοῦ χώρου καὶ ἡ ἀνεπάρκεια τῶν φυσικῶν πόρων ἔστρεψαν τὶς
γερασμένες κοινότητες σὲ μεταναστευτικὲς ἐπιδρομές. Οἱ ἄποικοι διαμόρφωσαν μιὰν
αὐτόνομη νοοτροπία καὶ ὁ νεοπλουτισμός τους ἐκφράστηκε πολιτικὰ μὲ τὴν ἄνοδο
στὴν ἐξουσία λαϊκιστῶν τυράννων. Ἡ μάζα διέχυσε τη νοοτροπία της στὸ δημόσιο
χῶρο καὶ διαμόρφωσε ἕνα σκληρὸ περιβάλλον σχετικισμοῦ. Ὁ Ἀρχίλοχος, σὰν
καλλιτέχνης, δὲ βλέπει μὲ καλὸ μάτι αὐτὸ τὸ σχετικισμό. Ἀπαξιεῖ τὴ νοοτροπία τῆς
μάζας, παρ' ὅλο ποὺ δὲ φαίνεται νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὶς συνήθειές της. Δίνει στὰ
στοιχεῖα του ὑψηλὴ καλλιτεχνικὴ ἀξία. Χρησιμοποιεῖ εἰκόνες καίριες, φυσικὰ
σχήματα καὶ ἁπλοὺς τρόπους. Ἡ στάση του ἀπέναντι στὴν παράδοση εἶναι ἀπόλυτα
διακριτή, σὲ μορφολογικὸ καὶ ἰδεολογικὸ ἐπίπεδο. Παρ' ὅλη τὴν ὁργὴ ποὺ ἐκφράζει
ὁ Ἀχιλλέας στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα τῆς Ἰλιάδος, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ προχωρήσει πέρα
ἀπὸ τὴ συγκυριακὴ δυσφορία του, γιὰ τὴν παραβίαση τῶν κανόνων μὲ τοὺς ὁποίους
παίζεται τὸ παιχνίδι τῆς ἐξουσίας. Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ προβεῖ σὲ κριτικὴ τῶν
κανόνων καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ παιχνιδιοῦ. Κατὰ κάποιον τρόπο, ὁ Ἀχιλλέας εἶναι πιὸ
ἀνθρώπινος, ἔστω καὶ μὲ ἕνα συμβατικὸ τρόπο. Τὸ ἐντυπωσιακὸ μὲ τὸν Ἀρχίλοχο
εἶναι πὼς ἐνῶ διαθέτει μιὰ φωνὴ ἀπόλυτα προσωπικὴ, μεριμνᾶ συνεχῶς γιὰ τὴν
ἐγγραφὴ ἠθικῶν ἀξιῶν καὶ ἡ ἔκφραση τῶν συναισθημάτων του διατρέχεται ἀπὸ τὸ
μηδενισμὸ τοῦ σκληροπυρηνικοῦ ἠθικολόγου. Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ὑποθέσει ἕνα
εἶδος λυρικοῦ στοχασμοῦ ποὺ ξεκινᾶ μὲ τὸν Ἀρχίλοχο καὶ φτάνει, μέσῳ τοῦ Νίτσε,
στοὺς μοντερνιστὲς διανοούμενους τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀριστερᾶς. Ὁ Λυρισμὸς αὐτὸς δὲν
εἶναι ὁ Λυρισμὸς τῆς Σαπφοῦς. Τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο εἶναι ὁ ἑαυτός του μὲ
διαφορετικὸ τρόπο. Ἡ Σαπφῶ μοιάζει νὰ εἶναι προσωπικὴ στὴν ἔκφρασή της ἐπειδὴ
δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἀλλιῶς: ἡ ἔκφραση τῶν ἐρωτικῶν συναισθημάτων ἀπαιτεῖ τὸν
ἐραστὴ ὁλόκληρο καὶ διακριτό. Σὰν νὰ λέμε, δὲν ὑφίσταται μὴ προσωπικὴ ἐρωτικὴ
ποίηση· ἄν καὶ ἡ ψυχολογία τοῦ ἐρωτικοῦ μορφώματος δὲ συμφωνεῖ ἀπόλυτα. Κατὰ
κάποιο περίεργο τρόπο, ὁ Ἀρχίλοχος ἀναφαίνεται σὰν ὑποκείμενο, στὴν προσπάθειά
του νὰ ὑπερασπίσει ὁρισμένες ἠθικὲς προκείμενες. Δὲν εἶναι ὁ φορμουλαϊκὸς κόσμος
τοῦ Ὁμήρου ποὺ πρέπει νὰ ὑπερασπίσει, ἀλλὰ ὁ ἐνδεχομενικὸς κόσμος μιὰς
δημοκρατίας αὐτόνομων ὑποκειμένων. Ἡ ὑποκειμενικότητα τοῦ Ἀρχίλοχου διαθέτει μιὰ
ἐντυπωσιακὰ πολιτικὴ διάσταση.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἀλλὰ ὁ Ἀρχίλοχος εἶναι ποιητὴς
καὶ μάλλιστα ὁ πρῶτος προσωπικὸς ποιητὴς τῆς δυτικῆς Ἀρχαιότητας. Ἡ πολιτικὴ
διάσταση τοῦ ἔργου του ἀφορᾶ στὴ συνθήκη κοινωνικῆς παρεύρεσης· μόνο μὲ αὐτὴ τὴ
διάσταση μπορεῖ νὰ κοινοποιηθεῖ ἐπιτυχῶς. Ὁ ἴαμβος χρειάζεται ἕνα σύνολο ἠθικῶν
προκειμένων, ὅπως ὁ ἔρωτας χρειάζεται τὸ πάθος, γιὰ νὰ στηρίξει τὸ δημιουργικὸ
ὑποκείμενο. Δὲν ἔχει καὶ τόση σημασία ἂν οἱ προκείμενες αὐτὲς περιορίζονται σὲ
ἕναν κυνισμὸ, ποὺ θεωρεῖ τὴ ζωὴ σὰν ὁρισμένες κινήσεις ποὺ ἂν τὶς μάθεις,
παίζεις τὸ παιχνίδι μιὰ χαρὰ καὶ ἐξασφαλίζεις τὴν ἐσωτερικὴ αὐτονομία σου. Ἂν
καὶ, στὸ σημεῖο αὐτὸ, βρισκόμαστε μπροστὰ στὴν οὐσία τῆς σχέσης ποίησης καὶ
πολιτικῆς, σημασία ἔχει ἡ τακτικὴ ποὺ ἐπιτρέπει τὴν παραμονὴ τοῦ ὑποκειμένου στὸ
ὀντολογικό ἐπίπεδο τῆς ποίησης. Ἡ τακτικὴ αὐτὴ εἶναι, γιὰ τὸν Ἀρχίλοχο, ἡ
μεταφορὰ· ὄχι ἡ ἀναλογικὴ μεταφορά, ποὺ χρειάζεται μιὰ πνευματοποιημένη φύση,
ἀλλὰ ἡ διαφορικὴ τιμολόγηση τοῦ ἀντικειμένου, ποὺ χρειάζεται μιὰ κοινωνία καὶ
ἀρκετοὺς θεσμοὺς. Μιὰ λέξη φτάνει γιὰ νὰ τινάξει στὸν ἀέρα τὴ θεσπισμένη
κατωτερότητα τῶν δούλων καὶ νὰ δημιουργήσει καίρια ποίηση. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Ἡ μάχη μὲ τὰ σπαράγματα τοῦ
Ἀρχίλοχου κάθε ἄλλο παρὰ εὔκολη ἦταν. Νομίζω πῶς τοῦ προκάλεσα τουλάχιστον ὅσες
ἀπώλειες μοῦ προκάλεσε. Δὲν εἶναι λίγο νὰ ἔρχεσαι “μία ἡ ἄλλη” μὲ τὶς προσδοκίες
σου! Φυσικὰ, ἀπέφυγα νὰ πάρω ἀποφάσεις φιλολογικές. Ἀλλὰ τέτοιου εἴδους
ἐπιφυλάξεις συνιστοῦν ἤδη μιὰ σειρὰ ἀποφάσεων. Τόλμησα νὰ τὶς ἀναλάβω μὲ τὴν
περίσκεψη τοῦ ἐπώνυμου ἐρασιτέχνη. Ὅμως τὸ μεγαλύτερο μέρος τους εἶχε χαρακτήρα
ποιητικό. Πάντως, προσπάθησα, ὅσο μοῦ ἐπιτρέπει ἡ ἐντιμότητά μου, νὰ μὴν
προσβάλλω τὸν κόπο ἀνθρώπων ποὺ δαπάνησαν καὶ δαπανοῦν τὴν εὐφυΐα τους στὸ
αὐστηρὸ ἔργο τῆς ἀποκατάστασης. Οἱ φιλόλογοι χτίζουν μὲ ὑπευθυνότητα, οἱ ποιητὲς
κατοικοῦν μὲ ἕνα εἶδος καταναγκαστικῆς ἀνευθυνότητας! Ἡ ποίηση εἶναι μιὰ
παράτολμη τέχνη ποὺ πρέπει νὰ βελτιώνει διαρκῶς τὰ ἐργαλεῖα της. </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">*</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">Κοντεύει ἀπόγευμα καὶ ἡ ζέστη
εἶναι ἀφόρητη, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ λόφο τῆς Ἄνω Σύρου, ἡ Τῆνος φαίνεται νὰ δροσίζεται
ἀμετανόητα. Κρατᾶ στὴν ἀγκαλιά της φίλους καὶ στὰ πέτρινα χείλη της μιὰ μεγάλη
ὑπόσχεση ἀνέμου. Ἡ ποίηση βρίσκεται ἀνάμεσά μας ἤ δὲν ξέρει νὰ μιλᾶ. Ὁ Ἀρχίλοχος
εἶναι ἕνας μοντέρνος ποιητὴς ἤ εἶναι γιὰ πάντα βουβός.</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> </span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;">ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ</span>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 16pt;"> Ἄνω Σύρος 1999 - Ἀθήνα
2001</span> </dt>
</dl>
</dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-85801957725426264132012-10-24T09:01:00.003-07:002012-10-24T09:01:51.765-07:00Ηράκλειτος: Άπαντα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 28pt;">Ηράκλειτος:
Άπαντα</span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=23Irakleitos_Apanta.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="318" src="http://fih.gr/images/23Irakleitos_Apanta.jpg" width="209" /></a>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ο Ηράκλειτος γεννήθηκε στην
Έφεσο κατά το 544 π.Χ. Αν λάβουμε όμως υπ' όψιν ότι η ακμή του συμπίπτει με την
69η Ολυμπιάδα (504 π.Χ.-501 π.Χ.) και έζησε 60 έτη, μπορούμε να δεχθούμε ότι ο
θάνατός του συνέβη το 484 π.Χ.. Πατέρας του αναφέρεται ο Βλύσων (ή Βλόσων) ή
Ηράκων. Ανήκε στο γένος των Ανδροκλειδών, εκείνων δηλαδή που υπό την Αρχηγία του
Ανδρόκλου, του γιου του Βασιλέα των Αθηνών Κόδρου, εξορμήσθηκαν από την Αθήνα
και έκτισαν στην Ιωνία (Μικρά Ασία) την Έφεσο. Οι περί του βίου του όμως
αναφερόμενες ειδήσεις είναι πολύ λίγες. Ο Ηράκλειτος υπήρξε από παιδικής του
ηλικίας άξιος θαυμασμού. Αν και δεν υπήρξε κανενός άλλου μαθητής, υποστήριζε ο
ίδιος πως είχε μάθει τα πάντα από τον εαυτό του. Από τα διασωθέντα αποσπάσματα
του έργου του, φαίνεται ότι γνώριζε πολύ καλά σχεδόν όλα τα συγγράμματα των
προγενέστερων φιλοσόφων, των επικών και ελεγειακών ποιητών καθώς και όλες τις
ιστορικές συγγραφές που κυκλοφορούσαν στην εποχή του στην Ιωνία. Η εποχή του
είναι μεταβατική και σηματοδοτείται από μεγάλες κοινωνικές, πολιτικές και
οικονομικές αλλαγές. Η φιλοσοφία του αντιμετωπίζει κριτικά τις εξελίξεις της
εποχής του και παίρνει αποστάσεις τόσο από τη μυθική παράδοση όσο και από τη νέα
κοινωνία που ανατέλει.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Ηράκλειτος</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/33191783?access_key=key-b12leghch4ie4otipqs" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Ηράκλειτος:
Άπαντα – Διαβάστε το</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-53120808808342318712012-10-24T09:01:00.001-07:002012-10-24T09:01:15.035-07:00Προσωκρατικοί: Εμπεδοκλής<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 26pt;">Προσωκρατικοί:
Εμπεδοκλής</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=241_a508f7c662.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="281" src="http://fih.gr/images/241_a508f7c662.jpg" width="169" /></a><span style="color: black; font-size: 14pt;">[...] Ως έργα του Εμπεδοκλή αναφέρονται η
"Ξέρξου διάβασις", το "Προοίμιον εις Απόλλωνα", τα "Φυσικά" ή "Περί φύσεως" και
οι "Καθαρμοί". Επίσης παραδίδεται ότι ο Εμπεδοκλής είχε γράψει ακόμα τραγωδίες,
πολιτικούς λόγους και ιατρικά συγγράμματα, χωρίς όμως να αναφέρονται σχετικοί
τίτλοι έργων. Ωστόσο, ό,τι έχει περισωθεί από το σύνολο της συγγραφικής
παραγωγής του είναι αποσπάσματα, που ανήκουν αποκλειστικά στα "Φυσικά" και στους
"Καθαρμούς". Στα αποσπάσματα αυτά φαίνεται καθαρά τόσο ο πληθωρικός λόγος του
συγγραφέα τους όσο και τα πολλαπλά διαφέροντά του, γνωρίσματα που βέβαια
καθιστούν αξιόπιστη την παράδοση για πολυμερή και έντονη συγγραφική
δραστηριότητα του Εμπεδοκλή. Από τα αποσπάσματα αυτά φαίνεται επίσης να
δικαιώνεται σχετικά τόσο η κρίση ότι ο Εμπεδοκλής ήταν "δεινός περί την φράσιν"
όσο και η παράδοση ότι υπήρξε πρόδρομος της Ρητορικής και δάσκαλος του σοφιστή
Γοργία. [...]</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Εμπεδοκλής</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/35811066?access_key=key-1xbobwnd1zpnpmwmgq2t" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Προσωκρατικοί:
Εμπεδοκλής – Διαβάστε το </a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-87334092456206784162012-10-24T09:00:00.001-07:002012-10-24T09:00:25.818-07:00Διόδωρος Σικελιώτης<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 26pt;">Διόδωρος
Σικελιώτης</span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=261_a321ff443a.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="306" src="http://fih.gr/images/261_a321ff443a.jpg" width="189" /></a>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΠΕΝΤΕ
ΤΟΜΟΙ! </span></b>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Τάδε ἔνεστιν ἐν τῇ πρώτῃ τῶν
Διοδώρου βίβλων. Προοίμιον τῆς ὅλης πραγματείας. Περὶ τῶν παρ´ Αἰγυπτίοις
λεγομένων περὶ τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως. Περὶ τῶν θεῶν ὅσοι πόλεις ἔκτισαν κατ´
Αἴγυπτον. Περὶ τῶν πρώτων γενομένων ἀνθρώπων καὶ τοῦ παλαιοτάτου βίου. Περὶ τῆς
τῶν ἀθανάτων τιμῆς καὶ τῆς τῶν ναῶν κατασκευῆς. Περὶ τῆς τοποθεσίας τῆς κατ´
Αἴγυπτον χώρας καὶ τῶν περὶ τὸν Νεῖλον ποταμὸν παραδοξολογουμένων, τῆς τε τούτου
πληρώσεως τὰς αἰτίας καὶ τῶν ἱστορικῶν καὶ φιλοσόφων ἀποφάσεις. Περὶ τῶν πρώτων
γενομένων κατ´ Αἴγυπτον βασιλέων καὶ τῶν κατὰ μέρος αὐτῶν πράξεων. Περὶ
κατασκευῶν τῶν πυραμίδων τῶν ἀναγραφομένων ἐν τοῖς ἑπτὰ θαυμαζομένοις ἔργοις.
Περὶ τῶν νόμων καὶ τῶν δικαστηρίων. Περὶ τῶν ἀφιερωμένων ζῴων παρ´ Αἰγυπτίοις.
Περὶ τῶν νομίμων τῶν περὶ τοὺς τετελευτηκότας παρ´ Αἰγυπτίοις γενομένων. Περὶ
τῶν Ἑλλήνων ὅσοι τῶν ἐπὶ παιδείᾳ θαυμαζομένων παραβαλόντες εἰς Αἴγυπτον καὶ
πολλὰ τῶν χρησίμων μαθόντες μετήνεγκαν εἰς τὴν Ἑλλάδα.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Διόδωρος
Σικελιώτης</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/71346498?access_key=key-7tl3fyfpstzs95sadg8" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Διόδωρος
Σικελιώτης (1<sup>ος</sup> Τόμος)</a></span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/10140582?access_key=key-1wv3f681uls348ar12h" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">(2<sup>ος</sup>
Τόμος)</a></span><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/74061065?access_key=key-1jyf5q9he6jodgg0e6e7" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">(3<sup>ος</sup>
Τόμος)</a> <a href="http://www.scribd.com/fullscreen/29709902?access_key=key-1aqdvbhujfu79hblkyx7" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">(4<sup>ος</sup>
Τόμος)</a></span><span style="color: black; font-size: 14pt;"> </span></b>
<dl>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/29710586?access_key=key-2eikpfzjwprzsuwr9g7f" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">(5<sup>ος</sup>
Τόμος)</a> </span></b></dt>
</dl>
</dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-58093541893477251262012-10-24T08:59:00.001-07:002012-10-24T08:59:36.441-07:00Πλάτων: Φαίδρος (με σχόλια)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 26pt;">Πλάτων: Φαίδρος (με
σχόλια)</span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=611_9288b0cbc4.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="232" src="http://fih.gr/images/611_9288b0cbc4.jpg" width="149" /></a>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Στο υπόλοιπο μέρος της
παλινωδίας του (βλ. σχετικά ΠΛ Φαιδρ 243e–247c) ο Σωκράτης ύμνησε τον έρωτα ως
την άριστη μανία και εξέτασε την ποικιλότροπη επίδρασή του στους διαφορετικούς
χαρακτήρες και ψυχές. Ενθουσιασμένος από τον δεύτερο λόγο του, ο Φαίδρος
εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για την ικανότητα του λογογράφου Λυσία να απαντήσει
με μια εξίσου ποιοτική δευτερολογία. Ο Σωκράτης απάντησε ότι κακή και κατακριτέα
δεν είναι η ίδια η τέχνη του λογογράφου, αλλά το να μη μιλάει και να μη γράφει
κανείς καλά.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Πλάτων</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.scribd.com/fullscreen/30774684?access_key=key-1jm4w6jz9p185yj90d05" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Πλάτων:
Φαίδρος – Διαβάστε το</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-52131673660012422202012-10-24T08:58:00.001-07:002012-10-24T08:58:42.728-07:00Δημοσθένης: Ολυνθιακοί<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: blue; font-size: 26pt;">Δημοσθένης:
Ολυνθιακοί</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-family: Verdana; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ </span></b>
</dt>
<dt><a href="http://fih.gr/view.php?filename=64b_110_0_16777215_0_sto.jpg" target="_blank"><img align="left" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="277" src="http://fih.gr/images/64b_110_0_16777215_0_sto.jpg" width="227" /></a><span style="color: black; font-size: 14pt;">Ο Δημοσθένης δεν
εισακούεται και ο Φίλιππος βαδίζει ακάθεκτος στην πραγματοποίηση των σχεδίων
του. Το 349 ο Φίλιππος κηρύττει τον πόλεμο κατά των Ολυνθίων. Η Όλυνθος ήταν
μία από τις αξιόλογες πόλεις της αρχαιότητας. Βρισκόταν στη βορειοδυτική πλευρά
του Τορωναίου κόλπου. Όταν ο Φίλιππος μαχόταν κατά των Αθηναίων, οι Ολύνθιοι
ήταν σύμμαχοί του. Ο Φίλιππος για αντάλλαγμα τους παραχώρησε δυο πόλεις, την
Ποτείδαια και τον Ανθεμούντα, όταν όμως υπέταξε τη Θεσσαλία, προχώρησε προς τη
Θράκη και νίκησε τους Φωκείς, οι Ολύνθιοι αντελήφθησαν ότι δε βρίσκονταν σε
ασφάλεια και ζήτησαν το 352 π.Χ. ειρήνη με τους Αθηναίους. Όταν το 349 π.Χ.
επιτέθηκε ο Φίλιππος, χρησιμοποιώντας για πρόφαση το γεγονός ότι οι Ολύνθιοι
αρνήθηκαν να του παραδώσουν τον αδελφό του Αρριδαίο που είχε καταφύγει στην πόλη
τους, οι Ολύνθιοι ζήτησαν με πρέσβεις τους βοήθεια από τους Αθηναίους. Εκείνοι
έκαναν συνέλευση στην οποία μίλησαν πολλοί ρήτορες. Ανάμεσα σ' αυτούς και ο
Δημοσθένης, που υπέδειξε στους Αθηναίους τι έπρεπε να κάνουν. Τρεις Ολυνθιακοί
εκφωνήθηκαν, δεν είναι όμως γνωστό με ποια σειρά. Η Όλυνθος καταστράφηκε και ο
Φίλιππος βρέθηκε στη Χαιρώνεια, όπου και συνέτριψε τους Θηβαίους και τους
Αθηναίους. Ο επικήδειος λόγος των πεσόντων Αθηναίων - 1000 περίπου - εκφωνήθηκε
από το Δημοσθένη, γεγονός που δείχνει τη μεγάλη εκτίμηση των Αθηναίων προς
αυτόν</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Δημοσθένης</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=85149480198385501" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">Δημοσθένης:
Ολυνθιακοί – Διαβάστε το</a> </span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: yellow; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2010/12/olyv8iakoi.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;"><span style="color: yellow;">Κι ΕΔΩ.pdf</span></a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-85149480198385501.post-3694342245823101762012-10-24T08:57:00.001-07:002012-10-24T08:57:59.394-07:00"Εταιρικοί Διάλογοι" – Λουκιανός (Αρχέτυπο - Σύγχρονη απόδοση - Σχόλια)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<dl>
<dt><b><span style="color: magenta; font-size: 26pt;">"Εταιρικοί Διάλογοι" –
Λουκιανός (Αρχέτυπο - Σύγχρονη απόδοση - Σχόλια)</span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: lime; font-size: 16pt;">ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
</span></b><a href="http://fih.gr/view.php?filename=67Loukianos_Etairikoi_Di.jpg" target="_blank"><img align="right" alt="FREE photo hosting by Fih.gr" height="293" src="http://fih.gr/images/67Loukianos_Etairikoi_Di.jpg" width="207" /></a>
</dt>
<dt><span style="color: black; font-size: 14pt;">Οι Εταιρικοί διάλογοι, δηλαδή
διάλογοι μεταξύ εταίρων, είναι ένα ανάλαφρο - κωμικό έργο του Λουκιανού. Οι
εταιρικοί διάλογοι χαρακτηρίζονται από την έμφαση σε "καθημερινά" ζητήματα και
ασχολίες και τα "μικροπράγματα" της ζωής. Ο Λουκιανός βάζει την καθημερινότητα
στο "μικροσκόπιο" και την εξετάζει με ιδιαίτερα κριτικό, αλλά καλοσυνάτο,
πνεύμα. Το πιο εκπληκτικό σχετικά με τον τρόπο γραφής του Λουκιανού είναι το
πόσο έντεχνα χειρίζεται την ελληνική γλώσσα, ακόμη και την Αττική διάλεκτο,
δεδομένου ότι δεν ήταν η μητρική του γλώσσα. Μελέτησε την Αττική διάλεκτο με
τόση φροντίδα, ώστε έγινε κύριος πολλών γραμματικών τύπων και μπορούσε να
εκφράζεται με ακρίβεια και σαφήνεια. Διακρίνεται για τη διαύγεια και την
παραστατικότητα του ύφους του, ιδιαίτερα στις περιγραφές.Ωστόσο, ο Λουκιανός δεν
περιορίζεται στο να μιμείται τη φόρμα και τους εκφραστικούς τρόπους των
συγχρόνων του και των παλαιότερων συγγραφέων. Από νωρίς αναπτύσσει ένα ιδιαίτερα
προσωπικό και αναγνωρίσιμο είδος λόγου. Χρησιμοποιεί κατά κόρον τον διάλογο για
να σατιρίσει, να καυτηριάσει και να αναπτύξει τα θέματα που τον
απασχολούν.</span>
</dt>
<dt><b><span style="color: red; font-family: Verdana; font-size: 14pt;">Ν.
Λουκιανός </span></b>
</dt>
<dt><b><span style="color: black; font-family: Verdana; font-size: 14pt;"><a href="http://www.ebooks4greeks.gr/2011.Download_free-ebooks/Arx_Ellhnikh_Grammateia/Loukianos_Etairikoi_Dialogoi__Downloaded_eBooks4Greeks.gr.pdf" style="color: blue; text-decoration: underline; text-underline: single;">«Εταιρικοί
Διάλογοι» - Διαβάστε το.pdf</a> </span></b></dt>
</dl>
</div>
Anonymoushttp://www.blogger.com/profile/08051056850681230077noreply@blogger.com1