- ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ: ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ
- ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Ο «Οιδίπους Τύραννος» πρόκειται ίσως για το συνταρακτικότερο θεατρικό κείμενο της αρχαιότητας, από όσα μας έχουν διασωθεί. Ο άνθρωπος στέκεται αντιμέτωπος με τη Μοίρα, αναμετριέται και συντρίβεται. Όμως η συντριβή του προβάλλει ένα αξεπέραστο μεγαλείο. Αμφισβητείται η αγαθότης του Θείου και δεσπόζει η αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να δώσει απάντηση στα αιώνια μεταφυσικά Ερωτήματα. Επιπλέον είναι ένα κείμενο με συναρπαστική πλοκή και αγωνιώδεις περιπέτειες. Το γνωστό έργο του Σοφοκλή Οιδίπους Τύραννος επαληθεύει στο ακέραιο την περίφημη φράση ενός ευρωπαίου στοχαστή ότι η ελληνική τραγωδία τιμάει την ελευθερία του ανθρώπου, γιατί επιτρέπει στους ήρωές της να ορθώνουν το ανάστημά τους ακόμη και απέναντι στην ακαταγώνιστη δύναμη της ειμαρμένης. Πράγματι, ο Οιδίπους, ο τραγικός εστεμμένος της Θήβας, τολμάει να συγκρουστεί με τη μοίρα, η οποία θα έλεγε κανείς ότι τον διάλεξε επίτηδες για να παίξει μαζί του τα αποτρόπαια παιχνίδια της. Ο ήρωας βέβαια, στο τέλος, είναι αναπόφευκτο να πέσει και να συντριβεί· ωστόσο και στην πτώση του ακόμη βγαίνει νικητής, και αποβαίνει το αιώνιο σύμβολο του αγωνιζόμενου ανθρώπου, που προχωράει απτόητος στο τραχύ μονοπάτι της γνώσης που είναι γεμάτο αινίγματα και παγίδες. Η τραγωδία αυτή του Σοφοκλή εκδίδεται στην παρούσα σειρά με πιστή αλλά συνάμα γλαφυρή μεταγραφή της στη νεοελληνική, καθώς και με πλούσιο πραγματογνωστικό και ερμηνευτικό σχολιασμό.
- (Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό κείμενο).
- ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ
- Σοφοκλέους: Οιδίπους Τύραννος.pdf
- ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
- ΑΡΙΣΤΟΥ ΚΑΜΠΑΝΗ
- Η ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
Ο «Οιδίπους Τύραννος», φέρων τον τίτλον τούτον ειςδιάκρισιν από τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», είναι το τεχνικώτερον κιένα των υψηλοτέρων έργων της αρχαίας τραγικής ποιήσεως. Εδιδάχθηκατά το έτος 415 π.Χ. από τον Σοφοκλέα. Μολαταύτα ένας αρχαίοςαναφέρει ότι ο «Οιδίπους Τύραννος», διδαχθείς εις τας Αθήνας δενέτυχε των πρωτείων, ενίκησε δε εις τον ποιητικόν αγώνα άλλοςτραγικός, του οποίου δεν σώζεται το έργον· ο Φιλοκλής.Το δράμα έχει ως εξής περίπου:Κατ’ αρχάς παρουσιάζονται προ των βωμών που ήσαν εμπρόςαπό το ανάκτορον του Οιδίποδος γέροντες και νέοι Θηβαίοιστεφανωμένοι με ικετηρίους κλάδους. Τούτων προεξάρχει ο ιερεύςτου Διός, ο οποίος λέγει εις τον Οιδίποδα το αίτιον που τουςηνάγκασε να στεφανωθούν με τους ικετηρίους κλάδους και ναπαρουσιασθούν εμπρός του. Του λέγει ότι τρομερά συμφορά μαστίζειτην χώραν. Λοιμός τρομερός ερημώνει τας Θήβας. Αφορία τρομερά.Αι γυναίκες κακογεννούν, αποβάλλουν. Τα πτώματα των μικρών παιδιώνμένουν άθαπτα. Αλλ’ ο λοιμός θερίζει και τα ζώα. Παρακαλεί τονΟιδίποδα, που άλλοτ’ έσωσε τας Θήβας από την Σφίγγα, να λυτρώσητην πόλιν από την συμφοράν δι’ ενός οποιουδήποτε τρόπου. Ο Οιδίπουςσυγκινημένος τους λέγει ότι η θλίψις του και η στενοχωρία του είναιμεγάλη, ότι ακόμη απέστειλε τον υιόν του Μενοικέως Κρέοντα, τονγαμβρόν του, εις το μαντείον των Δελφών δια να ερωτήση: «τικάμνοντας ή λέγοντας την πόλιν σώζει».Εν τω μεταξύ καταφθάνει από τους Δελφούς ο Κρέων, οοποίος ερωτώμενος από τον ιερέα του Διός ποίον χρησμόν κομίζει,απαντά ότι καλόν, καθώς αυτός τουλάχιστον νομίζει.Ο Οιδίπους προτρέπει τον Κρέοντα ν’ ανακοινώση τονχρησμόν ενώπιον του πλήθους των ικετών. Και ο Κρέων τονανακοινώνει. Προστάζει, λέγει, το μαντείον να φονευθή ή να εξορισθήαπό τας Θήβας ο φονεύς του Λαΐου.Ο Οιδίπους ερωτά τον Κρέοντα,αν ο Λάιος εφονεύθη εις την χώραν του ή αλλού πουθενά. Από τονΚρέοντα μανθάνει ότι ο Λάιος εξελθών προς «θεωρίαν» δεν εγύρισεπλέον, ότι οι ακόλουθοί του εσκοτώθησαν εκτός ενός μοναχά, οοποίος εσώθη. Επί πλέον μενθάνει ότι οι δολοφονήσαντες τον Λάιονήσαν λησταί και ότι ένεκα της Σφιγγός, η οποία τότε ήτον η μάστιξτων Θηβών, δεν έγειναν έρευναι, όπως ανακαλυφθούν οι δράσται. Εξόλων τούτων ο Οιδίπους συλλαμβάνει την υπόνοιαν, ότι πρόκειταιπερί πανουργίας, μολαταύτα κηρύττει ότι θα ζητήση τονβασιλοκτόνον.Ο ΧΟΡΟΣ (εκ Θηβαίων γερόντων) εις την Πάροδον εκφράζειφόβους δια τον χρησμόν, τον σκοτεινόν χρησμόν που εδόθη εις τονΚρέοντα. Επικαλείται τους πολιούχους θεούς των Θηβών να σώσουντην πόλιν. Εικονίζει εις θαυμασίους στοίχους τον λοιμόν πουκατατρύχει την πόλιν, και παραβάλλει τον λοιμόν τούτον προς τονολέθριον Άρη.Ο Οιδίπους προτρέπει τους Θηβαίους να φανερώσουν τονφονέα και υπόσχεται αμοιβήν εις εκείνον , όστις ήθελε τον φανερώση,όπως απειλεί κ’ εκείνον όστις ήθελε τον κρύψη. Ο Χορός λέγει ότιαγνοεί τα πάντα επί του προκειμένου, συμβουλεύει δε τον Οιδίποδα ναερωτήση τον Τειρεσίαν. Ο Τειρεσίας έρχεται μετ’ ολίγον, και κατ’αρχάς αρνείται, αλλά κατόπιν προκληθείς δι’ ασυνέτων λόγων από τονΟιδίποδα, του λέγει ότι αυτός είναι ο φονεύς του Λαΐου, τον οποίον τομαντείον κηρύττει αποδιοπομπαίον. Εις την αυξάνουσαν οργήν τουΟιδίποδος ο μάντις προσθέτει υπαινιγμούς, δια των οποίων θέλει ναειπή ότι ο Οιδίπους είναι φονεύς του πατρός του και συνοικεί με τηνμητέρα του, και του προλέγει, ότι μέλλει τυφλός να πλανάται ανά τηνγην ζητών τόπον αναπαύσεως.Ο Χορός εις το πρώτον στάσιμον δείχνεται ταραγμένος απότους λόγους του Τειρεσία. Διότι αγνοεί, όπως λέγει, αν υπήρξε ποτέφιλονικία μεταξύ των Λαβδακιδών και του υιού του Πολύβου. Άλλωςτε, κατά την ιδέαν του, μόνον ο Ζευς και ο Φοίβος ως θεοί γνωρίζουντα μέλλοντα όχι δε και ο Τειρεσίας.Ο Οιδίπους εις όλα αυτά υπωπτεύθη συνωμοσίαν του μάντεωςκαι του Κρέοντος ενατίον του. Έρχετ’ ενώπιόν του ο Κρέων δια ν’απορρίψη την δεινήν κατηγορίαν. Και προτρέπει τον Οιδίποδα μόνοςτου πηγαίνων εις τους Δελφούς να μάθη αν πιστώς ή όχι ανεκοίνωσενο Κρέων εις τας Θήβας τον χρησμόν της Πυθίας. Ο Οιδίπους, εντούτοις, απειλεί εναντίον του γαμβρού του θάνατον.Κατά την διάρκειαν της φιλονικίας έρχεται επί της σκηνής ηβασίλισσα Ιοκάστη, σύζηγος του Οιδίποδος, αδελφή του Κρέοντος. ΟΚρέων ανακοινώνει εις την Ιοκάστην τας κακάς ενατίον του διαθέσειςτου Οιδίποδος. Η Ιοκάστη και ο Χορός ικετεύουν τον Οιδίποδα, όπωςμη εκτελέση την απειλήν του και ο Οιδίπους μαλάσσεται. Ο Κρέωναποχωρεί, η δε Ιοκάστη ερωτά τον Οιδίποδα ποία η αιτία του θυμούτου. Και ο Οιδίπους διηγείται τα συμβάντα. Και δια να καταπραΰνητον βασιλέα του λέγει, ότι δεν αξίζει κανείς να πιστεύη εις τουςχρησμούς. Άλλως τε και εις τον Λάιον είχε δοθή χρησμός, κατά τονοποίον έμελλε να φονευθή από τον υιόν του. Αλλ’ η μαντεία αυτήκάθε άλλο ήτον παρ’ αληθινή. Διότι ο μεν πατέρας εσκοτώθη εις ένασταυροδρόμι, ο δε υιός του μόλις γεννηθείς ερρίφθη εις άβατον όρος.Ο Οιδίπους ερωτά λεπτομερείας περί του χρόνου και του τόπου εις τονοποίον εφονεύθη ο Λάιος. Μανθάνει τον αριθμόν των ακολούθων τουΛαΐου, μανθάνει ότι ήτον επάνω εις άρμα, ότι ταύτα κατέστησεγνωστά εις τους Θηβαίους ένας εκ των ακολούθων του, ο μόνοςσωθείς, και ότι ούτος , όταν έγεινεν ο Οιδίπους βασιλεύς, ικέτευσετην Ιοκάστην να τον στείλη εις τους αγρούς δια να βόσκη ποίμνια. ΟΟιδίπους ζητεί να τον ιδή. Και η Ιοκάστη ερωτά την αιτίαν τηςεπιθυμίας του ταύτης. Τότε ο Οιδίπους της αφηγείται ότιευρισκόμενος εις την Κόρινθον κατηγορήθη από ένα μεθυσμένον ωςνόθος, και ότι χωρίς οι γονείς να το ηξεύρουν επήγεν εις τουςΔελφούς, όπου έλαβε τον τρομερόν χρησμόν, ότι έμελλε να γείνησύζυγος της μητρός του και του πατρός του φονεύς. Φοβούμενος δεμήπως επαληθεύση ο χρησμός δεν επανήλθεν εις την Κόρινθον, αλλ’επορεύθη προς τους τόπους, εις τους οποίους καθώς η Ιοκάστη τουανεκοίνωσεν, εφονεύθη ο Λάιος. Και κατά παράδοξον σύμπτωσιν εκείφιλονικήσας μ’ έναν άνθρωπον όμοιον μ’ εκείνον που τουπεριέγραψεν η Ιοκάστη ως Λάιον, τον εφόνευσε και κατόπιν όλουςτου τους ακολούθους. Αν ο φονευθείς είναι ο Λάιος ποίος τότε εκ τωνανθρώπων θα είναι εξ ίσου προς τον Οιδίποδα δυστυχισμένος; Ακόμητο τρομερόν μυστικόν δεν απεκαλύφθη ακέραιον εις τους οφθαλμούςτου. Πιστεύει ότι όντως ο πατέρας του ευρίσκεται εις την Κόρινθονκαι φοβείται να επανέλθη εκεί. Η Ιοκάστη θέλουσα να καθησυχάσηκαι πάλιν τον Οιδίποδα, τον προτρέπει, όπως δυσπιστή εις τονΑπολλώνιον χρησμόν· του φέρνει μάλιστα και παραδείγματαεπικυρώνοντα την ιδέαν της ότι οι χρησμοί δεν επαληθεύουν πάντοτε.Ο Χορός αποδοκιμάζει την βλασφημίαν της Ιοκάστης. Εύχεταιμάλιστα να τιμωρήση ο Ζευς την απιστίαν, η οποία υποσκάπτει αυτάτα θεμέλια της θρησκείας.Και ως να εισήκουσαν οι θεοί τας ευχάς των Θηβαίωνγερόντων, βλέπομεν την Ιοκάστην εξερχομένην εις την σκηνήν ναλέγη ότι ο Οιδίπους είναι περίφοβος και καταλυπημένος. Και ωσάνμετανοούσα δι’ όσα είπε προηγουμένως, έρχεται ικέτις εις τον βωμόντου Απόλλωνος, εκεί σιμά ευρισκόμενον.Άγγελος ερχόμενος από την Κόρινθον φέρει το μαντάτον, ότι οΠόλυβος ετελεύτησε και ότι οι Κορίνθιοι ανεκήρυξαν βασιλέα τονΟιδίποδα. Εις το άκουσμα τούτο η Ιοκάστη καλεί τον Οιδίποδα δια ναιδή διαψευδομένους τους χρησμούς, που του είχαν ταράξει τηνκαρδίαν. Αφού ο Πόλυβος, ο πατέρας του, απέθανεν εις την Κόρινθον,ασφαλώς ο Οιδίπους δεν θα τον φονεύση. Ο Οιδίπους οικτείρει τωνθεών τ’ άστοχα μαντέματα. Ο Κορίνθιος όμως άγγελος ακούσας ότι οΟιδίπους εφοβείτο το άλλο ήμισυ του χρησμού, κατά το οποίον έμελλενα συνευρεθή με την μητέρα του, ωσάν δια να τους καθησυχάση, τουςπληροφορεί , ότι ο Οιδίπους, ούτε του Πολύβου ούτε της γυναικόςεκείνου Μερόπης ήτον υιός, αλλ’ ότι αυτός έδωκεν εις τους βασιλείςτης Κορίνθου εις νηπιακήν ηλικίαν τον Οιδίποδα και ούτοι τονυιοθέτησαν. Εις στιχομυθίαν με τον Κορίνθιον άγγελον ο Οιδίπουςμανθάνει, ότι ούτος βόσκων τα ποίμνιά του εις τον Κιθαιρώνα έλαβετο βρέφος, έχον τρυπημένα τα πόδια, από άλλον βοσκόν καθώς και τοόνομά του (Οιδίπους=φουσκοπόδης) μαρτυρεί. Ο χορός διατείνεταιότι ο δώσας το βρέφος ήτον ο δούλος, τον οποίον προ ολίγουεκαταζητούσεν ο Οιδίπους. Ερωτά την Ιοκάστην. Αλλ’ η Ιοκάστη εντω μεταξύ από τον διαμειφθέντα διάλογον μεταξύ του Κορινθίου καιτου Οιδίποδος εννοήσασα, ότι το εκτεθέν εις τον Κιθαιρώνα παιδί τηςκαι ο Οιδίπους ήσαν ένα και το αυτό πρόσωπον, κ’ επομένως ότι είχεγείνη θύμα φρικτής αιμομιξίας, ικετεύει τον Οιδίποδα να μηναναζητήση τον δούλον, αν μεριμνά δια την ζωήν του. Αλλ’ οΟιδίπους, εις τον οποίον δεν είχεν αστράψει ακόμη ολόκληρον τομυστικόν της ζωής του, ζητά να οδηγηθή εμπροστά του ο Θηβαίοςβοσκός. Η Ιοκάστη εξέρχεται της σκηνής, ο δε Χορός προοιωνίζεταικακά δια το μέλλον.Και ο Οιδίπους με πείσμα, αδιαφορών εις τας εναντιώσεις τωνάλλων, μένει προσδοκών τον ερχομόν του δούλου. Ο Χορός ειςθαυμάσιον άσμα, πλήρες Διονυσιακών παλμών και ελπίδων, που--αλλοίμονον, δεν επαλήθευσαν ,--λέγει ότι η επομένη ημέρα θα δείξητον Οιδίποδα όχι αλλοδαπόν, αλλά Θηβαίον υιόν κανενός αγροτικούθεού και καμμιάς Νύμφης, που θα συνευρέθησαν εις κάποιοναπάρθενον άντρον του Κιθαιρώνος. Εν τοσούτω ο Οιδίπους βλέπειερχόμενον τον θεράποντα του Λαΐου, όστις ελθών ομολογεί ότικάποτε--προ καιρού πολλού--βόσκων τα ποίμνιά του εις τονΚιθαιρώνα, απήντησε τον Κορίνθιον άγγελον. Δι’ εξαναγκασμών οδούλος πείθεται να ομολογήση, ότι το βράφος που έδωκεν εις τονΚορίνθιον, δεν ήτο τέκον δούλης, αλλά τέκνον αυτής της Ιοκάστης.Καμμία πλέον νεφέλη δεν συσκοτίζει το Οιδιπόδιον αίνιγμα.Προφανώς ο Οιδίπους είναι πατροκτόνος και αιμομίκτης, σύζυγος τηςμητρός του.Εν τω μεταξύ ο Οιδίπους εισέρχεται εις τ’ ανάκτορακαταρομαγμένος. Απομένει επί της σκηνής μόνος ο Χορός, ο οποίοςθρηνεί δια την ανθρωπίνην δυστυχίαν, δια το άστατον και το αβέβαιοντων ανθρωπίνων τυχών. Αποτροπιάζεται τα φρικτά συμβάντα. Δενλησμονεί όμως ότι ο Οιδίπους έσωσέ ποτε τας Θήβας.Ακολούθως ο Εξάγγελος, άγγελος δήλα δη προερχόμενος εκτου ανακτόρου, αναγγέλλει εις τον Χορόν ότι η Ιοκάστη εμβήκεν ειςτον θάλαμόν της και κλεισθείσα εκρεμάσθη. Ο Οιδίπους εισερχόμενοςεις τον θάλαμον ζητεί ξίφος δια ν’ αυτοκτονήση, αλλά καθώς είδε τηνΙοκάστην κρεμαμένην απέσπασεν από τα φοράματά της περόναςχρυσάς, με τας οποίας ετρύπησε τους οφθαλμούς του. Τυφλόςεμφανίζεται εις την σκηνήν, οι δε γέροντεες αποστρέφουν ταςκεφαλάς μη δυνάμενοι ν’ αντιμετωπίσουν το αποτρόπαιον θέαμα.Βάλλει σπαρακτικάς οιμωγάς και αποδίδει τα πάντα εις τονΑπόλλωνα. Εις παρατήρησιν του χορού διατί προέβη εις το φρικτόναυτό διάβημα, απαντά ότι δεν ήθελε να βλέπη τίποτε με τουςοφθαλμούς του· ήθελεν αν ήτο δυνατόν και τας ακοάς του νασφραγίση. Ικετεύει τους γέροντας να τον κρύψουν ή να τονφονεύσουν. Ο Χορός βλέπων τον Κρέοντα ερχόμενον λέγει ότι αυτόςδικαιούται ν’ αποφασίση. Ο Οιδίπους παρακαλεί τον Κρέοντα ναλάβη φροντίδα περί των θυγατέρων του και μαζί του εισέρχεται ειςτ’ ανάκτορα.Μετά δε την κένωσιν της σκηνής ο Χορός απομείνας μόνοςαναπτύσσει την έννοιαν του ρητού «μηδένα προ του τέλους μακάριζε»εις στίχους ηρέμου λύπης και συντριβής.Αυτή είναι περίπου η υπόθεσης τους δράματος. Ομεταφραστής απεπειράθη να δώση το πνεύμα του πρωτοτύπου, όπουδεν ήτο δυνατόν ακριβώς ν’ αποδοθή το γράμμα. Μετεχειρίσθη τονδεκατετρασύλλαβον του Πολυλά δια την απόδοσιν του διαλογικούιαμβικού τριμέτρου, μετέφερε δε εις λυρικούς ελευθέρους στίχους ταχορικά άσματα και τους κομμούς, φρονών ότι δεν είναι δυνατή ημεταφύτευσις των αρχαίων μέτρων εις την νέαν στιχουργίαν πάντοτε,διότι άλλη είναι η προσωδία, μικροτέρα είναι η ποικιλία των ρυθμών,και άλλο το πνεύμα της νέας γλώσσης, άλλη η «ακουστική μαςσυνείδησις» δια να μεταχειρισθώμεν μιαν φράσιν του Νίτσε. Ως προςτην γλώσσαν, ο μεταφραστής ηθέλησεν ακολουθών την δημοτικήνπαράδοσιν του στίχου, που ελάμπρυναν οι ποηταί, να τηνσυμπλησιάση όσον το δυαντόν προς την αστικήν γλωσσικήνσυνήθειαν, διότι θέλει ν’ απευθύνεται προς τους συγχρόνους του, όχιδε προς τους αποθαμένους, μη έχων την υπερβολικήν αξίωσιν ν’απευθύνεται προς τους μεταγενεστέρους.ΠΡΟΣΩΠΑΟΙΔΙΠΟΥΣΙΕΡΕΥΣ ΔΙΟΣΚΡΕΩΝΤΕΙΡΕΣΙΑΣΙΟΚΑΣΤΗΑΓΓΕΛΟΣΘΕΡΑΠΩΝΕΞΑΓΓΕΛΟΣΧΟΡΟΣ ΘΗΒΑΙΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩNΟΙΔΙΠΟΥΣΤέκνα του Κάδμου του παλιού γενεά νέα,τι συναγμένοι κάθεσθε σ’ αυτούς τους τόπους,με τα κλαδιά της ικεσίας στεφανωμένοι;Και η πόλις είν’ από θυμιάματα γεμάτη,και αντιλαλεί από στεναγμούς κι από παιάνας;Αυτά εγώ απ’ το στόμα να μάθω θέλοντας,κι όχι απ’ το στόμα των μαντατοφόρωνο πολυφήμιστος ήλθα εδώ πέρα Οιδίπους.Λέγε μου ωστόσο γέροντα που σου ταιριάζειπρώτα απ’ τους άλλους να μιλής: η αιτία ποια να ’νεπου ήλθατ’ εδώ στεφανωτοί με δάφνης κλώνους;Για ένα κακό που πάθατε ή μήπως γι’ άλλοπου προσδοκάτε;[1] πρόθυμος να σας βοηθήσω.Γιατί θενά ήμουν άσπλαχνος αν δεν λυπούμουναξιολύπητους όπως εσάς ικέτας.ΙΕΡΕΥΣΟιδίπου, που του τόπου μας αφέντης είσαι,βλέπεις ικέτας όλους μας μπρος στους βωμούς σου:να μακροφτερουγίσουνε δεν ημπορούνεάλλοι· κι άλλους βαρύνουνε τα γερατειά· ιερέας[2]εγώ του Διός και τούτοι διαλεχτοί στους νέους.Κι ο λαός όλος με κλαδιά στεφανωμένοςτης ικεσίας στην αγοράν εσυμμαζεύθη,σιμά στους ναούς της Αθηνάς και του ΙσμηνίουΑπόλλωνος τον μαντικόν βωμόν· η πόλιςβλέπεις πώς συνταράζεται και να σηκώσηκεφάλι από τον κόκκινο των βυθών σάλον[3]δεν ημπορεί· και φθείρονται οι βλαστοί της μάναςγης και ψοφούν ανάριθμα βωδιών κοπάδιακαι πεθαμένα τα παιδιά γεννοβολούνεοι μανάδες. Ο ολέθριος θεός στην πόλινέστειλε κακορρίζικην αρρώστειαν, έτσιαδειάζει η Θήβα από ζωές πολλές ανθρώπωνκαι ο μαύρος Άδης στεναγμούς και γόους γεμίζει.Όχι πως σε νομίζομε, με τους Θεούς ίσον,εγώ και οι νιοί απομένομεν ικέται τώραμα γιατί σε πιστεύομε των θνητών πρώτονστις τύχες όλες της ζωής και των Ολυμπίωντας σχέσεις. Συ που εγλύτωσες αυτόν τον τόπο,από τα ξένα φθάνοντας ποτέ στας Θήβας,από τον φόρον της σκληράς Σφιγγός που πάντααινιγματώδη, ξωτικά, έλεε, τραγούδια·και το ’καμες χωρίς κανείς από μας όλουςνα σου διδάξη τίποτε, μα όλοι το λένε,--και το νομίζω ατός μου εγώ--φώτισι θείαπως είχες και τας έσωσες, άναξ, τας Θήβας.Τώρα, ω Οιδίπου μέγιστε στους θνητούς όλους,γονατισμένοι πέφτουμεν εμπρός σου ικέταικαι σωτηρίαν γυρεύομε να μας χαρίσηςείτε θεός, είτε άνθρωπος τρόπον σου δείξη.Γιατί καλό πως πέρνουνε νομίζω τέλοςόσα καλά οι φρόνιμοι τ’ αποφασίσουν.Την πόλιν δέξου, άριστε, τούτην να σώσης.Μη χάσης το καλό όνομα στας Θήβας που ’χεις.Σωτήρα εδώ σε κράζουνε για την φροντίδαπου έλαβες άλλοτε για μας. Όμως κανέναςδεν θα θυμάται εσέ βασιλέα της Θήβας,αν όλους μας ο όλεθρος μάς συνεπάρηκι ας σου ’λαχε απ’ τον θάνατον να μας γλυτώσης.Ανάστησε απ’ την συμφοράν την πόλιν, άναξ,όπως και τότε μάντευμα καλό στην πόλινέδωκες, δώσε μια φοράν ακόμη. Κ’ έτσιαν είναι μεσ’ στον τόπο μας να βασιλεύηςκάλλιο γεμάτη η πόλις μας να ’ναι απ’ ανθρώπουςπαρ’ αδειανή. Δεν θ’ άξιζε καράβι ή κάστροέρημον απ’ ανθρώπινη ζωή που μένει.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠολύ γνωστοί μου οι πόθοι σας, δυστυχή τέκνα.Ξέρω και τι σας έφερεν ενώπιόν μου.Ξέρω η αρρώστια όληνε δέρνει την πόλιν,μα σαν εμέναν’ άρρωστος κανείς δεν είναι.Εσείς μονάχα θλίβεσθε για τον εαυτό σας.Μα για την πόλιν και για μένα και για σέναπονεί, ραγίζεται η ψυχή του βασιλέως.Δεν είμαι ως από βαρύπνον να ξυπνώ ύπνον.Ξέρετε πως τα δάκρυά μου ποτάμια τρέχουνκαι σε πολλούς με πλάνησε δρόμους η έννια.Κι ό,τι σωτήριο φάνηκε στους στοχασμούς μουεις πράξιν ευθύς το ’βαλα. Του Μενοικέωςτον υιόν Κρέοντα έστειλα, τον συγγενή μου,εις το μαντείον των Δελφών για να ρωτήση,τι κάμνοντας ή λέγοντας την πόλιν σώζω.Και καθώς συλλογίζομαι πως πλέον καιρός τουαπό το δελφικό ταξίδι να γυρίσηθλίβομαι· αλλ’ ως γυρίση λέω, πως θενά κάμωό, τι ο θεός μού πη με τους χρησμούς του.ΙΕΡΕΥΣΜα σε κατάλληλον καιρόν το εσυλλογίσθης,και οι νέοι λεν πως να ’ρχεται τον Κρέοντα βλέπουν.ΟΙΔΙΠΟΥΣΆναξ Απόλλων, αν καλή τύχη μας φέρηχαρούμενος στην όψιν, λέγω, θα ’ναι.ΙΕΡΕΥΣΑς τον ρωτήσωμε· κοντά είναι ώστε να ’κούη.Κρέων, ω άναξ, και του Μενοικέως βλαστάριποιος ο χρησμός του θεού που μας κομίζεις;ΚΡΕΩΝΚαλός. Γιατί αν νικήσωμε τις δυσκολίεςόλα σε καλό θά ’βγουνε, πιστεύω, Οιδίπου.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλλά ποιος ο χρησμός; γιατί όλ’ αυτά τα λόγια,ούτε και με φοβίζουνε, ούτ’ ενθαρρύνουν.ΚΡΕΩΝΑν θέλης να σ’ τον πω μπροστά τους, πε μου,πρόθυμος είμαι. Στο παλάτι αλλοιώς ας έμπουμε.ΟΙΔΙΠΟΥΣΛέγε τον φανερά. Επειδή για τούτουςπιότερο νιάζομαι παρά για την ζωήν μου.ΚΡΕΩΝΘα πω λοιπόν ό,τι απ΄τον Φοίβον έχω ακούσει:Μας δίνει φανερώτατα συμβουλή ο Απόλλωντο μίασμα να διώξωμεν από τας Θήβας.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι με ποιόν τρόπον; ποιος ο εξιλασμός;ΚΡΕΩΝΠρέπει να διώξωμε τον ένοχο απ’ τας Θήβας,ή να ξεπλύνωμε τον φόνον μ’ άλλον φόνον·γιατί το αίμα του μέσα εδώ πέρα σκούζει.ΟΙΔΙΠΟΥΣΣε ποιόν μηνάει τάχα τέτοια τύχη ο Φοίβος;ΚΡΕΩΝΆναξ, βασίλευε ποτέ στας Θήβαςο Λάιος προτού δώσωμε σ’ εσέ το σκήπτρον.ΟΙΔΙΠΟΥΣΈχω ακουστά, αν και ποτέ μου δεν τον είδα.ΚΡΕΩΝΑυτός λοιπόν σκοτώθηκε και τώρα ο Φοίβοςνα τιμωρήσωμε τον ένοχον προστάζει.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι σε ποιο μέρος βρίσκεται; τάχα θα βρούμετου κρίματος του παλαιού το κρύφιον ίχνος;ΚΡΕΩΝΣ’ αυτήν εδώ πως κρύβεται τη χώρα, λέγει,κι ό,τι ζητάει κανείς το βρίσκει πάντακαι μοναχά ό,τι αμελεί, νομίζω, χάνει.ΟΙΔΙΠΟΥΣΜεσ’ στο παλάτι ή στους αγρούς τον εσκοτώσαν;ή σ’ άλλη χώρα απόμακρη ξενιτεμένον;ΚΡΕΩΝΚαθώς επήγαινε να λάβη στο μαντείονχρησμόν κάπου τον σκότωσαν και δεν ξανάλθε.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι δεν τον είδε ούδ’ άγγελος ή ακόλουθός τουπού τον εσκότωσαν;ΚΡΕΩΝΌχι, γιατί εσκοτώθηκαν και μόνον ένας,που γλύτωσε απ’ τον θάνατον, γνωρίζει τούτο.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠοιο; λέγε το! Γιατί μπορεί κανέναςαπό το λίγο πιο πολλά να συμπεράνη.ΚΡΕΩΝΛένε λησταί τον σύντυχαν και τον σκοτώσανπολλοί που επάνω ρίχθηκαν στον βασιλέα.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠώς ήθελε κανείς βρεθή, να τον σκοτώσηληστής, αν δεν τον πλήρωνεν από ’δώ κάποιος;ΚΡΕΩΝΤούτο και τότε πίστεψαν. Αλλ’ αφού εχάθηο βασιλεύς δεν βρέθηκε κανείς βοηθός μας.ΟΙΔΙΠΟΥΣΤι σας εμπόδισε να μάθετε ποιος ήταντου βασιλέως που εχάθηκεν ο δολοφόνος;ΚΡΕΩΝΗ Σφιγξ με τα τραγούδια της τα αινιγματώδη.ΟΙΔΙΠΟΥΣΌμως εγώ στο φως τούτα θα βγάλω.Άξια ο Φοίβος μας θυμίζει και συ άξιατο ξεχασμένο το θανάσιμο το κρίμα·και δίκαια τον βασιλέα βοηθόν θα βρήτεεμένα--όχι για χάρι των νεκρών μονάχα,αλλά και για την ίδια μου τη σωτηρία.Θα διώξω εγώ την εντροπήν από τας Θήβας,γιατί ο φονιάς που έχει τον Λάιον σκοτωμένα,μπορεί και μένα να σκοτώση καμμιάν ώρα.Λοιπόν κάμνω καλό στον εαυτό μου αν έτσιτον θάνατον εκδικηθώ του βασιλέως.Όσο πιο γλίγωρα μπορείτε σηκωθήτετης ικεσίας πέρνοντας μαζί τις δάφνες.Κι άλλος εδώ τον λαόν του Κάδμου ας συμμαζέψη.Εγώ ό, τι δυνατόν θα επιτελέσω, κ’ έτσιή ευτυχισμένοι ή δυστυχείς θενά γενούμε.ΙΕΡΕΥΣΩ τέκνα, ας εγερθούμε, γιατί πλέον εκείναπου να ζητήσωμε ήλθαμε μας υπεσχέθηκαι ο Φοίβος που μας έστειλε τους θείους χρησμούς τουβοηθός ας έλθη και σωτήρ στην πόλι ετούτη.ΧΟΡΟΣΣτροφή α΄Ω του Διός γλυκύλαλε χρησμέ, που απ’ το μαντείοντο πλούσιον εδιάβηκες στας Θήβας,υπομονή δεν έχω εγώ και ο φόβος με κατέχει,ευσπλαχνικέ θεέ της Δήλου.Γιατί φοβούμαι την θεϊκή αξέχαστην οργή σου·ποιος ξέρει η προσταγή σουποιο παλαιό να κάμωμε λησμονημένο χρέοςξανά θα μας προστάξη;Πε μου αθάνατη θεά,της Ελπίδος τέκνον, Φήμη.Αντιστροφή α΄Σ’ εσένα πρώτην δέομαι, Αθηνά του Διός κόρη,και στην βοηθόν της πόλεως θεάν την αδελφή σου,την Άρτεμι, στον κύκλιον της αγοράς τον θρόνονπου μένει θρονιασμένη,και στον Απόλλωνα τον τοξότη.Τους τρεις καλώ σας βοηθοί να ’λθήτε στα δεινά μας.Αν άλλοτε σε δυστυχίαν αρχαίαν εσείς σωτήρεςεδράματε κι εδιώξατε την φλόγα της καταστροφής,και τώρα να βοηθήσετε.Στροφή β΄Αλλοίμονον που ανάριθμα πάμπολλα τα δεινά μουκι ο λαός πάσχει ολόκληρος--ποιος τρόπος, ποια φροντίδα μουθα διώξη το κακό απ’ την πόλιν;Φυτό δεν αναδίν’ η γημε πόνους και με βάσαναγεννούνε οι δύστυχες μητέρες.Και θενά ιδής να τρέχουνε προς του Άδη τ’ ακρογιάλι,όπως πουλιά που πέτονται το ’να ξοπίσω στ’ άλλοπιο γλίγωρα κι απ’ τη φωτιάτην αδάμαστην ακόμα.Αντιστροφή β΄Κ’ έτσι η πόλις χάνεται--και των παιδιών που κείτονταιτ’ άθαφτα σώματα στη γητον θάνατον γεννούν στη χώρα.Και οι παντρεμένες και οι γρηές μπρος τους βωμούς μητέρεςπαρακαλούν να λυτρωθούν απ’ των δεινών το πλήθος.Και αντιλαλούν του εξιλασμούφροντίδες και αναστεναγμοί!Στροφή γ΄Τον Άρη, τον ολέθριον, όπου χωρίς ασπίδαςφλέγει με καθώς έρχεται μεσ’ από θρήνους,από τη γη μας μακριά κάμε να φύγηπρος τα πελάγη ας πάη της Αμφιτρίτης,είτε στη μαύρη θάλασσα,ή όπου βογγά ο Βορριάς της Θράκης.Γιατί ορθόν ό, τι αν αφήση η μέραέρχεται η νύκτα και το συντρίβει.Αυτόν εσύ πατέρα Ζευ, ω δέσποτα των αστραπών,με το δικό σου σύντριψε το αστροπελέκι.Αντιστροφή γ΄Θέλω τα ολάγρια βέλη σου, Φοίβε μου Λύκιε,με τα χρυσά δοξάρια σουρίχνοντας να μας σώσης,τον Χρυσομίτραν Διόνυσονακόμη επικαλούμαιπου είναι προστάτης των Θηβαίων,τον Βάκχον, τον κρασοπρόσωπονσύντροφον των Μαινάδωννα εγγίση μ’ ένα ολόκαυστονπεύκο τον Άρη που οι θεοίκαθόλου δεν τιμούνε.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑυτά παρακαλείς εσύ: Αν θες να γείνουνκαταλεπτώς όσα ζητής, πρέπει ν’ ακούσηςπροσεκτικά τα λόγια μου και θενά λάβηςπαρηγορίαν υπέρτατην εις τα δεινά σου.Τους λόγους τούτους θα σου πω αμέσως τώρα.Αν και την πράξιν αγνοώ κι αγνοώ τον φόνονκαι ούτ’ ένα έχω μαρτύριον να μ’ οδηγήση.Αλλ’ όμως επειδή συμπατριώτης είμαιδικός σας, ακούστε με τούτο σας κηρύττω:αν ίσως και κανείς σε σας τον βασιλέαποιος σκότωσε γνωρίζει, τον προστάζωνα ’λθή καταλεπτώς να φανερώση εμένατην πράξιν. Αν ο ένοχος ο ίδιος φοβάταιτο φοβερό που ετέλεσε να ειπή το κρίμα,μήπως και λάβη την ποινήν όπου τ’ αξίζει,κηρύττω εγώ πως άφοβα να πη το κρίμαμπορεί και, λέγω, απείραχτον θα τον αφήσω.Δεν θενά πάθη τίποτε, μόνο απ’ τας Θήβαςμακριά θα φύγη απείραχτος ο δολοφόνος.Αν λάχη πάλι και κανείς σε σας γνωρίζη,πως είν’ αυτός που εσκότωσε τον βασιλέααπ’ άλλη χώρα μακρινήν, ας μη το κρύψηκαι πλούσια του υπόσχομαι θα τον αμείψω,χάρι γι’ αυτό παντοτεινή θα του χρωστάω.Αν πάλι μου το κρύψετε αυτό από φόβον,φοβούμενοι μη φίλο σας ή τον εαυτό σαςβλάψετε, τουτ’ ακούσατε που εγώ κηρύττω:Να μη δεχθή τον ένοχον κανείς, κανείς σαςστο σπίτι του· να μη δεχθή να του μιλήση,μήτε στας δεήσεις σύντροφον να τόνε λάβη,ακόμη ούτε τους χέρνιβας να του προσφέρη.Προστάζω να τον διώχνετε Θηβαίοι καθέναςαπό τ’ αγνά τα σπίτια σας, γιατί μιαίνει,ως το μαντείον εκήρυξε, την πόλιν όλη.Εγώ λοιπόν το πρόσταγμα θενά τελέσωο Φοίβος που μας έστειλε, και θα εκδικήσωτον σκοτωμόν του άμοιρου του βασιλέως.Κατάρα αφήνω, τούτα μου τα λόγια όλοιεις έργον να τα βάλετε, για το χατίριτης πόλεως, όπου φθείρεται, και το δικό μου.Γιατί αν δεν επρόσταζεν ακόμη ο Φοίβοςτην πόλιν να εξαγνίσωμεν από το κρίμα,πάλι κακό θε νά ’τανε, αφού κ’ εχάθημεσ’ στους ανθρώπους ο άριστος των Θηβαίων ο άναξ,ν’ αφήσωμε ανεκδίκητον τον σκοτωμό του.Τώρα στον ίδιον που έλαχε να βασιλεύωθρόνον, που αυτός βασίλευε, την ίδιαν κλίνητην ίδια ακόμη σύζυγον μ’ εκείνον να ’χω,κι αν άκληρος δεν πέθαινε, θα ’ταν αδέλφιατα τέκνα του που θα ’καμνε με τα δικά μου·τον έχει δαμασμένο ωιμέ η κακή τύχητον Λάιον· μα πατέρα μου σα να τον είχαθα προσπαθήσω το φονιά του Λαΐου να πιάσω,του Λαΐου, όπου ο Λάβδακος έχει γεννήσει,του Πολυδώρου το παιδί, όπου κρατάειαπό του Κάδμου τη γενιά κι απ’ τον παλιόν Αγήνορα.Και τους θεούς παρακαλώ να μη αναδώσηβλαστόν η γη σ’ εκείνονε που δεν θα κάμη,όσα προστάζω· δέομαι στους θεούς ακόμηπαιδί να μη του γεννηθή από τη γυναίκαμιά συμφορά χειρότερη απ’ αυτήν να λάχη.Κατάρα και στους ένοχους είτε πολλοί ’ναιείτ’ ένας· κακοθάνατος κακά να πάη.Και αν είν’ μεσ’ στο παλάτι μου και τον γνωρίζω,ας πέση επάνω μου ο θυμός των αθανάτωνκι όποια κατάρα έδωκα σ’ εμέ να στρέξηκαι στους Θηβαίους που ακούνε με ας είν’ η Δίκησύμμαχη και παντοτεινά οι Αθάνατοιας τους βοηθούνε.ΧΟΡΟΣΆναξ, καθώς εμίλησες κ’ εγώ μιλάω.Tον Λάιον δεν εσκότωσα· ούτε γνωρίζωτον ένοχον, και δύναται μόνο ο Απόλλωντην απορίαν που εγέννησε και να τη λύση.ΟΙΔΙΠΟΥΣΣωστά μιλείς. Μα ποιος μπορεί από τους ανθρώπουςνα εξαναγκάση εις κάτι τι τους Ολυμπίους;ΧΟΡΟΣΜιάν άλλη συμβουλή μπορώ να δώσω.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι μίαν ακούω πρόθυμος, αν θες, και δύο.ΧΟΡΟΣΟ Τειρεσίας γνωρίζομε πως όσα ο Φοίβοςμπορεί, κ’ εκείνος δύναται να τα μαντεύση·κι αν τον ρωτήσωμε μπορεί (ποιος ξέρει;)αυτά όλα καθαρότατα να μας γνωρίση.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι τούτο δεν τ’ αμέλησα. Ο Κρέων, ως μου ’πε,να τονε φέρουν έστειλε τον μάντι άγγέλους,και πως ακόμη αργοπορεί, απορώ, φίλε.ΧΟΡΟΣΚαι τ’ άλλα αβέβαια φυσικά και κούφια λόγια.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠοια λόγια; πε μου γλίγωρα, θέλω να μάθω.ΧΟΡΟΣΛένε πως τον σκότωσε κάποιος διαβάτης.ΟΙΔΙΠΟΥΣΈτσι ακουστά το ’χω κ’ εγώ. Μα ποιος τον είδε;ΧΟΡΟΣΑκόμη και αν αφόβητη τύχ’ η ψυχή του,όμως θαρρώ η κατάρα σου θα τον μακρύνη.ΟΙΔΙΠΟΥΣΌποιος χωρίς να ταραχθή κάμνει το κρίμα,εκείνον δεν τρομάζουνε τα μάταια λόγια.ΧΟΡΟΣΙδού όμως που αφανέρωτος δεν θενά μείνη·τον θείον τώρα εδώ οδηγούν τον Τειρεσίαντον μάντιν, όπου ενδόμυχην μες τα βαθειά τουμόνος του μέσα στους θνητούς αλήθειαν έχει.ΟΙΔΙΠΟΥΣΣυ, που τα πάντα δύνασαι να κρίνης, μάντι,κι όσα μπορούν να λέγωνται κι όσ’ άρρητα είναι,ω Τειρεσία, επίγεια μαζί και ουράνια,την συμφοράν που δέρνει μας αν και δεν βλέπεις,ξέρεις καλά κ’ αισθάνεσαι· μονάχα εσένα,άναξ, προστάτη ευρίσκομε στη δυστυχία.Ο Φοίβος, όπως θα ’μαθες απ’ τους αγγέλουςσ’ εκείνους όπου εστείλαμε να τον ρωτήσουν,παράγγειλε πως άλληνε γιατρειά καμμίαδεν είναι ή να σκοτώσωμε του βασιλέωςΛαΐου, ή να εξορίσωμε τους δολοφόνους.Η σωτηρία μας κρέμεται σ’ εσένα μόνον.Το πιο αγαθό που δύναται κανείς να κάμηείναι να κάμνη το καλό με κάθε τρόπο.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΑλλοίμονο! Πόσο βαρύ καλά να ξέρηςτο αληθινό που ανήμπορο να σε βοηθήσηκ’ είναι συνάμα βλαβερό. Ξεχνώντας όμωςό, τι καλά δεν ήξερα ήλθα εδώ πέρα·τέτοιαν αλλοιώς δεν θα ’χα εγώ τόλμην ο μάντις.ΟΙΔΙΠΟΥΣΤι να συμβαίνη κι άθυμος μας ήλθες, μάντι;ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΣτο σπίτι μου να ξαναπάω άσε με, Οιδίπου.Τη δυστυχία καλύτερα θενά υπομείνης,κ’ εγώ πάλι καλύτερα την εδική μου.ΟΙΔΙΠΟΥΣΔίκαια δεν λες ούτε αρεστά στην πόλιν, μάντι,την πόλιν όπου σ’ έθρεψε καθώς αρνείσαι,από απορία που σου ζητάει να τήνε βγάλης.Μη, σ’ εξορκίζω στους θεούς, ω Τειρεσία,αρνείσαι που όλοι, ικέται σου, παρακαλούμε.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΕίναι γιατί δεν ξέρετε· μα εγώ ποτέ μουδεν θενά πω το μάντευμα που μέλλει, Οιδίπου,να φανερώση τα φρικτότατά σου έργα.ΟΙΔΙΠΟΥΣΤι λες; Καλά γνωρίζοντας τα πάντα κρύβεις;Μας καταστρέφεις, μα το ναι, και μας προδίδεις.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΤον εαυτό μου δεν ποθώ και σε να θλίψω.Τι λοιπόν μάταια μ’ ερωτάς και μ’ εξετάζεις,αφού είναι αδύνατο από μέ κάτι να μάθης;ΟΙΔΙΠΟΥΣΩ ελεεινότατε άνθρωπε, που κ’ έναν βράχονμπορείς να οργίσης, δεν θα πης ό, τι ρωτούμε,αλλά έτσι αδάκρυτος, αλύγιστος θα μείνης;ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΓια τον θυμό μου εμένα ψέγεις τάχα,και την οργήν που σε κατέχει δεν τη βλέπεις;ΟΙΔΙΠΟΥΣΟργίζομαι· μα ποιος ακούοντας τέτοια τάχαλόγια, θα ’μενε ανόργιστος, όπου την πόλιν,την πόλιν που σ’ εγέννησεν αυτά ατιμάζουν;ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΜόνα τους θα φανερωθούν· τι κι αν τα κρύβης;ΟΙΔΙΠΟΥΣΤότε λοιπόν τι ανάγκη σου να μας τα κρύβης;ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΠιότερα δεν μπορώ να πω. Έτσι όσο θέλειςπλάνταζε, θύμωνε άγρια· δεν με φοβίζεις.ΟΙΔΙΠΟΥΣΝαι! βαρυθυμωμένος είμαι, και κανέναδεν θενά λείψω να σου ’πω, απ’ όσα, αλήθεια,πιστεύω· λοιπόν μάθε το πως καλά ξέρωότι όχι μόνο τους φονείς εσύ γνωρίζεις,αλλ’ ότι και συνέτρεξες αυτόν τον φόνον.Έστω κι αν δεν εμόλυνες στου Λαΐου το αίματα χέρια σου. Αν δε σ’ έκαμνε τυφλόν η τύχη,εσένα θενά πίστευα αυτουργόν του φόνου.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΑλήθεια; εγώ στο κήρυγμα να εμμείνης, λέγω,και πλέον από σήμερα ούτ’ εγώ, ούτε τούτοιταιριάζει ν’ απευθύνομε σ’ εσέ τον λόγον,που είσαι το ανόσιο μίασμα του τόπου!ΟΙΔΙΠΟΥΣΤέτοιαν απότολμην κατηγορία σ’ εμέναρίχνεις και απ’ το θυμό μου θα γλυτώσης, λέγεις;ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΉξευρα πως πικρή η αλήθεια που είπα.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑυτά δεν σου τα δίδαξε η μαντεία βέβαια.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΕσύ να πω μ’ ανάγκασες όσα δεν θέλω.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠοιά να μου πης σ’ ανάγκασα; λέγε ν’ ακούσω.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΤάχα καλά δεν μ’ άκουσες; τι ζητάς τώρα;ΟΙΔΙΠΟΥΣΔεν κατάλαβα καλά, για ξαναπέ μου.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΛέγω πως είσαι ο ένοχος που εμείς ζητούμε.ΟΙΔΙΠΟΥΣΓια τις διπλές δεν θα χαρής, βέβαια, βρισιές σου.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΚι άλλα να πω; και πιότερο να σε θυμώσω;ΟΙΔΙΠΟΥΣΠες ό, τι θέλεις. Μάταια, κούφια τα λόγια.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΛέγω λοιπόν σ’ αισχρότατη πως ήλθες σχέσινμε τους στενούς σου συγγενείς· και δεν γνωρίζειςπόσο κακή είναι η θέσις σου.ΟΙΔΙΠΟΥΣΈννια σου κι ατιμώρητος δεν θ’ απομείνης.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΒέβαια, σαν έχη δύναμιν κάποια η αλήθεια.ΟΙΔΙΠΟΥΣΜέσα σου δεν ευρίσκεται η αλήθεια εσένα,τυφλός και στα μάτια και στ’ αυτιά και στον νουν είσαι.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΔυστυχισμένος είσαι που μ’ ονειδίζεις με τέτοια·θα σε ονειδίσουν αύριον εσένα όλοι.ΟΙΔΙΠΟΥΣΆπαυτη τύφλα σε κρατεί και δεν κατέχειςουδέ κ’ εμέ, ουδέ κι άλλονε θνητόν να βλάψης,απ’ όσους χαίρονται αγαθό το φως του ήλιου.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΒέβαια εγώ δεν ημπορώ να βλάψω εσένα,είν’ ο Απόλλων αρκετός για να το κάμη.ΟΙΔΙΠΟΥΣΟ Κρέων να επινόησεν αυτά ή μονάχοςεσύ;ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΑτός σου εβλάφθηκες εσύ. Ο Κρέων τι φταίει;ΟΙΔΙΠΟΥΣΩ πλούτε και βασιλεία στην γην, που απ’ όλεςτις τέχνες τις ανθρώπινες εξέχεις· κάμνειςόλοι του βασιλέως τη ζωή να τη ζηλεύουν,αφού για τον βασιλικόν τον θρόνον, όπουη πόλις μού τον έδωκε, άξιό μου δώρο,χωρίς εγώ να το ζητώ, τούτος ο Κρέων,ο πρώτα φίλος μου πιστός, μ’ επιβουλεύει,το σκήπτρον αυτό θέλοντας για τον εαυτό του,και μου ’στειλε τον μάγο αυτόν και τον πανούργον,τον δόλιον, τον αγύρτη αυτόν που μόνοκέρδη αγαπά, κ’ είναι τυφλός εις την μαντείαν.Πότε, για πε μου, εδείχθηκες μάντις αλήθεια;Όταν η Σφιγγοπρόσωπη εδώ ήτον Σφίγγα,και ξωτικά ετραγούδαε τα αινίγματά της,δεν έδινες σωτήριες τις συμβουλές σου·το αίνιγμα ευκολοξήγητο δεν ήτον τότε,ούτε ήτονε του καθενός για να το λύση·μαντείαν εχρειαζότανε που δεν τη βρήκεςστους οιωνούς που εξέταζες, αλλ’ ούτε ακόμηθεός κανείς σ’ την έδωκεν. Εγώ όμως ήλθαχωρίς να ξέρω τίποτε, ο Οιδίπους, λύωτο αίνιγμα και την τρομερή την σφίγγα φθείρω.Από τον θρόνο ωρκίσθηκες ν’ απομακρύνηςεμέ, σιμά στον Κρέοντα να βασιλεύης.Μου φαίνεται πως κλαίοντας και οι δύο τας Θήβαςθ’ αφήσετε· το μίασμα μαζί θα φύγη.Τα γερατειά αν δε σεβόμουν θα ’βλεπες ποίαανταμοιβή θα λάβαινες στους λογισμούς σου.ΧΟΡΟΣΣ’ εμάς ο θυμός φαίνεται πως και τα λόγιατα δικά του εμπνέει, βασιλεύ, και τα δικά σου.Τέτοια δεν μας χρειάζονται. Μα πρέπον είναι,την άριστη για τον χρησμόν να βρούμε λύσιν.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΤι κι αν λογιέσαι βασιλεύς; Εγώ θα δώσωαπόκρισιν ανάλογη στ’ άθλιά σου λόγια·γιατί κ’ εγώ την δύναμιν ετούτην έχω.Δεν είμαι σκλάβος εδικός σου αλλά του Φοίβου·της προστασίας του Κρέοντος δεν έχω ανάγκην.Με τέτοια γλώσσα σου μιλώ τυφλός γιατί είπεςπως είμαι, αλλ’ αν του λόγου σου ανοιχτομάτηςείσαι, γιατί στην άβυσσον που έχεις φθασμέναδεν βλέπεις; Και το σπίτι σου ποιο ’ναι δεν ξέρεις.Μήπως γνωρίζεις την γενεάν όπου κρατιέσαι;Δεν ξέρεις ότι μισητός στους συγγενείς σουτους πεθαμένους έλαχες και σ’ όσους ζούνε,και πως διπλή φρικτότατη των γονέων κατάρααπό τας Θήβας, άθλιε, θα σε μακρύνη;Εσένα που καμώνεσαι γι’ ανοιχτομάτης,ποιος τόπος από την φωνήν δεν θ’ αντηχήσητην εδική σου; ποιο βουνό, ποιος άλλοςΚιθαιρών τέτοιον άνομον που έκαμες γάμονκαι μπήκες καλοτάξιδος σ’ αυτό το σπίτι;Αλλ’ ούτε των άλλων σου κακών το πλήθοςγνωρίζεις που σε κάμνουνε με τα παιδιά σουίσον. Και τώρα ονείδιζε αν ημπορέσηςεμένα και τον Κρέοντα, όσο κι αν θέλης·χειρότερη κανένας σου θνητός δεν θα ’χειτύχην από όσους τρέφονται στην γην ετούτη.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλλά μπορεί τέτοια ν’ ακούη κανένας λόγιακαι να υπομένη; Πήγαινε σου λέγω γέροστων θεών την κατάρα--!Πήγαινε πίσω σπίτι σου. Φύγε απ’ εμπρός μου.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΠοτέ δεν θενα ’ρχόμουνα, αν δεν μ’ εκάλεις.ΟΙΔΙΠΟΥΣΣ’ εκάλεσα όχι ελπίζοντας μωρολογίες,αλλοιώς δεν θενά πάταγες εις το παλάτι.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΤέτοιος εγώ εγεννήθηκα: μωρός για σένα,μα συνετός για τους γονείς που σ’ έχουν κάμει.ΟΙΔΙΠΟΥΣΓια ποιους γονείς; ποιος μ’ έκαμεν απ’ τους ανθρώπους;ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΗ μέρα τούτη θα σε φάη, που θενά δείξηποιος σ’ έκαμε.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑινιγματώδη, σκοτεινά λόγια, μου λέγεις.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΜα έλεγες πως τα αινίγματα ξέρεις και λύνεις.ΟΙΔΙΠΟΥΣΨέγε με για όσα εβοήθησαν να γείνω μέγας.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΑυτή σου η τύχη σ’ έφθειρε, δυστυχισμένε.ΟΙΔΙΠΟΥΣΛίγο με μέλλει, αφού ’σωσα μ’ αυτήν τας Θήβας.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΦεύγω! Παιδί μου, οδήγει με να πάω στο σπίτι.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑς σε οδηγήση. Πήγαινε αφού είσαι εμπόδιο,να τελεσθή το πρόσταγμα τ’ άγιο του Φοίβου.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣΕίπα, όσα μ’ ερωτήσατε· και τώρα φεύγωκαι δεν φοβούμαι θάνατον εγώ από σένα.Σου λέγω μόνον ο άνθρωπος όπου ζητούνε,εκείνος όπου εσκότωσε τον βασιλέαείναι μπροστά, και μέτοικος αν λέη πως είναι,γλίγωρα θα τον εύρετε να ’ναι Θηβαίος.Δεν θα χαρή για τούτη του την καλή τύχην,θα τυφλωθή, προλέγω σας, και θα πλανάταιξένος μέσα στην ξενιτειά με το ραβδί τουνα βρή τον δρόμον ψάχνοντας· ο ίδιοςπατέρας και αδελφός ομού και της μητρός τουμαζί παιδί και σύζυγος !... Εσείς θα ιδήτεπώς είναι, και πώς έσπειρεν ίδια γυναίκαμε τον πατέρα θα βρεθή. Καλά στοχάσουμπαίνοντας στο παλάτι σου αυτά που λέγω·κι αν εύρης ότι ψέματα σου λέγω, τότενα μην πιστεύης στη δική μου την μαντείαν.ΧΟΡΟΣΣτροφή α΄Ποιος είν’ αυτός, που ο Δελφικός μαντικός είπε βράχοςπως έκαμε με φονικά τα χέρια κακά τόσα;Είναι καιρός,πιο γλίγωρα από τ’ ανεμόποδ’ άτιατο πόδι του γοργό να πάρηνα πάη μακριά.Ο Απόλλων με τις αστραπέςκαι τη φωτιά και το δοξάρικινιέται κατ’ επάνω του,και φοβερές τον ακολουθούνοι αλάθευτες Εριννύες.Αντιστροφή α΄Γιατί έλαμψε απ’ του Παρνασού την κορυφή τη χιονισμένηχρησμός, όπου προστάζει μας να βρούμε το φονιά,γιατί συχνάζει στ’ άγριατα δασωμένα μέρη,στ’ άντρα, στους βράχους καισαν ταύρος με το πόδι του,το δύστυχο ο δυστυχισμένος,το μάντευμα το Δέλφιον,που από τον ομφαλόν της γης εστάλη,μακριά να διώξη θέλει.Όμως το θεϊκό μάντευμαπετάει πάντα ζωντανότριγύρω απ’ τον δυστυχισμένον.Στροφή β΄Δεινή λοιπόν η ταραχή που φέρνει ο μάντις,ούτ’ είν’ απίστευτα όσα λέει και πιθανά δεν είναι.Έτσι δεν ξέρω τι να ειπώ,με των ελπίδων τα φτερά πετάωούτε στο μέλλον βλέποντας ούτε και στο παρόν.Η έχθρα πώς εστάθηκενανάμεσα στη γενεά του Λαβδάκουκαι στου Πολύβου το παιδί,ούτ’ άλλοτε άκουσα ποτέούτε και τώρα ξέρω,κι έτσι εκδικούμενος εγώτον σκοτωμόν του Λαΐου,ένοχον τον Οιδίποδα στον λαόν να παραστήσω.Αντιστροφή β΄Όμως ο Ζευς και ο Δελφικός θεός καλά γνωρίζουντ’ ανθρώπινα. Αλλ’ απίστευτοκανένας από τους ανθρώπους μάντιςστην κρίσι να υπερέχη εμένα.Στη σοφία στέκ’ η υπεροχήαπ’ άνθρωπον ανθρώπου.Όμως ποτέ δεν θα ’ψεγα τον βασιλέα, αν δεν έβλεπααπόδειξι στων κατηγόρων του τα λόγια.Γιατί άλλοτε, που φανερά η Φτερωμένη Κόρηγοργόπεσεν απάνω του, σοφός εδείχθηκαι αληθινά σωτήριος εις την πόλιν--γι’ αυτό ποτέ στη σκέψι μου κακός δεν θα ’ναι ο Οιδίπους.ΚΡΕΩΝΆνδρες Θηβαίοι, ως έμαθα πως ο Οιδίπουςκατηγορίες βαρύτατες λένε μου ρίχνει,ήλθα επειδή δεν βάσταξα. Γιατί αν πιστεύητης δυστυχίας που του ’τυχε πως είμ’ αιτίαή πως κακό εγώ του ’καμα με λόγια ή μ’ έργα,δεν θέλω πιότερο να ζω μ’ αυτόν τον ψόγον,γιατί μικρή δεν έχω εγώ απ’ αυτόν ζημία·ζημία, νομίζω, υπέρτατη πως είνεοι φίλοι κακόν να μ’ ονομάσουνε.ΧΟΡΟΣΤούτα σου κατηγόρησαν μες το θυμό τους,κι όχι γιατί τα νόμισαν σωστά πως είναι.ΚΡΕΩΝΕίπαν πως τάχα έβαλα το μάντι εγώνα ειπή όσα είπε.ΧΟΡΟΣΈλεγαν τέτοια· μα γιατί, δεν ξέρω, Κρέων.ΚΡΕΩΝΜε τα σωστά του τα ’λεγεν αυτά τα λόγια;ΧΟΡΟΣΔεν ξέρω. Των αρχόντων δεν θωρώ τα έργα.Ιδού όμως βγαίνει ο βασιλεύς απ’ το παλάτι.ΟΙΔΙΠΟΥΣΩ συ! Πώς είν’ και τόλμησες μπροστά μου να ’λθηςκαι να πατήσης του σπιτιού μου το κατώφλι,συ φανερά το βασιλιά που έχεις σκοτώσει,και που ληστής του θρόνου μου να γείνης θέλεις.Πε μου για χάρι των θεών, για ποιόν μ’ επήρες,ανόητον τάχα ή δειλόν, κι αυτά μου κάμνειςή μήπως τάχα νόμισες εγώ την πανουργίανδεν θενά καταλάβαινα και θα εδεχόμουν;Τάχα μωρότατος δεν είσαι να πιστεύης,πως δίχως φίλους και λαόν θενά μπορέσηςαπό τα χέρια μου τη βασιλεία ν’ αρπάξηςόπου με χρήματα και φίλους αποκτούνε;ΚΡΕΩΝΞέρεις τι θα ’τανε καλό να κάμης; άκουίσα προς όσα μου είπες τώρα λόγια, Οιδίπου,κ’ έπειτα μόνος σου μπορείς και κρίνεις.ΟΙΔΙΠΟΥΣΕύγλωττος είσαι. Δύσκολα όμως σ’ ακούωγιατί πως είσαι άπιστος, βρέθηκες, φίλος.ΚΡΕΩΝΘα σου εξηγήσω τούτο. Δέξου να μ’ ακούσης.ΟΙΔΙΠΟΥΣΜη μου αρνηθής το ότι κακός εστάθης, Κρέων.ΚΡΕΩΝΑν την αστόχαστη την τόλμη σου νομίζειςπως κάτι αξίζει, βέβαια, δίκιο δεν έχεις.ΟΙΔΙΠΟΥΣΕπίβουλος σε συγγενή σου εδείχθης, κ’ έτσινομίζεις ατιμώρητος πως θενά μείνης;ΚΡΕΩΝΟμολογώ πως δίκαια μίλησες τώρα,αλλ’ όμως τι ’ναι το κακό που σου ’χω κάμει;ΟΙΔΙΠΟΥΣΜου ’λεγες ή δεν μου ’λεγες πως ειν’ ανάγκη,να στείλω εδώ να φέρουνε τον Τειρεσία;ΚΡΕΩΝΑυτήν μου δεν την άλλαξες τη γνώμη ακόμη.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠόσος καιρός επέρασε αφ’ ότου ο Λάιος...ΚΡΕΩΝΈκαμε τι; Δεν ξέρω τι ’ναι όπου ρωτάς με.ΟΙΔΙΠΟΥΣΕχάθη από θανάσιμην κρυφήν αιτία;ΚΡΕΩΝΑμέτρητος καιρός έχει, θαρρώ, περάσει.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι τότε μάντιν λέγανε τον Τειρεσία;ΚΡΕΩΝΣοφόν και τότε. Κι όμοια τον ετιμούσαν.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι τάχα μ’ εθυμήθηκεν ο μάντις τότε;ΚΡΕΩΝΌχι δεν σ’ εθυμήθηκε ποτέ, πιστεύω.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλλ’ ούτε τον ρωτήσατε για τους φονιάδες;ΚΡΕΩΝΠώς όχι! τον ρωτήσαμε, μα δεν μας είπε.ΟΙΔΙΠΟΥΣΓιατί σας το ’κρυψε ο σοφός ο μάντις τούτο;ΚΡΕΩΝΔεν ξέρω. Να σιγώ λοιπόν, άναξ, ταιριάζει.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚάτι θα ξέρης, μολαταύτα, έστω και λίγο.ΚΡΕΩΝΠε μου, κι αν ξέρω κάτι τι δεν θα το κρύψω.ΟΙΔΙΠΟΥΣΛέγω, αν δεν συμφώναγε με σένα ο μάντις,του Λαΐου φονιάς δεν θα ’λεγε πως είναι ο Οιδίπους.ΚΡΕΩΝΔεν ξέρω ο μάντις τι σου λέγει. Ωστόσο θέλωνα μάθω, ως θες και συ από με να μάθης.ΟΙΔΙΠΟΥΣΕξέταζε. Φονιά ποτέ δεν θενά μ’ εύρης.ΚΡΕΩΝΠώς; μη δεν έχης σύζυγον την αδελφή μου;ΟΙΔΙΠΟΥΣΑπ’ όσα λέγεις τίποτε δεν απαρνούμαι.ΚΡΕΩΝΜαζί της δεν μερίζεσαι την εξουσίαν;ΟΙΔΙΠΟΥΣΣ’ ό, τι ποτέ μού ζήτησε όχι δεν είπα.ΚΡΕΩΝΤάχα δεν με τιμούν ίσα με σας τους δύο;ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλλ’ όμως εδώ δείχνεσαι κάκιστος φίλος.ΚΡΕΩΝΌχι. Αν αμερόληπτα θέλεις να κρίνηςκαλά στοχάσου: προτιμότερο δεν θά ’τοννα εξουσιάζης άφοβος και να κοιμάσαιτιμώμενος και συ με τους άρχοντας ίσα;Εγώ ποτέ δεν θα ’θελα βασιλεύς να ’μαι,βασιλικά όμως θα ’θελα να πράττω. Το ίδιοκαθένας άλλος. Άφοβος έτσι λαμβάνωό, τι θελήσω. Που αν βασίλευα μονάχοςίσως και να ’κανα πολλά--αθέλητά μου.Θέλεις λοιπόν ανήσυχη την βασιλείαννα προτιμώ απ’ την άνοιαστη την εξουσίαν;Δεν είμαι τόσον άμυαλος ώστε να θέλω,απ’ όσα ωφέλιμα κατέχω, κι άλλα.Τώρα όλ’ η Θήβα, φίλοι μου. Όσοι σε θέλουνσ’ εμένα πάντα τρέχουνε, ξέρεις, Οιδίπου.Έτσι μονάχα ελπίζουνε να το επιτύχουν.Πώς λοιπόν τουτ’ αφίνοντας να ποθώ άλλα;Ποτέ νους καλοστόχαστος κακός δεν είναι·αλλ’ ούτε βασιλέας ποτέ θέλω να γείνω,ούτε θα καλοτύχιζα, κι αν προσπαθούσαμ’ άλλους μαζί να πάρω σου τη βασιλεία.Εις το μαντείον πήγαινε καλά να μάθης,αν τον χρησμόν σού άλλαξα και δεν τον είπαόπως τον πήρα. Αν τύχη δε και με τον μάντινφανή πως εσυμφώνησα για κάποιο πράγμανα με σκοτώσης, βασιλιά, παρακαλώ σε,με τη δική μου θέλησι και τη δική σου.Αλλ’ όμως άδικο πολύ κατηγορίαντέτοιαν να μου κατηγορής χωρίς μαρτυρία,ούτε είναι διόλου δίκαιον να το πιστεύης:καλοί, οι κακοί και οι πονηροί πως είναι.Και το να χάσης άδικα ένα φίλον που ’χειςτην ακριβή ζωούλα σου είναι ως να χάσης.Με τον καιρόν θα τα σκεφθής αυτά που λέγω,γιατί με τον πολύν καιρόν φαίνεται ο δίκιος,ενώ ο κακός σε μόνη μια δείχνεται μέρα.ΧΟΡΟΣΣωστά είπε, Οιδίπου, για όποιονε φοβάται μήπωςπέση. Γιατί όσοι βιάζονται πολύ--σκοντάφτουν.ΟΙΔΙΠΟΥΣΓλίγωρα σαν ο επίβουλος κάμνει ό, τι κάμνει,γλίγωρα κ’ εγώ απόφασι να παίρνω πρέπει!Με χέρια σταυρωμένα, λέγω, αν απομείνωεύκολα την κακήν βουλή του θα εκτελέση.ΚΡΕΩΝΚαι τι ζητάς; από τας Θήβας να με βγάλης;ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαθόλου. Θέλω θάνατον να σου χαρίσω.ΚΡΕΩΝΠρόθυμα, μόνον ένοχος δείξε πως είμαι.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠίστιν στα μάταια λόγια σου γιατί να δώσω;ΚΡΕΩΝΣε βλέπω κ’ είσαι αστόχαστος.ΟΙΔΙΠΟΥΣΓια το συμφέρονμου φαίνεται πως σκέπτομαι καλά.ΚΡΕΩΝΜα πρέπει να μην αμελής και το δικό μου.ΟΙΔΙΠΟΥΣΝαι. Μα το φυσικό σου κακό θα ’ναι!ΚΡΕΩΝΤίποτε δεν στοχάζεσαι καλά.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλλ’ όμωςχρειάζεται στους άρχοντας να υπακούσης.ΚΡΕΩΝΌχι όμως στον κακόν τον άρχοντα.ΟΙΔΙΠΟΥΣΩ πόλις, πόλις.ΚΡΕΩΝΚ’ εγώ την πόλιν αγαπώ. Όχι εσύ μόνος.ΧΟΡΟΣΆνακτες, δέομαι, παύσατε. Γιατί στην ώρανπου πρέπει βλέπω να έρχεται η Ιοκάστηαπ’ το παλάτι, και μπορεί μαζί μ’ εκείνην,να διώξτε τη διχόνοια που σας διχάζει.ΙΟΚΑΣΤΗΓιατί τέτοια ασυλλόγιστη λογομαχίαεστήσατε ταλαίπωροι, ενώ τας Θήβαςδέρνει η μεγάλη συμφορά; Ντροπή καμμίαδεν έχετε και αστόχαστα κινείτε μίση.Δεν πας εις το παλάτι σου και συ στο σπίτι,Κρέων, μη λάχη τα μικρά γείνουν μεγάλα;ΚΡΕΩΝΟ σύζυγός σου τρομερήν, άνασσα, θέλεινα μου επιβάλη τιμωρίαν και μου προτείνειτον θάνατον αν προτιμώ ή την εξορία.ΟΙΔΙΠΟΥΣΟμολογώ· τον έπιασα με πανουργίατην ζωήν μου την βασιλικήν να επιβουλεύη.ΚΡΕΩΝΚαλό να μην ιδώ. Ο θυμός των Αθανάτωννα με συντρίψη, αν πόθησα ποτέ κακό σου.ΙΟΚΑΣΤΗΓια χάρι πίστευε των θεών, Οιδίπου,όσα σου λέγει. Τον ιερόν σεβάσου όρκον,έπειτα εμέ και όλους εδώ που είναι παρόντες.ΧΟΡΟΣΠείθου και μην οργίζεσαι, Οιδίπου, σ’ ικετεύω.ΟΙΔΙΠΟΥΣΝα υποχωρήσω μου ζητάς;ΧΟΡΟΣΣεβάσουαυτόν που ουδέ πρωτύτερα κακός δεν ήτονούτε και τώρα είναι κακός.ΟΙΔΙΠΟΥΣΤάχα γνωρίζεις τι ζητάς;ΧΟΡΟΣΚαλά γνωρίζω.ΟΙΔΙΠΟΥΣΛέγε λοιπόν, τι σκέπτεσαι;ΧΟΡΟΣΠοτέ να μη κατηγορής τον αθώο[4] φίλονως άτιμον, χωρίς μιά φανερήν αιτίαν.ΟΙΔΙΠΟΥΣΜάθε λοιπόν, όταν ζητής αυτά που λέγεις,ζητείς στον δικόν μου όλεθρο να συντελέσης.ΧΟΡΟΣΌχι, μα τον υπέρτατονμες στους θεούς τον Ήλιον,έρημος από τους θεούς κι απ’ τους ανθρώπους,αν τέτοια έχω στο νου μου, ν’ απομείνω.Η ολεθρία που ’πεσε στη χώρα η συμφοράσπαράζει εμένα του άμοιρουτην άθλια ψυχή,μην τύχη και προσθέσωμεκι άλλο κακό καινούργιο.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠρέπει λοιπόν να φύγη αυτός μακριά απ’ τας Θήβας,ή πρέπει εγώ ν’ αφανισθώ μακριά να φύγω.Γιατί η καρδιά μου σφίγγεται απ’ αυτά τα λόγιαπου λέγει αυτός· δεν σφίγγεται από τα δικά σου.Μισητός πάντα αυτός κ’ εχθρός θα μου είναιόπου κι αν πάη όπου αν σταθή.ΚΡΕΩΝΥποχωρείς αν και γεμάτος από μίσος,όμως θενά μισής τον εαυτό σου, Οιδίπου,αν η οργή καμμιά φορά σε φέρη. Τέτοιεςφύσεις πικρότατες στον εαυτό τους είναι.ΟΙΔΙΠΟΥΣΛοιπόν γλίγωρα φύγε, λέγω, κι άφησέ με.ΚΡΕΩΝΘα φύγω. Ο Κρέων για τούτους ο ίδιος,όσον εσύ και αν με παραγνωρίζεις, θα ’μαι.ΧΟΡΟΣΆνασσα, τον Οιδίποδα γιατί βραδύνειςνα πάρης στο παλάτι μέσα--να πραΰνης;ΙΟΚΑΣΤΗΘα τόνε πάρω βέβαια, αφού όμως μάθω,ποια η αιτία που μάλωσεν ο Κρέων μαζί του.ΧΟΡΟΣΜιά υποψία αμφίβολη στη μέση ερρίχθη.Και πάντα βλάφτει η ψεύτικη κατηγόρια.ΙΟΚΑΣΤΗΚαι οι δυό σε τούτο εφταίξανε;ΧΟΡΟΣΝαι.ΙΟΚΑΣΤΗΟ λόγος;ΧΟΡΟΣΑρκούν, αρκούν όσα είπαμε...τώρα που δέρν’ η συμφορά τη χώρακαλό είναι εδώ που ετέλειωσε να μείνη ο λόγος.ΟΙΔΙΠΟΥΣΒλέπεις πού φθάνεις; Δίκαιον ενώ σε ξέρω,για μένανε δε νοιάζεσαι και μου σπαράζειςτην καρδιά.ΧΟΡΟΣΆναξ, πολλές φορές σου το είπα,ότι τρελλός θε νά ’μουνα αν εσέναδεν αγαπούσα, που τρικυμισμένηνεύρες και τη επράυνες την πόλιν.Και τώρα γίνου, αν δύνασαι,ένας καλοπροαίρετος άρχων στας Θήβας.ΙΟΚΑΣΤΗΓια τους θεούς! πε μου κ’ εμένα, Οιδίπου,ποια είν’ η αιτία που ωργίσθηκες πολύ μαζί του;ΟΙΔΙΠΟΥΣΘα μάθης, γιατί σένανε σέβομαι απ’ όλουςπιότερο, τι εσοφίσθηκε κακόν ο Κρέων.ΙΟΚΑΣΤΗΛέγε. Να ιδώ μη βάσιμη εστάθη η οργή σου.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚηρύττει πως εσκότωσα εγώ τον Λάιον.ΙΟΚΑΣΤΗΤο ξέρει ατός του ή τ’ άκουσεν απ’ άλλου στόμα;ΟΙΔΙΠΟΥΣΜου ’στειλε τον παμπόνηρον, πανούργον μάντι,για να κρατή το στόμα του από τέτοια λόγιαο ίδιος ο Κρέων καθαρό.ΙΟΚΑΣΤΗΕσύ όμως όλ’ αφίνοντας ετούτα, εμέναάκουσε τι θενά σου πω· ποτέ κανέναςθνητός δεν ημπορεί μαντεία να κάμη·των λόγων τούτων φανερόν άκου μαρτύριον:ήλθε χρησμός απ’ τους Δελφούς κάποτε στον Λάιον,όχι από τον Απόλλωνα αλλ’ από κάποιονθεράποντά του, λέγοντας πως πεπρωμένοννα σκοτωθή από το παιδί που θα εγεννάτοαπό τους δυό μας. Αλλ’ αυτόν, πιστεύουν όλοι,τον σκότωσαν ξένοι λησταί σε σταυροδρόμιερημικό. Δεν πέρασαν τρεις μόνο ημέρες,όπου εγεννήθη το παιδί: προστάζει ο Λάιοςτους αστραγάλους του τους δυό αφού τρυπήσουνμακριά να το πετάξουνε σ’ ερημικό βουνό.Αλλ’ ούτε ’δώ τον φύλαξ’ ο Φοίβος το λόγο--πως τον πατέρα το παιδί ήθελε σκοτώσει,ουδ’ έπαθεν ο Λάιος ό, τι εφοβήθη.Αλλ’ όμως τέτοια οι μάντηδες επροφητεύαν.Λοιπόν καθόλου μη νοιαστής για όσα ακούμε--γιατί όσα χρήσιμα στον άνθρωπον νομίζειο θεός, μονάχος εύκολα τα φανερώνει.ΟΙΔΙΠΟΥΣΤι τρικυμίαν ένιωσα μεσ’ στην ψυχή μου,καθώς τα λόγια σου άκουγα τα τελευταία.ΙΟΚΑΣΤΗΠοιά σε κατέχει, βασιλεύ, ματαία φροντίδα;ΟΙΔΙΠΟΥΣΕνόμισα πως άκουσα σε σταυροδρόμιο βασιλεύς ο Λάιος άσπλαχνα εσφάγη.ΙΟΚΑΣΤΗΚαι τώρα, καθώς άλλοτε, λέγανε τέτοια.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι σε ποιόν τόπον έγεινε αυτό το κρίμα;ΙΟΚΑΣΤΗΦωκίς ο τόπος λέγεται· σμίγουν οι δρόμοι,που φέρνουν από τους Δελφούς εις την Δαυλία.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠόσος επέρασε καιρός που έγειναν τούτα;ΙΟΚΑΣΤΗΛίγον καιρόν προτού να ’λθής εδώ στας Θήβας,τέτοιοι λόγοι σπαρθήκανε μέσα στην πόλιν.ΟΙΔΙΠΟΥΣΩ Ζευ, τι εσυλλογίσθηκες σ’ εμέ να κάμης;ΙΟΚΑΣΤΗΤι σου ταράζει την ψυχήν, άναξ, ωστόσο;ΟΙΔΙΠΟΥΣΜη μ’ ερωτάς. Ο Λάιος πε μου πώς ήτον;Μεσ’ στην ακμήν της νιότης του ήτονε τάχα;ΙΟΚΑΣΤΗΨιλός, και μόλις άρχιζε ν’ ασπρίζει η κόμη,με τη μορφή του θα ’μοιαζε πολύ η μορφή σου.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλλοίμονο! Μου φαίνεται δεινές κατάρεςστον εαυτό μου έρριξα χωρίς να ξέρω.ΙΟΚΑΣΤΗΜιλείς; Και μου είναι φοβερή η όψις σου, άναξ.ΟΙΔΙΠΟΥΣΣφόδρα φοβούμαι μην ο μάντις βλέπει·θα ιδούμε. Μίαν ερώτησι άλλη ας σου κάμω.ΙΟΚΑΣΤΗΤρέμω. Αλλ’ αν ξέρω θα σου πω ό, τι μ’ ερωτήσης.ΟΙΔΙΠΟΥΣΜόνος ο άναξ έφευγε τότε απ’ τας Θήβας,ή με πολλή ως εταίριαζεν ακολουθία;ΙΟΚΑΣΤΗΠέντε τον εσυντρόφευαν και μεσ’ στους πέντεένας ο κήρυξ. Άμαξα μονάχη μία.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλλοίμονο και τρισαλλοί! Φανερά είν’ όλα!Και ποιος ήταν βασίλισσα που αυτά σου τα ’πε;ΙΟΚΑΣΤΗΔούλος που μόνος σώθηκεν από τους πέντε.ΟΙΔΙΠΟΥΣΕίναι και τώρα; βρίσκεται μεσ’ στο παλάτι;ΙΟΚΑΣΤΗΌχι. Γιατί ως έφθασεν στην πόλι ο δούλος,κ’ είδε πως εβασίλευες στου Λάιου το θρόνο,με πολυπαρακάλεσε να τονέ στείλωποίμνια να βόσκη στους αγρούς μακριά απ’ την πόλι.Κ’ εγώ τον έστειλα γιατί ήταν άξιοςκαι πιο μεγάλη ο σκλάβος μου να λάβη χάρι.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠώς θά ’τονε να τον ιδώ τον δούλο τούτον;ΙΟΚΑΣΤΗΕδώ είναι. Μα γιατί ποθείς αυτό το πράγμα;ΟΙΔΙΠΟΥΣΦοβούμαι: περισσότερα μίλησ’ από όσοέπρεπε. Ιδού το αίτιον της επιθυμίας.ΙΟΚΑΣΤΗΓλίγωρα θα ’λθη. Αλλ’ άξιζα κ’ εγώ να μάθω,τι σου βαρύνει την καρδιά σου, βασιλιά μου.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι βέβαια ν’ αρνηθώ σ’ εσένα τούτοαδύνατον, που οι φόβοι μου πολύ μεγάλοι,γιατί ποιος αξιώτερος ή εσύ να μάθηςαυτά τώρα απ’ το στόμα μου που τέτοια τύχημ’ ευρήκε; Σ’ εμέ ο Πόλυβος πατέρας ήτον,ο Κορίνθιος, κ’ ήτονε η Δωρίς Μερόπημητέρα. Και στην Κόρινθον ο πρώτος ήμουν,πριν τύχη τέτοια μου σταθή, για ν’ απορήσηςαξία, μα για να νοιάζομαι όχι και τόσο.Παραπιωμένος κάποιος στο μεθύσι απάνωνόθο με κράζει. Την φρικτήν εκείνη μέραμόλις τη λύπη εκράτησα. Την άλλη πήγακ’ ερώτησα καταλεπτώς τους δυό γονείς μου.Κι εκείνοι επροσβαλθήκανε στην κατηγόρια,κ’ έτσι βαρυθυμώσανε μ’ εκειόν που τα ’πεκ’ εγώ χαιρόμουνα γι’ αυτό. Αλλά μ’ εκένταπάντοτε ο ψόγος· χάλαγεν έτσι η καρδιά μου.Κρυφά λοιπόν απ’ τους γονείς παίρνω το δρόμογια τους Δελφούς. Και φθάνοντας εκεί ο Απόλλωνμε διώχνει, ανάξιος λέγοντας τάχα πως είμαιαπάντησι σε όσα ρωτώ, καμμιά να λάβω.Άλλα όμως φοβερώτερα μάντεψε ο Φοίβος.Πως τάχα με τη μάνα μου το αίμα θα σμίξωκαι γενεάν αισχρότατη στο φως θα φέρω,και του πατρός μου πως φονιάς μέλλω να γείνω.Κ’ εγώ όλα εκείνα ακούοντας, την Κορινθίανγην φεύγω γλιγωρότερα όσο μπορούσα,τ’ άστρα πέρνοντας οδηγούς στο μισεμό μου·μη θέλοντας όσα κακά οι χρησμοί σ’ εμέναεπρόβλεπαν να τελεσθούν, έφευγα πάντα.Και προχωρώντας έφθασα στον τόπο εκείνονπου λες ότι εσκοτώθηκεν ο άναξ της Θήβας.Και θα σου πω βασίλισσα την πάσα αλήθεια.Όταν εκεί που εσμίγανε οι τρεις οι δρόμοιο βασιλεύς εσίμωσε, τότ’ ένας κήρυξκ’ ένας που εκαβαλίκευε σ’ένα πουλάρι,ως λέγεις, μ’ απαντήσανε. Κι από τον δρόμονμε βίαν εγυρεύανε να μ’ αποδιώξουνκι ο ηγεμών κι ο γέροντας. Χτυπώ εγώ τότετον ηνίοχον, όπου ζήταε να μ’ αποδιώξη·καθώς με βλέπει ο γέροντας να πλησιάζωτο άρμα, παραφυλάγοντας με το μαστίγι,στην κεφαλήν ανάμεσα κτυπά με. Αλλ’ όμωςδεν ήτον δυνατή η κτυπιά. Κι από το χέριτούτο κυλιέται στου άρματος ύπτιος τη μέση.Και τους σκοτώνω όλους εγώ. Αν τώρα τούτοςο ξένος με τον Λάιον έχει να κάμη,ποιος είν’ ελεεινότερος από με; Ποιοςθε νά ’ναι θεομίσητος πλέον από μένα--που μήτε οι ξένοι ούτε κανείς από τους Θηβαίουςστο σπίτι του να δέχεται ταιριάζει εμένα;Αλλ’ είναι ανάγκη μακριά από κάθε σπίτινα διώχνουν με. Και τις φρικτές εγώ κατάρεςείμαι απάνω μου πού ’ριξα,. κανένας άλλοςτου βασιλέως δεν εμόλυνε τη γυναίκα!Κακός εγώ κι ακάθαρτος έχω φυτρώσει,πρέπει να φύγω, ανάξιος είμαι να βλέπωτους εδικούς μου, αλλοιώτικα μέλλω να γείνωσύζυγος της μητέρας μου και να σκοτώσωτον Πόλυβο που μ’ έκανε κι ανάθρεψέ με.Σωστό δεν θα ’τανε να πη κανένας τουτο:απ’ άγρια πως εγείνανε στον άνδρα τύχηντα δεινά τούτα; Ας είν’ ποτέ, ποτέ μου!ω αγνοί θεοί και σεβαστοί τη μέρα εκείνηνα μην ιδώ. Καλύτερα από κάθε μάτιν’ αφανισθώ παρά ποτέ να ιδώ πως είμαικηλιδωμένος από μέγα τέτοιον αίσχος.ΧΟΡΟΣΤα λόγια αυτά,βασιλιά, πολύ τρομάζουν,μα έλπιζε ως που ν’ ακούσης τι θα πη κι ο σκλάβος.ΟΙΔΙΠΟΥΣΕλπίζω τόσο μοναχά: όσο που να ’λθηο βοσκός από τους αγρούς θενά προσμείνω.ΙΟΚΑΣΤΗΚαρδιά θε να ’χης να τον ’δης μπροστά σου, θάρρος;ΟΙΔΙΠΟΥΣΘενά σου πω: αν ο βοσκός τα ίδια συμπέσημε σένα λόγια να μου πη που συ μου λέγεις,εγώ θα εγλύτων’ απ’ αυτήν την κακή τύχη.ΙΟΚΑΣΤΗΠοιο ήταν εσύ που πρόσεξες απ’ όσα είπα;ΟΙΔΙΠΟΥΣΕίπες ο κόσμος πίστεψε πως τον σκοτώσανλησταί, και τώρα ο δούλος αν μας φανερώσηπολλούς φονιάδες, τότ’ εγώ ο φονιάς δεν είμαι.Αν πη όμως πως καλόζωστος κάποιος διαβάτηςτον σκότωσε, είναι φανερό πως εγώ θα ’μαι,που θα βαρύνη επάνω μου το μέγα κρίμα.ΙΟΚΑΣΤΗΞέρε όμως, πως τα λόγια του δεν θα γυρίσηκι όσα είπε δεν θα τ’ αρνηθή. Αλλά μονάχηδεν είμ’ εγώ που τ’ άκουσα: η πόλις όλη.Και να παραλλάξη ο δούλος μου κάπως τα λόγιαποτέ του βέβαια, βασιλιά, δεν θα τολμήσηνα φανερώση φυσικά πως του Λαΐουεσύ τον φόνον έκαμες μια κι ο Λοξίαςεμάντευσε πως θα χαθή από το παιδί του.Αν και ποτέ δεν έκαμε το κρίμα εκείνος,αφού πολύ πρωτύτερά του, λες, είναι χαμένος.Γι’ αυτό δεν θενά φρόντιζα για τις μαντείες,ούτε σ’ αυτούς πιστεύοντας τους λόγους, ούτεσ’ αυτούς που εχρησμοδότησεν ο Φοίβος τάχα.ΟΙΔΙΠΟΥΣΟρθά όσα λες, βασίλισσα, αλλ’ όμως στείλενά ’λθη ο βοσκός να τον ιδώ. Και μη αμελήσης.ΙΟΚΑΣΤΗΘα στείλω όσο πιο γλίγωρα μπορώ. Μα ωστόσοεις το παλάτι ας έμπωμε, γιατί κανέναπράγμα δυσάρεστο σε σέ δεν θενά πράξω.ΧΟΡΟΣΣτροφή α΄Είθε σ’ εμέ να είναι γραφτόοι λόγοι μου και τα έργα μουαγνά, σεμνά να είναι--ότι, για τούτα, υπάρχουνενόμοι υψηλοί και υπέρτατοι,που στον αιθέρα εγέννησεπατέρας τους ο Όλυμπος.Απ’ τους θνητούς δεν έγειναν,δεν τους αποκοιμά η Λήθη--Μεγάλη όσο και αγέραστημέσα τους κατοικεί θεότης.Αντιστροφή α΄Η ασέβεια τον τύραννονγεννά, που απ’ τ’ ανομήματαείναι γεμάτη--άδικα ας είν’ και ασύμφοραστον ίδιον τον εαυτό της.Και αφού την υψηλότατηνκορφήν ανέβη, πέφτειστην πιο δεινή τη στενοχώρια--όπου και το γοργότατοδεν την βοηθεί το πόδι.Και στον θεόν εύχομαι,κάποτε τον άφαντο φονιάτου Λαΐου να φανερώση.Τον θεόν παρακαλώκράζω βοηθόν πάντα εγώ πάντα.Στροφή β΄Αλλ’ αν κανείς απότολμα,με χέρια ή λόγια, κάμνεικαι ούτε τους θεούς σέβεταιούτε των θεών την Δίκην,κακή ας τον συνεπάρη μοίραγια την ανοσίαν τόλμην του.Αν δίκαια το κέρδος του δεν το κερδήσηκαι τ’ ασεβή τα έργα τουεκείνος δεν τ’ αφήση,αλλά θελήση τα ιεράνα εγγίση με τα βέβηλα τα χέρια του,ποιος άνθρωπος θα καυχηθήσε τέτοιες πως μπορεί στιγμέςαπ’ την ψυχή του μέσατα βέλη του θυμού να διώξη;Γιατί αν αυτά είναι τίμια--τα έργα εγώ λατρεύοντας των Θεών--ποια χρεία τον ιερόν χορόννα χορεύω;Αντιστροφή β΄Ούτε στον ιερόν ναόντων Δελφώνδεν θα πορεύωμαι,ούτε και στων Αβών τον ναόν,στην Ολυμπίαν ούτε,αν οι χρησμοί δεν γείνουνεφανεροί στους θνητούς όλους.Αλλά, άναξ Ζευ, αν όσ’ ακούςορθά είναι, συ που βασιλεύειςεπάνω σ’ όλα, δέομαιμην τ’ αμελήσης όσα σου ζητώ.Γιατί οι θνητοί περιφρονούντους χρησμούς που για τον Λάιονειπώθηκαν, κι ο Απόλλωνέπαυσε να λατρεύεταικ’ έτσι η θρησκεία χάνεται--η θρησκεία!ΙΟΚΑΣΤΗΣτοχάσθηκα, ω άρχοντες της χώρας τούτηςμε τα κλαδιά πως ημπορώ της ικεσίαςκαι τα θυμιάματα στους ναούς των θεών να πάω·γιατί σφόδρα ταράζεται του βασιλέωςη καρδιά κι όπως ασύνετος, λησμονημένουςχρησμούς με τον νεώτατον χρησμόν συγκρίνει.Γιατί του παίρνουν το μυαλό μ’ όσα του λένε.Αλλ’ επειδή είν’ αδύνατο να κατορθώσωμε συμβουλές τον άνακτα να μεταπείσωσ’ εσένα που κοντύτερα είσαι, Απόλλων,ικέτισσα ’γώ έρχομαι στεφανωμένημε δάφνης κλώνον και παρακαλώ σε,εις τον χρησμόν κάποια καλή να δώσης λύσι.Γιατί φοβούμεθα όλοι μας που ξιπασμένοντον βλέπομεν, ως τρέμουνε οι ναύτες πάντα,βλέποντας να ξιπάζεται ο καραβοκύρης.ΑΓΓΕΛΟΣΤάχα μπορώ από σας να μάθω, ξένοιπού ’ναι του Οιδίποδος εδώ του βασιλέωςτ’ ανάκτορα, ή πού βρίσκεται αυτός ο άναξ;ΧΟΡΟΣΕδώ είναι το παλάτι του και μέσα μένει·ιδού κ’ η άνασσα και μάνα των παιδιών του.ΑΓΓΕΛΟΣΕυτυχισμένη σ’ ευτυχείς, άννασσα να ’σαι,που είσαι τέλεια σύζυγος του βασιλέως,αφού μητέρα εγίνηκες παιδιών δικών του.ΙΟΚΑΣΤΗΤην ευτυχίαν εύχομαι και σ’ εσέ, ξένε,για την καλή σου την ευχή σ’ αξίζει. Πε μουποια χρεία σ’ έφερεν εδώ; Τι ν’ αναγγείλης;ΑΓΓΕΛΟΣΠολλά αγαθά στον άνδρα και τ’ αρχοντικό σου.ΙΟΚΑΣΤΗΠοια τούτα; Πες ποιος σ’ έστειλεν!ΑΓΓΕΛΟΣΑπό την Κόρινθον φερμένος είμαιγια ν’ αναγγείλω πράγματα καλά (πώς όχι;)όμως και κάπως θλιβερά--ποιος ξέρει;ΙΟΚΑΣΤΗΠώς θλιβερά κ’ ευφρόσυνα, όσα μας φέρνεις;ΑΓΓΕΛΟΣΈλεγαν, πως οι ντόπιοι εκεί στην Ισθμίαν κάτωθενά τον κάμουν βασιλιά του τόπου εκείνου.ΙΟΚΑΣΤΗΚαι πώς λοιπόν, ο Πόλυβος δεν βασιλεύει;ΑΓΓΕΛΟΣΌχι. Τον κρύβει ο θάνατος μέσα στους τάφους.ΙΟΚΑΣΤΗΠώς είπες γέρο; Απέθανε ο Πόλυβος;ΑΓΓΕΛΟΣΑν την αλήθεια δεν σου λέγω, ας με σκοτώσουν.ΙΟΚΑΣΤΗΕσύ παιδούλα πήγαινε στον βασιλέανα του αναγγείλης όλ’ αυτά. Των θεών μαντείεςτι εγείνατε; Τον άνθρωπον όπου ο Οιδίπουςνα μη σκοτώση εξόριστος από τας Θήβαςζούσε μακρυά του, πέθανεν απ’ το γραφτό τουκι όχι απ’ το χέρι του παιδιού, καθώς μαντεύαν.ΟΙΔΙΠΟΥΣΩ αγαπημένη κεφαλή της γυναικός μου,Ιοκάστη, τι με κάλεσες έξω για να ’βγω;ΙΟΚΑΣΤΗΤον άνδρα τούτον άκουσε και καλά σκέψου,πως ανεμοσκορπίσθηκαν όλ’ οι χρησμοί.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚι αυτός ποιος είναι και τι λέγει τάχα;ΙΟΚΑΣΤΗΚορίνθιος, και τον θάνατον του Πόλυβου ήλθε,του βασιλέως και του πατρός σου, ν’ αναγγείλη.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλήθεια, ξένε; Λέγε, τι μαντάτα φέρνεις;ΑΓΓΕΛΟΣΑν τούτο ν’ αναγγείλω, άναξ, πρώτα θέλης,γνώριζε πως ο Πόλυβος έχει αποθάνει.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠώς; μη τον δολοφόνησαν; Ή απ’ αρρώστεια;ΑΓΓΕΛΟΣΣε μια κλωστούλα κρέμεται η ζωή του γέρου.ΟΙΔΙΠΟΥΣΗ αρρώστεια θα τον έφαγε τον κακομοίρη.ΑΓΓΕΛΟΣΕίχε πολλά στη ράχη του χρονάκια ο γέρος.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλλοίμονο, αλλοίμονο! Τι να πω πρέπειγια τους οιωνούς τους μαντικούς ή την εστίαή τα πουλιά που κλαγγαστά ψηλά πετάνε,που επρόλεγαν ο θάνατος πως από μέναθα προέλθη του πατέρα μου του βασιλέως.Εκείνος τώρα κρύβεται στη γη αποκάτω,κ’ εγώ εδώ πέρα βρίσκομαι, χωρίς το ξίφοςνα πιάσω. Εκτός αν πέθανε απ’ το δικό μουτον πόθο. Γιατί αν πέθανεν, εγώ η αιτίαθενά ήμουν του θανάτου του. Λοιπόν επήρετους χρησμούς, που δεν αξίζουνε ούτε μιά τρίχα,ο Πόλυβος πεθαίνοντας μαζί στον Άδην.ΙΟΚΑΣΤΗΜήπως δεν σου τα πρόλεγα όλα εγώ τούτα;ΟΙΔΙΠΟΥΣΈλεγες, αλλά μ’ έτρωγε, γυναίκα, ο φόβος.ΙΟΚΑΣΤΗΤι να φοβάται ο άνθρωπος, που η τύχη δένει,και που δεν ξέρει ως αύριο τι τον προσμένει;Νομίζω πως καλύτερα με δίχως έννοιεςνα ζη κανείς, ως ημπορεί. Και συ τους γάμουςμε τη μητέρα αδύνατους νόμιζε ως είναι.Γιατί πολλοί ωνειρεύθηκαν απ’ τους ανθρώπους,πως τάχα με τη μάνα τους εκοιμηθήκαν,αλλ’ όποιος όλα τίποτε τούτα νομίζειπερνά την ζωήν αξένιαστος, ησυχασμένος.ΟΙΔΙΠΟΥΣΣωστά όλα τούτα θα ’τανε όσα μου λέγειςαν πεθαμένη η μάνα μου ήτον· αλλ’όσοζη θα κατέχει με τρανός πάντοτε ο φόβος.ΙΟΚΑΣΤΗΚι όμως μεγάλο του πατρός σου φως ο τάφος.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠάντα όμως φοβίζει με ζώντας η μάνα.ΑΓΓΕΛΟΣΚαι ποια γυναίκα την ψυχήν σου την τρομάζει;ΟΙΔΙΠΟΥΣΗ Μερόπη με τον Πόλυβον που εζούσε, γέρο.ΑΓΓΕΛΟΣΚαι γιατί εκείνη σου γεννά ένα φόβο τέτοιο;ΟΙΔΙΠΟΥΣΧρησμός φοβίζει με δεινός, θεοσταλμένος.ΑΓΓΕΛΟΣΕίναι κρυφός; Ή που μπορώ κι εγώ να μάθω;ΟΙΔΙΠΟΥΣΌχι κρυφός. Εμάντευσεν ο Φοίβος τάχαμε την μητέρα πως γραφτό να σμίξω το αίμα,κι επίσης του πατέρα μου το αίμα να χύσω·από την Κόρινθο μακριά κι ευτυχισμένοςζούσα. Μα είναι γλυκύτατο την όψι πάντανα βλέπη την τρισποθητή των δυό γονιών του.ΑΓΓΕΛΟΣΦοβούμενος μη σου συμβούν ετούτα ζούσεςαπό την Κόρινθο μακριά, άναξ Οιδίπου;ΟΙΔΙΠΟΥΣΦοβούμενος μη τον πατέρα μου ποτέ σκοτώσω.ΑΓΓΕΛΟΣΓιατί λοιπόν την λύτρωσιν από τους φόβουςτούτους εδώ δεν σου ’φεραν τ’ αγγέλματά μου;ΟΙΔΙΠΟΥΣΒέβαια χωρίς ανταμοιβήν δεν θ’ απομείνης.ΑΓΓΕΛΟΣΓι’ αυτό κι εγώ να σου τα ’πω γλίγωρος ήλθανα ιδώ κι εγώ κάτι καλόν όταν γυρίσης.[5]ΟΙΔΙΠΟΥΣΠοτέ μ’ αυτούς που μ’ έκαναν δεν θενά ζήσω.ΑΓΓΕΛΟΣΠαιδί μου, τούτο, φανερά, σωστό δεν είναι.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλλ’ όμως γιατί, γέρο μου, νομίζεις τούτο;ΑΓΓΕΛΟΣΓια τους γονείς δεν θα ’ξιζε μακριά να μείνης.ΟΙΔΙΠΟΥΣΦοβούμαι μην ο Φοίβος τέλος αληθέψη.ΑΓΓΕΛΟΣΦοβάσαι μη κριματισθής με τους γονείς σου;ΟΙΔΙΠΟΥΣΑυτό είναι που παντοτεινά φοβούμαι, γέρο.ΑΓΓΕΛΟΣΚαι δεν το ξέρεις άδικους πως έχεις φόβους;ΟΙΔΙΠΟΥΣΓιατί άδικους, αν από τούτους έχω γείνει;ΑΓΓΕΛΟΣΓιατί καμία συγγένεια μαζί δεν είχες.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠώς είπες; Δεν μ’ εγέννησεν ο Πόλυβος;ΑΓΓΕΛΟΣΌσο κι εγώ, τόσο κι εσύ τον συγγενεύεις.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠώς ο πατέρας γίνεται ίσος με ξένον;ΑΓΓΕΛΟΣΑλλ’ ούτ’ αυτός, ούτε κι εγώ σ’ έχω γεννήσει.ΟΙΔΙΠΟΥΣΓιατί παιδί του μ’ έλεγεν ο βασιλέας;ΑΓΓΕΛΟΣΔώρον κάποτε απ’ τα χέρια μου αυτός σ’ επήρε.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚι έτσι με πολυαγάπησε τον ξένο εμένα;ΑΓΓΕΛΟΣΆκληρος καθώς ήτανε σ’ αγάπα εσένα.ΟΙΔΙΠΟΥΣΜ’ έκαμες, ή μ’ αγόρασες από κανένακαι μ’ έδωκες στον Πόλυβον για ψυχοπαίδι;ΑΓΓΕΛΟΣΣ’ ευρήκα μέσα στους γκρεμούς του Κιθαιρώνος.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι πώς επεριγύριζες αυτούς τους τόπους;ΑΓΓΕΛΟΣΕβόσκαγα τα πρόβατα εκείθε απάνω.ΟΙΔΙΠΟΥΣΉσουν βοσκός και με μισθόν; Έτσι δεν είναι;ΑΓΓΕΛΟΣΙδού όμως όπου σ’ έσωσα κι εσένα τότε.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι πώς μ’ ευρήκες; Σε κακά[6] περιπλεγμένον;ΑΓΓΕΛΟΣΤα τρυπημένα πόδια σου το μαρτυρούνε.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλλοίμονο! Τι μου ιστορείς παλιά δεινά μου!ΑΓΓΕΛΟΣΤα σχοινοπερασμένα σού έλυσα πόδια.ΟΙΔΙΠΟΥΣΩ! Τι ντροπή απ’ τα σπάργανα ακόμη επήρα!ΑΓΓΕΛΟΣΑυτή σου η τύχη σού ’δωκε τ’ όνομα που ’χεις.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑπό ποια μάνα τα ’παθα ή ποιόν πατέρα,στων Ολυμπίων τ’ όνομα σ’ ορκίζω, πε μου;ΑΓΓΕΛΟΣΔεν ξέρω· μα καλύτερα λέγω να ξέρηεκείνος όπου σ’ έδωκε σ’ εμένα βρέφος.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑπ’ άλλον λοιπόν μ’ έλαβες; Δεν μ’ εύρες ο ίδιος;ΑΓΓΕΛΟΣΕγώ δεν σ’ εύρηκα· βοσκός κάποιος σ’ ευρήκεκι εκείνος σε παρέδωκε πάλι σ’ εμένα.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠοιος είναι; Πε μου!ΑΓΓΕΛΟΣΣκλάβος πιστεύω να ’τανε του Λαΐου εκείνος.ΟΙΔΙΠΟΥΣΤου Λαΐου που βασίλευε σ’ αυτήν τη χώρα;ΑΓΓΕΛΟΣΝαι. αυτουνού ’τανε βοσκός αυτός ο δούλος.ΟΙΔΙΠΟΥΣΤάχα να ζη και βολετό να τον ιδούμε;ΑΓΓΕΛΟΣΣεις εδώ πέρα ξέρετε καλύτερά μου.ΟΙΔΙΠΟΥΣΕίναι κανείς εδώ από σας που να γνωρίζητον δούλο αυτόν που λέγει ο ξένος ή στον κάμποή μεσ’ στη χώρα; Πέστε το. Καιρός πλέον είναινα παύσουν τούτα νά ’ν’ κρυφά.ΧΟΡΟΣΕγώ νομίζω πως κανείς άλλος δεν είναιπαρά ο βοσκός που εζήτησες να σου τον εύρουν,και πως απ’ τη βασίλισσα μπορής να μάθης.ΟΙΔΙΠΟΥΣΒασίλισσα, μου φαίνεται πως είναι ο ίδιοςμ’ εκείνον που ζητούσαμε αυτός που λέγει.ΙΟΚΑΣΤΗΠοιος είναι παύσε να τον συλλογιέσαικαι προσοχή στου γέροντα βέλε τα λόγια.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠώς ημπορώ, που έλαβα σημάδια τόσα,το γένος μου αφανέρωτο ν’ αφήσω πλέον;ΙΟΚΑΣΤΗΜη για τη χάρι των θεών· εάν φροντίζηςκάπως για μένα, μη ζητάς ν’ αποκαλύψηςαυτά. Δεν είναι ολίγη μου η δυστυχία.ΟΙΔΙΠΟΥΣΘάρρος, Κι αν απ’ τη μάνα μου φανώ πως είμαισκλάβος, εσύ για μένανε καλή θενά ’σαι.ΙΟΚΑΣΤΗΑλλ’ άκου με, παρακαλώ, και μην το κάμης.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑκράτητος στον πόθο μου είμαι. να μάθωτα μυστικά. Δεν πείθει με λόγος κανένας.ΙΟΚΑΣΤΗΑλλ’ όμως τ’ άριστα, θαρρώ, σε συμβουλεύω.ΟΙΔΙΠΟΥΣΤ’ άριστα που μου λες εσύ: αυτά με θλίβουν.ΙΟΚΑΣΤΗΔύστυχε, καλό θα ’τανε ποτέ, ποτέ σουμη μάθης τον πατέρα σου και τη γενιά σου.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠάει κανένας τον βοσκόν εδώ να φέρη;Κι αφήστε για το σόι της να καμαρώνη.ΙΟΚΑΣΤΗΑλλοίμονο και τρισαλλοί, δυστυχισμένε!Αυτό ’χω μόνο να σου πω, και τίποτ’ άλλο.ΧΟΡΟΣΓιατί έφυγε η βασίλισσα, Οιδίπου, λυπημένη;Φοβούμαι μήπως η σιωπή κακών αρχή μας γείνη.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑς γείνη ό, τι κι αν γείνη· τη γενιά μουνα μάθω θέλω, κι άσημη ακόμη ας είναι.Αυτή με τη γυναίκεια της την περιφάνειαντρέπεται για την ταπεινή καταγωγή μου.Της τύχης, που αγαθά σκορπά, τον εαυτό μουγέννημα κράζοντας εγώ, λέω, δεν ξεπέφτω.Αυτή ήταν η μητέρα μου. Οι καιροί αδελφοί μουπου τώρα μ’ έδειχναν μικρόν τώρα μεγάλον.Τέτοιος αφού γεννήθηκα, δεν θα διαστάσωνα βρω ποιο ’ναι το γένος μου, γιατί νομίζωότι ποτέ χειρότερον δεν θα μ’ ευρήτε.ΧΟΡΟΣΣτροφήΑν βέβαια μάντις είμ’ εγώ, κι είμαι σοφός στη γνώσιστον Όλυμπον σου ορκίζομαι, μεγάλε Κιθαιρών,πως η αυριανή πανσέληνος δεν θα ’λθη χωρίς όλοιεμείς να σε δοξάζωμε πατριώτη και πατέρα,και μάνα του Οιδίποδος--εσένα·και να τιμούμε σε γιατί μας φέρειςευχάριστα στους βασιλείς μας.Εύσπλαχνε Απόλλων εύχομαι σ’ εσένα αυτά ν’ αρέσουν.ΑντιστροφήΠοια να σ’ εγέννησε λοιπόναπό τας Νύμφας με τον Πάνα,τον Θεόν των βουνών,ή τάχα του Απόλλωνος αγαπημένη;Γιατί του αρέσουν τα βοσκοτόπια.Μήπως ο Ερμής ο Κυληναίοςή μήπως ο Διόνυσοςσ’ έφερε εσένανε στο φωςμε κάποιαν Ελικωνιάδα νύμφην;Γιατί του αρέσουνε μαζί τουςτα παιγνίδια.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑν δύναμαι, γερόντοι μου, να συμπεράνωαν και ποτέ δεν έτυχε να τον συντύχω,θαρρώ πως έχομεν εδώ, το βοϊδολάτηπου θέλομε. Και στα βαθειά του γερατειάμοιάζει τον άνθρωπον αυτόν· στην ηλικίανίσος του. Και τον φέρνουνε δούλοι δικοί μου.Εσύ όμως, λέγω, δύνασαι καλύτερά μουνα ξέρης, αφού κι άλλοτε τον έχεις ιδεί.ΧΟΡΟΣΝαι· τον εγνώρισα καλά, δεν σου τ’ αρνούμαι·σκλάβος απ’ τους πιστότερους του άνακτος ήτον.ΟΙΔΙΠΟΥΣΕσένα τον Κορίνθιον ρωτώ: είνε τούτοςαυτός που λέγεις;ΑΓΓΕΛΟΣΟλόκληρος.ΟΙΔΙΠΟΥΣΓέροντα, εμένα κύταζε και ν’ απαντήσηςσ’ ό, τι ρωτώ. Του βασιλέως ήσουνα δούλος;ΘΕΡΑΠΩΝΉμουνα και γεννήθηκα στ’ αρχοντικό του.Δεν μ’ αγοράσαν.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠοιο έργον είχες; Τι έκαμνες στο σπιτικό του;ΘΕΡΑΠΩΝΠρόβατα σ’ όλη μου τη ζωή βοσκολογούσα.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι σε ποιους τόπους σύχναζες συνήθως; Πε μου.ΘΕΡΑΠΩΝΣτου Κιθαιρώνος σύχναζα τα βοσκοτόπια.ΟΙΔΙΠΟΥΣΞέρεις αυτόν τον άνθρωπον ή ακουσμέναέχεις γι’ αυτόν;ΘΕΡΑΠΩΝΤι να ’καμνε; Για ποιόν μου λες, αφέντη;ΟΙΔΙΠΟΥΣΤούτον εδώ. Τον σύντυχες ποτέ σου τάχα;ΘΕΡΑΠΩΝΓλίγωρα, λέω, δε μου ’ρχεται καλά στη μνήμη.ΑΓΓΕΛΟΣΚαι δεν είναι παράξενον, Οιδίπου, τούτο.Αλλ’ όμως καθαρότατα θα του θυμίσω.Βέβαιος είμαι πως καλά με ξέρει τούτος,όταν εβόσκαμε μαζί στον Κιθαιρώναεκείνος δύο ποίμνια κι εγώ άλλο ένα,ακέρια τον εσίμωνα ξάμηνα τρία,από την πρώτην άνοιξιν έως ο Αρκτούροςστον Ουρανό φανερωθή--τέλη του θέρους.Όταν χειμώνας έφθανεν, εγώ στους σταύλουςτους εδικούς μου πήγαινα και τα λιβάδια--του Λαΐου κείνος. Λέω καλά ή μήπως ψέμα;ΘΕΡΑΠΩΝΛέγεις αλήθεια. Μα καιρός είν’ από τότε.ΑΓΓΕΛΟΣΚαι τώρα τούτο να μου πης: παιδί κανέναμου ’δωκες ν’ αναθρέψω εγώ για τον εαυτό μου;ΘΕΡΑΠΩΝΤι τρέχει; γιατί μ’ ερωτάς τέτοια ιστορία;ΑΓΓΕΛΟΣΤούτος εδώ είναι, φίλε μου, το παιδί εκείνο.ΘΕΡΑΠΩΝΆει στην κατάρα του Θεού! Μη με σκοτίζης.ΟΙΔΙΠΟΥΣΜη τον ελέγχης, γέροντα, και τα δικά σουλόγια αξιοκατάκριτα πιο απ’ τα δικά του.ΘΕΡΑΠΩΝΤι κακό κάμνω, πιο καλέ απ’ τους βασιλιάδες;ΟΙΔΙΠΟΥΣΓιατί δεν αποκρίνεσαι σ’ ό, τι ρωτάει;ΘΕΡΑΠΩΝΤι λέει δεν ξέρει, μάταια λοιπόν κοπιάζει.ΟΙΔΙΠΟΥΣΜε το καλό δεν μας ακούς. Θα μας ακούσηςμε το στανιό.ΘΕΡΑΠΩΝΜη προς Θεού τον γέροντα με βασανίσης.ΟΙΔΙΠΟΥΣΔεν έρχεσθε πισθάγκωνα να τονέ δέσετε;ΘΕΡΑΠΩΝΑλλοίμονο! Και τι ζητείς άλλο να μάθης;ΟΙΔΙΠΟΥΣΈδωκες το παιδί σ’ αυτόν, όπως μας λέγει;ΘΕΡΑΠΩΝΤο ’δωκα, να μην έσωνα ο δόλιος τότε.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑυτό θα πάθης, αν δεν πης την πάσα αλήθεια.ΘΕΡΑΠΩΝΠιο πολύ θα ’μαι να την πω, θαρρώ, χαμένος.ΟΙΔΙΠΟΥΣΟ άνθρωπος τούτος τον καιρό βλέπω μας χάνει.ΘΕΡΑΠΩΝΕγώ όχι βέβαια. Είπαμε πως το ’χω δώσειεδώ και χρόνια πάμπολλα.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠούθε το πήρες; Ήτονε δικό σου ή ξένο;ΘΕΡΑΠΩΝΚάποιος μου το ’δωκεν· όχι δικό μου.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠοιος ο Θηβαίος που σ’ τό ’δωκεν ή ποιο το σπίτι;ΘΕΡΑΠΩΝΜη για χατήρι των θεών με ρωτάς πλέον.ΟΙΔΙΠΟΥΣΕχάθης αν ξαναχρειασθή να σ’ ερωτήσω.ΘΕΡΑΠΩΝΉταν του Λαΐου λοιπόν αυτό το βρέφος!ΟΙΔΙΠΟΥΣΔούλος του να ήτον; Συγγενής του μήπως ήτον;ΘΕΡΑΠΩΝΑλλοίμονον! Θ’ αναγκασθώ να ομολογήσω.ΟΙΔΙΠΟΥΣΘέλω ν’ ακούσω. Λέγε μου και μην αργοπόρει.ΘΕΡΑΠΩΝΠαιδί του Λαΐου το λέγανε μεσ’ στο παλάτι.Απ’ τη γυναίκα σου μπορείς όλα να μάθης.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑυτή λοιπόν σου το ’δωκε;ΘΕΡΑΠΩΝΜάλιστα, αφέντη.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι για ποιο λόγο;ΘΕΡΑΠΩΝΓια να τ’ αφανίσω.ΟΙΔΙΠΟΥΣΗ ίδια που το γέννησε;ΘΕΡΑΠΩΝΓιατί φοβούνταν τους κακούς χρησμούς.ΟΙΔΙΠΟΥΣΧρησμούς; Και ποιοι ήταν οι χρησμοί;ΘΕΡΑΠΩΝΠως θα σκοτώση τους γονιούς του οι χρησμοί λέγαν.ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι πώς εσύ το ξέδωκες σ’ αυτό το γέρο;ΘΕΡΑΠΩΝΛυπήθηκε η καρδούλα μου. Και σ’ άλλον έτσιτο ’δωκα στην πατρίδα του για να το πάρη,και κείνος για τη φοβερή μου δυστυχίατο ’σωσε. Γιατί, αν γίνεται συ να ’σαι κείνοςπου τούτος λέγει, βέβαια δύστυχος είσαι.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλλοίμονον! Αλλοίμονον! Αλλοίμονό μου!Διάφανα πλέον όλα! Τελευταία, ω φως,θα σ’ ατενίσω τώρα πιά, που εφανερώθηπως εγεννήθηκ’ απ’ αυτούς που να με κάμουνδεν άξιζε· κοιμήθηκα με τη μητέρα μου--και τον πατέρα σκότωσα, που μ’ έχει σπείρει.ΧΟΡΟΣΣτροφή α΄Αλλοί σας γενεές θνητών,πως η ζωή σας τίποτε, τίποτε δεν αξίζει!Ποιος τάχα, ποιος θε να ’ν’ αυτόςο ζηλεμένος ο θνητός,που πιότερη ευτυχία φέρειπαρ’ όσηνε χρειάζεταιευτυχισμένος να φανή,κι έπειτα στην κακομοιριά να πέση;Τη δική σου πέρνοντας εγώπαράδειγμα την τύχην,δυστυχισμένε Οιδίπου,κανέναν δεν καλοτυχίζω.Αντιστροφή α΄Εσέ, που τη σαΐττα σουμακριά σωστά την έσυρεςκι εκέρδισες την πάσαν ευτυχία,-Ω Ζευ--αφού πρώτα κατέστρεψεςτο τέρας το νυχάτοπου ετραγουδούσ’ αινίγματα,και που τας Θήβας έσωσεςαπ’ τους πολλούς θανάτους·γι’ αυτό και βασιλιάς έγεινεςτου τόπου μας και πολυτιμημένοςεστάθης, βασιλεύοντας στη γη τη δοξασμένη.Στροφή β΄Τώρα ποιος είναι δυστυχήςπιότερον από σένα,ποιόν αγριώτερα δεινάκαι συμφορές ακολουθούντώρα στην αλλαγή του βίου;Αλλοίμονον! Του Οιδίποδοςκεφάλι πολυτιμημένο,που το ίδιο το λιμάνισου ’φθασε μέσα του ν’ αράξηςπατέρας, σύζυγος, παιδί.Πώς τέλος πάντων, άμοιρε,το πατρικό κρεββάτισιωπηλόν ημπόρεσε να σε βαστάξητόσον καιρό, τόσον καιρό;Αντιστροφή β΄Ο χρόνος σ’ εφανέρωσεν, εκείνος όπου όλαξέρει να φανερώνη·τον γάμον τον αποτρόπαιον,που σπάρθηκες και που ’σπειρες,αυτός καταδικάζει.Αλλοί σου του Λαΐου, τέκνο δύστυχο,άμποτε να μη σ’ έβλεπα!Δέρνομαι και μυρολογώκαι γόους αφήνω από το στόμα.Όμως από σε σώθηκενη πόλις από τα δεινάκ’ ημπόρεσα να κλείσω μάτι.ΕΞΑΓΓΕΛΟΣΩ σεις της χώρας τούτης πολυτιμημένοι,τι έργα θεν’ ακούσετε και τι θα ιδήτε,τι θλίψι θενά πάρετε, αν τω όντι δίκαιασας νοιάζει για το σπίτι του Λαβδάκου.Γιατί δεν θα το πλύνουνε απ’ τα κρίματά τουτο σπίτι τούτο τα πλατύτερα ποτάμια,τα κρίματα που κρύβονται, μα που θενά ’βγουνγλίγωρα, πολύ γλίγωρα στου ήλιου το φέγγος.Κρίματα θεληματικά, όχι της τύχης,κ’ είναι θαρρώ χειρότερες οι δυστυχίες,εκείνες όπου εφταίξαμε γι’ αυτές ατοί μας.ΧΟΡΟΣΚ’ εκείνα που εγνωρίζαμε, θλιβερά ήτανκαι βαρυστένακτα. Χειρότερ’ άλλαέχεις να πης;ΕΞΑΓΓΕΛΟΣΠρώτα κι απ’ όλα σύντομα σας λέγω τούτο.Απέθανεν η δέσποινα καλή Ιοκάστη.ΧΟΡΟΣΩ τη δυστυχισμένη! Και γιατί;ΕΞΑΓΓΕΛΟΣΣκοτώθηκε απ’ το ίδιο της το σκληρό χέρι,--πώς να σας πω--δεν δύναμαι, γιατί δεν είδα·αλλ’ όμως όσο με βοηθά σε τούτο η μνήμη,θα μάθης τα παθήματα της βασιλίσσης.Γιατί καθώς εμάνιωσεν, απ’ τον πυλώναμπαίνοντας, στο κρεββάτι της το νυφικό τηςεπήγε, ξερριζώνοντας με τα δυό χέριατην κόμη της, κι αφού ’κλεισε τις θύρες όλες,τον πεθαμένον Λάιον επικαλείτοκαθώς τους παλαιότατους θυμόταν γάμους,που εμέλλανε τον Λάιον να θανατώσουνκι αυτήν να την αφήσουνε την Ιοκάστηνπαιδιά με τα ίδια της παιδιά να ξανακάμη.Έκλαιγε στο κρεββάτι της που σ’ αυτό πάνωδιπλό κακό της έμελλε--δυστυχισμένη--άνδρα από άνδρα και παιδί να κάμη εκείνηαπό το ίδιο της παιδί. Και δεν γνωρίζωπώς έπειτα σκοτώθηκεν η Ιοκάστη.Γιατί με βίαν ώρμησεν ο βασιλέας,κι έτσι δεν μας εδόθηκε καιρός να ιδούμετη συμφοράν οπού ’βρηκε τη δέσποινά μας.Γυρίσαμε το βασιλιά να ιδούμε Οιδίπουν.Ωσάν τρελλός ώρμαε αυτός μεσ’ στο παλάτι·έτρεχε. Μας πλησίασε ποθώντας ξίφοςτη σαστικιά του κι--όχι σαστικιά ζητώνταςτη μάνα του και μάνα των παιδιών. Στον πόνο τουθεός του δείχνει--άνθρωπος όχι--αυτόν τον τόπον,γιατί κανείς δεν το ’καμεν από μας όλουςκαι τρομερήν αφίνοντας φωνήν, ως να ’τανκανείς που να του ’δειχνε το δρόμο, ορμάειστις θύρες, καταστρέφοντας τα μάνδαλά τους.Εκεί να κρέμεται είδαμε την Ιοκάστηαπό πλεκτή κρεμάλα, τη δυστυχισμένη.Κι εκείνος βρυχήθηκε σαν το λιοντάριτην ξεκρεμνά απ’ την άθλιαν αυτήν κρεμάλακαι καθώς χάμω εκοίτετο--αλλοίμονό της--,άλλα δεινά ακολουθήσανε σε τούτα. Ο άναξβγάζοντας απ’ τα ρούχα της χρυσές καρφίτσες,--στολίδια της ολάκριβα--, μ’ αυτά τρυπάειτις κόρες των ματιών του. Τότε λέγειπως πλέον δεν θενά μπορή να βλέπη ποίαέπρεξε δεινά κι έπαθε. Μέσα σε σκότοςθα βλέπη όσους δεν έπρεπε να βλέπη, λέγει·δεν θα γνωρίζη πλέον αυτούς όπου δεν πρέπεινα ξέρη ο τρισδυστυχισμένος!Τέτοιους θρήνους αφήνονοντας συχνοκεντούσετα μάτια του με τις χρυσές αυτές καρφίτσες·συνάμα οι αιματόβαφες των ματιών κόρεςεστάζανε και βρέχανε τα γένεια--ω φρίκη!όχι σταλιές αιματηρές, αλλά χαλάζιαιματωπό, μαυρειδερό εσταζοβολούσαν·--κι ήτανε βέβαια μια χαρά και μια ευτυχία,που τώρα εγείνη στεναγμός, ντροπή, κατάρα,θάνατος. Δεν απόλειψε κακό κανένα.ΧΟΡΟΣΠού το κακό εσταμάτησε, για πε μου;ΕΞΑΓΓΕΛΟΣΤις θύρες βοά ν’ ανοίξουνε να μάθουν όλοιτης γης των Θηβαίων οι κάτοικοι τον πατροκτόνονκαι της μητέρας τον--ντροπή να ξεστομίσωάσχημο λόγο που είπε αυτός και ντροπιασμένον--,τον εαυτό του θέλοντας να εξορίσηαπό τας Θήβας μακριά. Δεν υποφέρεινα μείνη μεσ’ στο σπίτι του και να υπομένηκατάρες που έδωκε στον εαυτό του.Χρειάζεται βοήθεια κι οδηγό βέβαια,γιατί το πάθημα βαρύ και αβόλευτο είναι.Θέλεις το ιδεί ο ίδιος εσύ. Οι θύρες ανοίγουνκαι θέαμα φοβερώτατο θεν’ αντικρύσης,όπου κι εχθρός σου να ’τανε θα τον λυπόσουν.ΧΟΡΟΣΩ συμφορά βαρύτατη,που δεν μπορούν τα μάτιατου ανθρώπου ν’ αγναντέψουν,βαρύτερη απ’ όλες, όσες είδα.Ποια κακή τρέλλα σ’ έπιασεκαι ποιος από τους αθανάτουςσε τέτοια δεινά σ’ έσπρωξε,που δεν υπάρχουν ποιο μεγάλα;Αλλοίμονό σου, δύστυχε,να σ’ αντικρύσω δεν μπορώ,αν και πολλά να σε ρωτήσω θέλω,πολλά απ’ το στόμα σου να μάθω--τέτοια είν’ η φρίκη που γεννάς.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλλοίμονο, αλλοίμονο, ο δυστυχισμένος!Σε ποια μεριά της γης με παν,σε ποιο βυθόν ορμητικά κυλά η φωνή μου!Αλλοίμονο! Πού μ’ εγκρέμισες,μοίρα, κακή μου μοίρα!ΧΟΡΟΣΣε φοβερόν ανάκουστο κακό σε ρίχνειη μοίρα σου· δεν το είδανε ανθρώπου μάτια.ΟΙΔΙΠΟΥΣΩ μαύρονέφος, που ο κακός άνεμος σε φέρνει,νέφος ακαταδάμαστο.Ωιμέ.Ωιμέ κι αλλοίμονο, ποιους πόνουςαπ’ τις πληγές μου δέχομαι!Και ποιών κακών ανάμνησι...ΧΟΡΟΣΒέβαια δεν είν’ άπορο για τέτοιους πόνουςότι διπλά πενθείς κι ότι διπλά υποφέρεις.ΟΙΔΙΠΟΥΣΩ φίλε μου,εσύ πιστός και σταθερός που δέχεσαιγια έναν τυφλόν ακόμη να φροντίζης.Αλλοίμονο, αλλοίμονοδεν με λαθεύεις τον τυφλόνπολύ καθαρά διακρίνω τη φωνή σου.ΧΟΡΟΣΦοβερών έργων αυτουργέ. Πώς μπόρεσες τα μάτια σουνα τα τυφλώσης; Ποιος σ’ ανάγκασε;ΟΙΔΙΠΟΥΣΟ Απόλλων όλα ετέλεσεν, ω φίλοι μου, ο Απόλλωντα έργα τούτα τα φρικτά,τα πάθη τούτα μου, τα πάθη·κανένας δεν με τύφλωσε·ο ίδιος εγώ τον εαυτό μου τύφλωσα.Γιατί τι το ’θελα να βλέπω,αφού να βλέπω τίποτε--τίποτε δεν μ’ ευχαριστούσε.ΧΟΡΟΣΔεν έχεις άδικο, δυστυχισμένε!ΟΙΔΙΠΟΥΣΤι πλέον να ιδώή ν’ αγαπήσω, φίλοι μου,ή ακούοντας να μ’ ευχαριστήση;Πάρτε με μακριά από δωτον άνδρα τον ολέθριον,εμένα τον καταραμένον,όπου οι θεοί μισούνεπιότερο απ’ όλους τους θνητούς.ΧΟΡΟΣΆθλιε, για τη συμφορά που σου ’τυχε,--και τόσο την αισθάνεσαι--ποτέ μου θα ’θελανα μη σ’ έχω γνωρίσει...ΟΙΔΙΠΟΥΣΑς πάη στην κατάρα του θεού,όποιος απ’ τ’ άγρια δεσμάελύτρωσε τα πόδια μου τα τρυπημένα,ή μ’ έσωσε απ’ τον θάνατον--χωρίς καλό με τούτο να μου κάμη.Γιατί τότε αν επέθαινα,δεν θα θλιβόνταν σήμεραοι φίλοι μου, κι εγώ δεν θα θλιβόμουν!ΧΟΡΟΣΆμποτε να ’τον, όπως λες.ΟΙΔΙΠΟΥΣΈτσι δεν θα γινόμουναφονιάς αυτού που μ’ έσπειρε,ούτε νυμφίον θα μ’ έκραζανοι άνθρωποι της μάνας μου.Τώρα όλ’ οι θεοί με μισούνε,των ανοσίων βλαστάρι εγώ,όπου το σπέρμα μου έρριξαστη μάνα μου την ίδια.Και αν είναι και χειρότεροκακόν απ’ όλα τούτα--σ’ εμένα τον Οιδίποδα έχει λάχει.ΧΟΡΟΣΔεν ξέρω να σου πω, αν καλά το εσκέφθης:καλύτερος ο θάνατος παρά τυφλος να ζήσης.ΟΙΔΙΠΟΥΣΌτι δεν έγειναν καλά τούτα, μη θέληςνα υποστηρίξης! Δεν ηξέρω τάχα, φίλε,όταν στον Άδη κάτω θ’ αραξοβολούσα,με ποια μάτια θενά ’βλεπα μάνα ή πατέρα,που και στους δυο τα πιο δεινά κακά έχω κάμει,που δεν είν’ άξια τους ποινή ουδ’ η κρεμάλα.Όμως την όψι των παιδιών μου θα εποθούσανα ’βλεπα, κι ας γεννήθηκαν κριματισμένα.Όχι! ποτέ στα μάτια μου γλυκειά δεν θα ’τονούτε κ’ η πόλις ουδ’ οι πύργοι των θεών, ούτετ΄αγάλματα τα σεβαστά που εγώ πια τώρα,--ο μόνος που έζησα ευτυχής στας Θήβας μέσα--τον εαυτό μου στέρησα από τούτα πλέον.Ατός μου εγώ κηρύττοντας την εξορίαεκείνου, που οι αθάνατοι τον φανερώσανανόσιον, της γενεάς του Λαΐου βλαστάρι,έτσι κηρύττοντας εγώ το αίσχος ο ίδιος,--μπορούσα να τους έβλεπα τους Θηβαίους με μάτιαανοιχτά; Κι αν ημπόραγα τ’ αυτιά να φράξωνα μην ακούω, θα το ’καμνα, να γείνω πλέονόχι μόνο θεότυφλος, κουφός να γείνω.Έτσι θενά τ’ απόκλεινα τ’ άθλιο κορμί μου.Γλυκό ’ναι πάντα αφρόντιδος στη συμφορά σουνα μένης. Τι μ’ εδέχεσο, Κιθαιρών, τάχα;Και γιατί δεν μ’ εσκότωνες καθώς μ’ εδέχθης;Έτσι δεν θενά μάθαιναν ποτέ οι ανθρώποιτο γένος μου. Ω συ Πόλυβε, Κόρινθε, σπίτιπατρικό, που στα ψέματα σ’ έλεγα σπίτι,πόσες πληγές εκρύβοντο κάτω από μένα;--στολίδι πολυάκριβο και τιμημένο.Και τώρα ετρανοδείχθηκε κακός πως είμαικαι γεννημένος άνομα. Ω εσείς τρεις δρόμοι,και συ κοιλάδα απόκρυφη και πλούσιο δάσοςκαι στενωπή στα τρία στενά, σεις που το αίμαήπιατε του πατέρα μου, τάχα θυμάστεπόσα κακά σας έκαμα κ’ έπειτα εδώθεερχόμενος ισάριθμα κακά έχω κάμει.Γάμοι που μας γεννήκατε κι αναδωμένοτο ίδιο πάλιν έχετε σπέρμα εσείς, γάμοι,πατέρες μας εδείξατε, αδέλφια, τέκνα,μητέρες, νύμφες, σύζυγους, ξανασμιγμένοναίμα και όσα αισχρότατα μεσ’ στους ανθρώπους.Σιωπώ, αφού είναι ανάξιο να λέγωνται όσαείν’ άνομο να γίνωνται. Όσο μπορείτεπιο γλίγωρα αποκρύψατε σε κάποιο μέροςμακριά ή και σκοτώστε με--στο πέλαο ρίχτε,να μη σας είναι δυνατό πια να με ιδήτε.Δεχθήτε να μ’ εγγίσετε τον άθλιο εμένα.Πεισθήτε· μη δειλιάζετε. Ω συμφορά μου!Άλλος κανείς πάρεξ εγώ δεν θα υποφέρη.ΧΟΡΟΣΙδού προς τούτο έφθασεν ο Κρέων, που μόνοςαπόμεινε στο πόδι σου της χώρας φύλαξ,για να σκεφθή και να τελέση, όσα νομίζεις.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλλοίμονο! Τι να του πω! Θα με πιστέψη,που πριν ακόμη του ’δειξα τόση κακία;ΚΡΕΩΝΔεν ήλθα να γελάσω στα δεινά σου, Οιδίπου,ούτε για τους πρωτύτερους κακούς σου λόγουςνα σ’ ονειδίσω.[7] Αν των θνητών ντροπή δεν έχεις,σεβάσου την υπέρτατη του Ήλιου φλόγα,φανερό τέτοιο μίασμα ν’ αφίνης. Μήτετα ιερά τα βροχινά νερά θα το δεχθούνε,μήτε το φως, μήτε το χώμα. Στο παλάτιγλίγωρα πλέον φέρτε τον, γιατί μονάχατέτοια να βλέπουν και ν’ ακούν οι συγγενείς του--τέτοια δεινά! τέτοια δεινά!--θενά μπορέσουν.ΟΙΔΙΠΟΥΣΓια το χατίρι των θεών, αφού με βγάζειςαπό τον φόβον που ένιωθα και καλός είσαι,σ’ εμέ που είμαι ο χειρότερος απ’ τους ανθρώπους,πίστεψε. Κάτι θα σου πω για το καλό σου.ΚΡΕΩΝΤι θέλοντας παρακαλείς με τέτοιον τρόπο;ΟΙΔΙΠΟΥΣΌσο μπορείς πιο γλίγωρα απομάκρυνέ μεσε τόπον, όπου ανθρώπου δεν πατούνε πόδια.ΚΡΕΩΝΘα το ’καμνα, αν δεν έπρεπε πρώτα κι απ’ όλανα ρωτηθή ο Απόλλωνας τι χρεία να κάμω.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλλά ο χρησμός καθαρά του θεού προστάζειτον ασεβή, τον πατροκτόνον ν’ αφανίσης.ΚΡΕΩΝΝαι. Τούτο επρόσταζε ο χρησμός· μα τώρα ανάγκη,κει που τα πράγματα έφθασαν, να ξαναπάμεστον θεόν και να ρωτήσωμε τι χρεία να γείνη.ΟΙΔΙΠΟΥΣΓια με τον άθλιον τον θεόν θενά ρωτήσης;ΚΡΕΩΝΓιατί και συ στη δύναμί του πλέον πιστεύεις.ΟΙΔΙΠΟΥΣΣ’ ορκίζω, σε πολυπαρακαλώ να κάμης τούτα:Για τη νεκρή νεκρή βασίλισσα, που στο παλάτικοίτεται, τάφον κάμε της όπως θελήσης,γιατί σωστά ό, τι άξιο θα επιτελέσηςστην αδελφή σου. Ζωντανόν όμως εμέναη Θήβα ας μην αξιωθή να με κατέχη.Αλλ’ άφινέ με κάτοικος των βουνών να ’μαι,του Κιθαιρώνος του δικού μου βουνού ετούτου,που η μάνα και ο πατέρας μου σε ζωντανόνετάφο κυρίαρχο δώκανε για ν’ αποθάνω,για κείνους όπου θέλησαν να μ’ αφανίσουν.Αν και γνωρίζω πως κακό ποτέ κανέναούτε κι αρρώστια δύναται να μ’ αφανίση,γιατί αν συχνά απ’ τον θάνατον σωσμένος είμαι,για να υπομείνω νέο κακό, τούτο συμβαίνει.Αλλ’ ό, τι θέλ’ η Μοίρα μου--η κακή μου Μοίρα,λέγω, ας μη μείνη ατέλεστο. Δεν θέλω, Κρέων,φροντίδα για τ’ αρσενικά τέκνα να λάβης.Άνδρες θα γείνουν. Το ψωμί δεν θα τους λείψηόπου κι αν πάνε. Άμοιρες, άθλιες παρθένες,που στο τραπέζι εκάθιζαν μαζί μου πάντακι όποια τροφήν έγγιζα εγώ πιάναν κι εκείνες,σ’ αυτές προστάτης να γενής, παρακαλώ σε,κι άφησε στην αγκάλη μου θερμά να σφίξω,μαζί μ’ αυτές τα δεινά μου, δεινά--να κλάψω.Εμπρός, ω βασιλεύ,γενναίε από το φυσικό σου,φέρε σιμά μουτις δυό τις θυγατέρες μου.Μες στην αγκάληκαθώς εγώ θα τις κρατώ και θα τις σφίγγω,θα μου φανή να τις έχω εμπρός μουσαν όταν έβλεπα.Τι λέγω;Δεν τις ακούω--Αθάνατοι--εδώ σιμά μουνα χύνουν δάκρυα; Μ’ ευσπλαχνίσθη ο Κρέωνκ’ εδώ μου τα ’στειλε τα πλέον αγαπημένα,τα δυό γλυκά παιδιά μου.Λέγω καλά;ΚΡΕΩΝΣωστά. Εγώ σ’ τις έφερα σιμά σου Οιδίπου,ξέροντας τι παρηγοριά θενά σου δώσουν.ΟΙΔΙΠΟΥΣΕυτυχισμένος άμποτε να ’σαι για τούτο.Οι αθάνατοι να σε φυλάν και να σε σκέπουν.Παιδία μου πού είσθε; Ελάτ’ εδώ, ζυγώστετ’ αδελφικά τα χέρια μου, όπου τυφλώσαντα μάτια του πατέρα σας τα λαμποβόλα.Εγώ, που μη γνωρίζοντας φάνηκα ότ’ είμαιαδερφάκι σας, και πατέρας σας πως είμαι.Ίδια γυναίκα γέννησε και σας και μένα.Για σας χύνω τα δάκρυά μου--να σας προσβλέψωδεν μπορώ. Στοχάζομαι στη ζωή που μένειπόσα θα πάθετε δεινά απ’ τους ανθρώπους.Γιατί με ποιους, βλαστάρια μου, θα σχετισθήτε,σε ποια καλά θενά σας πάρουν χαροκόπια,χωρίς να φεύγετ’ απ’ αυτά κλαμένες πάνταδίχως καμμιά ποτέ χαρά; Η ώρα του γάμουόταν σιμώση, κόρες μου, για σας, ποιος θα ’ναιπου θα δεχθή τέτοιες ντροπές ωσάν εκείνεςπου στους δικούς μου τους γονείς και τους δικούς τουθα ’ναι ατιμία; Ποιος αυτός που το παιδί του,θ’ αφήση τέτοιονε πικρόν να κάμη γάμον;Και ποιο κακό σας έλειψεν--ωιμέ; Σκοτώνειτον πατέρα του ο πατέρας σας και τη μητέρασαστικιά του την κάνει αλλοί! και σας γεννάει,παιδιά μαζί κι αδέλφια του--δυστυχισμένος.Τέτοια θενά σας σύρουνε. Ποιοι θα τολμήσουνγυναίκες να σας κάμουνε, γλυκές μου κόρες;Κανείς δεν θα το τολμήση, δυστυχισμένες!Κι ανύπαντρες θα μείνετε στη ζωή, τέκνα.Βλαστέ του Μενοικέως εσύ, που των παιδιών μουμόνος πατέρας έμεινες, γιατί οι γονείς των,εμείς που τις γεννήσαμε χαμένοι πλέονείμεθα, μη αβοήθητες χωρίς κανέναστήριγμα, τις ολάρφανες, μου τις αφήσης,μην τες νομίσης ίσες με τα κρίματά μου.Σπλαχνίσου τες, παντέρημες που ’χουνε μείνει,κι άλλη από σε δεν έχουνε καμμιάν ελπίδα.Γενναίε, συγκατάνευσε, παρακαλώ σεδωσ’ μου το χέρι! Και σε σας, αθώα μου τέκνα,αν είσθε μεγαλύτερες, πολλές θενά ’χασυμβουλές να ’δινα εγώ· τώρα μονάχαπαρακαλέστε ο βίος σας απ’ του πατρός σαςπιο ευτυχισμένος κι αγαθός--άμποτε--να ’ναι.ΚΡΕΩΝΦθάνουν τα δάκρυα. Πήγαινε μεσ’ στο παλάτι.ΟΙΔΙΠΟΥΣΈστω. Κι ας είν’ ανώφελο.ΚΡΕΩΝΌλα καλά, όταν γίνονται μεσ’ στον καιρό τους.ΟΙΔΙΠΟΥΣΞέρεις πότε θα πάω εγώ;ΚΡΕΩΝΛέγε κι ακούω.ΟΙΔΙΠΟΥΣΌταν εσύ μου υποσχεθής,πως θα με στείλης μακριά απ’ αυτόν τον τόπον.ΚΡΕΩΝΟ θεός σου δίνει ό, τι ζητείς.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑπ’ τους θεούς μισούμ’ εγώ.ΚΡΕΩΝΛοιπόν θα το επιτύχης.ΟΙΔΙΠΟΥΣΛες ότι πολύ γλίγωρα θα το επιτύχω;ΚΡΕΩΝΔεν αγαπώ τα μάταια και κούφια λόγια.ΟΙΔΙΠΟΥΣΠες να μ’ απομακρύνουνε.ΚΡΕΩΝΠροχώρει κι άφησε σ’ εμέ τις δυό σου κόρες.ΟΙΔΙΠΟΥΣΑχ! Μη μου τις παίρνεις-- !........ΚΡΕΩΝΜη θέλεις να τα επιτυχαίνηςόλα--γιατί όσα κι αν πέτυχες τα ’χασες όλα.ΧΟΡΟΣΚάτοικοι της πατρίδας μου της Θήβας, ο Οιδίπουςπου εγώριζε τα αινίγματα τα δύσκολα να λύνη,κ’ ήτονε πολυζήλευτος και πολυτιμημένος,βλέπετε σε ποια τρικυμία δεινών είναι πεσμένος!Για τούτο, ο γνωστικός θνητός κανένανε δεν πρέπειως την υστερνή στιγμή--να τον καλοτυχίζη,αν δεν περάση τη ζωή--χωρίς να δυστυχήση.[1] Δείσαντες ή στέρξαντες[2] Ακολουθώ την διόρθωσιν του Nauck «ιερεύς» αντί «ιερής» των προσφάτωνεκδόσεων, ως μάλλον ευκολύνουσαν την έννοιαν.[3] Φοινίου σάλου[4] Αναγή κατά Schneidewin[5] Εις την Κόρινθον[6] Εν κακοίς με λαμβάνεις.[7] [Σημείωση του μεταγραφέα.Στο σημείο αυτό ο Κρέων απευθυνόμενος στουςυπηρέτες της συνοδίας του Οιδίποδα τους λέει:«Αν των θνητών ντροπή δεν έχετε,σεβαστείτε τουλάχιστοντην υπέρτατη του Ήλιου φλόγα,και μην αφήνετε φανερό τέτοιο μίασμα, που μήτετα ιερά τα βρόχινα νερά θα το δεχθούνε,μήτε το φως, μήτε το χώμα...»]
Ολόκληρα βιβλία των Αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων μας σε απλό κείμενο (Επιμέλεια Παν. Βήχος)
Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012
ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ: ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου