Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ: ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΥΣΑΙ

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ: ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΥΣΑΙ
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ FREE photo hosting by Fih.gr
Ανεμπόδιστη και παιχνιδιάρα πετά η φαντασία του κωμικού ποιητή και πετώντας πλάθει, όταν θέλει, κόσμους παράξενους, που, όσο κι αν κρύβουν στο βάθος τους την ουσία της ζωής, είναι στην εμφάνισή τους, ως σχήμα και ως εικόνα, κόσμοι του ονείρου και της ουτοπίας. Ας φανταστούμε πως με έναν οποιονδήποτε τρόπο, με κάποια πονηριά, οι γυναίκες τα καταφέρνουν να πάρουν στα χέρια τους την κρατική εξουσία και τότε βάζουν δύο νόμους: ο πρώτος λέει «κοινοκτημοσύνη των υλικών αγαθών, κατάθεση των ατομικών περιουσιών στο κράτος, που θ' αναλάβει τη φροντίδα να θρέφει, να ντύνει να στεγάζει όλους τους πολίτες», ο δεύτερος «κοινοκτημοσύνη των γυναικών, με την υποχρέωση όμως των αντρών πρώτα να προσφέρουν τον έρωτά τους στις άσκημες και τις γριές που θα τους τον ζητήσουν, κι έπειτα να βρίσκουν τη χαρά στις νέες και τις ωραίες που οι ίδιοι ποθούν». (...) Λίγη σάτιρα λοιπόν, λίγη γκρίνια, λίγη νουθεσία και διδαχή, μερικά πειράγματα στα πεταχτά, και πολλή φαντασία, πολλή κωμικότητα, πολύ κέφι και γέλιο. Αλλά και πόσο ξάστερη η ματιά του πολύπειρου ποιητή, που ξέρει την κοινωνία και, ανάμεσα στις κασκαρίκες και τα καραγκιοζιλίκια, ψυχολογεί και χαρακτηρίζει τα πρόσωπα, όταν θέλει και στις σκηνές που ταιριάζει. (...)
(Ολόκληρο το Βιβλίο σε απλό κείμενο).
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

ΠΑΡΑΦΡΑΣΙΣ ΕΜΜΕΤΡΟΣ
ΠΟΛ. Τ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
(POL ARCAS)

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ
1910
Δ Η Λ Ω Σ I Σ

Απαγορεύεται η από σκηνής διδασκαλία των υπ' εμού παραφρασθεισών
κωμωδιών του Αριστοφάνους, άνευ της εγγράφου αδείας μου, συμφώνως προς
τον νόμον ΓΥΠΓ' (υπ' αριθ. 3483 της 11 Δεκεμβρίου 1909.

ΠΟΛ. Τ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Το έργον τούτο αποτελεί ειδικώς σάτυραν της αθηναϊκής Βουλής και της
πολιτικής διοικήσεως εν Αθήναις, παριστών τας γυναίκας ως
αναλαμβανούσας την διοίκησιν των κοινών προς επανόρθωσιν των κακών
κειμένων. Σατυρίζεται ταυτοχρόνως η πλατωνική πολιτεία και αι περί
κοινογαμίας και κοινοκτημοσύνης θεωρίαι.

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ γυνή Αθηναία
ΜΕΡΙΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ (Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, θ, I, κλπ.)
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΒΛΕΠΥΡΟΣ σύζυγος της Πραξαγόρας
ΑΝΗΡ [ΓΕΙΤΩΝ] (του Βλεπύρου)
ΧΡΕΜΗΣ πολίτης Αθηναίος
Ο ΚΑΤΑΘΕΙΣ (ΑΝΗΡ Α')
Ο ΜΗ ΚΑΤΑΘΕΙΣ (ΑΝΗΡ Β')
ΚΗΡΥΞ
ΜΕΡΙΚΑΙ ΓΡΑΙΑΙ (Α', Β', Γ')
ΝΕΑΝΙΣ
ΝΕΑΝΙΑΣ
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ (του Βλεπύρου)
ΔΕΣΠΟΤΗΣ (όστις δύναται να ήνε και ο Βλέπυρος)
ΠΡΟΣΩΠΑ ΒΩΒΑ
ΣΙΜΩΝ & ΠΑΡΜΕΝΩΝ κομίζοντες τα σκεύη του Καταθέντος. (Μέρος Β')
ΑΥΛΗΤΗΣ (Μέρος Δ')
ΓΕΡΩΝ διαβάτης (Μέρος Δ').

[Η παράφρασις αύτη των «Εκκλησιαζουσών» εδιδάχθη το πρώτον εις το
θέατρον της «Νέας Σκηνής» την 11 Αυγούστου 1904].

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
"ΕΚΚΔΗΣΙΑΖΟΥΣΑΙ"

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

[Η σκηνή παριστά οδόν απόκεντρον και σκοτεινήν. Οικίαι τινές χαμηλαί
φαίνονται κατά σειράν, εξ απόψεως δε η Ακρόπολις μετά του Παρθενώνος.
Είνε νυξ].

ΣΚΗΝΗ Α'.


ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ εξέρχεται μετά προφυλάξεως εκ της οικίας της, κρατούσα
λύχνον ανημμένον, τον οποίον τοποθετεί επί τινος λίθου και ομιλεί προς
αυτόν: {1}

Ώ φως λαμπρό του λύχνου μου! — που στον τροχό τον πλάσανε,
και ύστερα ψηλά ψηλά στο σπίτι τον κρεμάσανε!
Λύχνε, θα ειπώ την τύχη σου και την καταγωγή:
Βγαλμένος από τον τροχό, που ζύμωσε τη γη,
χύνεις αχτίνες λαμπερές, κ' η [λαδερή σου] μύτη
λαβαίνει όλες της τιμές του Ήλιου μέσ' στο σπίτι.
Λοιπόν το φως σου χύνε
'ς ό,τι μαζύ σου είνε.
Τα μυστικά μας έχουμε και όλα τα κρυμμένα
'ς εσέ φανερωμένα,—
γιατί ποτέ δεν κρύψαμε απ' το δικό σου μάτι
της στάσεις, που λαβαίνουμε απάνω στο κρεββάτι,
ούτε μπορέσαμε ποτέ μέσ' στα κρυφά μας δώματα,
να κρύψουμ' από το μάτι σου τα ντούρα μας τα σώματα,
και κάθε μας κρυφή μεριά φωτίζεις μοναχός σου,
και όπου τρίχες μας ανθούν, γυαλοκοπούν στο φως σου.
Κι' όταν, από τους άνδρες μας κρυφά, στης αποθήκες
πάμε για φρούτα και κρασί, πάντα μπροστά μας βγήκες,
και μολονότι εγκληματείς μαζύ μας τόσους χρόνους,
ποτέ δεν το μαρτύρησες, λυχνάρι, στους γειτόνους!
Γι' αυτό θα μάθης σήμερα, [αγαπητό καντήλι μου],
ό,τι εσυμφωνήσαμε εγώ και κάθε φίλη μου
στων Σκίρων την πανήγυρι. . . Μα [βλέπω ερημιά],
κι' απ' όσες καρτερώ ναρθούν, δεν φαίνεται καμμιά. . .
Κοντεύει όμως η αυγή,
και είνε χρέος η Βουλή πρωί πρωί να βγη. . .
Και πρέπει να προφθάσουμε
της έδρες τους να πιάσουμε,
—που κάποτ' ο Φυρόμαχος είπε γι' αυτές, πως «πρέπει
η πόρνες όταν κάθωνται κανείς να μη της βλέπη».
Τι να συμβαίνη άρα γε; μήπως δεν είχαν έννοια
να ράψουνε τα γένεια,
που είπαμε να φέρνουμε, ή μήπως δεν μπορούνε
να κλέψουν τα φορέματα, που οι άνδρες τους φορούνε;
Μα βλέπω ένα φως εκεί που φθάνει γάλι-γάλι·
μήπως είν' άνδρας πούρχεται; εγώ το στρίβω πάλι.

(Διατίθεται να παραλάβη τον λύχνον και να φύγη. Εισέρχεται αριστερόθεν
η Α' ΓΥΝΗ φέρουσα λύχνον, περιβολήν ανδρικήν ανά χείρας μετά πλαστής
γενειάδα και βακτηρίαν).

{1} Ο μονόλογος ούτος της Πραξαγόρας πρέπει ν' απαγγέλληται υπό του
ηθοποιού όσον οίον τι πομπωδώς, διότι διά τούτου παρωδεί και σατιρίζει
ο Αριστοφάνης το ύφος των τραγικών ποιητών.

ΣΚΗΝΗ Β'.


ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ και κατά μικρόν αι ΓΥΝΑΙΚΕΣ Α', Β', Γ, Δ'. κλπ.

Α' ΓΥΝΗ
Ε! ώρα να τραβήξουμε λοιπόν για τη Βουλή·
τώρα για δεύτερη φορά ο πετεινός λαλεί.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Εγώ σας καρτερούσα,
κι' ολονυχτής τα μάτια μου να κλείνω δεν μπορούσα.
Α, στάσου τώρα μια στιγμή για να ειδοποιήσω
και τη γειτόνισσ' από δω, και να της γρατσουνίσω
την πόρτα με το νύχι μου, κ' εκείνη να το στρίψη,
χωρίς να νοιώση ο άνδρας της τη νύχτα πως θα λείψη.

(Εκτελεί. Μετά στιγμήν ανοίγεται η θύρα και εξέρχεται μετά προφυλάξεως
η Β' ΓΥΝΗ κρατούσα γένεια, ράβδον, ενδύματα και υποδήματα ανδρικά εις
τας χείρας).

Β' ΓΥΝΗ
Την ώρα όπου σ' άκουσα να γρατσουνάς τη θύρα
φορούσα τα παπούτσια μου· γιατί αυτός που πήρα,
[και είνε Σαλαμίνιος ο άνδρας μου], φιλτάτη,
γερό κουπί μου τράβαγε τη νύχτα στο κρεββάτι.
[Έτσι δεν ήταν δυνατό να κοιμηθώ σιμά του],
και τώρα μόλις βούτηξα κι' αυτό το φόρεμά του.

Α' ΓΥΝΗ
Να, τώρα βλέπω πούρχεται εδώ κ' η Κλειναρέτη,
και η Σωστράτη. . . έρχεται μαζύ κ' η Φιλαινέτη. . .

(Καταφθάνουσι βαθμηδόν πολλαί ΓΥΝΑΙΚΕΣ ομού, φέρουσαι ανά χείρας
ενδύματα ανδρών).

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ ερχόμενη προς αυτάς:
Ελάτε γρήγορα και σεις, γιατί ωρκίσθ' η Γλύκη
πως όποια θάρθη υστερνή θα φάη καταδίκη,
[και φοβερή αλήθεια],
τρεις μπότσες άδολο κρασί, κ' ένα σταμνί ρεβίθια.

Α' ΓΥΝΗ
Να και του Σμικυθίωνος η Μελιστίχη πάλι,
που της αρβύλες της πλατειές τανδρός της έχει βάλη.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Θαρρώ πως είνε μόνη αυτή, που ησυχία βρήκε
τη νύχτ' από τον άνδρα της, και τώσκασε και βγήκε.

Β’ ΓΥΝΗ
Καλέ δεν βλέπετ' από κει κι' αυτή τη Γευσιστράτη
του ταβερνιάρη, που 'ρχεται μ' ένα κερί τρεχάτη;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Να κ' η Φιλοδωρήταινα. . . να και η Χαιρητάδη. . .
Ου!. . . βλέπω κι' άλλες πού 'ρχονται, ολόκληρο κοπάδι·
όλο το άνθος δηλαδή της πόλεως.

(Εισέρχεται πλήθος γυναικών, αι οποίαι, σχηματίζουσιν εκατέρωθεν τα
δύο τμήματα του χορού).

Γ’ ΓΥΝΗ ερχομένη ταχέως
Ουφ! πόσο,
φιλτάτη, εκοπίασα, ως πού να ξετρυπώσω!
γιατί έφαγεν ο άνδρας μου όσες σαρδέλλες είχα
το βράδυ, και μου πνίγηκε τη νύχτ' από το βήχα.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Καθήστε, τώρα πούσθ' εδώ,
να σας ρωτήσω και να ιδώ
αν ίσως κ' εκτελέσατε τα προμελετημένα
στων Σκίρων την πανηγύρι.

Δ’ ΓΥΝΗ
Α, όσο δα για μένα,
έχω στης αμασχάλες
και από δάσος πειό πυκνές της τρίχες και μεγάλες,
κατά τη συμφωνία μας. Έκαμα κι' άλλο ακόμα·
όταν επήγε ο άνδρας μου στην αγορά, το σώμα
πασάλειψα, και στάθηκα στον ήλιον όλη μέρα.

Ε’ ΓΥΝΗ
Μα το ξυράφι πέταξα από το σπίτι πέρα,
και τρίχες άφησα κ' εγώ στο σώμα μου να βγάζω,
που, όσο είνε δυνατό, γυναίκα να μη μοιάζω.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Έχετε και τα γένεια σας, που όταν θα μπορέσουμε
να συναχθούμε, είπαμε πως όλες θα φορέσουμε;

Δ’ ΓΥΝΗ
Ωραία γένεια έφτιασα κ' εγώ, μα την Εκάτη!

Ε’ ΓΥΝΗ
Κ' εγώ πολύ καλήτερα κι' από του Επικράτη.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Και σεις τι λέτε;

Δ’ ΓΥΝΗ
Σύμφωνες, και με την ίδια γνώμη.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Βλέπω λοιπόν πως κάματε και όλα τάλλ' ακόμη,
κ' επήρατ', όπως είπαμε, Λακωνικές κουντούρες,
και ανδρικά φορέματα, και ανδρικές μαγκούρες.

Ζ’ ΓΥΝΗ
Κ' εγώ επήρα μία
απ' τον ξυλοκουβαλητή εκείνον το Λαμία
την ώραν που κοιμώτανε.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Φαίνετ' αυτή τον κάνει
που, όταν τη φορτώνεται στους ώμους, όλο κλάνει.

Α’ ΓΥΝΗ
Μα το θεό! αν έφερνε του Άργου το τομάρι
πούχε τα μάτια τα πολλά, μπορούσε να την πάρη
κι' όλον να βγάλη στη βοσκή τον Δήμον Αθηναίων!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Ελάτε, τι θα κάνουμε να πούμε τώρα πλέον,
όσο ταστέρια φαίνονται στον ουρανό να λάμπουν.
Γιατ' η Βουλή, όπου εμείς κ' η φίλες όλες θα 'μπουν,
πρέπει να γίνη το πρωί.

Α’ ΓΥΝΗ
Α, ώστε, μα τον Δία,
τας θέσεις μας θα πάρουμε μπροστά στα Πρυτανεία,
κάτ' απ' το βράχο της Πνυκός.

Η ΓΥΝΗ εισέρχεται κρατούσα ηλακάτην και νήθουσα μαλλίον.
Την ώρα να μη χάνω,
πήρα και τούτα τα μαλλιά μέσ' στη Βουλή να ξάνω.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ εν οργή.
Γεμάτη νάνε η Βουλή και λόγου της να ξαίνη;!
— τι λες, δυστυχισμένη;

Η’ ΓΥΝΗ
Βέβαια, μα την Άρτεμι! μαζύ μ' αυτή πηγαίνω·
και τάχα τι χειρότερα θ' ακούσω κι'αν θα ξαίνω;
Είν' τα παιδάκια μου γυμνά.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Κατάλαβες τι κάνεις,
να πας και συ να ξάνης
την ώρα, που δεν πρέπει
κανένας ίχνος γυναικός απάνω μας να βλέπη;
Καλά θα την παθαίναμε αν έβγαινε καμμιά,
κι' αδρασκελώντας τα σκαμνιά
τη φούστα της ν' ανοίξη,
και στη γεμάτη τη Βουλή το πράμα της να δείξη.
Αν όμως πάμε πειό μπροστά της θέσεις μας να πιάσουμε,
χωμένες μέσ' τα ρούχα τους, όλους θα τους γελάσουμε.
Κ' εκεί που θα καθίσουμε
και γένεια θα κολλήσουμε,
ποιός δεν θα πη πως είμαστε σαν άνδρες στην αράδα;
Κι' ο στρατηγός Αγύρριος, πούχε τη γενειάδα
του Πρόνομου, εκρύφτηκε το ίδιο και καλήτερα·
κι' όμως γυναίκα ήτανε και λόγου του προτήτερα!
Και τι μεγάλα πράματα κάνει στην πόλι τώρα!
Έτσι λοιπόν θα κάνουμε κ' εμείς καλό στη χώρα
απ' αύριο, η τόλμη μας αν πάη κατ' ευχή,
και πάρουμε στα χέρια μας του τόπου την αρχή·
γιατί, καθώς τον φτιάνουμε αυτόν τον τόπο πειά,
ούτε πανιά τον παν εμπρός, μα ούτε και κουπιά!

Η’ ΓΥΝΗ
Μα το γυναικοπάζαρο πώς θα μπορέση πάλι
και ρήτορες να βγάλη!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Και στης γυναίκες ρήτορες μπορεί κανείς να βρίσκη.
Λένε πως και οι πούστηδες εκείν' οι νεανίσκοι
βγαίνουνε όλοι ρήτορες κι' από τους εκλεκτούς.
Μήπως κ ' εμείς δεν κάνουμε ίδια δουλειά μ' αυτούς;

Η’ ΓΥΝΗ
Δεν ξέρω η κακομοίρα·
μα γίνονται πολλά κακά εκεί που λείπ' η πείρα.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Γι' αυτό κ' εμαζευθήκαμε λοιπόν 'ς αυτόν τον τόπο,
για να προμελετήσουμε, γειτόνισσες, τον τρόπο.
Κάμετε γρήγορα λοιπόν τα γένεια να κολλήσετε,
όσες εσχεδιάσατε πως πρέπει να μιλήσετε.

Θ' ΓΥΝΗ (προς την Η' Γυναίκα).
Κουτή, και ποια είν' από μας, όπου δεν έχει γλώσσα
που να μην κόβη τόσα;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Βάλτε τα γένεια κάθε μια, την ώρα της μη χάνη,
κι' ας γίνη άνδρας· εγώ δε θα βάλω το στεφάνι,
και γένεια θα κολλήσω
αν ίσως και μου κατεβή μπροστά σας να μιλήσω.

(Εκτελούν όλαι).
Β’ ΓΥΝΗ
Γλυκειά μου Πραξαγόρα,
σκέψου, καϋμένη, τώρα—
αστεία κάπως φαίνεται η γενειάδ' αυτή.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Αστεία; και γιατί;

Β’ ΓΥΝΗ (εφαρμόζουσα την γενειάδα).
Μα έτσι, με τα γένεια μας και σαγονοδεμένες,
μοιάζουμε όλες με σουπιές απ' τη φωτιά καϋμένες.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ (λαμβάνουσα ύφος κωμικώς σοβαρόν).
Ο υπηρέτης του βωμού τη γάττ' ας τριγυρίση
κι' ας έβγη με το αίμα της της έδρες να ραντίση.
Ε! Αριφράδη! σώπασε! — Και λόγο ποιός θα βγάλη;

Θ' ΓΥΝΗ
Εγώ.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Λαμπρά! να στέφανος, και βάλ' τον στο κεφάλι

Θ' ΓΥΝΗ εκτελούσα.
Να με λοιπόν!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Έ, μίλησε!

Θ' ΓΥΝΗ
Έτσι το λες εσύ;
Πως θα μιλήσω δηλαδή προτού να πιω κρασί;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Για ιδές· κρασί θέλει να πιή!

Θ' ΓΥΝΗ
Και βέβαια· γιατί
φορώ στεφάνι, βρε κουτή;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Φύγε από 'δω εσύ, τρελλή!
γιατί τα ίδια, φαίνεται, θα φτιάσης στη Βουλή.

Θ' ΓΥΝΗ
Γιατί, παρακαλώ; γιατί;
δεν πίνουν στη Βουλή κι' αυτοί;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Είσαι βεβαία; πίνουνε μέσ' στη Βουλή που πάνε;

Θ' ΓΥΝΗ
Κι' απ' το καλήτερο κρασί, μα τη θεά, ρουφάνε·
γι' αυτό κ' η κάθ' απόφασι, που απ' τη Βουλή μας βγαίνει
όταν μεθούν, είνε κι' αυτή σαν τούτους μεθυσμένη.
Ώ, μα τον Δία το θεό,
ρουφάνε, σου το βεβαιώ.
Και ποιά θα ήταν αφορμή τέτοια κακά να γίνουνε,
αν ίσως στη Βουλή κρασί δεν βρίσκανε να πίνουνε;
Μα μεθυσμένοι κάθονται και βρίζονται και βρίζουνε,
και οι τοξόται [μπαίνουνε στη μέση και χωρίζουνε,
και σπρώχνονται και σπρώχνουνε]
και τους μπεκρήδες διώχνουνε!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Τράβα και κάτσε κάτω συ! Είσαι κολοκυθένια!

Θ' ΓΥΝΗ
Μα το θεό, το ήθελα να μείνω δίχως γένεια,
γιατί θα σκάσω απ' του κρασιού τη δίψα τη μεγάλη.

(αποσύρεται)
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Ε! μήπως έχει όρεξι να ρητορέψη άλλη;

Γ’ ΓΥΝΗ
Εγώ!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Εμπρός του λόγου σου, βάλ' το στεφάνι αυθωρεί,
γιατί κ' η ώρα προχωρεί.
Μίλησε συ λοιπόν καλά, στάσου σαν άνδρας ντούρα,
και στήριζε το σώμα σου καλά με τη μαγκούρα.

Γ’ ΓΥΝΗ στεφανουμένη και λαμβάνουσα τον λόγον.
Ήθελα άλλη να 'βγαινε ρητόρισσα προτήτερα,
ν' αγόρευε καλήτερα
στην άκρη να καθήσω·
αλλά, εγώ τουλάχιστον ποτέ μου δεν θ' αφήσω,
γιατί δεν είν' καλή δουλειά,
ν' ανοίγουν μόνο για νερό τους λάκκους μεσ' στα καπηλιά,
Δεν το φρονώ, μα της θεές. . .

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Μα της θεές! πού τρέχεις,
δυστυχισμένο θηλυκό! το νου σου πού τον έχεις;

Γ’ ΓΥΝΗ
Μπα! σφάλμα έκαμα; και ποιο;
Εγώ δε ζήτησα να πιω.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Όλα τα είπες μια χαρά· μα στης θεές ωρκίστηκες
άνδρας εσύ, πως μίλησες με λέξεις γυναικίστικες;

Γ’ ΓΥΝΗ
Ου!. . . ναι, μα τον Απόλλωνα!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Παύσε και συ τη λίμα,
γιατί εγώ για τη Βουλή δεν κάνω ούτε βήμα,
αν ίσως δεν προγυμνασθώ.

(της αφαιρεί τον στέφανον από την κεφαλήν).
Γ’ ΓΥΝΗ
Φέρ' το στεφάνι πίσω·
τώρα μελέτησα καλά και θα το ξαναρχίσω.

(λαμβάνει τον στέφανον εκ νέου και την στάσιν του ρήτορος)
— Εγώ λοιπόν, γυναίκες μου. . .
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Γυναίκες,— συφορά σου,—
τους άνδρας πάλι κοπανάς που βλέπεις μπρος σου;

Γ’ ΓΥΝΗ
Στάσου!
μου φάνη τον Επίγονο πως είδα [από πίσω]
και με γυναίκες νόμισα πως πρέπει να μιλήσω.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Γκρεμίσου απ' αυτού και συ, και κάθησε πειο κείθε?
θα πάρω εγώ το στέφανο και θα μιλήσω.—Είθε
την προσευχή μου οι θεοί ν' ακούσουν τουρανού,
και να 'πιτύχουν όλ' αυτά που μου 'ρθανε στο νου.

(Ανέρχεται επί λίθου και αγορεύει:)
Αγαπώ κ' εγώ τον τόπο, όπως σεις, ώ άνδρες, όλοι,
και γι' αυτό δεν υποφέρω όσα γίνονται στην πόλι.
Είνε όλ' οι άρχοντές μας παληανθρώποι πέρα-πέρα,
κι' αν φανή κανείς πως είνε αγαθός για μιαν ημέρα,
Θάνε μασκαράς για δέκα. 'Σ άλλον έδωκες τη θέσι;
άλλα θάχης' απ' τα χείρου στα χειρότερα θα πέση.
Δύσκολο κανείς να βάλη
νου και φρόνησι με λόγια σε ανόητο κεφάλι.
Σεις φοβείσθε πάντα όσους την αγάπη τους σας δίδουν
κι'όλο γλείφετε εκείνους, όπου πάντα σας προδίδουν.
Ήταν εποχή, ώ άνδρες, που Βουλές δεν λειτουργούσαν,
τον Αγύρριον εν τούτοις να τον βρίζουν δεν αργούσαν
τώρα πούχουμε Βουλή,
επαινούν αυτόν που δίδει τον παρά τον πειό πολύ·
κι' όποιος μερδικό δεν παίρνει, κρίνει άξιον θανάτου
όποιον βουλευτάς πληρώνει να κερδίζη τη δουλειά του.

Α’ ΓΥΝΗ
'Στην Αφροδίτη! μίλησες με φρόνησι μεγάλη.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Την Αφροδίτη έπιασες, δυστυχισμένη, πάλι;
Λαμπρά θα τα κατάφερνες και στη Βουλή απάνω,
το ίδιο αν σου ξέφευγε.

Α’ ΓΥΝΗ
Μπα, δεν το ξανακάνω,

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Το νου σου, και φορές πολλές
μη συνηθίσης να το λες.

(Εξακολουθούσα την αγόρευσίν της).
Όταν καμμιά συμμαχία για την πόλι εσυμφωνείτο,
έλεγαν πως αν δεν γίνη, συμφορά τρανή θα ήτο·
κι' όταν εγινόταν πάλι,
έπεφταν σε στενοχώρια και 'ς απελπισία μεγάλη·
κι' απ' τους ρήτορας κανένας, ή για το 'να ή για τάλλο
συμβουλή αν είχε δώση, πάθαινε κακό μεγάλο.
Ο φτωχός, οπού για φόρο ούτ' ένα λεφτό δεν δίνει,
σκούζει πάντα πως ο στόλος πρέπει άφευκτα να γίνη,
από τάλλο δε το μέρος πλούσιοι και γεωργοί,
[πώχουνε παρά και γη],
δεν τον θέλουν. Είχες πρώτα με 'τους Κορινθίους γίνη
άσπονδος εχθρός, το ίδιο σ' εμισούσανε κ' εκείνοι·
τώρα έχουνε στο νου
φίλοι σου να γίνουν, τώρα φίλος τους και συ γενού
Αργείος [ο δημαγωγός, πούνε σοφός και φρόνιμος],
είν' αμαθής· κ' είνε για σας σοφός ο Ιερώνυμος,
[εκείνο το κορόιδο,
που σας τα κάνει ρόιδο!]
Συ λοιπόν είσαι, ώ Δήμε, η αιτία όλου τούτου,
που μοιράζετε το χρήμα και του δημοσίου πλούτου,
και κυττάτ' ιδιαιτέρως
τι καθένας θα μπορέση να τραβήξη κατά μέρος,
κ'οι πολίται, όλ' οι μπούφοι,
να κυλιώνται από δώθε και από κει σαν κλωτσοσκούφι.
Αν 'ς εμένα θα πεισθήτε,
έχετε καιρό ακόμη και μπορείτε να σωθήτε.
Σας προτείνω λοιπόν τώρα
να εμπιστευθήτε όλοι στης γυναίκες μας τη χώρα,
που της έχουμ' επιστάτες και ταμίες μεσ' στο σπίτι!

Α’ ΓΥΝΗ
Εύγε! εύγε! Μα τον Δία!. . .

Β’ ΓΥΝΗ
Πες τα! πες τα, συμπολίτη

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Πόσο είνε η γυναίκα απ' τον άνδρα πειό καλή,
θα σας τ' αποδείξω τώρα. Πρώτον, πλένει το μαλλί
πάντα σε θερμό νερό,
σύμφωνα μ' αυτό το νόμο, πούταν στον παληόν καιρό.
Και ποτέ δεν θα τη δήτε τη γυναίκα, κατά πόδα
να πηγαίνη με τη μόδα.
Αν των Αθηνών η πόλις ήθελε ν' ακολουθή
'ς ό,τι κάνουν η γυναίκες, δεν θα είχε και σωθή,
κι' αν δεν είχε τέτοια νόσο
να μας ξεφουρνίζη τάχα και μια μόδα κάθε τόσο;
Η γυναίκες όπως πρώτα κάθονται και τηγανίζουν
όπως πρώτα με τη στάμνα στο κεφάλι τους γυρίζουν·
όπως πρώτα θεσμοφόροι τρέχουνε στο πανηγύρι·
όπως πρώτα ξεροτρίβει κάθε μια το νοικοκύρη·
όπως πρώτα τους γαμιάδες μεσ' στο σπίτι κρυφοβάνουν·
όπως πρώτα τους μεζέδες τους καλήτερους τους φτιάνουν·
όπως πρώτα κρασοπίνουν [και περνούν ζωή και κόττα].
κ' επί τέλους το γαμίσι τους αρέσει όπως πρώτα!
Εις αυτές λοιπόν, ώ άνδρες, ας αφήσουμε τον τόπο,
δίχως πλέον να ρωτάμε για να μάθουμε τον τρόπο
όπου θα διοικηθούμε·
αλλά τούτα να σκεφθούμε:
ότι σαν καλές μαννάδες, θα σκεφθούν εκείνες πρώτες
ναύρουν τρόπο για να σώσουν τους δικούς των στρατιώτες·
κι' άλλη ποιά, αν όχ 'η μάννα,
θα φροντίση για να στείλη στο παιδί της κουραμάνα;
Μόνον η γυναίκα ξέρει τον παρά να κομποδένη,
και ποτέ στην εξουσία δεν εβγήκε απατημένη,
γιατ' αυτή ξέρει τον τρόπο [με τα λόγια τα μεγάλα]
ν' απατάη και τον άνδρα. Άφησε τα πειά και τάλλα.
Αν πεισθήτε 'ς όσα είπα και μ' ακούσετε κ' εμένα,
θα περάσετε, πολίται, τη ζωή ευτυχισμένα.

(κατέρχεται του λίθου).
Α’ ΓΥΝΗ
Ώ Πραξαγόρα μου γλυκεία! τα είπες μια χαρά.
Και όλ' αυτά πού τάμαθες, φτωχή μου;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Μια φορά
μεσ' στης φευγάλας τον καιρό, όπως κ' η άλλες βγήκα,
κ' έμεινα με τον άνδρα, μου εκεί κοντά στην Πνύκα·
άκουα το λοιπόν εκεί παρλάτες κατά κόρον,
κ' έτσι την έμαθα κ' εγώ την τέχνη των ρητόρων.

Α’ ΓΥΝΗ
Αφού λοιπόν, βρε αδελφή,
αδίκως δεν εγίνηκες σπουδαία και σοφή,
σ' εκλέγουμ' από σήμερα και στρατηγό μεγάλη,
αν τα πιτύχης όλ' αυτά, που σου 'ρθαν στο κεφάλι.
Μ' αν πληρωθή ο Κέφαλος και πεταχθή μπροστά σου
κ' ειπή ότι μ' αυτά που λες δεν είσαι στα σωστά σου,
τι θα του ειπής, παρακαλώ;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Θα 'πω πως ετρελλάθη.

Α’ ΓΥΝΗ
Δεν είν' η πρώτη δα φορά που ο κόσμος θα το μάθη.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Πως είν' υποχονδριακός.

Α’ ΓΥΝΗ
Καθένας πειά το βλέπει.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Έ, θα του ειπώ πως φέρνεται στην πόλι όπως πρέπει,
μα φτιάνει πιάτα άσχημα.

Α’ ΓΥΝΗ
Και αν σε κοροϊδέψει
κι' ο Νεοκλείδης ο τσιμπλής, τι θα του ειπής;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Να στέψη
και σαν μπορή ευκόλως,
ας διακρίνη τη μεριά πουν' του σκυλλιού ο κώλος.

Α’ ΓΥΝΗ
Και αν σου φτιάσουν την δουλειά;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Τι λόγος! να δα η ώρα!
θα το δεχτώ· όσο γι' αυτό είμαι δασκάλα τώρα!

Α’ ΓΥΝΗ
Κι' αυτό δεν το σκεφθήκαμε: Αν έλθουν οι τοξόται
και σε μαλλιοτραβήξουνε, σαν τι θα κάμης τότε;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ (δεικνύουσα τον τρόπον της αμύνης).
Να, θα τους σπρώξω έτσι δα με δύναμι μεγάλη,
αλλά στη μέση, έννοια σου, κάνεις δεν θα με βάλη.

Α’ ΓΥΝΗ
Και τέλος αν σε πιάσουνε, τους λέμε και σ' αφίνουν.

Η’ ΓΥΝΗ
Αυτά που θυμηθήκατε μπορούν λαμπρά να γίνουν'
μ' αυτό δεν το σκεφθήκαμε: Και πώς θα θυμηθούμε
τα χέρια να σηκώσουμε εκεί που θα βρεθούμε,
αφού εσυνηθίσαμε τα σκέλια να σηκώνουμε;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Το πράμα είνε δύσκολο· αλλά το κατορθώνουμε
πειό εύκολα να γίνη,
αρκεί το ένα μπράτσο μας ολόγυμνο να μείνη.
Εμπρός λοιπόν τα ρούχα σας σηκώστε τώρα, φίλες,
περάστε της Λακωνικές στα πόδια σας αρβύλες,
και δέστε όπως είδατε τους άνδρες να της δένουν,
όταν στην πόρτα, βγαίνουνε, ή στη Βουλή πηγαίνουν.
Και όταν ταύτα γίνουνε με τη σοφή σας έννοια,
κολλάτε και τα γένεια·
κι' όταν καλά τα δέσετε,
αυτά του ρούχα των ανδρών, που κλέψατε, φορέσετε,
ένα τραγούδι βλάχικο αρχίζετε, σαν γέροι,
και προχωρείτε ψέλνοντας με το ραβδί στο χέρι

Β’ ΓΥΝΗ
Καλά τα λες· ας πάμ' εμπρός εμείς η πειό μεγάλες,
γιατί στην Πνύκα θάρθουνε απ' τους αγρούς και άλλες.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Γρήγορα κάμετ' όμως,
γιατ' είνε κ' ένας νόμος:
όσοι στην Πνύκα για να παν πρωί-πρων δεν έβγουν,
ούτε παλούκι δεν βαστούν στα χέρια τους σαν φεύγουν.

(Αι γυναίκες μεταμφιέζονται εις άνδρας).
ΧΟΡΟΣ
Έφθασ' η στιγμή, ώ άνδρες· στη γραμμή και ξεκινάτε·
τούτο πάντοτε να λέτε και ποτέ μην το ξεχνάτε·
είν' ο κίνδυνος μεγάλος αν μας πιάσουνε στη φάκα,
να σκαρώνουμε τη νύχτα στο σκοτάδι τέτοια φιάκα.

Α' ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
Πάμε στη Βουλή, ώ άνδρες. Το μισθό του θα τον χάση,
όπως είπ' ο νομοθέτης, όποιος το πρωί δεν φθάση
σκονισμένος, τσιμπλιασμένος [και μ' αχτένιστα μαλλιά],
και χωρίς να φάη άλλο, παρά μόνο σκορδαλιά.
Σμίκρυνε, Χαριτωμένη, και συ Δράκοι, ξεκινάτε
κι' ό,τι πρέπει μη ξεχνάτε,
μήπως και σας φύγη λόγος, που στο πράμα δεν συμφέρει·
κι' όταν πάρη ο καθένας και το σύμβολο στο χέρι
και καθίσουμε στης έδρες σοβαρά και στην αράδα,
θα ψηφίσου' ό,τι θέλει κάθε μια μας φιλενάδα—
ώ τι λάθος, πω, πω, πω!
φίλος, ήθελα να ειπώ!

Β' ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ (δεικνύων προς αριστερά)
Έχε' από κει το νου σας· σπρώχτε τους να φύγουν, όσοι
άρχον' απ' την πόλι νύχτα και προτού να ξημερώσει,
μόνον το μισθό να πάρουν,
και να κάτσουν να λιμάρουν.
Γιατ' οι Βουλευταί μας πρώτα είχαν έθιμο καλό·
και κανένας δεν τολμούσε να ζήτηση οβολό·
κι' όλοι έπαιρναν μαζύ τους, στον καιρό του Μυρρωνίδη,
έν' ασκί νερό, ψωμάκι, τρεις εληές κ' ένα κρομμύδι.
Σήμερα, για να σκεφθούνε στης πατρίδος το καλό,
θέλουνε κ' ημεροδούλι, λες και κουβαλούν πηλό.

(Απέρχονται γυναίκες και χορός προς αριστερά, μετημφίεσμέναι εις
άνδρας και ψάλλουσαι).{2}

ΑΥΛΑΙΑ
{2} Σημ. Μετ. Ως άσμα του χορού ετονίσθη δια την παράστασιν η πρώτη
στροφή «Έφθασ' η στιγμή, ώ άνδρες» ελλείψει άλλου καταλληλοτέρου
χωρίου.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΎΤΕΡΟΝ

(Η σκηνή παριστά το αυτό μέρος με το της προηγουμένης πράξεως.
Εξέρχεται ο ΒΛΕΠΥΡΟΣ, φέρων στενάς γυναικείας εμβάδας εις τους πόδας,
ημίγυμνος και κακώς κρυπτόμενος υπό βραχύ ερυθρόν γυναίκειον χιτώνιον.
Κρατεί την κοιλίαν του και προφανώς αναζητεί κατάλληλον θέσιν προς
αφόδευσιν. Είνε νυξ).

ΣΚΗΝΗ Α'.


ΒΛΕΠΥΡΟΣ-μόνος
Μωρέ! τι πράματα είν' αυτά!. . . είνε σχεδόν ημέρα,
κι' ακόμα η γυναίκα μου δεν φαίνετ' εδώ πέρα.
Πώς γλίστρησε; ... τι εστάθηκε;...
πού πήγε και μου χάθηκε;...
Εκεί που εκοιμώμουνα, μου έρχεται να χέσω·
ζητώντας της αρβύλες μου στα πόδια μου να δέσω
και το χιτώνα για να βγω, στο σκότος ψηλαφούσα
εδώ κ' εκεί, μα πουθενά να ταύρω δεν μπορούσα.
Και επειδή ο Κοπριάς στην πόρτα είχε φθίση
κ' εχτύπαγε με βιάσι,
πέρασα της παντούφλες της, όπου αυτή εφόρει,
κι' αυτό το πανωφόρι. . .
Μα τώρα πού να βρη κάνεις καλή μεριά να χέση;
Έ, νύχτα,—όπου κι' αν σταθής πάντα θα βρης μία θέσι·
όπου κι' αν χέσω δηλαδή κανένας δεν με βλέπει.

(Αναζητών το κατάλληλον μέρος:)
Ώχ! κακορροίζικος εγώ! τι ξύλο που μου πρέπει!
με μια γυναίκα να μπλεχθώ απάνω στα γεράματα,
να πάθω τέτοια πράματα!
γιατί αυτή κάτι καλό δεν βγήκε να μου φτιάση. . .
Εν τούτοις μ' έσφιξε η κοιλιά κ' είνε καιρός ν' αδειάση.

[Κάθεται προς αφόδευσιν. Διακόπτεται όμως εν τη πράξει, διότι
εισέρχεται ο ΑΝΗΡ [ΓΕΙΤΩΝ)].

ΣΚΗΝΗ Β'.


ΒΛΕΠΥΡΟΣ — ΑΝΗΡ

ΑΝΗΡ
Τις ει!. . . Δεν είν' ο Βλέπυρος που είν' εκεί στο βάθος;
μα το θεό, ο γείτονας. . . αυτός. . . δεν κάνω λάθος.
Πες μου, τι πράμα είν' αυτό το κόκκινο μπροστά σου:
μήπως και σου κουρέλιασε κανένας τ' απαυτά σου;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ εγειρόμενος
Όχι, μα της γυναίκας μου το κόκκινο το ρούχο
άρπαξα έτσι βιαστικά [για μιαν ανάγκη που' χω]
και όπως είμ' εβγήκα.

ΑΝΗΡ
Και το δικό σου φόρεμα πού είνε;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Δεν το βρήκα,
τι να σου 'πω; στα στρώματα δεν πέτυχα μανδύα.

ΑΝΗΡ
Δεν είπες στη γυναίκα σου να ψάξη;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μα τον Δία,
δεν ήταν πειά κοντά μου·
ξετρύπωσε κρυφά-κρυφά από την κάμερά μου,
και τρέμω μήπως έχουμε νεώτερα παιγνίδια·

ΑΝΗΡ
Ώ Ποσειδών! μα έπαθες λοιπόν και συ τα ίδια;
γιατί κ' εμένα μ' άφησε κρυφά το θηλυκό μου,
κ' εχάθη με το φόρεμα το ίδιο το δικό μου.
Κ' αν ην' αυτό δεν με λυπεί· αλλά και της δικές μου
αρβύλες δεν της εύρηκα.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Και της Λακωνικές μου
αυτές, μα τον Διόνυσο, της έχασα κ' εγώ,
Μα μ' έσφιξε το χέσιμο, που λες, και δεν αργώ,
κ' έβαλ' αυτό το τσόκαρο, μη χάσω τον καιρό
και χέσω μεσ' στο πάπλωμα, που ήταν καθαρό.

ΑΝΗΡ
Τι να συμβαίνη τάχατες; μήπως καμμιά της φίλη
για δείπνο καμμιά πρόσκλησι κρυφά της είχε στείλη;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μπορεί κι' αυτό· δεν είν' κακές κι' αυτές η κακομοίρες·

(Λαμβάνων εκ νέου την στάσιν της αφοδεύσεως)
ΑΝΗΡ
Συ, φαίνεται, το χέσιμο σχοινί-λουρί το πήρες.
Εγώ, είν' ώρα στη Βουλή να πάω δίχως άλλο,
και τρέχω το μανδύα μου τουλάχιστον να βάλω.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Θαρθώ κ'εγώ, αλλά
θα χέσω πριν καλά·
γιατί μου τα 'χει σφίξη εκεί
κάποια αχλάδα στιφτική.

ΑΝΗΡ
Σαν κείνη, που δεν άφησε εις τον παληόν τον χρόνον,
να δώση ο Θρασύβουλος στους πρέσβεις των Λακώνων
απάντησιν.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μα το θεό είν' ένοχος και πάλι.
Αλλά δεν είν' η λύπη μου τόσο γι' αυτό μεγάλη·
σαν φάγω όμως σκέπτομαι, που τάχα διευθύνεται
η κοπριά πού γίνεται;
γιατ' ο δημότης Αχλαδούς, που για φαΐ τον πήρα,
μου βούλλωσε τη θύρα.

(Ο ΑΝΗΡ απέρχεται δεξιόθεν)
Ποιός θα μου βρη ένα γιατρό, και τάχα ποιόν απ' όλους;
και ποιός την τέχνη έμαθε να διορθώνη κώλους;
Μη ο Αμύνων; θ' αρνηθή και μάταιος ο κόπος
τον Αντισθένη το γιατρό καλέσετ' όπως-όπως,
κι' αυτός από τους στεναγμούς αν κρίνη, θα μπορέση
τι θέλει ο κώλος να μας 'πη όταν ζητή να χέση.
Ώ σεβαστή Ειλείθυια! βοήθα με πριν σκάσω
και πριν στουπποκωλιάσω.
[Ώ σεβαστή Ειλείθυια! βοηθάμε κ' εχάθηκα]
προτού γενώ χειρότερος κι' από τα σκατοκάθηκα!

[Λαμβάνει θέσιν προς αφόδευσιν. Εισέρχεται αριστερόθεν ο ΧΡΕΜΗΣ]

ΣΚΗΝΗ Γ'.


ΒΛΕΠΥΡΟΣ — ΧΡΕΜΗΣ

ΧΡΕΜΗΣ
Τι φτιάνεις αυτού πέρα συ; χέζεις;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ εγειρόμενος
Εγώ; α, όχι
σηκώνομαι.

ΧΡΕΜΗΣ
Για ιδές εκεί χιτώνιο που τώχει!
μα τούτο είνε γυναικός.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Το πήρ’ αντί της χλαίνης
στο σκότος. Συ πούθ' έρχεσαι και τάχα πού πηγαίνεις;

ΧΡΕΜΗΣ
Απ' τη Βουλή.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Πώς; Τέλειωσε;

ΧΡΕΜΗΣ
Κ' είνε πρωί ακόμα.
Τι γέλοια όμως που 'καμα, δεν ξέρεις, με το χώμα
το κόκκινο, που με σχοινί το ρίχναν [οι κλητήρες
'ς όποιον αργά ερχότανε].

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Τριώβολο επήρες;

ΧΡΕΜΗΣ
Θα σου το πω, μα ντρέπομαι· ποιος δεν το θέλει τάχα;
αλλ' άργησα και μου μείναν η τσέπες μου μονάχα.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Και ποιο ήταν το αίτιο;

ΧΡΕΜΗΣ
Κόσμο πολύν ευρήκα,
όσος ποτέ, σε βεβαιώ, δεν έτρεξε στην Πνύκα·
και ήσαν όλοι κάτασπροι στο δέρμα πέρα-πέρα,
σαν τσαγκαράδες [που περνάν στον ίσκιο την ημέρα].
Κ' έτσι λεφτό δεν πήραμε και στρέψαμ' όλοι πίσω.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Ώστε δεν παίρνω ούτ' εγώ, κι' αδίκως θα κινήσω;

ΧΡΕΜΗΣ
Κι' όταν για δεύτερη φορά λαλούσαν τα κοκκόρια
αν ήσουν, πάλι θα 'μενες από τους άλλους χώρια.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ (με κωμικώς τραγικόν ύφος).
Ώ τριώβολο χαμένο!
σε θυμούμαι και πονώ·
κλάψε με και πεθαμμένο
κλάψε με και ζωντανό»{3}.
Την έπαθα! Και δεν μου λες, ποιός λόγος νάταν τώρα
που τόσον κόσμο μάζωξε στην Πνύκα τέτοιαν ώρα;

ΧΡΕΜΗΣ
Ποιός άλλος τάχα; υφαίνεται πως οι πρυτάνεις όλοι
ζητάνε γνώμες πώς μπορούν να σώσουνε την πόλι.
Ο Νεοκλείδης ο τσιμπλής εγλίστρησε στη μέση·
μα όλοι του φωνάξανε: —Κι' αυτός πώς θα μπορέση
στα πράματα της πόλεως να βάλη την ουρά του,
που τσίμπλες εγεμίσανε κι'αυτά τα τσίνουρα του;
Τότε κ' εκείνος γύρισε κ' εκύτταξε τα πλήθη:
— Για πέτε μου, τι έπρεπε να κάμω; αποκρίθη.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Εγώ αν ήμουν όμως,
το γάλα θα του σύσταινα που βγάζει ο φρέσκος φλόμος
από βραδύς να στίβη,
και μ' ένα σκορδοκέφαλο τα τσίνουρα να τρίβη.

ΧΡΕΜΗΣ
Τότε κι' ο έξυπνος Γλετζές, αυτός ο κουρελής,
γδυτός εφανερώθηκε στο μέσον της Βουλής,
όπως πολλοί τον είδανε· μα το 'λεγε κι' αυτός
πως ήτανε γδυτός.

Και όμως, ναι, για το λαό εμίλησε καλά:
«Κυττάχτε με! έχω κ' εγώ ανάγκη από ψιλά·
μα σας το λέγω παστρικά: να σώσετε την πόλι
και τους πολίτες· κ'οι γυμνοί όταν θα πάρουν όλοι,
σαν πιάση βαρυχειμωνιά, απ' τους εμπόρους χλαίνας,
ε, δεν θα πάρη από μας πλευρίτωμα κανένας.

(Ο ΒΛΕΠΥΡΟΣ επιδοκιμάζει διαρκώς εις όσα ακούει).
«Κι' όσοι δεν έχουν στρώματα
κρεββάτια και παπλώματα,
θα κάνουνε το μπάνιο τους κι' αυτοί χωρίς παράδες,
και θα τραβούν να κοιμηθούν στους σκυλλοτομαράδες
Κι'αν μέσ' στο κρύο να τους κλειούν την πόρτα τώβρουν νόστιμο,
τρία γερά γουναρικά να δίνουνε για πρόστιμο».

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Λαμπρά, μα τον Διόνυσο! Δεν θάχε ν' αντικρούση
κανένας τέτοια πρότασι, που έτυχε ν' ακούση.
Και δεν επρόσθετ' ο κουτός να δίνουν, έτσι, χάρι
κ' οι αλευράδες στους φτωχούς τρία κοιλά σιτάρι,
και όποιος τ' αρνηθή,—ραβδί καθένας να του δίδη,
να ιδής ταλεύρια που θα παν' κι' αυτού του Ναυσικύδη.

ΧΡΕΜΗΣ
Τότε πετιέται πάλι
ένα παιδάριο κομψό με ώμορφο κεφάλι,
σαν του Νικία κάτασπρο, και είπε παστρικά
πως πρέπ' η πόλις να δοθή ευθύς στα θηλυκά.
Με ζήτω υποδέχθηκε τους λόγους του μεγάλα,
όλος ο τσαγκαρολαός, ο άσπρος σαν το γάλα,
κ' έβαλαν μόνον της φωνές όσοι χωριάτες ήσανε,
και δεν το παρεδέχθηκαν, και κάπως τα ξυνίσανε.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Φρόνιμοι άνθρωποι.

ΧΡΕΜΗΣ
Α, ναι· αλλά στην εκκλησία
η μειονοψηφία τους δεν είχε σημασία,
έκοβε δε του ρήτορα χίλια καλά η γλώσσα
για της γυναίκες, και για σε — ου τόσα κι' άλλα τόσα!

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Τι είπε;

ΧΡΕΜΗΣ
Σε βαγαποντιές τους έλεγε πως πέφτεις·

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Για σένα;

ΧΡΕΜΗΣ
Ύστερη δουλειά. Είπε πως είσαι κλέφτης.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μόνος εγώ;

ΧΡΕΜΗΣ
Μα το θεό, και συκοφάντης.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μόνος,
μόνος εγώ;

ΧΡΕΜΗΣ
Μα το θεό, και όλοι μας συγχρόνως.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Όσο γι' αυτό αντίθετη κανείς δεν έχει γνώμη.

ΧΡΕΜΗΣ
Και η γυναίκα έχει νου, επρόσθεσεν ακόμη,
και κομποδένει τον παρά,
κι' ούτε έβγαλε καμμιά φορά
από το στόμα μυστικό κατά τα θεσμοφόρια,
ενώ η ευγένειες μας το βγάζουμ' απ' τα όρια.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μα τον Ερμή! σε βεβαιώ κ' εδώ δεν είπε ψέματα.

ΧΡΕΜΗΣ
Έπειτα [έστρεψε, που λες, το λόγο 'ς άλλα θέματα],
και είπε πως δανείζονται το μεταξύ τους χρήματα.
ρούχα, χρυσά κοσμήματα,
ποτήρια, δίχως μάρτυρες να βρίσκωνται μπροστά,
και μόλ' αυτά τα δανεικά καμμιά δεν τα βαστά·
ενώ οι άνδρες [πράματα κάνουνε, λέει, χείριστα],
και τακτικά δανείζονται, μα δανεικά κι' αγύριστα.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Βρε και με μάρτυρας μπροστά τα ίδια καταντούνε.

ΧΡΕΜΗΣ
Και δεν καταδιώκουνε, και δεν συκοφαντούνε,
και δεν τον καταστρέφουνε το Δήμο,— κι' άλλα, κι' άλλα
για της γυναίκες έλεγε καλά πολύ μεγάλα.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Λοιπόν τι αποφάσισαν μετά τα λόγια εκείνα;

ΧΡΕΜΗΣ
Μόνον γυναίκες άρχοντες θα γίνουν στην Αθήνα
γιατ' όλα τα παράξενα έχουνε γίνη τάχα,
κι' αυτός ο νεωτερισμός δεν έγεινε μονάχα.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Κι' αποφασίσθη;

ΧΡΕΜΗΣ
Τάπαμε.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Κι' αυτές, σαν κυβερνήτες,
θα κάνουν τα καθήκοντα που κάνουν οι πολίτες;

ΧΡΕΜΗΣ
Όλα τελειωμένα.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Και πώς; στο δικαστήριο θα πάη αυτή για μένα;

ΧΡΕΜΗΣ
Κι' ακόμα· και στο σπίτι σου αυτή [σαν επιστρέφη],
θάχη την υποχρέωσι να φέρνη να σας τρέφη.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Δεν θα σηκώνωμαι πρωί ν' αναστενάζω;

ΧΡΕΜΗΣ
Ούτε·
μονάχα η γυναίκα σου γι' αυτό υποχρεούται·
και άλλο δεν θα κάνης,
παρά μεσ' στο σπιτάκι σου θα κάθεσαι να κλάνης.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Εκείνο που φοβάμ' εγώ και δεν πολυσυμφέρει
είνε, μη όταν πάρουνε τους χαλινούς στο χέρι
μας πιάνουνε κι' απ' τα μαλλιά. . .

ΧΡΕΜΗΣ
Γιατί;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Για να τους κάνουμε κ' εκείνη τη δουλειά. . .

ΧΡΕΜΗΣ
Κι' αν δεν μπορούμε δηλαδή;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Φαΐ δεν θα μας δίδουνε.

ΧΡΕΜΗΣ
Μα και τα δυο τα πράματα μπορεί λαμπρά να γίνουνε,
και το φαΐ και η δουλειά. Εσένα τι σε νοιάζει;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Ξέρεις. . . σαν γίνεται με βια, περσότερο κουράζει.

ΧΡΕΜΗΣ
Χεμ! δίκηο έχεις· μ' αν κι' αυτό η πόλις το εγκρίνη,
οι άνδρες θα το κάνουνε και έτσι, τι να γίνη!
Έλεγαν οι πατέρες μας μια σοφωτάτη γνώμη:
πως και η σκέψεις η κουτές, κ' η πειό ζουρλές ακόμη
όπου θα κόψη το μυαλό,
μπορούν κι' αυτές κάμμιά φορά να βγουν και σε καλό.
Και άμποτε, ώ Αθηνά και σεις θεοί σεπτοί,
κ' η κουταμάρ' αυτή
να δείξη πως μας ωφελεί.-
Γεια σου· πηγαίνω.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Χρέμη μου, η ώρα η καλή·

(Ο Χρέμης φεύγει δεξιόθεν, ο Βλέπυρος εισέρχεται εις την οικίαν του).
ΧΟΡΟΣ
(Γυναικών μετημφιεσμένων εις άνδρας εισέρχεται αριστερόθεν μετά
προφυλάξεως και σπουδής. απαγγέλλει προς υπόκρουσιν της
ορχήστρας).

Έμβα, τράβα δρόμον ίσο,
μήπως είν' κανένας άνδρας και μας πήρεν από πίσω;
Στρέψου, κάνε και μία γύρα·
έχουν πονηριές οι άνδρες και φυλάξου, κακομοίρα,
μήπως και ακολουθήσουν από πίσω κατά βήμα,
να μας νοιώσουν απ' το σχήμα.
Κτύπησε καλά τα πόδια, δυνατά να περπατάνε,
'ς όλες μας ντροπή θε νάνε,
αν οι άνδρες μας τσακώσουν
και μας νοιώσουν·
Τυλιχθήτε όσο παίρνει· στρέφετε κάθε φορά
δεξιά κι' αριστερά,
κι' όλο γρήγορα τραβάτε μη μας έλθη συφορά.
Τώρα στη παληά τη θέσι είμαστε κοντά πολύ,
που βρεθήκαμε τη νύχτα για να πάμε στη Βουλή.
Να το μάλιστα το σπίτι, που η Στρατηγίνα βγήκε,
κ' εψηφίσανε οι πολίτες την εφεύρεσι που βρήκε.
Ας μη χάνουμε την ώρα· να προσμένουμε δεν πρέπει
με τα ψεύτικα τα γένεια· γιατ' αν κάνη πως μας βλέπει
ένας άνδρας τέτοιαν ώρα
ημπορεί να τα τραβήξη, να τα βγάλη όλα φόρα!
Πάμ' εδώ κοντά στον τοίχο, πούνε και σκιά κομμάτι,
κύτταξε με το 'να μάτι
και χωρίς πολύ ν' αργής,
σάξου πάλι σαν γυναίκα, όπως ήσουν πριν να βγης.
Αλλά να κ' η Στρατηγίνα από εκεί κοντοζυγώνει.
Κάνε γρήγορα και βγάλε τα μαλλιά απ' το σαγόνι.
Να και τούτες ήσαν έτσι, με φορέματ' ανδρικά,
μα τ' αλλάξανε το σχήμα και γίνηκαν θηλυκά.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ εισέρχεται αριστερόθεν
Λοιπόν, γυναίκες, εύγε μας! είχαμε και δεν είχαμε
το πράγμα το πιτύχαμε.
Αλλά πετάχτε γρήγορα, για το θεό, τας χλαίνας
μη σας ιδή κανένας.
Βάλτε και τα παπούτσια σας και τα κορδόνια λύστε τα,
και τα ραβδιά αφήστε τα.

(Προς την Κορυφαίαν του χορού).
Και συ διόρθωσ' τες καλά. Εγώ θα σας αφήσω
και τρέχω τώρα γρήγορα στο σπίτι να γλιστρήσω,
προτού με πάρη ο άνδρας μου γυρίζοντας χαμπάρι,
να βάλω στο κρεββάτι του τα ρούχα πούχα πάρη.

ΧΟΡΟΣ
Έγεινε ό,τι μας είπες· τώρα σαν καλή δασκάλα
έχεις χρέος, Στρατηγέ μας, για να μας διδάξης κι' άλλα.
κι' ό,τι θα σου κατεβή
έτοιμ' είν' η κάθε μια μας να το κάνη σαν στραβή.
Δεν εγνώρισα ως τώρα μεσ' στων γυναικών τη ράτσα
από σένα πειό καπάτσα!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Περιμένετε λιγάκι, κι' όταν την αρχή κρατήσω
για συμβούλους θα σας πάρω και θα σας χειροτονήσω,
όπου μεσ' στης φασαρίες της αρχής και στα δεινά,
θα γενήτε παλληκάρια, που δεν γίνηκαν ξανά!

ΑΥΛΑΙΑ
{3} Σ. Μ. Ενταύθα ο Αριστοφάνης παρωδεί το γνωστόν εις την εποχήν
χωρίον εκ των «Μυρμιδόνων» του Αισχύλου:

«Αντίλοχ', αποίμωξόν με του τεθνηκότος
τον ζώντα μάλλον»,

το οποίον εθεώρησα καλόν ν' αποδώσω αντί της ανωτέρω παραλλήλου
παρωδίας του σημερινού, διατι άλλως θα ήτο αδύνατον να εννοηθή διά
τους συγχρόνους μας ακροατάς, κατά την από σκηνής παράστασιν.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ

(Η σκηνή παριστά το εσωτερικόν οικίας Αθηναίου αστού. Μία κλίνη εις το
άκρον, επί της οποίας κάθηται αγρυπνών ο Βλέπυρος· πλησίον του καίει
λυχνία, ενώ εκ του παραθύρου διαφαίνεται το πρώτον φως της ημέρας.
Εισέρχεται η Πραξαγόρα μετά προφυλάξεως, φέρουσα τα ανδρικά ενδύματα
υπό μάλης].

ΣΚΗΝΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ


ΒΛΕΠΥΡΟΣ - ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ

ΒΛΕΠΥΡΟΣ αναπηδών εν οργή.
Μωρέ. . .! η Πραξαγόρα!
πού ήσουνα, παρακαλώ, πού ήλθες τέτοιαν ώρα;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Και τι σε μέλει, φίλε μου;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Και τι με μέλει;!.., Να τη!
τι κουταμάρες είν' αυτές;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Βέβαια στο κρεββάτι
ενός κρυφού μου εραστή δεν θα μου πης πως πήγα.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Δεν θάταν ένας βέβαια. . .

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Σαν έχης τέτοια μυίγα,
εξέτασε.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Πώς;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Μυρουδιές δεν έχω στο κεφάλι.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Καλό και τούτο πάλι!
Και η γυναίκα δεν μπορεί να κάνη τη δουλειά
χωρίς και νάχη μυρουδιές βαλμένες στα μαλλιά;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Α! έτσι όπως συ το λες, Θεός να με φυλάξη!. . .
ποτέ δεν τώχω πράξη!. . .

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Λοιπόν πώς το σκασες πρωί, και πού μου είχες πάη
μαζύ με το μανδύα μου;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Εγώ;. . . κοιλοπονάει
μια φίλη και συντρόφισσα κ' επήγα εκεί για λίγο.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Και πώς δεν ρώτησες εμέ, και να μου πης «θα φύγω»;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Μπα, σε καλό σου, άνδρα μου! Θαρρείς ότι μπορούσα
σε τέτοιο χάλι φοβερό ν' αφήσω μια λεχούσα;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μπορούσες και να μου το πης, πριν πας εκεί τρεχάτη.
Εδώ συμβαίνει κάτι.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Μα της θεές, πετάχθηκα όπως κ' αν ήμουν έξω,
γιατί έπρεπε και γρήγορα, κι' όπως μπορώ, να τρέξω.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Και έπειτα, - για στάσου!
Δεν έπρεπε να βάλης συ τα ρούχα τα δικά σου;
πως τα δικά μου φόρεσες και μ' άφησες φουστάνια,
και μ' άφησες σαν το νεκρό, που μόνο τα στεφάνια
και τα σταμνιά του λείπανε;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Εκρύωνα η καϋμένη,
κ' είμαι πολύ φιλάσθενη και λεπτοκαμωμένη,
Ε, για να ζεσταθώ λοιπόν, [να κάνω αλλοιώς δεν μπόρεσα]
ενώ εσένα σ' άφησα στο στρώμα ξαπλωμένον,
και ζεστοκοπημένον.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Αλλά και η αρβύλες μου μαζύ σου ταξιδέψανε
και το ραβδί.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Μα και γι' αυτό τα ρούχα δεν μου κλέψανε,
γιατ' έσερνα, καθώς εσύ, στο χώμα τα ποδάρια,
ενώ με τη μαγκούρα σου κτυπούσα τα λιθάρια.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Ξέρεις, που έπρεπε να βγω σιτάρι ν' αγοράσω
με τον μισθό μου της Βουλής, και τώρα θα τον χάσω,
[και συ αιτία θάσαι;]

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Εγέννησεν αρσενικό παιδί, και μη φοβάσαι.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Ποιός; η Βουλή;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Όχι, καλέ· η φίλη μου που εγέννα.
Μα η Βουλή μαζώχθηκε;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Δεν στάχω ειπωμένα
από τα χθες;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Θυμάμαι, ναι.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Δεν έφθασε ως ταυτιά σου
μία είδησις;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Μα το Θεό, δεν ξέρω. . .

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Άιντε χάσου
και κάτσε μάσσαγε σουπιές, που ξέρεις τι σου γίνεται.
Μωρέ δεν άκουσες τι λεν; σε σας η πόλις δίνεται.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Για να υφαίνουμε;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Τι λες;! Σας κάνουν αρχοντίνας. . .

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Σε ποιους;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
'Σ όλα τα πράματα εν γένει της Αθήνας.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Ώ, μα την Αφροδίτη μας! χαρά λοιπόν στην πόλι.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Γιατί, γιατί;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Για χίλια δυο. Δεν θα τολμάνε όλοι.
να φτιάνουνε βρωμοδουλειές, ούτε συκοφαντίες
και ψευδομαρτυρίες.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Όχι, για όνομα θεού! αυτό να μη το κάνετε,
γιατί με δίχως ψέματα της πείνας θα πεθάνετε.

ΧΟΡΟΣ
Άφησε τη γυναίκα σου, ώ άνδρα, να μιλήση.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Ούτε κανείς το γείτονα στο μέλλον θα φθονήση,
κι' ο ένας δεν Θάνε γυμνός, κι' ο άλλος δεν θα κλέβη,
ούτε φτωχός θα βρίσκεται, ούτε θα κοροϊδεύη
κανένας, κι' ούτ' ενέχυρα θα βάζουνε συνάμα.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Εάν δεν είνε ψέμματα, είνε μεγάλο πράμα.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Θα σ' ταποδείξω παστρικά και πειά δεν θ' αμφιβάλης.

ΧΟΡΟΣ
Τώρα πρέπει τα μυαλά σου, οπού τάχεις τετρακόσια,
για την ευτυχία όλων να σκεφθούνε κι' άλλα τόσα.
Συ που ευτυχία ξέρεις
για της φίλες σου να φέρης,
όσο έχεις ευκαιρία πρέπει ναύρης κάθε τρόπο
μ' ευτυχίες να στολίσης τους πολίτες και τον τόπο.
Γιατ' η πόλις έχει ανάγκη από φρόνησι μεγάλη·
και μην κάμης ό,τι είπαν ή εκάμανε οι άλλοι.
Γιατ' ο κόσμος εσιχάθη
βλέποντας να κακοπάνε όλο τα παληά τα λάθη.
Μην αργής· μα κάθε σκέψι που ο νους σου μέσα κλείνει
κάμε γρήγορα να γίνη·
κι' όποιος γρήγορα τραβάει, και δεν πάει γάλι-γάλι,
στο κοινόν, όπου τον βλέπει, έχει πέρασι μεγάλη.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Και στον κόσμο θα διδάξω κάθε χρήσιμη δουλειά,
νέα πράματ' αν θελήση, κι' αν αφήση τα παληά.
Αλλ' αυτό φοβάμαι μόνο. . .

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Α, για τούτο μη φοβάσαι και εγώ 'ς το βεβαιώνω.
Είν' η μόνη μας η σκέψι, κ' είν' η μόνη μας αρχή,
να ξεχνάμε κάθε μέρα την παληά την εποχή.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Τώρα όμως, πριν καθένας ό,τ' ειπώ δεν λάβ' υπ' όψι,
ούτε να μ' αντιμιλήση, ούτε να με διακόψη.
Όσοι βρίσκονται στην πόλι
μερδικό θα παίρνουν όλοι,
που τον ένα να μη βλέπης βουτηγμένον στον παρά,
και τον άλλον φουκαρά.
Ούτ' ο ένας νάχη αμπέλια και χωράφια για να ζήση,
και ο άλλος να μην έχη ούτε τάφο, σαν ψοφήση.
Ούτ' αμέτρητους τους δούλους νάχη πλέον ο μεγάλος,
κι' ούτ' ακόλουθον ο άλλος.
Τη ζωή κοινή θα κάνω,
και δεν θάχη διακρίσεις, ούτε κάτω, ούτ' απάνω.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Πώς; θάνε κοινός ο βίος;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Πρόφθασε να φας σκατά!

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μπα, κοινά θάνε κι' αυτά;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ δυσανασχετούσα·
Μας τον γάμησες τον λόγο! θα σου τώλεγα και τούτο.
Πρώτα πρώτ' απ' όλα τάλλα θα μοιράσουμε τον πλούτο·
κι' ό,τι ο καθένας έχει· θα χωρίσω και τη γη
ισα μερδικά να βγη.
Κι' όταν γίνουν όλα ίσα και δοθούν από κοινού
'ς εμάς, πώχουμε το νου,
θα φυλάμε με τα δόντια τον παρά μέσ' στα ταμεία,
και τον άνδρα της θα βγάζη στη βοσκή η κάθε μία.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μα καλά, κι' όποιος δεν έχει φανερά λοιπόν χωράφι,
πώς θα ξέρουμε αν έχει φυλαγμένο το χρυσάφι;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
θα το φέρη να το δώση, ειδεμή θα ψευδορκήση.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μπα! κι' από της ψευδορκίες μη δεν το 'χει αποκτήση;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
[Βέβαια, δεν λέγω όχι·]
αλλά τι του χρησιμεύει το χρυσάφι του, κι' αν τώχη;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Τι του χρησιμεύει, λέει;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Μα φτωχός δε θάν' κανένας,
κι' όλοι θάχουνε απ' όλα, άρτους και παστά και χλαίνας,
και κρασιά, μα και στεφάνια, και γλυκά, ως και ρεβίθια·
ώστε, αν δεν καταθέση, τι κερδίζει; κολοκύθια!
Όχι, πες μου, τι κερδίζει;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Κ' έτσι πάλι όποιος κλεφτεί πειό πολύ θα θησαυρίζη.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Δίκηο έχεις, ναι· αλλ' όμως
τούτο εγινόταν πρώτα, πούταν ο παληός ο νόμος·
αλλά τώρα που για όλους η ζωή θάνε κοινή,
τι και αν δεν καταθέση;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Δεν μου λες: και αν φανή
μια μικρούλα, και θελήση
ένας να την γαργαλίση,
και να κοιμηθή μαζύ της για μια νύχτα λόγου χάρι,
από το κοινό ταμείο να της δώση δεν θα πάρη;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Χεμ! μα δωρεάν θα πέφτουν για να κοιμηθούν αντάμα,
και θα κάνω τη γυναίκα που κοινό θα ήνε πράμα,
κι' όποιος θέλει θα την παίρνη
τα παιδιά της να της σπέρνη.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μα κι' αυτό τι ωφελεί,
αν θελήση ο καθένας να ριχθή στην πειό καλή;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Η πειό άσχημη θα πάη
με την ώμορφη στο πλάι,
κι' όποιος νηά επιθυμήση,
από τη γρηά θ' αρχίζη πρώτα-πρώτα το γαμήσι.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Κι' ένας γέρος, σαν κ' εμένα, με γρηές πώς θα μπορέση,
όπου και προτού ακόμη της ζυγώση, θα του πέση;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Δεν θα κάνουν αντιστάσεις.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
γιατί πράμα;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Μη φοβάσαι,
και καμμιάς δεν θα ξυνίση, βέβαιος για τούτο νάσαι.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
γιατί πράμα;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Νά, που είπες πως μπορεί να μη θελήση·
να, που και για σας ευρέθη του ζητήματος η λύσι.
Βλέπεις ότι η γυναίκες είχανε το νου ακόμη
νάχουν και γι' αυτό μια γνώμη,
και προτήτερα σκεφθήκαν, να μη μείνη, όπως είπα,
δίχως βούλωμα μια τρύπα.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Έ, και των ανδρών η τρύπα τότε πειά τι θ' απογίνη,
που θα τρέχουνε κ' εκείνοι
με τους ώμορφους να μείνουν,
και τους άσχημους ν' αφίνουν; {4}

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Η πειό άσχημες θ' αρπάζουν τα πειό ώμορφα παιδιά,
όταν φεύγουν απ'τα δείπνα, να περνάνε τη βραδειά.
οι δε άσχημοι θα βάζουν στα δημόσια τα μέρη
της πειό ώμορφες στο χέρι,
και δεν θα μπορή γυναίκα μ' έναν ώμορφο να μείνη,
στους ζαβούς και στους ασχήμους όταν πρώτα δεν το δίνη,

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Ώστε τότε και ο μύτος ο τρανός του Λυσικράτη
θα περνά με τους ωραίους και θα λέη πως είνε κάτι;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Δικαιώματα για όλους θάχη ο νόμος μας τα ίδια·
και οι έμποροι, κ' εκείνοι που φορούν τα δακτυλίδια,
θα ρεζιλευθούνε όλοι, όταν ένας με αρβύλα
θα τους 'πη: «είν' η σειρά μου, κάτσε έξω συ και φύλα;
κι'όταν τη δουλειά μου κάνω,
τότε συ θα πας απάνω».

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Βρε για στάσου· κ' έτσι όπως θάμαστ' όλοι άνω-κάτου,
πώς καθένας θα μπορέση να γνωρίζη τα παιδιά του;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Τι τα θέλει να τα ξέρη; όλ' οι νέοι πέρα-πέρα
κάθε μεγαλήτερό τους θα τον λένε και πατέρα.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Κ' επειδή δεν θα γνωρίζουν τους πατέρας τους και πάλι,
κάθε γέρο θα τον πνίγουν με ευγένεια μεγάλη,
αφού γι' άλλο δεν φροντίζει κάθε γυιός 'ς αυτήν τη χώρα
παρά μόνο πως να πνίγη τον πατέρα του και τώρα.
Ή θαρρείς για τον πατέρα αν κανένας αμφιβάλλη,
πως θα παραλείψουν τάχα να τα χέσουνε και πάλι;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Αλλά δεν θα επιστρέψη όποιος τύχη να το ιδή.
Τότε εύκολα κτυπούσε τον πατέρα το παιδί,
και δεν έδιναν καθόλου προσοχήν οι πάρα-πέρα·
αλλά τώρα, σαν ακούσουν πως κτυπούν ένα πατέρα,
ο καθένας ότι δέρνουν τον δικόν του θα νομίση
και θα τρέξη να χωρίση,

ΒΛΕΠΥΡΟΣ {5}
**Οτ' είν' όλα κουταμάρες, δεν μπορεί να 'πη κανείς.
Κι' ο Επίκουρος αν έλθη [ο σοφός της ηδονής,]
ή αυτός ο Λευκολόφας [ο φαυλόβιος] κ' ειπούνε
ότι μ' έχουνε παππούλη, τι θα ειπούν όσοι τακούνε!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Μ' αν είν' έτσι, είνε κι' άλλο πειό χειρότερο ακόμα.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Ποιό;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Να 'ρθη να σε φιλήση ο Αρίστιλλος στο στόμα,
και πατέρα να σε λέη.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Συφορά του, κι' αν τολμήση.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Με του άγριου του δυόσμου την οσμή θα σε βρωμήση.
Μα εκείνος εγεννήθη πριν το ψήφισμα γενή,
ώστε δεν υπάρχει φόβος.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
θάταν συμφορά τρανή.*!!
Αλλά τότε στα χωράφια ποιος θα μείνη γεωργός;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
θάν' οι δούλοι· τι σε μέλει; συ θα κάθεσαι αργός,
και του ρωλογιού ο ίσκιος δέκα πόδες σαν μακραίνη,
θα τραβάς για το τραπέζι που γεμάτο θα προσμένη.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Και για ρουχισμό ποιόν τρόπο έχετε σκοπό να βρήτε;
Πρέπει να μας πης και τούτο·

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Τα παληά σας θα φορήτε,
και θα σας υφαίνουμ' άλλα.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Να μου πης ακόμη ένα:
αν οι άρχοντες του τόπου προστιμάρουνε κανένα
πού θα βρη για να πληρώση;
από το κοινό ταμείο θάταν άδικο να δώση.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Μα θα παύσουνε κ' η δίκες.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Ώ τι κόσμος θα χαθή!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Μα κι' αυτό τώχω σκεφθή.
Και γιατί να γίνουν δίκες, κακομοίρη;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Λόγου χάρι
πρώτα-πρώτα για τα χρέη, που θ' αρνήτ' όποιος τα πάρη.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Βρε, και πού ο τοκογλύφος θαύρη χρήμα να δανείση,
που κοινά θα ήνε όλα, κ' η μερίδα θάνε ίση;
Μα κι'αν κλέψη θα τον πιάσουν.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μα τη Δήμητρα! τα είπες,-—ούτε δάσκαλος που νάσουν!
Για εξήγει μου και τούτο: Κι' αν κανένας πάλι βρίση
από το πολύ μεθύσι,
ή κι' αν κάνη με το ξύλο ταλλουνού τη ράχι μαύρη,
για το πρόστιμο πού θαύρη;
Χέ! 'ς αυτό θα κοκκαλώσης!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Από την τροφή που τρώει· γιατί, όταν ελαττώσης
το φαΐ, και τιμωρήσης κατ' ευθείαν την κοιλιά,
παύουν η βρισές.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Κι' αν γίνη και καμμιά κλεψοδουλειά;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Ποιός θα κλέψη, [που καθένας το δικό του θ' αποκτήση];

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Ούτε και κανείς την νύκτα θα σε πιάση να σε γδύση;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Ποιός το λέει; ούτε όταν μέσ' στο σπίτι θα κοιμάσαι,
όπως εγινόταν πρώτα, ή στην πόρτα έξω θάσαι.
ο καθένας σας το βιος του μεσ' στην πολιτεία θάχη
κι' όποιος κλέψη, κι' όποιος γδύση, θα του βγαίνη από τη ράχι·
Τι χρειάζοντ' οι καυγάδες, η φωνές, τα νταβατούρια;
θα πηγαίνη στο ταμείο και θα παίρνη πειό καινούργια.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μα οι άνθρωποι, για πες μου, δεν θα παίζουν πειά το ζάρι;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Για ποιο λόγο;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Πώς την ώρα θα σκοτώνουν λόγου χάρι;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Όλοι θα περνούν το ίδιο, κι' όλα θα τα κάνω ένα,
και η πόλις μας θα γίνη ένα σπίτι για καθένα,
που ελεύθερος να βγαίνη
και στον άλλον να πηγαίνη.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Πού θα στρώνωνται τα δείπνα;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Και τα δικαστήρια σας
κ' η στοές σας κατοικίες θα γενούν της αφεντιάς σας.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Και των δικαστών το βήμα τι θα γίνη λες εσύ;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Θα γεμίζη από κρατήρες κι' από στάμνες με κρασί,
και θα βάλω παιδαρέλια, που θα ψάλλουν με χαρά
όλες της ανδραγαθίες καθενός παλληκαρά·
έτσι από την ντροπή του, αν φανή κανείς δειλός,
να μη έρχεται να τρώη.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Είν' ο λόγος σου καλός.
Και ταγγεία τι θα γίνουν, [όπου ήσαν μια φορά
με των δικαστών τους κλήρους;] αι;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Θα μπουν στην αγορά
και κοντά στου Αρμοδίου τον μεγάλον ανδριάντα
θα τραβάμε κλήρους πάντα,
και καθένας θα μαθαίνη
σε ποιό γράμμα θα δειπνήση με χαρά του να πηγαίνη.
Οποιοι πέσουνε στο Βήτα,
στη στοά των βασιλέων θα δειπνούνε· και στο Θήτα
όσοι πέσουν, στο Θησείον και όσοι πέσουνε στο Κάππα,
στη στοά των Αλευράδων.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Για να χαύτουνε;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Σου τάπα,
μα τον Δία· για να τρώνε!

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Κι' ούτινος δεν πέση πάλι
ένα γράμμα για να φάη, θα τον διώχνουνε οι άλλοι;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Αυτό ποτέ δεν θα γένη σε τέτοια κοινωνία,
και 'ς όλους θα προσφέρωμε τα πάντα μ' αφθονία.
Κι' όποιος μεθάη στέφανο στην κεφαλή θα φέρη,
κι'απ' το τραπέζι θα τραβά μ' ένα δαδί στο χέρι·
η δε γυναίκες έτοιμες θα στέκουν στης διόδους,
και 'ς όποιους επιστρέφουνε θα πέφτουνε μ' εφόδους
και θα τους λεν': «Έλα μ' εμάς· έχουμε μια κοπέλλα
μικρούλα, πούνε τρέλλα».
«Κ' εδώ μια κάτασπρη θα βρης, πούνε θεά στα κάλλη»
από ταπάνω-πάτωμα θα του φωνάζ' η άλλη·
μα πριν μ' εκείνη κοιμηθής,
μ' εμένα πειό μπροστά θαρθής».
Μα πίσω απ' τους ώμορφους, που θάνε στην εντέλεια,
κι'από τα παιδαρέλια,
θ' ακολουθούν οι άσχημοι και τούτα θα τους λένε:
«Ε, ε! του λόγου σου! πού πας; σαν σε φωνάζουν μπαίνε,
μα δεν θα κάνης με καμμιά,
γιατ' εψηφίσθη στη δουλειά να προηγήτ' η ασχημιά.
Τώρα στην πόρτα κάθισε του λόγου σου και φύλα;
και πάρε δίφορης συκιάς και ξερομάσσα φύλλα!».
Για πες μου τώρα όλ' αυτά σ' αρέσουν;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μια χαρά!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Καλά· τώρα λοιπόν κ' εγώ τραβώ στην αγορά,
και μια γερή ντελάλαινα καλόφωνη θα βρω,
να πάρ' όσον θα φέρουνε οι άλλοι θησαυρό.
γιατί εμέ εκλέξανε αρχόντισσαν οι άλλοι,
και πρέπει με ταχύτητα να γίνουνε μεγάλη·
να φτιάσω τα συσσίτια, και ναν' ημέρα πρώτη
η σημερνή, που να γένη το πρώτο φαγοπότι!

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Θα τρώμε από σήμερα;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Σου τώπα πως θα γίνη.
Τώρα να παύσω σκέπτομαι και την πουτανωσύνη.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Γιατί;

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Σου το εξήγησα· να παίρνουμ' εμείς πλέον
ταφρόγαλα των νέων·
Κ' η δούλες πειά δεν θα μπορούν με ολολισμούς να πέφτουνε,
και από της ελεύθερες την ηδονή να κλέφτουνε,
αλλά οι δούλοι μοναχά θα πέφτουνε σιμά τους
μαζί με τα κουρέλια τους και το παληόπραμά τους!

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μα τότε να σ' ακολουθώ κ' εγώ κοντά σου πρέπει,
καθένας που με βλέπει
να λέη στην Αθήνα:
«Τον άνδρα δεν θαυμάζετε που έχη Στρατηγίνα;! » {6}

(Απέρχονται αμφότεροι)
ΑΥΛΑΙΑ
{4} Ενταύθα το κείμενον έχει διπλήν σημασίαν, οι δε σχολιασταί
διαφωνούσιν ως προς την ερμηνείαν, παραδεχόμενοι ότι ο Βλέπυρος εννοεί
το ανδρικόν μόριον δια της φράσεως «το δε των ανδρών τι ποιήσει», ενώ
κατά την αντίληψίν μου το άρθρον «το» αποδίδεται εις τον αμέσως
προηγούμενον στίχον "μηδεμιάς ή τρήμα κενόν», ήτοι «το (τρήμα) δη των
ανδρών τι ποιήσει». Τούτο άλλως είνε και το φυσικώτερον, διότι ανωτέρω
λαμβάνει μέριμναν περί όλων των ανδρών. Εκ τούτου εικάζεται ότι η
έκφρασις αυτή είνε διφορούμενη και επέχει θέσιν λογοπαιγνίου.

{5} Παραλείπεται κατά την από σκηνής διδασκαλίαν μέχρι του μέρους όπου
υπάρχει ο έτερος αστερίσκος.

{6} Επειδή εκ του μέρους τούτου ελλείπουν τα χορικά δύναται ν'
αναπληρωθή η έλλειψις διά του χορού κόρδονος εκτελουμένου υπό του
Βλεπύρου και της Πραξαγόρας, ως εγένετο επιτυχώς κατά την α'
παράστασιν.

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

[Η Σκηνή παριστά πλατείαν των Αθηνών. Εισέρχεται ο Α' ΑΝΗΡ (όστις
χάριν του ειρμού της υποθέσεως δύναται κατά την παράστασιν να ήνε
αυτός ο ΧΡΕΜΗΣ) ακολουθούμενος υπό δύο μικρών θεραπόντων, φερόντων επ'
ώμου διάφορα σκεύη οικιακά, τα οποία αποθέτουσι κατά γης].

ΣΚΗΝΗ Α'.


Α' ΑΝΗΡ και ΣΙΜΩΝ, ΠΑΡΜΕΝΩΝ (βωβά πρόσωπα).

Α' ΑΝΗΡ
Πρέπει να κάμω στην αρχή μικρή ετοιμασία,
να ιδώ ποιά είν' τα σκεύη μου και η περιουσία,
που θα φερθούν στην αγορά.

(Σύρων πρώτον κόσκινον αλεύρου)
Τράβα λοιπόν, προχώρει,
ώ Κιναχύρα, ώμορφη και ζηλεμένη κόρη,
που μέσ' στο βιος μου ήσουνα εσύ προτιμημένη·
και που, για να κανηφορής καλοφτιασιδωμένη,
πολλά του αλευριού σακκιά για χάρι σου αράδειασα,
και στην κοιλιά σου τάδειασα.
Και τώρα πού να βρίσκεται η διφροφόρος· να τη—

(φέρει εμπρός χύτραν)
η χύτρα. . . έλα έξω συ. . . μουντζούρα είσαι γεμάτη,
μα το θεό, λες κ' έτυχε να βράση τη μπογιά του
ο Λυσικράτης μέσα σου, που βάφει τα μαλλιά του.
—Πέρνα κοντά της τώρα συ, και στάσου για στολίστρα. . .

(αποθέτει πλησίον κάτοπτρον)
—και φέρε και τη στάμνα συ η νεροκουβαλίστρα. . .
(αποθέτει υδρίαν και λαμβάνει πετεινόν)
—έλα και για κιθαρωδός η αφεντιά σου τώρα,
που πάντοτε μ' εξύπναγες στην πρωινή την ώρα
για να πηγαίνω στη Βουλή,
όπως ο νόμος το καλεί.
[Για ναν' τα Παναθήναια, όπως ο νόμος γράφει,]
ο σκαφοφόρος νάρθη εμπρός και να κρατή τη σκάφη. . .

(ωθεί σκάφην)
—άλλος κεριά να φέρη. . .
(αποθέτει κηρία)
—και τα κλωνάρια της εληάς, οπού φορούν οι γέροι. . .
(εξάγει τρίποδα και λήκυθον)
—βγάλε και συ τον τρίποδα. . . τη στάμνα με τα μύρα. . .
τσουκάλια. . . παρατσούκαλα. . . σωστή λαοπλημμύρα!..

(Ωθεί και τα υπόλοιπα σκεύη διά του ποδός. Εισέρχεται ο Β' ΑΝΗΡ).

ΣΚΗΝΗ Β'.


Β' ΑΝΗΡ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ.

Β' ΑΝΗΡ (μονολογών)
Εγώ να ρθώ στην αγορά; να δώσω εγώ το βιός μου;
μα πρέπει νάμαι άθλιος κι' ο πειό ζουρλός του κόσμου,
Στον Ποσειδώνα! όλ' αυτά προτού ταποφασίσω,
θα τα σκεφθώ προτήτερα και θα τα βασανίσω,
και της οικονομίες μου και τον δικό μου ιδρώτα
με λόγια δεν τα δίνω εγώ ανόητα, αν πρώτα
δεν θα πεισθώ τι εννοούν αυτές η μόδες όλες.
Και τούτος τι ζητεί εδώ μ' αυτές της κατσαρόλες;
—Ε, συ! μετακομίζεσαι, που τάβγαλες στη φόρα,
ή τάχα για ενέχυρο πας να τα βάλης τώρα;

Α' ΑΝΗΡ
Καθόλου.

Β' ΑΝΗΡ
Κ' η παράταξις σαν τι σημαίνει πάλι;
μήπως για τον Ιέρωνα την έχεις το ντελάλη;

Α' ΑΝΗΡ
Μα το θεό, στην αγορά τα έφερα στον ώμο
για να τα δώσω, σύμφωνα με τον καινούργιο νόμο.

Β' ΑΝΗΡ
Για να τα δώσης;

Α' ΑΝΗΡ
Βέβαια..

Β' ΑΝΗΡ
Δυστυχισμένε χάχα!

Α' ΑΝΗΡ
Πώς;

Β' ΑΝΗΡ
Πώς; και δεν το έννοιωσες;

Α' ΑΝΗΡ
Μα τι; δεν πρέπει τάχα
στους νόμους να υποταχθώ;

Β' ΑΝΗΡ
Ποιους νόμους, δυστυχή;

Α' ΑΝΗΡ
Που έκαμαν παραδοχή.

Β' ΑΝΗΡ
Βρε, ποια παραδοχή;
Είσαι λοιπόν τόσο κουτός;

Α' ΑΝΗΡ
Κουτός;

Β' ΑΝΗΡ
Αυτό δεν φθάνει,
κι' απ' όλους πειό κουτότερος.

Α' ΑΝΗΡ
Μπα έτσι; όποιος κάνει
το νόμιμο είνε κουτός; Εγώ νομίζω όμως,
πως κάνει ο πειό φρόνιμος ό,τι προστάζει ο νόμος.

Β' ΑΝΗΡ
Ο πειό κουτός.

Α' ΑΝΗΡ
Δεν σκέπτεσαι και συ να καταθέσης;

Β' ΑΝΗΡ
Εγώ; θα επιφυλαχθώ, προτού τας διαθέσεις
ιδώ του πλήθους.

Α' ΑΝΗΡ
Οχι δα, τι άλλο λες να ξέρουνε,
παρ' ότι ετοιμάσθηκαν τα χρήματα να φέρουνε;

Β' ΑΝΗΡ
Αν δεν ιδούν τα μάτια μου δεν πείθομ' ό,τι νάνε.

Α' ΑΝΗΡ
Μα όλο τούτο σήμερα στους δρόμους κοπανάνε.

Β' ΑΝΗΡ
Ας λένε!

Α' ΑΝΗΡ
Αλλά είπανε καθένας να μαζέψη
το είναι του.

Β' ΑΝΗΡ
Ας λένε? μπα!

Α' ΑΝΗΡ
Κόσμο θα καταστρέψη
μ' αυτήν την δυσπιστία του!

Β' ΑΝΗΡ
Αυτοί δεν θα πιστέψουν.

Α' ΑΝΗΡ
Μα να σε καταστρέψη ο Ζευς!

Β' ΑΝΗΡ
Αυτοί θα καταστρέψουν
εσένα. Κι' άνθρωπος θαρρείς που έχει τα μυαλά του
θα φέρη και θα μοιρασθή με άλλους τα καλά του;
Αυτό δεν ήταν έθιμο καθόλου των πατέρων μας,
και μοναχά να παίρνουμε υπήρξε το συμφέρον μας.
Έτσι το κάνουν κι' οι θεοί· για ιδές ταγάλματά τους
στα χέρια· σαν ευχόμεθα να δώσουν ταγαθά τους,
στέκουν, κι' ανάποδα κρατούν τα χέρια τους αείποτε,
όχι να δώσουνε κι' αυτοί, αλλά ν' αρπάξουν τίποτε.

Α' ΑΝΗΡ
Ευλογημένε άνθρωπε! παραίτησε με τώρα
να προετοιμασθώ κ' εγώ· και μη μου τρως την ώρα,
να συμμαζέψω τούτα εδώ. . . Πού τώχω το λουρί;

Β' ΑΝΗΡ
Με τα σωστά σου θα τα πας;

Α' ΑΝΗΡ
Κι' αλλοιώτικα μπορεί;
αυτούς τους δυο τους τρίποδες θα βάλω και θα φύγω.

Β' ΑΝΗΡ
Τι κουταμάρα! μα γιατί δεν περιμένεις λίγο,
να ιδής το τι σκοπεύουνε να κάμουν' κ'οι άλλοι,
όπου και τότε πάλι. . ..

Α' ΑΝΗΡ
Να κάμω τι;

Β' ΑΝΗΡ
Περίμενε κ' εξέτασε ακόμη.

Α' ΑΝΗΡ
γιατί λοιπόν;

Β' ΑΝΗΡ
Μωρέ κουτέ, όλοι αυτοί οι νόμοι
της εισφοράς, πολλές φορές να μείνουν και στη μέση
μπορούνε, αν γενή σεισμός, ή κεραυνός αν πέση
που νάχη γούρι άσχημο, η γάττα να διαβαίνη.

Α' ΑΝΗΡ ωσεί καθ' εαυτόν
Καλή δουλειά θα πάθαινα, αν ήτανε πιασμένη
η αγορά, και δεν βρεθή μια θέσι να ταφήσω.

Β' ΑΝΗΡ
Τούτο να συλλογίζεσαι: πως θα τα πάρης πίσω·
κι' όσο για την κατάθεσι, μπορείς, αν αγαπάς,
και 'ς ένα μήνα να τα πας.

Α' ΑΝΗΡ
Και πώς;

Β' ΑΝΗΡ
Τούς ξέρουμε καλά· γρήγορα πέφτει ο ψήφος,
αλλά για την εκτέλεσι πηγαίνει πάντα τζίφος!

Α' ΑΝΗΡ
Μα θα τα κουβαλήσουνε, βρε φίλε μου, κι' αυτοί.

Β' ΑΝΗΡ
Κι' αν δεν τα κουβαλήσουν, τι;

Α' ΑΝΗΡ
Θα κουβαλήσουν γρήγορα· ο νόμος ταπαιτεί.

Β' ΑΝΗΡ
Κι' αν δεν τα κουβαλήσουν, τι;

Α' ΑΝΗΡ
Θα τον εξαναγκάσουμε αυτόν που τα κρατεί.

Β' ΑΝΗΡ
Κι' αν ήνε οι περισσότεροι που τα κρατούνε, τι;

Α' ΑΝΗΡ
Πάω να δώσω· [έβγαλαν διαταγή ρητή.]

Β' ΑΝΗΡ
Και αν σου τα πουλήσουν, τι;

Α' ΑΝΗΡ
Σκάσε! [μου ζάλισες ταυτί].

Β' ΑΝΗΡ
Πολύ καλά, κι' αν σκάσω τι;

Α' ΑΝΗΡ
Καλά θα κάμης.

Β' ΑΝΗΡ
Αλλά συ, κι' αν σκάσω, θα θελήσης
να δώσης.

Α' ΑΝΗΡ
Νά κ' οι γείτονες που κουβαλούν επίσης.

Β' ΑΝΗΡ (παρατηρών προς τ' αριστερά παρασκήνια)
Ο Αντισθένης βέβαια τραβά να καταθέση ·
θα ήταν ευκολώτερο πολύ γι' αυτόν, να χέση
τριάντα μέρες συνεχώς κι' ακόμη πειό πολλές.

Α' ΑΝΗΡ
Σκασμός, μ' αυτά που λες!

Β’ ΑΝΗΡ
Και ο χοροδιδάσκαλος Καλλίμαχος θα φέρη
απ' τον Καλλία πλειότερα νομίζεις να προσφέρη;
Τι λες εκεί! ο άνθρωπος το βιος θα χάση τώρα!

Α' ΑΝΗΡ
Κακά μιλείς!

Β' ΑΝΗΡ
γιατί κακά; Δεν είδες ως την ώρα
πως όλα τα ψηφίσματα τραβούν τον ίδιο δρόμο;
εξέχασες τι έγινε στου αλατιού το νόμο;

Α' ΑΝΗΡ
Α, βέβαια.

Β' ΑΝΗΡ
Κ' εξέχασες και τάλλα τα ψηφίσματα,
που βγήκαν για τα χάλκινα και κάλπικα νομίσματα;

Α' ΑΝΗΡ
Τι λες! μ' αυτό το νόμισμα κ' εγώ εχαντακώθηκα·
γιατί σταφύλια πούλησα και με χαλκό μπουκώθηκα,
κ' ετράβηξα στην αγορά αλεύρι ν' αγοράσω·
όταν, την ώρα που άνοιγα το σάκκο να το μπάσω,
λέει ο κήρυξ: «Το χαλκό να μη παραδεχθούμε,
κι' ασήμι μόνον του λοιπού θα μεταχειρισθούμε».

Β' ΑΝΗΡ
Κι' ο όρκος δεν σου αντηχεί 'ς ταυτί, που δώσαμ' όλοι,
τα πεντακόσια τάλαντα να μαζευθούν στην πόλι
από το τεσσαρακοστόν, κατά του Ευριπίδη
τη γνώμη; Και ποιος έπαυσε επαίνους να του δίδη;
Σαν εξετάσθη όμως
κ' ευρέθη κουροφέξαλα κι' αυτός ο νέος νόμος,
τότε τον Ευριπίδη
τον στρώσαν στο βρισίδι.

Α' ΑΝΗΡ
Τώρα τα ίδια πράματα με τότε δεν υπάρχουνε·
τότ' ήμαστε άρχοντες εμείς, τώρα γυναίκες άρχουνε.

Β' ΑΝΗΡ
Το κατ' εμέ, η μόνη μου γι' αυτές φροντίδα θάνε,
μα το θεό της θάλασσας, να μη με κατουράνε!

Α' ΑΝΗΡ
Τι τσαμπουνάς δεν ξέρω·

(προς τα παιδία)
Δος μου το ξύλο εσύ, παιδί, τα πράματα να φέρω. . .
[Λαμβάνει το ξύλον και ετοιμάζεται ν' αναρτήση εξ αυτού τα σκεύη
του. Εισέρχεται ο ΚΗΡΥΞ, όστις λαμβάνει θέσιν επί βάθρου τινός εις το
μέσον της σκηνής και κηρύττει μεγαλοφώνως:]

ΚΗΡΥΞ
Πολίται! από σήμερα στη Στρατηγό τραβάτε,
για να σας 'πη ο κλήρος σας κ' η τύχη, που θα πάτε
να κάτσετε
θα βρήτε κάθε τράπεζα παντού ετοιμασμένη,
που είνε μ' όλα ταγαθά του κόσμου φορτωμένη,
και κάθε κλίνη με μαλλιά και τάπητες στρωμένη!
Η μυροπώλιδες, γραμμή, κρατήρες σας γεμίζουνε
από κρασιά· με στη φωτιά μπριζόλες τσιτσιρίζουνε,
και περασμένοι οι λαγοί μεσ' στα σουβλιά γυρίζουνε.
Πίττες καλοφουρνίζονται,
τα στέφανα στολίζονται,
στραγάλια καρβουρδίζονται!
Όλες η κόρες η πειό νηές ψήνουν αγάλια-αγάλια
τη φάβα στα τσουκάλια.
Και ένας πουτανιάρης
και πρώην καβαλλάρης
με τη στολή του ιππικού εκεί κοντά γυρίζει,
και διαρκώς των γυναικών τα πιάτα καθαρίζει.
Κι' ο Γέρων, μ' ένα φόρεμα κομψό και με κατσάρι,
μ' ένα παιδί χασκάρει,
κ' έχει παραρριμμένα
παπούτσια του και χλαίνα.
Και ο ψωμάς σας καρτερεί· την ώραν σας μη χάσετε
κ' ελάτε τα σαγόνια σας, πολίται, να γυμνάσετε!

(Ο Κήρυξ κατέρχεται και απέρχεται δεξιόθεν)
Β' ΑΝΗΡ
Σαν είνε έτσι το λοιπόν, εμένα τι με μέλει;
τραβώ κ' εγώ για το φαΐ, η πόλις σαν το θέλη.

Α' ΑΝΗΡ
Αι! και για που, παρακαλώ, αφού δεν έχεις δώση;

Β' ΑΝΗΡ
Για το φαΐ.

Α' ΑΝΗΡ
Δεν θα το φας, αν έχουν νου και γνώσι,
πριν καταθέσης βέβαια.

Β' ΑΝΗΡ
Πολύ καλά, τα δίνω.

Α' ΑΝΗΡ
Πότε λοιπόν;

Β' ΑΝΗΡ
Εμπόδιο μονάχος δεν θα γίνω.

Α' ΑΝΗΡ
Γιατί;

Β' ΑΝΗΡ
Κι' άλλοι θ' αργήσουνε περισσότερο επίσης.

Α' ΑΝΗΡ
Συ όμως εν τω μεταξύ τραβάς να την γεμίσης.

Β' ΑΝΗΡ
Θα πάθω τι, παρακαλώ;
Κάθε πολίτης με μυαλό
αρμόζει της πατρίδος του τους νόμους να κρατή.

Α' ΑΝΗΡ (ειρωνικώς)
Χεμ! και αν σ' εμποδίσουν, τι;

Β' ΑΝΗΡ
Θα πάω να χωθώ κ' εγώ με κεφαλή σκυφτή.

Α' ΑΝΗΡ
Και αν δούλεψη ξύλο, τι;

Β' ΑΝΗΡ
θα της ενάξω στον κριτή.

Α' ΑΝΗΡ
Και αν σε κοροϊδέψουν, τι;

Β' ΑΝΗΡ
Στην πόρτα θα σταθώ μπροστά. . ..

Α' ΑΝΗΡ
Και τι θα κάνης δηλαδή;

Β' ΑΝΗΡ
Κι' όποιος τα φαγητά βαστά
θα τα βουτώ.

Α' ΑΝΗΡ
Ο υστερνός θα ήσ' όλου του κόσμου.

(Προς τους ακολούθους του)
Παρμένων! Σίμων! πάρετε στους ώμους σας το βιος μου.
(Οι ακόλουθοι εκτελούσι)
Β' ΑΝΗΡ
Στάσου και σε βοηθώ κ' εγώ.

Α' ΑΝΗΡ
Συ;! κάνε τη δουλειά σου·
γιατί φοβάμαι μην ειπής πως είνε και δικά σου,
όταν στη στρατηγίνα μας αυτά θα καταθέσω.

(Αναχωρεί αριστερόθεν ακολουθούμενος υπό των θεραπόντων, φερόντων τα
σκεύη)

Β' ΑΝΗΡ (μόνος)
Μα το θεό, πρέπει να βρω λοιπόν κανένα μέσο,
που κι' όσα έχω χρήματα στο σπίτι να τα κρύψω,
χωρίς κι' απ' το κοινό φαΐ με τρόπο ν' απολείψω.
Να μια ιδέα πουν' ορθή. Τι κάθημαι κι' αργώ;
Εμπρός λοιπόν για το φαΐ να τηλωθώ κ' εγώ!

(Φεύγει δεξιόθεν)

ΜΕΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ


(Σειρά οικίσκων μονώροφων με θύραν και παράθυρον έκαστος. Αυλητής
ευρίσκεται εξηπλωμένος παρά το δεξιόν παρασκήνιον. Είνε νυξ.)

ΣΚΗΝΗ Α'.


Α' ΓΡΑΥΣ (εις το προς δεξιά της σκηνής παράθυρον)
Ακόμη πώς δεν φάνηκαν οι άνδρες; είνε ώρα·
και περιμένω τώρα
αργή, αφού μπλαστρώθηκα φτιασίδι όσο μπόρεσα,
κίτρινη φούστα φόρεσα,
και με καμώματα τρελλά κρυφό τραγούδι τραγουδώ,
κ' είμ' έτοιμη στην αγκαλιά ν' αρπάξω όποιον άνδρα ιδώ.
Μούσαι! ελάτε! βάλτε μου στο στόμα ένα γλυκό
τραγούδ' Ιωνικό.

(Άδει σιγά με κωμικά ακκίσματα.— Ταυτοχρόνως η ΝΕΑΝΙΣ εμφανίζεται εκ
του παραθύρου της έναντι οικίας και ακροάται)

ΣΚΗΝΗ Β'.


Α' ΓΡΑΥΣ — ΝΕΑΝΙΣ

ΝΕΑΝΙΣ
Κάτι προτήτερ' από με ξεμύτισες, βρε σάπια!
εθάρρεψες κληματαριά πως θα τρυγήσης κάποια,
την ώρα που 'λειπα εγώ, κ' εβγήκες μουρμουρίζοντας,
ν' αρπάξης απ' την αγορά κανένανε γυρίζοντας;
Κ' εγώ, σαν κάνης τούτο συ, θα τραγουδήσω πάλι
απ' τη μεριά την άλλη.
Η μέθοδος και πρόστυχη κι' αστεία νάνε πρέπει,
μα φέρνει διασκέδασι 'ς εκείνον που τη βλέπει.

(Διέρχεται είς γέρων. Η Α' ΓΡΑΥΣ κατ' αρχάς διατίθεται να του ομιλήση,
αλλά βλέπουσα τούτον γέροντα συγκρατείται. Ο γέρων παρέρχεται)

Α' ΓΡΑΥΣ
Μίλα μ' αυτόν το γέρο συ, και τράβ' από δω πέρα.
Και συ, ψυχή μου Αυλητή, να πάρης τη φλογέρα,
κ' έλα να παίξης μουσικής κομμάτια διαλεγμένα,
οπού να ήνε άξια για σένα και για μένα.

(Ο Αυλητής υποκρούει διά του αυλού, η δε Γραυς απαγγέλλει καταλλήλως)
Όποιος ποθεί
να γλυκαθή,
μ' εμέ ναρθή
να κοιμηθή.—
Η κάθε νηά δεν ξέρει
πώς να τα καταφέρη,
και ξέρει τα τερτίπια
μόνο η γρηά η τρύπια —
Ούτ' από μένα πειό καλά
ξέρει καμμία να κολλά
στο φίλο, που θα λαχταρά
και θα τον σφίξη μια φορά.
Η άλλες κάνουν και φτερά.

ΝΕΑΝΙΣ (απαγγέλλουσα εκ του ετέρου παραθύρου δι' υποκρούσεως
του αυτού αυλού)
Παύσε, και μη ζηλεύης πειά
την κάθε νηά, [γρηά σουπιά!]
Γιατ' είν' εκείνη τρυφερή,
στα δυο της μήλα δροσερή
και στ' απαλό της το μερί.
Μας έβγαλες τη μούρη σου και συ πασαλειμμένη,
λες κι' [όχι αγαπητικός], μα Χάρος σε προσμένει.

Α' ΓΡΑΥΣ (προς την νεανίδα)
Η τρύπα σου ξερή να μείνη!
κι' αυτό το στρώμα και την κλίνη
κατά το νόμο θα τα χάσης,
αν πας με άνδρα να τη φτιάσης.
Φείδι στην κλίνη θ' απαντήσης,
κι' αν έχης όρεξι για τη δουλειά,
πιάσ' το και σφίξε το στην αγκαλιά
να το φιλήσης!

ΝΕΑΝΙΣ (μετ' ειρωνικού παραπόνου.)
Αλλοίμονο! τι θα γενώ! βαρβάτος δεν ζυγώνει,
κ' είμ' εδώ μέσα μόνη.
Η μάννα μου επήγε αλλού και δεν με μέλει τώρα.
Κυρούλα! σε παρακαλώ φέρε τον _Καυλογόρα_,
κι' ό,τι για σένα επρόσταξαν του νόμου τα γραμμένα,
σ' ορκίζομαι πως θα γενούν καλήτερα μ' εμένα.

Α' ΓΡΑΥΣ
Για το γαμήσι το Ιωνικό
σε γαργαλάει, δόλιο θηλυκό·
και μάλιστα θαρρώ πως αγαπάς
και κατά τους Λεσβίους να το πας.
Αλλά ποτέ, ποτέ μην το πιστέψης,
πως τη δική μου ηδονή θα κλέψης
και δεν θα χάσω ό,τι μου γουστάρει,
ούτε την ώρα για δική σου χάρι.

(Παύει η υπόκρουσις του αυλού)
Τραγούδα {7} ό,τι σούρχεται και κύττα σαν την γάττα.
πρώτα θα πάνε στης γρηές, και ύστερα στα νηάτα.

ΝΕΑΝΙΣ
Για να της θάψουν βέβαια.

Α' ΓΡΑΥΣ
Καινούργιο τούτο πάλι!

ΝΕΑΝΙΣ
Καινούργια θέλει μια γρηά με τέτοιο πούχει χάλι;

Α' ΓΡΑΥΣ
Δεν είνε δα το γήρας μου που λύπη θα σου κάνη;

ΝΕΑΝΙΣ
Τι άλλο; το φτιασίδι σου, ή μήπως το βοτάνι,
[που βγάζει κόκκινη μπογιά η ρίζα του που στίφτεις;]

Α' ΓΡΑΥΣ
Τι μου μιλάς;

ΝΕΑΝΙΣ
γιατί και συ στο παραθύρι σκύφτεις;

Α' ΓΡΑΥΣ
Εγώ; μονάχη τραγουδώ
στον Επιγένη τον καλόν, που περιμένω νάρθη εδώ.

ΝΕΑΝΙΣ
Ποιόν άλλο θάχης εραστή του λόγου σου και φίλο,
που να σου πρέπη, παρ' αυτόν το Γέρο τον ψωρίλο;

Α' ΓΡΑΥΣ
Πρόσμενε! την εξήγησι ο νηός μου θα σου κάνη,
που θάρθη γρήγορα 'ς εμέ,—
ώστε και παρατηρεί προς τα αριστερά παρασκήνια)
και νάτος!. . . νάτος!. . . φθάνει.

ΝΕΑΝΙΣ
Δεν έρχετ' εδώ πέρα
για σε, γρηά χολέρα!

Α' ΓΡΑΥΣ
Τώρα θα ιδής, χτικιάρα, συ!

ΝΕΑΝΙΣ
Τώρα θα σ' ταποδείξω
κ' εγώ, κ' εκείνος γρήγορα. Πηγαίνω να τανοίξω.

(Εισέρχεται ταχέως)
Α' ΓΡΑΥΣ
Τρέχω κ' εγώ· αυτός θαρθή μ' εμένα δίχως άλλο,
να μάθης πως το δίκηο μου είνε το πειό μεγάλο.

(Εισέρχεται ταχέως)
{7} Εις το χωρίον τούτο, σκοτεινόν και ασαφές, διαφωνούσιν οι
σχολιασταί, αποδίδοντες εις την Νεανίδα τους στίχους τούτους. Νομίζω
ότι ορθότερον προσαρμόζονται εις το στόμα της Γραίας, διότι άλλως δεν
εξηγείται η απάντησις της Γραίας «ούκουν εξ' εκφοράν γε» προς την
Νεάνιδα, ενώ ανήκει μάλλον εις ταύτην, όπως εμφαίνεται εκ της λογικής
του διαλόγου. Η δε λέξις «σαπρά» της Γραίας προς την Νεανίδα δύναται
να θεωρηθή ως εμπαθής άνταπόδοσίς του αυτού χαρακτηρισμού, όστις
αποδίδεται εις αυτήν εκ μέρους της Νεανίδος ανωτέρω.

ΣΚΗΝΗ Γ'.


ΝΕΑΝΙΑΣ και μετ' ολίγον Α' ΓΡΑΥΣ και ΝΕΑΝΙΣ

ΝΕΑΝΙΑΣ (εισέρχεται αριστερόθεν κλονούμενος εκ της μέθης με
δάδα ανημμένην εις τας χείρας).
Αχ! είθε να μπορέσω
κοντά στη νηά να πέσω,
προτού μου 'ρθούν για πλάκωμα γρηές και κουτσομύτες.
Αυτό δεν υποφέρεται 'ς ελεύθερους πολίτες!

Α' ΓΡΑΥΣ (καθ' εαυτήν, εξερχόμενη εις το παράθυρον)
Μωρέ, κ' αν τζιτζικώσης
στο κλάψιμο,-—μα το θεό, εμένα θα πλακώσης.
Πάει εκείνος ο καιρός της Χαριξένης, [πάει,
που με τραγούδια ήξερε καθένας ν' αγαπάη.] -
Χεμ! τώρα βλέπεις όμως
δημοκρατία έχουμε και το προστάζει ο νόμος!
Ας έμβω να κρυφθώ εδώ,
και τι θα κάνη να το ιδώ.

(Εισέρχεται)
ΝΕΑΝΙΑΣ
Δώστε, θεοί, την ώμορφη κοπέλλα ναύρω μόνο,
που τόσο ρούφηξα κρασί κ' από τον πόθο λειώνω.

ΝΕΑΝΙΣ (Εξέρχεται εκ του παραθύρου· καθ' εαυτήν)
Έτσι λοιπόν! σ' εγέλασα, γρηά καταραμένη!
Ενόμισε πως έφυγα, και μέσα τώρα μένει.

(Προς τον Νεανίαν)
και γι' αυτόν εγώ μιλούσα!
Έλ', αγάπη μου, απάνω,
και στο πλάι μου κοιμήσου,
να γλυκάνω
την ψυχή σου.
Ο έρωτας με τυραννεί
για τα ωραία σου μαλλιά,
και έχω μια φωτιά τρανή
που μου φαγε την αγκαλιά.
Έρωτα! σε παρακαλώ,
κάμε μου τούτο το καλό
και φέρτ' τον γρήγορα ναρθή
στο πλάι μου να κοιμηθή!

ΝΕΑΝΙΑΣ (κάτωθεν)
Έλα κάτω!. . . έλα!. . . έλα!.
και στην πόρτα σου να βγης,
γιατί μούρχεται σαν τρέλλα
και θα πέσω κατά γης.
Θέλω, φίλη μου, απάνω
στη γλυκειά σου αγκαλιά
δυνατό καυγά να κάνω
με τα δύο σου τα κωλιά!
Ώ Αφροδίτη! αχ, γιατί,
γιατί μ' ετρέλλανες γι' αυτή;
Έρωτα, σε παρακαλώ,
κάμε μου τούτο το καλό,
και φέρ' την γρήγορα ναρθή
στο πλάι μου να κοιμηθή!

ΝΕΑΝΙΣ
Αυτά που άκουσες να ειπώ, δεν εξηγούν τον πόθο,
που στην ψυχή μου νοιώθω.
Αγαπημένο μου πουλί!
άνοιξε, δος μου ένα φιλί,
πονώ για σε, πονώ πολύ!

ΝΕΑΝΙΑΣ
Χρυσό μου εσύ! βλαστάρι
της Αφροδίτης! Μέλισσα της Μούσας! κάθε Χάρι
σ' έθρεψε μ' άφθονη τροφή!
για χάδια και φιλιά μορφή!
άνοιξε, δος μου ένα φιλί,
πονώ για σε, πονώ πολύ!

Α' ΓΡΑΥΣ (εξερχομένη της θύρας της)
Έ, ε!. . . της πόρτες τι χτυπάς;
εμένα τάχα αγαπάς;

ΝΕΑΝΙΑΣ
(φέρων την δάδα προς το πρόσωπον της Γραίας)
Α μπα!
Α' ΓΡΑΥΣ
Μα πώς; εκτύπησες για να μου 'ρθής απάνω.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Μπα! κάλλιο να πεθάνω!

Α' ΓΡΑΥΣ
Τι αγαπάς λοιπόν εσύ, κ' ήλθες 'ς αυτά τα μέρη
με το δαδί στο χέρι;

ΝΕΑΝΙΑΣ
Κάποιον βαρβάτον θέλω.

Α' ΓΡΑΥΣ
Ποιόν;

ΝΕΑΝΙΑΣ
Όχι και τον _Σεγάμη_,
που στέκεις και τον καρτερείς [ναρθή να σου την κάμη.]

Α' ΓΡΑΥΣ
Μα τη θεά! θες και δεν θες ['ς εμένα πες πως μπήκες!]

ΝΕΑΝΙΑΣ (βραδέως και εντόνως)
Εξήντα χρόνων δίκες
ποτέ δεν δικασθήκανε,
κι' όλες αναβληθήκανε·
κ' εδικασθήκαν μόνο
εκείνες, που δεν κλείσανε τον εικοστόν το χρόνο.

Α' ΓΡΑΥΣ
Στην εξουσία πούχατε την πρώτη, γλυκανάλατε,
[αυτές της μόδες βγάλατε
κι' αυτές της κουταμάρες],
μα τώρα θα εισάγωνται μπροστά η εξηντάρες·

ΝΕΑΝΙΑΣ
Ναι, όποιος θέλει δηλαδή να πάη με την τύχη,
όπως στα ζάρια γίνεται, ας πάρη όποια τύχη.

Α' ΓΡΑΥΣ
Μα με τα ζάρια, όπως λες, δεν τρως κι' όταν πεινάς.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Δεν ξέρω τι μου τσαμπουνάς.
Την πόρτ' αυτή κτυπώ εγώ· έτσι θαρρώ καλήτερα.

Α' ΓΡΑΥΣ
Όταν κτυπήσης δηλαδή την πόρτα μου προτήτερα.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Εγώ δεν θα κτυπήσω
κρησάρες να ζητήσω.

(Στρέφεται να φύγη, αλλά συλλαμβάνεται υπό της Α' Γραίας)
Α' ΓΡΑΥΣ (κολακευτικώς).
Το ξέρω συ πως μ' αγαπάς, και τώρα ίσως θ' απορής
πούρθες στην πόρτα να με βρης.
Έλα κοντά, και δώσε μου το στόμα το γλυκό σου.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Α μπα: φοβάμαι, μάτια μου τον αγαπητικό σου.

Α' ΓΡΑΥΣ
Ποιόν;

ΝΕΑΝΙΑΣ
Α, τον ενδοξότερο απ' όλους τους ζωγράφους.

Α' ΓΡΑΥΣ
Ποιόν;

ΝΕΑΝΙΑΣ
Που στολίζει τα σταμνιά που βάζουνε στους τάφους!
Κρύψου λοιπόν να μη σε ιδή στην πόρτα, πως κατέβης

Α' ΓΡΑΥΣ
Έννοια σου, και κατάλαβα καλά το τι γυρεύεις.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Ώ, μα τον Δία, έννοιωσα κ' εγώ πολύ καλά
τι έχεις στα μυαλά.

Α' ΓΡΑΥΣ (σύρουσα αυτόν)
Μα τη θεά, που έτυχε 'ς εμένα να σε ρίψη,
δεν θα σ' αφήσω.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Βρε γρηά! θαρρώ πως σούχει στρίψη!

Α' ΓΡΑΥΣ
Λέγε μου κι' άλλ' ακόμα,
μα θα σε πάω σέρνοντας μέσ' στο δικό μου στρώμα.

ΝΕΑΝΙΑΣ (ωσεί κατ' εαυτόν)
Κ' έπειτα αγοράζουνε
τσιμπίδες, από τον κουβά τα κρέατα να βγάζουνε·
δεν κατεβάζουν τη γρηά μεσ' στης [βαθειές] πηγάδες,
ν' αρπάζη με τα κρέατα μαζύ και τους κουβάδες;

Α' ΓΡΑΥΣ
Δυστυχισμένε! σώπα πειά και μη με κοροϊδεύης.
κ' έλα μ' εμέ ν' ανέβης!

ΝΕΑΝΙΑΣ
Εγώ δεν σου χρωστώ,
αν φόρο δεν επλήρωσες πεντακοσιοστό
στην πόλι απ' τα χρόνια σου.

Α' ΓΡΑΥΣ
Μα τη θεά! μακάρι,
να πέφτω να γλυκαίνωμαι με κάθε παλληκάρι.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Αλλά εγώ με της γρηές αισθάνομ' αηδία,
και δεν θα το δεχόμουνα ποτέ.

Α' ΓΡΑΥΣ
Ώ! μα τον Δία,
με το στανιό τον κόπο
θα λάβης, παλληκάρι μου.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Και τάχα με ποιόν τρόπο;

Α' ΓΡΑΥΣ
Χεμ! είνε ψηφισμένα
τα πράματα, που πρέπει συ να 'ρθής μαζύ μ' εμένα.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Και ποιο είνε το ψήφισμα; Παρακαλώ, για πε το!

Α' ΓΡΑΥΣ
Στο λέγω κι' άκουσε το!

(πανηγυρικώς)
«Νόμο βγάλαν η γυναίκες, όταν νηός τη νηά ποθή,
δεν μπορεί να την πλακώση στη γρηά προτού χωθή·
κι' αν προτήτερα δεν θέλη της γρηές να της γαμή,
και της νηές επιθυμή,
τότε κ' η γρηές θα βγαίνουν, και θα τρέχουν κούτσα—κούτσα,
κι' ατιμωρητί θ' αρπάζουν καθε νηόν από την πούτσα!

ΝΕΑΝΙΑΣ
Τότε Προκρούστης θα γενώ κ' εγώ, αλλοίμονό μου!

Α' ΓΡΑΥΣ
θα πας με τη διάταξι και του δικού μας νόμου.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Κι' αν έλθη κάποιος φίλος μου, ή κάποιος συνδημότης
και με τραβήξη από σας;

Α' ΓΡΑΥΣ
Μάθε λοιπόν εν πρώτοις,
ότι ο άνδρας σήμερα δεν θα μπορή να βγη,
[σαν της γυναίκες μέχρι χθες] και να συναλλαγή
μ' αξία μεγαλήτερη ενός κοιλού σιτάρι.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Κι' αν θέλη να παραιτηθή με όρκο, [λόγου χάρι,
όπως στης δίκες γίνεται, που έχουν αδικίες;]

Α' ΓΡΑΥΣ
Α μπα! εδώ θα λείψουνε και η στρεψοδικίες.

ΝΕΑΝΙΑΣ-
Θα 'πω πως είμαι έμπορος, [κι' αυτό θα είν' αιτία
ν' απαλλαχθώ και απ' αυτή τη φοβερή θητεία.]

Α' ΓΡΑΥΣ
Θα το πληρώσης κλαίοντας.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Και τι λοιπόν θα κάνω;

Α' ΓΡΑΥΣ
Θα ρθής να πάμ' απάνω.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Μα τι! θα 'ρθώ με το στανιό;

Α' ΓΡΑΥΣ
Θα ρθής και με τον τρόπο
του Διομήδη [του ληστή, που άρπαζ' απ' τον τόπο
τους άνδρες, όσους εύρισκε, και τους εκλειούσε ώρες
να πέσουνε με το στανιό με της δικές του κόρες,
κι' αυτές, από τη λύσσα τους, βυζαίναν τον καθένανε
ως που τον επεθαίνανε!]

ΝΕΑΝΙΑΣ
Ε! τότε βάλε ρίγανι στο στρώμα που θα πέσης,
τέσσαρες κληματόβεργες σπασμένες να προσθέσης,
την κεφαλή σου δέσε,
πάρε και στάμνες νεκρικές και γύρω γύρω θέσε,
κι' όστρακο βάλε με νερό στην πόρτα σου [να μένη,
να νίβετ' όποιος έρχεται από την πεθαμένη!]

Α' ΓΡΑΥΣ
Θα μ' αγοράσης, έννοια σου, εσύ και το στεφάνι.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Μα το θεό! το κέρινο στεφάνι αν σου φθάνη,
κι' αυτό θα ταποκτήσης·
γιατί θαρρώ πως μόλις μπης, θα πέσης να ψοφήσης!

ΝΕΑΝΙΣ (εξερχομένη).
Ε! πού τον πας;

Α' ΓΡΑΥΣ
Στο σπίτι μου· αυτός είνε για μένα.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Τάχεις, γρηά, χαμένα!
Τέτοιος που είν' αυτός ο νηός, δεν έχει χρόνια τόσα
να ρθή κοντά να κοιμηθή με σένα, γρηά γκιόσσα!
δεν θάσαι πειά γυναίκα του, θα σ' έχη για μητέρα.
Κ' έτσι αυτός ο νόμος σας αν πιάση πέρα-πέρα,
τότε γεμάτη όλ 'η γη
από Οιδίποδες θα βγη!

Α' ΓΡΑΥΣ
Βρε σίχαμα! όλες αυτές της κουταμάρες της πολλές
από τη ζήλεια σου της λες!
Μα έννοια σου! και από με θα τωύρης, κακομοίρα!

(Απέρχεται)
ΝΕΑΝΙΑΣ
Στο Δία τον Σωτήρα,
κορίτσι μου γλυκύτατο, κάμε μ' αυτήν τη χάρι,
και γλύτωσέ με απ' αυτό το γέρικο κουφάρι,
κ' εγώ, για τούτο το καλό, θα σου προσφέρω πάλι
σε μια ολόκληρη βραδειά χάρι παχειά, μεγάλη!

(Ενώ η Νεάνις ετοιμάζεται να σύρη τον Νεανίαν προς την θύραν της, εκ
της πλησίον θύρας ορμά η Β' Γραυς).

ΣΚΗΝΗ Δ'.


Β' ΓΡΑΥΣ—ΝΕΑΝΙΑΣ.

Β'ΓΡΑΥΣ
Μωρή εσύ·! που τον τραβάς αυτόν από τον δρόμο,
και παραβαίνεις φανερά τον ψηφισμένο νόμο,
ενώ είνε γραμμένα
προτήτερα 'ς εμένα
να ρθεί και να πλακώση;

ΝΕΑΝΙΑΣ
Ώ! κακομοίρης που 'μουνα! πούθ' έχεις ξετρυπώση
και μου πετάχτηκες;— κακό που να σου ρθή μεγάλο!
Ουφ! τούτη είνε βάσανο χειρότερο απ' τάλλο!

Β' ΓΡΑΥΣ (σύρουσα τον Νεανίαν)
Έλ' από δω!

ΝΕΑΝΙΑΣ (τη Νεάνιδι)
Παρακαλώ, μικρή μου, μη μ' αφίνης,
τον κακομοίρη, να συρθώ μέσα στα νύχια εκείνης.

(Η νεάνις απέρχεται).
Β' ΓΡΑΥΣ
Σε σέρνει ο νόμος, κι' όχι εγώ.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Τάχα γιατί δεν είπες
ότι με σέρνει μια βλογιά, πώχει πληγές και τρύπες;

Β' ΓΡΑΥΣ
Άφησε, τρυφεράδι μου, τα λόγια κ' έλ' απάνω.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Στάσου λοιπόν προτήτερα τη χρεία μου να κάνω
να πάρω θάρρος· γιατ' αλλοιώς ο φόβος αν με κόψη
μεσ' στη δουλειά σου, θα με ιδής με κίτρινη την όψι.

Β' ΓΡΑΥΣ
Θάρρος και τράβα! χέζεις, να, εδώ που θα σε μπάσω,

ΝΕΑΝΙΑΣ
Φοβάμαι μήπως πλειότερα απ' ό,τι θέλω φτιάσω.
Σου βάζω δύο εγγυητάς αξιοχρέους.

Β' ΓΡΑΥΣ
Τι;
Ας λείψουνε.

(Σύρει τον Νεανίαν. Ορμά εκ της ετέρας θύρας η Γ' Γραυς)

ΣΚΗΝΗ Ε'.


Γ' ΓΡΑΥΣ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ

Γ' ΓΡΑΥΣ (προς τον Νεανίαν)
Ε! ε! πού πας του λόγου σου μ' αυτή;

ΝΕΑΝΙΑΣ
Εγώ δεν πάω· σέρνομαι· όποια κι'αν ήσαι, δος μου
βοήθεια, που ταγαθά όλα να ιδής του κόσμου,
και μη μ' αφίνης να χαθώ [με της γρηα-φακλάνες!]

(Βλέπων την Γ' Γραίαν εκ του πλησίον και αποχωρών μετά φρίκης)
Ώ Ηρακλή! Διόσκουροι! Κορύβαντες και Πάνες!
ου! τώρα μου φορτώθηκε κι' άλλο κακό μεγάλο,
χειρότερ' από τάλλο!
Παρακαλώ, τι είν' αυτό το πράγμα τώρα πάλι;
Μην τύχη κ' είνε πίθηκος κ' έχει φτιασίδι βάλη;
ή μήπως κι' αναστήθηκε
καμμιάς γρηάς βρυκόλακας [κι' απάνω μου εχύθηκε;]

(Γ' ΓΡΑΥΣ σύρουσα τον Νεανίαν)
Έλα μαζύ μου απ' εδώ και μη με κοροϊδεύης.
Β' ΓΡΑΥΣ (σύρουσα τον Νεανίαν)
Όχι!. . . εδώ!. . .

Γ' ΓΡΑΥΣ (ως ανωτέρω)
[Δεν θα το φας εκείνο που γυρεύεις·]
δεν τον αφίνω.

Β' ΓΡΑΥΣ (ως ανωτέρω)
Ούτ' εγώ [με σε να μείνη μόνος.]

ΝΕΑΝΙΑΣ
Βρε θα με κομματιάσετε, κακός ψυχρός σας χρόνος!

Β' ΓΡΑΥΣ
Σ' εμέ ναρθής προστάζουνε του νόμου τα γραμμένα.

Γ' ΓΡΑΥΣ
Όχι κι' αν έβγη μια γρηά πειό άσχημη από σένα.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Βρε για σταθήτε: κι' αν εσείς με κάνετε κομμάτια,
πώς θα μπορέσω πειά να ιδώ μιαν ώμορφη στα μάτια;

Γ' ΓΡΑΥΣ
Κάμε καλά· μα πρώτ' αυτό θα κάνης δίχως άλλο.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Με ποιά προτήτερ' απ' της δυο τα μάτια μου θα βγάλω;

Β' ΓΡΑΥΣ
Δεν ξέρεις; κόπιασ' από 'δω.

(Τον σύρει)
ΝΕΑΝΙΑΣ (δεικνύων την Γ')
Μα ας μ' αφήσ ' η άλλη.

Γ’ ΓΡΑΥΣ (σύρουσα αυτόν)
Θα ΄ρθής μ' εμέ.

ΝΕΑΝΙΑΣ (δεικνύων την Β')
Κι' αυτή εδώ που δεν μ' αφίνει πάλι;

Β' ΓΡΑΥΣ
Ώ, μα τον Δία! τον κρατώ και δεν σου τον αφίνω.

Γ' ΓΡΑΥΣ
Κ' εγώ δεν σου τον δίνω.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Τι βαρκαδόροι θάσαστε κ' οι δύο σας κακοί!

Α' ΓΡΑΥΣ
Γιατί;

ΝΕΑΝΙΑΣ
[Τράβ' από δω η μια, κ' η άλλη από κει,|
θα βγάζατε της πλάτες
από τους επιβάτες.

Β' ΓΡΑΥΣ
Τράβα μπροστά και τσιμουδιά!

Γ' ΓΡΑΥΣ
Μ' εμέ θα βγάλη τη βραδειά!

ΝΕΑΝΙΑΣ
Α, είνε φανερό
πως πάτε μ' ένα ψήφισμα, που βγήκ' έναν καιρό,
[κι' αν ήσαν ένοχοι πολλοί για έγκλημα μεγάλο,
έκαναν δίκες χωριστά ο ένας απ' τον άλλο].
Πρέπει λοιπόν ως τόσο
να χωρισθώ κ' εγώ στα δυο, της δυο σας να πλακώσω;
Πώς θα τραβήξω δυο κουπιά λοιπόν και για της δύο;

Β' ΓΡΑΥΣ
Φάε μια χύτρ' από βορβούς και θα γενής θηρίο.

ΝΕΑΝΙΑΣ
Αλλοίμονό μου ο δύστυχος! τράβα και τράβα, να με
κοντά στην πόρτα μ' έφερε!

Β' ΓΡΑΥΣ
Δεν μου γλυτώνεις· πάμε
να κυλισθώ με σένα!

(Τον σύρει προς την θύραν της)
ΝΕΑΝΙΑΣ
Απ' το να σ' εύρουν δυο κακά, κάλλιο να σ' εύρη ένα!

(Η Β' Γραυς αποσύρεται μαινόμενη εις τον οίκον της)
Γ' ΓΡΑΥΣ
Μα την Εκάτη! τώρα πειά ['ς εμένα θα κολλήσης,]
θελήσης, δεν θελήσης!

ΝΕΑΝΙΑΣ (εκ της θύρας της Γ')
Τι συφορά που μ' εύρηκε! Να πέφτω νύχτα-μέρα
κ' ένα ψοφήμι να γαμώ και μια σκουληκαντέρα!
Κι' όταν γλυτώσω μια φορά ως τόσο από κείνη,
θα μ' εύρη κι' άλλη Φρύνη
[να μου ριχτή με νάζα,]
που θάνε τα σαγόνια της από φτιασίδι βάζα!
Δεν είμαι άτυχος λοιπόν;—στον Δία τον Σωτήρα!
δεν είμαι άνδρας δυστυχής; κακήν δεν έχω μοίρα,
να ταξιδέψω σήμερα
με δυο θεριά ανήμερα;
Αν πάθω στο ταξίδι μου φουρτούνες και τρομάρες,
πλέοντας κάτω απ' αυτές, της καραπουτανάρες,
θάφτε μ' απ' όλους χωριστά
στην πόρτα που θα μπω μπροστά,
και πιάστε ζωντανή κι' αυτή
με πίσσ' αλείφτε τη καυτή,
κατόπι ν' αναλύσετε
μολύβι, και στα πόδια της τριγύρω να το χύσετε,
και στήστε τη μου ύστερα στον τάφο μου, τη λάμνα,
για νεκρική μου στάμνα!

(Απορρίπτει τον στέφανον εκ της κεφαλής και εισέχεται, συρόμενος υπό
της Γ' εις τον οίκον της).

(Εισέρχεται ΧΟΡΟΣ γυναικών και νεανίδων).

ΣΚΗΝΗ Ε'.


ΧΟΡΟΣ - ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ και έπειτα

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ
Τι ευτυχής πούν' ο λαός! και εγώ η δούλα η καλή,
και η κυρά μου πειό πολύ!
Κι' όλες εσείς, που κάθε μια μπροστά στην πόρτα μένει,
κι' ο δήμος και οι γείτονες, κι' αυτοί ευτυχισμένοι.
Μα το θεό; είμαι κ' εγώ μια δούλα, κι' όμως πήρα
κ' έβαλα στο κεφάλι μου τα πειό ωραία μύρα.
Κι' απ' όλα τα μυρουδικά της Θάσου είνε χίλιες
φορές πειό εκλεκτότερα, που τάχουν στης μποτίλλιες
κ' η μυρουδιά μοσχοβολεί
πολύν καιρόν στην κεφαλή,
μα τάλλα όμως χάνουνε το μύρο τους ταχύτερα.
Θεοί μου! είνε πειό καλά, πολύ, πολύ καλήτερα.
—Κέρασε άδολο κρασί! και ευφροσύνη θάχης
τη νύχτα που θα ψάχης
για να διαλέξης ό,τι βρης οσμή γλυκειά να χύνη.
— Αλλά τι νάχη γίνη,
γυναίκες, ο αφέντης μου, που έχει την κυρά μου;

ΧΟΡΟΣ
Ώ, θα τον εύρης εύκολα· περίμεν' αυτού χάμου.

ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ
Μάλιστα· να τος! τώβαλε κ' εκείνος για το γλέντι.

(εισέρχεται ο ΔΕΣΠΟΤΗΣ, όστις χάριν του κωμικού ειρμού δύναται να ήνε
αυτός ο ΒΛΕΠΥΡΟΣ]

— Ώ τρισευτυχισμένε μου, μακάριε μου αφέντη!
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Εγώ;

ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ
Αμ βέβαια εσύ, όσο κανένας άλλος,
μα τους θεούς! ποιος ευτυχής θα ήταν πειό μεγάλος
από την ευγενεία σου, που σες ψυχές τριάντα
χιλιάδες και περσσότερες, δεν έφαγες στην μπάντα;

ΧΟΡΟΣ
Ευτυχισμένος άνθρωπος, [απ' το φαΐ στον ύπνο.]

ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ
Και τώρα για πού τώβαλες, αφέντη;

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Για το δείπνο.

ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ
Μα τη θεά, ο έσχατος απ' όλους πας ως τόσο.
Με πρόσταξ' η γυναίκα σου να 'ρθω να σε τσακώσω,
και με της κόρες τούτες 'δω να 'ρθης εκεί και συ.
Περσσεύει χιώτικο κρασί
και όλα ταγαθά της γης·
έλα λοιπόν και μην αργής.

[προς το κοινόν]
— Και ο καθένας θεατής,
που θάχη ευχαρίστησι, κι' ο κάθε μας κριτής,
αν ίσως δεν φρονή αλλοιώς, εκεί μ' εμάς ας πάνε,
κι' απ' όλα θα τους δώσουμε [να κάτσουν και να φάνε!]

ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Χεμ! τότε πες τα νακουσθούν απ'όλους· κ' ελευθέρως
κάλεσε όπου νηός βρεθή, μικρό παιδί και γέρος·
κανένα μην αφήσης·
και όποιον απαντήσης
τραβώντας για το σπίτι σου, πες του καλά ν' ακούση,
πως περιμένει έτοιμο για όλους το τσιμπούσι!

ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ
Εγώ εκεί πηγαίνω
κρατώντας τούτο το δαδί, που βλέπεις, αναμμένο.

ΧΟΡΟΣ
Τι χάνεις τόσες ώρες,
και δεν τραβάς εκεί και συ μαζύ μ' αυτές της κόρες;
Κ' ενόσω συ θα προχωρής [στο γλέντι το μεγάλο,]
τραγούδι για την όρεξι θ' ακούσης να σου ψάλλω.

(Η Κορυφαία του Χορού κάμνει _Παράβασιν_ προς το κοινόν)
Τώρα λίγο θα θελήσω
στους κριτάς μου να μιλήσω.
Οι σοφοί, απ' τη σοφία ας με κρίνουν στην εντέλεια,
κι' όσοι θέλουν να γελάνε, ας με κρίνουν απ' τα γέλια·
κ' έτσι όλοι θάχουν ίση
τη μερίδα τους στην κρίσι.
Και ο κλήρος πούχει πέση,
[και εις το δικό μου έργο έδωκε την πρώτη θέσι,
όταν με σειρά θα 'ρθουν
και τα άλλα να κριθούν,]
ας μην ήν' αιτία πάλι
να ξεχάσετ' όσα είπα απ' τη μια στιγμή στην άλλη,
μα, συμφώνως με τον όρκο, ο καθένας σας ας κρίνη
τους χορούς, και ό,τι είπα μεσ' στη μνήμη σας να μείνη,-
κι' όχι σαν κακές πουτάνες, όπου άλλο δεν θυμούνται,
παρά μοναχά εκείνους, όπου πέφτουν και κοιμούνται!
— Πάμε, φιλαινάδες, τώρα,
ας τραβάμε για το δείπνο να μη χάνουμε την ώρα.
Και τα δυο σου πόδια κίνει
με το κρητικό το βήμα.

ΗΜΙΧΟΡΟΣ
Όπως είπες και θα γίνη.

ΧΟΡΟΣ
Και η λεπτοκαμωμένες με τα σκέλια σας κρατείτε
το ρυθμό, — κ' εκεί θα βρήτε
μπαρμπουνοσελαχορτικο-
μπριζολογαλεογλυκο-
μελιτοπασσαλειμμένο-
κοκκοροκοττοψημένο-
λαγοτσιχλοκατσουλιερο-
φαβοφασσοπεριστερο-
φασουλοκοτσυφοτρυγον-
επιτατραγανοπτερύγων!
Συ που ακούς αυτά τα λόγια, πάρε γρήγορα το πιάτο
κ' ένα ώμορφο ποτήρι,
για να φας στο πανηγύρι
όπου γίνετ' εκεί κάτω,—

ΗΜΙΧΟΡΟΣ
που τα κρέατα, σαν λύκοι
πεινασμένοι, θα τραβάν'.

ΧΟΡΟΣ
Σηκωθήτ' απάνω!. . . Νίκη!. . .
Στο φαΐ!. . . Ευοί!. . . ευάν!. . .


ΤΕΛΟΣ

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξε ένας
σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά
στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (Ιστορία,
φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε
δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου,
στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο.
Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο
Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο
Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα,
στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη,
Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη,
Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου,
Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου
τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην
Ελλάδα.
Αι εκκλησιάζουσαι γελοιοποιούν την περί γυναικείας ελευθερίας
ιδεολογίαν και ιδίως τας περί κοινογαμίας και κοινοκτημοσήνης τότε
αναφυείσας θεωρίας.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ
ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.
ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 - ΤΗΛ. 614.686, 634.506
ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου