- ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ: ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
- Μια ομάδα από χαριτωμένες και αξιοβίαστες κυρίες, λέει ο Αριστοφάνης, εξορμούν εν χορδαίς και οργάνοις (κυρίως «οργάνοις») να ακυρώσουν τον πόλεμο. Τα όπλα των κυριών, μόνιμοι και λαχταριστοί πειρατές, θα κατισχύσουν, ο πόλεμος θα κατατροπωθεί, οι κυρίες θα πιστέψουν την ουτοπία. Όχι όμως και ο Αριστοφάνης, ούτε ο τέταρτος των τραγικών Θουκυδίδης. Αυτοί «ξέρουν». Ο Σικελικός όλεθρος τραυμάτισε καίρια την ηγεμονίδα Αθήνα. Και παρά τη μερική ανάκαμψη, μια συνθήκη ειρήνης με τη Σπάρτη θα ήταν οδυνηρά επιθυμητή. Η συνθήκη δεν πραγματοποιήθηκε. Όμως ο οιστροφόρος κωμωδιογράφος θα γράψει ακόμη ένα ανυπέρβλητο έργο. Η Αθήνα θα ζήσει μερικά χρόνια ακόμη, ώς το 405 π.Χ.
- (Ολόκληρο το Βιβλίο σε απλό κείμενο).
- ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
- Τίτλος: Λυσιστράτη
- Συγγραφέας: Αριστοφάνης
- Μεταφραστής: Πολύβιος Δημητρακόπουλος (Pol Arcas)
- Εκδόσεις Φέξη, 1910
- Ηλεκτρονική μεταγραφή: Χρίστος Αλεξανδρίδης
- Σημείωση: Στην παρούσα ηλεκτρονική μεταγραφή διατηρήθηκαν, σε γενικές
- γραμμές, η γλώσσα και η ορθογραφία του πρωτοτύπου. Επεμβάσεις έγιναν
- μόνο εκεί που το απαιτούσαν οι διορθώσεις των τυπογραφικών λαθών,
- η σαφήνεια του κειμένου και το μονοτονικό σύστημα.
- ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- ΕΜΜΕΤΡΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
- ΠΟΛΥΒΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
- (POL ARCAS)
- ΕΙΣΑΓΩΓΗ
- ΕΙΣ ΤΗΝ "ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗΝ"
- Δια της κωμωδίας ταύτης ο Αριστοφάνης εκτραγωδεί τα δεινά του
- Πελοποννησιακού πολέμου, παρουσιάζει δε τας γυναίκας μηχανευομένας την
- κατάλυσιν αυτού, δια της αποχής από της εκπληρώσεως των συζυγικών των
- υποχρεώσεων.
- ΠΡΟΣΩΠΑ[1]
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Αθηναία
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ Αθηναία
- ΜΥΡΡΙΝΗ Αθηναία
- ΛΑΜΠΙΤΩ Γυνή Λακεδαιμονία
- ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΙΝΕΣ (Α΄, Β΄, Γ΄κτλ)
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- ΚΙΝΗΣΙΑΣ Σύζυγος της Μυρρίνης
- ΠΑΙΣ
- ΚΗΡΥΞ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
- ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
- ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
- ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
- {Η σκηνή παριστά οδόν, αφ’ ης βλέπει η οικία της Λυσιστράτης.
- Άποψις της Ακροπόλεως.Η Λυσιστράτη ίσταται παρά την θύραν της οικίας
- της.}
- ΣΚΗΝΗ Α΄
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Μ’ αν τις εκάλεσε κανείς [κι από τα σπίτια φύγανε]
- και ή στου Βάκχου το ναό, ή στου Πανός επήγανε,[2]
- ή στη Γεννετυλίδα[3] μας, ή και στην Κωλιάδα,[4]--
- απ’ τα πολλά τα τύμπανα που θα’ νε στην αράδα,
- δεν θα μπορούσε βέβαια γυναίκα να περάση.
- Κι όμως καμμιά δεν φάνηκε στο σπίτι μου να φθάση--
- έξω από τη γειτόνισσα που έρχεται τρεχάτη.
- -Την Καλονίκη χαιρετώ.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Κ’ εγώ τη Λυσιστράτη.
- (Δίδουν τας χείρας)
- Το μάτι μου σε ταραχή και σκυθρωπή σε βλέπει·
- να γίνωνται τα φρύδια σου σαν τόξα, δεν σου πρέπει,
- παιδί μου.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Καλονίκη μου, μεσ’ στην καρδιά μου καίει
- για τις γυναίκες μιά φωτιά, που κάθε άνδρας λέει
- πως είμαστ’ όλες πονηρές και τούτο με λυπεί.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Μα το θεό! δεν είμαστε;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Μα είχαμε ειπή
- εδώ να μαζευθούμε,
- και όλες για υπόθεσι σπουδαία να σκεφθούμε·
- μα να τες που δεν έρχονται· το ρίξαν στο κοιμήσι.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Θα’ ρθούν. Δεν είνε εύκολο πολύ να ξεκινήση
- γυναίκ’ από το σπίτι της· η μία θα φροντίση
- και για το νοικοκύρη της· εκείνη θα ξυπνίση
- το δούλο της· ή το μωρό η άλλη θα κοιμίση·
- κι αυτή θα λούση το παιδί, κι αυτή θα το ταΐση.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Εδώ υπάρχει κάτι
- πειό σπουδαιότερ’ απ’ αυτά.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Τι τρέχει, Λυσιστράτη;
- που τις γυναίκες κάλεσες να ρθούνε δίχως άλλο;
- Ποιο πράγμα είνε, φίλη μου, και πόσο;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Ά, μεγάλο.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Μπά! μήπως είνε και χονδρόν;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Μα το θεό, χονδρόν.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Και τότε πώς δεν ήλθαμε;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Δεν είνε [των ανδρών]
- αυτό που ξέρεις· τότε πειά θα φθάναμε τρεχάλα·
- μα είνε πράματ’ άλλα,
- που να εξέτασα καλά μονάχη μπρός και πίσω,
- κι αγρύπνησα πολλές νυχτιές, για να τα συζητήσω.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Αμ’ τότε θα’ νε πράματα πολύ λεπτά επίσης,
- για να μπορέσης εύκολα να τα στριφογυρίσης.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Τόσο λεπτά, που η Ελλάς μπορεί [σ’ αυτόν το χρόνο,]
- τη σωτηρία της να βρη με τις γυναίκες μόνο.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Με τις γυναίκες!; [Έλα δα! θα’ ταν μεγάλο θάμα,]
- να στέκ’ η σωτηρία της σε τόσο λίγο πράμα.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Για το καλό της πόλεως ό, τι θα ειπώ, αν γίνη,
- από Πελοποννήσιο ρουθούνι δεν θα μείνη.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Μα το θεό, καλήτερα να λείψουνε κι αυτοί.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Και τότε θα καταστραφούν και όλ’ οι Βοιωτοί.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Αλλά να μη καταστραφούν και όλοι στην εντέλεια·
- [της Κωπαΐδας μοναχά] εξαίρεσε τα χέλια.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Για την Αθήνα δε ποτέ στο νου μου δεν θα βάλω
- τέτοιο κακό μεγάλο.
- [Μα τούτο δεν σημαίνει,]
- μπορείς να νοιώσης μόνη σου πως πάει κι αυτή χαμένη.
- Αν όμως μαζευθούν εδώ στο [σπίτι μου πλησίον]
- τα θηλυκά των Βοιωτών και Πελοποννησίων,
- και όλες σύμφωνες ημείς τα χέρια μας αν δώσουμε,
- έ τότε την Ελλάδα μας αφεύκτως θα την σώσουμε.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Μα οι γυναίκες πώς μπορούν κάτι καλόν να κάνουνε,
- και κάποια φρόνιμη δουλειά, που κάθονται και βάνουνε
- στο σπίτι τους φτιασίδια,
- και κίτρινα φορέματα, και χίλια δυό στολίδια,
- που βάνουν και κυμβερικά[5] φουστάνια [δίχως ζώνη]
- και παντουφλάκια ελαφρά;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Αυτά θα γίνουν μόνη
- αιτία, που θα βρη σ’ ημάς η πόλις τον σωτήρα·
- τα κίτρινα φορέματα, οι στολισμοί, τα μύρα,
- τα διάφανα ποκάμισα, κι αυτό το παντουφλάκι--
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Και με ποιόν τρόπο;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Που θα ιδής και μόνη, σε λιγάκι.
- Να μη βρεθή αρσενικός, που δόρυ να σηκώση,
- και άλλον να σκοτώση.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Αν η γυναίκα, όπως λες, το θαύμ’ αυτό θα κάνη,
- μα τις θεές, βάφω κ’ εγώ το κίτρινο φουστάνι.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Ούτε ασπίδα πειά κανείς να πιάση θα μπορέση--
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Θα βάλω και κυμβερικό φουστάνι [δίχως μέση]--
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Και ούτε μαχαιράκι--
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Θα βάλω παντουφλάκι.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Δεν έπρεπε λοιπόν αυτές να ήν’ εδώ παρούσες;
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Τι λες! που έπρεπε φτερά να κάνουν οι βρωμούσες!
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Μα Αθηναίες είν’ κι αυτές, όπως καθένας βλέπει,
- που πάντα φτιάνουν κάθε τι την ώρα που δεν πρέπει.
- Και δεν εφάνηκε καμμιά [να φθάση στην Αθήνα,]
- ούτ’ από τις θαλασσινές, ούτ’ απ’ τη Σαλαμίνα.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Μα ξέρω πως πρωΐ-πρωΐ στα τρεχαντήρια μπήκανε
- και στη στεριά διαβήκανε.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Και όμως ελογάριαζα πως πειό μπροστά θα φθάσουν
- των Αχαρνών τα θηλυκά·--μα να, θα μας το σκάσουν.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Αλλά η Θεαγέναινα, για να’ρθει εδώ τρεχάτη,
- πήγε και συμβουλεύθηκε τη νύχτα την Εκάτη.
- Μα να που φθάνουν μερικές... να κι άλλες που κινάνε.
- Ού, ού ! κι αυτές ποιες να’νε;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Ά, είν’ απ’ τον Ανάγυρο [όλα αυτά τα πλήθη.]
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Θαρρώ πως ο ανάγυρος στ’ αλήθεια εκινήθη.
- (Εισέρχεται η Μυρρίνη, Λαμπιτώ και πολλαί γυναίκες)
- ΣΚΗΝΗ Β΄
- {Αι Ανωτέρω, Μυρρίνη, Λαμπιτώ και τινες Γυναίκες μετ’ ολίγον.}
- ΜΥΡΡΙΝΗ
- Μήπως [και στο συνέδριο, που θέλησες να γίνη,]
- οι τελευταίες φθάσαμε; Για δε μιλάς;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Μυρρίνη,
- βέβαια το εγκώμιο δεν θα σου πλέξω τώρα,
- που για σπουδαία πρόκειται και μου’ ρθες τέτοιαν ώρα.
- ΜΥΡΡΙΝΗ
- Εγύρευα τη ζώνη μου
- μεσ’ στο σκοτάδι μόνη μου.
- Μ’ αν ήνε τόσο σοβαρό, που λες, το πράμα εκείνο,
- πες το σ’ εμάς που ήλθαμε.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Αλλά θα περιμένω
- και τις γυναίκες, που θα ρθουν για την αυτήν αιτία,
- από την Πελοπόννησο κι από τη Βοιωτία.
- ΜΥΡΡΙΝΗ
- Ά, μάλιστα· όσο γι’ αυτό...
- Να που ’ρχεται κ’ η Λαμπιτώ.
- (Εισέρχεται η Λαμπιτώ)
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Καλώς τη Σπαρτιάτισσα τη Λαμπιτώ! τι χρώμα!
- πώ’χεις, γλυκειά μου! τι γερό και σιδερένιο σώμα!
- τι ωμορφιά! που φαίνεται [και λάμπει εδώ και πέρα!]
- Και ταύρο θα μπορούσες συ να πνίξης καμμιά μέρα!
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Μα τους θεούς, είνε γερό αυτό το σώμα όλο μου.
- Γυμνάζομαι ως που χτυπούν κ’ οι φτέρνες μου στον κώλο μου.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (ψηλαφούσα τα στήθη της Λαμπιτούς)
- [Στάσου λιγάκι, στάσου...]
- Και τι ωραία που’ ν’ αυτά, φιλτάτη, τα βυζιά σου.
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Σας βλέπω που ξαμώνετε τα χέρια να με ψάξετε,
- λες κ’ είμαι κάποιο σφάγιο [και ήρθα να με σφάξετε.]
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Και η κοπέλλα από δω ποια είνε;
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Μα τον Δία,
- είνε κι αυτή αρχόντισσα από τη Βοιωτία--
- που έρχεται για λόγου σας.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Λοιπόν είμαι βεβαία,
- ότι χωράφι εκλεκτό θα’ χεις και συ, Θηβαία.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ (θωπεύουσα την Θηβαίαν)
- Εγώ νομίζω μάλιστα πως τούτο το καϋμένο,
- θα τό’ χη το χωράφι του και καλλιεργημένο.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Και το κορίτσι από δω ποιο είνε;
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Μα το Δία
- είνε μια κόρη ώμορφη από την Κορινθία.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Σαν είν’ από την Κόρινθο, θα’ νε πολύ καλή,
- και μάλιστα μου φαίνεται και λίγο παρδαλή.
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Ποιος έκαμε να ’ρθή εδώ ν’ αράξη τούτος όλος
- των γυναικών ο στόλος;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Εγώ.
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Για μίλησε λοιπόν με λόγια μετρημένα,
- τι θέλεις από μένα;
- ΜΥΡΡΙΝΗ
- Πες μας λοιπόν, καϋμένη!
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Ναι, λέγε μας, τι τάχατε σπουδαίο σου συμβαίνει;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Αμέσως τώρα θα το πω· μα θα ρωτήσω πρώτα,
- και θ’ απαντήσετε και εσείς.
- ΜΥΡΡΙΝΗ
- Ό, τι κι αν θέλης ρώτα.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Σεις δεν επιθυμήσατε, μονάχες νύχτα-μέρα,
- να έχετε των τέκνων σας κοντά σας τον πατέρα,
- που λείπει για τον πόλεμο; γιατί καλά το ξέρω--
- πως έφυγαν οι άνδρες σας.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Ά! το δικό μου γέρο
- στη Θράκη μου τον στείλανε, καϋμένη, να φυλάττη
- τον στρατηγόν Ευκράτη![6]
- ΓΥΝΗ Α΄
- Και το δικό μου φίλο
- μήνες εφτά σωστούς-σωστούς τον έχουνε στην Πύλο.
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Και ο δικός μου βιαστικός καμμιά φορά αν έβγη
- από τις τάξεις, μού ’ρχεται και δος του ξαναφεύγει.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Καλέ τι λες; από γαμιά
- δεν έχει μείνη σπίθα μιά.
- Αφ’ ότου οι Μιλήσιοι μας έχουνε προδώση,
- κ’ εκόψαμε τη σχέσι τους, δεν είδα ούτε τόση
- μια οχταδάκτυλη ψωλή από πετσί φτιασμένη,
- για πέτσινη παρηγοριά τουλάχιστο να μένη.
- Θέλετε σεις λοιπόν μ’ εμέ, αν τύχη κ’ εύρω τρόπο,
- να παύσουμε τον πόλεμο [που ρήμαξε τον τόπο;]
- ΜΥΡΡΙΝΗ
- Μα τις θεές, αν ήτανε ανάγκη να πουλήσω
- και το πανωφοράκι μου, κι αυτό θα το θελήσω--
- και θα το πιώ αυθημερόν.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Κ’ εγώ τι να σας πω;
- και αν μου ήταν δυνατόν σα σφήκα να κοπώ
- στα δυό, το ’να κομμάτι μου θα το παραχωρούσα.
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Στου Ταϋγέτου την κορφή ν’ ανέβω θα μπορούσα
- κ’ εγώ, αρκεί να ήξευρα μ’ αυτό πως η ειρήνη
- μπορούσε και να γίνη.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Να σας το κρύψω δεν μπορώ· κι ακούστε τι θα φτιάσουμε.
- Αν θέλετε, γυναίκες μου, τους άνδρες ν’ αναγκάσουμε
- να κάμουν την ειρήνη,
- η κάθε μιά στον άνδρα της να παύση να το δίνη.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Και πώς; για λέγε.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Έ λοιπόν τι λέτε; τους το φτιάνουμε;
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Κι αν πρέπει να πεθάνουμε,
- να γίνη αυτό που λες.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Λοιπόν ν’ αποκηρύξουμε τις ανδρικές ψωλές.
- (Αι γυναίκες δεικνύουν δυσαρέσκειαν, άλλαι κλαίουν και άλλαι
- διατίθενται να φύγουν.)
- -Έ! σεις για πού το βάλατε; - Και σεις για πού το στρίψατε;
- τι στραβομουτσουνιάσατε; τα μούτρα τι τα κρύψατε;
- Τι άλλαξε το χρώμα σας κι αρχίσατε να κλαίτε;
- αρνείσθε; ή το κάνετε; τι σκέπτεσθε; δεν λέτε;
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Αρνούμαι· δεν με μέλει.
- Ά μπα, μπορεί ο πόλεμος να γίνετ’ όσο θέλει.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (στην Καλονίκη)
- Αυτά λοιπόν περίμενα, βρε σφήκα, να μας πης;
- Δεν ήσουν συ που έλεγες στα δυο να κοπής;
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Άλλαξε λόγια, άλλαξε! και στη φωτιάν απάνω
- να περπατήσω αν αγαπάς,--για χάρη σου το κάνω·
- κι αυτό, που λες, το προτιμώ,
- παρά της πούτσας τον καϋμό,
- γιατί δεν ξεύρω σαν κι αυτή τι άλλο θ’ αποκτήσω.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ στη Μυρρίνη
- Και συ τι λες;
- ΜΥΡΡΙΝΗ
- Μα... τη φωτιά κ’ εγώ θα προτιμήσω.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Ώ γένος ξεκωλιάρικο! Δικαίως, μα τον Δία,
- λένε πως βγαίνει από μας η κάθε τραγωδία.
- Δεν ξέρουμ’ άλλο τίποτα κ’ εμείς [μικραί, μεγάλαι],
- παρά ξεροκουνήματα και δος του μπάσε-βγάλε!
- Μα κι αν η Σπαρτιάτισσα στο κόμμα μου θα μείνει,
- μπορεί να κατορθώσουμε οι δυό μας την ειρήνη.
- Δος μου λοιπόν την ψήφο σου.
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Είνε κακό πολύ
- απ’ της γυναίκας το πλευρό να λείπη κ’ η ψωλή
- και μόνη να κοιμάται.
- Μα η ειρήνη μ’ όλ’ αυτά θαρρώ πως προτιμάται.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Εύγε σου, φιλενάδα!
- είσαι γυναίκα πειό σωστή απ’ όλες [στην Ελλάδα].
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Θαρρείς πως αν απέχουμε κι απ’ τη δουλειάν εκείνη,
- για τούτο--ό μη γένοιτο!--θα κάμουν την ειρήνη;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Μα τις θεές, είν’ αρκετό. Αν κάτσουμε κλεισμένες
- μέσα στα σπίτια μας ημείς, καλοφτιασιδωμένες,
- και στα ποκαμισάκια μας αυτά τ’ αμοργινά[7]--
- αφήσουμε τα σώματα να φαίνωνται γυμνά
- και το κουρέψουμε κι αυτό,--οι άνδρες θα λυσσάξουν
- απ’ την επιθυμία τους να ρθούν να μας τη σάξουν·
- κι όταν θα ιδούν η κάθε μιά ότι γι’ αυτούς δεν τώχει,
- τότε να ιδής τον πόλεμο τον παύουνε, ή όχι;
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Το ίδιο κι ο Μενέλαος, σαν είδε την Ελένη
- [στα στήθη γυμνωμένη]
- και είδε το βυζί της,
- επέταξε το ξίφος του [κ’ εκόλλησε μαζύ της.]
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- [Για στάσου τώρα, βρε κουτή:]
- κι αν μας αφήσουνε κι αυτοί;
- έ, τότε τι γινόμαστε;[8]
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- κι αν η γυναίκα δεν δεχθή τα δόντια της να δείξη,
- ο άνδρας δεν ευφραίνεται.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Έ τότε το δεχόμεθα, σαν εύκολο μας φαίνεται.
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Όσο για μας, θα πείσουμε τους άνδρας μας να γίνη
- ειλικρινής ειρήνη·
- αλλά αυτός ο παλαβός λαός των Αθηναίων,
- πώς θα πεισθεί τον πόλεμο να μη γυρεύη πλέον;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Για τούτο μη σε μέλη,
- κ’ εμείς τον καταφέρνουμε να μη τον ξαναθέλη.
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Για την ειρήνη ο λαός δεν κάνει ούτε βήμα,
- ενόσω πλοία έχετε κι αμέτρητο το χρήμα,
- απάνω στην Ακρόπολι.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Εφρόντισα για τούτο·
- θα κυριεύσουμε κι αυτή και όλον της τον πλούτο·
- θα παν’ εμπρός οι πειό γρηές, κατά τη συμφωνία,
- και τάχα με την πρόφασι να κάνουνε θυσία
- θα πιάσουν την Ακρόπολι, ως που να μαζευθούμε
- κ’ ημείς, και τι θα κάνουμε εδώ να συσκεφθούμε.
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Όλα καλά όσα μας λες.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Έ Λαμπιτώ, και τώρα
- γιατί δεν ορκιζόμαστε, μα χάνουμε την ώρα,
- κ’ έτσι τη συμφωνία μας ποτέ να μη χαλάσουμε;
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Πες μας λοιπόν του λόγου σου τον όρκο που θα πιάσουμε.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Αλήθεια· πού ’ν’ η δούλα μου; - Έ, πού κοιτάζεις; Βάλε
- συ την ασπίδ’ ανάποδα, και τα εντόσθια βγάλε.
- του θύματος, [να κάνουμε τον όρκο].
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Λυσιστράτη,
- ποιόν όρκο τάχα θα μας πεις να κάνουμε, φιλτάτη;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Ποιόν όρκο; Και ο ποιητής Αισχύλος το ’χει πη·
- απάνω στην ασπίδα μας το θύμα θα κοπή.[9]
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Όχι, δεν είνε δυνατόν, όρκος για την ειρήνη
- σε μια ασπίδα δηλαδή πολεμική να γίνη.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Και πώς θα ορκισθούμε;
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Έν’ άλογο θα βρούμε
- άσπρο, και τα εντόσθια η δούλα να του βγάλη.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Πού να το βρούμε τ’ άλογο το άσπρο τώρα πάλι;[10]
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Και πώς λοιπόν η κάθε μιά τον όρκο της θα κάνη;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Θα σου το πω. Να πάρουμε κατάμαυρη λεκάνη,
- ανάποδα τη βάζουμε
- κ’ ένα σταμνί από κρασί της Θάσου θυσιάζουμε,
- κι όρκο σ’ αυτό θα δώσουμε--
- (εμφαντικώς)
- πως δεν θα το νερώσουμε!....[11]
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Ωχ, ωχ! τον όρκο σου αυτόν
- κ’ επαίνους να του ψάλουμε δεν είνε δυνατόν.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Λοιπόν ας τρέξη μέσα μιά ένα σταμνί να φέρη
- και μια λεκάνη.
- (Εξέρχεται μια Γυνή και εισέρχεται φέρουσα λήκυθον και κύλικα).
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Τι σταμνί, όπου δεν έχει ταίρι!
- (Λαμβάνει την λήκυθον)
- Τι γλύκα που θα αισθανθή αυτή που θα την πιάση
- και, κλουκ, θα την αδειάση.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Άφησε κάτω το σταμνί, και πιασ’ εδώ μπροστά μου![12]
- (Η Καλονίκη θέτει την χείρα επί της Λυσιστράτης καταλλήλως)
- (Η Λυσιστράτη επισήμως):
- -Πειθώ! Βασίλισσά μου!
- -και συ, ώ στάμνα του γλεντιού! δέξου την ικεσία
- των γυναικών με εύνοια, και τούτη τη θυσία.
- (Χύνει εις την λεκάνην οίνον)
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Τι αίμα κατακόκκινο! για ιδές πως λαμπυρίζει!
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Αλήθεια, μα τον Κάστορα, και τι γλυκά μυρίζει!
- ΜΥΡΡΙΝΗ
- Αφήστε με, γυναίκες μου, πρώτη να μπω στη μέση
- να ορκισθώ!
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Όχι ποτέ, ο κλήρος σου πριν πέση.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Έ, Λαμπιτώ! στη στάμνα μας απλώστε το χέρι,
- κι ας έβγη μια για όλες σας τον όρκο να προφέρη,
- όπως εγώ θα τον ειπώ· και σεις θα ορκισθήτε
- τον όρκο που θα δώσουμε πως δεν θα παραβήτε.
- (Υπαγορεύει τον όρκον)
- Δεν θα βρεθή ούτε γαμιάς, ούτε κι ο άνδρας μου έστω--
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Δεν θα βρεθή ούτε γαμιάς, ούτε κι ο άνδρας μου έστω--
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- που καυλωμένος θα μου ρθη μεσ’ στο κρεββάτι--
- (Η Καλονίκη διστάζει. Η Λυσιστράτη επιτακτικώς:)
- --Πες το!
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ13
- Που καυλωμένος θα μου ρθη απάνω στο κρεββάτι.
- (μετά τρόμου)
- Μου κόπηκαν τα γόνατα, καϋμένη Λυσιστράτη!
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Και μεσ’ στο σπίτι θα περνώ χωρίς ανδρός παιγνίδια--
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Και μεσ’ στο σπίτι θα περνώ χωρίς ανδρός παιγνίδια--
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Με κίτρινα φορέματα και χίλια δυό στολίδια--
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Με κίτρινα φορέματα και χίλια δυό στολίδια--
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Που να λυσσάξη ο άνδρας μου να κοιμηθή μαζύ μου--
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Που να λυσσάξη ο άνδρας μου να κοιμηθή μαζύ μου--
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Μα δεν θα τον δεχθώ ποτέ και με τη θέλησί μου--
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Μα δεν θα τον δεχθώ ποτέ και με τη θέλησί μου--
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Κι αν θέλη και με το στανιό εκείνος να με πιάνη--
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Κι αν θέλη και με το στανιό εκείνος να με πιάνη--
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Όσο μπορώ χειρότερα θ’ αφήνω να την κάνη.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Όσο μπορώ χειρότερα θ’ αφήνω να την κάνη.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Τις Περσικές [παντούφλες μου μέρες, βδομάδες, μήνες,][14]
- προς το ταβάνι δεν θα ιδή ποτέ του σηκωμένες.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Τις Περσικές [παντούφλες μου μέρες, βδομάδες, μήνες]
- προς το ταβάνι δεν θα ιδή ποτέ του σηκωμένες.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Ούτε θα τουρλωθώ ποτέ, καθώς οι λιονταρίνες[15]
- που είν’ απάνω στου τυριού τους τρίφτες [σκαλισμένες.]
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Ούτε θα τουρλωθώ ποτέ, καθώς οι λιονταρίνες
- που είν’ απάνω στου τυριού τους τρίφτες [σκαλισμένες.]
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Πίν’ απ’ το κρασί αυτό
- και τον όρκο τον κρατώ.
- (πίνει)
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- (παρατηρούσα την Λυσιστράτην πίνουσαν)
- Πίν’ απ’ το κρασί αυτό
- και τον όρκο τον κρατώ.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Και στον όρκ’ όποια δεν μείνη
- το κρασί νερό να γίνη.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Και στον όρκ’ όποια δεν μείνη
- το κρασί νερό να γίνη.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (προς τας λοιπάς)
- Ορκίζεσθε λοιπόν και σεις για όλα;
- ΜΥΡΡΙΝΗ
- Μα τον Δία!
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Φέρε λοιπόν να πιώ εγώ, ν’ αρχίσω τη θυσία.
- (Λαμβάνει την λήκυθον και ετοιμάζεται να πίη).
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Ε, ε, πού πας, φιλτάτη μου; θέλω μερίδα ίση.
- Ά, πρέπει η φιλία μας από δω δα ν’ αρχίση.
- (Ακούεται θόρυβος μακρόθεν. Η Λυσιστράτη αφίνει την λήκυθον, ενώ
- η Καλονίκη σπεύδει, την λαμβάνει και πίνει).
- ΛΑΜΠΙΤΩ
- Καλέ, ακούσατε φωνές, γυναίκες μου, και θρήνο;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (παρατηρούσα εκ του παραθύρου.)
- Ησύχασ’, είν’ εκείνο--
- που είχα πη προτήτερα· οι πειό γρηές εφθάσανε,
- και πήγαν στην Ακρόπολι και το ναό επιάσανε.
- -Συ, Λαμπιτώ, τράβα λοιπόν στη Σπάρτη να φροντίσης
- όσα εσυμφωνήσαμε να πραγματοποιήσης,
- τις άλλες δε Λακώνισσες όμηρους θα κρατήσουμε·
- ημείς δε στην Ακρόπολι και τις λοιπές θα κλείσουμε
- κ’ εκεί θ’ αμπαρωθούμε.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Καλά· για να σου πούμε:
- Κι οι άνδρες [απ’ την πόλι]
- αν έλθουν εναντίον μας και εκστρατεύσουν όλοι;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Λίγο με μέλει πειά γι’ αυτούς· φωτιά δεν θα ’χουν τόση
- ούτε φοβέρες αρκετές, ώστε να κατορθώση--
- η βία, τόσο εύκολα τις πόρτες μας ν’ ανοίξουν,
- εάν δεν αποδείξουν
- ότι τους όρους τους λαμπρούς, που οι γυναίκες θέσανε,
- αυτοί τους εκτελέσανε.
- ΚΑΛΟΝΙΚΗ
- Μα τη θεά! και βέβαια· κι αν δεν τα βρούνε σκούρα,
- δειλή να ειπούν την κάθε μιά και παληοπατσαβούρα!
- (Απέρχονται πάσαι, ενώ η Καλονίκη φεύγουσα τελευταία κενώνει
- ταυτοχρόνως το υπόλοιπον της ληκύθου).
- ΑΥΛΑΙΑ
- ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
- {Η σκηνή παριστά την προς τα Προπύλαια πλευράν της Ακροπόλεως,
- άνωθεν της οποίας φαίνονται τα τείχη. Εισέρχεται ο χορός των
- Γερόντων, κρατούντων επ’ ώμου κλάδους ξηρούς δένδρων και
- ανερχομένων το ύψωμα μετά κόπου. Ο κορυφαίος του Χορού κρατεί
- και πύραυνον εις τας χείρας με άνθρακας ανημμένους.}
- ΣΚΗΝΗ Α΄
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Τράβα, Δράκη, εμπρός με θάρρος,
- κι αν τον ώμο σου τσακίζη της χλωρής εληάς το βάρος·
- συφορές ο βίος έχει
- που κανείς δεν τις παντέχει.
- Ω Στρυμόδωρε![16] ποιος τάχα ήθελε στο νου του βάλη,
- πως θ’ ακούση τις γυναίκες,--που’ νε συφορά μεγάλη
- του σπιτιού και φανερή,
- και τις βόσκουμε οι μωροί,--
- την Ακρόπολι να πιάσουν, και το άγαλμα ν’ αρπάξουν
- της θεάς, και με τ’ αμπάρια τα προπύλαια να φράξουν;
- Πάμε γρήγορα απάνω, ω Φιλούργε, ν’ ανεβούμε,
- και να βάλουμ’ ένα γύρω όλα τούτα που κρατούμε,--
- τα κλαδιά απ’ την εληά,
- κι όσες θέλησαν να φτειάσουν τούτη τη βρωμοδουλειά,
- μιά φωτιά ν’ ανάψουμ’ όλοι, σύμφωνοι και με μιά γνώμη,
- και με τούτα μας τα χέρια να τις κάψουμεν ακόμη,
- και του Λύκωνος[17] πεό πρώτη τη γυναίκα. Όσο ζω,
- μα τη Δήμητρα! δεν πρέπει να με πάρουν για χαζό.
- Ουτ’ αυτός ο Κλεομένης[18] που την είχε καταλάβη,
- έφυγ’ από τούτην δίχως και κακή ποινή να λάβη·
- αλλά μολονότι Λάκων, παλληκάρι στην εντέλεια,
- βγήκε και με δίχως όπλα και με φόρεμα κουρέλια,
- λερωμένος και βρωμιάρης, κ’ έξη χρόνια να λουσθή,
- και χωρίς να κουρευθή.
- Τού ’στησαν πολιορία και τον έσφιξαν αυτού
- δεκαφτά γραμμές στρατού,
- που τις νύχτες εκοιμάτο
- στα Προπύλαι’ από κάτω.
- Τώρα που ’μ’ εδώ και πάλι,
- στις εχθρές του Ευριπίδη[19] κι όλων των θεών, μεγάλη
- τιμωρία να τους δώσω,
- τάχα δεν θα κατορθώσω;
- Μήπως και στο Μαραθώνα
- τρόπαιό μου δεν υπάρχει [που θα μείνη στον αιώνα;]
- Αλλ’ αυτό το μέρος μένει απ’ το δρόμο ως εκεί--
- τούτος ο ανηφοράκης,--κι ας τραβούμε βιαστικοί.
- Και το φόρτωμα καθένας εις την ράχη ας το πάρη
- μονομιάς, χωρίς σαμάρι·
- μολονότι αυτά τα ξύλα [απ’ το βάρος κι απ’ το δρόμο]
- μου τσακίσανε τον ώμο.
- Μα τώρα όμως πρέπει να βαδίσουμε,
- και τη φωτιά μας πρέπει να φυσήσουμε,
- μη τύχη και μας σβύση και τη χάσουμε,
- όταν στου δρόμου την κορφή θα φθάσουμε.
- (φυσά εις το πύραυνον)
- Φυ! φυ!
- Πω, πω! καπνός, [βρε αδελφοί!]
- Ω Ηρακλή μου! ο καπνός που απ’ τη χύτρα βγαίνει,
- δαγκώνει μεσ’ στα μάτια μου σα σκύλλα λυσσασμένη.
- Εγώ δεν αμφιβάλλω
- πως απ’ τη Λήμνο η φωτιά[20] θα είνε δίχως άλλο,
- [κι αν την πολυφυσήσω
- μα τους θεούς, σαν τους Λημνιούς τσιμπλής θα καταντήσω.]
- Αλλοιώς δεν θα μου δάγκωνε στο κέθε φύσημά μου
- τα δυό τσιμπλόμματά μου.
- Τρέχα συ λοιπόν, ω Λάχη, στην Ακρόπολι επίσης
- τη θεά να βοηθήσης,
- γιατί τώρ’ αν την αφήσης,
- δεν ξανάχεις ευκαιρία, για να την υπερασπίσης.
- (φυσά εκ νέου εις το πύραυνον).
- Φυ! φυ!
- πω, πω, καπνός, [βρε αδελφοί!]
- Τουτ’ η φωτιά να ζη και να μη σβύνη,
- κάποιου θεού βοηθάει καλωσύνη.
- Τι λέτε: πειό καλά δεν θα τα φτιάναμε,
- εδώ τα δυο τα ξύλα αν τα βάναμε,
- κι αφού στη χύτρα το δαυλό αφήσουμε,
- με τη φωτιά τη θύρα να κτυπήσουμε;
- Κι αν όταν τις καλέσουμε τ’ αμπάρια δεν ανοίγουν,
- καίμε τις πόρτες γρήγορα και οι καπνοί τις πνίγουν.
- Κάτω λοιπόν το φόρτωμά μου.
- Ποιος τάχ’ από τους στρατηγούς τους δυστυχείς της Σάμου[21]
- τα ξύλα θα συλλάβη αυτά;--Μωρέ καπνός! βάι-βάι!....
- (Αποθέτουν τα ξύλα εντός του παρασκηνίου, ένθα αποσύρονται
- οι λοιποί, πλην του Κορυφαίου κρατούντος το πύραυνον,
- και ετέρου κρατούντος δαυλόν).
- Το σπάσιμο της ράχης μου ετέλειωσε και πάει.
- Και τώρα, χύτρα! χρέος σου το έργο σου ν’ αρχίσης
- και άναψε τα κάρβουνα.--Φέρε και συ επίσης
- τον αναμμένο το δαυλό!
- (Λαμβάνει τον ανημμένον δαυλόν και επικαλείται:)
- Ω Νίκη! σε παρακαλώ
- κατά των γυναικών αυτών, που κλείσθηκαν στα τείχη,
- η νίκη μου κι ο θρίαμβος βοήθει να πιτύχη!
- (Απέρχεται μετά του χορού εις τα παρασκήνια. Εισέρχεται
- αριστερόθεν ο Χορός των Γυναικών).
- ΣΚΗΝΗ Β΄
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Γυναίκες ρίχτε μιά ματιά·
- βλέπω μιά φλόγα και καπνό, σαν να ’ρχεται από φωτιά.
- (Παρατηρούν προς το μέρος της Ακροπόλεως).
- Όλες γρήγορα τρεχάτε! πέτα, πέτα Νικοδίκη
- πριν να κάψουν την Καλύκη--
- και την Κρίτυλλα οι φλόγες,--από νόμους φοβερούς
- κι από γέρους βρωμερούς.
- Αλλά φοβάμαι τώρα
- μήπως αργά εφθάσαμε και χάσαμε την ώρα.
- Να ’ρθω στη βρύσι για νερό πρωί-πρωί σηκώθηκα
- κ’ εσπρώχθηκα και χώθηκα--
- στο θόρυβο που κάνανε οι στάμνες και οι δούλες,
- που έχουνε στα πρόσωπα ζωγραφισμένες βούλλες.[22]
- Αρπάζω το σταμνί λοιπόν μη χάσω τον καιρό
- και φέρνω το νερό
- βοήθεια να κάνω--
- σ’ αυτές τις συνδημότιδες που καίοντ’ [εκεί πάνω.]
- Μου ’παν πως μερικοί, στραβοί από τα γερατεία,
- εκάμαν’ εκστρατεία,
- και ξύλα τρία τάλαντα κουβάλησαν βερειά,
- στων Προπυλαίων τη μεριά,
- λες και νερό για λούσιμο γυρεύουν να ζεστάνουν,
- κι ότι με λόγια τρομερά φρικτές φοβέρες κάνουν
- τα παληογυναικάρια με τη φωτιά να ψήσουνε,
- και κάρβουνο ν’ αφήσουνε.
- Είθε [αυτό που λένε
- να μη γενή,] ούτε να ιδώ, θεά μου, να τις καίνε,
- τον τόπο και τους Έλληνας να σώσουν μόνο εκείνες
- απ’ του πολέμου τα κακά κι απ’ τις παραφροσύνες.
- Για τούτο, ω Χρυσόλοφη,[23][σ’ αυτή τη σκέψι εφθάσανε]
- και το ναό σου πιάσανε.
- Αλλά, ω Τριτογένεια![24] εάν φωτιά μεγάλη
- [προφθάση κι] από κάτω του κανένας άνδρας βάλη,
- μ’ εμάς να συμμαχήσης,
- [και συ νερό να χύσης.]
- (Εισέρχεται η Στατυλλίς καταδιωκομένη υπό τινος γέροντος,
- όστις την έχει συλλάβη εκ του ενδύματος. Ακολουθεί
- ο Χορός των Γερόντων και λαμβάνει θέσιν έναντι).
- ΣΚΗΝΗ Γ΄
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ και ΣΤΡΑΤΥΛΛΙΣ - ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- ΣΤΡΑΤΥΛΛΙΣ
- Βρε άφες με!
- (Διαφεύγει των χειρών του Γέροντος και ενούται
- με τας λοιπάς του Χορού).
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Τι είν’ εκεί;
- Άνδρες κακοί!
- Αυτά που κάνετε εσείς, όσ’ είνε τιμημένοι
- και ευσεβείς δεν κάνουνε.
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Ποιος να το περιμένη
- αυτό το πράμα πως θα ιδή; Να, που ’χει ξεκινήση
- κι άλλο γυναικομάζωμα στις πόρτες να βοηθήση.
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Τι; μας εφοβηθήκατε; ημείς [που τώρα βγήκαμε]
- πολλές σας εφανήκαμε;
- δεν είδατε ακόμα
- ούτε και το μυριοστόν απ’ το δικό μας κόμμα.
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Φαιδρία! πώς; θ’ αφήσουμε αυτές με τέτοια γλώσσα
- να κοπανάνε τόσα;
- Δεν πρέπει να τις πιάσουμε
- και όλα τούτα τα ραβδιά στη ράχη τους να σπάσουμε;
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Και από μας η κάθε μιά
- θα βάλη κάτω τα σταμνιά,
- να μη μας εμποδίζουνε, και τότε διορθώνει
- αυτόν, που κατ’ επάνω μας το χέρι του ξαμώνει.
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Ω, μα τον Δία! αν κανείς, με χαστουκιές γερές,
- τους τσάκιζε δυό-τρεις φορές,
- --όπως κι αυτού του Βούπαλου[25]--τις δυό τους τις μασέλες,
- τώρα δεν θα ’χανε φωνή [να λένε τέτοιες τρέλλες!]
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Εδώ στεκόμαστε μπροστά,
- κι ας έρθη όποιος του βαστά·
- μα [θα σε κάμω εγώ να ειπής, πως] ούτε σκύλλα είδες
- να σ’ έχη αρπάξη πειό γερά από τις δυό σου αρχίδες.
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Αν ίσως δεν σωπάσης,
- το τελευταίο γήρας μου κακά θα δοκιμάσης.
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Σαν θέλης παρ’ τα μούτρα σου,
- την Στρατυλλίδα άγγιξε, [να ιδής πού πάει η κούτρα σου.]
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Τι θα μου κάνης, στις σβερκιές αν έλθω και σ’ αρχίσω;
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Τ ’άντερα και τα πλεμόνια σου με δαγκανιές θα χύσω.
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Κανείς δεν είνε πειό σοφός από τον Ευριπίδη,
- [που τις γυναίκες πάντοτε τις στρώνει στο βρισίδι]·
- γιατί ως σήμερα στη γη δεν είνε γεννημένα
- πλάσματα αναιδέστερα [και πειό ξετσιπωμένα].
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Εμπρός Ροδίππη, τα σταμνιά, [μη χάνουμε καιρό].
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Γιατί, θεοκατάρατες! εφέρατε νερό;
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Γιατί, μωρέ ψοφήμι συ, ήλθες φωτιά ν’ ανάψης;
- το σώμα σου θα κάψης;
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Ήλθα ν’ ανάψω τη φωτιά τις φίλες σου να ψήσω.
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Έ, ήλθα τη φωτιά κ’ εγώ με το νερό να σβύσω.
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Θα ρίψης στη φωτιά νερά;
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Θα στ’ αποδείξω μια χαρά.
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Σε ξεροψήνω στη στιγμή με το δαδί που φέρω.
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Αν ήσαι βρώμιος κι άπλυτος λουτρό θα σου προσφέρω.
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Θα κάμης συ λουτρό σ’ εμέ, μωρή βρωμοσουπιά;
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Θα ’ν’ και λουτρό του γάμου σου.
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Ακούς ξεδιαντροπιά!
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Μα είμ’ εγώ ελεύθερη.
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Κ’ εγώ θα στο βουλώσω
- το στόμα σου, που τ’ άφησες και τσαμπουνάει τόσο.
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Αλλά στο δικαστήριο δεν θα ’χης πειά δουλειά.
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Μώρ’ δεν της καίτε τα μαλλιά!
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ (κενώνουσι τας υδρίας των επί των Γερόντων).
- Ο Αχελώος ποταμός το χρέος του ας κάνη!
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Ωχ! ωχ! κακόμοιρος εγώ!
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Μήπως ζεστό σου εφάνη;
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Βρε τι ζεστό! δεν παύεις πειά; κατάλαβες τι κάνεις;
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Τι έκανα; σ’ επότισα βλαστούς να ξαναβγάνης.
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ριγών
- Ξεράθηκ’ από τη νοτιά
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Σαν άναψες και τη φωτιά,
- τρέχα κοντά της να σταθής
- και γρήγορα να ζεσταθής.
- (Έρχεται ο Πρόβουλος ακολουθούμενος υπό τοξοτών κρατούντων
- μοχλούς)
- ΣΚΗΝΗ Δ΄
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ και μετ’ ολίγον ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Άναψε στις γυναίκες μας φωτιές το φαγοπότι,
- τα όργια του Σαβάζιου[26] και του τυμπάνου οι κρότοι,
- κι αυτός ο Αδωνιασμός[27] μέσα στο κάθε δώμα,
- που άκουα τον ήχο του κι ως στη Βουλήν ακόμα.
- Τη μέρα που ο Δημόστρατος[28] έλεγε, πως τα πλοία
- δεν πρέπει να κινήσουν να παν στη Σικελία,
- εχόρευε η γυναίκα [του στο σπίτι κ’ εγλεντούσε]
- και, άου-άου! τον Άδωνι κι αυτή μοιρολογούσε!
- Στα όπλα αυτός Ζακυθινούς ζητούσε να καλέση,
- και η γυναίκα του στουππί στην κάμερα είχε πέση
- και κλαίοντας τον Άδωνι· κι ο Χολοζύγης[29] πάλι
- έβαζε πειό μεγάλη
- φωνή, ο σιχαμένος
- και θεοσκοτωμένος!
- Νά τ’ ατιμοκαμώματα που φτιάνουν κάθε μέρα!
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Κι αν μάθαινες την προσβολή και τούτην εδώ πέρα!
- Αφού καλά μας βρίσανε, τις στάμνες τους επιάσανε
- κι απάνω μας αδειάσανε,
- και τώρα να, τα ρούχα μας κουνάμε τα βρεμένα,
- σαν να ’ν’ κατουρημένα.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Μα το θεό της θάλασσας! δικαίως τα παθαίνουμε,
- αφού εμείς οι ίδιοι στα γλέντια τις μαθαίνουμε,
- και τις βοηθούμε σ’ όλες τους τις πονηριές που κάνουν,
- τέτοιες ιδέες βέβαια θα ιδούμε να μας βγάνουν.
- Αφού εμείς οι [ίδιοι πηγαίνουμε τρεχάτοι]
- μέσα στα εργοστάσια και λέμε στον εργάτη:
- Τη νύχτα που η γυναίκα μου εχόρευε με βιάσι,
- από το περιδέραιον όπου της είχες φτιάση,
- ω χρυσοχόε, γλίστρησε και βγήκε το κεφάλι
- από την τρύπα πάλι.
- Στη Σαλαμίνα σήμερα θα πεταχθώ με βία·
- γι’ αυτό λοιπόν του λόγου σου, αν εύρης ευκαιρία,
- πέρνα το βράδυ από κει, κι όπως μπορείς να κάνης,
- μα το κεφάλι στερεά στην τρύπα να το βάνης.
- Ο άλλος πάλι τρέχοντας τον παπουτσή γυρεύει,
- --που ’νε παιδί, μα ’χει ψωλή που δεν σου χωρατεύει--
- και λέει: - Της γυναίκας μου το πόδι, το πληγώνει,
- στο τρυφερό της δάκτυλο απάνω, στο κορδόνι·
- το μεσημέρι κόπιασε στο σπίτι να στο δείξη,
- και τέντωσέ το γρήγορα, όσο μπορεί ν’ ανοίξη.
- Μα να τ’ αποτελέσματα όλων αυτών. Και τώρα
- που κωπηλάτες γύρισα κ’ εμάζεψα στη χώρα,
- και πρέπει να ’χω χρήματα, μαζεύθηκαν οι φίλες
- και μου ’κλεισαν τις πύλες!
- Αλλά δεν είν’ αυτό δουλειά
- να στέκωμαι σαν κούτσουρο [και με χωρίς μιλιά!]
- Φερ’ τους μοχλούς εσύ εδώ, και θα τιμωρηθούν πολύ
- γι’ αυτήν την προσβολή.
- (Προς Τοξότην καρτούντα μοχλόν).
- - Τι χάσκεις, κακορροίζικε, εκείθε τι χαζεύεις
- χωρίς να κάνης τίποτα; το καπηλειό γυρεύεις;
- Γιατί δεν πάτε τους μοχλούς στις πύλες να τους χώσετε
- να τις ανασηκώσετε;
- Εμπρός! και από δω κ’ εγώ για βοηθός πηγαίνω.
- (Ετοιμάζονται να θέσουν τους μοχλούς εις τας πύλας).
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (εξερχομένη)
- Τις πύλες μη σηκώνετε, και μοναχή μου βγαίνω.
- Για τους μοχλούς που φέρνετε, δεν είν’ ανάγκη τόση,
- ανάγκη μόνον έχετε από μυαλό και γνώσι,
- [όπου σας λείπει ακόμα.]
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Μπα! σ’ είσαι μωρή βρώμα!
- - Πού είνε ο τοξότης μου! τρέξε και σύλλαβέ τη
- και πισθαγκώνιασέ τη!
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Μα τη θεά την Άρτεμι! αν ίσως και τολμήση
- και με το δακτυλάκι του μονάχα να μ’ εγγίση,
- θα κλάψη πολύ γρήγορα, κι ας είνε κ’ εξουσία.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Βρε συ, την εφοβήθηκες; - Δεν πάτε με τη βία
- κ’ οι δυό να την αρπάξετε,- ένας από τη μέση,
- κι ο άλλος να την δέση;
- ΓΥΝΗ Α΄ (εμφανιζομένη πλησίον της Λυσιστράτης)
- Αν βάλης, μα την Πάνδροσο, χέρι σ’ αυτήν απάνω,
- θα πάθης τσαλαπάτημα ευθύς, που θα σε κάνω
- και θα χεσθής απάνω σου.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Ά έτσι; τώρα στάσου,
- κι αυτό το χέσιμο, που λες, θα πάθ’ η αφεντιά σου.
- Πού ’ν’ ο τοξότης; -Δέσε την προτήτερ’ απ’ τις άλλες
- αυτήν, που τις παλληκαριές μας κάνει τις μεγάλες.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Αν κάνης, μα την Άρτεμι, και δάκτυλο ν’ απλώσης,
- σου κάνω τις μασσέλες σου στο μούσκιο να τις χώσης.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Μα τέλος πάντων τ’ είν’ αυτά; - Πού ’ν’ ο τοξότης; Πίσω!
- κι αυτήν την καταβόθρα σας εγώ θα σας την κλείσω!
- ΓΥΝΗ Α΄
- Να την εγγίσης μοναχά μοίρα κακήν αν είχες,
- κ’ ευθύς σε σουρομάδησα απ’ όλες σου τις τρίχες.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Αλλοίμονό μου, ο δύστυχος! και ο τοξότης πάει.
- Τους άνδρας είναι δυνατόν γυναίκα να νικάη;
- (Προς τους λοιπούς τοξότας).
- Σκύθαι! εμπρός! όλοι μαζύ! χτυπήσατ’ ενωμένοι!
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Μα τις θεές! να ξέρετε πως είν’ εδώ κλεισμένοι
- τέσσαρες λόχοι γυναικών, που κάθε μια τα ’χει
- ακονισμένα κ’ έτοιμα τα όπλα της για μάχη.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Τα χέρια τους πισθάγκωνα δέσετ’ αμέσως Σκύθαι!
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Ε, σεις! γυναίκες σύμμαχοι! εβγήτε από κείθε!
- αυγολαχανοφασουλομανάβισσες! [τρεχάτε!]
- Σκορσοχατζηξενοδοχοφουρνάρισσες! [ελάτε!]
- δεν θα μαλλιοτραβήσετε;...
- και δεν θα κοπανίσετε;
- δεν θα καταξεσχίσετε;...
- και δεν θα σκυλλοβρίσετε;...
- δεν θα ξετσιπωθήτε;
- (Αι γυναίκες εξορμώσιν εκτός των τειχών και συμπλέκονται
- με τους Τοξότας, οίτινες τρέπονται εις φυγήν. Η Λυσιστράτη
- ηπιώτερον και θριαμβευτικώς προς τας γυναίκας:)
- Αρκεί, αρκεί, σταθήτε!
- Γυρίστε πίσω· στον εχθρό τα όπλα πάλι δότε.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Αλλοίμονο! τι συφορά μού πάθανε οι Τοξόται!
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Τι νόμισες; με δουλικά λοιπόν πως πολεμάς,
- ή με χωρίς παλληκαριά μας πέρασες εμάς;
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Πολλή, μα τον Απόλλωνα, και η παλληκαριά σας,
- και μάλιστα σαν βρίσκεται και κάπελας κοντά σας.
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Τι τόσα λόγια χάνεις,
- και με τις όχεντρες αυτές κουβέντες τώρα πιάνεις,
- Επίτροπε της χώρας;
- Δεν ξέρεις πως μας κάνανε λουτρό προ λίγης ώρας
- στα ρουχαλάκια μας, χωρίς και μ’ αλυσσίβας σκόνη;
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ (προς τον Χορόν Γερόντων)
- Βρε κουτεντέ! το χέρι του δεν πρέπει αν σηκώνη
- ο άνθρωπος αυθαίρετα στον άλλον κατ’ επάνω·
- σαν το σηκώνης, τούμπανα τα μάτια θα σου κάνω.
- Κακό δεν κάνω κανενός· φρόνιμα θα καθήσω,
- σαν κοριτσάκι· ούτε κλωνί αχύρου θα κινήσω,--
- ενόσω δεν θελήση
- κανείς, σαν τη σφηγκοφωλιά να ρθή να μ’ ερεθίση.
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Ω Ζευ! έχουμε τάχα χρεία,
- από αυτά τα κνώδαλα τ’ αχρεία;
- (Στον Πρόβούλο)
- Κανείς να υποφέρη δεν μπορεί
- αυτό το πράμα το βαρύ.
- Λοιπόν να εξετάσουμε τι φτιάσανε,
- γιτι’ ήλθανε το φρούριο του Κραναού[30] κ’ επιάσανε,
- την άβατη Ακρόπολι, την πέτρα τη μεγάλη
- και τον ναό τον Ιερό. Εξέτασε και πάλι--
- και μη πεισθής,
- κι όλα τα μέσα που μπορείς, να μεταχειρισθείς.
- Γιατί ντροπή θα πάθουμε,
- εάν δεν εξετάσουμε τι τρέχει και δεν μάθουμε.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Και, μα το Δία, βέβαια· σεις πρώτες θα μου πήτε
- τι τάχα στην Ακρόπολι γυρεύατε να μπήτε
- και με μοχλούς την κλείσατε;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Το χρήμα να κρατήσουμε
- σωστό, να μην αφήσουμε
- για χρήματα στον πόλεμο το αίμα σας να χύνετε.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Θαρρείτε για τα χρήματα ο πόλεμος πως γίνεται;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Και γι’ άλλους λόγους γίνεται αυτό το ανακάτωμα:
- Για να μπορεί ο Πείσανδρος,[31] και όλα τ’ άλλα άτομα
- που την αρχήν βυζαίνουνε, να βρίσκουν ευκαιρίες
- για κλέψιμο, ανοίγοντες στον τόπο φασαρίες.
- Ας κάμουν ό, τι θέλουνε και ό, τι τους αρέσει·
- να βγάλη χρήμα από δω κανείς δεν θα μπορέση.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Και τι θα κάμης;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Το ρωτάς; τι άλλο δα θα πράξουμε,
- παρά να το φυλάξουμε;
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Συ φύλακας στης πόλεως τα χρήματα θα γίνης;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Μπα! δύσκολο το κρίνεις;
- Μήπως εμείς δεν είμαστε και φύλακες συνάμα
- για του σπιτιού τα χρήματα;
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Δεν είν’ το ίδιο πράμα.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Δεν είν’ το ίδιο πράμα;
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Ναι, μ’ αυτό θα πολεμήσουμε.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Μα και γι’ αυτό τον πόλεμο να γίνη δεν θ’ αφήσουμε.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Την πόλι πώς θα σώσουμε;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Εμείς θα σας γλυτώσουμε.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Σεις, λέει;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Βέβαια εμείς.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Σαν δύσκολο πολύ.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Μα κι αν δεν θέλης, θα σωθής.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Η γλώσσα σου μιλεί
- πολύ κακά.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Αγανακτείς; μα θα το κατορθώσουμε.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Άδικο, μα τη Δήμητρα!
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Α, πρέπει να σας σώσουμε.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Κι αν ίσως δεν θελήσω;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Να κ’ ένας λόγος πλειότερος το ζήτημα να λύσω.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Αλλά κι αν πρέπ’ ειρήνη
- πόλεμος να γίνη,
- πώς βγήκατε τη γνώμη σας να δώσετε στη χώρα;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Θα σου τα πούμε τώρα.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Θα κλάψης· λέγε γρήγορα.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Άκου λοιπόν και στάσου,
- και μη μας τα παρακουνάς μπροστά μας τα ξερά σου.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Να τα κρατήσω δεν μπορώ· με πιάνουνε κ’ εξάψεις
- απ’ το θυμό μου.
- Α΄ ΓΥΝΗ
- Ε, λοιπόν περισσότερο θα κλάψης.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ (προς την Α΄ Γυναίκα)
- Πες το αυτό καλήτερα, γρηά, στον εαυτό σου.
- (Στη Λυσιστράτη)
- Για έλα τώρα, λέγε μας εσύ το σχέδιό σου.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Αυτό κ’ εγώ έχω σκοπό,
- το σχέδιό μου να σου ειπώ.
- Εμείς αυτόν τον πόλεμο, [που τρώει την Ελλάδα],
- πρώτες τον ανεχθήκαμε με τόση φρονιμάδα,
- κι απ’ τον καιρό που αρχίσατε,
- ούτε και να γκρινιάσουμε καθόλου μας αφήσατε·
- μα μολονότι είμαστε και δυσαρεστημένες,
- κ’ εμέναμε κλεισμένες
- στα σπίτια μας, πολλές φορές
- σε υποθέσεις σοβαρές
- να παίρνετε απόφασι πολύ κακή ακούσαμε.
- Κατόπιν σας ρωτούσαμε--
- με γέλιο και με λύπη μας μεσ’ την ψυχή κορυφή:
- - «Τι αποφάσισ’ η Βουλή στη στήλη32 να γραφή
- για την ειρήνη σήμερα;» - «Είν’ αλλουνού δουλειά»
- μου ’λεγε ο άνδρας μου. «Σκασμός!» Δεν έβγαζα μιλιά!
- Α΄ ΓΥΝΗ
- Α, να κρατήσω σιωπή ποτέ δεν θα μπορούσα.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Θα ’σκουζες, αν δεν σώπαινες.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Γι’ αυτό κ’ εγώ σιωπούσα.
- Και όταν εμαθαίναμε που ’χατε ξαναβγάλη
- απόφασι χειρότερη, ρωτούσαμε και πάλι:
- -«Μα πώς τα καταφέρατε με τόση κουταμάρα;»
- Κ’ εκείνος, μ’ ένα βλέμμα του που σ’ έπιανε τρομάρα,
- αν δεν καθήσω, μου ’λεγε, μονάχα με τη ρόκα μου
- θα μού ’σπαζε την κόκα μου.
- Ο πόλεμος είνε δουλειά και σκέψις ανδρική.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Ω, μα το Δία, στά λεγε καλά.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Ακούς εκεί,
- μου τά ’λεγε καλά!
- πως τάχα--όταν σκέπτεσθε και σεις χωρίς μυαλά,
- πρέπει να σας αφίνουμε
- και γνώμες να μη δίνουμε;
- και όταν μια φορά
- στο δρόμο σας ακούσαμε να λέτε φανερά
- πως άνδρας μεσ’ στη χώρα
- δεν απομένει τώρα,
- κι ο άλλος είπε: «ναι, κανείς, μα το θεό»,--σκεφθήκαμε,
- και οι γυναίκες γρήγορα μαζύ εσυναχθήκαμε
- και την Ελλάδα σήμερα να σώσουμ’ είνε χρεία.
- Πούθε θα περιμέναμε για νά ’ρθ’ η σωτηρία;
- Λοιπόν, αν ίσως σήμερα είν’ και δικό σας θέλημα,
- άνδρες, ν’ ακούσετε αυτά τα λόγια τα ωφέλιμα,
- κι όπως εκάναμε κ’ εμείς το στόμα να βουλλώσετε,
- μπορούμε να σας σώσουμε.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Εσείς εμάς να σώσετε;
- Βαρύς και ανυπόφορος ο λόγος οπού βγαίνει
- από το στόμα σου.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Σκασμός!
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Μωρή καταραμένη!
- Εσύ θα δώσης προσταγή σ’ εμέ να σιωπήσω,
- με τη μανδήλα που φορείς; Μπα! κάλλιο να μη ζήσω!
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Αν μ’ ετούτο σ’ εμποδίζω,
- τη μανδήλα σου χαρίζω,
- το κεφάλι σου να δένης,
- να σιωπαίνης.
- Να καλάθι, βαλ’ το μπρος σου,
- πάρε και την ρόκα ζώσου,
- και κάθησε να τρως κουκκιά[33] και ξαίνε τα μαλλιά.
- Α, τώρα είν’ ο πόλεμος των γυναικών δουλειά!
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Έλα, γυναίκες, κάθε μιά
- αφήστε κάτω τα σταμνιά,
- στις φίλες μας να ρθούμε
- μαζύ τους να ενωθούμε.
- Με δίχως κούρασι μπορώ
- να μπαίνω πάντα στο χορό--
- [χωρίς να πέφτω χάμου,]
- κι ο κόπος δεν εκούρασε ποτέ τα γόνατά μου.
- Θέλω να κάνω κάθε τι
- που το προστάζ’ η αρετή,
- [και να περάσω από κει]
- μαζύ μ’ αυτές να ενωθώ, που ’χουνε χάρι, λογική,
- που έχει τόλμη κάθε μιά, κ’ είνε σοφία όλη,
- και αγαπάνε μ’ αρετή και φρόνησι την πόλι.
- Συ, που ’σαι μια γρηά γερή,
- και σαν τσουκνίδα τσουχτερή,
- να μη δειλιάσης, τράβα ’μπρός,
- γιατ’ είνε πρίμος ο καιρός.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Κι αν ο γλυκός ο έρως επιμένη--
- κ’ η Αφροδίτ’ η Κυπρογεννημένη
- πόθο μέσα στους κόρφους μας ν’ ανάψη,
- και τα μεριά μας με φωτιές να κάψη,
- και αν τους άνδρες απ’ την καύλα λειώση,
- και σαν το ρόπαλο τούς την τεντώση,--
- στους Έλληνας, θα μας ειπούν μιά μέρα
- πολεμοταλύτρες πέρα ως πέρα!
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Πώς θα το καταφέρνατε και τούτο;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- [Μιά χαρά!]
- Να παύσουνε στην αγορά
- να βγαίνουν λυσσασμένοι
- και πάντοτ’ ωπλισμένοι.
- ΓΥΝΗ Α΄
- Ναι, μα της Πάφου τη θεά!
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Κι άλλη δουλειά δεν έχουνε,
- παρά σαν τους Κορύβαντας[34] στην αγορά να τρέχουνε,
- κ’ εκεί ν’ ανακατώνουνε τα όπλα τα πολεμικά,
- με χύτρες και λαχανικά!
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Κ’ έτσι πρέπει, μα τον Δία!
- Να, αυτό θα πη ανδρεία·
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Κι όμως είν’ αστείο πράμα, να κρατή κανείς ασπίδες
- με Γοργόνες, και να τρέχη ν’ αγοράζη, τι;--μαρίδες!
- ΓΥΝΗ Α΄
- Μα το θεό, είδα κ’ εγώ
- καβάλλ’ απάνω στ’ άλογο σπουδαίον αρχηγό,
- να βγάν’ υπερηφάνως
- το χάλκινό του κράνος
- με τα μαλλιά τα μακρυά,--
- να βάλη μέσα έν’ αυγό, π’ αγόρασε από μιά γρηά!
- Κ’ ένα άλλο παλληκάρι,
- που ήτανε σαν τον Τηρέα[35], με ασπίδα και κοντάρι,
- κ’ είχε ’ρθή από τη Θράκη, μιά γυναίκα απειλούσε,
- οπού σύκα επουλούσε,
- και της έχαφτ’ ένα-ένα
- όσα ήσαν γινωμένα.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Και πώς θα ήσθε δυνατές,
- τις ταραχές όλες αυτές
- όπου στις χώρες γίνονται, εσείς να καταπνίξετε;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Α, είναι τόσο εύκολο.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Μα πώς; να τ’ αποδείξετε.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Σαν κλωστές, που όταν πέφτουν σε μιά μπερδεψιά κακή,
- τις τραβούμε με τ’ αδράχτια, μιά από ’δώ και μιά από ’κεί,
- έτσι και τον πόλεμό σας θα διαλύσω τον μεγάλο,
- στέλνοντας αμέσως πρέσβεις στο ’να μέρος και στο άλλο.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Τι μας λέτε, βρε κουτές,
- με μαλλιά και με κλωστές
- και μ’ αδράχτια σεις θαρρείτε
- τέτοια πράγματα μεγάλα πώς να παύσετε μπορείτε;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Αλλ’ αν είχατε σεις γνώσι, κι από τούτα τα μαλλιά
- μάθημα θα ’χατε πάρη για την κάθε σας δουλειά.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Πώς λοιπόν; για να το ιδούμε.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Όπως βάζουμε στην πλύσι
- πρώτα-πρώτ’ από τη βρώμα το μαλλί να καθαρίση,
- έτσι έπρεπ’ οι πολίται τα ραβδιά να πάρετ’ όλοι,
- μοχθηρούς και ραδιούργους να πετάξετ’ απ’ την πόλι·
- και αυτούς, που κάνουν πάντα μεταξύ τους μιά φατρία
- και κολλούν στην εξουσία,
- να τους ξύνετε, μαδώντας το [κακό τους] το κεφάλι·
- έπειτα μεσ’ στο καλάθι να τους ξάνετ’ όλους πάλι--
- προς ωφέλεια της χώρας· να ’χετ’ ανακατωμένους
- εκεί μέσα τους μετοίκους και τους φίλους σας τους ξένους·
- αλλ’ αν τύχη και κανένας στο δημόσιο χρωστά,
- βάλτε τον κ’ εκείνον μέσα [να μη μένη χωριστά].
- Και οι πόλεις, μα το Δία, όπου είνε μέχρις ώρας
- άποικοι αυτής της χώρας,
- να το ξέρετε πως είνε σαν κομμάτια χωρισμένα:
- πάρετε κάθε κομμάτι, να τα κάμετ’ όλα ένα.
- Φτιάστε μιά τρανή τουλούπα μ’ όλ’ αυτά τα μαζωμένα,
- κ’ έπειτα μ’ αυτή του Δήμου να υφαίνετε τη χλαίνα.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Δεν είνε ανυπόφορο τέτοια μαλλιά να ξαίνουν
- αυτές, οπού στον πόλεμο και μέρος δεν λαβαίνουν;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Και όμως, τρισκατάρατε! [στον πόλεμο δεν πάμε]
- μα δίνουμε περισσότερο κι απ’ το διπλό: - γεννάμε
- τα τέκνα ημείς πρώτες
- που πάνε στρατιώτες.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Μη μου θυμίζεις το κακό!
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Δεν πρέπει να χαρούμε
- λοιπόν κ’ εμείς τα νηάτα μας; να ευχαριστηθούμε,
- που σήμερα κοιμώμεθα μονάχες, εξ αιτίας
- αυτής της εκστρατείας;
- Κι όσο για μας αφήστε το, [δεν μας πολυπειράζει]·
- μα κείνο, όπου το ’χουμε μεσ’ στην καρδιά μαράζι,
- είνε που τα κορίτσια μας ανύπανδρα γερνάνε.
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Μήπως κ’ οι άνδρες δεν γερνούν;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Μπα! λες το ίδιο να ’νε;
- Ο άνδρας, επιστρέφοντας και γέρος απ’ τη μάχη,
- μπορεί λαμπρά να πανδρευθή και νηά γυναίκα να ’χει.
- Μα της γυναίκας φεύγουνε τα νηάτα και η χάρι,
- κι αν δεν προφθάση γρήγορα, κανείς δεν θα την πάρη,
- και κάθεται [στο ράφι]
- για να ρωτάη από κει τη μοίρα, τι της γράφει!
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Αλλά γιατί, αφού μπορεί και γέρος να την πάρη,
- οπού να του σηκώνεται ακόμα σαν στηλιάρι;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Συ, για πες μου τώρα: τάχα τι να μάθης περιμένεις
- που ακόμα δεν πεθαίνεις;
- Να σε θάψουν έχεις τόπο·
- [λοιπόν κάμε και τον κόπο]
- και αγόρασε μιά κάσσα, και για χάρι σου ως τόσο
- τα μελομακάρουνά36 σου μοναχή θα σου ζυμώσω.
- Να κι αυτό για στέφανό σου·
- πάρε το και στεφανώσου.
- (Του ρίπτει άνωθεν στέφανον)
- ΓΥΝΗ Α΄ (ρίπτουσα ταινίας)
- Να κι αυτά, δικό μου δώρο.
- ΓΥΝΗ Β΄ (ρίπτουσα στέφανον)
- Και στεφάνι θα σου βάλλω.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Πες μου, τι σου λείπει άλλο;
- Και τι θέλεις [να σου πάρω;]
- Τράβα γρήγορα στη βάρκα... [δεν ακούς, καλέ], το Χάρο;...
- σε φωνάζει... σε προσμένει...
- Δεν μπορεί να ξεκινήση, [κ’ είν’ η βάρκα του δεμένη!]
- ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
- Δεν είνε πράμα φοβερό; [δεν είναι αηδία]
- αυτά που σήμερα εδώ παθαίνω; Μα τον Δία,
- θα πάω κ’ οι επίτροποι για να μ’ ιδούν οι άλλοι,
- και να με καμαρώσουνε σ’ αυτό το μαύρο χάλι!
- (Φεύγει)
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (κραυγάζουσα όπισθέν του)
- Μη τύχη κ’ εναντίον μας θα φτιάσης κατηγόρια,
- που τάχα σου το κρύψαμε το λείψανό σου χώρια;37
- Έννοια σου, σαν περάσουνε τρεις μέρες από σήμερα,
- θα ρθούμε να σου κάνουμε πρωί-πρωί τα τρήμερα!
- (Εισέρχεται)
- ΣΚΗΝΗ Ε΄38
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ - ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Ο ελεύθερος ο άνδρας να κοιμάται δεν του πρέπει.
- Ας ξετάσουμε το πράμα· εις αυτό καθένας βλέπει
- πως υπάρχει κάτι άλλο
- πειό πολύ και πειό μεγάλο,
- και μυρίζει τυραννία
- σαν κ’ εκείνη του Ιππία.[39]
- Είνε φόβος μήπως ήλθαν Σπαρτιάτες στου Κλεισθένη[40]
- κ’ εκατάφεραν με δόλο κάθε μιά καταραμένη,
- να κρατήσουνε το χρήμα, πού ’χουμε [και πολεμούμε]
- και τη σύνταξι που ζούμε.
- Είνε τρομερό να βγαίνουν συμβουλές να μας πουλάνε,
- και για χάλκινες ασπίδες οι γυναίκες να μιλάνε,
- και να μας συμφιλιώσουν με τους Λάκωνας ακόμα,
- οπού έχουν τόση πίστι, όση κ’ ένα λύκου στόμα.
- [Δεν είν’ αμφιβολία
- πως] όλ’ αυτά σκαρώσανε να φτιάσουν τυραννία.
- Αλλά να γίνουν τύραννοι καιρό δεν θα τους δώσω,
- και μέσα σε μυρτιάς κλαδιά το ξίφος μου θα χώσω,[41]
- και θα σταθώ στην αγορά, και θα παραφυλάττω
- εκεί στου Αριστογείτονος το άγαλμ’ από κάτω.
- Ε, τώρα τούτη τη γρηά μού ’ρχεται να την πιάσω,
- και την παληομασέλλα της [με μιά γροθιά] να σπάσω.
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Όταν καθένας από σας στο σπίτι του γυρίση,
- θα τον ιδή κ’ η μάννα του και δεν θα τον γνωρίση.
- - Φίλες γρηές! αφήστε τα ετούτα που κρατείτε.
- - Για το καλό της πόλεως μιλούμ’ εμείς, πολίται·
- και πρέπει, γιατί μ’ έθρεψε με χάδια ζηλευτά,
- και με λαμπρότητα πολλή. Από χρονών εφτά
- κρατούσα [μιά χαρά]
- μεσ’ στις γιορτές της Αθηνάς τα βάζα τα ιερά·42
- στα δέκα χρόνια μ’ έβαζαν και άλεθα [με χάρι]
- το ιερό κριθάρι·
- και την αρκούδα έκανα με φούστα κροκωτή
- στης Βαυρωνίας[43] τη γιορτή·
- και όταν πειά εγίνηκα μιά ώμορφη κοπέλλα,
- και το κανίστρι εκράτησα και σύκα μιά τσαπέλλα.
- Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει κ’ εγώ να δώσω μιά καλή
- στην πόλι συμβουλή.
- Κι αν η δική μου η ψυχή καλό στην πόλι θέλη,
- κι αν έτυχε να γεννηθώ γυναίκα, μη σας μέλη,--
- ούτε και αν τα πράματα, που έχουν χάλι τόσο,
- εγώ θα διορθώσω.
- Δίνω το μερδικό μου
- στην πόλι, το δικό μου.
- Με άνδρες πάντα κάθε μιά το φόρο της προσφέρει·
- δεν είσθε σεις για τίποτε, δυστυχισμένοι γέροι!
- παρά ξεκοκκαλίζετε τη σύνταξι που παίρνετε
- απ’ τον καιρό των Μηδικών, και τίποτε δεν φέρνετε
- και κινδυνεύ’ η χώρα
- ολόκληρη, για χάρι σας, να παραλύση τώρα.
- Έχεις κ’ αιτία άλλη
- για να γκρινιάζης πάλι;
- Κύττα καλά, κακόμοιρε γιατ’ αν με πιάσ’ η τρέλλα,
- με το σκληρό το τσόκαρο σου σπάζω τη μασέλλα
- ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
- Ω! μ’ αυτό που λένε πάλι
- είνε μιά βρισιά μεγάλη!
- κι όλο το κακό ανάβει
- κι όλο πέφτουμε στα ίδια--
- Ε! τα μέτρα του ας λάβη
- κάθε άνδρας πώχει αρχίδια!
- Ας πετάξουμε τας χλαίνας, -
- κι όταν άνδρας είν’ κανένας
- πρέπει ανδρίκια να μυρίζη,
- και δεν πρέπει τυλιγμένος στα πανιά να τριγυρίζη.
- Λοιπόν εμπρός, λυκόποδες! εμείς, που νέοι τότε,
- πήγαμε στο Λειψύδιον[44] [κρυφά για συνωμόται,]
- πρέπει να ξανανηώσουμε και τούτη τη φορά,
- νέα να πάρουμε φτερά,
- και τα γεράματά μας
- μακράν να τα πετάξουμε από τα σώματά μας.
- Γιατί αέρα τόσο
- και μόνον αν τους δώσω,
- μπορούν να βρούνε τον καιρό
- να φτιάσουν κάτι τολμηρό:
- μπορούν και πλοία μάλιστα στη θάλασσα να ρίξουν·
- μπορούν και κατ’ επάνω μας ακόμη να τραβήξουν,
- να κάνουν ναυμαχία
- σαν την Αρτεμισία.[45]
- Κι αν [εύρουν ευκαιρία
- μιά μέρα να] το ρίξουνε και στην καβαλλαρία,--
- το ξέγραψα το ιππικό·
- γιατί το κάθε θηλυκό
- έχει για την καβάλλα
- κεφάλαια μεγάλα,
- και δεν εγλίστρησε ποτέ να πέση στην τρεχάλα.
- Δεν παίρνεις το παράδειγμα κι’ από τις Αμαζόνες,
- στη ζωγραφιά του Μύκωνος,[46] που πολεμάνε μόνες
- καβάλλα κατά των ανδρών; Λοιπόν μη τις αφήσουμε,
- και το λαιμό τους γρήγορα στο φάλαγγα[47] να κλείσουμε.
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Μα τις δυό θεές! το αίμα κι’ αν μ’ ανάψη πειό πολύ,
- θ’ απολύσω τη χολή,
- θα σου βγάλω μάτια, μύτες,
- που να τρέχης να γυρεύης βοηθούς σου τους πολίτες.
- -Κι από μας η κάθε μία το κορμί της τώρ’ ας γδύση,
- γυναικίλες να μυρίση.
- Κι’ όποιος τώρα του βαστά,
- ας ζυγώση εδώ μπροστά,
- να του δείξω εγώ, αν σκόρδα του λοιπού θα ξαναφάη
- [για τον πόλεμο να πάη]
- κι’ αν θα φάη μαυροκούκκια [για να πάη να δικάζη
- και να κάθεται στην έδρα δίχως να ξερονυστάζη.]
- Μιά το στόμα σου μονάχα λέξιν άσχημη να βγάνη,
- και ο θυμός ευθύς με πιάνει,
- που θα βγης απ’ τον καυγά
- όπως από το σκαθάρι κι ο αητός, - χωρίς αυγά![48]
- Μα κι αν στέκεσαι μπροστά μου, δεν με μέλει πειά γι’ αυτό,
- όσο είν’ η Λαμπιτώ,
- κι όσο βρίσκεται εκεί
- κ’ η Θηβαία Ισμηνία, που ’νε κόρη ευγενική.
- Κι αν σωστές φορές εφτά
- μας ψηφίσης εναντίον, δεν περνούν σ’ εμάς αυτά,
- κακομοίρη, που γυρεύεις
- σε γειτόνους και σε φίλους συφορές να μαγειρεύης.
- Χθές ακόμη με τις άλλες στης Εκάτης τη γιορτή,
- τούτη την αγαπητή
- επροσκάλεσα κοπέλλα, που ’νε ώμορφη και μέλι
- και της Βοιωτίας χέλι.
- Και δεν ήθελαν να στείλουν τις γυναίκες τους δω πέρα
- από τα ψηφίσμτά σου, [όπου βγάνεις κάθε μέρα.]
- Παύτε τα ψηφίσματά σας, πριν κανένας σας αρπάξη
- απ’ τα γέρικά σας σκέληα, και το σβέρκο σάς τινάξη!
- ΑΥΛΑΙΑ
- ΜΕΡΟΣ Γ΄
- {Η Σκηνή όπως και εις την Β΄πράξιν.}
- ΣΚΗΝΗ Α΄
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ, ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ, και μετ’ ολίγον ΓΥΝΗ Γ’, Δ΄.
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Συ, αρχηγέ της πράξεως, για πες μας τι συμβαίνει,
- που βγαίνεις τόσο σκυθρωπή και τόσο λυπημένη;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Των γυναικών των πρόστυχων τα έργα τα κακά
- και τα μυαλά τα θηλυκά
- [που φρόνησι τους λείπει]-
- ε, να, αυτά μ’ εκάμανε να περπατώ με λύπη.
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Τι λες; τι λες;
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Αλήθεια, ναι.
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Τ’ είν’ το κακό που εστάθη;
- Πες το στη φιλαινάδα σου, [που θέλει να το μάθη.]
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Κι αν σας το πω θα είν’ αισχρό,
- κι αν δεν το πω κακό-ψυχρό.
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Μη μας το κρύβης το κακό, και πες το ίσα-ίσα.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Κοντολογίς, μας έπιασε για το γαμήσι λύσσα!
- ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
- Ω Ζευ!
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Τι να σου κάνη ο Ζεύς; Αυτό ζητούν να φτιάσουν,
- και να τις κάνω δεν μπορώ τους άνδρες να ξεχάσουν.
- Και κατορθώνει κάθε μιά με τρόπο να μου φύγη.
- Τη μία, τρύπα μυστική την τσάκωσα ν’ ανοίγη--
- μεσ’ στου Πανός το ιερό·
- [κ’ η άλλη με σχοινί γερό]
- κατέβη, απ’ του πηγαδιού δεμένη το μαγκάνι·
- η άλλη πάει στον εχθρό κι αυτομολία κάνει·
- κι άλλη καβάλλα ήθελε να πάρη ένα σπουργίτι,
- να πέση στου [πορνοβοσκού] Ορσίλοχου[49] το σπίτι,--
- ως που την εξεμάλλιασα. Και όλες μου ζητάνε
- προφάσεις, να το σκάσουνε, στ σπίτια τους να πάνε.
- Θα ιδήτε· κάποια έρχεται και πλησιάζει· να τη!
- -Παρακαλώ, πού τό ’βαλες του λόγου σου τρεχάτη;
- ( Εισέρχεται η Γυνή Β΄)
- ΓΥΝΗ Β΄
- Θέλω να πάω σπίτι μου. Άφησα στο κατώι
- από τη Μίλητο[50] μαλλιά, κι ο σκόρος μου τα τρώει.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Ποιος σκόρος; άφησέ τ’ αυτά· [τράβα και γύρνα πίσω!]
- ΓΥΝΗ Β΄
- Στις δυό θεές ορκίζομαι, αμέσως θα γυρίσω·
- θα πεταχτώ τρεχάτη,
- να το ξαπλώσω μιά στιγμή απάνω στο κρεββάτι.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Δεν φεύγεις, ούτε το μαλλί θ’ απλώσης τώρα· ας’ το!
- ΓΥΝΗ Β΄
- Μα θα το χάσω το μαλλί!
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Ε, δεν πειράζει· χάσ’ το!
- ΓΥΝΗ Γ΄ (εισερχομένη)
- Η δύστυχη! η δύστυχη! και τώρα τι να κάνω,
- που το λινάρι τ’ άφησα με δίχως να το ξάνω!
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Να κι ‘ άλλη, που μας κόπιασε το δρόμο της να πάρη,
- γιατί άφησεν ακτύπητο στο σπίτι το λινάρι!
- Πήγαινε μέσα γρήγορα!
- ΓΥΝΗ Γ΄
- Μα θα γυρίσω πίσω,
- μα την Εκάτη, στη στιγμή, αρκεί να το κτυπήσω!
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Ας λείψουν τα κτυπήματα· γιατ’ έτσι αν αρχίση,
- κι άλλη θα μας κουβαληθή το ίδιο να ζητήση.
- (Εισέρχεται η Γυνή Δ΄ έχουσα εξωγκωμένην την γαστέρα)
- ΓΥΝΗ Δ΄
- Ω συ, θεά Ειλείθυια![51] κράτει [με κάθε τρόπο,]
- για να προφθάσ’ η γέννα μου να γίνη σ’ άλλον τόπο,
- χωρίς την ιερότητα που έχει τούτος να ’χει.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Τι ψέλνεις συ μονάχη;
- ΓΥΝΗ Δ΄
- Κύττα! στην ώρα βρίσκομαι της γέννας η καϋμένη.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Ε, μα καλά· συ όμως χθές δεν ήσουν ’γγαστρωμένη.
- ΓΥΝΗ Δ΄
- Τι τάχα; είμαι σήμερα. Στείλε με στη στιγμή
- να πεταχθώ στο σπίτι μου να φέρω τη μαμή.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Μα για ποιο λόγο;τούτο δω μου φαίνεται πολύ σκληρό.
- ΓΥΝΗ Δ΄
- Α, είν’ αρσενικό μωρό.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Μα τη θεά! εδώ παιδί δεν φαίνεται για νά ’χη·
- για τεντζερέδι φαίνεται· στάσου, θα ιδώ μονάχη,
- (Ερευνά υπό τον χειτώνα της Γυναικός Δ΄ και εξάγει
- χαλκήν περικεφαλαίαν).
- Το κράνος έχωσες εδώ, ανόητη! της Αθηνάς,
- και λες ότι κοιλοπονάς;
- ΓΥΝΗ Δ΄
- Μα το θεό, κοιλοπονώ.
- ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
- Καλά, κ’ εδώ στη ζώνη
- το κράνος γιατί τό ’βαλες;
- ΓΥΝΗ Δ΄
- Γιατί αν μού ’ρθουν πόνοι
- απάνω στην Ακρόπολι, να κάτσω χέρι-χέρι
- να κάνω μέσα το παιδί καθώς το περιστέρι.
Η Συνέχεια ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου