Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

ΟΜΗΡΟΥ: ΟΔΥΣΣΕΙΑ (1ος ΤΟΜΟΣ)

ΟΜΗΡΟΥ: ΟΔΥΣΣΕΙΑ (1ος ΤΟΜΟΣ)
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
FREE photo hosting by Fih.grΣτην Οδύσσεια επικρατεί η τάση κάποιας ηπιότερης έκφρασης και σε ορισμένες περιπτώσεις η εξέλιξη της δράσης είναι πιο εκτεταμένη, όμως η δομή της είναι ακόμη πιο σύνθετη και αρμονική από της Ιλιάδας. Τα κύρια σημεία της πλοκής της είναι : η κατάσταση στην Ιθάκη, όπου η Πηνελόπη, σύζυγος του Οδυσσέα και ο νεαρός γιός τους Τηλέμαχος είναι αδύναμοι μπροστά στους προπετείς μνηστήρες και έχουν απογοητευθεί ότι μπορεί να επιστρέψει κάποτε ο Οδυσσέας από τον Τρωικό πόλεμο. Το μυστικό ταξίδι του Τηλέμαχου στην Πελοπόννησο με σκοπό να πληροφορηθεί για την τύχη του πατέρα του και οι εκεί συναντήσεις με τον Νέστορα, τον Μενέλαο και την Ελένη. Ο επικίνδυνος διάπλους του Οδυσσέα, τον οποίο αντιμάχεται ο ίδιος ο θεός της θάλασσας Ποσειδών, από το νησί της Καλυψώς στη νήσο των Φαιάκων. Η αφήγηση των καταπληκτικών περιπετειών του (από την ι στη μ ραψωδία) μετά την αναχώρησή του από την Τροία, μεταξύ άλλων και της απόδρασής του από το σπήλαιο του κύκλωπα Πολύφημου. Η νυκτερινή άφιξή του, μόνου πλέον, στην Ιθάκη περίπου στα μέσα του ποιήματος, η συνάντησή του με την προστάτιδα του θεά Αθηνά, οι διάφορες μεταμορφώσεις του, η αυτοπαρουσίασή του στον πιστό του χοιροβοσκό Εύμαιο και κατόπιν στον Τηλέμαχο, το περίπλοκο σχέδιό τους για την εξόντωση των μνηστήρων και η αιματηρή του ολοκλήρωση. Τέλος, η αναγνώρισή του από την πιστή Πηνελόπη, στην οποία εξιστορεί τις περιπέτειές του, η συνάντησή του με τον γέροντα πατέρα του Λαέρτη και η αποκατάσταση, με την βοήθεια της Αθηνάς, της σταθερότητας στο νησιώτικο βασίλειο της Ιθάκης.
(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό κείμενο).
ΌΜΗΡΟΣ
Διαβάστε το κι ΕΔΩ.pdf

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΟΜΗΡΟΥ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ

ΤΟΜΟΙ Α' Β' Γ΄ Δ'
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ
ΤΟΜΟΣ Α

ΡΑΨΩΔΙΑ Α-Ζ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
Ραψωδία Α
Τον άνδρα, μούσα, λέγε μου, πολύτροπον, 'που εις μέρη
πολλά επλανήθη, αφού έρριξε την ιερήν Τρωάδα·
και ανθρώπων είδε αυτός πολλών ταις χώραις και την γνώμην
έμαθε, και 'ς τα πέλαγα πολλά 'παθε ζητώντας
με τους συντρόφους άβλαπτος να φθάση 'ς την πατρίδα.
5
αλλ' όμως δεν κατώρθωσε να σώση τους συντρόφους·
ότι εχαθήκαν μόνοι τους απ' τ' ανομήματά τους·
μωροί, 'που τ' Υπερίονα Ήλιου τα βώδια 'φάγαν,
κ' εκείνος της επιστροφής τους πήρε την ημέρα.
τούτα ειπέ κάπουθε κ' εμάς, θεά, κόρη του Δία.
10
.
Τότ' οι άλλοι, όσοι δεν χάθηκαν, 'ς τα σπίτια τους όλ' ήσαν,
σωσμένοι από τον πόλεμο και απ' του πελάου τα βάθη·
μόνον αυτόν, 'που του 'λειπε η πατρίδα και η συμβία,
κρατούσ' η νύμφη Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη,
'ς τα κοίλα σπήλαια και άνδρα της επόθει να τον κάμη.
15
αλλά 'ς τον κύκλο των καιρών ο χρόνος όταν ήλθε,
'που 'ς την Ιθάκη του οι θεοί να γύρη είχαν ορίσει,
και τότε ακόμη εστέναζε μακράν των ποθητών του·
και όλ' οι θεοί λυπιόνταν τον, αλλ' όχι ο Ποσειδώνας·
κ' εμίσ' αυτός θανάσιμα τον θείον Οδυσσέα
20
πριν φθάση 'ς την πατρίδα του. αλλ' είχε τότ' εκείνος
περάσει 'ς τους Αιθίοπαις, 'που πέρα κατοικούσι,
κ' εις δυο σχισμένοι ευρίσκονται, ύστεροι των ανθρώπων,
του Ηλιού, 'που βγαίν', η μια μεριά, του Ηλιού, που πέφτ',
[η άλλη,
από κριάρια να δεχθή και ταύρους εκατόμβη.
25
αυτού κείνος εχαίρονταν 'ς την τράπεζα· κ' οι άλλοι
ήσαν μαζή 'ς τα μέγαρα τ' αστραποφόρου Δία·
και λόγον άρχιζε θεών και ανθρώπων ο πατέρας·
τον Αίγισθο θυμήθηκε, 'που ο πέρα εξασκουμένος
Ορέστης εθανάτωσεν ο Αγαμεμνονίδης·
30
αυτόν τότ' ενθυμούμενος των αθανάτων είπε·
.
«Ωιμέ! οι θνητοί πώς τους θεούς βαρειά κατηγορούσι!
πως τα κακά' ρχονται απ' εμάς λέγουν, και ωστόσο εκείνοι
από ταις ανομίαις τους, και όχι απ' την μοίρα, πάσχουν·
και όχι απ' την μοίρα ο Αίγισθος ιδού τ' Ατρείδη επήρε
35
την σύντροφο, κ' εφόνευσεν αυτόν άμ' επανήλθε·
κ' εγνώριζε τον όλεθρο, τι τού' χαμε προείπει
εμείς, όταν τον άγρυπνο του στείλαμεν Ερμεία,
να μη ζητά την σύντροφον, αυτόν να μη φονεύση,
ότι τ' Ατρείδη εκδίκησι θε να 'λθη απ' τον Ορέστη,
40
άμ' ανδρωθή και 'ς την ψυχή την γη του επιποθήση.
αυτά 'πε ο Ερμής καλόγνωμα, αλλά τον νου τ' Αιγίσθου
δεν άλλαξε· κ' ιδού μαζή τώρα τα πλέρωσ' όλα».
.
Τότε η θεά τ' απήντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων,
45
'ς τον όλεθρο, 'που του 'πρεπε, καλά 'πεσεν εκείνος·
όμοια κάθ' άλλος ας χαθή, 'που τέτοια πάλιν πράξη.
αλλά μου σχίζει την καρδιάν ο άμοιρος Οδυσσέας,
οπού καιρούς κακοπαθεί μακράν των ποθητών του,
μέσα εις νησί περίβρεκτο, 'ς τ' αφάλι της θαλάσσης,
50
χλωρό νησί, και αυτού θεά την κατοικιά της έχει,
η κόρη του κακόγνωμου Άτλαντα, οπού τα βάθη
γνωρίζει όλης της θάλασσας, και αυτός φυλά τους στύλους
τους μακρυνούς, οπ' ουρανό και γην αποχωρίζουν.
εκείνου η κόρη αυτόν κρατεί τον δύστυχο, 'που κλαίει,
55
και πάντα με γλυκόλογα πασχίζει να του σβήση
τον πόνο της Ιθάκης του· και αρκούσε τ' Οδυσσέα
να ίδη οπού σηκόνεται καπνός από την γη του,
και ν' αποθάνη επιθυμεί· ουδ' η καρδιά σου, Ολύμπιε,
μαλάζεται· και με θυσιαίς δεν σ' έχει αυτός τιμήσει,
60
'ς την Τροία την ευρύχωρη, 'ς τα πλοία των Αργείων;
ώ Δία, πώς εμίσησες τόσο τον Οδυσσέα;»
.
Και ο Δίας της απάντησεν, ο νεφελοσυνάκτης·
«Τέκνον, ποιος λόγος σού 'φυγε των οδοντιών το φράγμα!
να λησμονήσω εγώ ποτέ τον θείον Οδυσσέα,
65
οπού πρωτεύει των θνητών 'ς τον νου και για τα δώρα,
'που των θεών επρόσφερνε των ουρανοκατοίκων;
αλλ' ο γεωφόρος έχει του χολήν ο Ποσειδώνας
άσπονδη, 'πώσβησεν αυτός του Κύκλωπα το μάτι,
του ισόθεου Πολύφημου, 'που εις όλους μέγας είναι
70
τους Κύκλωπαις, κ' η Θόωσα τον γέννησεν, η κόρη
του Φόρκυνα, της άγριας της θάλασσας κυρίου,
αφού 'ς τα σπήλαια πλάγιασε σιμά 'ς τον Ποσειδώνα.
ιδού γιατί τον Οδυσσηά ο σείστης Ποσειδώνας
δεν θανατόνει, αλλά μακρυά τον σπρώχνει από την γην του.
75
αλλ' ελάτ' όλοι, ας εύρουμε το πώς θε να επανέλθη
εκείνος 'ς την πατρίδα του· θα παύση την οργή του
ο Ποσειδώνας άσφαλτα, και δυνατόν δεν είναι
'ς όλους ενάντια τους θεούς να πολεμήση μόνος».
.
Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
80
«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων,
και αν των μακάρων των θεών αρέσει τώρα τούτο,
Οδυσσηάς ο πολύγνωμος να 'λθη 'ς τα γονικά του,
τον μηνυτήν ας στείλουμεν Ερμή τον αργοφόνο,
'ς της Ωγυγίας το νησί, ευθύς να ειπή της νύμφης
85
εκεί της καλοπλέξουδης την καθαρή βουλή μας,
ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη·
και 'ς την Ιθάκη θα 'μπω εγώ να σπρώξω τον υιό του
σφοδρότερα, και την ψυχή να του γεμίσω θάρρος,
τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξη,
90
για ν' αρνηθή το σπίτι του δημόσια των μνηστήρων,
'που σφάζουν ακατάπαυτα τ' αρνιά του και τα βώδια·
και αυτόν 'ς την Πύλον ύστερα και Σπάρτη θα οδηγήσω,
να μάθη για τον γυρισμό τ' αγαπητού πατρός του,
και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη».
95
.
Είπε· 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια
ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν την επάνω
'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη σαν τους αέραις.
κοντάρι επήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη,
βαρύ, μεγάλο, στερεό, μ' αυτό δαμάζ' ηρώων
100
τα πλήθη, εις όσους οργισθή φρικτού πατρός η κόρη·
και από του Ολύμπου ταις κορφαίς εχύθη και κατέβη·
κ' εις τ' Οδυσσηά τα πρόθυρα, μες την Ιθάκη, εστάθη
εις το κατώφλι της αυλής, κ' εκράτει το κοντάρι,
και ξένον, τον Μέντη, ώμοιαζε της Τάφου βασιλέα.
105
κ' ηύρεν εκεί τους ανδρικούς μνηστήραις, οπού τότε
'ς την θύρα εμπρός με τους πεσσούς ξεδίναν, καθισμένοι
εις τα τομάρια των βωδιών, οπού 'χαν σφάξει εκείνοι.
και οι κήρυκες και οι πρόθυμοι θεράποντες τριγύρω,
άλλοι κρασί με το νερόν έσμιγαν 'ς τους κρατήραις,
110
ταις τράπεζαις άλλοι έπλεναν με ολότρυπα σφογγάρια,
κ' εμπρός ταις 'βάζαν· κρέατα πολλά μοιράζαν άλλοι.
.
Και ο θεϊκός Τηλέμαχος την είδε πολύ πρώτος·
μες τους μνηστήραις κάθονταν με την καρδιά θλιμμένη,
'ς τον νου θωρώντας τον λαμπρόν πατέρ', αν ίσως έλθη
115
κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις,
να μείνη εκείνος βασιληάς και κύριος εις το βιο του.
μ' αυτά 'ς τον νου, καθήμενος μαζή τους, την Αθήνη
ξάνοιξε κ' ίσια χύθηκε 'ς τα πρόθυρα, ότι εντράπη
πολύν να στέκεται καιρόν ο ξένος εις την θύρα.
120
το δεξί χέρι έπιασεν, επήρε το κοντάρι,
και αυτήν άμ' επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·
.
«Ω ξένε, χαίρε, και απ' εμάς θα φιλευθής, και πρώτα
να γευματίσης, κ' ύστερα να ειπής ποιάν έχεις χρεία».
.
Είπε και επροπορεύθηκε, κ' η Αθήνη αυτού κατόπι·
125
και εις το παλάτι το υψηλόν άμ' ήλθαν μέσα, εκείνος
'ς τον μακρύ στύλο κολλητά έστησε το κοντάρι
'ς την θήκη την καλόξυστην, όπ' άλλα πολλά ήσαν
του στερεόκαρδου Οδυσσηά στημένα εκεί κοντάρια.
και αυτήν εκάθισ' εις θρονί, 'π' έστρωσε με σινδόνι,
130
κ' ήταν ωραίο, τεχνικό και είχεν υποπόδι·
πήρε και αυτός λαμπρό σκαμνί σιμά της, των μνηστήρων
μακράν, μήπως ο θόρυβος τον ξένον ενοχλήση,
και το τραπέζι βαρεθή, αν έσμιγε μ' αυθάδεις,
και όπως για τον πατέρα του, οπού 'λειπε, ερωτήση·
135
και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη
χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη,
για να νιφθούν, κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους.
και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει,
και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα.
140
και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει
ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει·
συχνά 'ς αυτούς και ο κήρυκας έρχονταν και τους κέρνα.
.
Και μέσα εμπήκαν οι ανδρικοί μνηστήρες, και κατόπι
εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν 'ς την αράδα·
145
και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια,
η δούλαις εις τα κάνιστρα τον άρτον εσωρεύαν,
και τους κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι·
και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους·
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν,
150
εις άλλα τότ' εστράφηκεν ο πόθος των μνηστήρων,
εις το τραγούδι, εις τον χορό, της τράπεζας τα δώρα.
λαμπρήν κιθάραν έβαλεν ο κήρυκας 'ς τα χέρια
του Φήμιου, 'που βιαζόμενος τραγούδαε των μνηστήρων·
και άρχισε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος.
155
τότ' είπεν ο Τηλέμαχος την γλαυκομμάτ' Αθήνη,
ζυγόνοντας την κεφαλήν, οι άλλοι μην ακούσουν·
.
«Ω φίλε ξένε, ό,τι θα ειπώ θα κατακρίνης τάχα;
για τούτ' αυτοί φροντίζουσι, κιθάρα, και τραγούδι,
ήσυχ', αφού το ξένο βιο απλέρωτ' αυτοί τρώγουν,
160
ανδρός 'που τ' άσπρα κόκκαλα τώρα η βροχή σαπίζει
'ς την γη ριμμένα, ή τα κυλά 'ς την θάλασσα το κύμα·
αν 'ς την Ιθάκην έβλεπαν εκείνον να επανέλθη,
θα εύχονταν ελαφρότεροι 'ς τα πόδια να 'ναι όλοι,
κάλλιο παρά πλουσιώτεροι 'ς ένδυμα και χρυσάφι.
165
κ' έτσι εκακοθανάτισεν εκείνος, ουδέ πλέον
παρηγορεί μας αν κανείς θνητός ειπή πως θα 'λθη·
κ' εκείνου της επιστροφής εχάθηκεν η 'μέρα.
αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, ποιος είσαι των ανθρώπων
και πόθεν; και πού η πόλι σου υπάρχει κ' οι γονείς σου;
170
με ποιό καράβι εδώ 'φθασες, με ποιόν τρόπον οι ναύταις
εις την Ιθάκη σ' έφεραν; και ποιοί καυχόνταν που 'ναι;
ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες, πιστεύω.
και πάλιν τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω,
αν τώρα εδώ πρωτέρχεσαι, ή ξένος πατρικός μου
175
είσ', επειδ' ήλθαν άνθρωποι πολλοί 'ς το σπίτι τούτο
άλλοι, επειδή κοινωνικός ανθρώπων και αυτόν ήταν».
.
Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ εκείνα οπ' ερωτάς με·
Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιούμαι τ' Αγχιάλου
180
ότι είμ' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων·
με πλοίον και με συντροφιάν έφθασα και πηγαίνω,
το μαύρο πέλαο σχίζοντας, 'ς ανθρώπους αλλοφώνους,
'ς την Τέμεση, για χάλκωμα και σίδερο τους φέρω.
κ' έξω απ' την πόλιν άφησα το πλοίο, 'ς τον λιμένα
185
το Ρείθρον, αποκάτωθε του δασερού Νηίου·
και πατρικοί καυχιούμασθε παλαιόθ' ανάμεσόν μας
ξένοι, και αν θέλης πήγαινε τον γέρο να ερωτήσης
ήρωα Λαέρτην, όπου πλειά δεν έρχεται 'ς την πόλι,
ως λέγουν, αλλά 'ς τους αγρούς πέρα κακοπαθαίνει,
190
με γραίαν υπηρέτριαν, οπού πιοτό και βρώσι
του παραθέτει, όταν αυτού τα μέλη πάρη ο κόπος,
'ς το κάρπιμο ενώ σέρνεται κηπάρι αμπελοφόρο.
κ' ήλθα επειδή ο πατέρας σου ελέγετο πως ήταν
εις την πατρίδα· αλλ' οι θεοί τον δρόμο του εμποδίζουν·
195
τί δεν απέθανε 'ς την γην ο θείος Οδυσσέας,
αλλ' είναι ακόμα ζωντανός 'ς τα πέλαγα, κλεισμένος
μέσα εις περίβρεκτο νησί, και άνδρες κακοί τον έχουν
άγριοι, κ' εις το πείσμα του θαρρώ πως τον κρατούσι.
και θα σου ειπώ προμάντευμα, 'που τώρα εις την καρδιά μου
200
μου βάζουν οι αθάνατοι, και ν' αληθεύση ελπίζω,
αν και ούτε μάντις είμ' εγώ ούτε είμαι ορνιθοκρίτης.
μακράν ακόμη απ' την γλυκειά πατρίδα δεν θα μείνη
πολύν καιρόν, ουδ' αν δεσμά τον έχουν σιδερένια·
ότ' είναι πολυμήχανος, θα σοφιθή να φύγη.
205
αλλ' έλα τώρα λέγε μου με όλη την αλήθεια,
αν τέτοιος άνδρας καθ' αυτό παιδί 'σαι τ' Οδυσσέα·
και φοβερά 'ς την κεφαλή, 'ς τα εύμορφα μάτια μοιάζεις
εκείνου, επειδή σμίγαμε συχναίς φοραίς αντάμα,
πριν εις την Τροίαν αναιβή, 'π' ανέβηκαν κ' οι άλλοι
210
'ς τα βαθουλά καράβια τους, οι πρώτοι των Αργείων.
τον Οδυσσέ' από τότ' εγώ δεν είδα, ούτ' εμέ κείνος».
.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·
«Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια·
υιόν εκείνου η μάννα μου με λέγει, αλλ' εγώ τούτο
215
δεν ξεύρω· ποιος εγνώρισε ποτέ την γέννησί του;
και άμποτε να 'χα γεννηθή απ' άνδρα ευτυχισμένον
οπού το γήρας εύρηκε 'ς το μέσο των καλών του·
και τώρ' ο αμοιρότατος απ' όλους τους ανθρώπους
πατέρας μ' είναι, ως λέγουσιν, αφού τούτ' ερωτάς με».
220
.
Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
«Όχι, δεν θέλουν άγνωστη να μείνη η γενεά σου
οι αθάνατοι, αν σ' εγέννησε τέτοιον η Πηνελόπη.
αλλά μ' αλήθεια λέγε μου· τι τράπεζα είναι τούτη;
και τι το πλήθος; και προς τι τα θέλεις τούτα; γάμος
225
είναι ή συμπόσιον; επειδή συντροφικά δεν είναι·
με πόσην υπερήφανην αποκοτιά συντρώγουν,
κύττα, μέσα 'ς τα δώματα· σφόδρα θ' αγανακτήση
όποιος και αν έλθη φρόνιμος τόσ' άπρεπα θωρώντας».
.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·
230
«Ξένε, αφού τούτα μ' ερωτάς και μέ ζητείς να μάθης,
πλούτη θε να 'χε και τιμαίς άλλοτε αυτό το σπίτι,
ο άνδρας όσ' ευρίσκονταν εκείνος 'ς την πατρίδα.
οι αθάνατοι κακόγνωμα τώρ' άλλ' αποφασίσαν,
'π' αυτόν έκαμαν άγνωστον, ως άλλος δεν ευρέθη·
235
επειδή δεν θα μ' έθλιβεν ο θάνατός του τόσο,
εάν με τους συντρόφους του είχε σβυσθή 'ς την Τροίαν,
ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις παθηταίς αγκάλαις·
τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα εσήκοναν εκείνου,
και δόξα θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του·
240
και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον σήκωσαν εχάθη
αγνώριστος, ανάκουστος, κ' εμέν' άφησε πόνους
και κλάυματα· ουδ' οδύρομαι για κείνον τώρα μόνον,
γιατί και άλλα παθήματα οι αθάνατοι μου δώσαν.
ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι
245
του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου,
και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν,
την μητέρ' όλοι, μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι·
και αυτόν τον γάμον, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε
να τον τελειώση δύναται· κ' εκείνοι καταλύουν
250
το σπίτι μου, και ογλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν».
.
'Σ τα κακά τόσα ωργίσθηκε κ' είπε η Παλλάδ' Αθήνη·
«Ωιμένα, πόσην τ' Οδυσσηά, 'που λείπει, έχεις ανάγκη,
εκείνος τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση!
διότι αν τώρ' ερχόμενος 'ς τα πρόθυρα του δόμου
255
στήνονταν, με περίκρανο, μ' ασπίδα και δυ' ακόντια,
τέτοιος όποιον είδ' αυτόν 'ς το σπίτι μου εγώ πρώτα,
οπ' έπινε κ' ετέρπονταν και τότε από τον Ίλο
τον Μερμερίδη εγύριζε μέσ' από την Εφύρη· —
ότι και αυτού με το γοργό καράβι τ' ο Οδυσσέας
260
πήγε ανδροφόνο βότανο ζητώντας για ν' αλείφη
τα χάλκινα τα βέλη του· δεν το 'δωκεν εκείνος
φοβούμενος την όργητα των αθανάτων· όμως
του το 'δωκε ο πατέρας μου 'π' αγάπ' αυτόν περίσσα·—
τέτοιος αν έλθ' ο Οδυσσηάς να πέση 'ς τους μνηστήραις,
265
'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείνη ο γάμος,
αλλ' όλ' αυτά 'ς την δύναμι των αθανάτων μένουν,
αν θα 'λθ' ή όχι ενάντια τους εκδίκησι να πάρη
'ς τα μέγαρά του· να σκεφθής ωστόσο εγώ σου λέγω
το πώς από το σπίτι σου να διώξης τους μνηστήραις.
270
κ' έλ' άκουσέ με, πρόσεχε 'ς τους εδικούς μου λόγους·
αύριο τους ήρωαις Αχαιούς συγκάλεσε κ' εις όλους
την γνώμη σου φανέρωσε, με τους θεούς μαρτύρους·
'ς τα σπίτια τους να σκορπισθούν πρόσταξε τους μνηστήραις·
και αν η μητέρα επιθυμεί τον γάμο, ας επανέλθη
275
εις του πατρός το μέγαρο, που 'ναι πολύς και μέγας·
τον γάμο αυτοί θα κάμουσι και δώρα θα ετοιμάσουν
πολλύτατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης,
και σε τον ίδιον φρόνιμο θα συμβουλεύσω μέτρο·
καράβι αφού λάβης καλό μ' είκοσι κουπηλάταις,
280
για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθης έβγα,
ή των θνητών κάποιος σου ειπή, ή την φωνήν ακούσης,
'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη.
'ς την Πύλο πρώτα πήγαινε, 'ς τον Νέστορα τον θείο,
κείθε 'ς την Σπάρτη, ς' τον ξανθό Μενέλαο, να ερωτήσης,
285
ότ' ύστερος των Αχαιών χαλκοχιτώνων ήλθε.
και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσης,
τότε, και ας στενοχωρηθής, υπόμειν' έναν χρόνο.
και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσης και ότι εχάθη.
γύρισε τότε εις την γλυκειά την γη την πατρική σου,
290
και μνήμα εκείνου σήκωσε, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα
δόσε πολλά, και υπάνδρευσε κατόπι την μητέρα.
και αμ' ενεργήσης όλ' αυτά, κ' εις όλα δώσης τέλος,
'ς τον νου σου τότε μέτρησε και 'ς της ψυχής τα βάθη,
πώς 'ς τα δικά σου μέγαρα να κόψης τους μνηστήραις,
295
είτε με δόλο ή φανερά· και πλειά δεν σε συμφέρει
παιδιού να 'χης φρονήματα, μικρός αφού δεν είσαι·
και δεν ακούς πώς ο λαμπρός Ορέστης εδοξάσθη
'ς τον κόσμον, ότι εφόνευσεν αυτός τον δολοφόνον
Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα;
300
φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω,
γενναίος γίν', οι απόγονοι να σε καλολογήσουν.
αλλ' ήδη εγώ 'ς τ' ογλήγορο καράβι θα καταίβω,
κ' οι σύντροφοί μου αγανακτούν, θαρρώ, 'που περιμένουν.
και συ μόνος σου φρόντιζε, και ψήφησε ό,τι σου 'πα».
305
.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·
«Ξένε, πολύ καλόγνωμα τα λέγεις, ως πατέρας
εις το παιδί του, και απ' τον νου ποτέ δεν θα μου φύγουν.
αλλ' έλα μείνε, μ' όση βια και αν έχης 'ς το ταξείδι,
όπως αφού πρώτα λουσθής κ' ευφράνης την ψυχή σου,
310
γυρίσης 'ς το καράβι σου χαρούμενος με δώρο
πολύτιμο πανεύμορφο, θησαύρισμα να το 'χης
από εμένα, ως δίδουν τα των ξένων φίλοι ξένοι».
.
Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
«Όχι, εδώ πλειά μη με κρατής, τι βιάζομαι 'ς τον δρόμο·
315
και δώρον, όποιον η καρδιά σου λέγει να μου δώσης,
όταν γυρίσω δόσε μου, 'ς το σπίτι να το πάρω,
πανεύμορφο, και ανταμοιβή θ' αξίζη προς εσένα».
.
Είπε και αμ' ανεχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
κ' επέταξεν ωσάν αετός· κ' εκείνου έβαλε θάρρος
320
εις την καρδιά και δύναμι· και του πατρός την μνήμη
του ξύπνησε πλειότερα· το αισθάνθη μέσα εκείνος,
κ' εθαύμασ', επειδή θεός ενόησε πως ήταν.
κ' εις τους μνηστήραις πέρασεν ευθύς ο ισόθεος άνδρας.
.
Κ' εις αυτούς έψαλν' ο λαμπρός αοιδός και αυτοί καθόνταν
325
ήσυχα και άκουαν κ' έψαλνε των Αχαιών την μαύρην
απ' την Τρωάδ' επιστροφή, που 'χε προστάξει η Αθήνη.
και από τ' ανώγι απείκασε το θείον άσμα εκείνου,
η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου,
και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της κατέβη·
330
μόνη όχι, δυο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν·
και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις,
της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη,
'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια·
κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε·
335
και προς τον θείον αοιδόν δακρύζοντας αυτά 'πε·
.
«Φήμιε, πολλ' άλλα εγνώριζες, 'που τους θνητούς μαγεύουν,
όσα εξυμνούν οι αοιδοί, θεών και ανθρώπων έργα.
έν' απ' αυτά τραγούδα τους, καθήμενος σιμά τους,
κ' εκείνοι ας πίνουν ήσυχα· και τούτο παύε τ' άσμα
340
το θλιβερό, 'που πάντοτε μου σχίζει την καρδία,
ότι 'ς εμένα μάλιστα ακοίμητη 'ναι η λύπη,
γιατί ενθυμούμαι και ποθώ την κεφαλήν εκείνου,
'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε».
.
Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Μητέρα, δεν αφίνεις
345
τον ποθητόν μας αοιδόν να τέρπη ως θέλει ο νους του;
αίτιοι δεν είν' οι αοιδοί, μόν' αίτιος είν' ο Δίας,
οπού εις καθένα των θνητών των σιτοφάγων δίδει
όπως εκείνος βούλεται· ποσώς δεν έχει κρίμα
τούτος εάν των Δαναών ψάλλη την μαύρη μοίρα·
350
ότι επαινούν οι άνθρωποι μάλιστα εκείνο τ' άσμα,
'που εις όσους τ' ακροάζονται νεώτατο αντηχάει.
και την καρδιά σου σφίξε συ, με υπομονή ν' ακούης·
και δεν εχάθ' η επιστροφή μόνου του Οδυσσέα,
μες την Τρωάδ', αλλά πολλοί άλλοι εχαθήκαν άνδρες.
355
αλλ' άμε σπίτι, έχε 'ς τον νου τα έργα τα δικά σου,
την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταζε ταις δούλαις
να εργάζωνται, και αμ' άφησε για λόγους να φροντίζουν
οι άνδρες, κ' εγώ μάλιστα, 'που 'μαι 'ς το σπίτι ο κύριος».
.
Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το σπίτι, γιατί εδέχθη
360
εις την καρδιά τον φρόνιμο τον λόγο του παιδιού της·
και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκε με ταις γυναίκαις έκλαιε
τον ποθητόν της Οδυσσηά, έως ότου γλυκόν ύπνο
'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν,
365
κ' ευχήθηκε ο καθένας τους σιμά της να πλαγιάση,
και ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγον 'πήρε κ' είπε·
.
«Υβριστικοί και απόκοτοι μνηστήρες της μητρός μου,
'ς την τράπεζ' ας τερπώμασθε για τώρα, και αμ' ας παύση
ο βοητός' κ' είν' εύμορφο τέτοιον αοιδόν ν' ακούης,
370
ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει·
αλλ' άμα φέξ', εις σύνοδο θε να καθίσουμ' όλοι,
να σας κηρύξω φανερά το σπίτι μου ν' αφήστε·
δείπνους αλλού ζητήσετε· τρώγετε τα δικά σας,
μ' ανταλλαγή πηγαίνοντας καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου·
375
και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο,
ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία,
θερίζετε· και βοηθούς εγώ τους αθανάτους
θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας,
κ' έτσι εδώ μέσ' απλέρωτα κατόπι αφανισθήτε».
380
.
Αυτά 'πε και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι,
θαύμαζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά μιλούσε·
και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος εστράφη και του είπε·
.
«Τηλέμαχ', άσφαλτ' οι θεοί οι ίδιοι σε διδάχνουν
'ς τους λόγους υπερήφανος και θαρρετός να γίνης·
385
μη τύχη 'ς την περίβρεκτην Ιθάκην ο Κρονίδης
σε καταστήση βασιληά, 'που το 'χεις πατρικό σου».
.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·
«Αντίνοε, κείνο, 'που θα 'πω, θα κατακρίνης τάχα;
και αν τούτ' ο Δίας μου 'δινεν, ήθελ' εγώ το πάρω·
390
αχρείον μη σου φαίνεται για τους ανθρώπους τούτο;
πράγμα δεν είναι, όχι, κακό, τινάς να βασιλεύη·
πλουταίνει ευθύς το σπίτι του, δοξάζεται κ' εκείνος·
αλλ' είναι και άλλοι Αχαιοί πολλοί μες την Ιθάκη
βασιλείς, νησί και γέροντες, και τούτων κάποιος θα 'χη
395
το σκήπτρον, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας·
αλλά εγώ 'ς το σπίτι μου θα ορίζω και εις τους δούλους,
'που μου 'καμε ληστεύοντας ο θείος Οδυσσέας».
.
Του απάντησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου·
«Τηλέμαχ', εις την δύναμι των αθανάτων μένει
400
των Αχαιών ποιος βασιληάς θε να 'ναι εις την Ιθάκη·
και ως κύριος συ το έχει σου, τα σπίτια σου να ορίζης·
μήδ' άνθρωπος τα κτήματα τολμήση να σ' αρπάξη
με βίαν, ως που κατοικούν άνθρωποι 'ς την Ιθάκη.
αλλά συ θέλω να μου 'πης, καλέ μου, για τον ξένο·
405
ο άνθρωπος πόθεν έρχεται; και από ποιο μέρος λέγει
ότ' είναι; που το γένος του, το πατρικό του χώμα;
μη φέρει κάποιαν είδησι 'που θα φθάση ο πατέρας;
ή έρχετ' εδώ γι' ανάγκη του δική του να φροντίση;
πώς πήρε κ' έφυγ' έξαφνα! ουδ' έμεινεν ολίγο
410
να γνωρισθή· και πρόστυχος δεν ώμοιασε 'ς την όψι».
.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·
«Ευρύμαχ', η επιστροφή εχάθη του πατρός μου·
ώστ' ούτε πλέον είδησι πιστεύω, αν κάπουθ' έλθη,
ούτε μαντεύματα ψηφώ αν τύχη και η μητέρα
415
μάντιν καλεί 'ς το μέγαρο, κ' εκείνον ερωτάει.
κ' είναι μου τούτος πατρικός ξένος από την Τάφο·
Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιέται τ' Αγχιάλου
οτ' είν' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων».
.
Αυτά 'πε και όμως την θεάν αυτός είχε γνωρίσει·
420
κ' εκείνοι πάλι 'ς τον χορό, και 'ς το γλυκό τραγούδι
γύρισαν, κ' εξεφάντοναν το εσπέρας ως να φθάση·
και ακόμη ως εξεφάντοναν τους εύρηκε το εσπέρας.
τότε καθείς 'ς τα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν.
ως και ο Τηλέμαχος εκεί, 'που ο θάλαμος του εκτίσθη,
425
εις ανοικτό της εύμορφης αυλής κ' υψηλό μέρος,
'ς την κλίνη ανέβηκε, πολλά 'ς τον νου του ανακινώντας.
τον ακολούθα κ' έφερνε λαμπάδαις αναμμέναις,
η θυγατέρα η χρήσιμη του Ώπα Πεισηνορίδη,
Ευρύκλεια, 'που 'χεν άλλοτε ο Λαέρτης κορασίδα
430
την αποκτήσει μ' είκοσιν από εδικά του βώδια,
κ' ίσια με την χρήσιμη συμβία την ετίμα,
ουδέ ποτέ την φίλησε, μη παροργίση εκείνην.
αυτή σιμά του έφερνε το φως, και τον αγάπα
από ταις δούλαις έξοχα, κ' είχε τον θρέψει βρέφος.
435
του τεχνικού θαλάμου του άνοιξε αυτός ταις θύραις,
'ς την κλίνη εκάθισ', έβγαλε τον μαλακό χιτώνα,
κ' έβαλ' αυτόν 'ς της φρόνιμης γερόντισσας τα χέρια·
και αφού τον δίπλωσ' εύμορφα τον κρέμασεν η γραία
'ς το ξυλοκάρφι, εκεί σιμά 'ς την τορνευμένη κλίνη.
440
κ' εβγήκε από τον θάλαμο, με τ' αργυρό κουλούρι
την θύρα έσυρε κ' έδεσε με το λουρί τον σύρτη.
κ' εκείνος μέσ' ολονυκτής εις τ' άνθος του προβάτου
τον δρόμο, 'που του εδίδαξεν η Αθήνη, είχε 'ς τον νου του.
.
.
.
Ραψωδία Β
.
.
.
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθου κόρη,
και από την κλίνη εγέρθηκεν ο γόνος τ' Οδυσσέα.
ενδύθη και το κοφτερό 'ς τον ώμον έζωσε ξίφος,
'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια,
κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων.
5
τους ψιλοφώνους κήρυκαις πρόσταξεν εν τω άμα
τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξουν
αυτοί κηρύτταν, και γοργά συνάζονταν εκείνοι.
και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν,
εκίνησε εις την σύνοδο, και το κοντάρι εκράτει,
10
όχι μόνος· γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν·
και αυτόν με χάρι αμίλητη περιέχυνεν η Αθήνη·
και όλ' οι λαοί τον θαύμαζαν ως έρχονταν· 'ς την έδρα
κάθισ' εκείνος του πατρός και οι γέροι έδωκαν τόπο.
και ο ήρωας 'ς αυτούς άρχισεν Αυγύπτιος ν' αγορεύη,
15
'που από τα γέρα ήταν σκυφτός κ' είχ' άπειρα 'ς τον νου του.
ότι παιδί του αγαπητό 'ς το Ίλιον είχε πάει
με τον ισόθεον Οδυσσηά, 'ς τα βαθουλά καράβια,
ο λογχοφόρος Άντιφος, 'που ο Κύκλωπας ο άγριος
φόνευσε κ' έφαγ' ύστερον 'ς τ' άντρο βαθύ για δείπνο.
20
του έμεναν τρεις· ο Ευρύνομος με τους μνηστήραις ήταν,
κ' οι άλλοι δύο πρόσεχαν τους πατρικούς αγρούς τους·
και όμως αναλησμόνητον πικρά τον έκλαι' ακόμη·
γι' αυτόν τότε δακρύζοντας τον λόγον πήρε κ' είπε·
.
«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω·
25
σύνοδος πλειά δεν έγεινε δική μας ή συνέδριο
απ' ότε ο θείος Οδυσσηάς εμίσεψε 'ς τα πλοία·
και τώρα ποιος μας κάλεσε; ποιος τόσην έχει χρείαν,
είτε των νέων είν' αυτός είτ' είναι των γερόντων;
στράτευμα μήπως άκουσεν ότ' έρχετ' εδώ πέρα,
30
και πρώτος αφού το 'μαθε θα μας το φανερώση;
ή άλλο πράγμα του κοινού θα 'πή και θα εξηγήση;
χρηστός θα 'ναι, μου φαίνεται, κ' ευλογητός· ο Δίας
να του χαρίση το καλόν όπ' αγαπά η ψυχή του».
.
Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος 'ς τον κλήδονα εχάρη·
35
και αμ' εσηκώθη, πρόθυμος να πάρη ευθύς τον λόγο,
'ς την μέση τους· και του 'βαλε το σκήπτρον εις το χέρι
ο κήρυκας Πεισήνορας, γνώσες και νου γεμάτος.
και προς τον γέρον έστρεψε τον λόγο πρώτα κ' είπε·
.
«Γέρε, είν' ο άνθρωπος σιμά, —αμέσως θα τον μάθης—
40
'που τον λαό συνάθροισα· μέ πρώτον σφάζει ο πόνος·
ούτ' άκουσα για στράτευμα πως έρχετ' εδώ πέρα,
'που πρώτος αφού το 'μαθα να σας το φανερώσω,
α[ο]ύτ' άλλο πράγμα του κοινού θα 'πω και θα εξηγήσω,
αλλά δικό μου πάθημα που μου 'πεσε 'ς το σπίτι,
45
διπλό· πατέρα έχασα λαμπρόν, που εις όσους βλέπω
εσάς εδώ βασίλευεν ήμερα ωσάν πατέρας·
και τώρ' άλλο χειρότερο πολύ, 'που θα ερημώση
το σπίτι μ' όλο σύντομα, το βιο μου όλο θα σβήση·
μνηστήρες ήλθαν κ' έπεσαν 'ς την άθελη μητέρα,
50
υιοί των όσ' υπάρχουσι 'ς τον τόπο μεγιστάνες,
οπού 'ς το σπίτι του πατρός να υπάγουν, του Ικαρίου,
τρομάζουν, που 'θελεν αυτός την κόρη του προικίση,
κ' εις όποιον θα του άρεγε καλήτερα την δώση·
κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής γυρίζουν,
55
και βώδια σφάζοντας, αρνιά και γίδια σαρκωμένα,
συντρώγουν και το φλογερό κρασί μου καταπίνουν,
χαμένα, και όλα φθείρουν τα· ότι άνδρας δεν υπάρχει
τέτοιος ως ήταν ο Οδυσσηάς, το σπίτι αυτό να σώση.
κ' εμείς δεν είμασθε αρκετοί· πιστεύω και κατόπι
60
θέλει φανούμ' ελεινοί και αδίδακτοι 'ς τα όπλα.
θ' αντιστεκόμουν δύναμιν αν είχα εγώ κοντά μου·
τι γίνοντ' έργ' αβάστακτα· παρ' άσχημ' αφανίσθη
το σπίτι μου· και μόνοι σας τ' άδικον αισθανθήτε,
και άμ' εντραπήτε τους λαούς, 'που γύρω γειτονεύουν,
65
και φοβηθήτε την οργή των αθανάτων, μήπως
τα έργα θεομίσητα 'ς την κεφαλή σας ρίξουν.
κ' έτσι βοηθούς να λάβετε τον Δία και την Θέμι,
'που των ανδρών ταις σύναξες καθίζει αυτή και λύει,
παύσετε, φίλοι, αφήτε με να φθείρομαι 'ς την λύπη
70
μόνος, αν μη ο ένδοξος πατέρας μου Οδυσσέας
τους Αχαιούς αδίκησε μ' έχθρητα, και για τούτο
μ' έχθρα τ' ανταποδίδετε κ' εμέ τώρ' αδικείτε,
και τούτους εμψυχόνετε· θα σύμφερνεν εμένα
να τρώτ' εσείς τους θησαυρούς και όλα τα κινητά μου·
75
και αν ήσθ' εσείς, απόδοσι θε να 'λπιζα μια μέρα·
ότι με λόγια καρδιακά 'ς την πόλι εδώ καθέναν
θα σας παρακαλούσαμεν, ως όλα ν' αποδόστε.
και οδύναις τώρ' αγιάτρευταις μου εμπήξετε 'ς τα σπλάχνα».
.
Μ' οργήν αυτά 'πε και έρριξε κατά την γη το σκήπτρο,
80
κ' έβγαλε δάκρυα· και ο λαός όλος αισθάνθη λύπη.
και όλοι οι άλλοι εσίγησαν ουδέ κανείς ετόλμα
σκληρή προς τον Τηλέμαχον απάντησι να δώση.
και μόνος ο Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε·
.
«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε, τι λέγεις!
85
μας εξυβρίζεις, όνειδος 'ς εμάς να ρίξης θέλεις.
και δεν σου πταιν των Αχαιών παντάπασ' οι μνηστήρες,
αλλ' η γλυκειά μητέρα σου, 'που 'ναι σοφή 'ς τους δόλους·
ότι τρεις χρόνοι πέρασαν και ο τέταρτος θα κλείση,
απ' ότε αυτή των Αχαιών την γνώμην γελοπαίζει.
90
'ς όλους ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει
με τα μηνύματα· και νους καθ' άλλο μελετάει.
και τούτο τ' άλλο τέχνασμα σοφίσθη αυτή κ' ευρήκε·
πανί μεγάλον έστησε 'ς τα μέγαρα να υφάνη,
λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι
95
μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας,
τον γάμο μη μου βιάζετε· σταθήτε, ως ν' αποκάμω
το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα,
του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη
μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη,
100
των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση,
αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν.
αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας.
τότε όλ' ημέρα το πανί το μέγα ύφαιν' εκείνη,
και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψιν των λαμπάδων.
105
έτσι με απάτη ξέφυγε τρεις χρόνους, κ' έπειθ' όλους
τους Αχαιούς· τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις,
μας τα 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα,
κ' ηύραμε αυτήν 'που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της.
κ' έτσι τ' αποτελείωσεν, αθέλητ', εξ ανάγκης.
110
και την εξής απάντησι σου δίδουν οι μνηστήρες,
συ να την μάθης, και άμα εδώ των Αχαιών τα πλήθη·
'ς τα γονικά την μάννα σου προβόδα, και άνδρ' ας πάρη
όποιον θέλη ο πατέρας της κ' εκείνη προτιμήση·
και αν μελετά τους Αχαιούς πολύ να βασανίση,
115
με τα δώρα 'που επλούτισεν η Αθήνη την ψυχή της,
μ' έργα 'που ηξεύρει αξιόλογα, με νου λαμπρό 'που ευρίσκει
τεχνάσματ', όσα ουδέ ποτέ των παλαιών καμμία
καλοπλοκάμων Αχαιών ακούσθη να γνωρίζη,
είτ' η Αλκμήνη, είτ' η Τυρώ, είτε η καλή Μυκήνη,—
120
οπού καμμιά δεν ώμοιασε 'ς το νου της Πηνελόπης,—
όμως, αν όλα εγνώρισε, τούτο σωστά δεν κρίνει·
ότι το βιο, τα πλούτη σου, να τρώγουν δεν θα παύσουν,
όσο 'που εκείνη έχει τον νουν αυτόν 'που μες τα στήθη
της βάζουν οι αθάνατοι· 'ς τον εαυτόν της φήμην
125
μεγάλην παίρνει, αλλ' αφαιρεί πολύν εσένα πλούτον·
ουδέ θα πάμε εις τους αγρούς εμείς ή αλλού, πριν κείνη
λάβη άνδρ' από τους Αχαιούς, όποιον και αν προτιμήση».
.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του· «Αντίνοε,
δεν γίνεται απ' το σπίτι μου εγώ να διώξω εκείνην,
130
'που εγέννησέ με κ' έθρεψε· λείπει ο πατέρας, είτε
ζη κείνος είτ' απέθανε· και αν διώξω την μητέρα,
μεγάλην τότε πληρωμήν ο Ικάριος θα μου πάρη·
κακά θα πάθω και απ' αυτόν, και άλλα ο θεός θα δώση,
των εριννύων την οργή, 'που θα μου κράξ' η μάννα,
135
βγαίνοντας απ' το σπίτι μου· και ομού του κόσμου θα 'χω
τ' όνειδος· ώστε δεν θα 'πω ποτέ μου τέτοιον λόγο.
και αν η ψυχή σας μόνη της το κρίμα της γνωρίζει,
τα μέγαρά μου αφήσετε, δείπνους αλλού ζητάτε,
απ' το δικό σας τρώγετε, καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου.
140
και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο,
ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία,
θερίζετε· και βοηθούς εγώ τους αθανάτους
θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας,
και όμοια 'δω μέσ' απλέρωτα και σεις αφανισθήτε».
145
.
Αυτά 'πε, κ' ευθύς του 'στειλε ο βροντόφωνος Κρονίδης
δύ' αετούς απ' την κορφή του όρους να πετάξουν·
και αυτοί για ολίγο επέτονταν εις ταις πνοαίς τ' ανέμου,
με ταις φτερούγαις τεντωταίς, ο ένας σιμά 'ς τον άλλο.
και άμ' ήλθαν 'ς την πολύφωνη την σύνοδο, 'ς την μέση,
150
με συχνοφτερουγιάσματα τότ' εστριφογυρίσαν,
και όλων αυτών ταις κεφαλαίς θανατηφόρα εκύτταν.
και με τα νύχια ως έσχισαν ταις όψες, τους λαιμούς τους,
δεξιά' φυγαν διαβαίνοντας τα σπίτια και την πόλι.
και τα όρνεα κείνοι εθαύμασαν 'που εφάνηκαν εμπρός τους,
155
και όλο εκινούσαν 'ς την ψυχή τα έμελλαν να γείνουν.
και ο γέρος τους αγόρευσεν, ο ήρωας Αλιθέρσης,
ο Μαστορίδης, 'π' έξοχος των ομηλίκων ήταν,
των όρνεων εις την γνώρισι κ' εις το να προμαντεύη·
εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε·
160
.
«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω·
και των μνηστήρων μάλιστα τούτα εξηγώ και λέγω·
γιατί 'ς αυτούς μέγα κακό θα πέση· δεν θα μείνη
ο Οδυσσηάς πολύν καιρό μακράν των ποθητών του.
ήδη κοντά 'ναι και όλεθρο 'ς όλους αυτούς φυτεύει·
165
και άλλοι εγκάτοικοι πολλοί της φωτεινής Ιθάκης
θα πάθουμε· αλλά σύγκαιρα πολύ να βουλευθούμε,
πώς να τους εμποδίσουμεν, ή εκείνοι ας παύσουν πρώτοι·
ότι καλό παντάπασι γι' αυτούς τούτο δεν είναι.
δεν προμαντεύω ανήξερος, αλλά καλά γνωρίζω·
170
και λέγ' ότι τελειωθήκαν εκείνου όσα τότ' είχα
του προειπή, 'σαν ώρμησαν 'ς το Ίλιον οι Αργείοι,
και ανέβη και ο πολύγνωμος μ' εκείνους Οδυσσέας·
είπ', αφού πάθη πάμπολλα, και χάση τους συντρόφους,
το εικοστόν έτος, άγνωστος εις όλους, θα επανέλθη
175
εις την πατρίδα· και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος».
.
Και ο Ευρύμαχος απάντησε, το τέκνο του Πολύβου·
«Ω γέροντ', έλα πήγαινε σπίτι σου, των παιδιών σου
να προμαντεύης, μη κακό τους εύρη αυτού κατόπι·
κ' είμ' εγώ μάντις εις αυτά πολύ καλήτερός σου.
180
όρνεα πολλά 'ναι όπου πετούν 'ς τον ήλιον αποκάτω,
και όλα δεν είναι μαντικά· κ' εχάθ' ο Οδυσσέας
πέρα, που να 'χες συντριφθή και συ μαζή μ' εκείνον.
και τότ' εδώ δεν θα 'λεγες ταις τόσαις προμαντείαις,
ουδ' έτσι τον Τηλέμαχο θα εκέντας 'ς την οργή του,
185
για δώρα, οπού 'ς το σπίτι σου να στείλη αυτός ελπίζεις.
αλλά θα σ' είπω φανερά, και ό,τι θα 'πω θα γείνη·
αν συ, 'που ηξεύρεις και πολλά και παλαιά, τον νέον
παρακινήσης 'ς την οργή με λόγια αυτόν πλανώντας,
κ' εκείνου τα παθήματα μάθε που θε ν' αυξήσουν,
190
και τίποτ' εξ αιτίας σου δεν θέλει κατορθώσει·
και σένα πρόστιμο βαρύ θα βάλουμεν, ω γέρε,
'π' όταν πληρώσης, μέσα σου πολύ θ' αδημονήσης.
και τον Τηλέμαχον, εμπρός 'ς όλους, θα συμβουλεύσω·
να υπάγη εις τον πατέρα της ας είπη της μητρός του·
195
τον γάμο αυτοί θα κάμουσι, και θα ετοιμάσουν δώρα
πολλότατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης.
και ως τότε θέλει ακολουθούν την βαρετή μνηστεία
οι Αχαιοί, γιατί κανείς, θαρρώ, δεν μας φοβίζει,
ούτε ο Τηλέμαχος αυτός, και ας είναι πολυλόγος.
200
ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τα όσα προμαντεύεις
εις τα χαμένα, και αποκτάς σφοδρότερο το μίσος.
και τα καλά του ελεεινά και αγύριστα θα τρώγουν,
όσον αυτή 'ς τους Αχαιούς τον γάμο αργοποράει.
και ολοκαιρής προσμένοντας εμείς φιλονεικούμε
205
για τούτην 'που 'ναι ασύγκριτη, και δεν ζητούμεν άλλαις,
όποιαν καθένας απ' εμάς να νυμφευθή ταιριάζει».
.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·
«Ευρύμαχε, κ' οι επίλοιποι σεις θαυμαστοί μνηστήρες,
σας ούτε πλειά παρακαλώ για τούτα, ούτ' ομιλάω·
210
ότ' ήδη κ' οι αθάνατοι και όλ' οι Αχαιοί τα ξεύρουν.
αλλά δόστε μου ογλήγορο καράβι και συντρόφους
είκοσι, να με φέρουσιν εις το 'να μέρος, 'ς τ' άλλο,
ότι 'ς την Σπάρτη θε να βγω και στην αμμώδη Πύλο,
για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη,
215
ή των θνητών κάποιος μου ειπή ή την φωνήν ακούσω,
'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη.
και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσω,
τότε, και ας στενοχωρηθώ, έν έτος θα υπομείνω·
και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσω και ότι εχάθη,
220
θε να 'λθω τότε 'ς την γλυκειά την γη την πατρική μου,
μνήμα θα υψώσω του πατρός, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα
πολλά θα δώσω, κ' ύστερ' υπανδρεύω την μητέρα».
.
Αυτά 'πε και άμ' εκάθισε· και ο Μέντορας 'ς εκείνους
σηκώθη, 'που 'χε σύντροφον ο άψεγος Οδυσσέας,
225
και φεύγοντας 'ς τα χέρια του το σπίτι του είχε αφήσει,
να πείθενται 'ς τον γέροντα, και να τηρή τα πάντα·
εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε·
.
«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω·
πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας
230
γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος και πράος,
αλλ' ας είναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη·
αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται
εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα.
ουδέ ποσώς ξενίζομαι 'ς τους ανδρικούς μνηστήραις,
235
αν κάμνουν έργ' αρπατικά μ' επίβουλη την γνώμη·
ότι αν αρπάζουν τ' Οδυσσηά και τρώγουσι το σπίτι,
παίζουν με τα κεφάλια τους και λεν 'π' αυτός δεν θά 'λθη.
εις τον επίλοιπον λαόν αγανακτώ, πώς όλοι
άφωνοι κάθεσθε, και ουδέ με λόγια καν κτυπάτε,
240
για να δαμάσετε οι πολλοί τους μετρητούς μνηστήραις».
.
Και ο Ευηνορίδης Λειώκρητος απάντησεν εκείνου·
«Μέντορα ελεεινότατε, μωρότατε, τι είπες!
σπρώχνεις να μας δαμάσουσι, κ' είναι βαρύς ο αγώνας
για το τραπέζι αν κτυπηθούν με τους πολλούς οι ολίγοι·
245
και αν ο Ιθακήσιος Οδυσσηάς εκείνος ήθελ' έλθη
κ' ήθελ' από το μέγαρο να διώξη επιχειρήση,
'ς το δώμα ενώ φαγοποτούν, τους θαυμαστούς μνηστήραις,
ουδ' η γυνή του θα 'χαιρε πως ήλθε ο ποθητός της,
αλλ' άσχημο θα 'λάμβανε το τέλος εις τον τόπο,
250
αν εκτυπιόνταν με πολλούς· κ' είν' άτακτα όσα είπες.
και σεις, λαοί, 'ς έργα σας καθένας σκορπισθήτε·
και τούτου θα ετοιμάσουσι το μίσεμ' ο Αλιθέρσης
και ο Μέντορας, οι πατρικοί φίλοι του· αλλά πιστεύω
πολύν καιρό θα κάθεται μηνύματα ν' ακούη
255
εις την Ιθάκη, ουδέ ποτέ θα κάμη το ταξείδι».
.
Αυτά 'πε κ' εδιάλυσε την σύνοδο μ' ασπούδα·
κ' εκείνοι εδιασκορπισθήκαν 'ς σπίτια τους καθένας·
και 'ς τ' Οδυσσηά τα δώματα κίνησαν οι μνηστήρες,
εσύρθηκε ο Τηλέμαχος μακράν εις τ' ακρογιάλι,
260
με άρμη εχερονίφθηκε κ' εύχονταν της Αθήνης·
.
«Άκου με, 'που 'λθες χθες θεός εις το δικό μου σπίτι·
κ' εμέ τα μαύρα πέλαγα παράγγειλες να σχίσω,
για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη·
κ' ιδού 'που τώρ' οι Αχαιοί τούτ' όλα μου εμποδίζουν,
265
κ' εξόχως η αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων».
.
Ευχήθη, και άμ' η Αθήνα εκεί σιμά του εφάνη·
εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ωμοιώθη,
κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·
.
«Τηλέμαχε', ουδ' ανόητος ουδ' άνανδρος κατόπι
270
θε να 'σαι, αν έχης στάλαγμα της πατρικής ανδρείας,
όπως αυτός ήταν καλός 'ς τα έργα και 'ς στους λόγους·
τότε δεν ματαιόνεται, θα γείνη, το ταξείδι·
και αν γόνος κείνου δεν είσαι και της Πηνελοπείας,
κανέν' απ' όσα επιθυμείς, θαρρώ, δεν θα τελειώσης·
275
ότ' είν' ολίγα τα παιδιά, 'που του πατρός ομοιάζουν,
χειρότεροι 'ναι οι πλειότεροι, καλήτεροί 'ναι ολίγοι·
και αφού δεν θα 'σαι ανόητος ούδ' άνανδρος κατόπι,
ουδέ καθόλου σ' άφησε η γνώσι τ' Οδυσσέα,
τα έργα τούτα πάντεχε 'που θα τα κατορθώσης.
280
για τούτο αψήφα την βουλή συ των μωρών μνηστήρων·
γνώσι και νου δεν έχουσι, και δίκαιο δεν γνωρίζουν·
δεν ξεύρουν 'που 'ναι τους κοντά ο θάνατος κ' η μαύρη
μοίρα, 'π' όλους μονήμερα θα τους εξολοθρεύση·
και το ταξείδι, οπού ζητείς, πολύ δεν θέλει αργήση·
285
φίλος σου εγώ 'μαι πατρικός και τέτοιος, 'που καράβι
θα σου ετοιμάσω ογλήγορα, κ' εγώ μαζή σου θα 'λθω·
αλλ' άμε συ 'ς το σπίτι σου, σμίγε με τους μνηστήραις,
και ταις τροφαίς ετοίμασε και κλείσε ταις 'ς τ' αγγεία,
εις ταις λαγήναις το κρασί, τ' αλεύρι, των ανθρώπων
290
μεδούλι, εις πυκνά δέρματα· και απ' τον λαόν συντρόφους
θα πάρω θεληματικούς· κ' είναι πολλά καράβια
εις της Ιθάκης το νησί, και παλαιά και νέα·
το διαλεκτότερο απ' αυτά θα σου εύρω ν' αρματώσω,
κ' ευθύς το ρίχνουμε έπειτα 'ς τα διάπλατα πελάγη».
295
.
Αυτά 'πε η κόρη του Διός, η Αθήνη· κ' εσηκώθη
άμ' άκουσ' ο Τηλέμαχος την θεϊκή φωνή της.
και προς το σπίτι εβάδισε με την ψυχή θλιμμένη,
κ' εύρεν αυτού 'ς τα μέγαρα τους ανδρικούς μνηστήραις
'πού γίδια σχίζαν 'ς την αυλή και χοίρους καψαλίζαν.
300
κ' ίσια προς τον Τηλέμαχον ο Αντίνοος γελώντας
ήλθε, το χέρι του 'πιασεν, ωνόμασέ τον κ' είπε·
.
«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε 'ς τον νου σου
μη βάζης άλλο τι κακόν, είτ' έργον είτε λόγον·
αλλά τρώγε και πίνε μου 'σαν πρώτα· θα σου κάμουν
305
ό,τι ζητείς οι Αχαιοί, καράβι, κουπηλάταις
καλούς, να φθάσης γλήγορα 'ς την Πύλο την αγία,
όπως ζητήσης άκουσμα του θαυμαστού πατρός σου».
.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·
«Αντίνοε, δεν γίνεται με σας, 'που αυθάδεις είσθε,
310
εις το τραπέζι αμέριμνα να ευφράνω την ψυχή μου·
και δεν αρκεί 'που εφθείρετε τόσα καλά δικά μου
πολύτιμα, όσο ανήλικος ήμουν εγώ, μνηστήρες;
και τώρα οπ' άνδρας έγεινα, και ακούοντας τους άλλους
πληροφορούμαι, κ' η ψυχή μέσα μου δυναμόνει,
315
μαύραις ημέραις εις εσάς να φέρω θα πασχίσω,
'ς την Πύλο είτε πηγαίνοντας, ή εδώ μες την Ιθάκη·
θα πάω — δεν ματαιόνεται, θα γείνη το ταξείδι—
ως επιβάτης, επειδή κουπηλατών και πλοίου
κύριος δεν είμαι, αφού καλό και τούτο σας εφάνη».
320
.
Είπε, το χέρι του έσυρε απ' το χέρι τ' Αντινόου
εύκολα· κ' εσυγύριζαν το γεύμ' αυτού οι μνηστήρες
κ' εκακολόγουν τον αυτοί κ' εμπαίζαν μεταξύ τους·
και από τους νηούς τους υβρισταίς έλεγε κάποιος τούτα·
.
«Αλάθευτα ο Τηλέμαχος μας ετοιμάζει φόνον,
325
είτε θα φέρη βοηθούς απ' την αμμώδη Πύλο,
είτε απ' την Σπάρτην, επειδή και ορμή δείχνει μεγάλη·
μην ίσως και 'ς την Έφυρα, το καρποφόρο χώμα,
θα πάη, κείθε θανάσιμα να φέρη εδώ βοτάνια,
κ' εις τον κρατήρα ρίξη τα και όλους μας θανατώση».
330
.
Και πάλιν άλλος υβριστής έλεγε· «Ποιος ηξεύρει
εάν και αυτός 'ς το βαθουλό καράβι θα πλανάται
μακράν των φίλων και χαθή, ωσάν τον Οδυσσέα;
εις κόπους θα μας έβαζε τότε, να μοιρασθούμε
τα κτήματ' όλα, αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του,
335
να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που ήθε την πάρη νύμφη».
.
Και εις του πατρός το υψηλό θάλαμο αυτός κατέβη
πλατύν, όπ' ήσαν σωρευτά χάλκωμα και χρυσάφι,
'ς τ' αρμάρια τα φορέματα, και περισσά τα μύρα.
και μέσα παλαιού κρασιού γλυκύτατου πιθάρια
340
στέκονταν, όλα γεμιστά θείο πιοτό και ακράτο,
'ς τον τοίχο αράδα κολλητά, αν ίσως καί ποτ' έλθη
εις την πατρίδ' ο Οδυσσηάς, 'ς το τέλος των δεινών του.
σανίδαις είχε δίφυλλαις πυκνά συναρμοσμέναις,
κ' ημέρα νύκτα ευρίσκονταν κελλάρισσα γυναίκα
345
αυτού, 'π' όλα τα εφύλαγε, με προσοχή, με γνώσι,
η Ευρύκλεια, 'που 'ταν γέννημα τ' Ώπα Πεισηνορίδη·
'ς τον θάλαμο ο Τηλέμαχος έκραξε αυτήν και είπε·
.
«Μάννα, έλα βάλε μου κρασί γλυκό μες τα λαγήνια,
το νόστιμον, έξω απ' αυτό, 'που συ φυλάς για κείνον
350
τον άμοιρον, ότι θαρρείς πως κάποθ' ίσως θα 'λθη
ο διογενής ο Οδυσσηάς, τον θάνατον αν φύγη.
και γέμισέ μου δώδεκα, και άμ' όλα σφάλισέ τα,
και αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια να μου χύσης,
να γείνουν μέτρα είκοσι μυλαλεσμένο αστάχυ.
355
και γνώριζέ τα μόνη σου· και όλα μαζή να τα 'χης,
ότι θε να 'λθω αποσπερής να τα σηκώσω, οπόταν
θε ν' αναιβή 'ς τ' ανώγια της ν' αναπαυθή η μητέρα.
ότι θα πάω 'ς την Σπάρτη εγώ και 'ς την αμμώδη Πύλο,
ο αγαπητός πατέρας μου ν' ακούσω αν θα γυρίση».
360
.
Είπε, κ' η Ευρύκλεια θρήνησεν, η αγαπητή βυζάστρα,
και κλαίοντας του μίλησε με λόγια πτερωμένα·
.
«Και πώς, παιδί μου, ο στοχασμός 'ςτον νου σου αυτός γεννήθη;
και με ποιον τρόπο θε να πας της γης εις τόσο μάκρος,
'που 'σαι μονάκριβος υιός! και απ' την πατρίδα πέρα
365
εχάθ' εις άγνωστους λαούς ο θείος Οδυσσέας.
και αυτοί θα σ' επιβουλευθούν με δόλο, άμ' εσύ φύγης,
να σ' αφανίσουν, και όλ' αυτά να μοιρασθούν εκείνοι.
αλλά κάθου 'ς το σπίτι σου· ποσώς δεν σε συμφέρει
'ς τ' άπατο μέσα πέλαγος κακά να παραδέρνης».
370
.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·
«Θάρρευε, μάννα· του θεού δεν λείπ' εις τούτα η γνώμη·
και όμωσε, αυτά να μη τα ειπής της ποθητής μητρός μου,
πριν παρά να 'λθη η ενδέκατη κ' η δωδεκάτ' ημέρα,
ή πριν αυτή ποθήση με και ακούση πως εβγήκα,
375
όπως μη φθείρη κλαίοντας την εύμορφην ειδή της».
.
Αυτά 'πε· και ώμοσε η γρηά θεών τον μέγαν όρκον,
και αφού τον όρκον ώμοσε κ' ετέλειωσεν εκείνη,
ευθύς το κρασί του 'βγαλε κ' έβαλε 'ς τα λαγήνια,
τ' αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια· και 'ς το δώμα
380
εγύρισε ο Τηλέμαχος κ' έσμιξε τους μνηστήραις.
.
Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
του Τηλεμάχου ωμοιώθηκε κ' εγύριζε την πόλι,
τους άνδρες επλησίαζε, του καθενός ωμίλει,
το εσπέρας όλοι 'ς το γοργό καράβι να καταίβουν.
385
κ' εζήτησε απ' τον φωτεινόν Νοήμονα Φρονίδη
γοργό καράβι· πρόθυμος εκείνος το υποσχέθη.
και ο ήλιος ως βασίλευε, κ' ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι,
'ς το πέλαο ρίχνει το γοργόν πλοίον και μέσα βάζει
τ' άρμενα όλα, όσα φορούν κολοστρωμένα πλοία,
390
κ' εις τον λιμέν' αράζει το, και γύρω οι λαμπροί νέοι
συνάζοντ' όλοι, κ' η θεά καθέναν εμψυχόνει.
.
Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
'ς τα δώματ' επορεύθηκε του θείου Οδυσσέα·
και των μνηστήρων έχυσεν ύπνο γλυκό, και ζάλη
395
τους έφερ' εκεί, 'πώπιναν, κ' ερρίξαν τα ποτήρια.
και να πλαγιάσουν σκόρπισαν 'ς την πόλι, ουδέ καθόνταν
πλέον, ότι τα βλέφαρα τους βάρυνεν ο ύπνος.
τότ' είπε τον Τηλέμαχον η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
έξωθ' απ' τα καλόκτιστα μέγαρ' αυτόν καλώντας,
400
και 'ς το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' ώμοιαζ' όλη·
.
«Οι ευκνήμιδες συντρόφοι σου, Τηλέμαχε, αναμένουν,
εις το κουπί καθήμενοι, μόνον το κίνημά σου·
πάμε, και ας μην αργήσουμε να εμπούμ' ευθύς 'ς τον δρόμο».
.
Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη
405
γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια.
και άμα 'ς το πλοίον έφθασαν, 'ς της θάλασσας την άκρη,
τους κομοφόρους εύρηκε συντρόφους 'ς τ' ακρογιάλι·
και ο δυνατός Τηλέμαχος ωμίλησέ τους κ' είπε·
.
«Ελάτε, φίλοι, ταις τροφαίς να φέρουμε· ήδη 'ναι όλα
410
μαζή 'ς το μέγαρο· το ουδέν δεν έμαθ' η μητέρα,
και από ταις δούλαις μόνη μια το πράγμ' αυτό γνωρίζει».
.
Είπε κ' επροπορεύθηκε κ' εκείνοι ακολουθούσαν.
και όλα τα πήραν κ' έθεσαν μες το καλοστρωμένο
καράβι, ως επαράγγειλεν ο γόνος του Οδυσσέα.
415
και ανέβηκε ο Τηλέμαχος 'ς το πλοίον, κ' εκυβέρνα
η Αθηνά, κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη· και σιμά της
κάθισεν ο Τηλέμαχος· τα παλαμάρια κείνοι
λύσαν, ανέβηκαν και αυτοί και 'ς τα ζυγά καθίσαν,
κ' ευθύς πρύμον τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
420
τον Ζέφυρον 'που αχά σφοδρός 'ς το μαύρο κύμα επάνω·
κ' επρόσταξε ο Τηλέμαχος αμέσως τους συντρόφους
να πιάσουν τ' άρμεν'· άκουσαν την προσταγήν εκείνοι,
κ' εσήκωσαν και άμ' έστησαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι
κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια.
425
κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα ολόλευκα πανία·
και μες τη μέση το πανί ο άνεμος φουσκόνει,
και 'ς την καρίνα, ως σχίζεται, βροντή το μαύρο κύμα·
κ' έτρεχ' εκείνο κ' έκοβε δρόμον πολύ 'ς το κύμα·
κ' έδεσεν όλα τ' άρμενα 'ς το μαύρο το καράβι,
430
και με κρασί στεφάνωσαν κρατήραις οπού 'στήσαν,
και των θεών εσπόνδισαν αφθάρτων, αθανάτων,
και μάλιστα προς του Διός την γλαυκομμάτα κόρη.
και ολονυκτής και την αυγήν εκείνο επροχωρούσε.
.
.
.
Ραψωδία Γ
.
.
.
Και ανέβη ο Ήλιος, 'π' άφησε την ωραιοτάτη λίμνη,
εις τον πολύχαλκο ουρανό, προς τους θεούς να λάμψη,
και τους ανθρώπους τους θνητούς 'ς την γη την σιτοδώρα.
'ς την λαμπρήν Πύλον έφθασαν, την πόλι του Νηλέα·
και αυτού κατάγιαλα ο λαός θυσίαν ετελούσε,
5
ταύρους ολόμαυρους σφαγή του γλαυκοχαίτη σείστη.
έδραις αράδα ήσαν εννηά, κάθονταν πεντακόσοι
εις καθεμιά, κ' εις καθεμιά σφάζονταν εννηά ταύροι.
τα σπλάγχνα τούτοι ως να γευθούν και τα μεριά να κάψουν
προς τον θεό, κείνοι έμπαιναν· 'ς το ισόμετρο καράβι
10
όλα εμαζώξαν τα πανιά, τ' άραξαν και άμ' εβγήκαν.
εβγήκε και ο Τηλέμαχος και ωδήγα τον η Αθήνη·
του πρωτομίλησ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
.
«Δεν πρέπει να 'σαι εντροπαλός, Τηλέμαχ', εσύ πλέον·
γι' αυτό το πέλαγο έσχισες, να μάθης τον πατέρα
15
ποιο χώμα τον εσκέπασε, ποια μοίρα τον ευρήκε.
αλλ' ίσια 'ς τον ιππόδαμο τον Νέστορα πορεύου·
ας μάθουμε 'ς τα στήθη του ποιαν γνώμη κρύβει εκείνος·
ατός σου παρακάλειε τον, όπως μας είπη αλήθεια·
είν' άνδρας συνετώτατος· δεν θέλ' ειπή το ψέμμα».
20
.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·
«Μέντορα, πώς να υπάγω εγώ, πώς να τον χαιρετήσω;
κ' εγώ 'μαι ακόμη αδίδακτος 'ς τα μετρημένα λόγια·
και να ερωτά τον γέροντα ευλάβειαν έχει ο νέος».
.
Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
25
«Άλλα και μόνος θέλει ευρής, Τηλέμαχε, 'ς τον νου σου,
και άλλα θεός θέλει σου ειπή· και 'ς των θεών το πείσμα,
θαρρώ, δεν σ' έχ' η μάννα σου γεννήσει και αναστήσει».
.
Είπ', εξεκίνησ' η θεά, γοργά και αυτός κατόπι·
κ' έφθασαν 'ς την ομήγυρι, 'ς ταις έδραις των Πυλίων·
30
και αντάμ' αυτού με τους υιούς ο Νέστορας καθόνταν,
και ολόγυρά του ευτρέπιζαν οι φίλοι την θυσία,
και μέρος κρέατ' έψηναν και μέρος εσουβλίζαν.
τους ξένους άμ' είδαν αυτοί, κίνησαν όλοι ομάδι,
με ασπασμούς τους δέχθηκαν, τους είπαν να καθίσουν·
35
και πρώτος ο Πεισίστρατος πλησιάζει ο Νεστορίδης,
τα χέρια σφίγγει και των δυο, 'ς την τράπεζα τους φέρει,
και εις ταις προβιαίς ταις μαλακαίς, 'ς τον άμμο, τους καθίζει,
του Θρασυμήδη, του αδελφού, και του πατρός, 'ς τη μέση.
και από τα σπλάχνα δίδει τους μερίδαις και γεμίζει
40
χρυσό ποτήρι με κρασί, και χαιρετώντας λέγει
της Αθηνάς, της θηγατρός του αιγιδοφόρου Δία·
.
«Του Ποσειδώνα βασιληά, ευχήσου, ω ξένε, τώρα·
'που εδώ φθασμένοι έτυχε 'ς την εκατόμβη εκείνου·
και αφού σπονδίσης κ' ευχηθής, ως πρέπει, δος και τούτου
45
την κούπα του γλυκύτατου κρασιού για να σπονδίση·
ότι και αυτός θα εύχεται, θαρρώ, των αθανάτων·
και των θεών οι άνθρωποι ανάγκην έχουν όλοι·
αλλ' είν' αυτός νεώτερος, ομήλικος μ' εμένα,
ώστε θα δώσω πρώτα εσέ το τ' ολόχρυσο ποτήρι».
50
Την κούπα με γλυκό κρασί της έβαλε 'ς τα χέρια·
και άρεσ' ο άνδρας συνετός και δίκαιος της Αθήνης,
ότι πρώτ' έδωκεν αυτής τ' ολόχρυσο ποτήρι.
κ' ευχήθη ευθύς του βασιληά θερμά του Ποσειδώνα·
.
«Εισάκουσέ μας ταις ευχαίς, γεωφόρε Ποσειδώνα·
55
τούτα, που τώρα ευχόμασθε, να γείνουν χάρισέ μας·
πρώτα του Νέστορα ευτυχιαίς δώρει και των παιδιών του·
κατόπιν ανταπόδιδε εις όλους τους Πυλίους
χαριτωμένην αμοιβή της ξακουστής θυσίας,
και τον Τηλέμαχο κ' εμέ, να γύρουμε, αφού πράξη
60
ό,τ' ήλθαμε με το γοργό καράβι εδώ ζητώντας».
.
Εύχεται και όλα, όσα ζητεί, η ίδια τελειόνει·
του Τηλεμάχου πέρασε το δίκουπο ποτήρι·
ταις ίδιαις έκαμεν ευχαίς ο γόνος του Οδυσσέα·
και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα εβγάλαν,
65
μερτικά εκάμαν και άρχισαν το θαυμαστό τραπέζι,
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν,
ωμίλησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·
.
«Και τώρα είναι καλήτερο να εξετασθούν οι ξένοι
ποιοί είναι, αφού 'ς την τράπεζαν ευφράνθηκαν· ω ξένοι,
70
ποιοί είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλλάσσης;
να εμπορευθήτε εβγήκετε ή του κακού πλανάσθε
'ς τα πέλαγ', ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρνουν,
την ζωήν τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων».
.
Και ο συνετός Τηλέμαχος του απάντησε με θάρρος·
75
κ' η ίδια Αθήνη του 'βαλε το θάρρος 'ς την καρδία,
για τον πατέρα, 'που 'λειπεν, όπως τον ερωτήση,
και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη.
.
«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα,
οπόθεν είμασθ' ερωτάς κ' εγώ θα σου το είπω·
80
απ' την Ιθάκη ερχόμασθε, 'που ισκιάζεται απ' το Νείον,
κ' η χρεία τούτη, του κοινού δεν είναι, αλλά δική μου·
κάπου ν' ακούσω αναζητώ την δόξα του πατρός μου,
του στερεόκαρδου Οδυσσηά, που έναν καιρό μαζή σου
λέγουν ότι μαχόμενος επόρθησε την Τροίαν,
85
και όλων των άλλων 'πώχουσι τους Τρώαις πολεμήσει
όπου εκακοθανάτισε καθένας του, ακούμε·
κείνου όμως και τον όλεθρον έκρυψεν ο Κρονίδης,
ότι κανείς δεν δύναται να ειπή ρητώς πού εχάθη,
είτε 'ς την γην έπεσ' αυτός απ' των εχθρών τα χέρια,
90
ή πήρε αυτόν ο αμέτρητος βυθός της Αμφιτρίτης.
για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω
πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες
ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε
εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε παραδαρμούς η μοίρα.
95
μηδ' από σέβας το μηδέν ή λύπη μου γλυκάνης,
αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες ειπέ μου ένα προς ένα.
ναι σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας
λόγον ή πράξι εδέχθηκε κ' ετέλειωσε για σένα,
'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη,
100
τώρα να μου τα θυμηθής, κ' ειπέ μου την αλήθεια».
.
Και απάντησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·
«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες τα πάθη, 'που εκεί πέρα
πάθαμ' εμείς των Αχαιών τ' αδάμαστα τα γένη,
και όσα 'ς τα γλαυκά πέλαγα πλανώμενοι με πλοία,
105
όπου ωδηγούσ' ο Αχιλληάς για λάφυρα, και άμ' όσα
'ς το μέγα κάστρ' ολόγυρα του βασιληά Πριάμου
μαχόμενοι· αυτού έπεσε το άνθος των ανδρείων,
αυτού ο φρικτός Αίαντας, αυτού και ο Αχιλλέας
κείτονται· αυτού και ο Πάτροκλος που 'ταν θεός 'ς την γνώσι·
110
αυτού παιδί μου αγαπητό, άψεγο και γενναίο,
ο Αντίλοχος ταχύτατος και ακλόνητος 'ς την μάχη.
και άλλα πολλά παθήματα σιμά 'ς αυτά μας ηύραν·
και ποιος θνητός είν' αρκετός όλα να τα ιστορήση;
και πέντε κ' έξι αν έμενες χρόνους εδώ, να μάθης
115
πόσα έπαθαν των Αχαιών εκεί τα λαμπρά γένη,
θα εβάρυνες και θα 'φευγες, πριν μάθης, 'ς την πατρίδα·
ότι εννηά χρόνους πλέκαμε τον χαλασμό τους, μ' όλαις
ταις τέχναις, και όμως μεταβιάς τον τέλειωσ' ο Κρονίδης.
αυτού κανείς τον Οδυσσηά 'ς την γνώσι ν' αντικρύση
120
δεν ήθελεν, ότι πολύ τους άλλους ενικούσε,
'ς ταις τέχναις όλαις, ο λαμπρός πατέρας σου, αν υιός του
είσαι τωόντι· σεβασμός με παίρνει ως σε κυττάζω·
προσομιάζ' η ομιλιά πολύ, κ' είν' ένα θαύμα
προσόμοια τόσο να ομιλή μικρός την ηλικία.
125
τότε δεν ευρεθήκαμεν, εγώ και ο Οδυσσέας,
ασύμφωνοι, ούτ' εις σύνοδον ούτε εις βουλή, ποτέ μας·
αλλά μιαν γνώμην έχοντας, με νου και μ' ορθή σκέψι,
ευρίσκαμ' ό,τι εδύνονταν να σώση τους Αργείους·
αλλ' άμα κάτω ερρίξαμε την Τροίαν και 'ς τα πλοία
130
μπήκαμε, και τους Αχαιούς θεός εσκόρπισ' όλους,
κακήν 'ς αυτούς επιστροφή τότε εμελέτα ο Δίας·
επειδή όλοι φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν·
όθεν εσύντριψε πολλούς 'ς την τρομερήν οργή της
τότε η γλαυκόμματη θεά, φρικτού πατρός η κόρη,
135
'που την διχόνοιαν έσπειρε 'ς τους αδελφούς Ατρείδαις.
κ' εκάλεσαν εις σύνοδο τους Αχαιούς εκείνοι
όλους, αλλ' όμως ξώκαιρα, 'ς την δύσι του Ηλίου·
και τα παιδιά των Αχαιών έφθασαν κρασωμένα·
κ' εκείνοι εξήγαν τον σκοπό 'που εσύναξαν τα πλήθη·
140
τότε ο Μενέλαος έλεγε να συνταχθούν να φύγουν
όλ' οι Αχαιοί 'ς τα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης·
δεν το 'στεργε ο Αγαμέμνονας και τον λαόν εκράτει,
κ' ήθελε πρώτον ιεραίς να σφάξουν εκατόμβαις,
την φοβερή της Αθηνάς οργήν όπως πραΰνη·
145
μωρός, ουδ' ήξευρε 'π' αυτήν δεν ήθελε μαλάξη·
ότι εύκολα δεν στρέφεται ο νους των αθανάτων.
κ' οι δύο 'κείνοι ως στέκονταν, σκληρά λογομαχώντας,
ξάφνου εσηκώθη, σκόρπισε των Αχαιών το πλήθος,
μ' αλαλαγμόν αμίλητο, κ' εις γνώμαις δυο σχισθήκαν·
150
και όλη την νύκτα ετρέφαμε μίσος ανάμεσόν μας,
ότι μεγάλαις συμφοραίς ωργάνιζεν ο Δίας·
κ' εμείς εσύραμε πρωί 'ς την θάλασσα την θεία
τα πλοία με τα κτήματα και ταις βαθειά ζωσμέναις
γυναίκαις· κ' έμειναν αυτού το ήμισυ του πλήθους,
155
σιμά 'ς τον Αγαμέμνονα τον ηγεμόν' Ατρείδη·
έτσι 'ς τα πλοία μπήκαμε, κ' έπλεαν αυτά με βία,
ότι θεός τα τρίσβαθα μας έστρωσε πελάγη.
ς' την Τένεδο, διαβαίνοντας να πάμε 'ς την πατρίδα,
εσφάξαμε προς τους θεούς· δεν έστεργεν ο Δίας
160
να φθάσουμε, αλλ' ο άσπλαχνος κακήν πάλι διχόνοιαν
εγέννησε, κ' εγύρισαν με τα κυρτά καράβια
μέρος με τον πολύβουλον, ανδρείον Οδυσσέα,
τ' 'Ατρείδη τ' Αγαμέμνονα να χαρισθούν εκείνοι.
κ' εγώ μ' όλα τα πλοία μου κίνησα ευθύς να φύγω,
165
ότι έβλεπα 'που συμφοραίς είχε ο θεός 'ς τον νου του.
ως και ο Τυδείδης έφευγε κ' εκίνα τους συντρόφους·
και ο ξανθός Μενέλαος μας πρόφθασε κατόπι
'ς την Λέσβο, 'που λογιάζαμε το μακρυνό ταξείδι,
είτε απεπάνω από την Χιό την πετρωτή να βγούμε,
170
προς την Ψυρία, 'ς τα ζερβιά κυττάζοντας εκείνην,
ή κάτω, 'που 'ναι ο Μίμαντας αντίκρυ ο ανεμισμένος·
και του θεού ζητούσαμε σημείο να μας δείξη·
έδειξε, και να κόψουμε το πέλαγ' ως την Εύβοια
μας είπε, όπως ταχύτερα σωθούμε απ' την οδύνη.
175
πρύμος τότ' έπνευσε ηχηρός· 'ς τους ιχθυοφόρους δρόμους
τα πλοία τρέχαν και άραξαν 'ς την Γεραιστό την νύκτα.
του Ποσειδώνα τότε αυτού ταύρων πολλά μερία
εκάψαμε, ότι πέλαγος μέγα είχαμε μετρήσει·
τέταρτ' ημέρα, οι σύντροφοι Διομήδη του ιπποδάμου
180
'ς τα νερά τ' Άργους έστησαν τα ισόμετρα καράβια.
κατά την Πύλο αρμένιζα εγώ και άκοπα εφύσα,
ως τον πρωτόστειλε ο θεός, ο άνεμος ο πρύμος.
ιδού πώς ήλθ' ανήξερος, παιδί μου, ουδέ γνωρίζω
των Αχαιών ποιοι χάθηκαν, και ποιοι πάλι εσωθήκαν·
185
αλλ' όσα εδώ καθήμενος 'ς τα μέγαρά μου ακούω,
ως πρέπει, θέλει σου τα ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω·
λέγουν πως εκαλόφθασαν οι ανδρείοι Μυρμιδόνες,
'που του υψηλόφρονα Αχιλληά ωδήγα ο λαμπρός γόνος·
καλά και ο υιός του Ποίαντα, ο ένδοξος Φιλοκτήτης·
190
και όλους τους άνδραις έμπασε 'ς την Κρήτη ο Ιδομενέας,
όσους τ' άφησε ο πόλεμος· τα κύμα δεν του επήρε.
για τον Ατρείδη εμάθετε και σεις, μακράν 'που είσθε,
πώς ήλθε, πώς ελεεινό του ετοίμασε το τέλος
ο Αίγισθος· αλλά τρομερά το πλέρωσε εκείνος.
195
τόσον αξίζει ένα παιδί ν' αφίνη ο απεθαμένος,
ως βλέπεις 'που τον Αίγισθον εκείνος εκδικήθη,
τον δόλιο, 'που του 'φόνευσε τον ένδοξον πατέρα.
Φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω,
γενναίος γίνε, οι απόγονοι να σε καλολογήσουν».
200
.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·
«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα,
καλά τον εκδικήθηκεν εκείνος, και την φήμη
θε να του απλώσουν οι Αχαιοί και εις τα τρισέγγονά τους.
κ' είθε να εζώναν οι θεοί κ' εμέ δύναμιν τόση,
205
να εκδικηθώ την αδικιά των πονηρών μνηστήρων,
'που υβρίζουν, και άνομα πολλά ενάντια μου οργανίζουν.
αλλ' οι θεοί δεν έκλωσαν παρόμοιαν ευτυχίαν
εις τον πατέρα κ' εις εμέ· και ανάγκη να υπομείνω».
.
Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·
210
«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες το πράγμ' αυτό και μου 'πες,
λέγουν 'που την μητέρα σου πολλοί ζητούν μνηστήρες,
και σπίτι σου σε τυρανούν, πολλ' άνομα οργανίζουν.
το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σ' έχει μίσος
ο λαός όλος, του θεού φωνήν ακολουθώντας;
215
ποιος ξεύρει μη την βία τους πλερώση αυτός μίαν ώρα,
μόνος, ή από τους Αχαιούς συνωδευμένος όλους;
ότι αν σε θέλει ν' αγαπά η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
τόσ', όσο για τον ένδοξο πονούσεν Οδυσσέα,
'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχαμε μύρια πάθη,—
220
θεόν δεν είδα φανερά να δείξη την αγάπη,
ως φανερά την έδειχνεν η Αθήνη 'ς το πλευρό του,—
αν σ' όμοια θέλει ν' αγαπά και να πονή για σένα,
τότε απ' αυτούς πολλοί, θαρρώ, τον γάμο θ' αστοχήσουν».
.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·
225
«Αυτό 'που λέγεις, γέροντα, να γίνη δεν πιστεύω·
μεγάλο το 'χω, θαυμαστό· ποτέ μου δεν ελπίζω
το πράγμα να κατορθωθή, και αν οι θεοί θελήσουν».
.
Και προς αυτόν ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
«Τηλέμαχε, τι σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα;
230
άνδρα θεός και από μακράν, αν θέλη, εύκολα σώζει,
καλλιά 'χα να βασανισθώ, πολύ να παραδείρω,
ως την πατρίδα μου να ιδώ, παρά 'ς τα γονικά μου
άμα πατήσω, ο θάνατος να μ' εύρη, ως τον Ατρείδη,
'πώπεσε, από της γυναικός τον δόλο και του Αιγίσθου.
235
αλλ' είναι ο θάνατος κοινός, ουδ' ημπορούν να σώσουν
και φίλον άνδρ' οι αθάνατοι, οπόταν έλθ' η μαύρη
μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου, να τον πάρη».
.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·
«Μέντορ', ας παύσουμεν αυτά του πόνου μας τα λόγια·
240
εκείνος είναι αγύριστος· κ' ήδη του αποφασίσαν
θάνατον οι αθάνατοι και μαυρισμένην μοίρα.
και τώρα εγώ τον Νέστορα πράγμ' άλλο θα ερωτήσω·
ότι δεν κρίνει ωσάν αυτόν κανείς, ουδέ γνωρίζει·
τι λέγουν 'που εβασίλευσε τρεις γενεαίς ανθρώπων,
245
και αθάνατος μου φαίνεται 'ς την όψι, ως τον κυττάζω.
ω Νηληάδη Νέστορα, συ 'πέ μου την αλήθεια·
πώς έπεσ' ο Αγαμέμνονας, ο δυνατός Ατρείδης,
πού ευρίσκετ' ο Μενέλαος; ποιον δόλον εσοφίσθη
ο Αίγισθος, κ' εφόνευσε πολύ καλήτερόν του;
250
ή 'ς τ' Άργος το Αχαϊκό δεν ήτο, αλλά 'ς τα ξένα
πλανιόνταν, κ' έτσι εθάρρεψε κείνος, κ' εφόνευσέ τον;»
.
Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·
«Κ' εγ' όλα τούτα, τέκνο μου, θέλει σου 'πω μ' αλήθεια·
και μόνος σου φαντάζεσαι πως τούτα ήθελε γείνουν,
255
αν ζωντανόν τον Αίγισθο 'ς τα μέγαρα ήθελ' εύρη
τότε ο ξανθός Μενέλαος, φθασμένος απ' την Τροία.
τότε ουδέ χώμα εις τον νεκρόν εκείνου ήθελε ρίξουν,
αλλά θα τον κατάτρωγαν πετούμενα και σκύλοι
απόρρικτον 'ς την εξοχήν· ουδ' ήθελε Αχαιίδα
260
καμμιά τον κλάψη· ότι έπραξεν έργο φρικτό και μέγα·
ότι εκεί μέναμεν εμείς, 'ς τους τρομερούς αγώναις,
και αυτός, εις τ' Άργους την καρδιάν, ήσυχος την γυναίκα
έπασχε του Αγαμέμνονα με λόγια να μαγεύση.
και αρνιόνταν πρώτα τ' άπρεπον έργον η Κλυταιμνήστρα·
265
ότ' είχε γνώμην αγαθή· και ακόμ' είχε σιμά της
τον αοιδόν, 'που ως έφευγεν ο Ατρείδης για την Τροία
να του φυλά την σύντροφο θερμά 'χε παραγγείλει.
αλλ' ότε η μοίρα των θεών τον σπέδισε να πέση,
τότ' έσυρε τον αοιδόν ς' έρμο νησί και αφήκε,
270
ηύρεμα να 'ναι και τροφή των πετεινών, κ' εκείνην
πρόθυμος εις το σπίτι του πρόθυμην την επήρε.
και των θεών εις τους βωμούς πολλά 'καψε μερία,
πολλά στολίδια κρέμασεν, υφάσματα, χρυσάφι,
ότ' είχε πράγμ' ανέλπιστο και μέγα κατορθώσει.
275
κ' εμείς αντάμα επλέαμεν, ως φίλοι, εγώ και ο Ατρείδης,
απ' την Τρωάδα ερχόμενοι· αλλ' όταν 'ς του Σουνίου
των Αθηναίων φθάσαμε το άγιον ακρωτήρι,
του Μενελάου φόνευσε τότε τον κυβερνήτην
ο Φοίβος ο Απόλλωνας με τ' άλυπά του βέλη,
280
ενώ του πλοίου, 'πώτρεχεν, εκράτει το τιμόνι,
τον Φρόντι του Ονήτορα, 'που εις όλους ήταν πρώτος,
όταν μανίζ' η τρικυμιά, να κυβερνά καράβι.
κ' έτσι αυτός, μ' όλον 'που 'χε βια, έμεινε αυτού να θάψη
τον φίλο, και νεκρώσιμα να του προσφέρη δώρα.
285
αλλ' όταν εις τα πέλαγα τα σκοτεινά κ' εκείνος
εβγήκε με τα πλοία του, και 'ς τ' όρος τον Μαλέα
γοργά 'φθασε, ο βροντόφωνος Δίας φρικτό ταξείδι
του ετοίμασε, και του 'στειλε σφοδρών πνοαίς ανέμων,
και κύματα, 'που εφούσκοναν και ως όρη εμεγαλόναν.
290
και τα καράβια χώρισε, μέρος σιμά 'ς την Κρήτη,
'που κατοικούν οι Κύδωνες, 'ς το ρεύμα του Ιαρδάνου.
μια πέτρα υψόνεται γλυστρή, 'ς τα σκοτεινά πελάγη,
'ς άκρη της Γόρτυνος, και αυτού, προς την Φαιστόν, ο Νότος
προς τ' ακρωτήρι το ζερβί μεγάλο κύμ' αμπώθει,
295
κ' εκείν' η πέτρα η μικροστή μέγ' αποδιώχνει κύμα.
ήλθαν αυτού, και μεταβιάς οι άνδρες εσωθήκαν,
κ' εσύντριψαν τα κύματα 'ς τους βράχους τα καράβια·
και τ' άλλα πέντ' ετράβιξε μαυρόπλωρα καράβια
'ς την Αίγυπτο της θάλασσας η ορμή και των ανέμων.
300
και πλούτη αυτού και μάλαμμα εσύναζεν εκείνος,
γυρνώντας με τα πλοία του 'ς ανθρώπους αλλοφώνους.
'ς το σπίτι ωστόσ' ο Αίγισθος την συμφοράν εργάσθη,
και τον Ατρείδη φόνευσε κ' εδάμασε τον τόπο,
και χρόνια επτά βασίλευσεν εις την χρυσή Μυκήνη.
305
'ς τ' όκτατο του 'λθε το κακό, του 'λθε ο λαμπρός Ορέστης
απ' ταις Αθήναις, κ' έκοψε τον δολερό φονέα,
Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα.
και των Αργείων έκαμε νεκρώσιμο τραπέζι
της θεοκατάρατης μητρός και άμα του ανάνδρου Αιγίσθου.
310
την ίδια 'μέρα του 'φθασεν ο μαχητής Μενέλαος,
με κτήματ' όσα εσήκοναν εκείνου τα καράβια.
φίλε, και συ πολύ μακρυά 'ς τα ξένα μη πλανιέσαι
από το σπίτι, 'π' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα
ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν
315
όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι.
εις τον Μενέλαο να πας όμως σε παραγγέλλω,
'που κείνος είναι νηόφερτος από τα ξένα μέρη,
όπου, άμ' ευρίσκονταν τινάς, δεν θα 'λπιζε να γύρη,
ανεμοζάλη αν έτυχε κει πέρα να τον κλείση
320
εις τέτοιο φρικτό πέλαγο και απέραντον, απ' όπου
'ς τον χρόνο ουδέ πετούμενα οπίσω δεν γυρίζουν.
αλλ' άμε με το πλοίο σου και με την συντροφιά σου,
και αν κάλλιο θέλεις της στερηάς να πάς, λάβε τ' αμάξι,
και τους υιούς μου συνοδούς, αυτοί να σ' οδηγήσουν
325
'ς την θείαν Λακεδαίμονα, 'ς τ' Ατρείδη το παλάτι·
και ατός σου παρακάλειε τον να είπη την αλήθεια·
είν' άνδρας συνετώτατος, δεν θέλ' ειπή το ψέμμα».
.
Είπεν ο ήλιος κάθισε κ' έφθασε το σκοτάδι,
και ωμίλησέ τους η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
330
.
«Ω γέρε, όσ' είπες είναι ορθά, και όπως τα θέλ' η τάξι.
αλλά ταις γλώσσαις κόψετε και το κρασί νερώστε·
και αφού του Ποσειδώνα και των άλλων αθανάτων
σπονδίσουμεν, είναι καιρός να κοιμηθούμε, ότ' ήδη
'ς το σκότος κάτω εβύθισε το φως, και ουδέ ταιριάζει
335
εις των θεών την τράπεζα πολύ τινάς να μένη».
.
Αυτά 'πε η κόρη του Διός, και ο λόγος της ακούσθη.
και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια.
και αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι,
κ' έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια,
340
'ς το πυρ ταις γλώσσαις έρριξαν, και ορθοί λοιβαίς εχύσαν.
και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,
η Αθήνη και ο θεόμορφος Τηλέμαχος αντάμα
εκίνησαν να πορευθούν 'ς το βαθουλό καράβι.
και ο Νέστορας εκράτησεν εκείνους και τους είπε·
345
.
«Ο Δίας κ' οι αθάνατοι άλλοι θεοί μη δώσουν
σεις απ' εμέ να φύγετε 'ς το βαθουλό καράβι,
ωσάν απ' άνθρωπον γυμνόν και τέλεια στερημένον,
οπού σκεπάσματα πολλά 'ς το σπίτι του δεν έχει,
για να κοιμάται μαλακά και αυτός και όσους ξενίση.
350
κ' εμέ σκεπάσματ' εύμορφα, παπλώματα δεν λείπουν,
του ανδρός εκείνου όχι ποτέ ο γόνος, του Οδυσσέα,
'ς του πλοίου το σανίδωμα δεν θα πλαγιάση, ως ότου
'ς την ζωήν είμαι, κ' ύστερα τα τέκνα μου όσο ζήσουν,
τους ξένους να φιλοξενούν, 'ς το σπίτι μου όσοι τύχουν».
355
.
Κ' εις αυτόν είπεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
«Γέροντα φίλε, ωμίλησες ορθά, και καλόν είναι
εσέ τώρα ο Τηλέμαχος 'ς ό,τ' είπες να υπακούση.
'ς το σπίτι σου ν' αναπαυθή θέλει σ' ακολουθήση
τούτος, κ' εγώ θα υπάγω ευθύς 'ς τα μελανό καράβι,
360
εμψύχωσι και συμβουλή να δώσω των συντρόφων.
ότι εγώ μόνος εις αυτούς ηλικιωμένος είμαι,
κ' οι άλλοι άνδρες νεώτεροι γι' αγάπη τον γενναίον
Τηλέμαχον ακολουθούν, ομήλικοι δικοί του.
τώρα σιμά 'ς το βαθουλό καράβι θα πλαγιάσω,
365
και το ταχύ 'ς τους Καύκωναις θα υπάγω τους γενναίους,
όπου ένα χρέος μου χρωστούν, και χθεσινό δεν είναι,
και ούτε μικρό· και τούτον συ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε,
με τον υιόν σου στείλε τον 'ς την άμαξα, και δος του
άλογα τα ελαφρότερα και αξιώτερ' απ' όσ' έχεις».
370
.
Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη
με σχήμ' αετού· ξιππάσθηκε το πλήθος 'που την είδε·
εθαύμαζεν, ως είδε την 'ς τα μάτια εμπρός του, ο γέρος·
του Τηλεμάχου άμ' έπιασε το χέρι, και τον είπε·
.
«Ώ φίλε, αχρείος και άνανδρος θαρρώ πως δεν θε να 'σαι,
375
αν οδηγοί 'ς τα νειάτα σου θεοί σε συνοδεύουν·
ότι άλλος τούτος δεν είναι των ολυμποκατοίκων,
αλλ' είναι η κόρη του Διός, η ένδοξη τριτογένεια,
'που τον λαμπρόν πατέρα σου ετίμα εις τους Αργείους.
κ' ίλεη γενού, βασίλισσα, καλήν δόσε μας δόξαν,
380
εμένα και των τέκνων μου και της σεμνής συντρόφου·
κ' εγώ μιαν πλατυμέτωπη δαμάλα θα σου σφάξω
χρονιάρικη, 'που τον ζυγό τ' ανθρώπου δεν γνωρίζει·
θα σου την σφάξω, αφ' ού προτού τα κέρατα χρυσώσω».
.
Ευχήθη· τον εισάκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη.
385
και προς τα ωραία δώματα εκίνησεν ο ιππότης
Νέστορας, και ακολούθησαν τα τέκνα κ' οι γαμβροί του.
άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι του κυρίου,
εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά καθίσαν 'ς την αράδα,
και αυτών ο γέροντας ευθύς συγκέρασε κρατήρα
390
από γλυκόποτο κρασί, 'που εμέτρα ένδεκα χρόνους,
και τ' άνοιξε η κελλάρισσα, κ' έλυσε το σφαλί του.
ο γέρος τον συγκέρασε και με σπονδαίς ευχόνταν
της Αθητάς, της θυγατρός τ' αιγιδοφόρου Δία,
και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,
395
οι άλλοι, καθένας σπίτι του, κίνησαν να πλαγιάσουν,
κ' έβαλε αυτού ν' αναπαυθή τον γόνο του Οδυσσέα
του θείου, τον Τηλέμαχον, ο Νέστορας ιππότης,
'ς την βροντερή την αίθουσα, 'ς την τορνευμένη κλίνη,
και τον Πεισίστρατο σιμά, τον άξιον πολεμάρχο,
400
'που μόνον από τους υιούς είχε άγαμον 'ς σπίτι·
'ς του παλατιού τ' απόκρυφα κ' εκείνος αναπαύθη,
και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπισε την κλίνη.
.
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
κ' εγέρθηκε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης,
405
εβγήκε και άμ' εκάθισε 'ς τους στιλβωμένους λίθους,
'που 'ς τα υψηλά του πρόθυρα κατέμπροσθ' ευρισκόνταν,
λευκοί και απ' άλειμμα λαμπροί· 'ς αυτούς είχε καθίσει
πριν ο Νηλέας, 'πώμοιαζε 'ς τον νου τους αθανάτους·
αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος επήρε αυτόν, και πάλιν
410
αυτού κάθιζε ο Νέστορας, των Αχαιών σωτήρας,
σκήπτρο κρατώντας· γύρω του τα τέκνα εσυναχθήκαν,
και απ' τους θαλάμους έρχονταν, ο Εχέφρονας, ο Στράτις,
με τον Περσέ' ο Άρητος, και ο ισόθεος Θρασυμήδης,
και ο ήρωας ο Πεισίστρατος έκτος 'ς εκείνους ήλθε.
415
και τον θεϊκόν Τηλέμαχον αυτού σιμά εκαθίσαν.
και άρχισεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·
.
«Σύντομα, τέκν' αγαπητά, να γίν' η επιθυμιά μου,
την Αθηνάν απ' τους θεούς ίλεη να κάμω πρώτη,
'που μου 'λθεν ολοφάνερη 'ς το θεϊκό τραπέζι.
420
κ' εις το λιβάδι, ένας να πα γοργά για την δαμάλα,
να την κεντήση ογλήγορα 'ς εμάς ο επιστάτης·
και άλλος 'ς του μεγαλόψυχου Τηλέμαχου το πλοίο,
να φέρη τους συντρόφους του και μόνους δυο ν' αφήση·
και άλλος ας κράξη, να 'λθη εδώ, τον χρυσικό Λαέρκη,
425
του δαμαλιού τα κέρατα να χρυσοπεριχύση.
σταθήτ' οι άλλοι αυτού μαζή, και ειπήτε 'ς το παλάτι
η δούλαις για την τράπεζα τα πάντα να ευτρεπίσουν·
καθίσματα να φέρουσι, ξύλα, νερό καθάριο».
.
Είπε, και όλοι εκινήθηκαν κ' έφθασεν η δαμάλα
430
απ' το λιβάδι, κ' έφθασεν απ' το γοργό καράβι
του Τηλεμάχου οι σύντροφοι, έφθασε και ο χαλκέας,
της χρυσικής τα σύνεργα κρατώντας εις τα χέρια,
τ' αμμόνι, το καλόφθειαστο διλάβι, και την σφύρα,
ήλθε κ' η Αθήνη να δεχθή την προσφορά· και ο γέρος
435
τον χρυσόν δίδει· τεχνικά τον περιχύνει εκείνος
'ς τα κέρατα, το στόλισμα να ιδή και ν' αγαλλιάση
η Αθηνά· και ο Εχέφρονας και ο Στράτις την δαμάλα
έσυρναν απ' τα κέρατα· κ' εις πλουμιστή λεκάνη
έφερν' ο Άρητος νερό, βαστώντας 'ς τ' άλλο χέρι
440
ουλαίς μέσα 'ς το κάνιστρο· και ο ανδρείος Θρασυμήδης
αξίνα εκράτει ακονιστή, να κόψη την δαμάλα.
και ο Περσέας το σταμνί· και ο γέρος ο ιππότης
Νέστορας με το νίψιμο και με τους ουλοχύταις
έκαμε αρχή, δεόμενος θερμά προς την Αθήνη,
445
και 'ς το πυρ έρριξε απαρχαίς της κεφαλής ταις τρίχαις.
και άμ' ευχηθήκαν κ' έχυσαν ουλαίς, ο Θρασυμήδης,
υιός του Νέστορα λαμπρός, ζυγόνει και κτυπάει·
κ' η αξίνα τα νεύρ' έκοψε του σβέρκου και άμ' ελύθη
της δαμάλας η δύναμις· εφώναξαν η κόραις
450
και η νυφάδες, και η σεμνή του Νέστορα συμβία,
Ευρυδίκ' η πρωτότοκη η κόρη του Κλυμένου.
κ' οι άλλοι εσηκώσαν απ' την γη κ' εβάσταν την δαμάλα·
την έσφαξε ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος.
με το μαύρο αίμα ως άφησε τα κόκκαλα η ψυχή της,
455
ευθύς την ετετάρτιασαν, έκοψαν τα μερία,
με τάξι, και τα σκέπασαν με διπλωτό κνισάρι·
κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια· τότε ο γέρος
'ς ταις σχίζαις τά 'καιε και κρασί φλογώδες ράντιζέ τα·
και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια του κρατούσαν.
460
και άμ' εκαήκαν τα μεριά και εγεύθηκαν τα σπλάχνα,
ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν,
και τά 'ψηναν 'ς τα μυτερά σουβλιά 'που 'χαν 'ς τα χέρια.
.
Έλουσε τον Τηλέμαχον ωστόσο η Πολυκάστη
καλή κόρ' υστερόγενη του Νέστορα Νηληάδη·
465
και άμα έλουσέ τον κ' έχρισεν εκείνη με το λάδι,
και μ' εύμορφο τον ένδυσε φόρεμα και χιτώνα,
απ' τον λουτρόν ωσάν θεός εβγαίνει και καθίζει,
αυτού σιμά 'ς τον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων.
.
Και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα 'βγάλαν,
470
κάθισαν και συνέτρωγαν, και καλογεννημένοι
άνδρες κερνούσαν τα κρασί 'ς ολόχρυσα ποτήρια,
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν,
τους είπεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·
.
«Παιδιά μου, φέρτε ζέψετε ευθύς του Τηλεμάχου
475
τ' άλογα τα καλότριχα, πολύν να κόψη δρόμο».
.
Αυτά 'πε· κείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του·
κ' ευθύς τα ογλήγορ' άλογα 'ς την άμαξαν εζέψαν·
τους έβαλε η κελλάρισσα άρτο, κρασί και ακόμη
προσφάγια, αυτά 'που 'ναι τροφή των θείων βασιλέων.
480
'ς την άμαξα ο Τηλέμαχος ανέβη, την ωραία,
'ς το πλάγι του ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος,
ανέβη, και 'ς τα χέρια του τα χαλινάρια πήρε,
κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν
'ς την πεδιάδα, και άφησαν την υψηλή την Πύλο.
485
και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το να και ς' τ' άλλο πλάγι.
και ο ήλιος εβασίλευσε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι,
και 'ς ταις Φηραίς εστάθηκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα,
'που του Ορσιλόχου ήταν υιός και τ' Αλφειού εγγόνι·
εκεί ξενύκτισαν, και αυτός φιλόξενα τους δέχθη.
490
.
Κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη·
έζεψαν και ως ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι,
τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν αφήκαν·
κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν
'ς την σιτοφόρα ως έφθασαν πεδιάδα, έκοβαν δρόμο
495
με τόση τα γοργ' άλογα ορμήν αυτούς επαίρναν.
και ο ήλιος εβασίλευσε, και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι.

Η Συνέχεια ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου